Αναπαραγωγική φυσιολογία στη γυναίκα H παραγωγή του θηλυκού γαµέτη (ωαρίου) και η επακόλουθη απελευθέρωση του από την ωοθήκη (ωορρηξία ή ωοθυλακιορρηξία) είναι κυκλική. Το κυκλικό αυτό σχέδιο ισχύει ουσιαστικά για τη λειτουργία όλων των δοµών του αναπαραγωγικού συστήµατος στα θήλεα. Στο ανθρώπινο είδος ο κύκλος αυτός ονοµάζεται καταµήνιος ή έµµηνος κύκλος και η διάρκεια του ποικίλει σηµαντικά από γυναίκα σε γυναίκα, αλλά κατά µέσο όρο φαίνεται ότι είναι 28 µέρες Η ηµέρα έναρξης της εµµηνορρυσίας (έµµηνος αιµορραγία) ορίζεται ως 1η µέρα
Οι αλληλεπιδράσεις ωοθηκών µε την πρόσθια υπόφυση και τον υποθάλαµο σκοπόέχουν: Τη δηµιουργία ενός γαµέτησεκάθεκύκλο Τις ορµονικές εκκρίσεις οι οποίες επιφέρουν αλλαγές σε ολόκληρο το σύστηµα αναπαραγωγής του θήλεος περιλαµβανοµένης και της µήτρας Οι αλλαγές στη µήτρα εξυπηρετούν την προετοιµασία του οργάνου να λάβει και να θρέψει ένα γαµέτη και µόνο όταν δεν προκύψει εγκυµοσύνη εµφανίζεται εµµηνορρυσία. Αναπαραγωγικό σύστηµα θήλεος Εσωτερικά γεννητικά όργανα
Λειτουργία ωοθηκών Η ωοθήκες εξυπηρετούν: (1) Την ωογένεση, δηλαδή την παραγωγή γαµετών (ωών) (2)Την έκκριση θηλυκών στεροειδών ορµονών φύλου: οιστρογόνα, προγεστερόνη και την ανασταλτίνη Πριν την ωορρηξία η γαµετογένεση και οι ενδοκρινείς λειτουργίες λαµβάνουν χώρα στο ωοθυλάκιο. Μετά την ωορρηξία το ωοθυλάκιο διαφοροποιείται σε ωχρό σωµάτιο το οποίο έχει µόνο ενδοκρινή λειτουργία Ωογένεση Κατά τη γέννηση οι ωοθήκες ενός θήλεος περιέχουν περίπου 2-4 εκατοµµύρια ωάρια, χωρίς να προστίθενται άλλα ωάρια στο υπόλοιπο της ζωής του. 400 απόαυτάταωάριαπροορίζονταιγιαωορρηξία. Τα υπόλοιπα εκφυλίζονται σε κάποιο σηµείο της ανάπτυξης τους. Όταν η γυναίκα φτάσει περίπου στην ηλικία των 50 ετών δεν υπάρχει κανένα ωάριο
Ωογένεση Γέννηση Τα αρχέγονα γαµετικά κύτταρα ονοµάζονται ωογόνια. Τρεις µήνες µετά τη σύλληψη, τα ωογόνια παύουν να διαιρούνται. Στο έµβρυο όλα τα ωογόνια αναπτύσσονται σε πρωτογενή ωοκύτταρα Στη συνέχεια υπόκεινται στην πρώτη µειωτική διαίρεση αντιγράφοντας το DNA τους. Η διαίρεση αυτή όµως δεν ολοκληρώνεται κατά την εµβρυϊκή ζωή. Βρίσκονται σε µειωτική παύση. Κατά τη στιγµή της γέννησης όλα τα πρωτογενή ωοκύτταρα έχουν 46 χρωµοσώµατακαθένααπόταοποίαέχειδύοαδελφέςχρωµατίδες. Κάθε πρωτογενές ωοκύτταρο παράγει ένα µόνο ωάριο Μειωτική παύση Η ανενεργός αυτή κατάσταση συνεχίζεται µέχρι την εφηβεία. Μόνο τα ωοκύτταρα που προορίζονται για ωορρηξία θα ολοκληρώσουν τη προσπάθεια της πρώτης µειωτικής διαίρεσης η οποία επιτελείται µόλις πριν την ωορρηξία. Το ένα από τα δύο θυγατρικά κύτταρα, το δευτερογενές ωοκύτταρο, διατηρεί ολόκληρο το κυτταρόπλασµα. Το άλλο που ονοµάζεται πρώτο πολικό σωµάτιο είναι πολύ µικρό και µη λειτουργικό.
Μειωτική παύση Η δεύτερη µειωτική διαίρεση επέρχεται στη µήτρα ύστερα από την ωορρηξία µόνο αν το ωοκύτταρο γονιµοποιηθεί. Για µια ακόµη φοράδηµιουργείται ένα θυγατρικό κύτταρο που κρατά όλοτοκυτταρόπλασµα ενώ το άλλο που είναι πολύ µικρό είναι µη λειτουργικό. Ανάπτυξη θυλακίου
Τα θυλάκια προέρχονται από αρχέγονα θυλάκια, τα οποία αποτελούνται από ένα πρωτογενές ωάριο και µονό στρώµα κυττάρων τα οποία λέγονται κοκκιώδη κύτταρα. Η παραπέρα ανάπτυξη των αρχέγονων ωοθυλακίων χαρακτηρίζεται από: αύξηση του µεγέθους των ωοκυττάρων, πολλαπλασιασµό των κοκκιωδών κυττάρων σε πολλαπλές στιβάδες και το διαχωρισµό των ωοκυττάρων από τα έσω κοκκιώδη κύτταρα µε ένα παχύ στρώµα υλικού, τη διαφανή ζώνη. Τα κοκκιώδη κύτταρα εκκρίνουν οιστρογόνα, µικρή ποσότητα προγεστερόνης, µόλις πριν την ωορρηξία και την πεπτιδική ορµόνη ανασταλτίνη Υπάρχουν χασµατικές συνδέσεις ανάµεσα στα κοκκιώδη κύτταρα και ανάµεσα στα κοκκιώδη κύτταρα και το ωοκύτταρο που εξυπηρετούν την θρέψη του από τα κοκκιώδη κύτταρα. Ουσία που εκκρίνεται από τα κοκκιώδη κύτταρα που υποχρεώνουν το ωοκύτταρο στη µειωτική παύση
Καθώς το θυλάκιο αυξάνεται µε µίτωση των κοκκιωδών κυττάρων, κύτταρα συνδετικού ιστού που περιβάλλουν τα κοκκιώδη κύτταρα διαφοροποιούνται σε στιβάδες και σχηµατίζουν τη θήκη ηοποία παίζει σηµαντικό ρόλο στην έκκριση οιστρογόνων. Στο κέντρο των κοκκιωδών κυττάρων σχηµατίζεται ένα σπήλαιο γεµάτο εκκριτικά υγρά που προέρχονται από τα κοκκιώδη κύτταρα που ονοµάζεται άντρο Η προοδευτική µεταβίβαση κάποιων αρχέγονων θυλακίων σε προσπηλαιώδη κατάσταση ή σε πρώιµο σπηλαιώδες στάδιο επέρχεται καθ όλο τον καταµήνιο κύκλο, έτσι ώστε σε κάθε χρονική στιγµή τα περισσότερα παρόντα ωοθυλάκια είναι ακόµη σεαρχέγονηφάσηαλλά υπάρχει πάντα ένας σταθερός αριθµός που υπάρχει στην προσπηλαιώδη ή πρώιµη σπηλαιώδηκατάσταση
Στην αρχή κάθε καταµήνιου κύκλου υπάρχουν 10 έως 25 από τα προσπηλαιώδη ή πρώϊµα σπηλαιώδη ωοθυλάκια. Εντός της πρώτης εβδοµάδας του κύκλου το κυρίαρχο ωοθυλάκιο εξακολουθεί να αναπτύσσεται ενώ τα άλλα θυλάκια τα οποία είχαν αρχίσει να µεγαλώνουν εκφυλίζονται προοδευτικά, µέσα από µια διαδικασία που ονοµάζεται ατρησία (προγραµµατισµένος κυτταρικός θάνατος ή απόπτωση Ατρησία υφίστανται τα θυλάκια σε όλα τα στάδια ανάπτυξης, ήδη από την εµβρυϊκή ζωή. Όταν αρχίζει η αναπαραγωγική ηλικία υπάρχουν µόνο 200.000-400.000 θυλάκια. Εκτός από 400 τα υπόλοιπα προορίζονται για ατρησία. 99,99% των θυλακίων που υπάρχουν κατά τη γέννηση θα υποστούν ατρησία Γραφιανό (ώριµο) ωοθυλάκιο Το κύριο θυλάκιο µεγεθύνεται διόγκωση του άντρου- & τα στρώµατα των κοκκιωδών κυττάρων σχηµατίζουν ένα έπαρµα που προβάλλει µέσα στο άντρο και ονοµάζεται ωοφόρος δίσκος. Καθώς η ωορρηξία πλησιάζει το ωάριο συµπληρώνει τη 1η µειωτική του διαίρεση και καθίσταται ένα δευτερογενές ωάριο. Ο ωοφόρος δίσκος αποδεσµεύεται από το τοίχωµα του θυλακίου έτσι ώστε το ωοκύτταρο που περιβάλλεται από αυτόν να επιπλέει ελευθέρα µέσα στο υγρό του άντρου.
Ωορρηξία Το ώριµο ωοθυλάκιο είναι τόσο µεγάλο ώστε εκπίπτει έξω από την ωοθήκη Η ωορρηξία επέρχεται όταν το λεπτό τοίχωµα του θυλακίου και της ωοθήκης διαρρηγνύονται στο σηµείο όπου είναι ενωµένα µεταξύ τους λόγω ενζυµικής πέψης. Το δευτερογενές ωοκύτταρο περιβάλλεται από τη στενά προσκολληµένη διαφανή ζώνη και το δίσκο των κοκκιωδών κυττάρων. Όλες αυτές οι διαδικασίες συµβαίνουν περίπου την 14η µέρα του καταµήνιου κύκλου Σχηµατισµός ωχρού σωµατίου Μετά την απελευθέρωση του υγρού του άντρου και του ωαρίου, το εναποµείναν θυλάκιο συρρικνώνεται γύρω από το άντρο και υπόκειται σε ταχεία µετατροπή. Τα κοκκιώδη κύτταρα µεγεθύνονται και σχηµατίζουν µία αδενώδη δοµή, το ωχρό σωµάτιο Το ωχρό σωµάτιο εκκρίνει οιστρογόνα, προγεστερόνη και ανασταλτίνη
Εάν το απελευθερούµενο ωάριο δεν γονιµοποιηθεί, το ωχρό σωµάτιο επιτυγχάνει τη µέγιστη ανάπτυξη του εντός 10 ηµερών περίπου και στη συνέχεια εµφανίζει απόπτωση Οκαταµήνιος κύκλος µπορεί να διαιρεθεί, µε βάση τη λειτουργία της ωοθήκης, σε δύο φάσεις περίπου ίσης διάρκειας που ξεχωρίζουν από την ωορρηξία. Θυλακική φάση Ωχρινική φάση
Έλεγχος της λειτουργίας των ωοθηκών Η συχνότητα των παλµικών εκκρίσεων κατά τη διάρκεια ενός 24ώρου αλλάζει καθώς εξελίσσεται ο καταµήνιος κύκλος. Το ίδιο παρατηρείται και στην ευαισθησία ανταπόκρισης τόσο της πρόσθιας υπόφυσης στη GnRH όσο και των ωοθηκών στην LH, FSH
ράσεις οιστρογόνων ιεγείρουν την ανάπτυξη ωοθηκών και ωοθυλακίων. την ανάπτυξη ΛΜΙ κατά την υπερπλασία των επιθηλιακών επιφανειών της αναπαραγωγικής οδού. την ανάπτυξη έξω γεννητικών οργάνων. την ανάπτυξη των µαστών και ιδιαίτερα των πόρων και την εναπόθεση του λίπους τη σχηµατοποίηση θηλυκού σώµατος: στενοί ώµοι, ευρεία ισχία, ειδική κατανοµή λίπους(ισχιακή χώρα, µασοί) την έκκριση αδενοϋγρώδους σµηγµατογόνου ουσία η οποία αντιτίθεται στην ανάπτυξη ακµής την αύξηση των οστών όπως επίσης και την παύση της οστικής ανάπτυξης. Προστατεύουν από την οστεοπόρωση την έκκριση προλακτίνης αλλά αναστέλλουν την γαλακτοπαραγωγική επίδραση της ίδιας ορµόνης στους µαστούς Εµφάνιση και κατανοµή τριχοφυϊας. Αγγειακές επιδράσεις Ρυθµίζουν την έκκριση γοναδοεκλυτικής ορµόνης και γοναδοτροπινών Συµβάλλουν στη κατακράτηση υγρών από τους νεφρούς Προστατεύουν από την αρτηριοσκλήρυνση Επιδρούν σε εγκεφαλικούς νευρώνες και µπορεί να ενδυναµώσουν τη µάθηση και τη µνήµη ράσεις προγεστερόνης µετατρέπει το ενδοµήτριοσεενεργόεκκριτικόιστό κατάλληλο για την εµφύτευση του εµβρύου Προκαλεί έκκριση παχιάς και κολλοειδούς τραχηλικής βλέννας µειώνει τις συστολές των ωαγωγών και του µυοµητρίου µειώνει την υπερπλασία των κολπικών επιθηλιακών κυττάρων ιεγείρει την αύξηση των µαστών (αδένες του ιστού) αναστέλλει τη γαλακτοπαραγωγική επίδραση της προλακτίνης επιδρά στον υποθάλαµο και στην υπόφυση για την έκλυση των ορµονών Αυξάνει (µάλλον) τη θερµοκρασία του σώµατος
Ορµονικές µεταβολές κατά τη διάρκεια του καταµήνιου κύκλου Τα οιστρογόνα εκκρίνονται κατά τη διάρκεια της θυλακικής φάσης κυρίως από τα κοκκιώδη κύτταρα. Μετά την ωορρηξία εκκρίνονται από το ωχρό σωµάτιο. Η προγεστερόνη εκκρίνεται σε πολύ µικρή ποσότητα από τα κύτταρα της θήκης του ωοθυλακίου και τα αντίστοιχα κοκκιώδη κύτταρα, αλλά η κύρια πηγή της είναι το ωχρό σωµάτιο. Η ανασταλτίνη & η ενεργοποιητίνη εκκρίνονται από τα κοκκιώδη κύτταρα όσο και το ωχρό σωµάτιο Έλεγχος της λειτουργίας των ωοθηκών FSH: ανυψωµένη στο πρώιµο στάδιο της θυλακικής φάσης µειώνεται σταθερά στο υπόλοιπο διάστηµα του κύκλου µε εξαίρεση µια µικρή κορύφωση στη µέση του κύκλου. LH: σχεδόν σταθερή στη θυλακική φάση ξαφνικά επιδεικνύει µια πολύ µεγάλη ανύψωση, το παλλιροιακό κύµα LH, 18 ώρες πριν την ωορρηξία. ταχεία επιστροφή στις προπαλιρροιακές τιµές και µε περαιτέρωµειωτική τάση κατά την ωχρινική φάση
Οιστρογόνα: 1η εβδοµάδα της θυλακικής φάσης: χαµηλά 2 2η εβδοµάδα: ραγδαία αύξηση (τα ωοθυλάκια αναπτύσσονται) σύντοµα µετά τη κορύφωση της LH: ελαττώση δεύτερη κορύφωση που οφείλεται στην έκκριση τους από το ωχρό σωµατιο. Ραγδαία µείωση τις τελευταίες µέρες του καταµήνιου κύκλου Προγεστερόνη: ωοθυλακική φάση: πολύ µικρές ποσότητες (ωοθήκες) µετά την ωορρηξία: µεγάλες ποσότητες (ωχρό σωµάτιο) Ανασταλτίνη: αυξάνει κατά τη διάρκεια της τελευταίας θυλακικής φάσης και της ωχρινικής φάσης και µετά µειώνεται καθώς το ωχρό σωµάτιο εκφυλίζεται Ανατροφοδοτικές επιδράσεις Τα οιστρογόνα σε χαµηλή συγκέντρωση: επιφέρουν έκκριση λιγότερης FSH & LH από την πρόσθια υπόφυση Μπορούν να αναστείλουν τη δράση των υποθαλαµικών νεύρων που εκκρίνουν GnRH Αποτέλεσµα: αναστολή έκκρισης FSH & LH κατά την πρώιµη καιµέση θυλακική φάση Ανασταλτίνη: επιδρά στην υπόφυση και αναστέλλει την έκκριση FSH.
Ανατροφοδοτικές επιδράσεις Τα οιστρογόνα σε υψηλή συγκέντρωση: επιφέρουν έκκριση FSH & LH από την πρόσθια υπόφυση αποκρινόµενη ατην GnRH Μπορούν να διεγείρουν τη δράση των υποθαλαµικών νεύρων που εκκρίνουν GnRH Αποτέλεσµα: διέγερση της παλλιροιακής έκκρισης LH ηοποία πυροδοτεί την ωορρηξία Ανατροφοδοτικές επιδράσεις Υψηλή συγκέντρωση προγεστερόνης µετηνπαρουσία οιστρογόνων: Αναστέλλει την έκκριση GnRH από τους υποθαλαµικούς νεύρες Αποτέλεσµα: αναστολή έκκρισης FSH & LH και πρόληψη της παλιρροιακής έκκρισης LH κατά την ωχρινική φάση και κατά την εγκυµοσύνη.
Ανάπτυξη του θυλακίου κατά τη πρώιµη καιµέσηθυλακικήφάση (1), (2) Η αύξηση των γοναδοτροπινών και ειδικότερα της FSH βοηθά στην περαιτέρω ανάπτυξη των ωοθυλακίων από το προσπηλαιώδες ή πρώιµο σπηλαιώδες στάδιο και πέρα. (3) Κατά τη διάρκεια της επόµενης φάσης η FSH και LH έχουν διαφορετικές επιδράσεις. Η FSH διεγείρει τα κοκκιώδη κύτταρα για να πολλαπλασιαστούν και να παράγουν οιστρογόνα καιέτσιδιεγείρειτοσχηµατισµό και τη µεγέθυνση του άντρου. Η LH επιδρά στα κύτταρα της θήκης ερεθίζοντας τα όχι µόνο να πολλαπλασιάζονται αλλά και να συνθέτουν ανδρογόνα.
Τα κοκκιώδη κύτταρα δεν διαθέτουν το ένζυµο για τη σύνθεση ανδρογόνων που αποτελούν πρόδροµη ουσία των οιστρογόνων. Λειτουργίες κοκκιωδών κυττάρων ιατρέφουν τα ωοκύτταρα Εκκρίνουν χηµικές µηνυµατοφόρες ουσίες οι οποίες επηρεάζουν τα ωοκύτταρα και τα κύτταρα της θήκης Εκκρίνουν υγρό για το άντρο Αποτελούν το σηµείο δράσης των οιστρογόνων και της FSH κατά τον έλεγχο ανάπτυξης του θυλακίου στο πρώιµο καιµέσο στάδιο της θυλακικής φάσης Εκκρίνουν οιστρογόνα µετατρέποντας τα από ανδρογόνα που προέρχονται από τα κύτταρα της θήκης Εκκρίνουν ανασταλτίνη, η οποία αναστέλλει την έκκριση FSH επιδρώντας στη λειτουργία της υπόφυσης Αποτελούν το σηµείο δράσης των προκαλούµενων από την LH αλλαγών στα ωοκύτταρα και στα θυλάκια ευοδώνοντας την ωορρηξία και το σχηµατισµό του ωχρού σωµατίου
(4) Με την έναρξη της 2ης εβδοµάδας ένα θυλάκιο έχει γίνει κυρίαρχο, ενώ τα άλλα υπόκεινται σε ατρησία. Αιτία που προκαλεί την ατρησία είναι η πτώση της FSH Το κυρίαρχο ωοθυλάκιο δε υφίσταται ατρησία επειδή: Τα κοκκιώδη κύτταρα του έχουν µεγαλύτερο αριθµό υποδοχέων για την FSH και κατά συνέπεια µεγαλύτερη ευαισθησία στην FSH Τα κοκκιώδη κύτταρα έχουν αρχίσει να διεγείρονται όχι µόνο από την FSH αλλά και την LH (µεγαλύτερος αριθµός υποδοχέων για την LH µετά την επίδραση της FSH) (5) Το κυρίαρχο ωοθυλάκιο αρχίζει να εκκρίνει οιστρογόνα που η συγκέντρωση τους στο πλάσµα αυξάνει ραγδαία. Η FSH ελαττώνεται γιατί τα κοκκιώδη κύτταρα εκκρίνουν ανασταλτίνη, η οποία αναστέλλει κυρίως την έκκριση FSH.
(7) Τα οιστρογόνα αναστέλλουν την έκκριση FSH και LH µόνο στο πρώιµο καιµέσοστάδιοτης θυλακικής φάσης. Όταν τα οιστρογόνα αυξηθούν στο όψιµο στάδιοτηςθυλακικήςφάσης ενισχύουν την έκκριση LH µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία του παλιρροιακού κύµατος LH και την ωορρηξία Επιδράσεις του παλιρροιακού κύµατος LH στη λειτουργία της ωοθήκης 1. Το πρωτογενές ωοκύτταρο συµπληρώνει την πρώτη µειωτική διαίρεση και υπόκειται σε κυτταροπλασµατικές αλλαγές οι οποίες προετοιµάζουν το ωάριο για εµφύτευση εάν πρόκειται να επέλθει γονιµοποίηση. Οι επιδράσεις αυτές της LH διαµεσολαβούνται από µηνυµατοφόρες ουσίες των κοκκιωδών κυττάρων 2. Αυξάνουν σηµαντικά το µέγεθος του άντρου και η αιµατική ροή του θυλακίου 3. Τα κοκκιώδη κύτταρα αρχίζουν να εκκρίνουν προγεστερόνη και µειώνουν την έκκριση τους σε οιστρογόνα -µεσοκυκλική πτώση της συγκέντρωσης των οιστρογόνων στο πλάσµα καιµικρή αύξηση της προγεστερόνης στο πλάσµα λίγο πριν την ωορρηξία 4. Ενζυµα και προσταγλανδίνες, παραγόµενα από τα κοκκιώδη κύτταρα, διαρρηγνύουν τις θυλακιο-ωοθηκικές µεµβράνες κατά την ωοθυλακιορρηξία 5. Τα υπολειπόµενα κοκκιώδη κύτταρα των διερρηγµένων θυλακίων µετατρέπονται σε ωχρό σωµάτιο το οποίο αρχίζει να εκκρίνει προγεστερόνη και οιστρογόνα
Επιδράσεις της LH στη λειτουργία της ωοθήκης Το παλιρροιακό κύµα τηςlh προκαλεί: Ωορρηξία Τις διεργασίες εκείνες που µετατρέπουν τα υπολειπόµενα κοκκιώδη κύτταρα σε ωχρό σωµάτιο Αν και µετά την ωορρηξία τα επίπεδα της είναι χαµηλά, εξακολουθεί να διεγείρει το ωχρό σωµάτιο µέχρι τις τελευταίες µέρες της ζωής του. (12) Το ωχρό σωµάτιο εκκρίνει µεγάλες ποσότητες προγεστερόνης, οιστρογόνων και ανασταλτίνη. Παρουσία οιστρογόνων, η προγεστερόνη προκαλεί ελάττωση στην έκκριση FSH και LH Η έκκριση ανασταλτίνης συµβάλλει στην αναστολή έκκρισης FSH Κατά τη διάρκεια της ωχρινικής φάσης οι γοναδοτροπίνες είναι ελαττωµένες για τον λόγο αυτό δεν εξελίσσεται κανένα ωοθυλάκιο που βρίσκεται σε προσπηλαιώδη ή πρώιµη σπηλαιώδη φάση
15) Με τον εκφυλισµό του ωχρού σωµατίου οι συγκεντρώσεις των οιστρογόνων και της προγεστερόνης στο πλάσµα µειώνονται. Η έκκριση FSH και LH αυξάνονται λόγω απελευθέρωσης από την ανασταλτική δράση των οιστρογόνων και της προγεστερόνης και έτσι διεγείρεται µια νέα οµάδα ωοθυλακίων να ωριµάσει και ο καταµήνιος κύκλος αρχίζει από την αρχή. Αλλαγές στη µήτρα κατά τον καταµήνιο κύκλο
Οι µεταβολές της µήτρας κατά τη διάρκεια ενός καταµήνιου κύκλου προκαλούνται από τις αλλαγές της συγκέντρωσης των οιστρογόνων και της προγεστερόνης Παραγωγική φάση Αύξηση των οιστρογόνων : αύξηση του ενδοµητρίου και του µυοµητρίου σύνθεση των υποδοχέων της προγεστερόνης στα κύτταρα του ενδοµήτριου Εκκριτική φάση Η προγεστερόνη µετατρέπει το ενδοµήτριο σε ενεργό εκκριτικό ιστό : Οι αδένες καθίστανται εσπειραµένοι, πληρούνται από γλυκογόνο, αυξάνονται τα αιµοφόρα τους αγγεία και συσσωρεύονται ένζυµα τόσο στους αδένες όσο και στο συνδετικό ιστό (περιβάλλον φιλόξενο για το έµβρυο) Αναστολή συστολών (διασφάλιση γονιµοποιηµένου ωαρίου για να µην αποβληθεί από τη µήτρα) Εµµηνορρυσία Πτώση προγεστερόνης και οιστρογόνων (εκφύλιση του ωχρού σωµατίου) παραγωγή προσταγλανδινών αγγειοσυστολή, συστολές µήτρας Έντονη συστολή αγγείων µήτρας Πτώση παροχής οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών στα κύτταρα του ενδοµητρίου Αγγειοδιαστολή αιµορραγία (αίµα αναµεµυγµένο µε υπολείµµατα ενδοµητρίου) Απώλεια 50-150 ml αίµατος Τράχηλος Τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη έχουν επιδράσεις στην έκκριση βλέννας από τον τράχηλο. Κάτω από την επίδραση µόνο των οιστρογόνων η βλέννα είναι άφθονη, διαυγής και λεπτόρρευστη. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι έντονα στην ωορρηξία (διευκόλυνση στη µετακίνηση του σπέρµατος) Η παρουσία προγεστερόνης σε υψηλές συγκεντρώσεις καθιστά τη βλέννα παχύρευστη και γλοιώδη (αποτροπή εισόδου βακτηρίων στο κόλπο). Ο φραγµός αυτός προφυλάσσει και το έµβρυο σε περίπτωση εγκυµοσύνης