ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΟΡΑΣΗΣ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Ουρανία Χιουρέα, Σχολική Σύμβουλος Π.Ε., Υπ. Δρ. Παν/μίου Γενεύης Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ BRAILLE Η εκπαίδευση βρίσκεται σε εποχή αλλαγών και προσαρμογών σε νέες αντιλήψεις, ενώ γενικότερα επικρατεί περισσότερη κοινωνική κατανόηση και αποδοχή των εκπαιδευτικών αναγκών των παιδιών με ειδικές ανάγκες. Το σημερινό θεσμικό πλαίσιο για την ειδική αγωγή, παρέχει τη δυνατότητα να υπάρχει πρόγραμμα ένταξης τυφλών μαθητών στα «κανονικά» σχολεία. Στόχοι της ένταξης είναι η αποϊδρυματοποίηση και η δημιουργία καλύτερων δυνατοτήτων ευκαιριών και συνθηκών για την εκπαίδευση των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, καλύτερων από του Ειδικού Σχολείου. Ειδικότερα ως προς την εκπαίδευση των τυφλών παιδιών, οι σκοποί της εκπαίδευσής τους ταυτίζονται με τους σκοπούς των βλεπόντων. Μόνο τα διδακτικά μέσα και οι μέθοδοι διδασκαλίας αλλάζουν. Ο μαθητής που δε βλέπει, μπορεί κάλλιστα, χρησιμοποιώντας τις υπόλοιπες αισθήσεις του και με την κατάλληλη βοήθεια, να αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις και να αναπτύξει τις ικανότητες και την προσωπικότητά του, όπως και οι βλέποντες συμμαθητές του. Από τις αρχές του 1980, κατά τα πρώτα κιόλας χρόνια λειτουργίας του Ειδικού Δημοτικού Σχολείου Τυφλών Καλλιθέας είχαν αρχίσει οι συζητήσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών, των γονέων και άλλων φορέων, σχετικά με τη «ένταξη» στο κοινό σχολείο, των παιδιών με πρόβλημα όρασης. Έτσι ήδη τον Απρίλιο 1987 έγινε η πρώτη «απόπειρα» με μαθητές της Γ τάξης. Στη συνέχεια το σχολ. έτος 1989-90 στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Προγράμματος «Ήλιος» εφαρμόστηκε πιλοτικό πρόγραμμα ένταξης με μαθητές της ΣΤ τάξης (Χιουρέα, 1998). Τα αποτελέσματα αυτής της εφαρμογής ήταν θετικά και πολύ ενθαρρυντικά και έτσι το πρόγραμμα συνεχίστηκε με όλο και περισσότερους μαθητές. Σήμερα πλέον πολλοί τυφλοί μαθητές (ίσως οι περισσότεροι) φοιτούν σε κοινά σχολεία. Οι μη βλέποντες μαθητές του δημοτικού παρακολουθούν κανονικά τα μαθήματα της τάξης τους στο σχολείο «βλεπόντων», δεχόμενοι τη βοήθεια του «Ειδικού δασκάλου» είτε διακριτικά μέσα στην τάξη (συνήθως στο μάθημα της Γλώσσας, ή όπου αλλού δυσκολεύονται) είτε ιδιαιτέρως σε μια ξεχωριστή αίθουσα (συνήθως σε παράδοση νέου μαθήματος στα Μαθηματικά). Ο δάσκαλος της τάξης συνεργάζεται με το δάσκαλο ένταξης, έτσι ώστε να μπορεί έγκαιρα να προσαρμόζει την ύλη, να ετοιμάζει στη γραφή braille ό,τι έντυπο χρειάζεται και να βοηθάει κατάλληλα το μαθητή που δε βλέπει. Τα τυφλά παιδιά έχουν όμως την ανάγκη και κάποιων εξειδικευμένων μαθημάτων, όπως: Κινητικότητα-προσανατολισμός Εργοθεραπεία Χρήση ειδικού υπολογιστή Για τη «στήριξη» των τυφλών παιδιών στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας υπάρχουν ειδικά διδακτικά/εποπτικά μέσα, όπως βιβλία γραμμένα στην ανάγλυφη γραφή braille, ειδικές γραφομηχανές braille, ηλεκτρονικοί υπολογιστές με κατάλληλα προσαρμοσμένα προγράμματα, γεωμετρικά όργανα με ανάγλυφες ISSN: 1790-8574 248
ενδείξεις, ανάγλυφοι χάρτες, ταριχευμένα ζώα ή πουλιά, διάφορα ανάγλυφα εποπτικά υλικά είτε του εμπορίου είτε κατασκευές δασκάλων κλπ. Οι Έλληνες τυφλοί μαθητές, διαβάζουν και γράφουν με το «σύστημα braille» (μπράιγ ή μπρέιλ) όπως και όλοι οι τυφλοί στον κόσμο. 1. Τι είναι το σύστημα BRAILLE Το braille είναι ένα απτικό σύστημα ανάγνωσης και γραφής. Αποτελείται από ανάγλυφες κουκκίδες που αντικαθιστούν τα γράμματα του αλφαβήτου και φέρει το όνομα του Louis Braille που το επινόησε. Η βάση του είναι το «εξάστιγμο»: έξι ανάγλυφες κουκκίδες, τοποθετημένες ανά τρεις σε δυο στήλες, όπως το έξι στο ζάρι. Για να προσδιορίζονται οι κουκκίδες είναι αριθμημένες από πάνω προς τα κάτω 1-2-3 αριστερά και 4-5-6 δεξιά. 1 4 2 5 3 6 Με αυτές τις έξι κουκκίδες μπορούν να σχηματιστούν 63 συνδυασμοί. Το braille διαβάζεται από αριστερά προς τα δεξιά και από επάνω προς τα κάτω, όπως και η κοινή γραφή βλεπόντων. Για να μάθει κανείς να διαβάζει με τα χέρια, χρειάζεται μεγάλη εξάσκηση, για να αποκτήσει τη σωστή κίνηση των χεριών και των δακτύλων και κυρίως για να αναπτύξει την αφή (Χιουρέα, 1998). 2. Η ανάγνωση με το σύστημα Braille Βασικός στόχος στην Προσχολική Αγωγή και στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση είναι να αναπτύξουν οι μαθητές προσωπικές δεξιότητες που θεωρούνται θεμελιώδεις για να ζήσουν στην κοινωνία. Μεταξύ των δεξιοτήτων που θεωρούνται βασικές, σημαντική θέση κατέχει η κατάκτηση του προφορικού και του γραπτού λόγου (Curto, L.M., Morillo, M.M., Teixido, M.M. 1993). Για μεν τον προφορικό λόγο, οι στρατηγικές και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούμε για τους βλέποντες μαθητές μπορούν σε γενικές γραμμές να εφαρμόζονται και στους μη βλέποντες μαθητές. Όσον αφορά όμως το γραπτό λόγο, εκεί έχουμε τη βασική διαφορά, λόγω του διαφορετικού κώδικα γραμμάτων που χρησιμοποιούν οι απτικοί αναγνώστες και βέβαια του διαφορετικού τρόπου εκμάθησής του. Παρακάτω θα μιλήσουμε για τη διαδικασία του μηχανισμού της ανάγνωσης braille. Η αναγνωστική ικανότητα έχει προ πολλού αναγνωριστεί ως κριτικός παράγων στη διαδικασία μάθησης των παιδιών. Το να μάθει κανείς να διαβάζει είναι περίπλοκο θέμα, ανεξάρτητα από το περιβάλλον στο οποίο αποκτιέται αυτή η εμπειρία (Bουγιούκας, 1987 Bradley, 1988). Σχετικά με την «οπτική» ανάγνωση, διατείθεται πλούσια βιβλιογραφία, σε διάφορες γλώσσες. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και για την «απτική» ανάγνωση. Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα, που δεν έχουν γίνει ακόμα μεγάλα βήματα στην έρευνα γενικά στον τομέα της τυφλότητας, η βιβλιογραφία είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Εν τούτοις υπάρχουν αρκετές μελέτες στην αγγλική γλώσσα, συχνά παλιές αλλά ενδιαφέρουσες, καθώς και άλλες πιο σύγχρονες. Επίσης πρόσφατα έχουν γίνει κάποιες έρευνες στη γαλλική γλώσσα, εκ των οποίων μερικές αναφέρονται στην εκμάθηση της πρώτης ανάγνωσης στο σύστημα braille (Lewi-Dumont, 1997). Εξετάζοντας τη διεθνή βιβλιογραφία, παρατηρούμε ότι η ανάγνωση με το σύστημα Braille κίνησε το ενδιαφέρον των ερευνητών εδώ και 100 χρόνια περίπου. Αρχίζοντας με τις πρώτες μελέτες της Uniform Type Committee (1908, 1910, 1912, 1913, 1915) όπου είχε γίνει μια έρευνα σε βάθος για το ποια είναι η καλύτερη δομή του «κελιού braille», ως προς το μέγεθος, τον αριθμό κουκκίδων, τη θέση των ISSN: 1790-8574 249
κουκκίδων και τη χρήση αντιθέσεων. Απόρροια αυτής της μελέτης είναι το ότι σήμερα χρησιμοποιούνται 63 χαρακτήρες braille. Μερικές δημοσιεύσεις αναφέρονται στα ψυχοφυσικά φαινόμενα της ανάγνωσης braille, ενώ αρκετοί ερευνητές εξέτασαν το πώς μαθαίνει κανείς να διαβάζει και να γράφει στο braille (Ethington,1956 Lewi-Dumont, 1997 Lowenfeld & Abel, 1967, 1969 Newman & al., 1982 Newman, Hall, Foster, & Gupta, 1984). Ενδιαφέρουσες είναι και οι έρευνες που αφορούν την ταχύτητα ανάγνωσης (de Leeuw, & de Leeuw, 1965 Olson, 1976 Olson, Harlow & Williams, 1975) και τις παραμέτρους που μπορεί να την επηρεάσουν, όπως οι κινήσεις των χεριών κατά την ανάγνωση του braille και η απτική ικανότητα (Mangold, 1978 Olson et al.,1975,1977 Wormsley, 1981). Λόγω δε της ανησυχίας που αφορά τη σχετική βραδύτητα στην ανάγνωση braille, πολλές έρευνες αφιερώθηκαν στα αναγνωστικά λάθη (Ashcroft, 1960,1961 Flanigan & Joslin, 1969 Johnson, 1986 Jones & Wolffe, 1996 Lorimer, 1972 Nolan & Kederis, 1969 Russier, 1996). Όσον αφορά τον τρόπο ανάγνωσης του braille, έχει παρατηρηθεί ότι οι τυφλοί σε γενικές γραμμές διαβάζουν με τους δυο δείκτες, αλλά καμιά φορά χρησιμοποιούν και άλλα δάχτυλα, κυρίως το μέσο (Foulke, 1982 Villey, 1931). Μια μελέτη δε του Foulke έδειξε ότι τα άτομα που συμμετείχαν στην έρευνά του διάβαζαν πιο γρήγορα χρησιμοποιώντας το δείκτη. Από τις αρχές του 20 ου αιώνα έχουν γίνει έρευνες για το πώς κατανέμεται μεταξύ των δυο χεριών η δραστηριότητα της ανάγνωσης braille. Ο Heller ήδη το 1904 βεβαιώνει την υπεροχή της ανάγνωσης με τα δυο χέρια, δίνοντας μια διαφορετική λειτουργία στο κάθε χέρι: το δεξί πρώτο συναντάει τους χαρακτήρες/γράμματα και μετακινείται γρήγορα επάνω στις γραμμές, παρέχοντας μια μερική πληροφόρηση, ενώ το αριστερό ακολουθεί για να επιβεβαιώσει αυτή την πληροφόρηση. Αργότερα ο Eatman (1942) αναφέρει ότι οι περισσότεροι «απτικοί» αναγνώστες διαβάζουν με το δείκτη, αλλά αυτοί που διαβάζουν με τους δυο δείκτες διαβάζουν πιο γρήγορα. Αποδεδειγμένα η ανάγνωση με τα δυο χέρια υπερέχει σε ταχύτητα με σημαντική μάλιστα διαφορά, από την ανάγνωση με το ένα χέρι (Χιουρέα, 1998). Παρόμοιες έρευνες γίνονται και στο εργαστήριο Πειραματικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Βρυξελλών. Ο Portalier (1996) μελέτησε επίσης την «παράλληλη» διεργασία. Σύμφωνα με τις έρευνές του, το αριστερό χέρι επεξεργάζεται τις λέξεις εννοιολογικά, αφού ο δεξιός δείκτης έχει ολοκληρώσει την εξερεύνηση. Στην πράξη όλοι οι αναγνώστες του braille εφαρμόζουν μια ανάμεικτη διαδικασία για να κερδίσουν χρόνο. Τα δυο χέρια διαβάζουν το κεντρικό κομμάτι της σειράς, μετά χωρίζουν, αφήνοντας το δεξί να τελειώσει τη σειρά, ενώ το αριστερό πηγαίνει στην επόμενη σειρά (Lewi-Dumont, 1997 Χιουρέα, 1998). 3. Η διαδικασία της ανάγνωσης Όλα τα παιδιά, βλέποντα ή μη, μαθαίνουν «αυθόρμητα» να μιλούν, μέσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον και αν δεν υπάρχουν προβλήματα ακοής ή άλλα, δεν έχουν ανάγκη από καμιά ειδική μέθοδο διδασκαλίας για να αποκτήσουν αυτή την ικανότητα. Συγχρόνως τα βλέποντα παιδιά έρχονται σε επαφή με πολλά στοιχεία ανάγνωσης και γραφής. Όμως ούτε η ανάγνωση ούτε η γραφή μπορεί να κατακτηθεί αυθόρμητα. Το παιδί για να μπορέσει να αποκωδικοποιήσει και να μεταγράψει πρέπει πρώτα να διδαχθεί τις διαδικασίες ανάγνωσης και γραφής. Είναι βασικός ρόλος του σχολείου να καταστήσει τους μαθητές ικανούς να διαβάζουν και να γράφουν. Οι μαθητές όταν πρωτοέρχονται στο σχολείο, δεν έχουν όλοι τις ίδιες αντιλήψεις σχετικά με το γραπτό λόγο. Αυτές δημιουργούνται από τη σκέψη με ISSN: 1790-8574 250
βάση την εμπειρία τους (Curto, L.M., Morillo, M.M., Teixido, M.M. 1993). Σε πολλές οικογένειες δε διαβάζουν εφημερίδες, ούτε βιβλία ή περιοδικά. Επίσης μπορεί να μη γράφουν καθόλου και να μη διαβάζουν παραμύθια στα παιδιά. Πάντως η γραπτή κουλτούρα χρειάζεται περισσότερες πληροφορίες από εκείνες που παρέχονται στις περισσότερες οικογένειες και αυτές οφείλει να τις δώσει το σχολείο. Κατά το Smith (1986), η διαδικασία της ανάγνωσης για τους βλέποντες περιλαμβάνει: αντίληψη, μνήμη, αναγνώριση γραμμάτων, αναγνώριση λέξεων και κατανόηση. Παρότι ο τελικός σκοπός της πρόσβασης στην πληροφορία είναι ο ίδιος για αναγνώστες βλέποντες και μη, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν η διαδικασία της ανάγνωσης είναι ίδια. Δηλαδή αν η λίστα των συνιστωσών του Smith περιγράφει επακριβώς τη διαδικασία του διαβάσματος των αναγνωστών με πρόβλημα όρασης, ή μήπως οι συνιστώσες θα έπρεπε να είναι διαφορετικές (Knowlton, & Wetzel, 1996). 3.1.Αντιληπτικές διεργασίες Οι αναγνώστες του braille και οι βλέποντες αναγνώστες είναι καταρχήν χρήστες της γλώσσας, που χρησιμοποιούν παρόμοιες διαδικασίες για να βγάλουν το νόημα ενός κειμένου (Danielson et Lamb, 1983). Ο αναγνώστης που διαβάζει με την αφή, κινείται με το δάχτυλό του επάνω στη γραμμή με τις ανάγλυφες κουκκίδες, από αριστερά προς τα δεξιά, όπως ο βλέπων κινείται οπτικά (με τα μάτια) επάνω στο έντυπο και οι γραμμές braille διαβάζονται από το επάνω μέρος της σελίδας προς τα κάτω, όπως γίνεται και με το έντυπο κείμενο (Challman, 1996 Gale & Cronin, 1990). O βλέπων αναγνώστης αντιλαμβάνεται μια λέξη ή ένα σύνολο λέξεων συγχρόνως και στη συνέχεια προχωράει σταδιακά στο κείμενό του, με ταχύτητα που εξαρτάται από την εμπειρία, την προσαρμογή των ματιών, τη συγκέντρωση κλπ. Ο αναγνώστης του braille ξετυλίγει το κείμενό του προχωρώντας από τον ένα χαρακτήρα/γράμμα στον επόμενο μέσα σε μια λέξη, συγκρατώντας τους χαρακτήρες στη μνήμη για να κάνει τις λέξεις και τις φράσεις (Lamb, 1996). Οι αντιληπτικές διεργασίες για τους βλέποντες είναι γνωστές (Smith, 1986). Όσον αφορά την ανάγνωση braille, έγιναν έρευνες για το πώς γίνονται αντιληπτοί οι χαρακτήρες και οι λέξεις braille (Barraga, 1983 Kederis, 1963 Lewi-Dumont, 1997). Παρατηρώντας τις αντιληπτικές διεργασίες που εμπλέκονται στο μηχανισμό της ανάγνωσης, μπορούμε να επισημάνουμε αρκετές διαφορές μεταξύ βλεπόντων και μη βλεπόντων αναγνωστών: Παρά τις ομοιότητες ανάμεσα στην οπτική και απτική μάθηση και στον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά βλέποντα ή μη βλέποντα εκπαιδεύονται, τα τυφλά παιδιά δεν μπορούν να μάθουν μιμούμενα ό,τι βλέπουν. Έχουν περιορισμένες εμπειρίες, λιγότερες ευκαιρίες από τα βλέποντα να αποκτήσουν περιστασιακές γνώσεις, καθώς επίσης και περιορισμένη πρόσβαση σε κατάλληλο (ανάγλυφο) αναγνωστικό υλικό (Danielson & Lamb, 1983 Lederman, 1982). 3.2 Διεργασίες της μνήμης Εξετάζοντας το ρόλο που διαδραματίζει η μνήμη στη διαδικασία της ανάγνωσης braille, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη: α) οι αισθητηριακές καταγραφές β) η κοντινή μνήμη γ) ότι οι αναγνώστες braille χρειάζονται επιπλέον να αναπτύξουν την απτική μνήμη (Millar, 1974) και επίσης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι παρακάτω παράγοντες (Knowlton & Wetzel, 1996): α. Ο αναγνώστης μπορεί να αφοσιωθεί τόσο πολύ στην απτική διαδικασία, ώστε να μη δίνει καμιά προσοχή στην περαιτέρω επεξεργασία της πληροφορίας. β. Η αντιληπτική διεργασία μπορεί να είναι τόσο αργή, ώστε η συγκράτηση της πληροφορίας στη μνήμη να παρεμποδίζεται ή να διαταράσσεται. ISSN: 1790-8574 251
γ. Το αντιληπτικό «παράθυρο» για το braille είναι μικρό, ειδικά για όσους διαβάζουν με το ένα χέρι. δ. Για να μπορέσει να διατηρηθεί η πληροφορία στην κοντινή μνήμη και μετά να μεταφερθεί στη μακρινή μνήμη, είναι απαραίτητη η συγκράτηση της προσοχής με τη μορφή της επανάληψης ή διαφορετικών τρόπων διεργασίας. 3.3. Αναγνώριση του γράμματος Παρότι η έρευνα για το braille περιλαμβάνει πολλές μελέτες σχετικά με την αναγνώριση των χαρακτήρων/συμβόλων, αυτές οι μελέτες αφορούν κυρίως την ακρίβεια στην αναγνώριση και τα λάθη και όχι τον τρόπο εσωτερικής επεξεργασίας της πληροφορίας. Αυτό ίσως να οφείλεται σε κάποιες τεχνικές δυσκολίες που παρουσιάζει ο κώδικας braille: Ένας χαρακτήρας braille μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα απλό γράμμα, αλλά και ένα συνδυασμό γραμμάτων (Rex, 1971) (π.χ. αι, ει, οι, ου, της ελληνικής γλώσσας συμβολίζονται με ένα χαρακτήρα braille και όχι με τα δυο αντίστοιχα σύμβολα των γραμμάτων α+ι, ε+ι κλπ ή το st, er και ch της αγγλικής ή το û, à, ù της γαλλικής, που συμβολίζονται με χαρακτήρες διαφορετικούς από τα συνθετικά τους) ή μια ολόκληρη λέξη, ανάλογα με το είδος κειμένου που εμπεριέχεται, όπως συμβαίνει στη γαλλική και αγγλική γλώσσα. Οι χαρακτήρες/σύμβολα (ακόμα και λέξεις σε άλλες γλώσσες) που γράφονται στο σύστημα αυτό, δε διαβάζονται πάντα με ένα και μοναδικό τρόπο: Τα ίδια σύμβολα (συνδυασμοί ανάγλυφων κουκκίδων) χρησιμοποιούνται στα λογοτεχνικά κείμενα, στα μαθηματικά και στη μουσική. Ετσι ένας χαρακτήρας braille μπορεί να έχει διαφορετικές ερμηνείες. Δηλαδή μπορεί να διαβαστεί ως γράμμα, αλλά και ως μαθηματικό σύμβολο ή μουσική νότα. Επομένως πριν την ανάγνωση ενός γραπτού, πρέπει να διευκρινίζεται στον αναγνώστη το είδος κειμένου, ώστε να μπορεί να αποκωδικοποιήσει τα σύμβολα με το σωστό τρόπο. Με την προϋπόθεση ότι ο αναγνώστης του braille επεξεργάζεται κάθε χαρακτήρα διαδοχικά, έχουν γίνει αρκετές μελέτες σχετικά με την αναγνωσιμότητα του κώδικα braille και τους διάφορους παράγοντες που μπορούν να την επηρεάσουν (Henderson, 1967). Μια πρώτη έρευνα πραγματοποιήθηκε από την Uniform Type Comittee (UTC) (1913). Ο στόχος ήταν η ταξινόμηση των χαρακτήρων του αλφαβήτου braille σε σχέση με την αναγνωσιμότητά τους. Έφτιαξαν 20 λίστες με 160 χαρακτήρες ανά λίστα. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο αριθμός των κουκκίδων που περιλαμβάνει ένας χαρακτήρας, επηρεάζει την αναγνώρισή του. Οι λίστες που περιείχαν χαρακτήρες με λίγες κουκκίδες διαβάζονταν πιο γρήγορα (Knowlton & Wetzel, 1996). 3.4. Αναγνώριση της λέξης Σχετικά με την αναγνώριση της λέξης κατά την ανάγνωση με το σύστημα braille έχουν γίνει διάφορες έρευνες. Οι Nolan και Kederis (1969) μετά από μια σειρά εννέα μελετών για τον καθορισμό των αντιληπτικών παραγόντων στους χαρακτήρες/σύμβολα και στην αναγνώριση της λέξης, υπογραμμίζουν την αναγνώριση των χαρακτήρων καθώς και την αναγνώριση της λέξης στα πρώτα στάδια της διδασκαλίας της ανάγνωσης. Το συμπέρασμα είναι ότι ο χαρακτήρας/σύμβολο είναι η αντιληπτική μονάδα στην ανάγνωση του braille, ενώ η αναγνώριση της λέξης είναι αποτέλεσμα της διαδοχικής αφομοίωσης της πληροφορίας που δίνουν οι χαρακτήρες/σύμβολα. Ο ρόλος της φωνολογίας στην αναγνώριση των λέξεων, ιδιαίτερα κατά τη διδασκαλία της ανάγνωσης, συζητήθηκε πολύ από τη δεκαετία του 60. Ο Adams ISSN: 1790-8574 252
(1990) συνθέτοντας τις έρευνες για την ανάγνωση και τους ψυχολογικούς παράγοντες που συνδέονται μαζί της, συμπεραίνει ότι: α) Η φωνολογία ευνοεί τη διδασκαλία της ανάγνωσης στις γλώσσες (όπως η ελληνική) όπου υπάρχει άμεση αντιστοιχία μεταξύ συμβόλων και ήχων. β) Ο «αυθαίρετος» χαρακτήρας της αγγλικής γλώσσας (το κάθε γράμμα δε διαβάζεται πάντα με τον ίδιο τρόπο) καθιστά τη χρησιμότητα της φωνολογίας λιγότερο σίγουρη για τους αρχάριους αναγνώστες. γ) Η φωνολογία πρέπει να διδάσκεται ως μέρος ενός ολοκληρωμένου προγράμματος ανάγνωσης που συνδυάζει: τη γραπτή λέξη και τη φωνητική προσέγγιση της ανάγνωσης. Η θέση του Adams είναι παρόμοια με του Smith (1988) που δήλωσε ότι η φωνολογία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως παρεμβατικό εργαλείο στην ανάγνωση. 3.5. Κατανόηση κειμένου Η κατανόηση της ανάγνωσης τράβηξε πολύ λιγότερο το ενδιαφέρον των ερευνητών συγκριτικά με άλλα θέματα, παρά το γεγονός ότι σκοπός της ανάγνωσης είναι η κατανόηση του κειμένου, δηλαδή να καταλάβουμε τη σημασία των λέξεων. Το πρόβλημα είναι παρόμοιο για το βλέποντα και μη βλέποντα αναγνώστη (Wurzbach, 1988): Μετά την αποκωδικοποίηση των συμβόλων ή των ήχων, ο αναγνώστης πρέπει να τους προσδώσει ένα νόημα, διότι τα σύμβολα ή οι ήχοι από μόνα τους δεν έχουν νόημα. Αυτή όμως η δραστηριότητα, πόσο πιο δύσκολη μπορεί να είναι για ένα παιδί με πρόβλημα όρασης; Το ερώτημα τίθεται κυρίως όταν η έλλειψη κάποιας πληροφορίας ή εμπειρίας παίζει σημαντικό ρόλο στην κατανόηση του κειμένου (Caton, Pester & Bradley, 1987 Curren, 1988 Eldridge, 1979 Knowlton & Wetzel 1996). Συμπερασματικά καταλήγουμε ότι, επειδή η ανάγνωση είναι κυρίως προσπάθεια συλλογισμού, οι δραστηριότητες για το ξεκίνημα της ανάγνωσης με το σύστημα braille πρέπει να εστιάζονται στη γλώσσα, να βασίζονται στις εμπειρίες του αναγνώστη και να συνδέονται με κείμενα τα οποία να έχουν κάποιο νόημα γι αυτόν (Caton, 1979). 4. Μέθοδοι διδασκαλίας της ανάγνωσης του Braille Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία δεν υπάρχει κάποια μεθοδολογική προσέγγιση η οποία να θεωρείται ως η πλέον κατάλληλη για τη διδασκαλία της πρώτης ανάγνωσης στα μικρά παιδιά που δε βλέπουν. Από ό,τι φαίνεται οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί τυφλών μαθητών εφαρμόζουν τις ίδιες μεθόδους διδασκαλίας με αυτές των βλεπόντων (Caton, 1979 Lewi-Dumont, 1997). Εν τούτοις έχουν διεξαχθεί αρκετές έρευνες σχετικά με τις στρατηγικές της ανάγνωσης braille (Crandell & Wallace, 1974 McBride, 1974 Olson, 1976) και τις καλύτερες μεθόδους διδασκαλίας του braille (Bims, 1976 Caton & Bradley, 1978-79 Tobin, 1971 Umsted, 1972 Χιουρέα, 1998) καθώς και για τις τεχνικές διδασκαλίας για διευκόλυνση της διαδικασίας της ανάγνωσης (Caton, 1979 Best, 1992 Portalier, 1994 Troughton, 1992). Μια σειρά μελετών αφορά το ερώτημα εάν η διδασκαλία της ανάγνωσης braille πρέπει να αρχίζει με ολόκληρες λέξεις ή με γράμματα. Οι Harley και Rawls (1971) εξέτασαν τις διδακτικές προσεγγίσεις της ανάγνωσης του braille χρησιμοποιώντας: α) τη βασική σειρά για ανάγνωση των Scott και Foresman (Robinson, Monroe, & Artley, 1965) η οποία δίνει προτεραιότητα στη μάθηση ολόκληρης της λέξης και β) τη σειρά Lippincott's Basic Reading (McCracken & Walcott, 1963) η οποία δίνει προτεραιότητα στη φωνολογική προσέγγιση. Οι Lowenfeld, Abel και Hatlen (1969) ISSN: 1790-8574 253
έκαναν μια έρευνα στους δασκάλους των τοπικών σχολείων. Παρατήρησαν ότι τα 2/3 των εκπαιδευτικών είχαν ξεκινήσει τη διδασκαλία της ανάγνωσης του braille με λέξεις ή φράσεις, ενώ το 1/3 είχαν ξεκινήσει με το αλφάβητο. Ένα μεγάλο ποσοστό των εκπαιδευτικών που είχαν ξεκινήσει με τα γράμματα, χρησιμοποίησε τη μέθοδο των λέξεων λίγο μετά την εκμάθηση των γραμμάτων. Πιθανόν να χρησιμοποίησαν τη μέθοδο των λέξεων, επειδή αυτή εφαρμοζόταν και στους βλέποντες μαθητές. Η Cardinale (1973) έκανε μια παρόμοια μελέτη τέσσερα χρόνια αργότερα. Παρατήρησε ότι ένα αυξημένο ποσοστό εκπαιδευτικών χρησιμοποίησε μια ποικιλία διαδικασιών. Ελάχιστοι εκπαιδευτικοί δήλωσαν ότι χρησιμοποίησαν τη μέθοδο των λέξεων. Για τη διδασκαλία της ανάγνωσης του braille έχει επίσης προταθεί η χρησιμοποίηση διαφορετικών στρατηγικών για τους καλούς και για τους κακούς αναγνώστες (Millar, 1977 Wormsley, 1981). Το συμπέρασμα είναι, σύμφωνα με τα διεθνή εμπειρικά δεδομένα, ότι το προνόμιο το έχει η διαδοχική επεξεργασία κάθε χαρακτήρα/συμβόλου braille (Challman, 1996), αφού η αντιληπτική μονάδα για τον αναγνώστη του braille είναι ο απλός χαρακτήρας/σύμβολο και όχι η λέξη ή το σύνολο των λέξεων, όπως συμβαίνει με το βλέποντα αναγνώστη (Williams, 1971). ISSN: 1790-8574 254
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ashcroft, S.C. (1961) Errors in oral reading of braille at elementary grade level. Report of proceedings of conference on research needs in braille. N.York: American Foundation for the Blind. Barraga, N. (1983). Visual handicaps and learning (rv. Ed.). Austin, Texas: Exceptional Resources. Best, A. (1992). Teaching children with visual impairments. Birmingham: Children with Special Needs, ISBN 0-0335-15989-3. Bουγιούκας. (1987). Το γλωσσικό μάθημα. Αθήνα: Νικόδημος. Birns, S. (1976). Review of literature on braille reading. New Outlook for the Blind, 70, σελ. 392-397. Bradley, L. (1988). Making connections in learning to read and to spell. Applied Cognitive Psychology, 2, σελ. 3-18. Cardinale, J. F. (1973). Methods and procedures of braille reading. American Foundation for the Blind Research Bulletin, 26, σελ. 171-183. Caton, H. & Bradley, E.J. (1978-79, Fall). A new approach to beginning braille reading. Education of the Visually Handicapped, σελ. 66-71. Caton, H.R. (1979). A Primary Reading Program for Beginning Braille Readers. Journal of Visual Impairment and Blindness, Vol.73, No.8, σελ. 309-313. Caton, H., Pester, E., & Bradley, E.J. (1987). Patterns pre-braille program. Louisville, KY. American Printing House for the Blind. Challman, B.E. (1996). Variables influencing the identification of single braille characters. Journal of visual impairment. June-July 1996. Crandell, J.M. & Wallace, D.H. (1974). Speed reading in braille: An empirical study. New Outlook for the Blind, 68, σελ. 13-19. Curren, E.P. (1988). Just enough to know better: A braille primer. Boston: National Braille Press. Curto, L.M., Morillo, M.M., Teixido, M.M. (1993). Πώς μαθαίνουν τα παιδιά γραφή και ανάγνωση. μετάφραση : Παναγιωτίδου Μ. : Αθήνα, Eκδόσεις Ζαχαρόπουλος (1998). Danielson, E. & Lamb, G. (1983). Beginning reading/writing for braille or print readers: Victorian Institute for the Blind. A teacher's guide to the psycholinguistic viewpoint. Melbourne: Royal. De Leeuw, M., & De Leeuw, E. (1965). Read better, read faster. A new approach to efficient reading. Harmondsworth, Middlesex: Penguin. Duncan, B. (1974). Touch and tell. A readiness book for future braille readers. Louisville, KY: American Printing House for the Blind. Eatman, P.F. (1942). An analytic study of braille reading. Unpublished doctoral dissertat., University of Texas. Eldridge, C. (1979). Braille literacy: The best route to equal education. Journal of Visual Impairment & Blindness, 73(8), σελ. 331-333. Ethington, D. (1956).The readability of braille as a function of three spacing variables. Unpublished master's thesis, University of Kentucky. Flanigan, P.J., and Joslin, E.S. (1969). Patterns of Response in the Perception of Braille Configurations. This investigation was supported in part by research and demonstration grant number RD1167-S from the Vocational Rehabilitation Administration, U.S. Department of Health, Education, and Welfare, Washington D. C. Outlook. ISSN: 1790-8574 255
Foulke, E. (1982). Reading braille. In W. Schiff & F. Foulke (Eds.), Tactual perception: A sourcebook (σελ. 168-208). New York: Cambridge University Press. Gale, G., & Cronin, P. (1990). A blind child in my classroom. England: Royal Victorian Institut for the Blind. Harley, R.K., & Rawls, R.F. (1971). Comparison of several approaches for teaching braille reading to blind children. American Foundation for the Blind Research Bulletin, 23, σελ. 63-85. Henderson, F.M. (1967). The effect of character recognition training on braille reading. Specialist in education thesis, George Peabody College. Johnson, B. (1986). Braille reading trends in Australia: A report for the National Libracy of Australia Canberra: National Library of Australia. Jones, L., & Wolffe, K. (1996). Improving the competence of braille teaching staff: Astate agency model. Journal of visual impairment & blindness, 90(3), σελ. 259-262. Kederis, C. (1963). The Legibility of Braille Characters, Unpublished master's thesis, University of Louisville. Knowlton, M., & Wetzel, R. (1996). Braille Reading Rates as a Function of Reading Tasks Journal of Visual Impairment & Blindness: Special edition on Literacy May- June 1996 Lamb, G. (1996). Beginning braille: A whole language based strategy. Journal of visual impairment & blindness, 90(3), σελ. 184-189. Lederman, S.J. (1982). The perception of texture by touch. In: Schiff, W., Foulke, E. (Eds.), Tactual perceptions: a sourcebook. Cambridge: Cambridge University Press, σελ. 130-167. Lewi-Dumont, N. (1997). L apprentissage de la lecture chez les enfants aveugles. Lille: Presses Universitaires du Septentrion. Lorimer, J. (1972). A summary of research in braille reading. Teacher of the Blind, 60, σελ.106-110. Lowenfeld, B., & Abel, C.L. (1967). Methods of teaching braille reading: Final report. San Francisco, Calif.: San Francisco State College Lowenfeld, B., Abel, C.L., & Hatlen, P.H. (1969). Blind children learn to read. Springfield: Charles C. Thomas. McBride, V.G. (1974). Explanation in rapid reading in braille. New Outlook for the Blind 68, σελ. 8-12. McCracken, C.,& Walcott, C.C. (1963). Basic reading. Philadelphia: J. B. Lippincott Co. Mangold, S.S. (1978). Tactile perception and braille letter recognition: Effects of developmental training. Journal of Visual Impairment&Blindness,72, σελ.259-266 function of three spacing variables. J. Applied psychol., 42, 3, σελ. 163-165. Millar, S. (1974). Tactile short-term memory by blind and sighted children. British Journal of Psychology, 65, 2, σελ. 253-263. Millar, S. (1977). Reading by touch. London: Routledge. Newman, S.E., Hall, A.D., Ramseur, D.J., Foster, D.J., Goldston, D.B., Decamp, B.L., Granberry-Hager, S.P., Lockhart, J.L., Sawyer, W.L., & White, J.E. (1982). Factors affecting the learning of braille Journal of Visual Impairment & Blindness, 76, σελ. 59-64. Nolan, C.Y., & Kederis, C.J. (1969). Perceptual factors in braille word recognition. N. York: American Foundation for the Blind Research Series No.20. Olson, M.R. (1976). Faster braille reading: Preparation at the reading readiness level. New Outlook, 70, σελ. 81, 341-343. ISSN: 1790-8574 256
Olson, M.R., Harlow, S.D., and Williams, J. (1975). Rapid reading in braille and large print: an examination of McBride s procedures. New Outlook for the Blind,69, σελ. 392-395. Portalier, S. (1994). Perception tactile et vicariance cognitive, étude de la lecture bimanuelle du Braille. Colloque national LA 31, 233-239. Ed. IUT Rouen, Groupe de recherche en Communication Ecrite. Portalier, S. (1996). Le traitement cognitif des images tactiles. Application à l étude de la lecture bimanuelle du braille. Lyon: Colloque Perception, Cognition, Handicap, σελ. 197-201. Rex, E.J. (1971). A study of basal readers and experimental supplementary instructional materials for teaching primary reading in braille. Part II: Instructional materials for teaching reading in braille. Education of the Visually Handicapped, 3, σελ. 1-7. Russier, S. (1996). Comment nos doights voient les images, Actes du colloque PCH 96, Lyon, σελ. 203-207. Smith, F. (1986). Devenir lecteur. Paris: Colin-Bourrelier. Stratton, J.M., & Wright, S. (1991a). Handbook, on the way to literacy: Early experiences. Louisville, KY: American Printing House for the Blind. Tobin, M.J. (1971). Programmed instruction and braille learning. Study 4. Teaching methods and ergonomic variables in the learning of braille: an experimental and correlational study, σελ.50-79. Troughton, M. (1992). One is fun: Guidelines for better braille literacy. Brantford, ON: Dialatype. Umsted, R. C. (1972). Improvement of braille reading through code recognition training. New Outlook for the Blind, 66, σελ. 169-177. Villey, P. (1931). Psychology de la lecture tactile, Journal de Psychologie, mars, σελ. 238-239. Williams, M. (1971). Braille reading. Teacher of the Blind, 59, 3, σελ. 103-116. Wormsley, D.R. (1981). Hand movement training in braille reading. Journal of Visual Impairment & Blindness, 75, σελ. 327-331. Wurzbach, L. (1988). Teaching reading to Braille, print and aural readers. Education of the Visually Handicapped, 19(4), σελ. 167-182. Χιουρέα, Ρ. (1998). Εισαγωγή στην εκπαίδευση των τυφλών στην Ελλάδα.. Aθήνα: Λύχνos. ISSN: 1790-8574 257