Τὸ Μυστήριον τῆς Ἁρπαγῆς Η θεωτικὴ ἐμπειρία τῆς «ἁρπαγῆς» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἕως τρίτου οὐρανοῦ», δηλαδὴ «εἰς τὸν Παράδεισον» (Βʹ Κορινθ. ιβʹ 2-4) Περιεχόμενα Προσευχή. Προοίμιον. Α. Η «ἀποκάλυψις» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Β. Τὰ εἴδη τῶν «οὐρανῶν». Γ. Η «πολυχώρητος» Οἰκία τοῦ Πατρός. Δ. Η «ἀσύγκριτος» δόξα τῆς Θεομήτορος. Ε. Η κατάληψις τῶν «θειοτέρων». Προσευχὴ «Τ ριὰς ὑπερούσιε, καὶ ὑπέρθεε, καὶ ὑπεράγαθε, τῆς Χριστιανῶν ἔφορε θεοσοφίας, ἴθυνον ἡμᾶς ἐπὶ τὴν τῶν μυστικῶν λογίων ὑπεράγνωστον, καὶ ὑπερφαῆ καὶ ἀκροτάτην κορυφήν, ἔνθα τὰ ἁπλᾶ, καὶ ἀπόλυτα, καὶ ἄτρεπτα τῆς θεολογίας μυστήρια, κατὰ τὸν ὑπέρφωτον ἐκκαλύπτεται τῆς κρυφιομύστου σιγῆς γνόφον, ἐν τῷ σκοτεινοτάτῳ τὸ ὑπερφανέστατον ὑπερλάμποντα, καὶ ἐν τῷ πάμπαν ἀναφεῖ καὶ ἀοράτῳ τῶν ὑπερκάλων ἀγλαϊῶν ὑπερπληροῦντα τοὺς ἀνομμάτους νόας»... (Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, PG τ. 3, σελ. 997 ΑΒ, Περὶ Μυστικῆς Θεολογίας, Κεφαλ. Αʹ)
Ε ἰς μνημόσυνον αἰώνιον τοῦ δικαίου Θεοχάρους, τοῦ κοιμηθέντος ἐν τῷ φωτὶ τῆς Αναστάσεως, κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Διακαινησίμου τοῦ σωτηρίου ἔτους 2001. Προοίμιον ΕΝ ἐπιγνώσει τῆς ἀναξιότητός μας, ἀρχίσαμε τὸν Ιανουάριο τοῦ 2000 νὰ ἀσχολούμεθα μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς ἐννοίας τοῦ «τρίτου οὐρανοῦ», στὸν ὁποῖο «ἡρπάγη» ὁ Αγιος Ἀπόστολος Παῦλος. Δὲν ὑποψιαζόμεθα τότε, ὅτι ἡ εὐλαβὴς ἐρώτησις ἑνὸς ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ θὰ μᾶς ὡδηγοῦσε σὲ μία περιοχὴ τῆς Ορθοδόξου Πνευματικότητος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ πράγματι τὰ «Αγια τῶν Ἁγίων» της, δηλαδὴ τὸ κέντρο τῆς θεωτικῆς ἐμπειρίας, τὴν ὑπέρβασι τῆς κτιστότητος τοῦ ἀνθρώπου, τὴν μετοχὴ στὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, τὴν θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Μετὰ τὰ πρῶτα βήματα τῆς μελέτης αὐτῆς, ἡ αἴσθησις τοῦ βάρους τῆς ἀναξιότητός μας ἄρχισε κυριολεκτικὰ νὰ μᾶς συνθλίβη, ἡ δὲ σκέψις νὰ σταματήσουμε τὴν προσπάθεια ἄρχισε νὰ κερδίζη ἔδαφος. Ενα ὅμως ἔκτακτο γεγονός, ἡ συναρπαστικότης τοῦ θέματος, ἡ εὐλαβὴς «ἀναίδεια», ἡ προσωπικὴ ὠφέλεια, ἡ ἀσθενὴς προσευχὴ καὶ ἡ ἐλπίδα στὴν εὐχὴ τοῦ Σεβ. Γέροντος καὶ πνευματικοῦ μας Πατρὸς ἔδωσαν τὴν ὁριστικὴ ὤθησι γιὰ νὰ προχωρήση καὶ ὁλοκληρωθῆ ἡ ἑρμηνευτικὴ αὐτὴ προσπάθεια. Βαδίζοντες ἀπὸ ἐκπλήξεως εἰς ἔκπληξιν, ἐργασθήκαμε αὐτομεμφόμενοι, ἐφ ὅσον οἱ «ἐξηγήσεις» τοῦ εἴδους αὐτοῦ πρέπει νὰ ἐπιχειροῦνται ἀπὸ τὸν Θεολόγο τῆς Παραδόσεως, δηλαδὴ τὸν θεούμενο καὶ ἐνεργούμενο ἀπὸ τὸ Αγιο Πνεῦμα, «ἵνα ὁ θεολόγος τὰ τοῦ θεολόγου θεολογικῶς θεολογῇ»*, κατὰ τὸν μέγα Ἁγιορείτη Θεολόγο Οσιο Νικόδημο. 6η Ιουλίου 2002 ἐκ.ἡμ. + Οσίου Σισώη Μεγάλου (*) Ερμηνεία στὸ Βʹ Κορινθ. ιβʹ 3.
Τὸ Μυστήριον τῆς Ἁρπαγῆς Η θεωτικὴ ἐμπειρία τῆς «ἁρπαγῆς» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἕως τρίτου οὐρανοῦ», δηλαδὴ «εἰς τὸν Παράδεισον» (Βʹ Κορινθ. ιβʹ 2-4) Αʹ. Η «ἀποκάλυψις» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου 1. Ο Αγιος Ἀπόστολος Παῦλος, στὸ τρίτο καὶ τελευταῖο μέρος τῆς Βʹ πρὸς Κορινθίους Επιστολῆς του, ὑπερασπίζει σθεναρῶς τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα κατὰ τῶν ψευδοδιδασκάλων ἀντιπάλων του 1. 2. Στὴν προσπάθειά του αὐτή, ἀναγκάζεται νὰ ἐγκωμιάση τὸν ἑαυτό του, συγκρίνων ἑαυτὸν πρὸς τοὺς ψευδοδιδασκάλους 2, ἐνῶ ταυτοχρόνως ὁμολογεῖ μὲ ταπεινοφροσύνη, ὅτι «ὅ λαλῶ, οὐ λαλῶ κατὰ Κύριον, ἀλλ ὡς ἐν ἀφροσύνῃ» 3. 3. Ἀφοῦ ἀναφερθῆ στὴν ἀνιδιοτέλειά του κατὰ τὴν ἄσκησι τῆς διακονίας του 4 καὶ ἀπαριθμήση τὰ ἀποστολικά του ἔργα καὶ παθήματα 5, κλείνει μὲ τὴν ἀναφορὰ στὶς εἰδικὲς χάριτες, τὶς ὁποῖες ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεό, δηλαδὴ τὰς «ὁπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου» 6.
4. Αν καὶ εἶχε ἀξιωθῆ ἑνὸς ὑπερβολικοῦ πλήθους καὶ μεγαλείου «ἀποκαλύψεων» 7, δὲν ἀναφέρεται σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς «ἀποκαλύψεις», ἀλλὰ μόνο σὲ μία οὔτε λέγει εὐθέως, ὅτι αὐτὸς ἦταν ποὺ ἔλαβε αὐτήν, ἀλλὰ ὁμιλεῖ ταπεινοφρόνως περὶ δῆθεν τρίτου προσώπου: «οἶδα (γνωρίζω) ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ» 8, «οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον» 9, «ὑπὲρ τούτου καυχήσομαι» 10. 5. Εἶναι ἐπίσης ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι ἡ «ἀποκάλυψις» αὐτὴ εἶχε γίνει «πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων» 11 καὶ ὅμως, ὁ Αγιος Ἀπόστολος διατηροῦσε αὐτὴν μυστικὴ καὶ δὲν τὴν ἐγνώριζε κανεὶς ἄλλος, τώρα δὲ ἐξ ἀνάγκης τὴν δημοσιεύει, προκειμένου νὰ ὑπερασπισθῆ τὸ Θεόσδοτο ἀποστολικό του ἀξίωμα καὶ νὰ στηρίξη τοὺς πιστοὺς ἔναντι τῶν ψευδοδιδασκάλων. 6. Ο Αγιος Ἀπόστολος περιγράφει τὸν «τοιοῦτον ἄνθρωπον» ὡς «ἁρπαγέντα ἕως τρίτου οὐρανοῦ» 11, δηλαδὴ ὅτι «ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον» 12, δηλώνει δὲ ὅτι αὐτὸς δὲν γνωρίζει, μόνον ὁ Θεὸς γνωρίζει, ἂν ὁ «ἁρπαγεὶς» εὑρίσκετο στὸ σῶμα του ἐκείνη τὴν ὥρα ἢ ἦταν σὲ ἔκστασι ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του: «εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν» 13. 7. Η ἐπιμονὴ τοῦ θεοφόρου Παύλου στὸ ζήτημα αὐτό, πρῶτον ἀποδεικνύει ὅτι αὐτὸς καὶ μόνον ἦταν ὁ δεχθεὶς τὴν «ἀποκάλυψιν» καὶ δεύτερον τονίζει, ὅτι ἐνῶ ἡ «ἁρπαγὴ» πράγματι ἔγινε, ὁ τρόπος ὅμως αὐτῆς ἦταν ἄγνωστος εἰς αὐτόν, ὅπως ἐπίσης ἦταν ἄγνωστος καὶ ἡ σχέσις ψυχῆς καὶ σώματος κατὰ τὴν διάρκειάν της. 8. Οἱ Αγιοι μᾶς διαβεβαιώνουν, ὅτι ἡ ὁμολογία αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, γιὰ τὴν ἄγνοια τοῦ τρόπου τῆς «ἁρπαγῆς», ὡς καὶ τῆς σχέσεως ψυχῆς καὶ σώματος κατ αὐτήν, δὲν ὀφείλεται μόνο στὴν ταπεινοφροσύνη, «ἀλλὰ καὶ τῇ ἀληθείᾳ δὲν ἤξευρε, καὶ ἂν καθ ὑπόθεσιν ἤθελε θελήσῃ νὰ εἰπῇ, δὲν ἤξευρε τὶ νὰ εἰπῇ» διότι μετὰ τὴν «ἀπόρρητον ἔλλαμψιν» καὶ «ἄρρητον αἴγλην» τῆς «ἁρπαγῆς», ὁ ἀξιωθεὶς τοῦ μυστηρίου τούτου, ἐπιστρέφων στὸν ἑαυτό του, «τότε γνωρίζει, ὅτι ἐν τῷ τότε καιρῷ, ἔξω ἦν ἑαυτοῦ, καὶ πὼς ἔπασχε ξένον τι, καὶ τῆς ἑαυτοῦ φύσεως ἀνώτερον, καὶ ὅτι τῇ ἀληθείᾳ οὐκ οἶδεν, εἴτε ἐν σώματι ἦτον, εἴτε χωρὶς τοῦ σώματος» 14. (Συνεχίζεται)
1. Βʹ Κορινθ. ιʹ 1 - ιβʹ 18. 2. Βʹ Κορινθ. ιαʹ 1 - ιβʹ 18. 3. Βʹ Κορινθ. ιαʹ 17. 4. Βʹ Κορινθ. ιαʹ 7-15. 5. Βʹ Κορινθ. ιαʹ 16-33. 6. Βʹ Κορινθ. ιβʹ 1. 7. Πρβλ. Βʹ Κορινθ. ιβʹ 7. 8. Βʹ Κορινθ. ιβʹ 2. 9. Βʹ Κορινθ. ιβʹ 3. 10. Βʹ Κορινθ. ιβʹ 5. 11. Βʹ Κορινθ. ιβʹ 2. 12. Βʹ Κορινθ. ιβʹ 4. 13. Βʹ Κορινθ. ιβʹ 2 καὶ 3. 14. Οσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Σχόλια στὸ Βʹ Κορινθ. ιβʹ 2, μὲ ἀναφορὰ στὸν Αγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ.