Η κρίση του ρωµαϊκού κόσµου

Σχετικά έγγραφα
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

ΤΑΞΗ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ-Βουλευτές:

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

1.3 1.Ποια κατάσταση επικρατούσε στην προϊσλαµική Αραβία; 2.Ποια η δράση του Μωάµεθ µεταξύ ;

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

2. ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ( ). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

2. Αναγέννηση και ανθρωπισμός

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

Ευρύκλεια Κολέζα ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ ( )

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

Διαφωτισμός και Επανάσταση. 2 ο μάθημα

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

Η κοινωνική οργάνωση της αρχαϊκής εποχής

εύτερη Ενότητα: Οι Έλληνες κάτω από την οθωµανική και τη λατινική κυριαρχία ( ) Κεφάλαιο 1

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

Αρχαϊκή εποχή. Πότε; Π.Χ ΔΕΜΟΙΡΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ Θ.Ε.: ΕΠΟ 11 Κοινωνική και οικονομική ιστορία της Ευρώπης

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ π.χ.

Ο ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1o ΘΕΜΑ

ΚΕΦ. 2,7: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗ ΥΤΙΚΗ. ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΦΕΟΥ ΑΡΧΙΑΣ (8 ος -13 ος αι.)

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ)

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ στα αποσπάσματα των εγχειριδίων που ακολουθούν : 1]προσέξτε α) το όνομα του Βυζαντίου β) το μέγεθος

Ιστορία Β Γυμνασίου - Επαναληπτικές ερωτήσεις εφ όλης της ύλης Επιμέλεια: Νεκταρία Ιωάννου, φιλόλογος

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΒΔΟΜΗ Η ΠΡΩΙΜΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ. Γενικά στοιχεία Περιεχόµενα Οδηγός για µελέτη

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

Πρώτη ενότητα: «Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»

30α. Η τέταρτη σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους

1. Οι Σλάβοι και οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ

Πορτογαλία Θρησκείες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

α. Βασίλειο πόλεις-κράτη ομοσπονδιακά κράτη συμπολιτείες Η διάσπαση του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου (σελ ) απελευθερωτικοί αγώνες εξεγέρσεις

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Παγκόσμια Ιστορία 2: Ο άνθρωπος απέναντι στο Θείο. Διδάσκουσα: αν. καθ. Μαρία Ευθυμίου, Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 1 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

ΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

κάντε κλικ στη Τρίτη επιλογή : Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

Συντάχθηκε απο τον/την Άννα Φραγκουδάκη - Τελευταία Ενημέρωση Κυριακή, 26 Σεπτέμβριος :28

Τα Αίτια και οι Επιπτώσεις της Διεθνούς Μετανάστευσης. Πραγματικοί Μισθοί, Παγκόσμια Παραγωγή, Ωφελημένοι και Ζημιωμένοι

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγή 21 Τι είναι η Ιστορία; 21 Τότε και τώρα, εκεί και εδώ 24 Το φυσικό περιβάλλον 28 Λίγη περιγραφική Γεωγραφία 29 Επίλογος 32

1 η Αιτία: 2 η Αιτία: 3 η Αιτία:

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Η εποχή του Ναπολέοντα ( ) και το Συνέδριο της Βιέννης (1815)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ. ΤΟ ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Χρονολογικό πλαίσιο: 17ος-18ος αι.

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

Μιχάλης Κοκοντίνης. 1 Πειραματικό δημοτικό σχολείο Θεσσαλονίκης Ε'1 τάξη Οι Ρωμαίοι κυβερνούν τους Έλληνες

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΠΕΜΠΤΗ 3 ΙΟΥΝΙΟΥ 2004 ΟΜΑ Α Α

Τειχισμένο, κέντρο διοίκησης. Ο τρόπος άσκησης της εξουσίας και ο βαθμός συμμετοχής των πολιτών. Κώμες & καλλιεργήσιμες εκτάσεις

Ορισµένες διαστάσεις της εξωτερικής πολιτικής της Γαλλίας

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία της Ευρωπαϊκής Κοινωνίας

Ιστορία του Αραβοϊσλαμικού Πολιτισμού

ΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ. Από τις πέντε (5) ερωτήσεις να απαντήσεις στις τρεις (3). Κάθε ερώτηση βαθμολογείται με τέσσερις (4) μονάδες.

ΕΛΠ 11 - ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ onlearn.gr - ελπ - εαπ. Το κράτος που ανέλαβε ο Αλέξανδρος ( 336 πΧ) ήταν στρατιωτικά έτοιμο να εισβάλει στην Περσία Ο Αλέξανδρος συνέχισε

Ύλη Β Γυμνασίου ομάδα μαθημάτων Α (τμήμα ένταξης)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας (Οικονομία 19 ος -20 ος αιώνας)

Ανάβρυτα Συντελεστές: Αγγελάκης Άγγελος Αδαμάκης Παύλος Τσαντά Ιωάννα Σωτηροπούλου Κωνσταντίνα

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

H ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ Κ*ΑΤοΡ1Α. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ*Κ*ΑΤοΡ1Α. Η 3υζαντινή εποχή Γ* - * **-^ Διασυνδέσεις. ΒιΒλιογραφία Τ Τ"*-*

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (σελ.84-97) Α. Βασιλεία α. Δικαίωμα να ψηφίζουν για ζητήματα της πόλης είχαν όλοι οι πολίτες, ακόμα και οι πιο φτωχοί

Ε. Τοποθετήστε τους δείκτες σκορ, στη θέση 0 του μετρητή βαθμολογίας. ΣΤ. Τοποθετήστε τον δείκτη χρόνου στη θέση Ι του μετρητή χρόνου.

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΓΕΝΙΚΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΑΙΤΙΑ

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ- ΙΟΥΝΙΟΥ Ονοματεπώνυμο: Τμήμα:. Αριθμός:..

Πολιτική, Πόλεμος, Στρατηγική

Καθοδηγόντας την ανάπτυξη: αγορές εναντίον ελέγχων. Δύο διαφορετικά συστήματα καθοδήγησης της ανάπτυξης εκ μέρους της αγοράς:

18 ος 19 ος αι. ΣΟ ΑΝΑΣΟΛΙΚΟ ΖΗΣΗΜΑ. «Σώστε με από τους φίλους μου!»

3. Μιχαήλ Η' και Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγοι. α. Η εξωτερική πολιτική του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου

1. Οι Σκλαβηνίες ήταν νησίδες Σλάβων εποίκων διασκορπισμένες ανάμεσα στο γηγενή πληθυσμό

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 14

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ: 323 Π.Χ. 324 Μ.Χ.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 5 Ο Έκτος Αιώνας και η Δυναστεία του Ιουστινιανού ( ): Ιουστίνος Α ( ) - Ιουστινιανός Α (α μέρος: )

Βενετοί Μέρος Κωνσταντινούπολης + νησιά + λιμάνια Αιγαίου, Ιονίου

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Τάσσης Βασίλειος 12ο Λύκειο

Transcript:

Εισαγωγή Ως πολιτισµός θα µπορούσε να ορισθεί η έννοια που υποδηλώνει τη σχέση του ανθρώπου µε το περιβάλλον του και το µετασχηµατισµό του εξωτερικού κόσµου, µέσω της ανθρώπινης δραστηριότητας στο πλαίσιο µιας ανθρώπινης κοινότητας. Οι τεχνικές, οι σχέσεις και τα µέσα παραγωγής, οι εφευρέσεις, τα καλλιτεχνικά επιτεύγµατα, η γλώσσα και η θρησκεία, γενικά ο υλικός κόσµος ως προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας και επινοητικότητας εµπεριέχονται στην έννοια του πολιτισµού. Ο ορισµός αυτός βέβαια όπως και κάθε ορισµός στις κοινωνικές και τις ανθρωπιστικές επιστήµες επιδέχεται αµφιβολιών και διορθώσεων και παραµένει διαµφισβητούµενος. Όπως διαµφισβητούµενη παραµένει ειδικά στην επιστήµη της ιστορίας η κάθε περιοδολόγηση. Στις σηµειώσεις που ακολουθούν για παράδειγµα ως µελέτη του ευρωπαϊκού πολιτισµού ορίζεται η εποχή που αρχίζει από την κατάρρευση του ρωµαϊκού κόσµου και εκτείνεται ως τη σύγχρονη εποχή. Ο δε χώρος µελέτης εστιάζεται κυρίως στη δυτική Ευρώπη µε δευτερεύουσες µόνο αναφορές και για συγκριτικούς κυρίως λόγους στην ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η κρίση του ρωµαϊκού κόσµου Το τέλος της δυναστείας των Αντωνίνων το 192 µ.χ. σήµαινε για την αυτοκρατορία την είσοδο της σε µια περίοδο κρίσης και πολιτικής αστάθειας. Η κρίση του ρωµαϊκού κράτους κράτησε ολόκληρο τον 3 ο αιώνα. Οι απειλές για την αυτοκρατορία προέρχονται από τους ολοένα ισχυρότερους εξωτερικούς εχθρούς ενώ η κατάσταση στο εσωτερικό επιδεινώνεται διαρκώς λόγω της διαµάχης µεταξύ των διεκδικητών της αυτοκρατορικής εξουσίας αλλά και των κοινωνικών αναταραχών εξαιτίας του µετασχηµατισµού των κοινωνικών σχέσεων. Ο ιοκλητιανός και αργότερα ο Κωνσταντίνος έλαβαν µέτρα για την τόνωση της οικονοµίας, την εξυγίανση του νοµισµατικού συστήµατος, της εξασφάλιση των κρατικών εσόδων µέσω της φορολογίας και κυρίως συνέβαλαν καθοριστικά στην εδραίωση ενός νέου πολιτειακού καθεστώτος, ενισχύοντας τη θέση του αυτοκράτορα. Από τα χρόνια του Κωνσταντίνου η πρωτεύουσα του κράτους µεταφέρεται στην Ανατολή µε την ίδρυση της 1

Κωνσταντινούπολης το 330 και ο χριστιανισµός γίνεται η επίσηµη θρησκεία. Το 395 µετά το θάνατο του αυτοκράτορα Θεοδόσιου το ενιαίο ρωµαϊκό κράτος χωρίζεται στα δύο το Ανατολικό και το υτικό µε το κάθε ένα ακολουθεί διαφορετική εξελικτική πορεία. Στην Ανατολή, η αυτοκρατορία, στηριζόµενη σε παλαιές κοινωνικές και οικονοµικές δοµές που είχαν τις ρίζες τους στην ελληνιστική περίοδο επέζησε του δυτικού τµήµατος αποτελώντας την πολιτική έκφραση του µεσαιωνικού ελληνισµού. Στη ύση η επίδραση της καθαυτό ρωµαϊκής παρουσίας ήταν πολύ σηµαντικότερη και αφορούσε τις κοινωνικές και οικονοµικές δοµές, τις νοοτροπίες και τα πολιτισµικά πρότυπα. ιαλύοντας τη φυλετική οργάνωση σε Γαλατία, Ισπανία και στις παραδουνάβιες χώρες, η ρωµαϊκή κυριαρχία εισήγαγε απότοµα ένα πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης το οποίο χαρακτήριζαν: η δηµιουργία τεράστιων κτηµάτων (λατιφούντια) τα οποία καλλιεργούσε µεγάλος αριθµός δούλων, ένα σύστηµα πόλεων, οι φορολογικοί µηχανισµοί και το γραπτό δίκαιο. Όταν όµως το δουλοκτητικό σύστηµα έφτασε στα όρια του η πολιτική οργάνωση του δυτικού τµήµατος της αυτοκρατορίας δεν µπόρεσε να επιβιώσει. 1. Τα σκοτεινά χρόνια Η ρωµαϊκή αυτοκρατορία µετά το διαµελισµό της σε ανατολική και δυτική δέχθηκε σε όλο το µήκος των συνόρων της αλλεπάλληλα κύµατα επιδροµών. Το δυτικό τµήµα κατά τη διάρκεια του 5 ου αιώνα κατέρρευσε πλήρως από στρατιωτική, πολιτική και κοινωνική άποψη και η ιστορία της Ευρώπης εισήλθε σε µια περίοδο ρευστότητας και λίγων γνωστών στοιχείων που αρκετοί ιστορικοί την αποκαλούν τα «σκοτεινά χρόνια». Οι επιδροµές Ο διακεκριµένος βρετανός ιστορικός Perry Anderson (1974) περιγράφει και αναλύει µε πυκνό και παραστατικό τρόπο τις εξελίξεις στη δυτική Ευρώπη στο ακόλουθο απόσπασµα: «Οι γερµανικές επιδροµές που εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη τη υτική Ευρώπη, ξετυλίχθηκαν σε δύο διαδοχικές φάσεις, που η καθεµιά είχε ένα ξέχωρο µοντέλο και ορµή. Το πρώτο µεγάλο κύµα άρχισε µε τη σηµαντική πορεία περάσµατος του παγωµένου Ρήνου 2

τη χειµωνιάτικη νύχτα στις 31 εκεµβρίου 405 από µια χαλαρή συνοµοσπονδία σουηβών, βανδάλων κα αλάνων. Μέσα σε λίγα χρόνια, στα 410, οι βησογότθοι υπό τον Αλάριχο λεηλάτησαν τη Ρώµη. ύο δεκαετίες αργότερα, στα 439, οι βάνδαλοι κατέλαβαν την Καρθαγένη. Στα 480, τα πρώτα προπλάσµατα βαρβαρικών κρατών είχαν εγκαθιδρυθεί στο πρώην ρωµαϊκό έδαφος. Οι βουργουνδοί στη Σαβοϊα, οι βησιγότθοι στην Ακουιτανία, οι βάνδαλοι στη βόρεια Αφρική και οι οστρογότθοι στη βόρεια Ιταλία. Ο χαρακτήρας αυτής της τροµερής αρχικής επιδροµής που έδωσε στις µεταγενέστερες εποχές τις αρχέτυπες εικόνες της απαρχής των Σκοτεινών Χρόνων ήταν, στην πραγµατικότητα, πολύ σύνθετος και αντιφατικός. Στην πραγµατικότητα, ήταν η πιο ριζικά καταστροφική επίθεση των γερµανικών λαών ενάντια στη ρωµαϊκή ύση και συγχρόνως εξαιρετικά συντηρητική στο σεβασµό της για τη λατινική κληρονοµιά. Η στρατιωτική, πολιτική και οικονοµική ενότητα της δυτικής αυτοκρατορίας κατακερµατίσθηκε ανεπανόρθωτα. Λίγες από τις ρωµαϊκές στρατιές επιβίωσαν για µερικές δεκαετίες, αφού τα συνοριακά οχυρωµατικά έργα σαρώθηκαν αλλά αυτόνοµοι στρατιωτικοί θύλακες, όπως της βόρειας Γαλατίας, περικυκλωµένοι και αποµονωµένοι από εδάφη όπου κυριαρχούσαν βάρβαροι, απλώς τόνιζαν τον πλήρη διαµελισµό του αυτοκρατορικού συστήµατος σαν τέτοιου. Οι επαρχίες ξανακύλησαν στην ενδηµική αναταραχή και σύγχυση, η παραδοσιακή τους διοίκηση κατέρρευσε ή έγινε έρµαιο, η κοινωνική εξέγερση και ληστεία ενδηµούσαν σε ευρύτατες περιοχές, αρχαϊκοί και θαµµένοι πολιτισµοί βγήκαν στην επιφάνεια, καθώς η ρωµαϊκή επίχρωση κατέρρευσε στις πιο απόµακρες περιοχές...». Οι νικήτριες γερµανικές φυλές όµως δεν ήταν ικανές να αντικαταστήσουν την αυτοκρατορία µε ένα συνεκτικό πολιτικό σύστηµα. Οι φυλές αυτές παρέµεναν σε µεγάλο βαθµό πρωτόγονες κοινότητες, χωρίς γραπτή γλώσσα και χωρίς κάποιο διαρθρωµένο σύστηµα ιδιοκτησίας. Η κατάκτηση µεγάλων εκτάσεων τους έβαλε τότε αναπόφευκτα µπροστά σε τεράστια προβλήµατα άµεσης οικειοποίησης και διαχείρισης. Η επίλυση των προβληµάτων αυτών γινόταν ακόµα πιο δύσκολη και από τις συνεχείς µετακινήσεις των φύλων αυτών. Οι Βησιγότθοι ταξίδεψαν από τα Βαλκάνια στην Ισπανία, οι Οστρογότθοι από την Ουκρανία στην Ιταλία, οι Βάνδαλοι από τη Σιλεσία στην Τυνησία, οι Βουργουνδοί από την Ποµερανία στη Σαβοϊα. Το αποτέλεσµα ήταν ο πληθυσµός των αρχικών γερµανικών οικισµών που δηµιουργήθηκαν να είναι µικρός σε αριθµό και εποµένως δανείστηκαν σε µεγάλο βαθµό τις προϋπάρχουσες αυτοκρατορικές δοµές σε συνδυασµό µε γερµανικές ανάλογες δοµές. Το πρώτο και πιο βασικό θέµα που έπρεπε να λυθεί ήταν η οικονοµική διάθεση της γης. Η λύση που προκρίθηκε έδωσε τελικά τα 2/3 περίπου των 3

καλλιεργούµενων εκτάσεων των µεγάλων εκτάσεων στους βάρβαρους «φιλοξενούµενους». Τα κτήµατα αυτά απαλλοτριώθηκαν από τους άριστους των γενών, που κατόπιν εγκατέστησαν τα απλά µέλη της φυλής σε αυτά σαν παχτωτές τους ή πιθανόν σαν φτωχούς µικροκτηµατίες. Η πολιτική ανάπτυξη των γερµανικών λαών µετά τις επιδροµές επιβεβαίωνε και αντανακλούσε αυτές τις οικονοµικές αλλαγές. Ο σχηµατισµός του κράτους ήταν τώρα αναπόφευκτος και µαζί του η καταναγκαστική κεντρική εξουσία πάνω στην κοινότητα των ελεύθερων πολεµιστών. Τα τυπικά γερµανικά βασίλεια αυτής της φάσης ήταν απλώς πρωτόγονες µοναρχίες, µε αβέβαιους κανόνες διαδοχής, που στηρίζονταν σε σώµατα βασιλικών φρουρών, κάτι ανάµεσα στους προσωπικούς ακόλουθους του φυλετικού παρελθόντος και τους γαιοκτήµονες ευγενείς του φεουδαρχικού µέλλοντος. Από την άλλη η ρωµαϊκές κοινότητες διατήρησαν τη δική τους διοικητική δοµή. Υπήρχαν αναλόγως δύο δίκαιο ένα γερµανικό και ένα ρωµαϊκό για κάθε πληθυσµό αντίστοιχα ενώ παρόµοιο ήταν και το ιδεολογικό θρησκευτικό µοντέλο. Τα γερµανικά φύλα όντας στην αρχή ειδωλολατρικά προσηλυτίστηκαν στο χριστιανισµό µόνο σταδιακά και αυτό λόγω κυρίως της συγκρότησης κρατικών δοµών σαν το πνευµατικό συµπλήρωµα µιας σταθερότερης επίγειας εξουσίας. Όπως υποστηρίζει ο Anderson (1974: 137): «ο πιο εύγλωττος δείκτης των ορίων της βαρβαρικής διείσδυσης σα αυτή τη φάση είναι πώς πουθενά δεν άλλαξε το γλωσσικό σύνορο ανάµεσα στο λατινικό και τον τευτονικό κόσµο...η διάρκεια ζωής αυτών των ιδρυτικών βαρβαρικών κρατών δεν ήταν µεγάλη. Η φραγκική επέκταση υπέταξε τους Βουργουνδούς και έδιωξε του Βησιγότθους από τη Γαλατία. Οι βυζαντινές εκστρατείες συνέτριψαν τους Βανδάλους στην Αφρική και µετά από ένα µακρόχρονο πόλεµο φθοράς εξολόθρευσαν τους Οστρογότθους στην Ιταλία. Τελικά, οι ισλαµικοί επιδροµείς υπερκέρασαν τη βησιγοτθική εξουσία στην Ισπανία..[και] ήταν το επόµενο κύµα των γερµανικών µεταναστεύσεων, που καθόρισε τον κατοπινότερο χάρτη του δυτικού φεουδαρχισµού βαθιά και µε διάρκεια. Τα τρία κύρια επεισόδια αυτής της δεύτερης φάσης της βαρβαρικής επέκτασης ήταν, φυσικά, η φραγκική κατάκτηση της Γαλατίας, η αγγλοσαξονική κατοχή της Αγγλίας και έναν αιώνα αργότερα, µε τον τρόπο της η κάθοδος των λοµβαρδών στην Ιταλία. Ο χαρακτήρας αυτών των µεταναστεύσεων διέφερε από εκείνων του πρώτου κύµατος, και πιθανόν εποµένως και η κλίµακά τους. γιατί σε όλες τις περιπτώσεις αντιπροσώπευαν µια σχετικά περιορισµένη και ευθεία επέκταση από µια γειτονική γεωγραφική βάση εκκίνησης». 4

Η πολιτιστική επίδραση του δεύτερου κύµατος των κατακτήσεων ήταν βαθύτερη και πιο µόνιµη από του πρώτου. Κύριος λόγος για αυτό ήταν αναµφίβολα πώς το αρχικό κύµα είχε ξεκαθαρίσει ριζικά το έδαφος από κάθε πραγµατική οργανωµένη αντίσταση του αυτοκρατορικού συστήµατος στη ύση. Οι κατοπινές µεταναστεύσεις είχαν και το βάρος και την έκταση να δηµιουργήσουν πιο περιεκτικές και διαρκείς µορφές στη ύση. Ο άκαµπτος και εύθραυστος δυϊσµός του 5 ου αιώνα εξαφανίστηκε προοδευτικά τον 6 ο αιώνα και άρχισε βαθµιαία µια αργόσυρτη διαδικασία συγχώνευσης κατά την οποία ενσωµατώνονταν γερµανικά και ρωµαϊκά στοιχεία σε µια καινούργια σύνθεση που παραγκώνιζε και τις δύο τη φεουδαρχία. Η άνοδος της φεουδαρχίας Η περιοχή µεταξύ των ποταµών Λίγηρα και Ρήνου (ιστορικός πυρήνας του φραγκικού βασιλείου) αποτέλεσε το χώρο στον οποίο αναπτύχθηκε ο φεουδαλισµός από τον 8 ο αιώνα. Ο όρος φεουδαλισµός ή φεουδαρχία, ο οποίος καθιερώθηκε µεταγενέστερα και όχι κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, σηµαίνει ένα σύστηµα σχέσεων µεταξύ των ανθρώπων που στηρίζεται σε προσωπική βάση. Η άµεση υπαγωγή ανθρώπου σε άνθρωπο ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της οικονοµικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής της Ευρώπης σε όλη αυτή την περίοδο από την πτώση της Ρώµης και ως την Αναγέννηση που µεταγενέστερα πάλι την αποκαλούµε Μεσαίωνα Ο φεουδαρχισµός σήµαινε ότι ο υποτελής ευγενής συνήπτε προσωπικό δεσµό µε τον άρχοντά του από τον οποίο απέρρεαν ορισµένες υποχρεώσεις όπως η παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Οι υποχρεώσεις αυτές δεν υποβίβαζαν κοινωνικά τον υποτελή ευγενή και σε αντάλλαγµα των υποχρεώσεων που αναλάµβανε, ο επικυρίαρχος άρχοντας του παρείχε ένα φέουδο δηλαδή µια έκταση γης και τους καλλιεργητές της για την κάλυψη των αναγκών του. Ένας τοπικός άρχοντας µπορούσε να διαθέτει υποτελείς άλλους µικρότερους άρχοντες, αλλά να είναι και ο ίδιος υποτελής σε έναν ισχυρότερο γαιοκτήµονα. Οι δεσµοί εξάρτησης έφταναν µέχρι τη βάση της κοινωνικής πυραµίδας και τη µεγάλη µάζα του πληθυσµού. Από τον κάτοχο του φέουδου τον φεουδάρχη εξαρτιόνταν οι χωρικοί και οι δουλοπάροικοι που κατοικούσαν στο φέουδο και οι οποίοι δεν είχαν δικαίωµα να µετακινηθούν από αυτό. Οι δουλοπάροικοι ήταν υποχρεωµένοι να καταβάλουν ενοίκιο για τη γη που καλλιεργούσαν για τις δικές τους ανάγκες αλλά και να παρέχουν δωρεάν εργασία (αγγαρεία) για την καλλιέργεια των κτηµάτων του φεουδάρχη. Ο εκάστοτε φεουδάρχης 5

διατηρούσε σειρά προνοµίων απέναντι στους υποτελείς του µε τη µόνη υποχρέωση να τους παρέχει ασφάλεια σε περιπτώσεις εξωτερικής επιβουλής. Πιο συγκεκριµένα, στο φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής ο άµεσος παραγωγός ο αγρότης ήταν ενωµένος µε τα µέσα παραγωγής τη γη µέσα από µια ιδιαίτερη κοινωνική σχέση, τη δουλοπαροικία. Οι αγρότες δουλοπάροικοι που κατείχαν και καλλιεργούσαν τη γη δεν ήταν ιδιοκτήτες της. Η αγροτική ιδιοκτησία ελέγχονταν ατοµικά από µια τάξη φεουδαρχών αρχόντων, οι οποίοι αποσπούσαν ένα πλεόνασµα από τους αγρότες µέσα από πολιτικο-νοµικές σχέσεις εξαναγκασµού. Αυτός ο καταναγκασµός έπαιρνε τη µορφή υπηρεσιών σε εργασία, προσόδων σε είδος ή εθιµικών τελών τα οποία όφειλε ο αγρότης στον άρχοντα, και ασκούνταν τόσο στο αρχοντικό κτήµα του κάθε φεουδάρχη όσο και στις λωρίδες των παχτωµένων κτηµάτων που καλλιεργούνταν από τους αγρότες. Η εκµετάλλευση των αγροτών από τους άρχοντές τους δεν ήταν µόνο οικονοµικής φύσης αλλά και πολιτικής αφού ο αγρότης ήταν υποταγµένος στη δικαστική εξουσία του κυρίου του. Παράλληλα τα δικαιώµατα ιδικτησίας του άρχοντα πάνω στη γη του είχαν παραχωρηθεί από ένα ανώτερο ευγενή (ή ευγενείς), στον οποίο όφειλε ιπποτική υπηρεσία παροχή δηλαδή στρατιωτικής βοήθειας σε περιόδους πολέµου. Ο κυρίαρχος άρχοντας µε τη σειρά του ήταν συχνά υποτελής ενός ανώτερου φεουδάρχη. Τυπικοί ενδιάµεσοι δεσµοί µιας τέτοιας φεουδαρχικής ιεραρχίας στην πρώιµη µεσαιωνική εποχή, ανάµεσα στον απλό άρχοντα και τον επικυρίαρχο µονάρχη που βρισκόνταν στην κορυφή της ιεραρχίας, ήταν ο πυργοδεσπότης, ο βαρό νος, ο κόµης ή οπρίγκηπας. Η συνέπεια ενός τέτοιου συστήµατος ήταν πώς η πολιτική κυριαρχία ποτέ δεν συγκεντρώνονταν σε ένα µοναδικό κέντρο. Αυτός ο τεµαχισµός της κυριαρχίας ήταν συστατικό στοιχείο του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής. Ο µονάρχης ήταν ένας φεουδάρχης επικυρίαρχος των υποτελών του, µε τους οποίους ήταν δεµένος µε αµοιβαίους δεσµούς πίστης, όχι ένας υπέρτατος κυρίαρχος πάνω από τους υπηκόους του. Οι οικονοµικές του πηγές ουσιαστικά προέρχονταν αποκλειστικά από τα κτήµατά του σαν άρχοντα, ενώ οι απαιτήσεις του από τους υποτελείς του ήταν ουσιαστικά στρατιωτικής φύσης. Επίσης δεν είχε καµία άµεση πολιτική πρόσβαση στον πληθυσµό σαν σύνολο, γιατί οι δικαστικές του αρµοδιότητες µεταβιβάζονταν µέσα από αναρίθµητα στρώµατα από τον ένα υποτελή στον δικό του υποτελή. Ένα τέτοιο πολιτικό σύστηµα απέκλειε εκ των πραγµάτων την ανάπτυξη εκτεταµένης κεντρικής γραφειοκρατίας και ενίσχυε τον αυτόνοµο ρόλο της εκκλησίας ως φορέα της ιδεολογικής και πνευµατικής εξουσίας. Η εκκλησία ασκούσε τεράστια επιρροή στις πεποιθήσεις των µαζών και βασιζόταν σε µια οργάνωση που ήταν ξέχωρη από εκείνη οποιασδήποτε 6

κοσµικής αριστοκρατίας ή µοναρχίας. Εξαιτίας του κατακερµατισµού της πολιτικής εξουσίας η εκκλησία µπορούσε στον αναδυόµενο δυτικό φεουδαρχισµό να υπερασπίζεται τα δικά της ιδιαίτερα συµφέροντα, αν ήταν αναγκαίο, από τα δικά της εδαφικά οχυρά ακόµη και µε την ένοπλη βία. Ως τον 13 ο αιώνα που ο δυτικός φεουδαρχισµός έφτασε στο αποκορύφωµά του είχε δηµιουργήσει έναν ενιαίο και αναπτυγµένο πολιτισµό που έδωσε τροµερή ώθηση στις υποτυπώδεις, αποτελούµενες από τη συγκόλληση διαφόρων στοιχείων, κοινότητες των Σκοτεινών Χρόνων. Υπήρξε µεγάλη αύξηση του αγροτικού πλεονάσµατος γιατί οι νέες αγροτικές σχέσεις είχαν επιτρέψει µια εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγικότητας στη γεωργία. Οι τεχνικές καινοτοµίες, τα υλικά εργαλεία αυτής της προόδου, ήταν κυρίως η χρήση του σιδερένιου άροτρου για το όργωµα, το ζέψιµο των αλόγων κατά ζεύγη που τα µετέβαλλε σε υποζύγια, ο υδρόµυλος για µηχανική ενέργεια, το µάργωµα για τη βελτίωση του εδάφους και η τριζωνική καλλιέργεια για αµειψισπορά. 2. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία. Το ανατολικό ρωµαϊκό κράτος µπόρεσε να αποκρούσει µε επιτυχία τις επιδροµές των γερµανικών φύλων κατά τη διάρκεια του 5 ου αιώνα και την αµέσως επόµενη περίοδο να περάσει στην αντεπίθεση. Άλλωστε οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης πάντοτε θεωρούσαν τους εαυτούς τους νόµιµους διαδόχους της Ρώµης µε δικαιώµατα εξουσίας σε όλη την έκταση της πρώην ενιαίας ρωµαϊκής αυτοκρατορίας. Ιστορική εξέλιξη Η περίοδος της βασιλείας του Ιουστινιανού (527-565) είναι αυτή ακριβώς που συνδέθηκε µε την προσπάθεια ανασύστασης της ρωµαϊκής αυτοκρατορίας στο σύνολό της. Ο Ιουστινιανός κατάφερε, αν και µε µεγάλο κόστος, να αποκαταστήσει τη ρωµαϊκή εξουσία στην ιταλική χερσόνησο, στο νοτιοανατολικό τµήµα της ιβηρικής χερσονήσου, στη Βόρεια Αφρική, στη Σικελία, στην Κορσική και στη Σαρδηνία. Για να µπορέσει να ασχοληθεί µε την κατάκτηση της ύσης έκλεισε το 532 την «απέραντον ειρήνη» µε τους Πέρσες. Συγχρόνως επιδόθηκε σε κατακτητικούς πολέµους. Πρώτος στόχος ήταν η Αφρική και 7

πράγµατι το 534 η βόρεια Αφρική περιήλθε στη βυζαντινή κυριαρχία. Το 535 ξεκίνησε η εκστρατεία κατά του βασιλείου των Οστρογότθων στην Ιταλίας και το 554 έπειτα από αγώνες είκοσι ετών η Ιταλία ήταν και πάλι υπό ρωµαϊκή κυριαρχία. Τέλος για να ολοκληρώσει την επεκτατική πολιτική του στη ύση στράφηκε και κατά του βασιλείου των Βησιγότθων στην Ισπανίας και το έτος 552 ήταν κύριος του νότιου τµήµατος της Ιβηρικής χερσονήσου. Το πλεόνασµα που παρουσίαζε το δηµόσιο ταµείο, αποτέλεσµα της συνετής διαχείρισης και της εισπρακτικής πολιτικής καθώς και µια πολύ καλά οργανωµένη στρατιωτική µηχανή (ναυτική υπεροπλία) µε ικανούς στρατηγούς (Νάρσης και Βελισσάριος) οδήγησαν στην επιτυχία. Ο Ιουστινιανός εγκατέστησε έξαρχους ως τοποτηρητές της αυτοκρατορικής εξουσίας του και όρισε τη Ραβέννα δεύτερη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, απόφαση καθοριστική για την ανάδειξη της πόλης σε σπουδαίο πνευµατικό και καλλιτεχνικό κέντρο της Ιταλίας. Η µεσογειακή παντοκρατορία των Βυζαντινών 1 δεν κράτησε για πολύ, ανέδειξε όµως το Βυζάντιο ως τη µόνη µεγάλη ευρωπαϊκή δύναµη της εποχής. Επίσης είναι βέβαιο ότι η βυζαντινή κατοχή δεν ήταν καθόλου ευπρόσδεκτη στη Ρώµη αφού ανάγκαζε τον επίσκοπό της (τον Πάπα) να ακολουθεί της επιταγές του Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Επιπλέον οι επιχειρήσεις στη ύση εξάντλησαν οικονοµικά το κράτος και την άµυνα του Βυζαντίου στα άλλα δύο µέτωπα. Το αποτέλεσµα ήταν οι Πέρσες στα ανατολικά να καταφέρουν να αποσπάσουν εδάφη για την ανάκτηση των οποίων καταβλήθηκαν µεγάλα οικονοµικά ανταλλάγµατα ενώ στα Βόρεια διάφορα Σλαβικά φύλα πλαισιωµένα από Βούλγαρους παραβίασαν τα σύνορα του ούναβη και κατέλαβαν τη νότια Βαλκανική µέχρι την Πελοπόννησο. Θεµελιώδης αρχή του Ιουστινιανού ήταν η επικράτηση απόλυτης και συγκεντρωτικής µοναρχίας. Ο αυτοκράτορας δηµιούργησε ένα συγκεντρωτικό σύστηµα διακυβέρνησης καταργώντας συµβούλια και θεσµούς αυτοδιοίκησης των πόλεων που ίσχυαν για αιώνες. Ιστορική υπήρξε ιδιαίτερα η συµβολή του στην κωδικοποίηση του ρωµαϊκού δικαίου και των νόµων και νοµολογιών µέχρι την εποχή του. Ο Ιουστινιάνειος Κώδικας, τον οποίο γνώρισαν τον 11 ο αιώνα στη υτική Ευρώπη, αποτέλεσε τη βάση για τη σύγχρονη ευρωπαϊκή νοµοθεσία. Σκοπός του αυτοκράτορα ήταν η αποκατάσταση της ενότητας του ρωµαϊκού δικαίου µε ταυτόχρονη προσαρµογή στις σύγχρονες απαιτήσεις µετά την επικράτηση του χριστιανισµού. Ο Ιουστινιανός µε βαθιά θεολογική µόρφωση και 1 Να σηµειώσουµε εδώ ότι οι «Βυζαντινοί» δεν χρησιµοποίησαν ποτέ αυτό τον προσδιορισµό για τους εαυτούς τους ή για την αυτοκρατορία τους, προτιµώντας ως το τέλος τον προσδιορισµό τους ως «Ρωµαίων» και της αυτοκρατορίας τους ως «Ρωµαϊκής». Οι σύγχρονοι τους δυτικοί αποκαλούσαν την αυτοκρατορία ρωµαϊκή και τους κατοίκους της έλληνες. 8

τη συνείδηση της ελέω Θεού µοναρχίας, έλαβε µέτρα για να επιβάλλει τη χριστιανική θρησκεία, διώκοντας τους αιρετικούς αλλά και για να ελέγξει την εκκλησία σε δογµατικά και διοικητικά θέµατα Όπως και οι προκάτοχοι του, εργάστηκε εντατικά για την εµπέδωση της ειρήνης στην εκκλησία. Το κυριότερο πρόβληµα που αντιµετώπισε σε αυτό το πεδίο ο Ιουστινιανός ήταν η αντιµετώπιση του µονοφυσιτισµού, αίρεσης που υποστήριζε ότι η θεϊκή φύση του Χριστού είχε απορροφήσει την ανθρώπινη. Μονοφυσίτες ήταν κυρίως οι κάτοικοι της Αιγύπτου και της Συρίας αλλά και τµήµα του πληθυσµού της πρωτεύουσας. Ασκήθηκε πολιτική διώξεων η οποία σε συνδυασµό µε την επιβολή βαριάς φορολογίας δηµιούργησε ένα µόνιµο αίσθηµα δυσαρέσκειας των κατοίκων της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου προς της εξουσία της Κωνσταντινούπολης καθιστώντας τους εύκολη λεία για τους Πέρσες και τους Άραβες κατά τον επόµενο αιώνα. Ο Ιουστινιανός αναµόρφωσε τη διοίκηση και τον κρατικό µηχανισµό καταργώντας την εξαγορά των δηµόσιων αξιωµάτων και θεσπίζοντας έµµισθες θέσεις Ο Ιωάννης Καππαδόκης ανέλαβε να εκτελέσει τα µεταρρυθµιστικά σχέδια του Ιουστινιανού στη δηµόσια διοίκηση και οικονοµία. Οι φορολογικές επιβαρύνσεις που επέβαλλε δηµιούργησαν δυσαρέσκεια αλλά το κράτος είχε ανάγκη από περισσότερα χρήµατα για τους συνεχείς πολέµους αλλά και για τα έργα κοινής ωφέλειας, τα µνηµεία λατρείας και την ανοικοδόµηση πόλεων σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Η Κωνσταντινούπολη έγινε ουσιαστικά κέντρο του παγκόσµιου εµπορίου µε συναλλαγές που επεκτείνονταν ως τη Μέση Ανατολή, την Ινδία και την Κίνα ενώ παρατηρήθηκε σηµαντική άνθηση της καλλιτεχνικής δηµιουργίας µε αποκορύφωµα βέβαια την ανέγερση του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τον 7 ο αιώνα οι πόλεµοι συνεχίστηκαν µε κυριότερους αντιπάλους τους Αβάρους στα βόρεια, τους Πέρσες στα Ανατολικά και έναν νεοεµφανιζόµενο και πολύ δυναµικό αντίπαλο τους Άραβες οι οποίοι µε κύριο όπλο τους µια νέα θρησκεία (το Ισλάµ) εφορµούσαν για να καταλάβουν τον κόσµο. Οι Άραβες εκµεταλλευόµενοι την αµοιβαία εξασθένηση των Βυζαντινών και των Περσών από τους αδιάκοπους µεταξύ τους πολέµους αλλά και την µεγάλη επίδραση που ασκούσε η νέα ισλαµική θρησκεία άρχισαν τις επιδροµές τους το 634 και κατέλαβαν µέσα σε λίγα χρόνια τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Η προσωπικότητα του Μωάµεθ και η νέα µονοθεϊστική θρησκεία που εκείνος ίδρυσε, συνέβαλαν στην ενοποίηση των ως τότε νοµαδικών αραβικών φύλων και έφεραν στο προσκήνιο ένα λαό που εξελίχθηκε ταχύτατα, επεκτάθηκε και κυριάρχησε στη Μεσόγειο, αποτελώντας διαρκή απειλή τόσο για τη χριστιανική Βυζαντινή Αυτοκρατορία στα ανατολικά όσο και για τα χριστιανικά βασίλεια της δυτικής Ευρώπης. Οι Άραβες 9

µάλιστα έφτασαν µέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, την πολιόρκησαν για τέσσερα χρόνια (674-678) την πρώτη φορά και για µια ακόµη τετραετία (717-721) τη δεύτερη χωρίς όµως ποτέ να την καταλάβουν. Το Βυζάντιο στον 7 ο αιώνα απώλεσε οριστικά τα εδάφη του στην ιβηρική χερσόνησο και στη βόρεια Ιταλία, τα ανατολικά του σύνορα περιορίστηκαν ενώ στα νότια Βαλκάνια κυριαρχούσαν τα σλαβικά φύλα. Ο εδαφικός περιορισµός όµως σήµαινε µεγαλύτερη οµοιογένεια για την αυτοκρατορία. Η ελληνική γλώσσα επιβλήθηκε και καθιερώθηκε η χρήση του ελληνικού όρου «βασιλεύς». Ο 8 ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από τη διαµάχη για τις εικόνες που δίχασε τη βυζαντινή κοινωνία, προκαλώντας βίαιες συγκρούσεις και διωγµούς. Το έτος 730, ο αυτοκράτορας Λέων Γ εξέδωσε διάταγµα κατά της λατρείας των εικόνων. Επί Κωνσταντίνου Ε (τον αποκάλεσαν Κοπρώνυµο) οι ενέργειες κατά των εικονολατρών εντάθηκαν. Τον Κωνσταντίνο Ε διαδέχθηκε ο γιος του Λέων και κατά τη διάρκεια της σύντοµης βασιλείας του (775-780) σηµειώθηκε κάµψη των διωγµών των εικονολατρών που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην επιρροή της εικονόφιλης συζύγου του Ειρήνης της Αθηναίας. Η άνοδος στο θρόνο του Κωνσταντίνου ΣΤ και της µητέρας του, σήµανε την αρχή της αποκατάστασης της εκκλησιαστικής ειρήνης. Η εικονοµαχία ήταν µια διαµάχη για τις εικόνες, η οποία όµως έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και εξελίχθηκε σε εµφύλια σύγκρουση που ταλάνισε το Βυζάντιο από τις αρχές του 8 ου ως τα µέσα του 9 ου αιώνα. Η µαζική και απόλυτη λατρεία των εικόνων, στις οποίες αποδίδονταν µαγικές ιδιότητες από τους πιστούς, είχε ανησυχήσει την κοσµική και εκκλησιαστική ηγεσία της αυτοκρατορίας, η οποία έβλεπε στην εικονολατρία την απειλή της ειδωλολατρίας αλλά και τις διαλυτικές για την επιβίωση της αυτοκρατορίας τάσεις αναχωρητισµού από την κοινωνική και οικονοµική ζωή. Η εικονοµαχία, πέρα από το θεολογικό περιεχόµενο της, είχε κοινωνικές και γεωγραφικές αναφορές, εκφράζοντας τη διάσταση δυο κόσµων της αυτοκρατορίας. Στους εικονολάτρες συγκαταλέγονταν τα φτωχά στρώµατα, οι γυναίκες, οι µοναχοί και οι κάτοικοι της Ελλάδας, ενώ οι εικονοµάχοι είχαν γερά ερείσµατα στο αυτοκρατορικό περιβάλλον, στην αριστοκρατία και στις ανατολικές επαρχίες όπου υπήρχαν ακόµα ισχυρές επιρροές του µονοφυσιτισµού, του ιουδαϊσµού και του ισλαµισµού. Στον 9 ο αιώνα µετά την επίτευξη συµβιβασµού στο ζήτηµα των εικόνων η αυτοκρατορία ανακτά πλήρως την κυριαρχία των νότιων Βαλκανίων από του Σλάβους αλλά χάνει την Κρήτη, τη Σικελία και το Μπάρι από τους Άραβες. Οι δύο αιώνες της Μακεδονικής υναστείας (867-1054) που ακολουθούν θεωρούνται περίοδος ευηµερίας, επέκτασης και πολιτιστικής ακµής για το Βυζάντιο. Στο θρόνο ανήλθαν ικανοί 10

αυτοκράτορες οι οποίοι ενίσχυσαν την κεντρική εξουσία σε βάρος των διαφόρων αρχόντων (δυνατών) της επαρχίας, εξυγείαναν τα οικονοµικά του κράτους και αναδιοργάνωσαν τον στρατό. Στα µέσα του 10 ου αιώνα οι Βυζαντινοί ανακαταλαµβάνουν την Κρήτη, την Κύπρο, την Αντιόχεια και τη αµασκό ενώ στις αρχές του 11 ου αιώνα συντρίβουν την αυτοκρατορία των Βούλγαρων στα Βαλκάνια. Στο τέλος αυτής της περιόδου οι σχέσεις της ορθόδοξης µε την παπική εκκλησία επιδεινώνονται και σε συνδυασµό µε την οριστική αποχώρηση των Βυζαντινών από την Ιταλική χερσόνησο έχουµε το πλήρες σχίσµα των δύο εκκλησιών το 1054. Η µάχη του Μάτζικερτ το 1071 µε την ήττα του αυτοκρατορικού στρατού από τις δυνάµεις των Σελτζούκων Τούρκων σηµατοδοτεί την αρχή της περιόδου της συρρίκνωσης και της παρακµής της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στη Βαλκανική χερσόνησο οι επιδροµές των Πετσενέγκων και των Ούγγρων, η ενίσχυση Σέρβων και των Κροατών και η νορµανδική εισβολή, που άρχισε το 1081 από το υρράχιο και εξαπλώθηκε µέχρι τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, δηµιουργούσαν συνθήκες ασφυκτικής πίεσης. Επιπλέον η ναυτική ηγεµονία των Βυζαντινών είχε σχεδόν εκµηδενιστεί και ταυτόχρονα µια νέα ναυτική δύναµη εµφανίστηκε και θα κυριαρχούσε στην Ανατολική Μεσόγειο, η Βενετία. Το 1204 η Κωνσταντινούπολη καταλαµβάνεται και λεηλατείται από του Σταυροφόρους οι οποίοι χωρίζουν την Ελλάδα και τα νησία του Αιγαίου σε φέουδα. Το 1261 οι Βυζαντινοί ανακαταλαµβάνουν την Κωνσταντινούπολη αλλά η αυτοκρατορία είναι πλέον εµφανώς αποδυναµωµένη. Τον επόµενο αιώνα η εµφάνιση των Οθωµανών Τούρκων στη Μικρά Ασία σηµαίνει την αρχή του τέλους της βυζαντινής αυτοκρατορίας το οποίο οριστικοποιείται µε την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωµανούς το 1453. Κοινωνική εξέλιξη Το Βυζάντιο διέθετε κάποια γνωρίσµατα που του επέτρεψαν να κυριαρχήσει στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μικρά Ασία για πάνω από χίλια χρόνια. Αυτά ήταν συνοπτικά τα εξής : Κεντρικό σύστηµα εξουσίας µε επικεφαλής έναν παντοδύναµο αυτοκράτορα περιστοιχισµένο από µορφωµένους αξιωµατούχους, 11

ιοικητική οµοιογένεια µε ευέλικτη και αποτελεσµατική για τα δεδοµένα της εποχής δηµόσια διοίκηση Συσσώρευση διπλωµατικών και γραφειοκρατικών δεξιοτήτων, Μεγάλη στρατιωτική παράδοση, Κατοχή προηγµένης για την εποχή τεχνολογίας, Ισχυρή οικονοµία και µια µεγάλη πολιτισµική ακτινοβολία Σύµφωνα µε την ανάλυση του Anderson (1974: 304): «Η πτώση της ρωµαϊκής αυτοκρατορίας στη ύση είχε βασικά καθοριστεί από τη δυναµική του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής και τις αντιθέσεις του, από τη στιγµή που σταµάτησε η αυτοκρατορική επέκταση.» Στα εδάφη της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλατίας δεν υπήρχε κανένας ώριµος προηγούµενος πολιτισµός για να αντισταθεί ή να τροποποιήσει το νέο λατινικό θεσµό του δουλικού λατιφουντίου. Όταν η τροφοδοσία σε δούλους ανακόπηκε το όλο σύστηµα στη ύση κατέρρευσε. Στην ανατολική Μεσόγειο αντίθετα η ρωµαϊκή κατοχή ήρθε αντιµέτωπη µε ένα παραλιακό και θαλάσσιο περιβάλλον που είχε κιόλας πυκνοκατοικηθεί µε εµπορικές πόλεις από το µεγάλο κύµα του ελληνικού επεκτατισµού στην ελληνιστική εποχή. υό κρίσιµα χαρακτηριστικά του ελληνιστικού µοντέλου ήταν η σχετική πυκνότητα των πόλεων και η σχετική µετριότητα της αγροτικής ιδιοκτησίας. Ο ελληνικός πολιτισµός είχε αναπτύξει την αγροτική δουλεία αλλά δεν την οργάνωσε σε έκταση σε ένα σύστηµα λατιφουντίων. Η δουλεία στην Ανατολή υπήρξε πάντοτε πιο περιορισµένη και σαν συνέπεια η εσωτερική στερεότητα του κοινωνικού σχηµατισµού των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας δεν κλονίστηκε τόσο πολύ από την παρακµή του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής. Οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης στηρίζονταν στη φορολόγηση και ενίοτε στη στρατολόγηση ενός εκτεταµένου στρώµατος ελεύθερων µικροιδιοκτητών, περιόρισαν από την αρχή τη δυνατότητα των µεγάλων γαιοκτηµόνων να υποσκάψουν και να αποστρατιωτικοποίσουν το αυτοκρατορικό κράτος ενώ είχαν στη διάθεσή τους µια σειρά πόλεων των οποίων η εµπορική ευηµερία δεν είχε καµφθεί. Ήταν αυτή η εσωτερική διαµόρφωση που έδωσε στην Ανατολή την πολιτική συνοχή και ευκαµψία για να αντισταθεί στις βαρβαρικές επιδροµές που συνέτριψαν τη ύση (Anderson 1974: 306). Το Βυζάντιο επιβίωσε πέρα από τους Σκοτεινούς Χρόνους της ύσης, µε εδαφικές απώλειες, αλλά µε ουσιαστικά άθικτη όλη την πανοπλία του εποικοδοµήµατος της κλασικής αρχαιότητας. εν είχαµε καµιά δραστική ανακοπή της ζωής στις πόλεις όπως στη 12

ύση, οι µανιφακτούρες ειδών πολυτελείας διατηρήθηκαν, η ναυσιπλοϊα βελτιώθηκε ελαφρώς, η συγκεντρωτική διοίκηση και η οµοιόµορφη φορολογία από το αυτοκρατορικό κράτος επίβιωσαν ένας όπως γράφει ο Anderson «απόµακρος πόλος ενότητας ορατός από µακριά στο σκοτάδι της ύσης». Όµως για αυτή την επιβίωση πληρώθηκε µακροπρόθεσµα ένα ακρωτηριαστικό τίµηµα. Η βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν αρκετά απαλλαγµένη από το φορτίο της ρωµαϊκής αρχαιότητας ώστε να επιβιώσει σε µια νέα εποχή αλλά όχι τόσο ώστε να αναπτυχθεί δυναµικά µέσα σε αυτή. Όπως υποστηρίζει ο Anderson (1974: 309) «...παρέµενε ακινητοποιηµένη ανάµεσα στο δουλοκητικό και το φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής, ανίκανη είτε να επιστρέψει πίσω στον ένα ή να προχωρήσει στον άλλο...». Ο δρόµος πίσω σε µια γενικευµένη δουλοκτητική οικονοµία ήταν κλειστός αφού µόνο ένα τεράστιο ιµπεριαλιστικό πρόγραµµα επέκτασης θα µπορούσε να δηµιουργήσει την εργατική δύναµη των αιχµαλώτων πολέµου, που ήταν απαραίτητη για την αναβίωσή του. Όπως όµως είδαµε παραπάνω το Βυζάντιο παρά τις συνεχείς προσπάθειες να ξανακατακτήσει τα χαµένα εδάφη του σε Ευρώπη και Ασία πέτυχε µόνο πρόσκαιρες επιτυχίες. Από την άλλη η πρόοδος προς έναν αναπτυγµένο φεουδαρχισµό προσέκρουε σε ανυπέρβλητα εµπόδια. Ο γραφειοκρατικός µηχανισµός της αυτοκρατορίας παρέµενε ουσιαστικά άθικτος για πεντακόσια χρόνια µετά τον Ιουστινιανό. Η κεντρική κρατική µηχανή στην Κωνσταντινούπολη ποτέ δεν έχασε τη συνολική διοικητική, φορολογική και στρατιωτική κυριαρχία πάνω στο αυτοκρατορικό έδαφος που θα ήταν προϋπόθεση για να αναπτυχθεί η φεουδαρχία. Ακόµα στις µεγάλες κρατικές µανιφακτούρες διατηρούνταν άθικτη η δουλεία κάτι που απέτρεπε την εφαρµογή καινοτοµιών και οδηγούσε σε τεχνολογική στασιµότητα. Η βυζαντινή αυτοκρατορία στους αιώνες των Σκοτεινών Χρόνων ήταν πολύ δυνατή για να καταληφθεί από τις επιδροµές των διαφόρων βαρβαρικών φύλων όχι όµως τόσο για να συντρίψει και αφοµοιώσει αυτούς τους λαούς. Κάθε επέκταση της αυτοκρατορίας συνοδεύονταν σύντοµα από µεγαλύτερη οπισθοχώρηση. Μετά τον 11 ο αιώνα το Βυζάντιο µπαίνει το ίδιο σε µια κατάσταση ανεπίστρεπτης παρακµής όπου οι πιο προηγµένοι πλέον λαοί της ύσης σταδιακά το ξεπερνούν πολιτιστικά ενώ οι πιο ισχυροί στρατιωτικά λαοί της Ανατολής το καταλαµβάνουν και ακόµα περισσότερο το αφοµοιώνουν στη δικιά τους ιστορική εξέλιξη χωρίς µεγάλη αντίσταση. 13