είκτες Αειφόρου Ανάπτυξης: Η συµβολή τους και οι διεθνείς τάσεις



Σχετικά έγγραφα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ο ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. 9.1 Εισαγωγή

Θεσµικά Όργανα για την Περιβαλλοντική Πολιτική σε ιεθνές Επίπεδο

Εξοικονόµηση Ενέργειας στις Μεταφορές

Στο στάδιο ανάλυσης των αποτελεσµάτων: ανάλυση ευαισθησίας της λύσης, προσδιορισµός της σύγκρουσης των κριτηρίων.


Διαμόρφωση Βιομηχανικού Οικοσυστήματος Περιβαλλοντικής Πολιτικής

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Εισαγωγή Ιστορική Αναδρομή Μεθοδολογικό Πλαίσιο Προϋποθέσεις εφαρμογής Στόχοι Πρότυπα Αξιολόγησης Κύκλου Ζωής Στάδια

Καθορισµός κριτηρίων αξιολόγησης Περιγραφή και βαθµονόµηση κριτηρίων. 1. Εισαγωγή

Περιβαλλοντική αίδευση

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗΣ. Ι ΑΣΚΟΥΣΑ : ρ. Μαρία Π. Θεοδωροπούλου

ΑΕΙΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ (Άρθρο 5.2.β) της απόφασης 1400/97/EΚ)

επιπτώσεων στο περιβάλλον απαιτήσεις σε αντιρρυπαντικά συστήµατα Αέριες Εκποµπές Εκποµπές οσµών

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

DeSqual Ενότητες κατάρτισης 1. Ενδυνάμωση των εξυπηρετούμενων

Κύρια σημεία. Η έννοια του μοντέλου. Έρευνα στην εφαρμοσμένη Στατιστική. ΈρευναστηΜαθηματικήΣτατιστική. Αντικείμενο της Μαθηματικής Στατιστικής

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Γουλή Ευαγγελία. 1. Εισαγωγή. 2. Παρουσίαση και Σχολιασµός των Εργασιών της Συνεδρίας

Αναπτυξιακό Συνέδριο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ. για την νέα Προγραμματική Περίοδο

Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ. Ιδέες από το Αναπτυξιακό Συνέδριο

Πίνακας Στρατηγικό όραµα της CITES:

Το κλίµα της Ανατολικής Μεσογείου και της Ελλάδος: παρελθόν, παρόν και µέλλον

O7: Πρόγραμμα Κατάρτισης Εκπαιδευτικών O7-A1: Αναπτύσσοντας εργαλεία για το Πρόγραμμα Κατάρτισης Εκπαιδευτικών

Αειφόρος Ανάπτυξη. Αµφιλεγόµενη έννοια αλλά και στόχος των νέων πολιτικών Τρεις άξονες: οικονοµία, περιβάλλον, κοινωνία

Κοινωνική Περιβαλλοντική ευθύνη και απασχόληση. ρ Χριστίνα Θεοχάρη

Μεθοδολογία ερευνητικής εργασίας

Πληροφοριακά Συστήματα Διοίκησης. Διοικητική Επιστήμη και Λήψη Αποφάσεων

10 ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑΣ

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Ε.Δ.Ε.Υ.Α ΕΝΩΣΗ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ

Committed to Excellence

Η χρήση ενέργειας γενικότερα είναι η βασική αιτία των κλιµατικών αλλαγών σε

ΤΙΤΛΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΣΕ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΤΠΩΣΕΙΣ

Περί αειφορίας ο λόγος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Ορισμός Στρατηγικού Έργου

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ

ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ (Κ.Ε.Θ.Ι.)

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) Βασικές έννοιες Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Επιχειρησιακή Στρατηγική. Αριστοµένης Μακρής

Πίνακες Εισροών-Εκροών της Ελληνικής Οικονοµίας για τον Τουρισµό. Σύνοψη Μελέτης

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Προσδόκιµο Ζωής και Υγείας 2012

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

Ηέννοια. της αειφορίας. Α. ηµητρίου, Αν. Καθηγήτρια ΤΕΕΠΗ, υποστηρικτικόυλικό διαλέξεων µαθήµατος

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΠΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΠΕ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήµατα (Geographical Information Systems GIS)

Δηλώσεις επίσημων προσκεκλημένων

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Οι προοπτικές της φωτοβολταϊκής τεχνολογίας

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ

Η έννοια της Αειφορικής Ανάπτυξης. Ν.Σ.Ευσταθιάδης

Συλλογή πρωτογενών δεδομένων μέσω παρατήρησης

6. Διαχείριση Έργου. Έκδοση των φοιτητών

Στρατηγικό Σχεδιασµό Πληροφοριακών Συστηµάτων

Σεμινάριο Τελειοφοίτων. 4 Βιβλιογραφική Ανασκόπηση

ICAP GROUP S.A. ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΣΤΑ ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΣΥΝΕΠΕΙΑΣ

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών

Ο σχεδιασμός και η. συγγραφή σεναρίων και το ζήτημα της επιλογής

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. που συνοδεύει την

Εργαλεία Λήψης Αποφάσεων

Georgios Tsimtsiridis

Νέα πρότυπα & Αειφορία

οι ορισμοί της αειφόρου ανάπτυξης προϋποθέτουν την αντίληψη του κόσμου ως ένα σύστημα που συνδέει το χώρο και το χρόνο

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΒΕΡΓΟΣ Σ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΤΗΣΙΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΠΑ

Οι Δήμοι στο κατώφλι της νέας προγραμματικής περιόδου. Ράλλης Γκέκας, Διευθύνων Σύμβουλος ΕΕΤΑΑ Φεβρουάριος 2014

Αναδιοργάνωση στους Οργανισμούς

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΕΙΦΟΡΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΣΠΑ

Πρόγραμμα LIFE. Υποπρόγραμμα: Δράση για το Κλίμα. Σπυριδούλα Ντεμίρη, Εμπειρογνώμονας Κλιματικής Αλλαγής

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

Τεχνολογία Καινοτομία Επιχειρηματικότητα (3) Πόροι, ικανότητες και διοίκηση τεχνολογίας

Κατευθυντήριες Γραμμές του 2001 των Ηνωμένων Εθνών που αποσκοπούν στην δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη των συνεταιρισμών

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ: ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ISO ISO Βιώσιμη Ανάπτυξη Κοινοτήτων

Αρχή 1. Πιθανές ενέργειες:

Δρ Κωνσταντίνος Ι. Χαζάκης

Διαμόρφωση ολοκληρωμένου πλαισίου δεικτών για την παρακολούθηση (monitoring) της εξέλιξης των οικιστικών δικτύων

Περιβαλλοντική Πολιτική και Βιώσιμη Ανάπτυξη

αειφορία και περιβάλλον

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 29 Σεπτεμβρίου 2017 (OR. en)

ICAP Α.Ε. ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΣΤΑ ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΣΥΝΕΠΕΙΑΣ

Η Έννοια της Εταιρικής Σχέσης & τα νέα Χρηματοδοτικά Εργαλεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 3 η. Αποτελεσματικότητα και Ευημερία

Το εργαλείο NEXUS για την ανάπτυξη των Νοτίων Περιφερειών στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο

ΛΥΜΕΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΟ 2 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ


2. Ουσιαστικά θέµατα και ενδιαφερόµενα µέρη

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ. Εισαγωγικές Έννοιες -- ΜΑΡΙΑ ΔΑΣΚΟΛΙΑ

είκτες, ένα εργαλείο για την αειφόρο τουριστική ανάπτυξη. Πιλοτική εφαρµογή στο ήµο Χερσονήσου Κρήτης

Πριν όµως περάσω στο θέµα που µας απασχολεί, θα ήθελα µε λίγα λόγια να σας µιλήσω για το ρόλο του Επιµελητηρίου Μεσσηνίας.

n0e-sport Project number: IEE/12/017/S

Έγγραφο διαβούλευσης

Ερευνητικές Προτεραιότητες και ανάπτυξη υποδοµών για το όραµα της αειφόρου κατασκευής. Κ. Α. Συρµακέζης, Καθηγητής Ε.Μ.Π.

[World Business Council for Sustainable Development] [OECD]

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

«Συντονισμός του Σχεδιασμού και της Εφαρμογής Δημόσιων Πολιτικών»

Transcript:

είκτες Αειφόρου Ανάπτυξης: Η συµβολή τους και οι διεθνείς τάσεις Γιάννα Φαρσάρη, Πουλίκος Πραστάκος Τοµέας Περιφερειακής Ανάλυσης Ινστιτούτο Υπολογιστικών Μαθηµατικών (ΙΥΜ) Ίδρυµα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) Τηλ.: +30-81-391763 Fax: +30-81-9-391761 e-mail: farsari@iacm.forth.gr poulicos@iacm.forth.gr Περίληψη Οι δείκτες έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια ως ένα πολύ χρήσιµο εργαλείο στην προσπάθεια για εφαρµογή της αειφόρου ανάπτυξης, αξιολόγησης των πρακτικών προς αυτή την κατεύθυνση αλλά και αποσαφηνισµού των εννοιών και των παραµέτρων που εµπλέκονται. Αρχικά γίνεται αναφορά στα κύρια χαρακτηριστικά τους, στη λειτουργικότητα και τη χρησιµότητα τους καθώς και στα προβλήµατα που µπορεί να παρουσιάζουν. Στη συνέχεια ακολουθεί µία ανασκόπηση στις προσπάθειες διεθνών οργανισµών για την ανάπτυξη και εφαρµογή δεικτών αειφόρου ανάπτυξης παρουσιάζοντας το θεωρητικό τους πλαίσιο, τα µειονεκτήµατα και τα πλεονεκτήµατα τους, τις οµοιότητες και τις διαφορές τους. Η επισκόπηση αυτή της πραγµατικότητας, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, σε συνδυασµό µε τα λειτουργικά χαρακτηριστικά των δεικτών και τις ανάγκες που προκύπτουν από τις προσπάθειες εφαρµογής της αειφόρου ανάπτυξης οδηγούν στην αναγνώριση των τάσεων και των αναγκών σε δείκτες.

1. είκτες αειφόρου ανάπτυξης 1.1. Γενικά Οι δείκτες χρησιµοποιούνται εδώ και δεκαετίες για να µετράνε και να παρέχουν πληροφορίες σχετικά µε παραµέτρους οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Ο πιο γνωστός ίσως δείκτης είναι το ΑΕΠ που χρησιµοποιείται ακόµα και σήµερα ως ένδειξη της οικονοµικής ανάπτυξης και ευηµερίας µιας χώρας. Καθώς όµως η έννοια της αειφόρου ανάπτυξης άρχισα να εξαπλώνεται και να γίνεται αισθητή η ανάγκη να συµπεριληφθούν και περιβαλλοντικές αλλά και κοινωνικές παράµετροι στη µέτρηση της ευηµερίας έγινε αντιληπτό ότι παραδοσιακοί δείκτες όπως το ΑΕΠ δε µπορούσαν να ανταποκριθούν. Οι δείκτες της αειφόρου ανάπτυξης εµφανίστηκαν για να καλύψουν αυτό το κενό και σήµερα θεωρούνται το βασικότερο εργαλείο για τη µέτρηση της αειφόρου ανάπτυξης (Mowforth and Munt, 1998) αλλά και για την πρακτική της εφαρµογή. Μετά την Παγκόσµια ιάσκεψη για το Περιβάλλον το 1992 στην Agenda 21 γίνεται ξεκάθαρη η ανάγκη για την ανάπτυξη δεικτών από εθνικές κυβερνήσεις αλλά και διεθνείς οργανισµούς (U.N., 1992) και αρχίζει να διαδίδεται η χρήση τους. Σήµερα, πολλοί διεθνής οργανισµοί (UN-DPCSD 1996; OECD 1993 and 1998) αλλά και εθνικές κυβερνήσεις (Environment Canada 1996; U.K. 1996) έχουν ανάπτυξη ή βρίσκονται στη διαδικασία ανάπτυξης τέτοιων δεικτών. 1.2. Χρήση των δεικτών Οι άνθρωποι χρησιµοποιούν δείκτες στην καθηµερινή τους ζωή συνήθως για να αντιληφθούν κάποια αλλαγή σε µία «φυσιολογική» ή επιθυµητή κατάσταση. Έτσι, για παράδειγµα, ο πυρετός είναι µία ένδειξη απειλής της καλής υγείας, το κόκκινο φωτάκι στο αυτοκίνητο είναι ένδειξη ότι τελειώνουν τα καύσιµα κοκ. Στην επιστήµη οι δείκτες χρησιµοποιούνται συνήθως για να παράσχουν πληροφορίες σχετικά µε προκαθορισµένους στόχους. Η πληροφορία είναι σηµαντική τόσο στην καθηµερινή ζωή όσο και στην επιστήµη και τη χάραξη πολιτικής ώστε να µπορεί να γίνει ακριβής και έγκαιρη αξιολόγηση µίας κατάστασης και να ληφθούν οι απαιτούµενες αποφάσεις.

Πιο συγκεκριµένα, οι δείκτες αιφόρου ανάπτυξης αφορούν πληροφορίες σχετικά µε: Την κατάσταση του περιβάλλοντος, της οικονοµίας και της κοινωνίας, περιγράφουν δηλαδή µία κατάσταση Τις ελλείψεις, τις αδυναµίες και τα πιθανά προβλήµατα, προειδοποιούν δηλαδή για θέµατα που πρέπει να υπάρξει αντιµετώπιση Τις επιδόσεις και την αποτελεσµατικότητα δράσεων και µέτρων, είναι δηλαδή εργαλείο αξιολόγησης επιδόσεων(performance assessment tools) (Hardi & Barg, 1997; World Bank, 1997; U.N., 1998) το οποίο ελέγχει κατά πόσο ήταν επιτυχείς αναπτυξιακές επιλογές και κατ επέκταση ποια είναι οι επίδοση των ανθρώπινων κοινωνιών στην πορεία για την αειφορία Σε σχέση και µε τα παραπάνω, οι δείκτες προσφέρουν υποστήριξη στη χάραξη στρατηγικών και πολιτικών, είναι δηλαδή εργαλείο σχεδιασµού (planning tools) (Hardi & Barg, 1997) το οποίο βοηθά στη λήψη αποφάσεων και την επιλογή µεταξύ εναλλακτικών πολιτικών Ακόµη, οι δείκτες: Βοηθούν να αποσαφηνιστούν οι στόχοι και οι προτεραιότητες της αειφόρου ανάπτυξης κι εποµένως των απαιτούµενων στρατηγικών, είναι δηλαδή επεξηγηµατικό εργαλείο (explanatory tools) (Hardi & Barg, 1997; World Bank, 1997) το οποίο βοηθά στη µετάφραση της έννοιας της αειφόρου ανάπτυξης σε πρακτικούς όρους Ενηµερώνουν και ευαισθητοποιούν το κοινό για τη σηµασία της αειφόρου ανάπτυξης και των µέτρων που πρέπει να ληφθούν (Hardi & Barg, 1997) Βοηθούν στην αναγνώριση ελλείψεων στα υπάρχοντα δεδοµένα και στο να δηµιουργηθεί το απαραίτητο θαωρητικό πλαίσιο για τη συλλογή τους (Hardi & Barg, 1997) Πέρα από την περιγραφή των επιµέρους πεδίων της αειφορίας -της οικονοµίας, του περιβάλλοντος και της κοινωνίας- αντικατοπτρίζουν και τις µεταξύ τους σχέσεις λαµβάνοντας υπόψη τις δυναµικές που αναπτύσσονται σε περίπλοκα συστήµατα όπως αυτό του ανθρώπου και του περιβάλλοντος (IISD, 2000).

1.3. Πλεονεκτήµατα και προβλήµατα Οι δείκτες διαφέρουν από τα πρωτογενή ή τα στατιστικά δεδοµένα καθώς παρέχουν νόηµα πέρα από τις ιδιότητες τις οποίες κατέχουν ή την αξία της παραµέτρου την οποία προσδιορίζουν αποτελώντας έτσι, τη γέφυρα µεταξύ λεπτοµερειακών δεδοµένων και επεξηγηµατικής πληροφορίας (Hardi & Barg, 1997; U.N.., 1998). Εποµένως, οι δείκτες παρέχουν συγκεντρωµένη πληροφορία και νόηµα που διαφορετικά θα χρειαζόταν τη σύνθεση πολλών λεπτοµερειακών δεδοµένων για να αποδοθεί. Αυτό έχει σαν αποτέλεσµα να διευκολύνεται και να επιταχύνεται η ίδια η αξιολόγηση αλλά και να υπάρχει καλύτερη κατανόηση των θεµάτων που εξετάζονται. Βέβαια κάτι τέτοιο εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό και από την επιλογή των κατάλληλων δεικτών. Ένα άλλο πλεονέκτηµα που προκύπτει από τη χρησιµοποίηση των δεικτών είναι η ευκολία στη σύγκριση των αποτελεσµάτων αλλά και η δυνατότητα τους να αναπαράγονται εύκολα για διαφορετικές χρονικές στιγµές ή και σε διαφορετικές περιοχές. είκτες οι οποίοι έχουν αναπτυχθεί βασιζόµενοι σε ένα σωστά δοµηµένο θεωρητικό υπόβαθρο µπορούν να χρησιµοποιηθούν για να γίνουν συγκρίσεις στην πορεία του χρόνου ή µεταξύ διαφορετικών περιοχών, να εντοπιστούν συσχετισµοί (OECD, 1993) και να υπάρχει συνεχής παρακολούθηση των αλλαγών και των τάσεων. Ωστόσο, υπάρχουν και προβλήµατα που είναι δυνατό να παρουσιαστούν κατά την επιλογή και τη χρήση δεικτών. Από τα πιο σηµαντικά προβλήµατα που µπορούν να παρουσιαστούν είναι αυτό της υποκειµενικότητας η οποία µπορεί να υπεισέλθει σε δύο τοµείς: κατά την επιλογή των δεικτών και κατά την αξιολόγηση των αποτελεσµάτων. Κάποιος επιλέγει τους δείκτες που θα χρησιµοποιηθούν ο οποίος έχει εκ των πραγµάτων «περιορισµένη» γνώση των πραγµάτων αυτό στο οποίο η Meadows (1998) αναφέρεται ως εξάρτηση από ένα εσφαλµένο µοντέλο (dependence on a false model)- και συγκεκριµένο επιστηµονικό και κοινωνικοπολιτιστικό υπόβαθρο µε αποτέλεσµα κάποιος βαθµός υποκειµενικότητας να είναι αναπόφευκτος (Bossel, 1999). Άλλο πρόβληµα που µπορεί να παρουσιαστεί αφορά την έλλειψη κατάλληλων δεδοµένων η οποία µπορεί να έχει ως αποτέλεσµα να µη συµπεριλαµβάνονται σηµαντικές πληροφορίες και να καταλήγει στο να µετράται αυτό

που είναι δυνατόν να µετρηθεί παρά αυτό το οποίο είναι σηµαντικό (Meadows, 1998). Τέλος, πρόβληµα µπορεί να αποτελέσει και η υπερσυγκέντρωση (Meadows, 1998) πάρα πολλών πραγµάτων µαζί µε αποτέλεσµα να µην παρέχεται ξεκάθαρο νόηµα κι εποµένως να µειώνεται η επικοινωνιακή και η αναλυτική ικανότητα των δεικτών. είκτες οι οποίοι δεν έχουν επιλεγεί προσεκτικά και µε συστηµατικό τρόπο µπορεί να έχουν ως αποτέλεσµα τη µεταφορά λανθασµένου µηνύµατος κι εποµένως να οδηγήσουν σε λάθος συµπεράσµατα. 2. ιεθνής εµπειρία Στην συνέχεια εξετάζονται µερικές από τις πιο γνωστές διεθνής προσπάθειες για καθορισµό δεικτών αειφόρου ανάπτυξης. Στόχος είναι να γίνει µία συνοπτική περιγραφή των θεωρητικών πλαισίων που υπάρχουν για δείκτες αειφόρου ανάπτυξης ώστε να εντοπιστούν οι τάσεις που υπάρχουν και οι µελλοντικές ανάγκες που προκύπτουν. Τα θεωρητικά πλαίσια που εξετάζονται εδώ είναι: i. Το πλαίσιο Πίεσης-Κατάστασης-Ανταπόκρισης του ΟΟΣΑ (OECD s Pressure- State-Response framework) ii. ιεθνής Τράπεζα: Μετρώντας τον πλούτο των εθνών (World Bank: Measuring the wealth of nations) iii. Ηνωµένα Έθνη Επιτροπή για την Αειφόρο Ανάπτυξη (United Nations CSD Indicators) iv. Tο Βαρόµετρο της Αειφόρίας (Barometer of Sustainability) v. Ecological Footprint Τα πρώτα τρία έχουν αναπτυχθεί από διεθνής οργανισµούς ενώ τα δύο τελευταία είναι από τα πιο γνωστά ερευνητικά και πολλά υποσχόµενα πλαίσια δεικτών. Πρέπει να σηµειωθεί ότι αυτά που εξετάζονται εδώ δεν είναι οι µοναδικές προσπάθειες που έχουν γίνει για µέτρηση της αειφόρου ανάπτυξης και καθορισµό δεικτών. Υπάρχουν πολλές προσπάθειες ακόµη είτε από κυβερνήσεις εθνικές ή τοπικές, ερευνητικά και περιβαλλοντικά ιδρύµατα κα.

2.1. ιεθνείς προσπάθειες i. OECD s Pressure-State-Response framework Σαν αποτέλεσµα του αιτήµατος στον ΟΟΣΑ των G-7 το 1989 (World Bank, 1997), συστάθηκε ένα Συµβουλευτικό Συµβούλιο για Περιβαλλοντικούς είκτες και Πληροφορία (Council Recommendation on Environmental Indicators and Information) (OECD, 1993) και ξεκίνησε η δραστηριότητα του ΟΟΣΑ στο θέµα των περιβαλλοντικών δεικτών. Το 1993 παρουσιάστηκαν οι πρώτοι δείκτες του ΟΟΣΑ για το περιβάλλον στην έκθεση µε τίτλο OECD Core Set of Indicators for Environmental Performance Reviews όπου εκτός των άλλων περιλαµβάνεται και ο καθορισµός του θεωρητικού πλαισίου Πίεσης-Κατάστασης-Ανταπόκρισης (Pressure- State-Response) που ακολουθήθηκε για τον καθορισµό των δεικτών. Το γεγονός ότι πρόκειται για µία από τις πρώτες προσπάθειες καθορισµού δεικτών αειφόρου ανάπτυξης εξηγεί εν µέρει το ότι ασχολείται εξολοκλήρου µε περιβαλλοντικούς δείκτες χωρίς να περιλαµβάνει κοινωνικούς, οικονοµικούς και δείκτες αλληλεπιδράσεων. Ωστόσο, το προτεινόµενο θεωρητικό πλαίσιο του ΟΟΣΑ χρησιµοποιήθηκε και εξακολουθεί να χρησιµοποιείται και στις µέρες µας ως το κύριο µοντέλο καθορισµού δεικτών αειφόρου ανάπτυξης. Το Πλαίσιο Πίεσης-Κατάστασης-Ανταπόκρισης «Το πλαίσιο Πίεσης-Κατάστασης-Ανταπόκρισης βασίζεται στην έννοια της αιτιότητας: οι ανθρώπινες δραστηριότητες ακούν πιέσεις στο περιβάλλον και προκαλούν µεταβολές στην ποιότητα και την ποσότητα των φυσικών πόρων (στην «κατάσταση»). Η κοινωνία αντιδρά σε αυτές τις αλλαγές µε περιβαλλοντικά, οικονοµικά και τοµεακά µέτρα (η «κοινωνική αντίδραση»). Τα µέτρα αυτά µε τη σειρά τους έχουν αναδραστικό αποτέλεσµα στις πιέσεις από τις ανθρώπινες δραστηριότητες» (OECD, 1993). Σύµφωνα µε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν τρεις τύποι δεικτών: i) Οι δείκτες περιβαλλοντικών πιέσεων οι οποίοι περιγράφουν τις πιέσεις που ασκούνται στο περιβάλλον από τις ανθρώπινες δραστηριότητες

ii) iii) Οι δείκτες περιβαλλοντικών συνθηκών οι οποίοι περιγράφουν την τρέχουσα κατάσταση την ποιότητα- του περιβάλλοντος και Οι δείκτες κοινωνικής ανταπόκρισης οι οποίοι περιγράφουν την αντίδραση της κοινωνίας στις περιβαλλοντικές αλλαγές Ο καθορισµός των δεικτών βασίστηκε σε µία σειρά περιβαλλοντικών θεµάτων: αλλαγή του κλίµατος, καταστροφή της στοιβάδας του όζοντος, ευτροφισµός, όξινη βροχή, µόλυνση από τοξικά, ποιότητα αστικού περιβάλλοντος, βιοποκιλότητα, τοπίο, στερεά απόβλητα, δασικοί πόροι, αλιεύµατα και υποβάθµιση εδαφών ενώ, υπάρχει και ένα 14 ο θέµα κάτω από την ονοµασία γενικοί δείκτες (OECD, 1993). Όπως αναφέρθηκε και προηγουµένως, το πλαίσιο που προτάθηκε και χρησιµοποιήθηκε από τον ΟΟΣΑ αποτέλεσε τη βάση για τον καθορισµό δεικτών σε αρκετές περιπτώσεις. Ωστόσο, όπως αναφέρεται και από την ίδια της οµάδα εργασίας του ΟΟΣΑ, η όλη προσέγγιση εµπεριέχει κάποιους περιορισµούς οι οποίοι εντοπίζονται στις γραµµικές σχέσεις ανθρώπινων ενεργειών-περιβάλλοντος χωρίς να συµπεριλαµβάνεται η πιο σύνθετη και δυναµική φύση τέτοιων διαδικασιών (OECD, 1993; Bossel, 1999). Το γεγονός ότι περιλαµβάνονται δείκτες πίεσης και δείκτες κατάστασης, παρόλο που φαίνεται να αποδίδει τη σχέση της αιτιότητας µεταξύ τους, στην πράξη φαίνεται να µη λειτουργεί ικανοποιητικά καθώς οι δείκτες κατάστασης µπορούν να µετρήσουν την πίεση που υπάρχει πίσω από τη δεδοµένη κατάσταση. Με άλλα λόγια πρόκειται για απεικονίσεις της ίδιας ιδιότητας. Όπως άλλωστε αναφέρεται από την οµάδα εργασίας (OECD, 1993) «στην πράξη, η διάκριση µεταξύ περιβαλλοντικών συνθηκών και πιέσεων ίσως είναι φιλόδοξη και µπορεί να αποδειχθεί ότι η µέτρηση των περιβαλλοντικών συνθηκών είναι πολύ δύσκολη ή πολυδάπανη. Εποµένως, η µέτρηση των περιβαλλοντικών πιέσεων συχνά χρησιµοποιείται ως υποκατάστατο για τη µέτρηση των περιβαλλοντικών συνθηκών». Ένα άλλο µειονέκτηµα, το οποίο αφορά επιπλοκές κατά πιθανή µελλοντική χρήση του προτεινόµενου θεωρητικού πλαισίου, είναι ο αριθµός των δεικτών που θα πρέπει να προταθούν. Παρόλο που στην αρχική σειρά περιλαµβάνονται γύρω στους σαράντα δείκτες, στη υποθετική περίπτωση όπου τρεις δείκτες θα πρέπει να προτείνονται για

κάθε µία παράµετρο που παρουσιάζει ενδιαφέρον και επιπλέον για τις αλληλεπιδράσεις µεταξύ κοινωνικών περιβαλλοντικών-οικονοµικών θεµάτων, το αποτέλεσµα θα είναι µία πολύ µεγάλη λίστα δεικτών και ως εκ τούτου θα είναι δύσκολος ο υπολογισµός τους. ii. World Bank: measuring the wealth of nations Το εγχείρηµα της ιεθνούς Τράπεζας για τη µέτρηση της αειφόρου ανάπτυξης βασίζεται στην ιδέα της µέτρησης του πλούτου των εθνών. Το 1995, στην έκδοση της «Μετρώντας τον Πλούτο των Εθνών» (Measuring the Wealth of Nations) οι µετρήσεις περιλαµβάνουν τους φυσικούς πόρους (το φυσικό κεφάλαιο), τους ανθρωπογενείς πόρους (το ανθρωπογενές κεφάλαιο) και τους ανθρώπινους πόρους (το ανθρώπινο κεφάλαιο). Καθώς έγινε αντιληπτό ότι απουσίαζε ο θεσµικός παράγοντας της οικονοµικής ανάπτυξης, συµπεριλήφθηκε στην επόµενη έκδοση Expanding the Measure of Wealth (World Bank, 1997) ως το κοινωνικό κεφάλαιο χωρίς ωστόσο να αναπτύσσεται η µεθοδολογία υπολογισµού του. Η ιεθνής Τράπεζα έχει καθορίσει τη χρηµατική αξία (σε δολάρια) του φυσικού, του ανθρωπογενούς και του ανθρώπινου κεφαλαίου για 192 χώρες χρησιµοποιώντας κυρίως, υπάρχοντα δεδοµένα και παραδοσιακές µετρήσεις προσαρµοσµένες ώστε να περιλαµβάνουν περιβαλλοντικές παραµέτρους. Η όλη ιδέα στηρίζεται στην έννοια του genuine saving ως ένα δείκτη για τη διερεύνηση της δυναµικής της δηµιουργίας και διατήρησης του πλούτου. Genuine saving είναι «ο πραγµατικός ρυθµός αποταµίευσης µιας χώρας αφού έχει υπολογιστεί η απόσβεση των ανθρωπογενών πόρων, η µείωση των φυσικών πόρων, οι επενδύσεις σε ανθρώπινο δυναµικό και η αξία των παγκόσµιων ζηµιών από τις εκποµπές διοξειδίου του άνθρακα. Αρνητικοί ρυθµοί στο Genuine saving οδηγούν τελικά σε ύφεση της ευηµερίας» (World Bank, 1997). Πρόκειται στην ουσία για εξέλιξη της έννοιας του gross saving και του net saving ώστε να συµπεριλάβουν φυσικές και κοινωνικές παραµέτρους για να υπάρχει συµβατότητα µε την έννοια της αειφορίας. Στόχος είναι να υπάρξει µία αθροιστική µέτρηση για να ελέγχει την πορεία των εθνών προς την αειφόρο ανάπτυξη. Η προσέγγιση της ιεθνούς Τράπεζας για µέτρηση της αειφόρου ανάπτυξης είναι καλά δοµηµένη µε αθροιστικά αποτελέσµατα σε χρηµατικούς όρους τα οποία είναι εύκολα συγκρίσιµα µεταξύ χωρών ενώ βασίζονται σε υπάρχοντα δεδοµένα και χρησιµοποιούν την ήδη υπάρχουσα γνώση για την ανάπτυξη δεικτών. Επίσης,

αναγνωρίζεται η ανάγκη να συνδεθούν οι δείκτες µε πολιτικές και αναπτυξιακούς στόχους (World Bank, 1997). Ωστόσο, υπάρχουν µερικά προβλήµατα όσον αφορά το θεωρητικό υπόβαθρο και τη µεθοδολογία που προτείνεται από τη ιεθνή Τράπεζα. Αυτό που από τον ΟΟΣΑ αναφέρεται ως υποκατάσταση (OECD, 1997) παρουσιάζεται εδώ ως «επένδυση» και «Genuine saving». Η κατανάλωση των φυσικών πόρων µπορεί να θεωρηθεί ως επένδυση εάν το Genuine saving είναι θετικό. Όµως αυτή η «επένδυση» µπορεί να γίνεται σε κάποιο πόρο χωρίς να έχει σηµασία εάν είναι φυσικός ή ανθρωπογενής πόρος. Για παράδειγµα, η µείωση των αποθεµάτων πετρελαίου δεν θεωρείται ως ένα αρνητικό φαινόµενο εάν το Genuine saving είναι θετικό. Παρόλο που αναγνωρίζονται κρίσιµα όρια στην ελάττωση των φυσικών πόρων δεν ενδιαφέρει η επένδυση που θεωρείται ότι γίνεται µε θετικό Genuine saving, εάν γίνεται για να αναπτυχθεί ή έρευνα και η τεχνολογία σε θέµατα ανανεώσιµων πηγών ενέργειας.. Εποµένως, η προσέγγιση της ιεθνούς Τράπεζας µπορεί να θεωρηθεί ότι απέχει αρκετά από το να προσφέρει µέτρηση της αειφόρου ανάπτυξης. Η αναγωγή των φυσικών λειτουργιών και των φυσικών πόρων σε χρηµατικούς όρους βασίζεται στη χρηστική αξία του φυσικού περιβάλλοντος. Παρόλο που αναγνωρίζεται η ανάγκη να συµπεριληφθούν και σηµαντικές οικολογικές λειτουργίες των φυσικών συστηµάτων καθώς και αισθητική τους αξία, προς το παρόν δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο. Ακόµη, το ενδιαφέρον της ιεθνούς Τράπεζας για τη µέτρηση της αειφόρου ανάπτυξης εστιάζεται στις αναπτυσσόµενες χώρες ενώ οι υπολογισµοί που πρέπει να γίνουν για να µετρηθεί ο πλούτος των χωρών είναι πολύπλοκοι και απαιτούν εξειδικευµένες γνώσεις (Hardi & Barg, 1997) περιορίζοντας τη χρηστικότητα του εγχειρήµατος. Το ενδιαφέρον για την οικονοµική ανάπτυξη τοποθετείται σε ένα πλαίσιο αειφορίας ενώ και το κοινωνικό κεφάλαιο ενδιαφέρει και εξετάζεται στο βαθµό που επηρεάζει την οικονοµική ανάπτυξη. Η οικονοµική ανάπτυξη αποτελεί ένα σηµαντικό θέµα κι ένα σηµαντικό κοµµάτι της αειφόρου ανάπτυξης, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόµενες χώρες που αποτελούν την περιοχή ενδιαφέροντος της ιεθνούς Τράπεζας, όµως, η διαφορά µεταξύ της αύξησης και της ανάπτυξης καθώς και η αναγνώριση της οικονοµίας ως ενός από τα συνθετικά στοιχεία της αειφόρου ανάπτυξης έχουν

διατυπωθεί εδώ και καιρό. Η αντιµετώπιση της αειφορίας µε όρους και µηχανισµούς της αγοράς µπορεί να είναι µία πολύ ρεαλιστική προσέγγιση ωστόσο έτσι, χάνεται η ουσία της έννοιας της αειφόρου ανάπτυξης που σχετίζεται µε τη δηµιουργία µίας νέας ηθικής η οποία θα καθορίζει τις αλληλεπιδράσεις του ανθρώπου µε το περιβάλλον του. iii. United Nations CSD Indicators Στην Παγκόσµια ιάσκεψη για το Περιβάλλον το 1992 αναγνωρίστηκε η ανάγκη για δείκτες αειφόρου ανάπτυξης για να καθοδηγήσουν και να διευκολύνουν τη λήψη αποφάσεων. Ανταποκρινόµενη σε αυτή τη σύσταση, η Επιτροπή των Ηνωµένων εθνών για τη Βιώσιµη Ανάπτυξη (CSD), ανέλαβε πρωτοβουλία το 1995 και ξεκίνησε ένα πρόγραµµα για τον καθορισµό δεικτών αειφόρου ανάπτυξης. Το 1996 παρουσιάστηκε το προκαταρκτικό σχέδιο της έκθεσης µε τίτλο Indicators of Sustainable Development: Framework and Methodologies ( είκτες Αειφόρου Ανάπτυξης: Θεωρητικό Πλαίσιο και Μεθοδολογία) στο οποίο περιλαµβάνονταν περίπου 140 δείκτες καθώς και λεπτοµερή στοιχεία της µεθοδολογίας που ακολουθήθηκε. Οι δείκτες έχουν χωριστεί σε τέσσερις κατηγορίες: κοινωνικοί, οικονοµικοί, περιβαλλοντικοί και θεσµικοί ενώ συνδέονται µε τα κεφάλαια της Ατζέντα 21. Το θεωρητικό πλαίσιο που χρησιµοποιήθηκε είναι το πλαίσιο Πίεσης- Κατάστασης-Ανταπόκρισης του ΟΟΣΑ (1993) µε τη διαφορά ότι οι δείκτες πίεσης αντικαταστάθηκαν από τους driving force indicators (δείκτες οδηγήτριας δύναµης). Αυτό έγινε γιατί πιστεύεται ότι µε αυτό τον τρόπο αντικατοπτρίζονται καλύτερα οι ανθρώπινες δραστηριότητες και οι διαδικασίες που επιδρούν στο περιβάλλον (U.N., 1999). Τα λεπτοµερή στοιχεία της µεθοδολογίας που παραθέτονται για να πληροφορήσουν σχετικά µε τη χρήση των προτεινόµενων δεικτών, τη σύνδεση τους µε πολιτικές για αειφορία, τα δεδοµένα που απαιτούνται κλπ, είναι πολύ χρήσιµα για όσους θέλουν να χρησιµοποιήσουν τους δείκτες ή να αντιληφθούν καλύτερα τη µεθοδολογία που ακολουθήθηκε. Άλλωστε τέτοια λεπτοµερής πληροφορία είναι απαραίτητη όταν οι δείκτες πρόκειται να υπολογιστούν για διαφορετικές χώρες ώστε να υπάρχει πλήρης συγκρησιµότητα των αποτελεσµάτων.

Ωστόσο, όσον αφορά τους ίδιους τους δείκτες, σε µερικές περιπτώσεις η σύνδεση τους µε στρατηγικούς στόχους δεν είναι εµφανής. Για παράδειγµα, το Κεφάλαιο 40 της Ατζέντα 21 αναφέρεται στην σηµασία της πληροφόρησης για τη λήψη αποφάσεων. Ο δείκτης κατάστασης που προτείνεται για να µετρήσει αυτή την παράµετρο είναι «τηλεφωνικές γραµµές ανά 100 κατοίκους» όπου δεν φαίνεται να συνδέεται ξεκάθαρα µε το θέµα του συγκεκριµένου στρατηγικού στόχου. Ακόµη, οι προτεινόµενοι δείκτες αφορούν κυρίως τις αναπτυσσόµενες χώρες αποκλείοντας έτσι τη χρήση τους από τις ανεπτυγµένες χώρες και κατ επέκταση ανάλογες συγκρίσεις. Πρέπει να σηµειωθεί βέβαια ότι έχει αναγνωριστεί ή έλλειψη αυτή από την Επιτροπή η οποία έχει προτείνει µία συµπληρωµατική σειρά δεικτών στα πλαίσια του προγράµµατος Changing consumption patterns (Αλλάζοντας τις καταναλωτικές συνήθειες) (Spangenberg and Bonniot, 1998). 2.2. Ερευνητικές µεθοδολογίες καθορισµού δεικτών αειφόρου ανάπτυξης iv. Barometer of Sustainability Το Βαρόµετρο της Αειφορίας αναπτύχθηκε από τον Robert Prescott-Allen το 1997 στο βιβλίο του The Well-being of Nations και καταλήγει σε έναν αθροιστικό δείκτη της αειφόρου ανάπτυξης µε γραφική απεικόνιση. Η απεικόνιση γίνεται σε ένα διάγραµµα µε δύο άξονες: στον ένα άξονα τοποθετείται η ευηµερία του φυσικού περιβάλλοντος και στον άλλο άξονα η ευηµερία των ανθρώπινων κοινωνιών. Η αξιολόγηση της αειφόρου ανάπτυξης κρίνεται από τον άξονα µε τη χειρότερη απόδοση έτσι ώστε να µην υπάρχει υποκατάσταση του ενός από το άλλο. Είναι άλλωστε θεµελιώδες στην έννοια του βαροµέτρου ότι η περιβαλλοντική και η ανθρώπινη ευηµερία είναι το ίδιο σηµαντικές. Ο κάθε δείκτης αποδίδεται σε µία κλίµακα απόδοσης η οποία ξεκινάει από το χειρότερο σηµείο και καταλήγει στο καλύτερο δυνατό ή σε αυτό το σηµείο που είναι επιθυµητός στόχος ενώ χωρίζεται σε πέντε διαστήµατα. Ο δείκτης τοποθετείται ανάλογα µε την τιµή του σε κάποιο σηµείο της κλίµακας το οποίο αντιστοιχεί και σε κάποια απόδοση (καλή, πολύ καλή, κλπ). Το πλεονέκτηµα αυτής της µεθόδου είναι ότι επιτρέπει την άθροιση και τη σύγκριση των δεικτών µεταξύ τους όµως αποτελεί

και αντικείµενο επικρίσεων λόγω της υποκειµενικότητας που υπεισέρχεται στον καθορισµό της κλίµακας και των ενδιάµεσων διαστηµάτων. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, η µέθοδος αυτή συνεισφέρει στο να τεθούν συγκεκριµένοι στρατηγικοί στόχοι από τους ίδιους τους χρήστες βοηθώντας µε αυτό τον τρόπο και στον αποσαφηνισµό της έννοιας της αειφόρου ανάπτυξης. Οι δείκτες, ενοποιηµένοι ποια σε µία ενιαία κλίµακα µέτρησης µπορούν να αθροιστούν και να δώσουν ένα τελικό νούµερο για το Βαρόµετρο της αειφορίας. Στα πλεονεκτήµατα της µεθόδου αυτής µπορούν να αναφερθούν το ότι είναι απλή κι εύκολη τόσο στην κατανόηση όσο και στον υπολογισµό των δεικτών ενώ καταλήγει σε αποτελέσµατα των οποίων είναι άµεση η ερµηνεία ενώ µε την απεικόνιση µίας τελικής µέτρησης σε ένα καρτεσιανό σύστηµα γίνεται δυνατή µε µία µατιά µία πρώτη εκτίµηση. Ακόµη, επιτρέπει στους ενδιαφερόµενους χρήστες να ορίσουν οι ίδιοι τα κριτήρια της αειφορίας κι εποµένως να έχουν µία µέτρηση για τις παραµέτρους που τους ενδιαφέρει και σύµφωνα µε τους στόχους τους ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζει τη συµµετοχή τους στην όλη διαδικασία. Τέλος ένα από τα πιο σηµαντικά σηµεία, το ποίο θα έπρεπε να περιλαµβάνεται αξιωµατικά σε όλες τις διαδικασίες µέτρησης της αειφόρου ανάπτυξης, είναι η µη δυνατότητα υποκατάστασης µεταξύ της ευηµερίας των φυσικών οικοσυστηµάτων και των ανθρώπινων καθώς είναι και τα δύο το ίδιο επιθυµητά στοιχεία της. Αναφορές όπως των Hardi & Barg (1997) στην υποκειµενικότητα της µεθόδου θα έπρεπε µάλλον να υπεισέλθουν στο πλαίσιο του προβληµατισµού σχετικά µε το πώς αναλύεται σε πρακτικούς όρους η αειφόρος ανάπτυξη και εάν υπάρχει µία και µοναδική σειρά κριτηρίων που να την καθορίζουν. v. Ecological Footprint Το Ecological Footprint µέσω κάποιων υποθέσεων και µαθηµατικών υπολογισµών µετράει «πόση φύση» χρησιµοποιεί ο πληθυσµός µίας περιοχής ή µιας χώρας. Η µέτρηση γίνεται σε µονάδες γης και βασίζεται στην υπόθεση ότι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα χρησιµοποιεί φυσικούς πόρους από τη µια και έχει απόβλητα από την άλλη. Αυτές οι δύο λειτουργίες µπορούν να µετατραπούν σε όρους και µονάδες παραγωγικής γης η οποία απαιτείται για να πραγµατοποιηθούν οι λειτουργίες αυτές (Wackernagel and Rees, 1996; Wackernagel et al, 1997).

Το Ecological Footprint αποτελεί µάλλον µία έµµεση µέτρηση της αειφορίας. Στην πραγµατικότητα µετράει την κατανάλωση αγαθών την οποία µετατρέπει σε µονάδες παραγωγικής γης καταφέρνοντας έτσι να συλλάβει και να αποδώσει στη µέτρηση της αειφόρου ανάπτυξης ένα πολύ σηµαντικό στοιχείο της που είναι οι καταναλωτικές συνήθειες και µάλιστα να το συσχετίσει µε ένα άλλο πολύ σηµαντικό στοιχείο, τους φυσικούς πόρους. Όµως δεν καταφέρνει να αποδώσει τόσο καλά κοινωνικά θέµατα, τα οποία µόνο έµµεσα αντικατοπτρίζονται ενώ και µερικά περιβαλλοντικά θέµατα όπως είναι η µόλυνση δε συµπεριλαµβάνονται στις µετρήσεις. Έτσι ενώ προσφέρει µία αρκετά καλή αθροιστική, γενική µέτρηση για παρακολούθηση της αειφόρου ανάπτυξης σε διεθνές ή και εθνικό επίπεδο, δεν παρέχει πιο λεπτοµερειακή πληροφορία η οποία απαιτείται για να διαµορφωθούν εθνικές ή τοµεακές πολιτικές. Ωστόσο, προσφέρει ένα χρήσιµο εργαλείο, ιδιαίτερα εάν υπάρχουν χρονοσειρές δεδοµένων, για την παρακολούθηση των αλλαγών διαµέσου του χρόνου και να σκιαγραφήσει τις τάσεις που διαµορφώνονται. Η προσφορά του στην έννοια της αειφόρου ανάπτυξης έγκειται στο γεγονός ότι επισηµαίνει την ανάγκη για ίσες ευκαιρίες µεταξύ ανεπτυγµένων και αναπτυσσόµενων χωρών. Υπάρχει µόνο µία πίττα και εάν το κοµµάτι κάποιων είναι δυσανάλογα µεγάλο, των υπόλοιπων θα είναι αναπόφευκτα µικρό (Wackernagel et al, 1997). 2.3. Η Ε.Ε. και οι δείκτες αειφόρου ανάπτυξης Η Ε.Ε. έχει αναγνωρίσει τη σηµασία των δεικτών αειφόρου ανάπτυξης στην υποστήριξη λήψης αποφάσεων και στην αξιολόγηση της επιτυχίας συγκεκριµένων πολιτικών. Συγκεκριµένα, ανταποκρινόµενη στο αίτηµα του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου του Cardiff (Ιούνιος 1998), η Επιτροπή πρότεινε τη δηµιουργία ενός ολοκληρωµένου συστήµατος δεικτών το οποίο αποτελείται από δύο ειδών δείκτες:περιβαλλοντικούς δείκτες και δείκτες ενσωµάτωσης σε τοµεακές πολιτικές (µεταφορές, ενέργεια, γεωργία και βιοµηχανία). Πιστεύεται ότι µε αυτό τον τρόπο θα δίνεται πληροφορία σχετική µε την κατάσταση του περιβάλλοντος, για το κατά πόσο περιβαλλοντικά θέµατα περιλαµβάνονται σε επιµέρους τοµεακές πολιτικές αλλά και κατά πόσο έχει

επιτευχθεί η αειφόρος ανάπτυξη στους επιµέρους τοµείς αλλά και συνολικά στην κοινωνία. Όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς δείκτες, διακρίνονται δύο υποκατηγορίες: 1. είκτες Ετήσιας Αναφοράς: πρόκειται για µία σειρά 50-70 δεικτών, οι οποίοι καλύπτουν ένα µεγάλο εύρος περιβαλλοντικών θεµάτων και χρησιµοποιούνται για τη σύνταξη αναφοράς από τον Ευρωπαϊκό Οργανισµό Περιβάλλοντος. 2. Κύριοι Περιβαλλοντικοί είκτες: αυτή είναι µία µικρότερη σειρά από κύριους δείκτες οι οποίοι χρησιµοποιούνται για να αναγνωρίσουν τις τάσεις που δηµιουργούνται σε σηµαντικά περιβαλλοντικά θέµατα. Τα σηµαντικά στοιχεία στη νέα πολιτική της Ε.Ε. για τους δείκτες και το περιβάλλον είναι ότι: Αναγνωρίζεται η σηµασία της χρήσης δεικτών σε κάθε βήµα της διαµόρφωσης και της εφαρµογής πολιτικών µε στόχο να γίνει αξιολόγηση τόσο της ίδιας της διαδικασίας όσο και των αποτελεσµάτων που επιτεύχθηκαν, µε τρόπο που να διασφαλίζεται η διαφάνεια και η φερεγγυότητα Οι δείκτες αναγνωρίζονται ως ένα πολύ σηµαντικό εργαλείο το οποίο πρέπει να είναι ενιαίο κοµµάτι των διαφόρων πολιτικών και όχι να τις ακολουθεί Η αειφόρος ανάπτυξη δεν συνδέεται πια αυστηρά και µόνο µε την ποιότητα του περιβάλλοντος αλλά µε κοινωνικο-οικονοµικές πολιτικές συσχετισµένες µε τις αντίστοιχες περιβαλλοντικές 3. Συµπεράσµατα Τα θεωρητικά πλαίσια ανάπτυξης δεικτών που εξετάστηκαν εδώ, αναφέρονται κατά κύριο λόγο σε εθνικό επίπεδο εφαρµογής και διεθνής συγκρίσεις. Όµως, το γεγονός αυτό, δε θα έπρεπε να δηµιουργήσει την εντύπωση ότι δεν είναι σηµαντική η µέτρηση της αειφόρου ανάπτυξης σε µικρότερες κλίµακες όπως είναι η περιφερειακή ή η τοπική. Κάθε µέτρηση έχει τη δική της σηµασία για την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης και δεν µπορεί να αντικατασταθεί από πιο λεπτοµερής ή πιο γενικές µετρήσεις. Πολύ περισσότερο, δεν υπάρχει µία και µοναδική σειρά δεικτών που η

οποία να µπορεί να εφαρµοσθεί ακέραια σε οποιοδήποτε γεωγραφικό χώρο ή κλίµακα. Όσον αφορά τα θεωρητικά πλαίσια που εξετάστηκαν, πρέπει να σηµειωθεί ότι υπάρχει µία δυσανάλογη έµφαση στις αναπτυσσόµενες χώρες. εν πρέπει όµως να παραβλέπεται η ανάγκη για µετρήσεις του λεγόµενου αναπτυγµένου κόσµου όπως και µεγάλων γεωγραφικών ενοτήτων όπως είναι η Μεσόγειος. Ένα από τα θέµατα που προέκυψαν κατά τη µελέτη αυτή αφορά τη µονάδα µέτρησης των δεικτών αειφόρου ανάπτυξης το οποίο αποκτά ακόµα µεγαλύτερη διάσταση όταν στόχος είναι ένα τελικό αθροιστικό αποτέλεσµα. Η πιο ευρέως διαδεδοµένη µονάδα µέτρησης αυτή τη στιγµή είναι τα χρήµατα. Η «χρηµατοποίηση» των µετρήσεων και των παραµέτρων της αειφόρου ανάπτυξης έχει δεχθεί θετικά σχόλια αλλά και αρνητικά (Hardi & Barg, 1997). Μία άλλη πρόταση στο θέµα της µονάδας µέτρησης είναι η κλίµακα απόδοσης (Prescott-Allen, 1997; Bossel, 1999) η οποία έχει το επιθυµητό αποτέλεσµα της σύγκρισης και άθροισης των αποτελεσµάτων ενώ επιπλέον µπορεί να παρέχει πληροφορία και για θέµατα τα οποία δεν είναι δυνατόν να αναχθούν σε χρηµατικούς όρους. Το θέµα της χρησιµοποίησης ενός αθροιστικού δείκτη ή µιας σειράς δεικτών πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά καθώς µπορεί να επηρεαστεί η εξαγωγή συµπερασµάτων. Έτσι, ενώ η άθροιση σε ένα τελικό δείκτη µπορεί να προσφέρει εύκολη και στιγµιαία περιγραφή µιας κατάστασης, δεν προσφέρει περισσότερο λεπτοµερειακή και σε βάθος πληροφορία. Εποµένως, περιορίζει την αναλυτική ικανότητα των δεικτών, η οποία είναι απαραίτητη σε µία διαδικασία λήψης αποφάσεων. Οι σειρές δεικτών οι οποίες παρέχουν πληροφορία για τις επιµέρους παραµέτρους µπορούν να αποδειχθούν πολύ χρήσιµες σε τέτοιες περιπτώσεις και εποµένως, η τάση που υπάρχει για την αναζήτηση και εφαρµογή ενός και µοναδικού δείκτη της αειφόρου ανάπτυξης πρέπει να αντιµετωπίζεται µε σκεπτικισµό. Το θέµα αυτό, µας εισάγει και στην πρόκληση που έχουν να αντιµετωπίσουν όσοι ασχολούνται µε την ανάπτυξη δεικτών: πως µπορούν να ερµηνεύσουν και να µετρήσουν την πολυπλοκότητα των φαινοµένων που σχετίζονται µε την αειφόρο ανάπτυξη διατηρώντας ταυτόχρονα, τους δείκτες όσο γίνεται πιο απλούς και σε µικρούς αριθµούς. Όπως τονίζεται από το ιεθνές Ίδρυµα για την Αειφόρο Ανάπτυξη (IISD, 2000), υπάρχει ανάγκη για απλούς και αποτελεσµατικούς δείκτες οι οποίοι όµως να µην αγνοούν την πολυπλοκότητα των φαινοµένων.

Πολλές προσπάθειες έχουν αναπτυχθεί διεθνώς για τη µέτρηση της αειφορίας ωστόσο, σε λίγες περιπτώσεις έχει ακολουθηθεί µία ολοκληρωµένη και συστηµατική προσέγγιση στην οποία να λαµβάνονται υπόψη περιβαλλοντικές, οικονοµικές και κοινωνικές παράµετροι. Στις περισσότερες περιπτώσεις η έµφαση είναι σε έναν από αυτούς τους τοµείς. Θα µπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι οι διαφορετικές προσεγγίσεις που υπάρχουν µπορούν να δράσουν συµπληρωµατικά η µία στην άλλη. Ωστόσο, η αειφόρος ανάπτυξη είναι κάτι περισσότερο από µία απλή άθροιση των επιµέρους παραµέτρων που την αφορούν, είναι και οι αλληλεπιδράσεις τους και οι δυναµικές που αναπτύσσονται µέσα σε ένα σύστηµα. Το σηµείο αυτό, το οποίο είναι ίσως και το πιο δύσκολο να συµπεριληφθεί και να αποδοθεί στις µετρήσεις, θα παραληφθεί εάν γίνει απλώς µία προσπάθεια συγκερασµού µεθόδων µε διαφορετική εστίαση. Υπάρχει ανάγκη για µία ολοκληρωµένη και συστηµατική προσέγγιση για τον καθορισµό δεικτών αειφόρου ανάπτυξης (Bossel, 1999) ώστε να η µεθοδολογία που θα προκύψει να είναι καλά δοµηµένη, εύκολο να αναπαραχθεί και να εξασφαλίζει ότι όλες οι σηµαντικές παράµετροι έχουν ληφθεί υπόψη. Ωστόσο, αυτό που χρειάζεται να γίνει πριν την ανάπτυξη της µεθοδολογίας και τον καθορισµό των δεικτών είναι ο σαφής καθορισµός των στόχων που πρέπει να επιτευχθούν στο δρόµο προς της αειφόρο ανάπτυξη. Η δυσκολία που επιφέρει κάτι τέτοιο γίνεται αντιληπτή εάν λάβει κανείς υπόψη ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ο καθορισµός των δεικτών έχει γίνει ενώ υπάρχουν ακόµη ασάφειες ως προς το ποιοι είναι αυτοί οι στόχοι µεταφρασµένοι σε πρακτικούς όρους. εν πρέπει να θεωρηθεί ωστόσο ότι δρα απαγορευτικά στην ενασχόληση µε θέµατα δεικτών. Αντιθέτως, µπορεί να δράσει θετικά και να συνεισφέρει στην εξέλιξη τους καθώς και στην επισήµανση της ανάγκης για εργαλεία µέτρησης και εφαρµογής ώστε να αντιµετωπιστεί η αβεβαιότητα που υπάρχει (Hardi & Barg, 1997). Η έρευνα σε τέτοια θάµατα είναι σε εξέλιξη και θα συνεχίσει να είναι όπως πρέπει να γίνεται σε µία εξελικτική διαδικασία. Οι προσπάθειες για µέτρηση της αειφόρου ανάπτυξης µπορούν να αποτελέσουν ένα εργαλείο για την πρακτική της εφαρµογή και την αξιολόγηση των δράσεων προς αυτή την κατεύθυνση αλλά και να δώσουν το ερέθισµα για αποσαφήνιση των εννοιών και των στόχων της αειφόρου ανάπτυξης.

Βιβλιογραφία Bossel, H. (1999) Indicators for Sustainable Development: Theory, Method, Applications. A Report to the Balaton Group, IISD, Canada. CEC (Commission of the European Communities) (1999) Report on Environmental and Integration Indicators to Helsinki Summit, Brussels, Sec (1999) 1942 Environment Canada (1996) National Environmental Indicators Series, Ottawa. Hardi, P. and Barg, S. (1997) Measuring Sustainable Development: Review of Current Practice, Occasional Paper N. 17, Industry Canada, Ontario. IISD (International Institute for Sustainable Development) (2000) Measurement and Indicators for Sustainable Development, http://iisd.ca/measure/faqs.htm OECD (1993) Core Set of Indicators for Environmental Performance Reviews, Paris, OECD. OECD (1998) Towards Sustainable Development: Environmental Indicators, Paris, OECD. Meadows, D., (1998) Indicators and Information Systems for Sustainable Development. A report to the Balaton Group, The Sustainability Institute. Mowforth, M., I., Munt (1998) Tourism and sustainability: New tourism in the Third World, London, Routledge. Prescott-Allen, R. (1997) Barometer of Sustainability, Switzerland, IUCN. Available at http://iucn.org/themes/eval/english/baromete.pdf [accessed 3/8/01]

Spangenberg, J. and Bonniot, O. (1998) Sustainability Indicators: A Compass on the Road Towards Sustainability. Paper presented in OECD Expert Workshop on Sustainable Development Indicators, OECD, Paris U.K. Department of Environment (1996) Indicators of sustainable Development for the United Kingdom, London, HMSO. U.N., (1992) Agenda21, Chapter 40, gopher://unephq.unep.org/11/un/unced/agenda21 U.N. - DPCSD (United Nations Department for Policy Co-ordination and Sustainable Development) (1996) Indicators of Sustainable Development: Framework and Methodologies. New York: United Nations U.N. (1999) From Theory to Practice: Indictors of Sustainable Development, http://www.un.org/esa/sustdev/indi6.htm [accessed, 31/7/01] Wackernagel, M. and Rees, W. (1996) Our Ecological Footprint: Reducing Human Impact on the Earth, Gabriola Island, BC, New Society Publishers. Wackernagel, M. et al (1997) Ecological Footprints of Nations. How much nature do they use How much nature do they have? Rio +5 Study, Universidad Anahuac de Xalapa, Mexico. www.ecouncil.ac.cr/rio/focus/reposrt/english/footprint [accessed 5/8/01] World Bank (1995) Monitoring Environmental Progress. A Report on Work in Progress. Washington D.C., The World Bank. World Bank (1997) Expanding the Measure of Wealth. Indicators of Environmentally sustainable Development, Washington D.C., The World Bank.