Nεανικά Ἀγκυροβολήματα Aγκυροβολή- Δ I M H N I A I O Φ Y Λ Λ A Δ I O T H Σ I E P A Σ M H T P O Π O Λ E Ω Σ I E P A Π Y T N H Σ K A I Σ H T E I A Σ Γ I A T O Y Σ N E O Y Σ T E Y X O Σ 7 2 Ι Α Ν Ο Υ Α Ρ Ι Ο Σ - Φ Ε Β Ρ Ο Υ Α Ρ Ι Ο Σ 2 0 1 3 Κατηχητικὰ κεφάλαια Ὀρθόδοξη παράδοση καὶ λαϊκὸς πολιτισμός Ο ἱ χο ρ ο ί το ῦ λ α ο ῦ μ α ς Ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ πολλὲς γλῶσσες γιὰ νὰ πεῖ αὐτὸ ποὺ θέλει. Μιλᾶ μὲ τὸ λόγο ἀλλὰ μιλᾶ καὶ μὲ τὴ σιωπή. Μιλᾶ μὲ τὶς πέτρες, τὰ χρώματα, τοὺς ἤχους, μιλᾶ καὶ μὲ τὸ σῶμα του. Καὶ εἶναι φορὲς ποὺ ἡ λαλιὰ τοῦ σώματος εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ πιὸ ἐκφραστικὴ ἀπὸ κάθε ἄλλο λόγο. Αὐτὴ τὴ γλώσσα μίλησε ἡ «φωνὴ τοῦ Λόγου», ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὅταν ἕξι μηνῶν ἔμβρυο δὲν εἶχε πῶς ἀλλιῶς νὰ καλωσορίσει τὸν Χριστό. «Ἀναστᾶσα Μαριὰμ ἐπορεύθη εἰς τὴν ὀρεινὴν μετὰ σπουδῆς εἰς πόλιν Ἰούδα, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον Ζαχαρίου καὶ ἠσπάσατο τὴν Ἐλισάβετ. Καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ἡ Ἐλισάβετ τὸν ἀσπασμὸν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησεν τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς καὶ ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καὶ ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καὶ εἶπεν Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. Καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρὸς μέ; ἰδοὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά μου, ἐσκίρτησεν τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου» (Λουκ. 1, 39-44). Ὅλος ὁ ἀναστάσιμος κανόνας μιλᾶ γιὰ τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως ποὺ ἐκφράζεται καὶ μὲ τὴ γλώσσα τοῦ σώματος, τὸ χορό: «Τὴν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν, οἱ ταῖς τοῦ Ἅδου σειραῖς, συνεχόμενοι δεδορκότες, πρὸς τὸ φῶς ἠπείγοντο Χριστέ, ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον» (ε ὠδή Κανόνα Ἀναστάσεως). «Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἱερουσαλήμ ἡ γὰρ δόξα Κυρίου ἐπὶ σὲ ἀνέτειλε. Χόρευε
νῦν, καὶ ἀγάλλου Σιών, σὺ δὲ ἁγνή, τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου» (θ ὠδή Κανόνα Ἀναστάσεως). Ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο σὲ μᾶς σήμερα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ἔμπνους», καθὼς ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος, ἐκφράζει καὶ μὲ κινήσεις τοῦ σώματος τὴν πνευματικὴ κατάσταση ποὺ βιώνει. Στὸ σημείωμά του γιὰ τὴν «Δίψα τοῦ Δαυΐδ» ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης γράφει: «Μιᾷ τῶν ἡμερῶν, εἰς τὴν λιτανείαν τῆς Κιβωτοῦ τοῦ Κυρίου, ἐν μέσῳ ἀπείρου πλήθους ὑπηκόων του, ὁ ἔνθεος ψάλτης εὐηρεστήθη νὰ δείξῃ πώς λησμονεῖ ὅτι εἶναι βασιλεύς, καὶ ἤρχισεν αἴφνης νὰ χορεύῃ καθ ὁδόν, κρούων τὴν κινύραν εἰς δὲ τοὺς ὀνειδισμοὺς καὶ τὰς ἐπιπλήξεις τῆς πρώτης γυναικός του, τῆς θυγατρὸς τοῦ Σαούλ, μὲ ἄκραν ἁπλότητα ἀπήντησε: Καὶ παίξομαι καὶ ὀρχήσομαι ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ μου» 1. Αὐτὴ ἡ ἁπλότητα καὶ παιδικότητα, ποὺ εἶναι ξένη πρὸς ἀλλότρια σκιρτήματα, χαρακτηρίζει τοὺς χοροὺς τοῦ λαοῦ μας καὶ εἶναι συνέχεια τοῦ χοροῦ αὐτοῦ τοῦ «ἔνθεου ψάλτη», τοῦ Δαυΐδ. Τὸ μέτρο, ἡ λεπτότητα, ὁ σεβασμὸς στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ἡ πνευματικὴ ἀρχοντιὰ ποὺ ἀποπνέουν οἱ λαϊκοὶ χοροί φανερώνουν τὴ σχέση τους μὲ τὶς ἀρετὲς τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος σαρκικὰ σκέφτεται, σαρκικὰ ζεῖ, σαρκικὰ ἐκφράζεται. Γι αὐτὸ καὶ δύσκολα καταλαβαίνει αὐτὸν ποὺ ἔχει ἄλλο πνεῦμα, ἄλλο τρόπο ζωῆς. Καθὼς ὅμως καθετὶ φανερώνει τὴν ψυχὴ ἐκείνου ποὺ τό ἔφτιαξε, ἔτσι καὶ οἱ χοροὶ τοῦ λαοῦ μας φανερώνουν αὐτὴ τὴν ἰδιαίτερη ψυχή, τὸν ἰδιαίτερο τρόπο ποὺ ἔχει αὐτὸς ὁ λαὸς γιὰ νὰ ζεῖ καὶ νὰ δίνει τὴ δική του μαρτυρία στὸν κόσμο. παπα-νικόλας Ἀλεξάκης 1. Ἄπαντα, Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, ἐκδ. Δόμος, τ. Ε, σελ. 204. Ἡ λαλιά τῶν χορῶν Ὁ γέροντας τῆς Πίνδου Τραγούδι εἶναι καί χορός ὁλάκερη ἡ ζήση Γιορτάσι τοῦ παλικαριοῦ, τῆς λυγερῆς καμάρι. Ἔτσι λέγει τοῦτο τό δίστιχο πού μοῦ τό πε ὁ γερο-τσέλιγκας Ζήσης Σταμούλης, πού συνάντησα σέ μιά πλαγιά τῆς Πίνδου νά σαλαγάει τά «πράτα» του καί νά κρατᾶ ἀκόμη στά χέρια του μιά φλογέρα γλυκόλαλη. Μηδά πού τόν ἔγνιαζαν οἱ καιροί οἱ δικοί μας κι οἱ δικές μας συνήθειες. Αὐτός ὁ γέροντας ἔμενε γερά δεμένος στό δικό του τρόπο ζωῆς. Στίς δικές του πίστεις, θά ἔλεγα, στή δικιά του ἔκφραση. Καί τούτη ἡ ἔκφραση ἦταν τό κέντημα στό ξύλο κι ὁ χορός. -Σά μέ τυραγνοῦσε ἡ μοναξιά σέ τοῦτο τό κορφοβούνι, πού περνοῦσαν μέρες χωρίς νά συναπανήσω ἄνθρωπο, κεντοῦσα στό ξύλο τή συντροφιά μου. Σέ γκλίτσες καί σέ ρόκες. Ἔμνησκα ὧρες σκυμμένος στό ξύλο καί μιλοῦσα μαζί του. -Σ ἀποκρινόταν ἐκεῖνο; -Ἀμ πῶς!... Ἄ δέ μ ἀποκρινόταν, θά τό παράταγα. Καί τ ἄψυχα ἀποκρίνονται, ἄν ξέρεις νά τούς μιλήσεις. -Κι ὁ χορός; -Ἄλλο μεράκι καί τοῦτος. Στήν κυρά μου, πού κίνησε πρίν ἀπό χρόνια στό Μονοδέντρι, πού εἴχαμε κατεβεῖ νά ξεχειμωνιάσουμε, τῆς μιλνοῦσα μέ τό χορό. Ἔτσι τῆς εἶπα πώς θέλω νά τήν κάμω γυναίκα μου κι ἐκείνη δέχτηκε μετά χαρᾶς. Κατόπι ἔστειλα στά γονικά
της τήν προξενήτρα κι ἔγινε ὁ γάμος. Ἡ ἄλλη λαλιά Ἡ χαρά καί ἡ λύπη γίνονται χορός γιά τόν ἀληθινό λαϊκό χορευτή. Εἶναι ὁ δικός του τρόπος ἔκφρασης, ἡ δική του λαλιά. Μοῦ λέγει ὁ καπτα-σταμάτης, ὁ πρῶτος χορευτής τοῦ Ρέθυμνου, στό χωριό του στό Σπήλι πού τόν συνάντησα. Μέ τό χορό λαλῶ Τί νά πεῖ κανείς μέ τό στόμα καί γιά ποιόν νάν τό πεῖ; Ἀπό παιδί λόγου μου αὐτό πού θέλω νά φανερώσω τό λέγω μέ τό χορό. Ἅπλωνα τίς χέρες μου καί μιλοῦσα. Ὁ καπτα-σταμάτης εἶναι γνωστός γιά τή μοναδική δεξιοσύνη του στό χορό σ ὁλάκερη τήν Κρήτη. Τόν πῆραν τά χρόνια, ἀρρώστησε, μά δέν τά βαλε κάτω. Τοῦ λέν οἱ γιατροί κι οἱ ἐδικοί του: -Μήν χορεύεις καπετάνιο. Τούς κυττάζει μ ἀπορία πολλή. Πῶς μπορεῖ νάν τοῦ γυρεύουν κάτι τέτοιο; Μοῦ εἶπε μέ βαθύ παράπονο: -Ἄ δέ χορεύω ἴντα θά λαλῶ; Ἄλλες κουβέντες δέ ξέρω, ἐξόν ἀπ τό χορό. Εἶναι βαθύ καί μεγάλο μυστήριο ὁ λαϊκός χορευτής. Κι ἀκόμη βαθύτερο ὁ Κρητικός χορευτής. Δέ νογάει τή ζωή χωρίς τούτη τή δύναμη τῆς ἔκφρασης, πού εἶναι ὁ χορός. Ἀκούει τό λυράκι καί γίνεται κι αὐτός μιά χορδή του, πού τρέμει καί δονεῖται ὁλάκερη. Πιάνει διάλογο μέ τή μουσική, μά κείνη τή στιγμή τόν διάλογο τόν φτάνει ὡς τό Θεό. Εἶναι ἡ δική του προσευχή τοῦτος ὁ χορός. Ἡ δική του μυστική ἐπικοινωνία μέ τή μεγάλη δύναμη πού εἶναι πάνω του, πού κλείνεται στήν ψυχή του καί στόν κόσμο ὁλάκερο. Τό μοιρολόγι τοῦ παλικαριοῦ Πολλά εἶχα πικραθεῖ, πολλά μαράθηκεν ἡ καρδιά μου, σά σκοτώθηκεν ὁ ντελικανής μου, μοῦ λέγει ἕνας ἄλλος χορευτής ἀπό τά Λιβάδια τοῦ Μυλοποτάμου, τό χωριό τῆς Κρήτης πού βγάζει τούς καλύτερους χορευτάδες. Στέκεται ἀντίκρυ μου σ ἕνα ἁλώνι καί πίσω μας ἁπλώνει τήν ἁψιά λεβεντιά του ὁ Ψηλορείτης. Εἶναι γέρος μά στητός κι ἀλύγιστος, βράχος κι αὐτός τοῦ Ψηλορείτη. Φορᾶ τή μαύρη πολίδα γύρω ἀπ τό κεφάλι ἀσίκηκα καί τό μάτι του εἶναι ὑγρό μ ἀδάκρυτο, καθώς συλλογιέται τό Μανωλιό, τόν «ντελικανή» του, πού πῆγε «ἐτσά ἄδικα» σέ τούτη τήν κα-
ταραμένη πολιτεία, ὄχι ἀπό βόλι καθώς θά ταίριαζε σέ τούτη τή λεβεντογενιά τῶν καπετανέων, ἀλλ ἀπό δυστύχημα αὐτοκινητιστικό. -Δέν τό κατέει ὁ νοῦς μου πῶς τόν ξάπλωσε τό ντελικανή μου καταμεσίς τοῦ δρόμου ἕν αὐτοκίνητο. Τοῦτος ἔριχνε μέ τά χέρια του ἐλιά χιλιόχρονη. Λέγει, λέγει, κι ὅλο τό μυαλό του τριγυρνᾶ στό Μανωλιό, τό παλικάρι τ ἀδικοσκοτωμένο. Καί τότε μοῦ ξομολογιέται κάτι πού μοῦ ἱστόρησαν πρίν οἱ χωριανοί του. Ἦταν τόσος ὁ καημός του τίς πρῶτες μέρες, ἦταν τόση ἡ λύπη του, πού τά βράδια, σάν ἔγερναν οἱ ἄλλοι στόν ὕπνο, αὐτός ἔβγαινε σέ τοῦτο τό ἁλώνι ἀντίκρυ ἀπ τόν Ψηλορείτη καί χόρευε. Χόρευε ὧρες ὁλάκερες. Κι ἅπλωνε τίς χέρες του ὡς τόν οὐρανό κι ἦταν σά νά μιλοῦσε μέ τό Θεό καί κατόπι μέ τό ντελικανή του. Τοῦτος ὁ χόρος ἦταν ἡ δική του ἔκφραση τοῦ σπαραγμοῦ ἀλλά κι ἡ δική του παρηγόρια. Ἦταν τό δικό του δάκρυ, ἀφοῦ τό μάτι του ποτές δέ δάκρυσε, κι ὁ δικός του λυγμός, ἀφοῦ ποτέ δέ θρήνησε μέ ἄλλον τρόπο! Ἱστορία καί παράδοση Λέγω πώς αὐτή ἡ ἔκφραση τοῦ χοροῦ εἶναι ἡ πιό δυνατή, ἡ πιό ἀκέρια, ἡ πιό ἀντρίκια ἀπ ὅλες τίς ἄλλες Εἶναι ἡ ζωή κι ὁ θάνατος Ὁ Ἔρωτας Ὅ,τι ἀληθινό καί μεγάλο κλείνει ὁ ἄνθρωπος μέσα του. Καί γι αὐτό δέ γίνεται λόγος, δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος! Λέγω ὅμως πώς ὅ,τι κι ἄν πεῖς, ὅτι κι ἄν ἱστορήσεις γιά τό γερό δέσιμο αὐτοῦ τοῦ τόπου καί τῶν ἀνθρώπων του μέ τόν χορό, μέ τό πάθος, καί τήν ἔκφραση τοῦ χοροῦ, λίγο εἶναι. Ὑπάρχουν οἱ χοροί τῆς χαρᾶς κι οἱ ἄλλοι τῆς λύπης, τοῦ ἔρωτα καί τῆς μοναξιᾶς. Οἱ χοροί πού εἶναι τραγούδι στή ζωή κι ἄλλοι μοιρολόγι γιά τό θάνατο. Κι ὑπάρχουν ἀκόμη οἱ χοροί πού ἔχουν δεθεῖ μέ ἱστορικές στιγμές τοῦ Γένους κι αὐτές διαιωνίζουν μέ τή συνέχειά τους. Ὁ καθηγητής τῆς σωματικῆς ἀγωγῆς Β. Παπαχρήστου, στό κατατοπιστικό βιβλίο του «Λαογραφία καί Διδακτική τῶν Ἑλληνικῶν χορῶν», πού εἶναι καρπός ὑπεύθυνης μελέτης κι ἔρευνας, μᾶς δίνει χαρακτηριστικές μαρτυρίες ἀπ τήν ἱστορία καί τούς ἀγῶνες τῆς Φυλῆς. Ἡ ἐθνική μας κληρονομιά «Ἡ λαϊκή μας παράδοση εἶναι ὁ ἀκριβός θησαυρός τῆς Ἐθνικῆς μας κληρονομιᾶς. Κάτι πού εἶναι ζωντανό στό σήμερα καί στό χθές, ἀλλά ἔχει τίς ρίζες του στά πανάρχαια χρόνια, γιατί εἶναι ταυτισμένο μέ τήν ἴδια τοῦ Ἔθνους ψυχή. Οἱ λαϊκοί μας χοροί, τό δημοτικό μας τραγούδι καί ἡ τοπική ἐνδυμασία τῆς κάθε μιᾶς γωνιᾶς τῆς ἐθνικῆς μας γῆς δί-
νουν, πιστεύω, τά μέσα νά ἐκτιμήσουμε τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τοῦ λαοῦ μας- τοῦ λαοῦ μας, πού μέσα στό διάστημα τῆς μακρᾶς ζωῆς του δέν ἔπαυσε νά δίνει λαμπρά δείγματα τοῦ πόθου του νά ζήσει καί νά μεγαλουργήσει. Σ αὐτά λοιπόν τά στοιχεῖα τοῦ λαϊκοῦ μας πολιτισμοῦ θά πᾶμε. Ἐκεῖ πρέπει νά πᾶμε νά βροῦμε τίς στιγμές πού δένεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μέ τή ζωή καί τή δύναμη πού παλεύει καί νικάει κάθε ταπεινό, κάθε χυδαῖο, μικρόψυχο καί ψεύτικο. Ἡ πορεία πρός τήν παράδοση θά μᾶς φέρει πιό κοντά σ ἐκεῖνες τίς μορφές, πού κράτησαν ὄρθιο τ ἀνάστημά τους καί κέρδισαν μιά θέση στήν ἱστορία. Τό μέσα πλοῦτος»εἴμαστε, λένε, ἕνας λαός μέ χαρακτῆρα γεμᾶτο ἀντιφάσεις. Ὅλοι ὅμως φίλοι καί ἀντίπαλοι παραδέχονται ὅτι εἴμαστε ἕνας λαός γεμᾶτος καρδιά μιά καρδιά πού ὅμοιά της δύσκολο νά βρεθῆ. Εἶναι αὐτή ἡ καρδιά τοῦ ἁπλοῦ ἀνθρώπου, πού πιστεύει στήν ἀνθρώπινη ἀξία, στήν «ἀνθρωπιά», ὅπως τήν λέει, μέ τήν ἴδια πίστη πού εἶχαν κι οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί του. Εἶναι ἡ λαϊκή καρδιά, πού ἀφήνει ἐλεύθερα νά ἐκδηλωθεῖ ὅλο «τό μέσα πλοῦτος» στόν χορό μέ τέλεια τήν αἴσθηση τοῦ μέτρου καί τῆς ἁρμονίας, πού χορεύει στή χαρά μά καί στόν πόνο. Ναί στόν πόνο. Ὑπάρχουν πολλά ἱστορικά γεγονότα, πού φαίνεται πώς ἔχει ἡ λαϊκή καρδιά τή δύναμη νά χορεύει τήν ὥρα πού ἡ θλίψη βρέχει μέ δάκρυα τά μάτια καί ὁ πόνος δαγκώνει τά σωθικά. Ἀκόμα πώς ξέρει νά προχωρεῖ καί στόν θάνατο μέ τό τραγούδι καί τόν χορό. Χοροί -ὁλοκαυτώματα»στό ὁλοκαύτωμα τῆς Νάουσας βλέπουμε ἕνα δεύτερο Ζάλογγο. Γυναῖκες μέ τά μωρά στήν ἀγκαλιά, γιά νά μήν πέσουν στά χέρια τῶν Τούρκων καί ἀτιμωθοῦν, προτίμησαν χορεύοντας νά πέσουν μέσα στά ἀφρισμένα νερά τῆς «Ἀραπίτσας». Τό γεγονός αὐτό ἔμεινε μέχρι σήμερα καί θά μείνει αἰώνια μέ τό χορό τῆς Μακρυνίτσας.»Στό Ζάλογγο, τό 1803, 60 γυναῖκες κατά τόν ἴδιο τρόπο χορεύοντας, θυσιάστηκαν στόν βωμό τῆς ἑλληνικῆς τιμῆς κι ἐλευθερίας.»αὐτά καί μόνο τά ἱστορικά περιστατικά πιστοποιοῦν, νομίζω, τή μεγάλη ἀλήθεια πώς μέσα στούς χορούς μας λάμπει ἡ δύναμη τῆς ἐθνικῆς ψυχῆς. Ἡ ἀνώνυμη, λοιπόν, αὐτή ἀνθρώπινη μάζα ἐνσαρκώνει τήν ἐθνική ψυχή καί τό ἐθνικό πνεῦμα. Οἱ λαϊκές παραδόσεις, οἱ χοροί, τά τραγούδια, οἱ μῦθοι, τά παραμύθια, τά ἤθη καί ἔθιμα, προέρχονται ἀπό δυνάμεις, πού κατά μυστηριώδη τρόπο δροῦν μέσα στόν Ἕλληνα» (Β. Παπαχρήστου «Λαογραφία καί Διδακτική τῶν Ἑλληνικῶν
χορῶν», Θεσσαλονίκη, 1972, σελ. 10). Ἡ γλώσσα τοῦ χοροῦ Αὐτά γράφει ὁ Β. Παπαχρήστου, πού ὁλάκερη ἡ ζωή του εἶναι ἀφιερωμένη στήν καταγραφή τῶν χορῶν μας. Μά ὁ χορός, σέ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι ἀτόφια ἡ ψυχή τοῦ Γένους. Εἶναι ἡ φωτιά καί ἡ ἀνάσα του. Κι ὄχι μόνο τῆς ὁμαδικῆς ψυχῆς του μά καί τῆς ἀτομικῆς. Πολλές φορές ὁ χορευτής «τραγουδᾶ» μέ τίς κινήσεις, τό ρυθμό καί τήν ἔκφραση τίς βαθύτερες ἀνάγκες του, τήν ἐσωτερική δίψα του, πού δέν ἔχει ἄλλον τρόπο πιό βαθύ καί πιό ἀποκαλυπτικό νά τήν ἐκφράσει. -Ἴντα ἄλλο νά σοῦ πῶ ἀπό τοῦτον τόν πεντοζάλη; μοῦ εἶπε ὁ ἀρχιχορευτής Σταμάτης ἀπό τό Σπήλι, πού μνημόνεψα καί στήν ἀρχή αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου, σάν τόν ρώτησα ποιό εἶναι γι αὐτόν τό βαθύτερο νόημα τοῦ χοροῦ. Στάθηκε στητός κι ἀλύγιστος καί μέ δύο ἄλλους «γερόντους», πού καί γι αὐτούς ὁ χορός ἦταν δίψα κι ἀνάσα ζωῆς, ἄρχισε νά χορεύει. Κι αὐτός ὁ λεβεντόγερος μέ λίγες ἀκόμη λέξεις, πυκνά καί περιεκτικά, ἔδωσε τόν καίριο ὁρισμό. -Μόνο σά στερέψει ἡ καρδιά, μιλᾶς μέ τά λόγια. Τά πάθια σου ὅμως μέ τό χορό θά τά πεῖς. Κι ὅσο περσότερα καί μεγαλύτερα εἶναι, τόσο καί πιό καλός χορευτής εἶσαι. Λο ιπόν, τά μεγάλα τά πάθια μέ τό χορό θά τά ἱστορήσεις, γιατί τά λόγια εἶναι ἄδεια καί νεκρά. Στέρεψαν ἀπό οὐσία. Ἀλλά ὁ πῆδος στόν πεντοζάλη, ἡ ρυθμική κίνηση στή σούστα, τῆς «σέρας» ὁ οἶστρος, τοῦ τσάμικου ἡ λεβεντιά, τοῦ μπάλου ἡ χάρη, εἶναι «λόγος» πυκνός καί βαθύς. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος. (Nέστορα Μάτσα, Τό δισάκι τοῦ ἀσκητῆ, Ἑλληνικός Λαϊκός Πολιτισμός καί Παράδοση, σελ. 87-95, ἐκδόσεις Βιβλιοπωλεῖο τῆς Ἑστίας). Χορεύοντας μιλᾶμε «Χορός καί παράδοση». «Σχολή παραδοσιακῶν χορῶν». «Χορεύει παραδοσιακά». Ἐκφράσεις τόσο συνηθισμένες καί χιλιοφορεμένες, ὅπως καί οἱ παραδοσιακές φορεσιές μέ τίς ὁποῖες προσπαθοῦμε νά διασώσουμε τή χορευτική μας παράδοση. Γιά ποιά παράδοση ὅμως μιλᾶμε; Λέγοντας «παράδοση» ἀναφερόμαστε στά βήματα, τίς φιγοῦρες, τίς παραδοσιακές φορεσιές τοῦ κάθε τόπου ἤ σέ ἕνα συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς πού ἐκφράζεται μέσα ἀπ ὅλα αὐτά; Ὁ χορός κατέχει σημαντική θέση στή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί συχνά συνοδεύει κάθε εἴδους ἐκδήλωση. Χορεύουν στά πανηγύρια, στά γλέντια, στόν γάμο, τό Πάσχα, τά Χριστούγεννα. Μέ τό χορό ἐκφράζουν τά συναισθήματα, τίς ἀξίες, τόν πολιτισμό τους. Δεκαπενταύγουστος, ἡμέρα τῆς Παναγίας καί τό χωριό ἔχει ντυθεῖ στά γιορτινά του. Γιορτάζει ἡ μεγάλη ἐκκλησία, πού εἶναι ἀφιερωμένη στήν Κοί-
μηση τῆς Θεοτόκου, καί οἱ χωριανοί μά καί πλῆθος ἐπισκεπτῶν ἔχουν ἔρθει ἀπό πολύ νωρίς νά παρακολουθήσουν τόν Ὄρθρο καί τή Θεία Λειτουργία. Μετά τό τέλος τῆς ἀκολουθίας, οἱ εὐχές δίνουν καί παίρνουν. «Βοήθειά μας ἡ Παναγία», «Χρόνια πολλά καί τοῦ χρόνου». Τό γλέντι στή μεγάλη αὐλή τῆς ἐκκλησίας στήνεται γιά τά καλά στή χάρη Της καί ὅλοι, ντόπιοι μά καί ξένοι, πιάνουν στόν χορό. Δές τόν παππού πῶς χορεύει μέ τή γιαγιά δίπλα του! Ἐντυπωσιάστηκα! Κι ὅμως οὔτε περίτεχνα βήματα κάνουν, οὔτε φιγοῦρες. Καί τότε, τί εἶναι αὐτό πού μέ ἐντυπωσιάζει; Τί διαφορετικό ἔχει ὁ χορός τους; Ὅλοι σπεύδουν νά καταγράψουν αὐτήν τήν ὄμορφη στιγμή. Νά ἀποτυπώσουν τό ἦθος πού ἐκφράζει ὁ χορός αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως αὐτό φανερώνεται στίς κινήσεις, στό στήσιμο καί στά βήματά τους. Δέν ἐκτελοῦν ἁπλῶς ἕνα συγκεκριμένο χορευτικό μοτίβο. Ὁ χορός τους εἶναι ἕνα μέσο γιά νά ἐπικοινωνήσει ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο. Εἶναι ἔκφραση ἀξιῶν καί βιωμάτων μιᾶς κοινωνίας πού λειτουργεῖ μέ βάση τό «ἐμεῖς» καί ὄχι τό «ἐγώ», ἑνός κόσμου ὅπου ὁ ἄνθρωπος, προσπαθώντας νά γίνει καλύτερος, δέν στρέφεται στόν ἑαυτό του, ἀλλά χτίζει οὐσιαστική σχέση μέ τόν συνάνθρωπό του. Ὁ τρόπος πού ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζεται στόν παραδοσιακό χορό εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένος μέ τόν τρόπο ζωῆς του. Ὁ παραδοσιακός χορός δέν εἶναι μόνο βήματα, συγχρονισμός, ὄμορφες στολές καί ἐντυπωσιακές φιγοῦρες. Εἶναι καί ἕνας καθρέφτης πού ἀνακλᾶ τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ κάθε τόπου ἀλλά καί τόν τρόπο ζωῆς τῶν ἴδιων τῶν χορευτῶν. Βλέπουμε γιά παράδειγμα τόν σεβασμό καί τήν εὐλάβεια τῶν ἀνθρώπων στήν Καππαδοκία, μιά βαθιά θρησκευόμενη περιοχή, νά ἀποτυπώνονται ἔντονα στόν χορό καί στά τραγούδια τους. Οἱ Καππαδόκες χόρευαν τραγούδια πρός τιμήν Ἁγίων, ὅπως τοῦ Ἁγίου Βασιλείου (χορός τοῦ Ἔζ Βασίλη), τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τους, μέ τίς κινήσεις, τά βήματα, καί τό ὕφος τους νά ἔχουν μία σοβαρότητα, μιά ἱεροπρέπεια, ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνάλογου τρόπου ζωῆς. Πολλές φορές ὅταν μιλᾶμε γιά παραδοσιακό χορό, ἀναφερόμαστε σέ παλιούς ἀνθρώπους, παπποῦδες καί γιαγιάδες, στόν τρόπο πού χόρευαν, στό πόσο στρωτά καί ὄμορφα βήματα ἔκαναν. Κι ὅμως τά ἴδια βήματα ἔκαναν κι αὐτοί ὅπως καί ἐμεῖς σήμερα, τούς ἴδιους χορούς χόρευαν. Ἀλλά αὐτό πού ἔκανε τά βήματα νά φαίνονται ὄμορφα ἦταν ἡ ὀμορφιά τῆς ψυχῆς τους. Χόρευαν μέ τήν ψυχή τους καί ὄχι μέ τό σῶμα τους. Ἁπλοί ἄνθρωποι, πού μ ὅλα τά ἐλαττώματά τους ἀγαποῦσαν, ἐκτιμοῦσαν καί σέβονταν τόν συνάνθρωπό τους. Ὅταν χόρευαν πιασμένοι στόν κύκλο, ἀποτελοῦσαν μία μικρή κοινω-
νία, ὅπου ὁ χορευτής δέν λειτουργοῦσε σάν μονάδα, ἀλλά σάν μέλος τοῦ ἴδιου σώματος. Ὁ ἄντρας θά χορέψει τή γυναίκα στήν ἀρχή τοῦ κύκλου κρατώντας τη μέ τό μαντήλι, ὡς ἔνδειξη σεβασμοῦ, καί αὐτή θά χορέψει δίπλα του σεμνά καί χωρίς ὑπερβολές, ὄχι γιατί τό ἐπιβάλλει ὁ χορός, ἀλλά γιατί ἡ ἴδια ἡ ἰδιοσυγκρασία της τῆς ὑποδεικνύει πῶς θά χορέψει. Δέν θά φύγει ἀπό τόν κύκλο νά χορέψει μόνη της, ἐπιδεικνύοντας τίς χορευτικές της ἱκανότητες, ὄχι τόσο γιατί δέν εἶναι «σωστό», ἀλλά γιατί τήν ἐκφράζει περισσότερο καί εἶναι τιμή γι αὐτή νά τή χορέψει ὁ ἄντρας. Ἀλλά καί στούς ἀντικριστούς χορούς ἡ ἐπικοινωνία, τό ἦθος καί ὁ σεβασμός τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο εἶναι αὐτά πού, σέ συνδυασμό μέ τόν συντονισμό τῶν βημάτων τοῦ χοροῦ, θά δώσουν μία εἰκόνα ὀμορφιᾶς καί ἁρμονίας. Δέν εἶναι σκοπός μου νά ἐξιδανικεύσω μία ἐποχή καί τούς ἀνθρώπους της. Ἄλλωστε τέτοιοι ἄνθρωποι ὑπάρχουν καί σήμερα. Ἀναμφίβολα ὅμως, ὅσο μεταβάλλονται τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων ἀλλάζει καί ὁ τρόπος πού χορεύουν. Ὁ ἴδιος χορός, τά ἴδια βήματα, ἐκφράζουν διαφορετικά πράγματα ὅταν κάποιος πορεύεται στό «ἐγώ» καί διαφορετικά ὅταν πορεύεται στό «ἐμεῖς». Στίς μέρες μας παρατηροῦμε στόν παραδοσιακό χορό ἔντονο τό στοιχεῖο τῆς ὑπερβολῆς, τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καί τῆς αὐτοπροβολῆς. Δέν ἄλλαξαν οἱ χοροί, ἤ κι ἄν ἄλλαξαν, διαφοροποιήθηκαν ὡς πρός τήν ἐξωτερική τους μορφή. Αὐτό πού ἄλλαξε εἶναι ὁ προσανατολισμός καί οἱ προτεραιότητες στή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί κατ ἐπέκταση τό ὕφος τοῦ χοροῦ τους. Ἕνα ὕφος τό ὁποῖο διαφοροποιεῖται ἀκόμα κι ὅταν ἀλλάζει τό πλαίσιο στό ὁποῖο ἐντάσσεται ὁ χορός. Ἄλλο ὕφος ἔχει ὁ χορός τῶν ἀνθρώπων πού συμμετέχουν στόν «χορό τῆς Παναγιᾶς», ἔθιμο στή Χώρα Καλύμνου, ὅπου τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς χορεύουν ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας καί σταματοῦν μόλις χτυπήσει ἡ καμπάνα γιά τόν Ἑσπερινό τῆς Συγχωρήσεως, καί διαφορετικό σ ἕνα ἀποκριάτικο ἔθιμο τό ὁποῖο ἐπιτρέπει στούς ἀνθρώπους πάνω στό χορό καί τή διασκέδαση νά ἐκφράζονται ἀκόμα καί μέ ἄσεμνο τρόπο. Ὁ χορός λοιπόν εἶναι μία τέχνη μέ τήν ὁποία μεταφέρονται ὁ τρόπος ζωῆς, οἱ συνήθειες, οἱ ἀντιλήψεις, τά ἤθη καί τά ἔθιμα τῶν ἀνθρώπων, στοιχεῖα πού παίζουν καθοριστικό ρόλο στή διαμόρφωση τοῦ ὕφους του. Βέβαια, ἐμεῖς σήμερα πού προσπαθοῦμε νά προσεγγίσουμε αὐτό πού ὀνομάζουμε «παραδοσιακό χορό» συναντοῦμε μεγάλες δυσκολίες στό νά ἀποδώσουμε μέ ἀκρίβεια τό ὕφος ὅλων τῶν περιοχῶν. Ἡ ἀκριβής ἀπόδοση τοῦ ὕφους προϋποθέτει νά ἔχουμε βιώματα καί παραστάσεις ἀπ τόν κάθε τόπο, κάτι πού εἶναι σχεδόν ἀνέφικτο. Εἶναι ὅμως ἐφικτό ὁ τρόπος πού χορεύουμε νά ἀποκτήσει ἦθος. Ἕνα ἦθος πού χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο καί διακρίνεται σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς του. Καί ἀκριβῶς αὐτό μέ ἐντυπωσίασε στόν παππού καί τή γιαγιά. Ἤξεραν νά μιλᾶνε γιά τήν παράδοση καί τό λαϊκό μας πολιτισμό ὄχι μόνο μέ λέξεις ἀλλά μέ τό βλέμμα, τό χορό καί τό ἦθος τους. Κουφάκης Νίκος, καθηγητής Φυσικῆς Ἀγωγῆς - Χοροδιδάσκαλος