αντικειµενικά, λογικά και ανεξάρτητα της ανθρώπινης παρουσίας και των ανθρώπινων ικανοτήτων



Σχετικά έγγραφα
Η φύση των Μαθηματικών: ο ρόλος και η επιρροή τους

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΗ

Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Τμήμα Επιστημών της Προσχολικής Αγωγής και του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ. ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

Θεωρητικές αρχές σχεδιασµού µιας ενότητας στα Μαθηµατικά. Ε. Κολέζα

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

Γράφοντας ένα σχολικό βιβλίο για τα Μαθηματικά. Μαριάννα Τζεκάκη Αν. Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Μ. Καλδρυμίδου Αν. Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002

Αριστοτέλης ( π.χ) : «Για να ξεκινήσει και να διατηρηθεί μια κίνηση είναι απαραίτητη η ύπαρξη μιας συγκεκριμένης αιτίας»

Η ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Εισαγωγή στη Μεθοδολογία της Έρευνας ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Μορφή µαθήµατος.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ

HY118- ιακριτά Μαθηµατικά

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 1. Βασικές αρχές 1-1

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ» Βασίλης Τσελφές

Λογική. Μετά από αυτά, ορίζεται η Λογική: είναι η επιστήμη που προσπαθεί να εντοπίσει και να αναλύσει τους καθολικούς κανόνες της νόησης.

Παράδοξα στη Φιλοσοφία της Λογικής και των Μαθηματικών

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ. Καθηγητής: Σ. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ

EDMUND HUSSERL ( Ε. ΧΟΥΣΕΡΛ, )

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Συλλογιστική (1)

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΠΤΙΚΩΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

Θέµατα της παρουσίασης. Βάσεις σχεδιασµού αναλυτικών προγραµµάτων φυσικής αγωγής. Τι είναι το αναλυτικό

4. Η τέχνη στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Χέγκελ για την ιστορία

Ιστοσελίδα: Γραφείο: ΣΘΕ, 4 ος όροφος, γραφείο 3 Ώρες: καθημερινά Βιβλίο: Ομότιτλο, εκδόσεις

p p p q p q p q p q

ΡΟΜΠΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Επιστήμη της Πληροφορικής. Εργασία του μαθητή Δημήτρη Τσιαμπά του τμήματος Α4

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Βασικές Αρχές. Καθηγητής Α. Καρασαββόγλου Επίκουρος Καθηγητής Π. Δελιάς

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Ο Φιλελευθερισμός του Καρλ Πόππερ. Όμιλος Ανοιχτή Κοινωνία & Ινστιτούτο Διπλωματίας και Διεθνών Εξελίξεων 23 Οκτωβρίου 2014

Κασιμάτη Αικατερίνη Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος ΑΣΠΑΙΤΕ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Το Επενδυτικό σχέδιο 3. Βασικές έννοιες και ορισµοί

Τίτλος: Αντιπαράδειγμα. Ένα υποτιμημένο «εργαλείο» διδασκαλίας στα Μαθηματικά του Λυκείου.

ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

Ηθική & Τεχνολογία Μάθημα 1 ο Εισαγωγή στις Βασικές Έννοιες

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΡΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΠΡΩΤΗ: Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

Κβαντικό κενό ή πεδίο μηδενικού σημείου και συνειδητότητα Δευτέρα, 13 Οκτώβριος :20. Του Σταμάτη Τσαχάλη

ΜΕΤΑΞΥ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Θεωρία Υπολογισμού Άρτιοι ΑΜ. Διδάσκων: Σταύρος Κολλιόπουλος. eclass.di.uoa.gr. Περιγραφή μαθήματος

Θεωρία Υπολογισμού Αρτιοι ΑΜ Διδάσκων: Σταύρος Κολλιόπουλος eclass.di.uoa.gr

Φιλοσοφία της Επιστήμης ΙΙ

5 -Τρόποιενσωµάτωσηςτης ΠεριβαλλοντικήςΕκπαίδευσης σταεκπαιδευτικάσυστήµατα

Ευρωπαίοι μαθηματικοί απέδειξαν έπειτα από 40 χρόνια τη θεωρία περί της ύπαρξης του Θεού του Γκέντελ με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή

Οπτική αντίληψη. Μετά?..

ΕΠΙΣΗΜΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ. 1. Σι είναι επιστήμη 2. Η γέννηση της επιστημονικής γνώσης 3. Οριοθέτηση θεωριών αστικότητας

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

Εξαρτάται η συχνότητα από τη µάζα στην Απλή Αρµονική Ταλάντωση;

Αποφασισιµότητα. HY118- ιακριτά Μαθηµατικά. Βασικές µέθοδοι απόδειξης. 07 -Αποδείξεις. ιακριτά Μαθηµατικά, Εαρινό εξάµηνο 2017

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

Κατά τη διάρκεια της συγγραφής μιας διδακτορικής διατριβής ο ερευνητής ανατρέχει

Θέματα Επιστημολογίας. Ρένια Γασπαράτου

invariante Eigenschaften spezieller binärer Formen, insbesondere der

Επιστημολογική και Διδακτική Προσέγγιση της Έννοιας της «Ύλης»

ΘΕΩΡΊΕς ΜΆΘΗΣΗς ΚΑΙ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΆ

αντισταθµίζονται µε τα πλεονεκτήµατα του άλλου, τρόπου βαθµολόγησης των γραπτών και της ερµηνείας των σχετικών αποτελεσµάτων, και

Με Αφορμή το θεώρημα του Morley: Η απόδειξη στο σχολικό περιβάλλον. Νομιμοποιεί το σχήμα την απόδειξη; Διδακτικές προτάσεις.

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

GEORGE BERKELEY ( )

Μέθοδοι έρευνας και μεθοδολογικά προβλήματα της παιδαγωγικής επιστήμης

Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας

Ανθρωπιστικές Κοινωνικές και Θετικές Φυσικές Επιστήμες: παράλληλοι κόσμοι ή ενότητα των επιστημών;

ΙΑΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ «Ι ΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ» ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

το πλαίσιο της άσκησης των μαθητών στις διαδικασίες της επιστημονικής μεθόδου

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / ΜΥΤΙΛΗΝΗ / Ετήσιο Πρόγραμμα Παιδαγωγικής Κατάρτισης / Ε.Π.ΠΑΙ.Κ.

Η ΜΕΛΕΤΗ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Δρ. Βασίλης Π. Αγγελίδης Τμήμα Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

HY118- ιακριτά Μαθηµατικά. Παράδειγµα άµεσης απόδειξης. Μέθοδοι αποδείξεως για προτάσεις της µορφής εάν-τότε Αποδείξεις

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Η Κατάκτηση του Απείρου από την Αρχαιότητα ως Σήµερα

1.6.3 Ιατρικές και βιολογικές θεωρίες στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη Η αρχαία ελληνική ιατρική µετά τον Ιπποκράτη

Στατιστική Ι (ΨΥΧ-122) Διάλεξη 1 Εισαγωγή

HY118- ιακριτά Μαθηµατικά

Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο. Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση

ΕΚΠ. ΕΤΟΥΣ Απαντήσεις

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Γεωργία Ε. Αντωνέλου Επιστημονικό Προσωπικό ΕΕΥΕΜ Μαθηματικός, Msc.

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Μαθηματική Λογική και Απόδειξη

Θέματα Επιστημολογίας. Ρένια Γασπαράτου

ΟΡΙΣΜΟΣ. 1. «Ορίζοντας τον ορισµό»

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 3: Η ανάπτυξη της σκέψης του παιδιού Η γνωστική-εξελικτική θεωρία του J. Piaget Μέρος ΙI

ΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΙΑ Α. ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ»

εισήγηση 8η Είδη Έρευνας ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#Ν151)

Η Καινοτοµία στη Διδασκαλία των Μαθηµατικών. Ε. Κολέζα

Transcript:

Ο χαρακτηρισµός των Μαθηµατικών ως αντικειµενικά, λογικά και ανεξάρτητα της ανθρώπινης παρουσίας και των ανθρώπινων ικανοτήτων έχει αποτελέσει αντικείµενο έντονων αντιπαραθέσεων µεταξύ των ερευνητών. Οι διάφορες προσπάθειες µεταρρύθµισης που επεδίωξαν να παρουσιάσουν τα Μαθηµατικά ως ένα σώµα γνώσεων που ενέχει υποκειµενικότητα, σχετικότητα και είναι διαψεύσιµο, συνάντησαν έντονες αντιδράσεις.

Ορισµένοι µελετητές ορίζουν τα Μαθηµατικά ως µέθοδο που χρησιµοποιείται για την ανακάλυψη κάποιας αλήθειας, ενώ άλλοι τα εκλαµβάνουν ως την ίδια την αλήθεια που ανακαλύπτεται. Για κάποιους τα Μαθηµατικά είναι ένα σώµα προτάσεων και διαδικασιών που αφορούν ποσότητες, µεγέθη και µορφές, καθώς και τις µεταξύ τους σχέσεις, ενώ άλλοι τα θεωρούν ως την «επιστήµη των προτύπων» («Mathematics as the Science of patterns»), που αντανακλά δοµές και σχέσεις της φυσικής πραγµατικότητας. Υπάρχουν τέλος και εκείνοι που βλέπουν τα Μαθηµατικά ως ένα παιχνίδι χωρίς νόηµα, που καθοδηγείται από µερικούς κανόνες τους οποίους θέτουν οι ίδιοι οι µαθηµατικοί. «Δεν ξέρουµε ποτέ για τι πράγµα µιλάµε ούτε εάν αυτό που λέµε είναι αληθινό»b. Russell

Ένα άλλο θέµα σχετικά µε τα Μαθηµατικά, αφορά τον απόλυτο, αδιαπραγµάτευτο ή σχετικό και διαψεύσιµο χαρακτήρα τους. Αυτή η διαµάχη ανάγεται στην εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και συνεχίζεται µέχρι σήµερα. Το κοινό στοιχείο των φιλοσοφικών θεωριών, που υποστηρίζουν τον απόλυτο χαρακτήρα των Μαθηµατικών, είναι η θέση τους για τα Μαθηµατικά ως ένα «αντικειµενικό, απόλυτο, καλώς ορισµένο και αλάνθαστο σώµα γνώσης, το οποίο στηρίζεται στα σταθερά θεµέλια της παραγωγικής λογικής» Αυτή η άποψη βασίζεται στη φιλοσοφική θεωρία του αντικειµενικού ιδεαλισµού ή µεταφυσικού ρεαλισµού, γνωστή ως «µαθηµατικός πλατωνισµός». Ο «µαθηµατικός πλατωνισµός» µπορεί να ορισθεί ως το δόγµα σύµφωνα µε το οποίο υπάρχει µια αντικειµενική πραγµατικότητα, η οποία είναι ανεξάρτητη από το υποκείµενο που την γνωρίζει.

Ωστόσο αυτή η άποψη για τα Μαθηµατικά αντιµετώπισε προβλήµατα στην αρχή του 20ού αιώνα, όταν ανακαλύφθηκαν διάφορα παράδοξα και αντιφάσεις, γεγονός που κλόνισε τα θεµέλιά τους. Ως συνέπεια, η άποψη για την απόλυτη φύση των Μαθηµατικών έγινε αντικείµενο κριτικής και επανεξετάστηκε το θέµα της απολυτότητάς τους µε βάση την εργασία του Lakatos (1976). Ο Lakatos υποστήριξε τη διαψευσιµότητα (falsification) των Μαθηµατικών και συνέδεσε µεθοδολογικά τα Μαθηµατικά µε την Επιστήµη. Τα Μαθηµατικά θεωρήθηκαν µια ανθρώπινη επινόηση (παρά µια ανακάλυψη) η οποία ενέχει υποκειµενικότητα.

Υπάρχουν δύο βασικά είδη φιλοσοφικών ερωτηµάτων που µπορούν να διατυπωθούν σχετικά µε τα Μαθηµατικά: ερωτήµατα οντολογικά και επιστηµολογικά. Τα οντολογικά ερωτήµατα ενδιαφέρονται για το ίδιο το περιεχόµενο των Μαθηµατικών. Διερευνούν, π.χ.: Ποια είναι η φύση των µαθηµατικών αντικειµένων; Τι είδους αντικείµενα είναι οι αριθµοί, τα σηµεία, οι γραµµές και τα σύνολα; Έχουν αντικειµενική ύπαρξη ως µη υλικά, αφηρηµένα αντικείµενα ή είναι νοητικές κατασκευές ή ιδέες; Μήπως τα Μαθηµατικά δεν αφορούν άµεσα κάποια «αντικείµενα», αλλά αναφέρονται σε καθολικές ιδιότητες ή σχέσεις; Ή µήπως τα Μαθηµατικά δεν έχουν κανένα περιεχόµενο µε την έννοια του αντικειµένου;

Ως προς τα επιστηµολογικά ερωτήµατα, τα πιο βασικά από αυτά είναι: Πώς αποκτάται η µαθηµατική γνώση; Πώς µπορούµε (αν µπορούµε) να έχουµε γνώση των µαθηµατικών αντικειµένων;

Ο Πλάτωνας υποστήριζε, δηλαδή, ότι η µαθηµατική γνώση είναι έµφυτη. Στην πραγµατικότητα είναι ανάµνηση κάποιων πραγµάτων που ξέραµε ήδη, αλλά είχαµε ξεχάσει. Αργότερα οι πλατωνιστές υποστήριξαν ότι η µαθηµατική γνώση αποκτάται µέσω της µαθηµατικής διαίσθησης, που µας επιτρέπει την πρόσβαση στην (πλατωνική) σφαίρα των αφηρηµένων αντικειµένων.

Αντίθετα ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι τα µαθηµατικά αντικείµενα, όπως τα τρίγωνα και οι σφαίρες, είναι αφαιρέσεις µε βάση την εµπειρία µας. Για παράδειγµα από τις αλληλεπιδράσεις µας µε διάφορα κατά προσέγγιση σφαιρικά αντικείµενα, διαµορφώνουµε την έννοια µιας τέλειας σφαίρας, επικεντρώνοντας στην ιδιότητα της σφαιρικότητας και αγνοώντας σκόπιµα τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα, όπως το µέγεθος, το βάρος και το υλικό. Αυτή η αφαιρετική διαδικασία µας εξασφαλίζει τη γενικότητα των συµπερασµάτων µας και, ακόµα και αν οι σφαίρες που αντιµετωπίζουµε στην εµπειρία µας δεν είναι τέλειες σφαίρες, τα συµπεράσµατά µας ισχύουν στο µέτρο που αυτές προσεγγίζουν την έννοια της σφαιρικότητας.

Η παραδοσιακή επιστηµολογία των Μαθηµατικών έχει ως στόχο τη δικαιολόγηση των Μαθηµατικών, δηλαδή την παροχή τεκµηρίων για να αποδείξει ότι τα Μαθηµατικά είναι αληθή. Τρία εναλλακτικά προγράµµατα θεµελίωσης των Μαθηµατικών προτάθηκαν : ο λογικισµός, ο φορµαλισµός και ο ιντουισιονισµός.

Οι Russell και Whitehead, συνεχίζοντας το πρόγραµµα του Frege, στους τρεις τόµους του Principia Mathematica (1910-13) (που µπορεί να θεωρηθεί ως µια τυπική θεωρία συνόλων) έδειξαν ότι όλα τα κλασικά Μαθηµατικά, που ήταν γνωστά στην εποχή τους, ήταν δυνατόν να παραχθούν από τη θεωρία συνόλων και ως εκ τούτου από τα αξιώµατα του Principia. Συνεπώς αυτό που απέµενε να γίνει, ήταν να αποδειχτεί ότι όλα τα αξιώµατα του Principia ανήκουν στη Λογική.

Η πρόταση των Whitehead και Russell αµφισβητήθηκε σοβαρά από τον Gödel. Ο Gödel υποστήριξε ότι ένα πλήρες και συνεπές µαθηµατικό σύστηµα είναι εγγενώς αδύνατο και µέσα σε οποιοδήποτε συνεπές µαθηµατικό σύστηµα υπάρχουν προτάσεις που δεν είναι δυνατόν να αποδειχτούν ή να ανασκευαστούν βάσει των αξιωµάτων του συστήµατος. Σύµφωνα µε αυτή την άποψη, οι συνέπειες από τα µαθηµατικά αξιώµατα έχουν νόηµα µόνο υπό µια υποθετική έννοια.

Ο φορµαλισµός, ως φιλοσοφικό ρεύµα, εµφανίστηκε περίπου το 1910 από το Γερµανό µαθηµατικό David Hilbert (1862-1943). Οι φορµαλιστές συµµερίζονται την άποψη των λογικιστών ότι η Λογική είναι απαραίτητη για τη θεµελίωση των Μαθηµατικών, ωστόσο υποστηρίζουν ότι η µαθηµατική γνώση αποκτάται µέσω του χειρισµού (µε βάση ορισµένους κανόνες και τύπους) των συµβόλων των οποίων η κατανόηση πρέπει να προηγηθεί. Ο Hilbert είχε προτείνει την πλήρη τυποποίηση όλων των Μαθηµατικών, όλου του µαθηµατικού συλλογισµού. Αυτή η πρόταση κατέληξε σε αποτυχία. Ο Frege απέρριπτε τους φορµαλιστές, γιατί φοβόταν ότι θα περιόριζαν τα Μαθηµατικά σε ένα παιχνίδι συµβόλων.

Ο λογικισµός και ο φορµαλισµός προσπάθησαν να εξαγοράσουν τη βεβαιότητα και την αξιοπιστία των Μαθηµατικών πληρώνοντας ένα αντίτιµο. Ο λογικισµός προσπάθησε να καταστήσει τα Μαθηµατικά ασφαλή, µετατρέποντάς τα σε ταυτολογία, ενώ ο φορµαλισµός, επιδιώκοντας το ίδιο αποτέλεσµα, τα µετέτρεψε σε ένα παιχνίδι χωρίς νόηµα.

Γύρω στο 1908, διάφορα παράδοξα (µε την έννοια των αντιφάσεων) είχαν προκύψει στη συνολοθεωρία του Georg Cantor. Ο Cantor, το 1870, είχε κάνει την πρώτη προσπάθεια να διατυπώσει µια θεωρία συνόλων µε τρόπο µη αξιωµατικό. Αλλά τόσο ο ίδιος όσο και ο Russell κατέγραψαν διάφορα παράδοξα στη θεωρία του. Οι λογικιστές θεώρησαν αυτά τα παράδοξα κοινά λάθη, που προκλήθηκαν από σφάλµατα των µαθηµατικών και όχι από εγγενείς αδυναµίες των Μαθηµατικών. Οι ιντουισιονιστές όµως αντιµετώπισαν αυτά τα παράδοξα ως σαφείς ενδείξεις ότι τα κλασικά Μαθηµατικά είναι κάθε άλλο παρά ιδανικά. Θεώρησαν ότι τα Μαθηµατικά έπρεπε να επανοικοδοµηθούν ξεκινώντας από τη βάση.

Η ιντουσιονιστική σχολή ξεκίνησε το 1908 από τον Ολλανδό µαθηµατικό L. E. J. Brouwer (1881-1966). Ο Brouwer υποστήριξε ότι το περιεχόµενο των Μαθηµατικών είναι οι υποκειµενικές, νοητικές κατασκευές των ερευνητών µαθηµατικών και συνεπώς απέρριπτε όσα µέρη των Μαθηµατικών δεν ταίριαζαν σε αυτή την ερµηνεία.

Οι βασικές αρχές του ιντουισιονισµού είναι δυνατόν να περιγραφούν συνοπτικά ως εξής: (1) Τα Μαθηµατικά δεν είναι µια τυπική κατασκευή: τα αντικείµενα των Μαθηµατικών είναι νοητικές κατασκευές του (ιδανικού) µαθηµατικού. Μόνο οι κατασκευές της σκέψης του (ιδανικού) µαθηµατικού είναι ακριβείς. (2) Τα Μαθηµατικά είναι ανεξάρτητα από την εµπειρία σε σχέση µε τον εξωτερικό κόσµο και, σε γενικές γραµµές, είναι ανεξάρτητα επίσης και από τη γλώσσα. Η επικοινωνία µε τη γλώσσα µπορεί να χρησιµεύσει στην παρουσίαση σε άλλους, κατασκευών της σκέψης, αλλά δεν υπάρχει καµία εγγύηση ότι αυτές οι άλλες κατασκευές που θα προκύψουν µέσα από την επικοινωνία θα ταυτίζονται. (3) Τα Μαθηµατικά δεν εξαρτώνται από τη Λογική, αντίθετα, η Λογική είναι µέρος των Μαθηµατικών.

Ένας πρώτος λόγος είναι ότι οι κλασικοί µαθηµατικοί αρνούνται να αποµακρυνθούν από τα πολλά «όµορφα θεωρήµατα», τα οποία για τους ιντουισιονιστές είναι συνδυασµοί λέξεων χωρίς νόηµα. Ένας δεύτερος λόγος αφορά τον τρόπο απόδειξης των θεωρηµάτων. Συχνά συµβαίνει η κλασική απόδειξη ενός µαθηµατικού θεωρήµατος να είναι σύντοµη, κοµψή και εξαιρετικά έξυπνη, αλλά να µην αναδεικνύει πλήρως τον τρόπο κατασκευής της. Οι ιντουισιονιστές θα απορρίψουν φυσικά µια τέτοια απόδειξη και θα την αντικαταστήσουν από την κατασκευαστική απόδειξή τους, του ίδιου θεωρήµατος. Εντούτοις, αυτή η κατασκευαστική απόδειξη είναι συχνά πολύ µεγαλύτερη από την κλασική απόδειξη και φαίνεται σε πολλές περιπτώσεις, τουλάχιστον στον κλασικό µαθηµατικό, ότι δεν έχει καµία κοµψότητα.

Στην ιντουισιονιστική παράδοση, τα Μαθηµατικά γίνονται αντιληπτά ως νοητική δραστηριότητα στην οποία οι µαθηµατικές έννοιες θεωρούνται νοητικές κατασκευές που δεν εξαρτώνται απαραιτήτως από τις αποδείξεις. Ο Brouwer απορρίπτει την κλασική θέση της διάκρισης των αποδείξεων ως αληθείς ή ψευδείς και άντ αυτού υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνουν αποδεκτές και άλλες δυνατότητες προσέγγισης της µαθηµατικής αλήθειας η διαίσθηση και η φαντασία θεωρούνται αρχικά και απαραίτητα ψυχολογικά στάδια της εφευρετικότητας. Μια απόδειξη δεν είναι ένα τυποποιηµένο σχήµα, αλλά µια πράξη, µια διαδικασία, µια νοητική κατασκευή η απόδειξη µιας πρότασης, δεν είναι µόνο το τελικό προϊόν, αλλά είναι η ίδια η διαδικασία της απόδειξης. Η απόδειξη είναι πρώτιστα η πράξη έτσι όπως εκτελείται. Μόνο δευτερευόντως, αποδεχόµαστε ως απόδειξη την πράξη που έχει εκτελεστεί.

Στα ιντουισιονιστικά Μαθηµατικά το υποκείµενο παρεµβαίνει ουσιαστικά και ενεργά στη διαδικασία παραγωγής της γνώσης, η οποία εκλαµβάνεται ως διαισθητική εποπτική διαδικασία, ενώ στα κλασικά Μαθηµατικά το υποκείµενο δεν εµπλέκεται σε αυτή τη διαδικασία, η οποία κατά βάση είναι εννοιολογική.

Σφαιρική επισκόπηση των σηµαντικότερων ζητηµάτων της προσπάθειας θεµελίωσης των Μαθηµατικών Ένα κοινό χαρακτηριστικό τόσο των σχολών που εντάσσονται στην παράδοση του θεµελιωτισµού όσο και της ιντουισιονιστικής σχολής είναι ότι και οι δυο τάσεις θεωρούν ότι τα Μαθηµατικά αναφέρονται σε αφηρηµένα αντικείµενα, τα οποία είτε έχουν ανεξάρτητη ύπαρξη, είτε αποτελούν προϊόν εµπειρικής αφαίρεσης.

Τα διλήµµατα που αντιµετώπισαν αυτές οι σχολές µπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Εάν θεωρήσουµε τα µαθηµατικά αντικείµενα ως αφηρηµένα και ανεξάρτητα, τότε θα πρέπει να βρούµε ένα τρόπο να δικαιολογήσουµε πώς µπορούµε να έχουµε γνώση σχετικά µε αυτά. Εάν θεωρήσουµε τα Μαθηµατικά ως προϊόν εµπειρικής αφαίρεσης, τότε θα πρέπει να βρούµε ένα τρόπο να αιτιολογήσουµε την εναργή βεβαιότητα των µαθηµατικών αληθειών. Εάν, τέλος, θεωρήσουµε τα Μαθηµατικά ως ένα σύνολο γλωσσικών συµβάσεων, θα πρέπει να εξηγήσουµε γιατί η χρήση τους είναι αντάξια του όρου «γνώση».

Ο Hao Wang έγραψε χαρακτηριστικά ότι: «Οι έρευνες για τα θεµέλια των Μαθηµατικών τον 20ό αιώνα ήταν πολύ γόνιµες µε διάφορους τρόπους. Εντούτοις, παραµένει γενικά η εντύπωση ότι τα προβλήµατα του Θεµελιωτισµού είναι κάπως ξεκοµµένα από το κύριο ρεύµα των Μαθηµατικών και των φυσικών επιστηµών. Ο κύριος λόγος αποσύνδεσης είναι µια παραµέληση των Μαθηµατικών ως ανθρώπινης δραστηριότητας. Υπό µια βαθύτερη έννοια, δεν είναι πιο βασική η έννοια του συνόλου, αλλά µάλλον το υπάρχον σώµα των Μαθηµατικών. Σωστά ή λανθασµένα, υπάρχει ανάγκη για βασικές µελέτες που να έχουν βαθύτερα και περισσότερα αποτελέσµατα στην παιδαγωγική και την έρευνα στα Μαθηµατικά και τις Επιστήµες»

Η αναζήτηση θεµελίων για τα Μαθηµατικά έφθασε στην κορύφωσή της στο πρώτο τρίτο του 20ού αιώνα και προς το τέλος της, όταν ο Kurt Gödel στη δεκαετία του 30 απέδειξε το ανέφικτο του εγχειρήµατος. Εντούτοις, αυτή η έκβαση των πραγµάτων δεν επηρέασε τους µαθηµατικούς ερευνητές, που συνέχισαν και συνεχίζουν τη συνηθισµένη πρακτική τους.

Όπως παρατηρεί ο Tymoczko (1986), ένα σηµαντικό θέµα που δίχασε τους φιλοσόφους των Μαθηµατικών ήταν το θέµα της διαίσθησης. Πολλοί θεώρησαν τη διαίσθηση ως ατέλεια του πλατωνισµού. Οι λογικιστές, για παράδειγµα, επεδίωξαν να «θεραπεύσουν» αυτή την ατέλεια µε την προσπάθεια στήριξης όλης της µαθηµατικής γνώσης στην απόδειξη. Σύµφωνα µε αυτούς, και οι πιο στοιχειώδεις µαθηµατικές προτάσεις είναι δυνατόν να προέλθουν από ακόµα βασικότερες λογικές αρχές. Αυτές οι λογικές αρχές, που παίζουν το ρόλο των αξιωµάτων, δεν είναι γνωστές από διαίσθηση. Είναι απολύτως γενικές και προσιτές σε κάθε λογικά σκεπτόµενο άνθρωπο. Εποµένως δεν υπάρχει καµία ανάγκη να υποθέσει κάποιος µια µυστήρια ικανότητα µαθηµατικής διαίσθησης.

Το πρόβληµα µε το λογικισµό εµφανίζεται όταν προσπαθεί να δικαιολογήσει τις θεµελιώδεις αρχές της λογικής. Για να αποφύγουν οι φορµαλιστές αυτά τα προβλήµατα, θεώρησαν τη διαδικασία της απόδειξης ως έναν απλά συµβολικό χειρισµό, όπου το νόηµα των συµβόλων δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο. Ο (ιδανικός) µαθηµατικός, υποστηρίζουν, είναι κάποιος µε ικανότητα (ελεύθερης) επιλογής συστήµατος αξιωµάτων και ικανότητα να ακολουθεί τυπικές παραγωγικές διαδικασίες. Εφόσον γίνει η επιλογή, όλη η µαθηµατική γνώση προκύπτει µέσα από τυπικές παραγωγικές διαδικασίες στο πλαίσιο του κατάλληλου τυπικού συστήµατος. Το βασικό στοιχείο σε µια τυπική απόδειξη, για τους φορµαλιστές, είναι η απόλυτη αυστηρότητα στη διαδικασία απόδειξης.

Οι ιντουισιονιστές επίσης εκφράζουν την άποψη ότι τα τυπικά συστήµατα είναι αρκετά αυθαίρετα και συµφωνούν µε τους λογικιστές ότι η µαθηµατική γνώση στηρίζεται στις αποδείξεις ή, όπως αυτοί προτιµούν να τις ονοµάζουν, στις «κατασκευές». Δεν αρνούνται τη λειτουργία της διαίσθησης για την πρόσβαση στις αφηρηµένες µαθηµατικές οντότητες, αλλά αντίθετα µε τους Πλατωνιστές, αρνούνται ότι το «βασίλειο των Μαθηµατικών» υπάρχει ήδη, ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, και περιµένει να ανακαλυφθεί. Αντίθετα υποστηρίζουν ότι οι µαθηµατικές οντότητες κατασκευάζονται από τους ίδιους τους µαθηµατικούς. Στην ουσία, ο ιντουισιονισµός είναι η πρώτη φιλοσοφική αντίληψη των Μαθηµατικών που υπογραµµίζει το ρόλο των ίδιων των ερευνητών µαθηµατικών στην «κατασκευή» των αφηρηµένων µαθηµατικών οντοτήτων, άποψη που θα υιοθετήσει αρκετά χρόνια αργότερα και η Penelope Maddy (1990).

Προς τα τέλη του προηγούµενου αιώνα, η παραδοσιακή επιστηµολογία αµφισβητήθηκε έντονα, προτάθηκαν εναλλακτικές επιστηµολογίες και ο λογικισµός στη Φιλοσοφία των Μαθηµατικών άρχισε σταδιακά να χάνει έδαφος, καθώς ήρθε αντιµέτωπος µε την Ψυχολογία. Η άποψη ότι «η πρακτική των ερευνητών µαθηµατικών» και όχι η φιλοσοφία των Μαθηµατικών πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο άρχισε να κερδίζει έδαφος. Μετά από την αποτυχία του θεµελιωτισµού διάφοροι φιλόσοφοι των Μαθηµατικών πρότειναν νέες απόψεις σχετικά µε τη φύση και τη διαδικασία απόκτησης της µαθηµατικής γνώσης.

Το 1961 ο Lakatos υποστήριξε ότι η µαθηµατική γνώση είναι διαψεύσιµη και µε τη χρησιµοποίηση ιστορικών µελετών παρουσίασε τα Μαθηµατικά ως κοινωνική διαλεκτική κατασκευή. Άρχισαν να µελετώνται σοβαρά οι «ανθρωπιστικές» (humanistic) προσεγγίσεις στα Μαθηµατικά τόσο στο επίπεδο της Φιλοσοφίας όσο στο επίπεδο της µελέτης της Ιστορίας και της Μαθηµατικής Εκπαίδευσης. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί ο µαθηµατικός Raymond Wilder, ο οποίος, στο παγκόσµιο συνέδριο των Μαθηµατικών το 1950, απηύθυνε έκκληση «να βγούµε έξω από τα Μαθηµατικά, µε την ελπίδα της επίτευξης µιας νέας προοπτικής. Να αναζητηθεί ένα πλεονεκτικό σηµείο από το οποίο κάποιος να µπορεί να δει αυτά τα θέµατα χωρίς πάθος» (Wilder 1950/1998:186).