Ó ÌË, EÍÔ Û, T ÍÈÎ K ÚÈ Ú «Tους συλλογίζοµαι πάντα γιατί είναι οι µ νοι άνθρωποι που είδα στη ζωή µου να µην έχουν το αρπαχτικ ή το κυνηγηµένο φος που γνώρισα σ λους τους άλλους. Tο φος εκείνο που τους κάνει ν ανήκουν στο κοπάδι των λ κων ή στο κοπάδι των αρνιών» Γιώργος ΣΕΦΈΡΗς, O κ. Στρατής Θαλασσιν ς περιγράφει έναν άνθρωπο (1932) «H εξουσία δεν παραχωρεί τίποτα χωρίς διεκδίκηση... Tα ρια των τυράννων προσδιορίζονται απ την καρτερία αυτών που καταπιέζουν» Φρέντερικ NΤΆΓΚΛΑς 1 ΣΤΟ ΒΑΘΜΟ ΠΟΥ Η ΥΝΑΜΗ ΚΑΙ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΠΥΡΗΝΑ κάθε πολιτικο φαινοµένου, ο εννοιολογικ ς τους προσδιορισµ ς δεν µπορεί παρά να αποτελεί την αφετηρία για την ανάλυση και καταν ηση της πολιτικής. Μάλιστα, πως παρατηρεί στο κλασικ του δοκίµιο περί δ ναµης και εξουσίας ο Στήβεν Λιο κς 2, οι έν- 1. Αµερικαν ς συγγραφέας και ρήτορας του 19ου αιώνα, που αγωνίστηκε µαχητικά για την κατάργηση της δουλείας των µα ρων. 2. Το δοκίµιο αυτ, πως δηλώνει και ο τίτλος του, οµιλεί περί power. O ρος power στον αγγλικ κοινωνιολογικ λ γο δεν χρησιµοποιείται µ νο µε την έννοια της δ ναµης αλλά και µε τη συγγενή έννοια της εξουσίας (βλ. παρακάτω υποσηµ. 6). 51
νοιες αυτές έχουν ε στοχα αποκαλεστεί «ουσιωδώς διαµφισβητο µενες», καθώς αναπ φευκτα συνεπάγονται ατέλειωτες διαφωνίες και διενέξεις σχετικά µε την ορθή χρήση τους, εν µέρει δι τι αυτή καθαυτή η συζήτηση περί δ ναµης και εξουσίας συνιστά µια πολιτική δραστηρι τητα (Lukes, 1974, 26). Λ γω αυτο ακριβώς του «ουσιωδώς διαµφισβητο µενου» χαρακτήρα τους, είναι αναγκαίο να εξηγήσουµε, στις σελίδες που ακολουθο ν, τι σηµαίνει δ ναµη και τι εξουσία, διατυπώνοντας γενικο ς ορισµο ς και αναπτ σσοντας αναλυτικά εργαλεία που θα επιτρέψουν την ακριβή, θεωρητικά έγκυρη αλλά και πολιτικά αποκαλυπτική χρήση αυτών των εννοιών στο ε τερο Μέρος του παρ ντος έργου, που επιχειρο µε να αναλ σουµε τη σ γχρονη πολιτική πραγµατικ τητα και ειδικ τερα: να ανιχνε σουµε τις κοινωνικές ρίζες των υφιστάµενων σχέσεων δ ναµης και εξουσίας να καταγράψουµε τις πολλές και ποικίλες µορφές που οι σχέσεις αυτές προσλαµβάνουν και τις εξουσιαστικές δοµές που συγκροτο ν τέλος, να ερµηνε σουµε τις ευρ τερες πολιτικές συνέπειες της παρξης και λειτουργίας τους. 1. ύναµη ΗΈΝΝΟΙΑ δ ναµη (ή ισχ ς ) αναφέρεται σε µια κοινωνική σχέση µεταξ δ ο ή περισσ τερων ατ µων, στην οποία ο Α (κάποιος/ κάποιοι) µπορεί και επιβάλλει στον Β (στον άλλον/άλλους) τη βο λησή του, δηλαδή τον εξαναγκάζει να κάνει κάτι, τον ωθεί επιτακτικά θέλοντας και µη να προβεί σε µια ενέργεια, να υιοθετήσει έναν τρ πο συµπεριφοράς ή κάποιες ιδέες, αντιλήψεις και αξίες. Αυτ ς ο ορισµ ς διατρέχει ή υπογραµµίζει κατά βάση λες τις σ γχρονες αναλ σεις και συζητήσεις περί δ ναµης, παρά τις υφιστάµενες πολλές, ποικίλες και σηµαντικές θεωρητικές διαφωνίες και διαφοροποιήσεις (Lukes, 1974, ιδίως σσ. 26-7. Bλ. επίσης Lukes, 1978 και ιαµαντ πουλος, 1985). Έτσι, σ µφωνα µε τον Βέµπερ «δ ναµη (Macht) είναι η πιθαν τητα τι ένα άτοµο είναι σε θέση να επιβάλει τη δική του θέληση µέσα σε µια κοινωνική σχέση, παρά την υφιστάµενη αντίσταση, και ανεξαρτήτως του πο στηρίζεται αυτή η πιθαν τητα» (Weber, 1921, 53). Παρ µοιους ορισµο ς συναντάµε και στις σ γχρονες πολιτικές µελέτες και αναλ σεις (βλ. ενδεικτικά Dahl, 1957, Giddens, 1984, 14-6, Clegg, 1989, Hindess, 1996, 3), καθώς και στο έργο του γάλλου στοχαστή Μισέλ Φουκώ, του οποίου η θεωρία σχετικά µε τη µορφή που 52
YNAMH, EΞOYΣIA, TAΞIKH KYPIAPXIA προσλαµβάνει η δ ναµη και η εξουσία κατά τους νε τερους χρ νους αποτελεί µείζονος σηµασία συµβολή στην πολιτική κοινωνιολογία (βλ. παρακάτω Kεφ. 4.2.δ). Σ µφωνα µε τον Φουκώ, «η άσκηση της δ ναµης... είναι ένας τρ πος δράσης κάποιων πάνω σε κάποιους άλλους... ένας τρ πος για τους µεν να δοµήσουν το πεδίο δυνατής δράσης των δε» (Foucoult, 1982, 219). Με άλλα λ για, η δ ναµη που ασκεί κάποιος οροθετεί τις δυνατ τητες δράσης του άλλου, το τι µπορεί και τι είναι αδ νατο να κάνει, τι του επιτρέπεται και τι του είναι απαγορευµένο. πως καθιστά σαφές ο παραπάνω ορισµ ς, η έννοια της δ ναµης είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την άσκησή της: η δ ναµη ασκείται εντ ς µιας κοινωνικής σχέσης προκειµένου αυτ ς που την ασκεί να επιτ χει κάποιους συγκεκριµένους στ χους. Εποµένως, η άσκηση δ ναµης αποτελεί µια συνειδητή και σκ πιµη κοινωνική δράση, δηλαδή µια πράξη µε κίνητρα, προθέσεις, σκοπο ς, καθώς και µια πράξη επιβολής, στο βαθµ που ένας ή περισσ τεροι άνθρωποι υποτάσσονται στη βο ληση, επιθυµίες ή στ χους κάποιου ή κάποιων άλλων. Το φαιν µενο της δ ναµης σφραγίζει την πλειον τητα των σχέσεων που συνάπτουν µεταξ τους τα µέλη µιας κοινωνίας, είναι διάσπαρτο σε λους τους κοινωνικο ς χώρους ή πεδία. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις, σε οποιαδήποτε εποχή και κοινωνία, κατά τις οποίες οι άνθρωποι συναλλάσσονται, συνεργάζονται, σχετίζονται και δραστηριοποιο νται, για οποιουσδήποτε λ γους ή σκοπο ς, χωρίς ταυτ χρονα σ αυτές τις κοινωνικές τους σχέσεις και πρακτικές να υπεισέρχεται το στοιχείο της δ ναµης 3. πως θα εξηγήσουµε στη συνέχεια, καθώς και 3. Τα αίτια αυτής της καθολικής παρουσίας του φαινοµένου της δ ναµης, λ γω των πολλών και ποικίλλων εκδοχών που αυτ εµφανίζει ιστορικά, δεν µπορο ν να αναλυθο ν στα πλαίσια του παρ ντος εισαγωγικο εγχειριδίου, το οποίο (στα κεφάλαια που ακολουθο ν) εστιάζει στις σχέσεις δ ναµης (και εξουσίας) που αναπτ σσονται κατά τους νε τερους µ νο χρ νους. Θέλουµε, ωστ σο, να παρατηρήσουµε τι στο βαθµ που η δ ναµη παντο και πάντα συνιστά µια κοινωνική σχέση, δηλαδή ένα κοινωνικ φαιν µενο, τα αίτιά του, πως πρώτος επεσήµανε ο Εµίλ Ντυρκέµ στην περίφηµη ερµηνεία του της φ σης των κοινωνικών γεγον των, δεν µπορεί παρά να είναι κι αυτά πρωτίστως κοινωνικά, δηλαδή να απορρέουν απ τον τρ πο οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας ή, ειδικ τερα, του επιµέρους κοινωνικο πεδίου εντ ς του οποίου αυτ εκδηλώνεται. Εντο τοις, πως θα δο µε παρακάτω (βλ. ιδίως Kεφ. 3), στους κ λπους της κοινωνικής φιλοσοφίας και θεωρίας είναι ιδιαίτερα διαδεδοµένη η αντίληψη τι οι ρίζες της δ ναµης βρίσκονται στην ανθρώπινη φ ση, στην αιώνια, ακαταµάχητη, ακ ρεστη ανάγκη του ανθρώπου να αποκτήσει δ να- µη επί άλλων ανθρώπων, να επικυριαρχήσει στις κοινωνικές σχέσεις και συναλλαγές 53
αναλυτικ τερα σε µετέπειτα κεφάλαια, αυτ που διαφοροποιείται µέσα στον ιστορικ χρ νο και τον κοινωνικ χώρο είναι η κατανοµή της δ ναµης µεταξ των µελών µιας κοινωνίας, δηλαδή το ποιοι (άτοµα, κοινωνικές οµάδες, κ.λπ.) ασκο ν δ ναµη, καθώς και η συγκεκριµένη µορφή που αυτή προσλαµβάνει, δηλαδή ο τρ πος µε τον οποίο ασκείται, τα (υλικά και µη) µέσα, οι µέθοδοι και οι τεχνικές που χρησιµοποιο νται προκειµένου εντ ς µιας κοινωνικής σχέσης ή στα πλαίσια µιας κοινωνικής δραστηρι τητας να επιβληθεί η βο ληση εν ς ή περισσ τερων ατ µων. 2. Εξουσία Η ΕΞΟΥΣΊΑ αποτελεί θεσµοποιηµένη δ ναµη, δηλαδή δ ναµη που ασκείται απ άτοµα λ γω της θέσης που κατέχουν εντ ς εν ς θεσµο. Για το λ γο αυτ οι εξουσιαστικές σχέσεις είναι κατ ουσίαν σχέσεις ιεραρχικές χι µ νο εκ των πραγµάτων (de facto) αλλά, πως θα εξηγήσουµε παρακάτω, σε πολλές περιπτώσεις και δικαιω- µατικά ή ν µιµα, δηλαδή βάσει υφιστάµενων καν νων (de jure). Η σχέση εξουσιαστή/εξουσιαζοµένου είναι πάντα µια σχέση ανώτερου/ κατώτερου: ο πρώτος εποπτε ει και ελέγχει τη συµπεριφορά του τελευταίου, δίνοντάς του εντολές στις οποίες αυτ ς οφείλει να υπακο σει, ειδεµή θα του επιβληθο ν κυρώσεις, ενώ η συµµ ρφωσή του σ αυτές τις εντολές συνήθως συνεπάγεται κάποιου είδους ανταµοιβή. «Εξουσία (Herrschaft)», γράφει ο Βέµπερ, «είναι η πιθαν τητα τι µια οµάδα ανθρώπων θα υπακο σουν σε µια εντολή µε ένα συγκεκριµένο περιεχ µενο» (Weber, 1921, 53). Τον θεσµικά κατοχυρωµένο χαρακτήρα της εξουσίας υποδηλώνουν τρεις λέξεις-κλειδιά στον ορισµ του Βέµπερ. Συγκεκριµένα, αναφέρεται σε (α) µια οµάδα ανθρώπων που του προκειµένου να διασφαλίσει την υλοποίηση των ποιων στ χων του ή την ικανοποίηση των πρωτ γονων επιθυµιών του. Την πλέον πειστική απάντηση σε λους αυτο ς τους ισχυρισµο ς θεωρο µε τι την παρέχει η µαρξιστική θεωρία, η οποία τονίζει τον κοινωνικ καθορισµ της ανθρώπινης φ σης (βλ. παρακάτω Kεφ. 3.2), πράγ- µα που επιβεβαιώνουν και τα πρ σφατα πορίσµατα της γενετικής (βάσει της χαρτογράφησης του ανθρώπινου γονιδιώµατος), σ µφωνα µε τα οποία δεν είναι η γενετική κατασκευή του ατ µου αλλά κατά κ ριο λ γο το κοινωνικ του περιβάλλον αυτ που τελικά καθορίζει χι µ νο τη συµπεριφορά του αλλά σε µεγάλο βαθµ ακ µα και την υγεία του, σωµατική και ψυχική. 54
YNAMH, EΞOYΣIA, TAΞIKH KYPIAPXIA (β) υπακο ουν σε µια (γ) εντολή, διαφοροποιώντας έτσι την εξουσιαστική σχέση απ τη µη-θεσµοποιηµένη σχέση δ ναµης, η οποία αφορά, πως είδαµε παραπάνω, σε (α) ένα πρ σωπο που (β) µπορεί και επιβάλλει (γ) τη θέλησή του παρά την υφιστάµενη αντίσταση. Εν ολίγοις, η έννοια της εξουσίας εµπεριέχει ή υποδηλώνει τη δυνατ τητα του εξουσιαστή να εξασφαλίσει την υποταγή του εξουσιαζοµένου, χωρίς µως απ µ νη της να προσδιορίζει το πο οφείλεται ή απ πο πηγάζει αυτή η δυνατ τητα, τους λ γους για τους οποίους αυτοί επί των οποίων ασκείται εξουσία υπακο ουν. Κι αυτ γιατί, πως διευκρινίζει ο Βέµπερ, η εξουσία είναι δυνατ ν «να βασίζεται στα πλέον ποικίλα κίνητρα συµµ ρφωσης: λο το φάσµα, απ απλ εθισµ ως τον πλέον καθαρά ορθολογικ ωφελιµιστικ υπολογισµ». Οπωσδήποτε, κάθε γνήσια µορφή εξουσίας υποδηλώνει ένα «minimum οικειοθελο ς συµµ ρφωσης» υπ την έννοια τι ο εξουσιαζ µενος έχει «συµφέρον» να υπακο σει, είτε το συµφέρον αυτ απορρέει απ «υστερ βουλα κίνητρα» ή εκφράζει «γνήσια αποδοχή» της εξουσίας (ibid, 212). Ωστ σο, παρατηρεί ο Βέµπερ, µια εξουσία που διασφαλίζει την επιβολή της στηριζ µενη στη συνήθεια, στην ιδιωφέλεια των εξουσιαζοµένων ή ακ µα και σε µια καθαρά συναισθηµατικής φ σεως αλληλεγγ η τους, είναι οπωσδήποτε ασταθής. Για το λ γο αυτ, κάθε εξουσία συνήθως επιχειρεί να αναπτ ξει και να καλλιεργήσει µεταξ αυτών επί των οποίων ασκεί τη δ ναµή της την «πίστη στη νοµιµ τητά της» (ibid, 213), να τους πείσει, δηλαδή, τι δικαίως απαιτεί την υπακοή τους, να προβάλει λ γους γιατί δικαιο ται να τους εξουσιάζει 4. Αυτ, µως, δεν σηµαίνει τι κάθε υποταγή ή συµµ ρφωση στην εξουσία οφείλεται στην αναγνώριση ή αποδοχή της νοµιµ τητάς της 5 : 4. Πολ πριν απ τον Βέµπερ ο Ρουσσώ παρατηρο σε τι «ο δυνατ τερος δεν είναι ποτέ αρκετά δυνατ ς για να είναι στο διηνεκές κυρίαρχος αν δεν µεταβάλλει τη δ να- µή του σε δικαίωµα και την υπακοή σε υποχρέωση» (στο: ιαµαντ πουλος, 1983, 52). 5. πως σωστά επισηµαίνει ο Θανάσης ιαµαντ πουλος, η ελληνική γλώσσα δεν διαθέτει δ ο διαφορετικο ς ρους για να αποδώσει µε τον ένα τη νοµιµ τητα της εξουσίας (legitimacy, legitimité, legitimität) υπ την έννοια τι η εξουσία είναι νοµιµοποιηµένη, δηλαδή οικειοθελώς ή αυθ ρµητα αποδεκτή απ τους εξουσιαζοµένους, και µε τον άλλον τη νοµιµ τητα της εξουσίας (legality, légalité, legalität) που οφείλεται στο γεγον ς τι αυτή στηρίζεται και ενεργεί σ µφωνα µε το ν µο ( ιαµαντ πουλος, 1983, 53-4). Στο παρ ν έργο, ο ρος νοµιµ τητα της εξουσίας καθώς και ο συναφής ρος της ν µιµης εξουσίας χρησιµοποιείται µε την πρώτη εννοιολογική σηµασία, ενώ καταφε γουµε στον ρο νοµική εξουσία προκειµένου να αποδώσουµε την 55
«εν είναι κατ ουδένα τρ πο αληθές τι κάθε περίπτωση υποταγής σε άτοµα που κατέχουν θέσεις εξουσίας έχει κυρίως (ή και καθ λου) να κάνει µε αυτήν την πίστη [στη νοµιµ τητα της εξουσίας ΜΣ]. Άτοµα ή ολ κληρες οµάδες µπορεί υποκριτικά να προσποιο νται αφοσίωση για καθαρά καιροσκοπικο ς λ γους, ή να την κάνουν πράξη για λ γους υλικής ιδιοτέλειας. Ή, οι άνθρωποι µπορεί να υποτάσσονται απ προσωπική αδυναµία και ανηµποριά καθώς δεν υπάρχει αποδεκτή εναλλακτική λ ση» (ibid, 214). Παρ µοια, ο Φουκώ παρατηρεί τι µια «σχέση εξουσίας µπορεί να είναι το αποτέλεσµα µιας προγενέστερης ή µ νιµης συγκατάθεσης», αλλά «δεν είναι στην ίδια τη φ ση της [εξουσίας] η εκδήλωση µιας συναίνεσης» (Foucault, 1982, 220 -έµφαση ΜΣ). Μάλιστα, ο Φουκώ τονίζει τι «ο άλλος, εκείνος στον οποίον ασκείται [η εξουσία] παραµένει µέχρι τέλους υποκείµενο δράσης», δηλαδή είναι δυνάµει ελε θερος να αντιδράσει, πράγµα που σηµαίνει τι «ανοίγεται µπροστά στη σχέση εξουσίας ένα ολ κληρο πεδίο απαντήσεων, αντιδράσεων, αποτελεσµάτων...» (Foucault, 1982, 219-20). Με άλλα λ για, η έννοια της εξουσίας δεν είναι άρρηκτα συνδεδε- µένη µε την έννοια της κοινωνικής αποδοχής ή συναίνεσης: η εξουσία είναι δ ναµη θεσµοποιηµένη αλλά χι εξ ορισµο ή κατ ανάγκη ν µι- µη ή νοµιµοποιηµένη 6. πως µε κάθε σαφήνεια δηλώνει στο παραπάνω απ σπασµα ο Φουκώ, οι σχέσεις εξουσίας είναι ασταθείς και δυνάµει ανατρέψιµες. Εποµένως, το ερώτηµα που οφείλει να απαντήσει ο πολιτικ ς κοινωνιολ γος αναφορικά µε κάθε σχέση εξουσίας είναι γιατί οι εξουσιαζ µενοι δεν εξεγείρονται ενάντια σ αυτο ς που τους εξουσία που ασκείται βάσει καν νων δικαίου και νοµιµοποιείται λ γω αυτών (βλ. παρακάτω την εν τητα 3.γ.3). 6. Σε,τι αφορά την ξεν γλωσση ορολογία, θέλουµε να σηµειώσουµε τι στη σχετική αγγλική/γαλλική βιβλιογραφία ο ρος power/pouvoir χρησιµοποιείται άλλοτε για να αποδώσει την έννοια της δ ναµης (αυτ που ο Βέµπερ αποκαλεί Macht) και άλλοτε την έννοια της εξουσίας (αυτ που ο Βέµπερ ονοµάζει Herrschaft). Για παράδειγ- µα, ο ρος power/pouvoir χρησιµοποιείται για να χαρακτηρίσει τη δ ναµη που ασκείται άτυπα µεταξ ατ µων ή κοινωνικών οµάδων (π.χ. εντ ς µιας διαπροσωπικής σχέσης, ή τη δ ναµη που ασκεί µια παιδική συµµορία κ.λπ.), αλλά και τη θεσµικά κατοχυρωµένη εξουσία, πως τη γονεϊκή εξουσία (parental power), ή την κρατική εξουσία ( state power / pouvoir d Etat ). Τέλος, άγγλοι ή γάλλοι µελετητές χρησιµοποιο ν αντί του ρου power/pouvoir τον ρο authority/autorité ταν θέλουν να τονίσουν τη νοµιµ τητα που τυχ ν χαρακτηρίζει µια σχέση ή ένα σ στηµα εξουσίας, ενώ ο Βέ- µπερ οµιλεί περί legitime Herrrschaft ή Autorität. 56
YNAMH, EΞOYΣIA, TAΞIKH KYPIAPXIA δυναστε ουν, γιατί υπακο ουν στις εντολές αυτών που τους διατάζουν ή, τέλος, γιατί αποδέχονται τους ισχυρισµο ς που προβάλλουν οι εκάστοτε φορείς της εξουσίας προκειµένου να δικαιώσουν την παρξή τους και να νοµιµοποιήσουν τις ενέργειές τους. πως θα εξηγήσουµε αµέσως πιο κάτω, οι λ γοι της υποταγής ή της πίστης του εξουσιαζοµένου στην εξουσία είναι τ σο ποικίλοι, ώστε να αποτελο ν έναν απ τους πλέον σηµαντικο ς παράγοντες που διαφοροποιο ν τα εξουσιαστικά φαιν µενα µέσα στο χρ νο και στο χώρο. 3. Μορφές εξουσίας ΟΙ ΣΧΈΣΕΙς, οι θεσµοί ή τα συστήµατα εξουσίας διαφέρουν µεταξ τους ως προς δ ο αλληλένδετα στοιχεία: πρώτον, ως προς τη µορφή δ ναµης που ασκο ν, δηλαδή ως προς τους π ρους και τα µέσα ή τις µεθ δους, θεσµικές διαδικασίες κ.λπ. που χρησιµοποιο νται προκειµένου να επιβληθεί η βο ληση (αποφάσεις, εντολές, ν µοι, διατάγµατα κ.λπ.) αυτών που κατέχουν θέσεις εξουσίας, δε τερον, ως προς τη µορφή της υποταγής που επιφέρουν ή διασφαλίζουν, δηλαδή ως προς το γιατί συµµορφώνονται αυτοί επί των οποίων ασκείται εξουσία. Οι µορφές δ ναµης και οι µορφές υποταγής που παραθέτουµε αµέσως παρακάτω δεν παρέχουν µια εξαντλητική περιγραφή της ιστορικής πραγµατικ τητας, αλλά αναλυτικά εργαλεία για την προσέγγιση και ερµηνεία των εξουσιαστικών φαινοµένων. Αποτελο ν γενικές και αφηρηµένες έννοιες, τις οποίες στην εµπειρική πραγµατικ τητα σπανίως συναντάµε στην καθαρή τους µορφή, καθώς επικαλ πτονται ή συνδυάζονται µε ποικίλους σ νθετους και µεταβαλλ µενους τρ πους. Ωστ σο, σε κάθε δεδοµένη ιστορική στιγµή και κοινωνικ σχηµατισµ σε οποιαδήποτε εξουσιαστική σχέση ή θεσµ κυριαρχεί µια συγκεκριµένη µορφή δ ναµης και µια συγκεκριµένη µορφή υποταγής. Ο συνδυασµ ς αυτ ς της προσδίδει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, χωρίς µως αυτ να αποκλείει την ταυτ χρονη παρουσία (συνήθως έµµεση παρά άµεση, µε λιγ τερη ένταση, συχν τητα, βαρ νουσα σηµασία κ.λπ.) µέσων επιβολής και κινήτρων υπακοής που υποδηλώνουν την προσφυγή σε κάποιες άλλες συµπληρωµατικές µορφές δ ναµης και υποταγής. 57