ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ



Σχετικά έγγραφα
Μπορεί να συναντηθεί ο έφηβος με το δάσκαλο; Προσέγγιση των δυσκολιών στη σχέση μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Θεματική Ενότητα 4: Η ψυχαναλυτική θεωρία των κινήτρων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 6: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: IV

MAΘΗΜΑ 4-ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ P S Y M Α Θ Η Μ Α 4 Ο 1

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

Συνδιαλλακτική Ανάλυση (Transactional Analysis - T.A.)

Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D. Η Ψυχαναλυτική Θεωρία του Freud για την Προσωπικότητα

Οι γνώμες είναι πολλές

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΝΤΩΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Α. ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΒΒΑΔΙΑ Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Η συνεργασία του σχολείου και της οικογένειας για την αντιμετώπιση της επιθετικής συμπεριφοράς των μαθητών

Πρόληψη Ατυχημάτων για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση

Για να μπορέσουν να κατανοήσουν πλήρως τη νέα κατάσταση και να αποδεχτούν πως είναι οριστική, θα χρειαστεί να περάσουν αρκετοί μήνες.

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

Παρακάτω, έχετε μια λίστα με ερωτήσεις για κάθε θέμα, οι οποίες θα σας βοηθήσουν.

Είδαμε τη βαθμολογία των μαθητών στα Μαθηματικά της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Ας δούμε τώρα πώς οι ίδιοι οι μαθητές αντιμετωπίζουν τα Μαθηματικά.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΓΟΝΙΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Maria Gravani Open University of Cyprus

Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΕ ΑΥΤΙΣΜΟ

Βαθμολογία των μαθητών

ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΑΥΤΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ: Βασικε ς πληροφορι ες

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Ψυχολογία Κινήτρων

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ

Συναισθήματα και η Διαχείρισή τους

Γράφει η Γεωργία Λάττα. Ανοίγουν τα σχολεία

ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ. Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ. Β Τάξη Λυκείου

Μοναδικά εκπαιδευτικά προγράμματα για τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΜΕΘΟΔΟΙ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΙΙ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ»

3 ο ΛΥΚΕΙΟ ΖΩΓΡΑΦΟΥ. Θέμα: ο εαυτός μου αυτός ο άγνωστος. Ερευνητική εργασία- Project Α τάξη Υπεύθυνη καθηγήτρια: Χρυσή Βιδαλάκη

Η δραματοθεραπεία στην εκπαίδευση ενηλίκων

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΝΟΣΤΟΥΝΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ

Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ ΓΙΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Γράφει: Βασιλειάδης Γρηγόρης, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής, Διδάκτωρ Ψυχολογίας (Ph.D.)

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗ ε.

Τρίπολη Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ

Λύδια Μίτιτς

TO ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ

3. Πώς θα ήθελα να είναι / συμπεριφέρονται τα παιδιά για να είμαι ευχαριστημένος/η; Παράρτημα ΙΙ


μάθημα πρώτο: συναστρία 6 μάθημα δεύτερο: Ήλιοσ 8 μάθημα τρίτο: σελήνη 32 μάθημα τέταρτο: ερμησ 50 μάθημα πεμπτο: αφροδίτη 64 μάθημα εκτο: αρης 76

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Θεματική Ενότητα 6: Ανθρωπιστικές θεωρίες: Η θεωρία της ιεραρχίας των αναγκών του Abraham Maslow

Θετική Ψυχολογία. Καρακασίδου Ειρήνη, MSc. Ψυχολόγος-Αθλητική Ψυχολόγος Υποψήφια Διδάκτωρ Κλινικής και Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, Πάντειο Παν/μιο

Η παιδαγωγική σχέση: αλληλεπίδραση και επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή

«Φυσική Αγωγή στο δημοτικό σχολείο. Πως βλέπουν το μάθημα οι μαθητές του σχολείου.»

H Ναταλί Σαμπά στο babyspace.gr

Τρόποι εξάσκησης της μνήμης και μέθοδοι καλυτέρευσης

Η χαμηλή αυτοπεποίθηση - Βοηθείστε το παιδί σας. Επιμέλεια football-academies Τρίτη, 27 Μάρτιος 2012

Πρόγραμμα εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης E-Learning. Συναισθηματική - Διαπροσωπική Νοημοσύνη. E-learning. Οδηγός Σπουδών

Η Επιθετικότητα στα Παιδιά που Έχουν Βιώσει Τραύμα. Victoria Condon and Panos Vostanis Μετάφραση: Ματίνα Παπαγεωργίου

Χρήστος Μαναριώτης Σχολικός Σύμβουλος 4 ης Περιφέρειας Ν. Αχαϊας Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΣΤΗΝ Α ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

Η δημιουργία κι η διατήρηση της φιλικής σχέσης βασίζεται στην ελεύθερη βούληση των ατόμων, χωρίς να επιβάλλεται.

Γράφει η Γεωργία Λάττα. Αυτό που ζητάμε είναι...

Σχολή Γονέων Διάλεξη. Το θέμα που επέλεξα ν αναπτύξω, βασικό, για τη διαπαιδαγώγιση των παιδιών

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΉ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΑΤΑΞΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

Υπεύθυνη Επιστημονικού Πεδίου Χρυσή Χατζηχρήστου

Σχέδιο Μαθήματος: Κοινωνικές και Επικοινωνιακές Δεξιότητες για Ανάπτυξη Αυτοπεποίθησης και Τεχνικών Επίλυσης Διαφορών

1) Γιατί ασχοληθήκατε με το Έργο EduRom

Ασφαλής χρήση διαδικτύου και κινητού τηλεφώνου σε παιδιά και εφήβους

Στόχοι ομάδας. Σωστή οργάνωση Καλή συνεργασία Επιμέλεια Συγκέντρωση υλικού Επιτυχία της εργασίας Καλύτερη γνωριμία με τους συμμαθητές μας

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΗ. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 3. Δημιουργία και Βελτίωση Κοινωνικού Εαυτού

Η προσέγγιση του γραπτού λόγου και η γραφή. Χ.Δαφέρμου

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ

Η Ψυχική υγεία του παιδιού και ο ρόλος του ευρύτερου περιβάλλοντος

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Προγράμματος. Εκπαίδευση μέσα από την Τέχνη. [Αξιολόγηση των 5 πιλοτικών τμημάτων]

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

Διδασκαλία των Παιχνιδιών για Κατανόηση. «Ποια προσέγγιση θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε για να παρουσιάσουμε τα παιχνίδια στους μαθητές;»

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Ψυχολογία Κινήτρων

Κίνητρο και εμψύχωση στη διδασκαλία: Η περίπτωση των αλλόγλωσσων μαθητών/τριών

Μεθόδευση της Παιδαγωγικής διαδικασίας. Μέσα Στιλ Αγωγής

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ

Πρόγραμμα εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης E-Learning. Συναισθηματική - Διαπροσωπική Νοημοσύνη. E-learning. Οδηγός Σπουδών

Το Αρνητικό στην Ψυχανάλυση

Mάθηση και διαδικασίες γραμματισμού

Το μυστήριο της ανάγνωσης

Τα παιδιά βιώνουν παιχνίδια από το παρελθόν με τους παππούδες ΦΑΝΗ ΧΡΗΣΤΟΥ ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΙΝΕ/ΓΣΕΕ

Έφηβοι και αυτοεκτίμηση

Σχέσεις καθηγητών και μαθητών

«Μιλώντας με τα παιδιά μας για όλα»: 2η βιβλιοπαρουσίαση στο «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει»

Ασκήσεις φυσικής και Δυσλεξία

Λαµβάνοντας τη διάγνωση: συναισθήµατα και αντιδράσεις

Το φυλλάδιο αναφέρεται σε προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζεις στο χώρο του σχολείου και προτείνει λύσεις που μπορούν να σε βοηθήσουν...

Πολλοί άνθρωποι θεωρούν λανθασμένα ότι δεν είναι «ψυχικά δυνατοί». Άλλοι μπορεί να φοβούνται μήπως δεν «φανούν» ψυχικά δυνατοί στο περιβάλλον τους.

ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ (Α & Β ΚΥΚΛΟΣ) ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΒΙΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ Εκπαιδευτικών - Γονιών παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες. Δρ. ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΖΙΒΙΝΙΚΟΥ

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ

ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΕΠΑΛ ΑΓΡΙΝΙΟΥ ΕΝΔΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ Επιμορφωτής: Αρ. Παπασάββας Διπλ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, Med. Εκπαίδευση ενηλίκων

«Tα 14 Πράγματα που Κάνουν οι Καταπληκτικοί Γονείς», από την ψυχολόγο-συγγραφέα Dr. Λίζα Βάρβογλη!

Transcript:

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ Ψαθάς Δημήτρης Παιδαγωγός MSc (6-9-08) Η ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Η χρησιμοποίηση ψυχαναλυτικών εννοιών για την ανάλυση των μηχανισμών της παιδαγωγικής επικοινωνίας, πρέπει να γίνεται με μεγάλες προφυλάξεις, γιατί η ψυχαναλυτική θεραπεία απέχει πολύ από την παιδαγωγική πράξη, τόσο ως προς τον σκοπό, όσο και ως προς τα μέσα. Η ψυχανάλυση αποσκοπεί στη θεραπεία ψυχικών διαταραχών, νευρώσεων, υστερίας και σπανιότερα ψυχωτικών καταστάσεων. Ο ψυχαναλυτής, σε μια στάση ευνοϊκής ουδετερότητας, ερμηνεύει το συμβολικό περιεχόμενο των συμπεριφορών, αντιστάσεων, ελεύθερων συνειρμών, ονείρων, που ο αναλυόμενος εκφράζει λεκτικά. Αντίθετα, ο παιδαγωγός έχει σαν κύριους σκοπούς την μεταβίβαση της γνώσης και την διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Η δράση του είναι σε συνειδητό και επίκαιρο επίπεδο δεν είναι ένας ουδέτερος παρατηρητής αλλά παρεμβαίνει δυναμικά, απαιτώντας πράξεις από το παιδί. Παρ όλα αυτά, στην παιδαγωγική σχέση όπως και σε κάθε άλλη ανθρώπινη σχέση άλλωστε, εμφανίζονται με την ευκαιρία των ανταλλαγών, ορισμένα ψυχικά φαινόμενα που καθιστούν φανερή την προσωπική και πολύ βαθιά εμπλοκή των πρωταγωνιστών. Α. Η μεταβίβαση στην τάξη Κατά τη διάρκεια της ψυχαναλυτικής θεραπείας, ο αναλυόμενος μεταθέτει στον αναλυτή απωθημένες ιδέες, συναισθήματα φιλικά, εχθρικά, αμφίθυμα, που είχε ζήσει κατά την παιδική του ηλικία με τους γονείς, το οικογενειακό περιβάλλον και τα οποία η νέα σχέση με τον ψυχαναλυτή τα καθιστά επίκαιρα. Στην τάξη έχει παρατηρηθεί η ίδια ασυνείδητη διαδικασία μεταξύ μαθητή δασκάλου. Το παιδί μεταβιβάζει στο δάσκαλο ένα σύνολο συναισθημάτων είτε φιλικών (θετική μεταβίβαση), είτε αρνητικών (αρνητική μεταβίβαση). Αναβιώνει παλαιά ή πιο πρόσφατα συναισθήματα, αφού δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το παιδί εξακολουθεί να έχει στενές σχέσεις με τους γονείς του. Περιπτώσεις μεταβίβασης εντοπίζονται στην τάξη, όταν εμφανίζονται απρόβλεπτα συναισθήματα ή αντιδράσεις που φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση με την συγκεκριμένη κατάσταση. Πολλές φορές τα παιδιά εκφράζουν με λόγια τα συναισθήματά τους, όταν μιλούν στο δάσκαλο ή όταν μιλούν για το δάσκαλο. Σε παλαιότερες εποχές όπου ο δάσκαλος ήταν αυταρχικός ή απόμακρος, η μεταβίβαση υπήρχε αλλά είχε λίγες πιθανότητες να εκδηλωθεί. Αντίθετα σήμερα, όπου έχουν αλλάξει αισθητά οι σχέσεις εκπαιδευτικών μαθητών, η μεταβίβαση μπορεί να εκφρασθεί πιο εύκολα. Δημοσίευση: www.inarcadia.gr & 1

Το φαινόμενο της μεταβίβασης, οδηγεί το παιδί να αντιλαμβάνεται, να ερμηνεύει την παρούσα κατάσταση με τρόπο διαστρεβλωμένο και να την ζει σε σχέση με το πρόσφατο ή πιο παλαιό παρελθόν. Επίσης η πραγματικότητα του αντικειμένου (του δασκάλου) στην οποία απευθύνεται το παιδί, είναι τροποποιημένη γιατί επενδύεται με στοιχεία άλλων καταστάσεων. Το παιδί μπορεί να μεταβιβάσει συναισθήματα στον δάσκαλο γιατί έχει μερικά κοινά χαρακτηριστικά με τους γονείς του ή γιατί νομίζει ότι τα έχει ή γιατί ο δάσκαλος είναι όπως θα ήθελε να είναι οι γονείς του ή γιατί ελπίζει πως θα εκπληρώσει αυτός κάποιες επιθυμίες που έμειναν ανικανοποίητες από τους γονείς του. Η μεταβίβαση μπορεί να εκφρασθεί με μία προσπάθεια του παιδιού να οδηγήσει το δάσκαλο να συμπεριφερθεί με ορισμένο τρόπο (θετικό ή αρνητικό) και να επιβάλλει ένα ιδιαίτερο είδος σχέσης: να κατακτήσει την αγάπη του δασκάλου ή αντίθετα να επιδείξει απέναντί του μια επιθετικότητα, που ανάγεται στην οιδιπόδεια αντιζηλία. Είναι σημαντικό να γνωρίζει ο εκπαιδευτικός, πως ορισμένες αντιδράσεις και συμπεριφορές του παιδιού, δεν απευθύνονται στον ίδιο προσωπικά αλλά είναι απόηχος άλλων καταστάσεων. Εάν ο δάσκαλος ασχοληθεί με την μεταβίβαση, κινδυνεύει να δημιουργήσει προνομιούχες σχέσεις με ένα ή περισσότερα παιδιά, πράγμα που θα οδηγήσει σε κλίμα ανταγωνισμού στην τάξη. Εκτός αυτού, θα χάσει τις ιδιότητες που τον κάνουν αποτελεσματικό, δηλ. την διαθεσιμότητα για όλους και την δικαιοσύνη απέναντι όλων. Η αποφυγή της μεταβίβασης θα ισοδυναμούσε με περιφρόνηση του δυναμισμού που περιέχει η μεταβίβαση και ο οποίος πρέπει να επενδυθεί κάπου. Από την άλλη μεριά, αν ο εκπαιδευτικός επιτρέψει την εκδήλωση της μεταβίβασης, μετατρέπεται σε ψυχοθεραπευτή, ενώ ούτε αυτός είναι ο ρόλος του, ούτε είναι προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο. Για του λόγους αυτούς, ο δάσκαλος δεν πρέπει να ευνοεί τη μεταβίβαση. Εάν όμως εκδηλωθεί, μπορεί να δεχτεί την έκφραση των αιτημάτων του παιδιού, να καταλάβει τι του ζητάει αλλά να μην απαντήσει στις διεκδικήσεις του. Εάν απαντήσει στα αιτήματα του παιδιού, αυτό μπορεί να παλινδρομήσει σε προηγούμενα στάδια της εξέλιξής του. Εάν όμως ο δάσκαλος δείξει κατανόηση, θα καθησυχάσει το παιδί και θα το βοηθήσει να ξεπεράσει την κατάσταση. Το παιδί θα ξεπεράσει αυτήν την κατάσταση, εάν ο εκπαιδευτικός του δώσει ευκαιρίες σχέσεων με άλλα αντικείμενα. Έτσι μπορεί να μεταβιβάσει την ενεργειακή επένδυση από το δάσκαλο στη γνώση και σε άλλες δραστηριότητες. Άλλωστε τις περισσότερες φορές η ένταση της μεταβίβασης μετριάζεται από μεσολαβητικά στοιχεία που υπάρχουν στο σχολείο και που δημιουργούν μια απόσταση μεταξύ δασκάλου-μαθητή. Τέτοια στοιχεία είναι κατά κύριο λόγο οι γνώσεις, η ομάδα των συμμαθητών, οι κανονισμοί του σχολείου. Όσο μεγαλώνει το παιδί, η μεταβίβαση παίρνει όλο και πιο διαφοροποιημένες μορφές, γιατί πληθαίνουν τα αντικείμενα που το περιστοιχίζουν. Στην τάξη ο δάσκαλος είναι το κεντρικό αντικείμενο μεταβίβασης, οι συμμαθητές προκαλούν πλάγιες μεταβιβάσεις, η τάξη γίνεται αντικείμενο ομαδικής μεταβίβασης όπως επίσης και ό,τι περιστοιχίζει την τάξη, όπως ο θεσμός, ο εξωτερικός κόσμος, οι άλλες τάξεις. Συγκροτούνται λοιπόν, συστήματα εξισορρόπησης των δυνάμεων που προέρχονται από την μεταβίβαση, που οργανώνονται σε πόλους έλξης ή Δημοσίευση: www.inarcadia.gr & 2

απώθησης. Για παράδειγμα όταν η τάξη ή ο δάσκαλος είναι αντικείμενα θετικής μεταβίβασης, ο κόσμος εκτός σχολείου φαίνεται αρνητικός και το αντίστροφο. Κάποιες φορές, είναι φανερές μερικές νευρωτικές καταστάσεις που δημιουργούνται όταν η μεταβίβαση των μαθητών στο δάσκαλο γίνεται ομαδικά είτε γιατί του αποδίδουν ιδιαίτερες αρετές ή αντίθετα ελαττώματα, είτε γιατί πάνω του εναποθέτουν τις φαντασιώσεις τους. Ο εκπαιδευτικός γίνεται άθελά του ο υποκινητής συναισθηματικών καταστάσεων, που η έκφρασή τους παίρνει διαφορετικές μορφές. Μορφές ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των ατόμων και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ τους και σε συνάρτηση με τις εκδηλώσεις της αντιμεταβίβασης του δασκάλου. (Μάνος 1990-1991, Freud A. 1991, Mauco 1997, Adler 1990, Φλουρής 1984, Χαραλαμπόπουλος 1993, Ματσαγγούρας 1988, Κοσμόπουλος 1990) Β. Η αντιμεταβίβαση του δασκάλου Στην ψυχαναλυτική θεωρία, ο όρος αντιμεταβίβαση αφορά το σύνολο των ασυνείδητων αντιδράσεων του ψυχαναλυτή προς τον αναλυόμενο. Στην παιδαγωγική σχέση έχει παρατηρηθεί ένα ανάλογο φαινόμενο αντιμεταβίβασης του δασκάλου προς το παιδί. Δεν είναι όμως εύκολο να διακριθεί κατά πόσο η διαδικασία αυτή τίθεται σε κίνηση από τις εκδηλώσεις και αντιδράσεις των μαθητών ή από απρόσμενες συναισθηματικές καταστάσεις του εκπαιδευτικού. Μπορεί οι αντιδράσεις του εκπαιδευτικού να αντιστοιχούν σε δικές του παρακινήσεις προς τους μαθητές ή να είναι απαντήσεις σε αιτήματα των παιδιών για προστασία, ενθάρρυνση, αγάπη, κτλ. Το σημαντικό είναι πως στην παιδαγωγική σχέση ο δάσκαλος δεν είναι ουδέτερος. Μπορεί κάποιο ή κάποια παιδιά να ξυπνήσουν μέσα του παλαιά, απωθημένα συναισθήματα, ξεχασμένα βιώματα. Το παιδί που είναι απέναντί του μπορεί να του θυμίζει ασυνείδητα, το παιδί που ήταν ή αυτό που ήθελε να είναι και ακόμα το παιδί που ήταν αλλά δεν ήθελε να είναι. Έτσι είναι δυνατόν να μην απευθύνεται στον πραγματικό μαθητή που έχει απέναντί του αλλά σε μια εικόνα θετική ή αρνητική που αναδύεται από το παρελθόν του. Ο εκπαιδευτικός βρίσκεται επίσης αντιμέτωπος με την ίδια του την οιδιπόδεια προβληματική. Δηλαδή με όλα τα συναισθήματα, τις αντιδράσεις που ύφαναν τις συγκρούσεις του με τους γονείς του κατά την παιδική του ηλικία και που παραμένουν δραστήριες, παρ όλο που ο ίδιος δεν τις έχει συνειδητοποιήσει. Έτσι ο δάσκαλος μπορεί να ταυτισθεί με τον μαθητή του και να περιμένει ότι η συμπεριφορά του θα είναι σύμφωνη ή αντίθετη με την συμπεριφορά που είχε ο ίδιος σαν παιδί. Η αντιμεταβίβαση του εκπαιδευτικού γίνεται αντιληπτή από μερικές ανεξέλεγκτες αντιδράσεις εύνοιας και συμπάθειας ή αντίθετα εχθρότητας και αντιπάθειας απέναντι σε ένα ή σε μερικά παιδιά. Το φαινόμενο της αντιμεταβίβασης είναι κυρίως αισθητό στις πρώτες τάξεις του δημοτικού και στο νηπιαγωγείο, όπου υπάρχουν δυνατότητες πιο άμεσων σχέσεων και μη λεκτικών σημάτων. Διάφοροι κίνδυνοι παραμονεύουν τον εκπαιδευτικό που δεν αναγνωρίζει τους μηχανισμούς της αντιμεταβίβασης. Κινδυνεύει να παραγνωρίσει το μαθητή και να τον πάρει για κάποιον άλλο κινδυνεύει να αφήσει να παρεκτραπεί η παιδαγωγική σχέση, να παλινδρομήσει ο ίδιος σε περασμένες καταστάσεις. Για Δημοσίευση: www.inarcadia.gr & 3

τους λόγους αυτούς, καλό είναι να γνωρίζει ο δάσκαλος τον εαυτό του, να κυριαρχεί στις αντιφάσεις, στις συγκρούσεις του, να πάρει κάποια απόσταση από τα συναισθήματα και τις συγκινήσεις του. Η ποιότητα της επικοινωνίας μεταξύ μαθητή-εκπαιδευτικού, εξαρτάται κυρίως από τη συναισθηματική ωριμότητα του δεύτερου. Αυτό γιατί ο δάσκαλος δεν πρέπει να παίρνει τις συμπεριφορές του μαθητή σαν προσωπικές προσβολές, δεν πρέπει να αισθάνεται ανασφάλεια από τις αντιδράσεις του παιδιού αλλά να έχει επενδύσει ικανοποιητικά στις σχέσεις του με τους ενήλικους και με τη γνώση και να μη ζητά από το παιδί την ικανοποίηση των συναισθηματικών του αναγκών. (Μάνος 1990-1991, Freud A. 1991, Mauco 1997, Κοσμόπουλος 1990) Γ. Η επιθυμία Μέσα στην τάξη, η φανερή επικοινωνία: ερωτήσεις, απαντήσεις, αυθόρμητες ή κατευθυνόμενες παρεμβάσεις, κλπ, κρύβει μια άλλη μορφή επικοινωνίας βασισμένη σε μη διατυπωμένες και πολλές φορές μη ικανοποιημένες ανάγκες, αιτήματα, επιθυμίες. Οι ανάγκες αφορούν το εξωτερικό πρόβλημα της ύπαρξής μας, στοχεύουν σε ένα αντικείμενο όπως νερό, φαΐ, γνώση, αγαθά, ικανοποιούνται από αυτά και εκφράζονται με σαφή, ακριβή λόγια. Το αίτημα αναφέρεται σε άλλα αντικείμενα από αυτά που ζητούνται. Είναι αίτημα παρουσίας του άλλου και πάνω από όλα είναι αίτημα αγάπης. Συχνά, συμβαίνει το αίτημα να συγκαλύπτεται από την ανάγκη και να μην γίνεται αντιληπτό. Για παράδειγμα, ένα παιδί ζητάει ένα γλυκό αλλά κατά βάθος πρόκειται για ένα αίτημα αγάπης προς τη μητέρα. Η μητέρα μπορεί να αρνηθεί το γλυκό αγκαλιάζοντάς το ή μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη δίνοντας το γλυκό, αλλά παραγνωρίζοντας το αίτημα που κρύβεται πίσω από την ανάγκη, αφήνοντας το παιδί ανικανοποίητο. Η επιθυμία δεν είναι μια απλή αναζήτηση του άλλου. Έχει τη ρίζα της στο φαντασιωσικό κόσμο του υποκειμένου, στη ναρκισσιστική σχέση του με το εγώ του. Είναι πριν από όλα επιθυμία να αναγνωρίσει ο άλλος την ίδια μας την επιθυμία, πράγμα που ισοδυναμεί με την αναγνώριση της ίδιας μας της ύπαρξης. Οι ψυχαναλυτές έχουν αντικαταστήσει το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» με το «επιθυμώ άρα υπάρχω», για αυτό αναμένουμε από τους άλλους να μας αναγνωρίσουν σαν «επιθυμούντα», άρα υπάρχοντα άτομα. Στην ανθρώπινη σχέση υπάρχει η ανάγκη για αμοιβαία αναγνώριση. Θέλουμε να αναγνωρίσει ο άλλος την επιθυμία μας και ταυτόχρονα να αναγνωρίσουμε εμείς τον άλλον. Αυτή η ανάγκη είναι διφορούμενη. Η επιθυμία του άλλου, μας είναι απαραίτητη για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Παράδειγμα, η επιθυμία της μητέρας βοηθάει το παιδί να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει η επιθυμία του δασκάλου βοηθάει το μαθητή να ισχυροποιήσει τη συνείδηση του εαυτού του. Ταυτόχρονα όμως, το υποκείμενο το παιδί- αισθάνεται φόβο όταν είναι αντικείμενο επιθυμίας κάποιου άλλου, γιατί εξαρτάται από αυτόν. Η παιδαγωγική σχέση τροφοδοτείται από τις επιθυμίες του παιδιού, του εφήβου, του δασκάλου. Ο καθένας αναζητά και προκαλεί τον άλλο, όπως αισθάνεται το ίδιο από τον άλλον. Η επιθυμία να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να κατακτήσει και να κατακτηθεί, είναι κοινή στο μαθητή και στο δάσκαλο. Κάθε Δημοσίευση: www.inarcadia.gr & 4

άνθρωπος έχει ανάγκη να αναγνωρισθεί από τους άλλους για αυτό που είναι και να μετράει για τους γύρω του. Αλλά η επιθυμία της αναγνώρισης έχει δύο όψεις: την ανάγκη για αγάπη και την ανάγκη για κυριαρχία. Η ανάγκη για κυριαρχία υπερτερεί στον εκπαιδευτικό. Είπαμε ότι η φαντασίωση που συνδέεται με την επιθυμία του, αφορά ένα εύπλαστο υλικό στο οποίο θα δώσει τη μορφή που θέλει αυτός. Ο μαθητής από τη μεριά του, επιθυμεί να αποσπάσει την προσοχή του δασκάλου, να αισθανθεί την προτίμησή του, παρ όλο που μπορεί αυτή η επιθυμία να εκφρασθεί με αντιφατικούς τρόπους (από τη γοητεία έως την επιθετικότητα). Ο εκπαιδευτικός, ή αντιστέκεται ή απαντά στην επιθυμία του μαθητή, ανάλογα με το κατά πόσο αυτή η πρόκληση αντιστοιχεί στη δική του επιθυμία. Δηλαδή από το κατά πόσο διαισθάνεται ασυνείδητα ότι θα έχει κάποια ικανοποίηση. Απέναντι στις ασυνείδητες επιθυμίες του ενήλικα, το παιδί προσαρμόζεται ή σε συμφωνία με την επιθυμία του δασκάλου ή σε αντίθεση (άρνηση, αμυντική αντίδραση). Υπάρχει μια αλληλεπίδραση στην οργάνωση των επιθυμιών των δύο πρωταγωνιστών. Εάν ο ένας είναι αδιάφορος για τις επιθυμίες του άλλου, τότε ο δεύτερος μπορεί είτε να καταπνίξει την επιθυμία του, είτε να την αυξήσει, είτε να αντισταθεί στην επιθυμία του πρώτου. Η επιθυμία μπορεί να είναι η κινητήρια δύναμη της παιδαγωγικής σχέσης. Όταν ο δάσκαλος δέχεται να είναι αντικείμενο επιθυμίας, προκαλεί μια σωτήρια αντίδραση στο παιδί που δραστηριοποιείται, ελπίζοντας σε μια μελλοντική ικανοποίηση της επιθυμίας του. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος, να μην καταλάβει ο εκπαιδευτικός ή να παρεξηγήσει τη σημασία ορισμένων συμπεριφορών και να απογοητεύσει έτσι το παιδί. Ακόμα, μπορεί να προκληθεί μια ρωγμή στην τάξη, προκαλώντας αντιζηλίες μεταξύ των μαθητών, εάν ο δάσκαλος ενδιαφερθεί μόνο για τα παιδιά που ανταποκρίνονται στην επιθυμία του και απορρίψει τα υπόλοιπα. Στην τάξη, μερικές επιθυμίες μπορεί να εκφρασθούν ανοιχτά και απροκάλυπτα. Άλλες φορές εκδηλώνονται καλυμμένα, με ερωτήσεις πάνω στο μάθημα που μπορεί να αντιστοιχούν σε επιθυμία αναγνώρισης, άλλοτε δεν έρχονται καν στην επιφάνεια. Ο δάσκαλος πρέπει να προσπαθήσει να διακρίνει τις δικές του επιθυμίες, από αυτές των μαθητών, στους οποίους πρέπει να δείξει πως καταλαβαίνει τι του ζητούν και ότι αναγνωρίζει την επιθυμία τους. Δεν πρέπει να τους απαντήσει ευθέως, ικανοποιώντας τους. Πρέπει να αφήσει να εννοηθεί ότι ναι μεν τους καταλαβαίνει αλλά τους προτείνει έναν άλλο τρόπο ικανοποίησης. (Μάνος 1990-1991, Freud A. 1991, Mauco 1997, Κοσμόπουλος 1990) Δ. Επιθυμία και γνώση Με την ανακάλυψη του ασυνείδητου, η κατάκτηση της γνώσης αλλά και τα εμπόδια που δυσκολεύουν αυτή την κατάκτηση, κατανοούνται με διαφορετικό τρόπο. Η ψυχανάλυση κατέστησε φανερό πως η διαδικασία της μάθησης, δεν σχετίζεται μόνο με τις γνωστικές λειτουργίες αλλά θεμελιώνεται πάνω σε μια επιθυμία. Το να μπορεί κανείς να μαθαίνει, σημαίνει ότι είναι ικανός να κατακτήσει σταδιακά τη σχέση του με τους άλλους και με το Δημοσίευση: www.inarcadia.gr & 5

περιβάλλον, αφού δεν μπορεί να υπάρξει μάθηση έξω από τις διανθρώπινες σχέσεις και την προσαρμογή στο περιβάλλον. Η διαδικασία της μάθησης μπορεί να εμποδιστεί από παθολογικούς μηχανισμούς, πχ. εάν το παιδί δεν θέλει να μάθει, είναι γιατί εμποδίζεται πιθανόν από κάποια ασυνείδητη απαγόρευση ή γιατί η διαδικασία της μάθησης είναι φορτωμένη με άγχος. Κατά την ψυχαναλυτική θεωρία, η επιθυμία της γνώσης έχει τη ρίζα της στη σεξουαλική περιέργεια του παιδιού. Ο Freud θεωρεί ότι η επιθυμία της γνώσης εμφανίζεται με τις ερωτήσεις που κάνει το παιδί πάνω στο μυστήριο της γέννησής του, δηλ. μεταξύ 3 και 5 ετών, κατά τη διάρκεια του οιδιπόδειου σταδίου. Έτσι η πνευματική ανάπτυξη του παιδιού εξαρτάται από τις οιδιπόδειες περιπέτειές του. Είδαμε, πως σε κάθε φάση του οιδιπόδειου συμπλέγματος, αντιστοιχούν διαφορετικές μορφές συμπεριφορών και ότι οι εμπειρίες του παιδιού έχουν άμεσο αντίκτυπο στην εξέλιξη της γνωστικής του ικανότητας. Εάν για παράδειγμα, οι οιδιπόδειες συγκρούσεις το απασχολούν υπερβολικά, υπάρχει κίνδυνος συρρίκνωσης του εγώ και παράλυσης της ψυχικής ενέργειας. Η διαπίστωση ότι δεν μπορεί να κατακτήσει τον ομόφυλο γονιό, μπορεί να σημαίνει για το παιδί πως αφού δεν πέτυχε στην οιδιπόδεια σκηνή, δεν μπορεί να πετύχει πουθενά αλλού, δεν είναι ικανό για τίποτα, άρα δεν μπορεί και να μάθει ή να πετύχει στο σχολείο. Τα εμπόδια λοιπόν στην γνωστική ανάπτυξη είναι οι ενοχές και το ισχυρό άγχος. Η λύση ή η απώθηση των συγκρουσιακών καταστάσεων επιτρέπει την εξέλιξη του παιδιού, που έτσι απομακρύνεται από τα γονεϊκά πρότυπα και μπορεί να επενδύσει την ψυχική του ενέργεια σε άλλα αντικείμενα. Η μη κατανόηση της ιδιομορφίας της γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού, εξηγεί πολλές φορές τις συγκρούσεις μεταξύ παιδαγωγού (δασκάλου ή γονέα) και παιδιού. Για τους ψυχαναλυτές, ο διαχωρισμός μεταξύ πνευματικής και συναισθηματικής ανάπτυξης, καθώς και ο ισχυρισμός ότι η γνώση είναι αντικειμενική (δηλ. ότι δεν έχει σχέση με τη στάση του ατόμου προς τη γνώση), είναι ένα σφάλμα που προέρχεται από μηχανισμό άμυνας. Είναι μια άρνηση να παραδεχτούμε πως η επιθυμία της γνώσης σχετίζεται με σεξουαλικές ορμές και ένστικτα. Ο προορισμός του σχολείου είναι να καθυποτάξει την αρχή της ηδονής, στην αρχή της πραγματικότητας. Ο τρόπος λειτουργίας του σχολικού θεσμού, με τους κανονισμούς, τις απαγορεύσεις, είναι μορφές περιφρούρησης, που εμποδίζουν ασυνείδητες επιθυμίες να ικανοποιηθούν. Μπορούμε να πούμε ότι η λογική του σχολείου, αποσκοπεί στην οργάνωση των ανταλλαγών και της επικοινωνίας, με τρόπο που να ελαττώνεται ο κίνδυνος μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης. Εάν όμως, υπερισχύσει μόνο η αρχή της πραγματικότητας και στο σχολείο δεν υπάρχει θέση για την επιθυμία και τα αιτήματα, τότε παραμερίζονται τα στοιχεία που η ψυχανάλυση θεωρεί βασικά συστατικά της ανθρώπινης ψυχής, όπως η επιθυμία για αγάπη, αναγνώριση, επιβεβαίωση, κλπ. Η παραδοσιακή σοφία μας διδάσκει πως τα πάθη και τα συναισθήματα δεν πρέπει να εκφράζονται ελεύθερα στον παιδαγωγικό χώρο, γιατί αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να τον καταστρέψουν. Πιο πρόσφατες παιδαγωγικές κατευθύνσεις οδηγούν σε καταχρηστικές ερμηνείες ψυχαναλυτικών εννοιών και πρεσβεύουν την πλήρη απελευθέρωση των επιθυμιών. Οι ψυχαναλυτές αντίθετα, Δημοσίευση: www.inarcadia.gr & 6

πιστεύουν ότι η αγωγή πρέπει να βρει ένα δρόμο ανάμεσα στις υπερβολές: της απόλυτης ελευθερίας ή της πλήρους απαγόρευσης. Ο παιδαγωγός πρέπει να βρει το μέσο όρο, την ισορροπία, που θα προφυλάσσει από την υπερχείλιση των ασυνείδητων στοιχείων αλλά και που θα αφήνει μια σχετική διέξοδο στην επιθυμία, που θεωρείται τροφοδότης της γνώσης. (Μάνος 1990-1991, Freud A. 1991, Mauco 1997, Κοσμόπουλος 1990) Ε. Η γοητεία Οι διαπροσωπικές σχέσεις, όπως είπαμε, ταλαντεύονται μεταξύ αγάπης (ορμή ζωής) και μίσους (ορμή θανάτου). Αυτό το παιχνίδι των αντίθετων δυνάμεων, οδηγεί το μαθητή και τον δάσκαλο, σε αντιφατικές στάσεις γοητείας και επίθεσης. Η ένταση και οι αντιθέσεις που φθάνουν έως την επιθετικότητα, είναι μορφές άμυνας, για να αποκτήσει κανείς μια θέση ισχύος απέναντι στο άλλο. Για παράδειγμα, ο δάσκαλος που δεν αισθάνεται άνετα μέσα στην τάξη, υιοθετεί αυταρχική έως επιθετική συμπεριφορά, για να καθυποτάξει τους μαθητές. Ο μαθητής που δεν αισθάνεται ασφαλής, επαναστατεί ή προκαλεί τον δάσκαλο σε σύγκρουση. Η γοητεία, που συνίσταται στο να προσελκύεις τον άλλο, υπάρχει σε κάθε ανθρώπινη σχέση. Είναι όμως εντονότερη σε άνισες σχέσεις, όπου ο πιο ισχυρός εξουσιάζει τον πιο αδύναμο. Ο δεύτερος, όταν δεν μπορεί να συγκρουσθεί ανοιχτά, προσπαθεί να θέλξει τον πρώτο. Ο πιο ισχυρός, μπορεί να διαλέξει να εξαναγκάσει τον αδύναμο αλλά μπορεί επίσης να προτιμήσει να τον γοητεύσει, για να φτάσει έτσι στο αποτέλεσμα που επιθυμεί. Ο μαθητής που προσπαθεί να γοητεύσει τον δάσκαλο, σπάνια εκφράζει τις δικές του επιθυμίες. Τις περισσότερες φορές επιχειρεί να θέλξει, υιοθετώντας τις συμπεριφορές που υποθέτει ότι προτιμά ο δάσκαλος, ακόμα και πριν του το ζητήσει αυτός. Από προηγούμενες εμπειρίες, γνωρίζει πάνω-κάτω τι πρέπει να κάνει για να ευχαριστήσει το δάσκαλο και ταυτίζεται με τις επιθυμίες του. Ο δάσκαλος γοητεύεται από αυτό το παιχνίδι, που του επιτρέπει να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, χωρίς να καταλαβαίνει πως ο μαθητής έχει την πρωτοβουλία. Έτσι μπορεί να παρασυρθεί, δηλ. να παρουσιάζεται σαν αντικείμενο επιθυμίας, αλλά κατά βάθος να αγνοεί το παιδί ή τον έφηβο. Η γοητεία πολλές φορές είναι αδιόρατη, γιατί δεν συνδέεται απαραίτητα με εξωτερικές και φανερές χάρες ή θέλγητρα. Βέβαια η εξωτερική εμφάνιση, οι τρόποι, το βλέμμα, οι κινήσεις παίζουν μεγάλο ρόλο στην παιδαγωγική σχέση, αλλά η γοητεία είναι συχνά καλυμμένη. Ο δάσκαλος χρησιμοποιεί ασυνείδητα ορισμένα μέσα, όπως η ευχέρεια του λόγου, η επίδειξη γνώσεων και ικανοτήτων, η υπερβολικά άνετη ή συντροφική συμπεριφορά, η φανερή του αντίθεση προς το θεσμό, κα., για να ενδυναμώσει την επίδρασή του πάνω στους μαθητές. Αυτού του είδους την γοητεία, επιχειρεί μερικές φορές να την ασκήσει προς όλη την τάξη. Συνήθως όμως, την κατευθύνει προς έναν ή μερικούς μαθητές οι οποίοι συνδυάζουν καλή επίδοση στα μαθήματα, πνευματικές ικανότητες, ευχάριστη εμφάνιση και ιδίως ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, στα οποία ο δάσκαλος αναγνωρίζει κάτι από τον εαυτό του. Δημοσίευση: www.inarcadia.gr & 7

Η επιλογή μερικών παιδιών, έχει σαν συνέπεια τον παραμερισμό των υπόλοιπων. Αυτά τα παιδιά μπορεί να αντιδράσουν αρνητικά, όχι μόνο προς το δάσκαλο αλλά και προς τη γνώση. Για τα ευνοούμενα παιδιά, η αίσθηση ότι κατέχουν μια ξεχωριστή θέση, αυξάνει την επιθυμία τους να αρέσουν, για αυτό συχνά διαβάζουν περισσότερο, έχουν καλύτερα αποτελέσματα, γεγονός που επιβεβαιώνει και επιβραβεύει το δάσκαλο. Μπορεί όμως, το ευνοούμενο παιδί, να θελήσει να κατακτήσει μια ακόμη πιο σημαντική θέση και να το προσέξει ο δάσκαλος περισσότερο. Σε περίπτωση που συναντήσει αντίσταση ή αν σχηματίσει την εντύπωση πως ο δάσκαλος το απορρίπτει, θα αισθανθεί εχθρότητα και μπορεί να φτάσει στο σημείο να τον κατηγορήσει για διάφορα φανταστικά παραπτώματα. Συμπερασματικά, σε ότι αφορά την γοητεία, μπορούμε να πούμε ότι ο δάσκαλος, πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση διαθεσιμότητας, ετοιμότητας, για να έχει επαφή με τους μαθητές του και να κατανοεί άμεσα, σφαιρικά την εσωτερική τους διάθεση. Όμως, η πολυπλοκότητα που δημιουργούν οι μηχανισμοί της επιθυμίας και της γοητείας, επιβάλλουν στο δάσκαλο, να συμφιλιώσει αντιφατικές απαιτήσεις. Πρέπει να κατανοεί τα αιτήματα των μαθητών αλλά να μην προκαλεί αυτά που αντιστοιχούν στις δικές του επιθυμίες. Πρέπει να είναι διαθέσιμος για να καταλαβαίνει τη σημασία των στάσεων, συμπεριφορών του παιδιού και ταυτόχρονα να συνειδητοποιεί τις δικές του προθέσεις. Πρέπει να έχει κάποια κοινά σημεία με το παιδί, για να μπορεί να μπαίνει στη θέση του, αλλά να μην ταυτίζεται με αυτό, ούτε να επιθυμεί να το κατακτήσει ή να δημιουργήσει στενούς δεσμούς που κινδυνεύουν να το αλλοτριώσουν. (Μάνος 1990-1991, Freud A. 1991, Mauco 1997, Κοσμόπουλος 1990) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Adler A.: «Η ατομική ψυχολογία στο σχολείο», εκδ. Επίκουρος, Αθήνα, 1990 Fontana D.: «Ψυχολογία για εκπαιδευτικούς», εκδ. Σαββάλα, Αθήνα, 1996 Freud A.: «Οι μηχανισμοί άμυνας του εγώ», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1977 Freud A.: «Εισαγωγή στην ψυχανάλυση του παιδιού», εκδ. Επίκουρος, Αθήνα, 1990 Freud A.: «Παιδαγωγική ψυχανάλυση», εκδ. Επίκουρος, Αθήνα, 1991 Freud S.: «Νέα σειρά παραδόσεων για την εισαγωγή στην ψυχανάλυση», εκδ. Επίκουρος, Αθήνα, 1977 Freud S.: «Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του εγώ», εκδ. Επίκουρος, Αθήνα, 1994 Δημοσίευση: www.inarcadia.gr & 8

Καλαντζή Αζίζι Α.: «Εφαρμοσμένη κλινική ψυχολογία στο χώρο του σχολείου», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1985 Κοσμόπουλου Α.: «Σχεσιοδυναμική παιδαγωγική του προσώπου», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1990 Lemperiere T.-Feline A.: «Εγχειρίδιο ψυχιατρικής ενηλίκων», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1995 Mauco G.: «Ψυχανάλυση και εκπαίδευση», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1997 Μάνου Κ.: «Παιδαγωγική ψυχολογία», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1990 Μάνου Κ.: «Ψυχοπαιδαγωγική συμβουλευτική», εκδ. του ιδίου, Αθήνα, 1991 Μάνου Ν.: «Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής», εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1997 Ματσαγγούρα Η.: «Οργάνωση και διεύθυνση της σχολικής τάξης», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1988 Παπαδόπουλου Ν.- Ζάχου Δ.: «Ψυχολογία», Κέντρο Ψυχολογικών Μελετών, Αθήνα, 1985 Παρασκευόπουλου Ι.: «Στοιχεία κλινικής ψυχολογίας», εκδ. του ιδίου, Αθήνα, 1984 Παρασκευόπουλου Ι.: «Εξελικτική ψυχολογία», εκδ. του ιδίου, Αθήνα, 1985 Παρασκευόπουλου Ι.: «Ψυχολογία των ατομικών διαφορών», εκδ. του ιδίου, Αθήνα, 1992 Σακελλαρόπουλου Π.: «Σχέσεις μητέρας και παιδιού τον πρώτο χρόνο ζωής», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2001 Σταύρου Λ.: «Ψυχοπαιδαγωγική αποκλινόντων», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1986 Τσιάντη Γ.- Μανωλόπουλου Σ.: «Σύγχρονα θέματα παιδοψυχιατρικής», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1989 Φλουρή Γ.: «Η αρχιτεκτονική της διδασκαλίας και η διαδικασία της μάθησης», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1986 Χαραλαμπόπουλου Β.: «Οργάνωση της διδασκαλίας και της μάθησης γενικά», εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1993 Δημοσίευση: www.inarcadia.gr & 9