Πρωτότυπη Εργασία Μέτρηση της αποδοτικότητας πνευμονολογικών κλινικών ΕΣΥ και Πανεπιστημιακών Μαρία Γείτονα 1, Λορένα Ανδρούτσου 2, Νικόλαος Κοτσόπουλος 3, Κώστας Γουργουλιάνης 4 1 Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Οικονομικών της Υγείας, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου 2 Οικονομολόγος Υγείας, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου 3 Οικονομολόγος Υγείας, Global Market Access Solution (GMAS), St-Prex, Switzerland 4 Kαθηγητής Πνευμονολογίας, Τμήμα Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Λέξεις-κλειδιά: - πνευμονολογικές κλινικές - μέτρηση αποδοτικότητας - νοσοκομείο - DEA - Ελλάδα Αλληλογραφία Λορένα Ανδρούτσου Λαγονησίου 3-5, 41221 Λάρισα Τηλ.: +30 6948271768 E-mail: landroutsou@gmail.com ΠΕΡIΛΗΨΗ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ανάγκη για την αποδοτική χρήση των υφιστάμενων υγειονομικών πόρων εντείνεται σε περιόδους οικονομική ύφεσης και δημοσιονομικών περιορισμών. ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της μελέτης είναι η συγκριτική αξιολόγηση της αποδοτικότητας πνευμονολογικών, πανεπιστημιακών και κλινικών ΕΣΥ, οι οποίες λειτουργούν σε δύο δημόσια νοσοκομεία της Ελλάδας, κατά το έτος 2012. ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ: Η μέθοδος ανάλυσης που χρησιμοποιήθηκε είναι η Περιβάλλουσα Ανάλυση Δεδομένων (Data Envelopment Analysis- DEA). Δημιουργήθηκαν μαθηματικά μοντέλα αξιολόγησης της αποδοτικότητας με εισροές το ιατρικό νοσηλευτικό προσωπικό και τον αριθμό των ανεπτυγμένων κλινών και με εκροές τον αριθμό επισκέψεων στα εξωτερικά ιατρεία, τον αριθμό των ασθενών και τις ημέρες νοσηλείας τους. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν ότι οι πανεπιστημιακές κλινικές και των δύο νοσοκομείων λειτουργούν σχεδόν πλήρως αποδοτικά. Από τις 11 κλινικές του ΕΣΥ, οι εννέα (9) παρουσίασαν θετική αποδοτικότητα, από τις οποίες οι επτά (7) ήταν απόλυτα αποδοτικές. Αναφορικά με τη σύγκριση όλων των πνευμονολογικών κλινικών του ΕΣΥ και των πανεπιστημιακών παρατηρήθηκαν θετικά αποτελέσματα με επτά (7) από τις δεκατρείς (13) κλινικές να λειτουργούν αποδοτικά. Από αυτές, τέσσερις (4) κλινικές ήτοι, η πανεπιστημιακή του νοσοκομείου της Περιφέρειας και τρεις ΕΣΥ του νοσοκομείου της Περιφέρειας του κέντρου ήταν απολύτως αποδοτικές. ΣΥΖΗΤΗΣΗ: Η οικονομική κρίση στη χώρα σε συνδυασμό με τις χρηματοδοτικές πιέσεις του συστήματος υγείας, εντείνουν την αναγκαιότητα για τη μελέτη της αποδοτικότητας. Η χρήση τεχνικών μέτρησης της αποδοτικότητας μπορεί να αποτελέσει ένα σύγχρονο, αξιόπιστο, διαφανές και αντικειμενικό εργαλείο αξιολόγησης των διοικήσεων και του προσωπικού των δημοσίων νοσοκομείων. Πνεύμων 2014, 27(1):25-30.
26 ΠΝΕΥΜΩΝ Τεύχος 1ο, Τόμος 27ος, Ιανουάριος - Μάρτιος 2014 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σε μια εποχή περιστολής των δημοσιών δαπανών και υπό τη διαρκή αξιολόγηση για την αναδιάρθρωση των δημοσίων υπηρεσιών, η εκτίμηση της αποδοτικότητας των νοσοκομείων της Ελλάδας καθώς και η βελτιστοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών έχουν τεθεί ως προτεραιότητα. Η μέτρηση της αποδοτικότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανάλυση της σκοπιμότητας μιας πολιτικής της οποίας κύριος στόχος θα είναι ο εξορθολογισμός της χρήσης των διαθέσιμων πόρων. H αξιολόγηση θεωρείται αναπόσπαστο και σημαντικό κομμάτι του σχεδιασμού, της οργάνωσης και της διοίκησης κάθε υπηρεσίας ή συστήματος υγείας (Γείτονα, 2001). Η δημοσιονομική κρίση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η Ελλάδα σήμερα επιβάλει την αξιολόγηση της απόδοσης των νοσοκομείων του ΕΣΥ. Η οικονομική επιστήμη παρέχει πληθώρα μεθοδολογικών εργαλείων για την ανάλυση της αποδοτικότητας. Μια ευρέως χρησιμοποιούμενη μαθηματική μέθοδος αξιολόγησης της αποδοτικότητας είναι η Περιβάλλουσα Ανάλυση Δεδομένων γνωστή και ως Data Envelopment Analysis (DEA) (Hollingsworth 2003, 2008). Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να αξιολογήσει με την εφαρμογή της μεθόδου DEA την αποδοτικότητα πνευμονολογικών κλινικών που λειτουργούν σε δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια δημόσια νοσοκομεία της χώρας, κατά το έτος 2012. Τα ευρήματα ανάλογων μελετών παρέχουν πληροφορίες στις διοικήσεις των νοσοκομείων και στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων σχετικά με την αποδοτική ή μη συμπεριφορά των κλινικών ή των νοσοκομείων. Μέθοδος Υλικό Θεωρητική προσέγγιση: Αποδοτικότητα Η επιστημονική θεώρηση της αποδοτικότητας αντλείται από την κατά Pareto αριστοποίηση, δηλαδή από το πόσο ένας οργανισμός ή ένα σύστημα υγείας επιτυγχάνει τα επιθυμητά αποτελέσματα με δεδομένους πόρους (Chacholiades, 1990). Η εκτίμηση της αποδοτικότητας αποτελεί το βασικό μέσο ελέγχου για την ορθολογική κατανομή των ανθρώπινων και οικονομικών πόρων (Farrell, 1957). Ο βαθμός χρησιμοποίησης των διαθέσιμων πόρων θα πρέπει αφενός, να ικανοποιεί τη ζήτηση για υπηρεσίες υγείας και αφετέρου, να εξασφαλίζει την αποδοτικότητα των προσφερόμενων υγειονομικών υπηρεσιών (Farrell, 1957; Brown and Popkin, 1962; Lovell, 1993; Grosskopf, 1993; Hollingsworth, 2003 και 2008). Η αποδοτικότητα ερμηνεύεται στο πλαίσιο του τρόπου με τον οποίο το ανθρώπινο δυναμικό χρησιμοποιεί τη διαθέσιμη τεχνολογία για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος σε σχέση με την υφιστάμενη δυναμικότητα των κλινών (Ganley and Cubbin, 1992; Palmer and Torgerson, 1999). Η μέτρηση της αποδοτικότητας είναι συνυφασμένη με τη μέτρηση της παραγωγικότητας. Στον τομέα της παροχής υπηρεσιών υγείας, η μελέτη της παραγωγικότητας επικεντρώνεται στην παραγωγή υγειονομικού προϊόντος από τη χρήση των πόρων του συστήματος (Υφαντόπουλος, 2003) ενώ η αποδοτικότητα εμπεριέχει την αξιολόγηση του συνόλου της οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας της οποίας η συμβολή είναι σημαντική για τη βελτίωση βασικών οικονομικών, διοικητικών και κλινικών παραμέτρων (Hollingsworth, 2008). Αναμφίβολα, η χρήση και των δύο εννοιών ενδείκνυται ως εργαλείο αξιολόγησης και στον υγειονομικό τομέα, δεδομένου ότι η παροχή υπηρεσιών υγείας εμπεριέχει κοινωνικές προεκτάσεις και χαρακτηριστικά δημόσιου ή ημι-δημόσιου αγαθού (Greenwald and Stiglitz, 1992). Στην παρούσα μελέτη εκτιμήθηκε η τεχνική αποδοτικότητα (technical efficiency) η οποία ορίζεται ως η επίτευξη μιας καθορισμένης ποσότητας προϊόντος υγείας (π.χ. ενός συγκεκριμένου αριθμού εξετασθέντων ασθενών) με τη χρήση των ελάχιστων δυνατών εισροών σε φυσικές μονάδες (π.χ. με τους λιγότερους γιατρούς ή νοσηλευτές), ή της μέγιστης ποσότητας προϊόντος με τη χρήση δεδομένης ποσότητας εισροών (Fare, Grosskopf and Lovell, 1985; Norman and Stoker, 1991; Ganley and Cubbin, 1992). Η τεχνική αποδοτικότητα μετρά το βαθμό επίτευξης του μέγιστου δυνατού αριθμού υπηρεσιών, δεδομένων των διαθέσιμων πόρων ενός νοσοκομείου. Το ζητούμενο, δηλαδή, είναι αν μια νοσηλευτική μονάδα προσφέρει τη μέγιστη εφικτή ποσότητα διαγνώσεων, θεραπευτικών αγωγών, διδακτικού και ερευνητικού έργου και λοιπών υπηρεσιών, με βάση τον υπάρχοντα κτιριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό της, το ανθρώπινο δυναμικό και τα διαθέσιμα αναλώσιμα υλικά (Ganley and Cubbin, 1992). DEA Η DEA βασίζεται στην ανάλυση των δραστηριοτήτων ενός οργανισμού ή υπηρεσίας και αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία ως η πιο δημοφιλής τεχνική για τη μέτρηση της αποδοτικότητας (Emrouznejad and Thanassoulis, 1997; Seiford, 1996; Cook and Seiford, 2009). Είναι μια μη-παραμετρική μέθοδος η οποία χρησιμοποιεί λιγότερες περιοριστικές παραδοχές και χαρακτηρίζεται ως προσδιοριστική (deterministic), επειδή δεν γίνονται σαφείς ρητές πιθανοθεωρητικές (probabilistic) υποθέσεις (Charnes
ΠΝΕΥΜΩΝ Τεύχος 1ο, Τόμος 27ος, Ιανουάριος - Μάρτιος 2014 27 et al, 1994). Στην DEA το επίπεδο της αποδοτικότητας ενός οργανισμού μετράται με την επίλυση γραμμικών εξισώσεων οι οποίες επιτρέπουν είτε τη μεγιστοποίηση των εκροών είτε την ελαχιστοποίηση των εισροών. Εάν από τα αποτελέσματα της ανάλυσης προκύψει ότι ένα νοσοκομείο ή μια κλινική είναι μη αποδοτικά, σημαίνει ότι μπορεί να γίνουν αποδοτικά είτε με τη μείωση των εκροών, χρησιμοποιώντας το προσανατολισμένο σε εισροές (input oriented) μοντέλο, είτε με την αύξηση των εκροών, χρησιμοποιώντας το προσανατολισμένο σε εκροές (output-oriented ) μοντέλο. Οι Charnes, Cooper και Rhodes (1981) ορίζουν την αποδοτικότητα σε σχέση με το επιλεγμένο μοντέλο προσανατολισμού: i. Σε ένα μοντέλο προσανατολισμένο στις εκροές, ένα DMU (Decision Making Unit) δεν μπορεί να είναι αποδοτικό, αν για αύξηση κάθε παραγωγής δεν πραγματοποιείται αύξηση εισροής ή το αντίστροφο. ii. Σε ένα μοντέλο προσανατολισμένο στις εισροές, ένα DMU δεν είναι μπορεί να είναι αποδοτικό, εάν για κάθε μείωση της εισροής δεν μειώνεται και εκροή. Η DEA χρησιμοποιείται σε μοντέλα μέτρησης αποδοτικότητας πολλαπλών εισροών και πολλαπλών εκροών, όπως οι μονάδες υγείας. Δεν προϋποθέτει την ύπαρξη μιας σχέσης που να συνδέει τις εισροές με τις εκροές μιας παραγωγικής διαδικασίας προϊόντων ή υπηρεσιών (Athanassopoulos, 1995; Podinovski and Athanassopoulos, 1998; Podinovski, 2004; Prezerakos et al, 2007). Οι εισροές και εκροές μπορεί να εκφράζονται σε εντελώς διαφορετικές μονάδες μέτρησης. Χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της σχετικής αποδοτικότητας, δηλαδή την αποδοτικότητα μιας μονάδας σε σχέση με άλλες συγκρίσιμες μονάδες. Στις περιπτώσεις που μια μονάδα βελτιώνει τις επιδόσεις της και γίνεται αποδοτική, η σχετική αποδοτικότητα των υπολοίπων δεν μεταβάλλεται. Το άριστο σκορ της DEA είναι 1.00 και πάνω από 0.90 είναι πλήρως αποδοτική η λειτουργία της υπηρεσίας υπό εξέταση. Μέθοδολογία έρευνας Υλικό Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται η μέτρηση της αποδοτικότητας πνευμονολογικών κλινικών σε νοσοκομεία δύο Περιφερειών, εκ των οποίων η μία είναι κέντρου. Η μέθοδος ανάλυσης που χρησιμοποιήθηκε είναι η DEA. Συγκεκριμένα, αναπτύχθηκε ένα μοντέλο DEA προσανατολισμένο στις εκροές με σταθερές κλίμακες αποδοτικότητας (constant returns to scale -CRS). Η απεικόνιση του συνόρου αποδοτικότητας μπορεί να στηριχτεί στην υπόθεση περί κλίμακας σταθερών αποδόσεων (constant returns to scale -CRS). Οι Charnes, Cooper and Rhodes, (1978) πρότειναν το μοντέλο DEA προσανατολισμένο στις εισροές υποθέτοντας σταθερές κλίμακες αποδοτικότητας (CRS). Η υπόθεση της CRS είναι κατάλληλη με δεδομένο ότι οι μονάδες απόφασης DMU s λειτουργούν σε βέλτιστες κλίμακες. Χρησιμοποιήθηκαν ως εισροές το ιατρικό (ειδικοί και ειδικευόμενοι) και το νοσηλευτικό προσωπικό, ο αριθμός των ανεπτυγμένων κλινών και ως εκροές ο αριθμός επισκέψεων στα εξωτερικά ιατρεία, ο αριθμός των ασθενών και οι ημέρες νοσηλείας τους για το έτος 2012. Ειδικότερα δημιουργήθηκαν 3 μοντέλα μέτρησης, το πρώτο αξιολόγησε τις πανεπιστημιακές πνευμονολογικές κλινικές, το δεύτερο των κλινικές του ΕΣΥ και το τρίτο όλες τις πνευμονολογικές κλινικές, του ΕΣΥ και τις πανεπιστημιακές κλινικές. Τα στοιχεία συλλέχθηκαν από τις κλινικές των υπό εξέταση νοσοκομείων. Αξιολογήθηκαν 12 κλινικές πνευμονολογικές του ΕΣΥ και δύο Πανεπιστημιακές στα δύο νοσοκομεία των δύο Περιφερειών. Ο συνολικός αριθμός των κλινών των πνευμονολογικών κλινικών ανέρχεται στις 469, εκ των οποίων οι 64 είναι πανεπιστημιακές. Ο αριθμός του ιατρικού προσωπικού ανέρχεται για το 2012 στους 62 ειδικούς και 134 ειδικευόμενους, εκ των οποίων 11 ειδικοί και 23 ειδικευόμενοι υπηρετούν στις πανεπιστημιακές κλινικές. Ο αριθμός του υπηρετούντος νοσηλευτικού προσωπικού ανέρχεται στους 190, εξ αυτών οι 33 εργάζονται στις πανεπιστημιακές κλινικές. Σε ότι αφορά τις εκροές των πνευμονολογικών τμημάτων του ΕΣΥ, το σύνολο του αριθμού των νοσηλευομένων για το 2012 ήταν 17.314 με 115.788 ημέρες νοσηλείας και 8.327 εξεταζόμενους στα εξωτερικά ιατρεία. Για τις πανεπιστημιακές πνευμονολογικές κλινικές αντιστοιχούν για το σύνολο των νοσηλευομένων για το 2012, 4.270 ασθενείς, 24.315 ημέρες νοσηλείας και 5.745 εξεταζόμενοι στα εξωτερικά ιατρεία. Αποτελέσματα: Ο αριθμός του υπηρετούντος ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού παραμένει σταθερός κατά το χρονικό διάστημα υπό εξέταση. Διαφοροποιήσεις παρατηρούνται στο σύνολο των εκροών με τις πιο έντονες να εμφανίζονται στον αριθμό των εξεταζομένων στα εξωτερικά ιατρεία κατά το 2012. Η μέση αποδοτικότητα στις δύο πανεπιστημιακές πνευμονολογικές κλινικές έχει πολύ μικρή απόκλιση. Συγκεκριμένα το μοντέλο έδειξε ότι η Πανεπιστημιακή κλινική του νοσοκομείου της Περιφερείας (13 κλινική Παν.) επιτυγχάνει άριστο σκορ 1.00 επιδεικνύοντας μια πλήρως αποδοτική λειτουργία σε σύγκριση με την αντίστοιχη πανεπιστημιακή του νοσοκομείου της Περιφερείας του κέντρου (12 κλινική Παν.) η οποία προσεγγίζει επίσης τα όρια της πλήρους αποδοτικής συμπεριφοράς (Γράφημα
28 ΠΝΕΥΜΩΝ Τεύχος 1ο, Τόμος 27ος, Ιανουάριος - Μάρτιος 2014 1). Τα αποτελέσματα της ανάλυσης δείχνουν ότι η μικρή υπεροχή της πανεπιστημιακής πνευμονολογικής κλινικής της Περιφέρειας ως προς τη σχετική αποδοτικότητα έγκειται στην αξιοποίηση του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού (Πίνακας 1). Πρέπει να επισημανθεί ότι οι σχετικές μετρήσεις προκύπτουν από την αναλογία μεταξύ του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού και των επισκέψεων στα εξωτερικά ιατρεία ή του αριθμού νοσηλευθέντων ή/ και ημερών νοσηλείας. Όσο αφορά στα συγκριτικά αποτελέσματα των πνευμονολογικών κλινικών του ΕΣΥ του νοσοκομείου της Περιφέρειας του κέντρου εννέα (9) από τις έντεκα (11) παρουσίασαν θετική αποδοτικότητα, (από 0.90 έως και 1.00) και από αυτές οι επτά (7) ήταν απόλυτα αποδοτικές πετυχαίνοντας άριστο σκορ 1.00 (Γράφημα 2). Εμφανίστηκαν βέβαια και δυο (2) κλινικές με μη σχετικά αποδοτικές συμπεριφορές (<0.90) που πιθανόν οφείλονται στη μη ορθολογική χρήση των εισροών τους. Δεδομένης της πολυετούς εμπειρίας λειτουργίας των κλινικών του νοσοκομείου της Περιφέρειας του κέντρου είναι εφικτό να βελτιωθούν οι μη σχετικά αποδοτικές, καθόσον έχουν τη δυνατότητα μετακίνησης του διαθέσιμου ανθρώπινου 11 Κλινική ΕΣΥ 10 Κλινική ΕΣΥ 9 Κλινική ΕΣΥ 8 Κλινική ΕΣΥ 7 Κλινική ΕΣΥ 6 Κλινική ΕΣΥ 5 Κλινική ΕΣΥ 4 Κλινική ΕΣΥ 3 Κλινική ΕΣΥ 2 Κλινική ΕΣΥ 1 Κλινική ΕΣΥ Γράφημα 2. Αποδοτικότητα πνευμονολογικών κλινικών ΕΣΥ. δυναμικού από τη μια κλινική στην άλλη και μεταφοράς/ μετακίνησης των ασθενών από κλινική σε κλινική σε περιπτώσεις έλλειψης κλινών ή και προσωπικού. Αναφορικά με τη σύγκριση όλων των πνευμονολογικών κλινικών του ΕΣΥ και των πανεπιστημιακών υπό εξέταση παρατηρήθηκαν θετικά αποτελέσματα με επτά (7) από τις δεκατρείς (13) κλινικές να λειτουργούν αποδοτικά. Από αυτές, τέσσερις (4) κλινικές ήτοι, η πανεπιστημιακή του νοσοκομείου της Περιφέρειας και τρεις ΕΣΥ του νοσοκομείου της Περιφέρειας του κέντρου ήταν απολύτως αποδοτικές με σκορ 1.00 (Γράφημα 3). Συζήτηση - Συμπεράσματα 12 Κλινική Πανεπιστημιακή 13 Κλινική Πανεπιστημιακή Γράφημα 1. Αποδοτικότητα πνευμονολογικών πανεπιστημιακών κλινικών. Η συγκριτική αξιολόγηση πνευμονολογικών κλινικών στοχεύει στην ανάδειξη των παραγόντων που συμβάλλουν στην αποδοτική ή μη συμπεριφορά τους. Είναι βέβαιο πως με την εμπειρική ανάλυση μέτρησης της αποδοτικότητας των κλινικών να αναδυθεί μια σειρά ερμηνευτικών πληροφοριών οι οποίες θα οδηγήσουν στη χάραξη πολιτικής αξιολόγησης των δημοσίων νοσοκομείων της χώρας. Το βασικό συμπέρασμα που προέκυψε από τη συγκεκριμένη ανάλυση είναι ότι οι περισσότερες υπό μελέτη πνευμονολογικές κλινικές λειτουργούν αποδοτικά, Πίνακας 1. Αναλογία ασθενών ανά ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό πνευμονολικών πανεπιστημιακών κλινικών. Νοσοκομείο 12 η Κλινική Παν/κή του κέντρου 13 η Κλινική Παν/κή Περιφ. Αριθμός ασθενών ανά ιατρό Αριθμός ασθενών ανά ιατρό και ειδικευόμενο Αριθμός ασθενών για όλες τις κατηγορίες ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού Αριθμός ασθενών εξωτερικών ιατρείων για όλες τις κατηγορίες ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού 343 104 55 48 466 169 77 152
ΠΝΕΥΜΩΝ Τεύχος 1ο, Τόμος 27ος, Ιανουάριος - Μάρτιος 2014 29 13 Κλινική ΕΣΥ 12 Κλινική ΕΣΥ 11 Κλινική ΕΣΥ 10 Κλινική ΕΣΥ 9 Κλινική ΕΣΥ 8 Κλινική ΕΣΥ 7 Κλινική ΕΣΥ 6 Κλινική ΕΣΥ 5 Κλινική ΕΣΥ 4 Κλινική ΕΣΥ 3 Κλινική ΕΣΥ 2 Κλινική ΕΣΥ 1 Κλινική ΕΣΥ Γράφημα 3. Αποδοτικότητα πνευμονολογικών κλινικών ΕΣΥ και πανεπιστημιακών. καθόσον εμφανίζουν υψηλές αξιολογήσεις. Το εύρημα αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι δείχνει αφενός μεν, ότι καλύπτονται οι ανάγκες υγείας των ασθενών και στις δυο Περιφέρειες, και αφετέρου ότι αξιοποιούνται σωστά το ανθρώπινο δυναμικό και οι διαθέσιμοι υλικοί και οικονομικοί πόροι. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο αποτελεσματικός συνδυασμός του αριθμού του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί τη σημαντικότερη αιτία στις αποδοτικές κλινικές για το λόγο ότι επηρεάζει όλες τις παραγόμενες εκροές, όπως τον αριθμό προσερχόμενων στα εξωτερικά ιατρεία, νοσηλευθέντων και τις ημέρες νοσηλείας. Αναφορικά με τις μη αποδοτικές κλινικές, πρέπει να επισημανθεί η αναγκαιότητα υιοθέτησης αλλαγών, αποσκοπώντας στην αποδοτική λειτουργία των πνευμονολογικών κλινικών με την αύξηση των εκροών και με παράλληλη αύξηση των εισροών, όπως προτείνεται και από τους Charnes, Cooper και Rhodes (1981). Η μικρή υπεροχή της πανεπιστημιακής κλινικής του νοσοκομείου της Περιφέρειας έναντι της αντίστοιχης της Περιφέρειας του κέντρου, σαφώς επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα ύπαρξής της και κάλυψης της σχετικής ζήτησης σε επίπεδο τριτοβάθμιας περίθαλψης. Όμως, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η ύπαρξη μιας μόνο πανεπιστημιακής κλινικής στην Περιφέρεια, αποτελεί πόλο έλξης του πληθυσμού σε σύγκριση με την πανεπιστημιακή κλινική της Περιφέρειας του κέντρου και ως εκ τούτου, επηρεάζει την αποδοτικότητά της. Από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ισχύει, διότι παρά τη μεγάλη προσέλευση ασθενών στα εξωτερικά ιατρεία της πανεπιστημιακής κλινικής στο νοσοκομείο στη Περιφέρεια, ένας μικρός μόνο αριθμός κάνει εισαγωγή. Η διαπίστωση αυτή τεκμηριώνει την αποδοτική συμπεριφορά του ανθρώπινου δυναμικού, την υψηλή αποδοτικότητα της κλινικής και ταυτόχρονα μπορεί να αποτελέσει πρότυπο σωστής διαχείρισης εκτεταμένης ροής ασθενών σε απόλυτα αποδοτικούς ρυθμούς. Η παρούσα μελέτη αποτελεί την πρώτη εμπειρική προσπάθεια μέτρησης της αποδοτικότητας των πνευμονολογικών κλινικών (πανεπιστημιακών και του ΕΣΥ) μεταξύ δύο νοσοκομείων διαφορετικών υγειονομικών περιφερειών της Ελλάδας. Το γεγονός ότι η χρήση του μοντέλου της DEA βασίστηκε σε αναλυτικά στοιχεία των συγκεκριμένων υγειονομικών περιοχών μπορεί να θεωρηθεί συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις αντίστοιχες ελληνικές μελέτες. Η επιλογή του ενός έτους αξιολόγησης (2012) αποτελεί μεθοδολογικό περιορισμό, κυρίως λαμβανομένης υπόψη της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, και εύλογα παραπέμπει στη διαπίστωση ότι συγκρίσεις με προηγούμενα έτη θα ενίσχυαν σημαντικά το ερευνητικό ενδιαφέρον καθώς και τα αποτελέσματα της μελέτης, διότι θα έδιναν τη δυνατότητα ερμηνείας της επίδρασης που πιθανά έχει η μεγαλύτερη διαθεσιμότητα οικονομικών κυρίως πόρων, οι οποίοι σαφώς σχετίζονται με το ανθρώπινο κεφάλαιο και τον εξοπλισμό. Είναι γεγονός ότι η χρήση στην ανάλυση δεικτών αξιολόγησης της ποιότητας των προσφερομένων υπηρεσιών και εξατομικευμένης φροντίδας ασθενών σε συνδυασμό με τα σχετικά κόστη θα προσέδινε μεγαλύτερη πληρότητα στη μελέτη μας. Όμως, η απουσία σχετικών αναλυτικών δεδομένων κατά τμήμα, κλινική και νοσοκομείο στη χώρα, δεν δίνει τη δυνατότητα χρησιμοποίησης περισσότερων εισροών και εκροών. Επίσης, πρόσθετος μεθοδολογικός περιορισμός θα μπορούσε να αναφερθεί η επιλογή του τρίτου μοντέλου της ανάλυσης, δηλαδή η συγκριτική αξιολόγηση της αποδοτικότητας των πανεπιστημιακών και των κλινικών του ΕΣΥ μαζί, βασισμένη στη διαφορετικότητα του πρόσθετου ρόλου (εκπαιδευτικό, ερευνητικό) και της εξειδικευμένης φύσης του παραγόμενου έργου των πανεπιστημιακών κλινικών. Όμως, από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων της ανάλυσης, διαπιστώνεται ότι αυτά δεν επηρεάζονται από τη διαφορετικότητα του τύπου των νοσοκομείων, καθόσον από τις επτά (7) αποδοτικές κλινικές, οι τέσσερις (4) ήταν απολύτως αποδοτικές με σκορ 1.00, εκ των οποίων η μια (1) ήταν πανεπιστημιακή και οι τρεις (3) άλλες του ΕΣΥ. Αξίζει να επισημανθεί ότι τα συμπεράσματα αυτής της έρευνας συγκλίνουν με τα ευρήματα αντίστοιχων μελετών οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα (Maniadakis et al, 2007; Androutsou et al, 2012; Geitona et al, 2013). Είναι γεγονός ότι οι προαναφερθείσες μελέ-
30 ΠΝΕΥΜΩΝ Τεύχος 1ο, Τόμος 27ος, Ιανουάριος - Μάρτιος 2014 τες έχουν εντοπίσει κλινικές με απόλυτη αποδοτικότητα (σκορ=1.00). Στις μελέτες αυτές εμφανίστηκαν επίσης μη αποδοτικές κλινικές με αποδοτικότητα κάτω του 0.90 και προτείνεται αντίστοιχα ότι με ανακατανομή των πόρων και παρεμβάσεις που συνδυάζουν μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στη δημοσιονομική εξυγίανση, μπορούν να πετύχουν άριστη απόδοση. Η αποδοτικότητα όπως προσδιορίστηκε στο μοντέλο αξιολόγησης στην παρούσα εργασία δεν αφορά την ορθότητα και ακρίβεια των διαγνώσεων ούτε των θεραπειών που συνεστήθησαν και ούτε ακόμα το βαθμό ικανοποίησης των ασθενών από την παροχή των υπηρεσιών υγείας που προσφέρθηκαν αλλά ένα μαθηματικό μοντέλο αξιολόγησης της σχέσης πόρων και αποτελέσματος χωρίς να αξιολογείται η ποιότητα του παραγόμενου κλινικού αποτελέσματος ή η ικανοποίηση των ασθενών από την θεραπεία. Με δεδομένα τη δυσμενή οικονομική συγκυρία και τη χωρίς αξιολόγηση διαχρονικά διοικητική πρακτική στη χώρα, έχει αναδειχθεί η αναγκαιότητα εισαγωγής του δημοσίου μάνατζμεντ στη δημόσια διοίκηση και κατ επέκταση στα δημόσια νοσοκομεία. Πιο συγκεκριμένα, στα πλαίσια υλοποίησης των προτεινόμενων μέτρων διοικητικής μεταρρύθμισης καθίσταται έντονος ο προσανατολισμός της διοίκησης προς τη στοχοθεσία και την επίτευξη της αποτελεσματικότητας, της αποδοτικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, αναμένεται η καθιέρωση βασικών εργαλείων και συστημάτων ελέγχου, όπως η DEA και άλλες τεχνικές αξιολόγησης, των οποίων η υιοθέτηση ήδη διερευνάται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO 2001). Τεχνικές οι οποίες χρησιμοποιούν αξιολογήσεις με επιπλέον κριτήρια αποδοτικότητας, όπως δείκτες κόστους-οφέλους, όπου το όφελος θα αποδίδεται σε όρους ποιότητας ζωής και κλινικής αποτελεσματικότητας, καθόσον η αναζήτηση της αποδοτικότητας και της ποιότητας στις υπηρεσίες υγείας τα επόμενα χρόνια θα αυξάνεται συνεχώς. Οι συγκριτικές αξιολογήσεις οι οποίες προκύπτουν από αυτές τις μελέτες, μπορεί συμβάλλουν στον επανασχεδιασμό και αναδιάρθρωση των υγειονομικών υπηρεσιών, στην ανακατανομή των ανθρώπινων πόρων ανά κλινική, την επίτευξη της μέγιστης δυναμικότητας των κλινικών, τη μεγαλύτερη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων κά. Στις τεκμηριώσεις τέτοιων μελετών πρέπει να βασίζονται οι εκάστοτε μεταρρυθμίσεις, όπως οι πρόσφατες προτάσεις σχετικά με συνένωση, συγχώνευση και ενιαία διοίκηση των δημόσιων νοσοκομείων, με σκοπό την εξοικονόμηση πόρων και την επίτευξη της δημοσιονομικής προσαρμογής. Ως εκ τούτου, η μέτρηση της αποδοτικότητας παίζει πολύ σημαντικό ρόλο για την αξιολόγηση παρεμβάσεων πολιτικής υγείας και διαχείρισης των υγειονομικών πόρων. Η αξιολόγηση των νοσοκομείων και ειδικότερα των κλινικών σε επίπεδο υγειονομικής περιφέρειας σε ετήσια βάση, μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία επιδημιολογικών, κλινικών και κοινωνικοοικονομικών δεδομένων τα οποία είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση των μονάδων υγείας και των διοικήσεών τους αλλά και γενικότερα ολόκληρου του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Συμπερασματικά, από τη συγκεκριμένη μελέτη διαπιστώνεται ότι μέσα από την εμπειρική ανάλυση και ειδικότερα τη συγκριτική αξιολόγηση της αποδοτικότητας κλινικών και νοσοκομείων της χώρας, δίνεται η δυνατότητα ανάδειξης ερμηνευτικών πληροφοριών που μπορεί να οδηγήσουν σε αναδιοργάνωση και κάλυψη των πραγματικών αναγκών των μονάδων υγείας. Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνεται ότι η χρήση αυτών των τεχνικών αποτελεί ένα σύγχρονο, αξιόπιστο, διαφανές και αντικειμενικό εργαλείο αξιολόγησης όχι μόνο των διοικήσεων αλλά και του προσωπικού των δημοσίων μονάδων υγείας και άλλων υπηρεσιών. Η σημερινή οικονομική κρίση στη χώρα, σε συνδυασμό με τους δημοσιοοικονομικούς περιορισμούς οι οποίοι απορρέουν από τις χρηματοδοτικές πιέσεις του συστήματος υγείας, εντείνουν την αναγκαιότητα για τη μελέτη της αποδοτικότητας στον τομέα της υγείας. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (Βλέπε αγγλικό Κείμενο)