Μεταπτυχιακή Εργασία στο πλαίσιο του ΜΠΣ «Γεωεπιστήμες και Περιβάλλον» Κατεύθυνση «Περιβαλλοντική Ωκεανογραφία» «Σύσταση Απορριμμάτων & Εκτίμηση της Συμβολής των Θαλάσσιων & Χερσαίων Πηγών Ρύπανσης σε 80 ελληνικές ακτές» Κορδέλλα Σταυρούλα Επιτροπή: Παπαθεοδώρου Γεώργιος (Επιβλέπων) Γεραγά Μαρία Φερεντίνος Γεώργιος Τμήμα Γεωλογίας Πανεπιστήμιο Πατρών Εργαστήριο Θαλάσσιας Γεωλογίας & Φυσικής Ωκεανογραφίας Πάτρα, Ιούνιος 2008
Πρόλογος Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Γεωεπιστήμες και Περιβάλλον», στην κατεύθυνση «Περιβαλλοντική Ωκεανογραφία», του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Η ολοκλήρωση της παρούσας εργασίας δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την πολύτιμη συμβολή του επίκουρου καθηγητή του Τμήματος Γεωλογίας, Δρ. Γιώργο Παπαθεοδώρου, τον οποίο στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά για την συνεχή επίβλεψη, καθοδήγηση και τις καθοριστικής σημασίας υποδείξεις του. Επίσης, θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στη λέκτορα του Τμήματος Γεωλογίας, του Πανεπιστημίου Πατρών, Δρ. Μαρία Γεραγά και στον καθηγητή του τμήματος Δρ. Γεώργιο Φερεντίνο, για την πολύτιμη συμβολή τους και την πρόθυμη συμμετοχή τους στην τριμελή επιτροπή της παρούσας εργασίας. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον υποψήφιο διδάκτορα του τομέα Θαλάσσιας Γεωλογίας και Φυσικής Ωκεανογραφίας, του Τμήματος Γεωλογίας, του Πανεπιστημίου Πατρών, κ. Ηλία Φακίρη για τη βοήθειά και υποστήριξη που προσέφερε, σε όλη την πορεία της παρούσας μελέτης. Τέλος, ευχαριστούμε θερμά για την άριστη συνεργασία, τη μη κυβερνητική οργάνωση Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS και τους εθελοντές της εκστρατείας «Καθαρίστε τη Μεσόγειο», για την συμβολή τους στην παρούσα μελέτη.
Περίληψη Στην παρούσα εργασία έγινε εκτίμηση της σύσταση παράκτιων απορριμμάτων και της συμβολής χερσαίων και θαλάσσιων πηγών ρύπανσης σε 80 ακτές από όλη την Ελλάδα. Η συλλογή των δεδομένων έγινε με τη συμμετοχή εθελοντών, οι οποίοι κατέγραψαν ποσοτική (εκτίμηση ποσοστών των υλικών των απορριμμάτων) και ποιοτική πληροφορία (σχετικά με τις πηγές ρύπανσης) στην οποία έγινε παραμετροποίηση. Στον πίνακα δεδομένων που προέκυψε έγινε πολυδιάστατη στατιστική ανάλυση, όπου σύμφωνα με τα αποτελέσματά της, οι ακτές στην Ελλάδα διακρίνονται σαφώς με βάση τις πηγές ρύπανσης τους, ενώ επίσης χωρίζονται σε δύο στατιστικά σημαντικές ομάδες, σύμφωνα με τις πηγές και τα υλικά των απορριμμάτων που υπάρχουν σε αυτές. Το υλικό που βρέθηκε να κυριαρχεί στις ελληνικές ακτές είναι το πλαστικό (42,6% - 50,6%). Λέξεις κλειδιά: παράκτια απορρίμματα, θαλάσσια ρύπανση, πολυδιάστατη στατιστική ανάλυση, Μεσόγειος,Ελλάδα. Abstract In the present study, the composition of beach litter and the contribution of land based and marine based litter - sources, were estimated for 80 beaches from all over Greece. The data was collected with the contribution of volunteers, who gathered quantitative (estimates on percentages of litter material) and qualitative information (on the beach litter sources). The results of multivariate statistical techniques, that were applied on the data matrix, which was formed after the parametrization of the qualitative data, showed that Greek beaches may be distinguished in to statistically important groups, according to the sources and material of beach - stranded litter. Plastic is the dominant material in greek beaches (42.6% - 50.6%). Key words: Beach litter, marine pollution, multivariate analysis, Mediterranean, Greece.
Περιεχόμενα 1. Εισαγωγή 1 1.1 Στόχοι της εργασίας.1 1.2 Απορρίμματα και θαλάσσιος χώρος.1 1.3 Πηγές απορριμμάτων στην παράκτια ζώνη..2 1.4 Επιπτώσεις απορριμμάτων στην παράκτια ζώνη 3 1.5 Μελέτη απορριμμάτων στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο 9 2. Μεθοδολογία...12 2.1 Εργασίες πεδίου/ Καταγραφή.12 2.2 Επεξεργασία Δεδομένων..17 2.2.1 Ποσοτικοποίηση Δεδομένων...17 2.2.2 Περιγραφική Στατιστική...18 2.2.3 Πολυδιάστατη Στατιστική Ανάλυση 18 2.2.4 Χαρτογραφική Επεξεργασία Δεδομένων...21 3. Αποτελέσματα.23 4. Συμπεράσματα 42
[1] 1. Εισαγωγή 1.1 Στόχοι της εργασίας Οι στόχοι της παρούσας εργασίας είναι η αποτύπωση, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, του ρυπαντικού φορτίου, όσο αφορά στα απορρίμματα, σημαντικού αριθμού ελληνικών ακτών, καθώς και η εκτίμηση της συμβολής κάθε μιας πηγής ρύπανσης με απορρίμματα, σε κάθε ακτή, με εφαρμογή πολυδιάστατων στατιστικών επεξεργασιών. Ενώ τα αποτελέσματα που προκύπτουν, φιλοδοξούν να αποτελέσουν τη βάση για την ανάπτυξη ενός σχεδίου διαχείρισης των πηγών ρύπανσης, για τον περιορισμό των απορριμμάτων στις ελληνικές ακτές, δρώντας προληπτικά και όχι θεραπευτικά. 1.2 Απορρίμματα και θαλάσσιος χώρος Τα απορρίμματα στο θαλάσσιο χώρο είναι ένα πρόβλημα που κεντρίζει το ενδιαφέρον της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας τα τελευταία τριάντα χρόνια, ενώ πλέον η ύπαρξή τους αποτελεί ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, ακόμα και σε εξαιρετικά απομονωμένες περιοχές (Ryan and Watkins, 1988; Torres et al., 1997; Walker et al., 1997; Benton, 1995). Τα θαλάσσια απορρίμματα ορίζονται ως «κάθε βιομηχανικά κατασκευασμένο ή επεξεργασμένο υλικό που εισέρχεται σαν στερεό απόβλητο στο θαλάσσιο περιβάλλον από οποιαδήποτε πηγή» (Coe and Rogers, 1997) Οι περισσότερες μελέτες, που έχουν εκπονηθεί διεθνώς, αφορούν στην ποιοτική και ποσοτική καταγραφή των απορριμμάτων με στόχο αφενός την ανάπτυξη μεθοδολογιών για την έρευνα της ρύπανσης από απορρίμματα στο θαλάσσιο χώρο και αφετέρου την αποτύπωση των τάσεων στην σύσταση, κατανομή και προέλευση τους. Τα απορρίμματα, σύμφωνα με τη θέση που βρίσκονται στο θαλάσσιο χώρο, διαχωρίζονται σε παράκτια, επιπλέοντα και βενθικά. Οι περισσότερες μελέτες διεθνώς, έχουν πραγματοποιηθεί για τα παράκτια απορρίμματα (Abu Hilal & Al Najar, 2004; Claerabought, 2004; Debrot et al., 1999; Gabrielides et al., 1991; Frost and Cullen, 1997; Iniguez & Fisher, 2003; Jozwiak, 2005; Khordagui & Abu Hilal, 1992; Dixon & Cooke, 1977; Dixon & Dixon, 1981; Moore et al., 2001a; Kusui & Noda, 2003; Price et al., 1987; Ross et al., 1991; Santos et al., 2008; Sheavly and
[2] Register, 2007, Whiting, 1998) λόγω της ευκολίας στην πρόσβαση και καταγραφή τους, ενώ λιγότερες έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί για τα επιπλέοντα (Dixon and Dixon; 1983; Morris, 1980; McCoy, 1998) και βενθικά (Koutsodendris et al., 2007; Moore and Allen, 2000; Stefatos et al., 1999; Katsanevakis & Katsarou, 2004; Galili et al., 1995; Backhurst and Cole, 2000; Galgani et al., 1995a; Galgani et al. 2000; Hess et al., 1999; June, 1990; Kaneheiro et al., 1996; Kuriyama et al., 2003; Nagelkerken et al., 2001) απορρίμματα. 1.3 Πηγές απορριμμάτων στην παράκτια ζώνη Σύμφωνα με τις μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για τις πηγές των απορριμμάτων στο θαλάσσιο περιβάλλον (inter alli Debrot et al., 1999; Dixon & Dixon, 1981; Nagelkerken et al., 2001; Shiber, 1987; Shiber & Barrales Rienda, 1991; Wilber, 1987; Moore and Allen, 2000; Moore et al., 2001a; Koutsodendris et al., 2007, Santos et al., 2005), οι πηγές των απορριμμάτων μπορούν να διαχωριστούν σε δύο κύριες κατηγορίες: τις θαλάσσιες και τις χερσαίες πηγές. Συνεπώς, τα απορρίμματα που συναντάμε στην παράκτια ζώνη είναι άλλοτε θαλάσσιας και άλλοτε χερσαίας προέλευσης. Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών (UNEP, 2006) η συνεισφορά των θαλάσσιων πηγών στο συνολικό ρυπαντικό φορτίο στην παράκτια ζώνη φτάνει το 20%, ενώ σε χερσαίες πηγές ρυπαίνουν κατά 80% παράκτια ζώνη, παγκόσμια. Οι χερσαίες πηγές απορριμμάτων με τη σειρά τους μπορούν να διαχωριστούν σε δύο κύριες κατηγορίες: τις χερσαίες πηγές που σχετίζονται με την αναψυχή και τις χερσαίες πηγές που δεν σχετίζονται με την αναψυχή. Χερσαίες πηγές που συνδέονται με την αναψυχή, μπορεί να είναι η εγκατάλειψη απορριμμάτων από λουόμενους επισκέπτες της ακτής, η λειτουργία κέντρων διασκέδασης, ξενοδοχείων κ.α. Χερσαίες πηγές που δεν σχετίζονται με την αναψυχή είναι δυνατόν να είναι η μεταφορά απορριμμάτων στην παράκτια ζώνη λόγω της έκπλυσης από την βροχή, μέσω ποταμών, χειμάρρων και αγωγών ομβρίων υδάτων, η μεταφορά απορριμμάτων μέσω αγωγών αποχέτευσης, η μεταφορά μέσω του ανέμου (π.χ. από παρακείμενο σκουπιδότοπο ή οικισμό) (Cundell, 1973; Dixon & Cooke, 1977; Nagelkerken et al., 2001; Pruter, 1987; Abu Hilal & Al Najjar, 2004, Santos et al., 2005; Moore and
[3] Allen, 2000; Katsanevakis and Katsarou, 2004; Walker et al., 2006; Koutsodendris et al., 2007; Frost and Cullen, 1997), καθώς και δραστηριότητες που μπορεί να λαμβάνουν χώρα στην παράκτια ζώνη, όπως οικιστικές, μεταποιητικές και αγροτικές. Οι θαλάσσιες πηγές απορριμμάτων μπορούν να διαχωριστούν στις πηγές που σχετίζονται με την αλιεία, δηλαδή την εμπορική αλιεία (June, 1990; Kanehiro et al., 1996; Hess et al., 1999; Kuriyama et al., 2003), τις ιχθυοκαλλιέργειες και την αλιεία για λόγους αναψυχής, και στις πηγές που σχετίζονται με τη ναυσιπλοΐα, δηλαδή όταν τα απορρίμματα που καταλήγουν στην παράκτια ζώνη προέρχονται από διερχόμενα φορτηγά και επιβατηγά πλοία ή και σκάφη αναψυχής ή από γειτνίαση με λιμάνι ή μαρίνα (Horseman, 1982; Galil et al., 1999; Stefatos et al., 1999; Galgani et al., 2000; Moore & Allen, 2000; Price et al., 1987; Vaulk & Schrey, 1987; Abu Hilal & Al Najjar, 2004; Shiber & Barrales Rienda, 1991). 1.4 Επιπτώσεις απορριμμάτων στην παράκτια ζώνη Τα απορρίμματα στις θάλασσες και στις ακτές, είναι μία από τις πιο εμφανείς εκφράσεις της αρνητικής ανθρώπινης επίδρασης στο θαλάσσιο περιβάλλον, με επιπτώσεις αισθητικές, οικονομικές και βιολογικές, καθώς με κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία. Η συσσώρευση απορριμμάτων σε μια ακτή, οδηγεί στην αισθητική υποβάθμισή της (Somerville et al., 2003), είτε αναφερόμαστε σε αυτή σαν φυσικό τοπίο, είτε σαν περιοχή που εξυπηρετεί τον άνθρωπο ως τόπος αναψυχής (Ofiara and Brown, 1999). Οι οικονομικές επιπτώσεις από τα παράκτια και τα θαλάσσια απορρίμματα γενικότερα, είναι δυνατόν να επηρεάσουν τον τουρισμό, τη βιομηχανία και την αλιεία. Οι οικονομικές επιπτώσεις των παράκτιων απορριμμάτων στον τουρισμό αφορούν στο γεγονός ότι η τουριστική αξία μιας περιοχής σχετίζεται θετικά με την αισθητική της αξία. Η αισθητική υποβάθμιση τουριστικών παράκτιων περιοχών λόγω της ύπαρξης απορριμμάτων, έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της τουριστικής δραστηριότητας, λόγω της αποθάρρυνσης των ανθρώπων να επισκεφτούν για κολύμβηση, ψάρεμα και για όποια δραστηριότητα συνδέεται με την αναψυχή, ακτές με απορρίμματα. Κατά συνέπεια μειώνονται τα εισοδήματα των
[4] παράκτιων τουριστικών επιχειρήσεων, που στηρίζουν πολλές παράκτιες κοινωνίες (Shievly and Register, 2007). Σε πολλές τουριστικές περιοχές σε όλο τον κόσμο, για την αποφυγή της μείωσης της τουριστικής δραστηριότητας λόγω της ύπαρξης παράκτιων απορριμμάτων, οι τοπικές αρχές καταφεύγουν σε καθαρισμούς των ακτών, είτε με μηχανικά μέσα είτε με «το χέρι» (Roehl and Ditton, 1993; Ballance et al., 2000; Silva-Inniguez and Fischer, 2003). Το οικονομικό κόστος των καθαρισμών των ακτών καλύπτεται από τις εκάστοτε τοπικές αυτοδιοικήσεις, δηλαδή από τους φορολογούμενους πολίτες (Marine Conservation Society, 2008). Για τον καθαρισμό των παράκτιων απορριμμάτων στην Αγγλία και την Ουαλία, οι τοπικές κοινωνίες ξοδεύουν ποσά που ανέρχονται στις 14.000.000 στερλίνες ετησίως (Environmental Protection Agency, 2004) Ο τομέας της βιομηχανίας επηρεάζεται από την ύπαρξη απορριμμάτων στην υδάτινη στήλη, καθώς αυτή αυξάνει το κόστος για την άντληση μεγάλων ποσοτήτων θαλασσινού νερού, που χρησιμοποιείται για ψύξη, όπως στη βιομηχανία υγροποίησης φυσικού αερίου ή στις μονάδες αφαλάτωσης, επειδή τα απορρίμματα φράζουν και προξενούν βλάβες στα συστήματα άντλησης νερού (Claereboudt, 2004). Το κόστος της εμπορικής αλιείας αυξάνεται σε περιοχές που πλήττονται από παράκτια, επιπλέοντα και βενθικά απορρίμματα. Τα βενθικά απορρίμματα ή αλλιώς τα απορρίμματα που βρίσκονται στον πυθμένα της θάλασσας, εμπλέκονται στις ανεμότρατες, ενώ τα επιπλέοντα στα δίχτυα των ψαράδων και στις προπέλες των αλιευτικών σκαφών, προξενώντας ζημιές (Nash, 1992; Dixon and Dixon, 1981) και δεσμεύοντας τον παραγωγικό χρόνο των ψαράδων για καθαρισμό των διχτυών ή προσθέτοντας το μεγάλο κόστος της επισκευής ή αντικατάστασης χαλασμένων διχτυών και ανεμοτρατών (Nash, 1992). Επίσης τα απορρίμματα που βρίσκονται στην υδάτινη στήλη όταν εμπλέκονται στα δίχτυα, τα καθιστούν εμφανή στα ψάρια, οδηγώντας σε μείωση της «ψαριάς». Για την μείωση των παραπάνω επικινδυνοτήτων, όταν η περιοχή που συνήθως ψαρεύουν είναι ρυπασμένη με σκουπίδια, οι ψαράδες μεταφέρονται σε άλλη περιοχή, και παρόλο που είναι αβέβαιο αν θα μειωθεί ο όγκος των αλιευμάτων τους, σίγουρα περισσότερος χρόνος και καύσιμα απαιτούνται για να επιτευχθεί η ελάχιστη «ψαριά», λόγω της διαδρομής μέχρι την περιοχή που δεν θα υπάρχουν απορρίμματα (Nash, 1992). Μια πολύ σημαντική αρνητική οικονομική και βιολογική επίπτωση των βενθικών απορριμμάτων αλιευτικής προέλευσης συγκεκριμένα, είναι η
[5] «αλιεία φάντασμα» (ghost fishing).το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα βενθικά απορρίμματα που προέρχονται από αλιευτικό εξοπλισμό (π.χ. χαλασμένα δίχτυα ψαρέματος, Εικ. 1.1) εξακολουθούν να «πιάνουν» ψάρια και οστρακοειδή (Hess et al., 1999; Smolowitz, 1978; Laist, 1987; Breen, 1990; Guillory, 1993; Carr and Harris, 1997). Το 1978, 99 νεκρά θαλασσοπούλια και περισσότεροι από 200 σολομοί μετρήθηκαν μετά την ανάσυρση ενός διχτυού 1500 m που είχε χαθεί νότια των Aleutian Islands (DeGange and Newby, 1980). Ενώ στις Η.Π.Α έχει υπολογιστεί ότι εμπορικός αστακός αξίας 250.000.000 δολαρίων χάνεται σε ετήσια βάση, λόγω της «αλιείας φάντασμα» (Joint Nature Conservation Committee, 2008). Πηγή: Joint Nature Conservation Committee Εικ.1.1: Το φαινόμενο της «αλιείας φάντασμα» (ghost fishing) Οι επιπτώσεις των θαλάσσιων απορριμμάτων στα παράκτια και θαλάσσια οικοσυστήματα είναι αποτυπωμένες στην παγκόσμια βιβλιογραφία (Katsnevakis et al., 2007; Aliiani & Molcard, 2003; Laist, 1997; Robards et al., 1995; Walker et al., 1997). Οι επιπτώσεις αυτές, προκαλούν κινδύνους εμπλοκής και κατάποσης των απορριμμάτων από τα θαλάσσια ζώα και πουλιά (Robards et al., 1995; Walker et al., 1997). Τα θαλάσσια ζώα (όπως είναι οι φώκιες και οι θαλάσσιες χελώνες), καθώς και θαλάσσια πουλιά (όπως είναι διάφορα είδη γλάρων, πελεκάνοι, άλμπατρος κ.α.) που μπλέκονται στα απορρίμματα παρουσιάζουν μειωμένη ικανότητα να ταξιδέψουν, να βρουν τροφή και να αποφύγουν τους θηρευτές τους και σαν αποτέλεσμα κινδυνεύουν να
[6] τραυματιστούν σοβαρά ή να πεθάνουν από ασιτία, ασφυξία ή πνιγμό (Jones, 1995; Laist, 1997; Marine Conservation Society 2002; Walker et al., 1997). Οι επιπτώσεις της κατάποσης θαλάσσιων απορριμμάτων από θαλάσσιες χελώνες (Bjorendal et al., 1994; Tomas et al., 2001), διάφορων ειδών θαλασσοπούλια (Cadee, 2002; Furness, 1985; Robards et al., 1995; Ryan and Jackson, 1987) καθώς και σε άλλα ζώα της θάλασσας είναι αποδεδειγμένες. Τα θαλάσσια απορρίμματα όταν καταπίνονται από τα ζώα είτε άμεσα, επειδή μπορεί να μοιάζουν με τη λεία ή την τροφή τους, είτε έμμεσα με βιοσυσσώρευση μέσω της τροφικής αλυσίδας, είναι δυνατό να δημιουργήσουν έλκος, να φράξουν την πεπτική οδό και να μειώσουν την λήψη τροφής λόγω ενός ψευδούς αισθήματος κορεσμού, που έχει σαν αποτέλεσμα την ασιτία και τελικά το θάνατο (Laist, 1987; Jones, 1995; Huin and Croxal, 1996; Marine Concervation Society, 2002). Τα απορρίμματα είναι δυνατό να παρέχουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την μετανάστευση ειδών της βενθικής μακροπανίδας, όπως καταφύγιο, τροφή, κατάλληλο υπόστρωμα (Katsanevakis et al., 2007) ή και τo «μεταφορικό μέσο» για αποίκιση (Aliiani & Molcard, 2003), που μπορεί να οδηγήσεις σε διαταραχή των τοπικών οικοσυστημάτων (Katsanevakis et al., 2007; Laist, 1987). Το υλικό το οποίο κυρίως δημιουργεί αυτές τις προϋποθέσεις και επιπτώσεις είναι το πλαστικό. Η πολυχρηστικότητά του πλαστικού, έχει οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση στην χρήση του τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Τα πλαστικά είναι ελαφριά, ανθεκτικά στη χρήση και στο χρόνο και φθηνά (Laist, 1987), χαρακτηριστικά που τα κάνουν κατάλληλα για τη βιομηχανική κατασκευή μεγάλου εύρους προϊόντων. Οι ίδιες ιδιότητες αποτελούν τους λόγους που καθιστούν τα πλαστικά επικίνδυνα για το περιβάλλον (Pruter, 1987; Laist, 1987). Τα πλαστικά, λόγω της χαμηλής πυκνότητας τους, είναι πλευστά και λόγω της ανθεκτικότητάς τους έχουν μεγάλο χρόνο παραμονής στο θαλάσσιο περιβάλλον (Derraik, 2002). Σαν αποτέλεσμα, μπορούν να «ταξιδεύουν» μεγάλες αποστάσεις και τελικά να συσσωρεύονται σε ακτές αλλά και σε τμήματα του θαλάσσιου πυθμένα, λόγω της βυθομετρίας και των τοπικών γεωφυσικών συνθηκών (Galgani et al., 2000) και να παραμένουν εκεί για αιώνες (Hansen,1990; Ryan,1987b; Goldberg, 1995 & 1997), προξενώντας τους κινδύνους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Τα πλαστικά, με την συσσώρευσή τους στο θαλάσσιο πυθμένα, είναι δυνατό να προκαλέσουν «ασφυξία» στο βενθικό οικοσύστημα, καθώς
[7] εμποδίζουν το φως και τα θρεπτικά να φτάσουν τους βενθικούς οργανισμούς, επηρεάζοντας την παραγωγικότητα του οικοσυστήματος (Laist, 1987). Δύο σημαντικές κατηγορίες πλαστικών απορριμμάτων, με πολύ ανησυχητικές επιπτώσεις για τα θαλάσσια οικοσυστήματα, είναι το πλαστικό σε μορφή σφαιριδίων και το πλαστικό σε μορφή θραυσμάτων. Τα πλαστικά σφαιρίδια (plastic pellets ή resin pellets) έχουν διάμετρο 0,1-0,5 cm, και αποτελούν τη βιομηχανική πρώτη ύλη που χρησιμοποιεί η βιομηχανία του πλαστικού, για την παραγωγή προϊόντων (Mato, 2001). Τα πλαστικά σφαιρίδια εκλύονται στο περιβάλλον από τα εργοστάσια κατασκευής πλαστικών, από όπου εύκολα οδηγούνται στο θαλάσσιο περιβάλλον με έκπλυση από το νερό της βροχής, μέσω ποταμών, χειμάρρων, ενώ είναι δυνατό να απελευθερωθούν άμεσα στο θαλάσσιο περιβάλλον, λόγω ατυχημάτων κατά τη μεταφορά τους με πλοία (Robards et al., 1995; Gregory, 1983; Mato, 2001). Τα πλαστικά σφαιρίδια, λόγω του μεγάλου χρόνου παραμονής τους και της πλευστότητάς τους, έχουν ευρεία κατανομή στις ακτές και στην επιφάνεια των θαλασσινών νερών παγκόσμια (Dixon & Dixon, 1981; Furness, 1985; Mato et al., 2001; Gregory, 1983; Moore et al., 2001a; Ryan and Jackson, 1987; Shieber and Barrales Rienda, 1991; Robards et al., 1995; Kusui and Noda, 2003). Τα πλαστικά σφαιρίδια, είναι δυνατό να έχουν προσροφήσει υδρόφοβες τοξικές ουσίες όπως πολύχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs), πολυαρωματικούς υδρογονάνθρακες (PAHs) και DDT (Endo et al., 2005; Mato et al., 2001). Η δεύτερη κατηγορία πλαστικών απορριμμάτων, τα πλαστικά θραύσματα (plastic fragments), είναι μικρά (μεγέθους μερικών mm) σπασμένα κομματάκια, από μεγαλύτερα κατασκευασμένα αντικείμενα τα οποία είχαν καταλήξει ως απορρίμματα στο θαλάσσιο περιβάλλον, και με την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας (φωτοδιάσπαση) και την πάροδο του χρόνου, θρυμματίστηκαν (Khordagui and Abu Hilal, 1992; Kusui and Noda, 2003; Robards, 1995; Ryan and Jackson, 1987; Furness, 1985). Τα πλαστικά σφαιρίδια και θραύσματα έχει βρεθεί ότι καταπίνονται από θαλάσσια πουλιά και ζώα, λόγω ομοιότητας με την τροφή τους, προκαλώντας βλαβερές συνέπειες στην θαλάσσιους οργανισμούς (Furness, 1985; Ryan and Jackson, 1987; Robards et al., 1995; Day et al.,
[8] 1985) αλλά και βιοσυσσώρευση PCB, PAH και DDT μέσω της τροφικής αλυσίδας (Robards et al., 1995; Aldershoff, 1982). Επιπλέον, αρνητικές επιπτώσεις στα παράκτια οικοσυστήματα φαίνεται να έχουν οι μηχανικοί καθαρισμοί ακτών από απορρίμματα, στους οποίους πολλές φορές καταφεύγουν οι τοπικές αρχές. Ο μηχανικός καθαρισμός τείνει να αφαιρεί, εκτός από απορρίμματα και οργανικό υλικό, όπως φύκια και ανεπεξέργαστα ξύλα, μειώνοντας την βιοποικιλότητα της ακτής και επεμβαίνοντας στην τροφική αλυσίδα (Llewellyn and Shackley, 1996). Τα παράκτια απορρίμματα είναι δυνατό να έχουν επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Ο πιο συνηθισμένος κίνδυνος για τους λουόμενους σε ακτές με απορρίμματα είναι οι τραυματισμοί, όπως αμυχές στα πόδια από κομμάτια αλουμινένιων δοχείων και από σπασμένα γυάλινα μπουκάλια (Dixon and Dixon, 1981). Επίσης, έχουν αναφερθεί περιστατικά σχετικά με συσκευασμένα επικίνδυνα προϊόντα, που χάθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν από πλοία στη θάλασσα και κατόπιν εκβράστηκαν στην ακτή. Στο Sandown στη Νότια Αγγλία, στις 6 Μαρτίου του 1976, 43 άνθρωποι εισήχθηκαν σε νοσοκομείο για ιατρικές εξετάσεις, μετά από έκθεση σε αναθυμιάσεις συμπυκνωμένης αιθυλικής μερκαπτάνης από τις διαρροές ενός πλαστικού δοχείου, χωρίς ετικέτα, που εκβράστηκε στην ακτή (Dixon and Dixon, 1981). Επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία, μπορούν να είναι και τα απορρίμματα που προέρχονται από αστικά λύματα (Sewage Related Debris, SRD) καθώς και από βιομηχανικά ή νοσοκομειακά απόβλητα (Somerville et al., 2003).
[9] 1.5 Μελέτη απορριμμάτων στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο Η μελέτη των ποσότητες, κατανομών, πηγών και επιπτώσεων των απορριμμάτων στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο, είναι πολύ περιορισμένη. Οι τρεις μελέτες, οι οποίες αφορούν στα βενθικά απορρίμματα, παρουσιάζονται παρακάτω. 1.5.1. Απορρίμματα στο βυθό τεσσάρων κόλπων στην Ελλάδα (Πατραϊκός, Κορινθιακός, Εχινάδες, Λακωνικός) πλήθος, σύσταση, πηγές απορριμμάτων (Koutsodendris et al., 2007). Με την χρήση ανεμοτρατών, συλλέχθηκαν βενθικά απορρίμματα από τους βυθούς των κόλπων του Πατραϊκού, Κορινθιακού, Λακωνικού και των Εχινάδων. Τα απορρίμματα μετρήθηκαν και σύμφωνα με το υλικό τους και την αρχική τους χρήση. Η μέση πυκνότητα των απορριμμάτων κυμαίνεται μεταξύ 72-437 τεμ./km 2, ενώ το μέσο βάρος απορριμμάτων κυμαίνεται μεταξύ 6,7-47,4 kg/km 2. Τα πλαστικά απορρίμματα βρέθηκαν να κυριαρχούν στην κατηγορία του υλικού (56%), ενώ ακολούθησαν τα μεταλλικά (17%) και τα γυάλινα απορρίμματα (11%). Η «συσκευασία αναψυκτικών/ ποτών» (32%) είναι η κυρίαρχη κατηγορία όσο αφορά στην αρχική χρήση απορριμμάτων που συλλέχθηκαν και ακολουθείται από τη «γενική συσκευασία» (28%) και η «συσκευασία τροφίμων» (21%). Σύμφωνα με την τυπολογία που προκύπτει, τρεις κυρίαρχες πηγές απορριμμάτων αποτυπώθηκαν. Οι χερσαίες πηγές, η θαλάσσια πηγή ναυσιπλοοία και η θαλάσσια πηγή αλιεία (Εικ.1.2). Με εφαρμογή παραγοντικής ανάλυσης στα δεδομένα που προέκυψαν από την μελέτη, επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη τριών κυρίαρχων πηγών απορριμμάτων. Η εφαρμογή της παραγοντικής ανάλυσης Q- τύπου, οδήγησε στην ποσοτικοποίηση των πηγών ρύπανσης με απορρίμματα. Στις χερσαίες πηγές φάνηκε ότι οφειλόταν το 69% των συνολικών απορριμμάτων, ενώ ακολούθησε η θαλάσσια πηγή ναυσιπλοοία (26%) και η αλιεία (5%).
[10] Εικ1.2: Χάρτης συμβολής των τριών πηγών ρύπανσης με απορρίμματα των περιοχών μελέτης από τους Koutsodendris et al. (2007) 1.5.2 Επιπτώσεις των απορριμμάτων στη βενθική μακροπανίδα παράκτιων μαλακών πυθμένων πείραμα σε τρεις όρμους του Σαρωνικού (Katsanevakis et al., 2007): Ένα τμήμα κάθε όρμου καλύφθηκε με απορρίμματα (16 τεμ./100m 2 ) και το άλλο διατηρήθηκε καθαρό, οι περιοχές ελέγχθηκαν μία φορά πριν την εναπόθεση απορριμμάτων και σε μηνιαία βάση για ένα έτος. Οι επιπτώσεις στην βενθική μακροπανίδα από το παραπάνω πείραμα, ήταν η αύξηση του πλήθους των ατόμων και των ειδών στις περιοχές που καλύφθηκαν με απορρίμματα, αφενός λόγω προσφοράς καταφυγίου και τόπου αναπαραγωγής για τα μεταναστευτικά είδη και αφετέρου λόγω προσφοράς σκληρού υποστρώματος. 1.5.3 Επιδράσεις της κατανομής απορριμμάτων στον πυθμένα ρηχών παράκτιων περιοχών στην Ελλάδα (Katsanevakis & Katsarou, 2004): Μελετήθηκε το πλήθος και η σύσταση θαλάσσιων βενθικών απορριμμάτων σε 59 ελληνικές παράκτιες περιοχές στο Σαρωνικό κόλπο, στη Νότια Πελοπόννησο, τη Δυτική Κρήτη και τη Σαντορίνη. Η
[11] μέση συνολική πυκνότητα των θαλάσσιων απορριμμάτων στις περιοχές έρευνας ήταν15 τεμ./ km 2 με εύρος 0-251 τεμ./ km 2. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης τα πλαστικά απορρίμματα κυριαρχούν. Επίσης, σε αυτή την μελέτη, βρέθηκαν πολύ υψηλότερες πυκνότητες θαλάσσιων απορριμμάτων, συγκριτικά με τις περισσότερες μελέτες που έγιναν σε υφαλοκρηπίδες και σε βαθείς πυθμένες, γεγονός που υποδεικνύει ότι η ρύπανση από απορρίμματα είναι εντονότερη σε παράκτιες περιοχές. Μεγαλύτερο πλήθος θαλάσσιων απορριμμάτων βρέθηκε σε κόλπους, παρά σε «ανοιχτές» περιοχές. Η αλιευτική δραστηριότητα βρέθηκε να συνεισφέρει σημαντικά στη θαλάσσια ρύπανση με απορρίμματα. Επίσης, στον Σαρωνικό κόλπο, ο οποίος γειτνιάζει με περιοχή έντονα πυκνοκατοικημένη και βιομηχανοποιημένη, το πλήθος των απορριμμάτων ήταν πολύ μεγαλύτερο, συγκριτικά με τις υπόλοιπες περιοχές μελέτης.
[12] 2. Μεθοδολογία 2.1Εργασίες πεδίου/ Καταγραφή Σύμφωνα με την ανασκόπηση των Rees και Pond (1995), για τις μεθόδους καταγραφής θαλάσσιων απορριμμάτων, δεν υπάρχει κάποια «πρότυπη» μέθοδος που να μπορεί να εφαρμοστεί παγκόσμια στις έρευνες καταγραφής θαλάσσιων απορριμμάτων, όμως η συμμετοχή των εθελοντών είναι απαραίτητη για την διεξαγωγή έρευνας μεγάλης κλίμακας. Η συμμετοχή εθελοντών στην καταγραφή των θαλάσσιων απορριμμάτων, μπορεί να έχει πλεονεκτήματα για την έρευνα, τα οποία είναι αφενός, η εκμετάλλευση της τοπικής γνώσης της παράκτιας περιοχής που μελετάται (όταν οι εθελοντές διαμένουν κοντά στην περιοχή που κάνουν καταγραφή απορριμμάτων, φαινόμενο το οποίο είναι σύνηθες) και αφετέρου της εμπλοκής των πολιτών σε θέματα διαχείρισης ακτών (Rees and Pond, 1995). Σύμφωνα με τα παραπάνω και για την επίτευξη της συλλογής δεδομένων που αφορούν στη ρύπανση από απορρίμματα σημαντικού αριθμού ακτών από ολόκληρη την Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε συνεργασία με τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση, Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS, διοργανώτρια της εκστρατείας «Καθαρίστε τη Μεσόγειο» στην Ελλάδα, και των εθελοντών της. Η εκστρατεία «Καθαρίστε τη Μεσόγειο», είναι μια πανελλήνια εκστρατεία εθελοντικών καθαρισμών, στην οποία συμμετέχουν φορείς όπως σχολεία και άλλοι εκπαιδευτικοί φορείς, επιχειρήσεις όπως ξενοδοχεία, τράπεζες αλλά και βιομηχανίες, σύλλογοι, δήμοι καθώς και ιδιώτες από όλη την Ελλάδα που απαρτίζονται από χιλιάδες εθελοντές, με σκοπό τον καθαρισμό από απορρίμματα, επιλεγμένων από τους ίδιους, ακτών και την καταγραφή στοιχείων αναφορικά με τη ρύπανση των ακτών. Επειδή οι ομάδες των συμμετεχόντων είναι από όλη την Ελλάδα και συνήθως επιλέγουν να καθαρίσουν από απορρίμματα τις ακτές κοντά στον τόπο κατοικίας τους, επιτυγχάνεται ο καθαρισμός σημαντικού αριθμού ακτών, σχεδόν από όλους τους παράκτιους νομούς της Ελλάδας. Στον Πίνακα 2.1 παρουσιάζονται οι εθελοντές που συμμετείχαν στην πανελλαδική εκστρατεία «Καθαρίστε τη Μεσόγειο» τα τρία τελευταία χρόνια, καθώς και ο αριθμός των παραλίων που καθαρίστηκαν στο πλαίσιο της εκστρατείας.
[13] Πίνακας 2.1: Εθελοντές που συμμετείχαν στην πανελλαδική εκστρατεία «Καθαρίστε τη Μεσόγειο» τα τρία τελευταία χρόνια. Έτος Εθελοντές Παραλίες 2008 13.717 199 2007 15.748 218 2006 10.938 163 Πηγή: Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS Η εκστρατεία εθελοντικών καθαρισμών, που υλοποιείται κάθε Μάιο και διαρκεί περίπου ένα μήνα τα τελευταία 13 χρόνια στην Ελλάδα, αποτελεί τμήμα της παν-μεσογειακής πρωτοβουλίας «Καθαρίστε τη Μεσόγειο» που πραγματοποιείται ταυτόχρονα την τελευταία εβδομάδα του Μαΐου σε 21 χώρες με συντονιστή την ιταλική περιβαλλοντική οργάνωση Legambiente. Με στόχο την καταγραφή πηγών και υλικών των παράκτιων απορριμμάτων αλλά και γενικών χαρακτηριστικών των ακτών, στο πλαίσιο των καθαρισμών ακτών, το Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS αποστέλλει στους συμμετέχοντες ένα δισέλιδο έντυπο ερωτηματολόγιο, το Φύλλο Παρατήρησης Ακτών, το οποίο οι συμμετέχοντες το συμπληρώνουν βάσει των στοιχείων που συλλέγουν κατά τον καθαρισμό της εκάστοτε ακτής (Εικ.2.2), και το επιστρέφουν συμπληρωμένο. Εικ. 2.2: Συμπλήρωση Φύλλου Παρατήρησης Ακτών, κατά τη διάρκεια του καθαρισμού ακτής από απορρίμματα
[14] Τα δεδομένα που επεξεργάστηκαν στην παρούσα μελέτη, συλλέχθηκαν από 80 φύλλα παρατήρησης ακτών που παρήχθησαν από το Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS και που αντιστοιχούν σε ισάριθμες ακτές που καθαρίστηκαν σε όλη την Ελλάδα, τα έτη 2006 και 2007. Συνολικά τα φύλλα παρατήρησης ακτών που επιστράφηκαν από τους εθελοντές, και διατέθηκαν προς μελέτη, ήταν περισσότερα και αντιστοιχούσαν σε μεγαλύτερο αριθμό ακτών, αλλά κάποια φύλλα έπρεπε να αφαιρεθούν για λόγους διαφύλαξης της αξιοπιστίας των δεδομένων.
[15] Εικ. 2.3: Συμπληρωμένο Φύλλο Παρατήρησης Ακτών
[16]
[17] 2.2Επεξεργασία Δεδομένων 2.2.1 Ποσοτικοποίηση Δεδομένων Τα δεδομένα που περιέχονταν στα Φύλλα Παρατήρησης Ακτών των ετών 2006 και 2007, είναι ποσοτικά και ποιοτικά. Η ποιοτική και ποσοτική πληροφορία που συλλέχθηκε, εντάχθηκε σε βάση δεδομένων η οποία χτίστικε σε περιβάλλον MS Access 2007, για λόγους διευκόλυνσης στην επεξεργασία και στον έλεγχό της. Τα ποσοτικά δεδομένα αφορούν στη σύσταση των απορριμμάτων ως προς το υλικό. Τα δεδομένα αυτά προέκυψαν από την συμπλήρωση των Φύλλων Παρατήρησης Ακτών (Εικ. 2.3), όπου οι εθελοντές εκτίμησαν το ποσοστό επί τοις εκατό, κάθε υλικού στο γενικό σύνολο των απορριμμάτων που συλλέχθηκαν από κάθε ακτή. Οι κατηγορίες των υλικών των οποίων ζητείται να εκτιμηθούν τα ποσοστά από το Φύλλο Παρατήρησης Ακτών είναι: γυαλί, πλαστικό, χαρτί, αλουμίνιο, άλλα μέταλλα, σχοινί, οικοδομικά υλικά και άλλο υλικό. Το «άλλο υλικό», εξαιρέθηκε από την επεξεργασία των δεδομένων, για λόγους ερμηνείας των αποτελεσμάτων. Το Φύλλο Παρατήρησης Ακτών περιέχει, εκτός από ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα, τα οποία σχετίζονται είτε άμεσα με τις πηγές ρύπανσης των ακτών με απορρίμματα (π.χ. ζητείται από τους εθελοντές σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, να καταγράψουν της πηγές ρύπανσης της εκάστοτε ακτής με απορρίμματα), είτε έμμεσα με την καταγραφή, που κάνουν οι εθελοντές, των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα σε κάθε ακτή. Σαν αποτέλεσμα, τα Φύλλα Παρατήρησης Ακτών περιέχουν σημαντική ποιοτική πληροφορία, για την αξιοποίηση της οποίας, χρειάστηκε να γίνει η ποσοτικοποίησή της. Για το λόγο αυτό, αρχικά έγινε ομαδοποίηση των πηγών ρύπανσης των ακτών με απορρίμματα, όπως φαίνεται στον Πίνακα 2.4. Πίνακας 2.4: Ομαδοποίηση Πηγών Ρύπανσης Ακτών με Απορρίμματα ΟΜΑΔΕΣ ΥΠΟ-ΟΜΑΔΕΣ Α) ΧΕΡΣΑΙΕΣ ΠΗΓΕΣ α) Χερσαίες πηγές Αναψυχή β) Χερσαίες πηγές Άλλο (μεταφορά από ποταμό, ρέμα, μεταφορά μέσω ανέμου κ.α.) Β) ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΠΗΓΕΣ γ) Θαλάσσιες πηγές Ναυσιπλοοία δ) Θαλάσσιες πηγές Αλιεία
[18] Σε κάθε Φύλλο Παρατήρησης Ακτών, το οποίο αντιστοιχεί σε μία ακτή, δίνεται μία τιμή για κάθε μια από τις τέσσερις υπό-ομάδες α, β, γ, δ, (Πίνακας 2.4) από το 1 έως το 10 σύμφωνα με την ποιοτική πληροφορία που παρέχεται από τους εθελοντές και αφορά στις πηγές ρύπανσης. Ενώ το άθροισμα για κάθε κύρια ομάδα (Α: χερσαίες πηγές, Β: θαλάσσιες πηγές), πρέπει να είναι πάντοτε το δέκα. Συνεπώς, για κάθε Φύλλο Παρατήρησης Ακτών συμπληρώνονται 4 παράμετροι, όπου κάθε μία από αυτές τις παραμέτρους εκφράζει τη συμβολή των υπό ομάδων των πηγών ρύπανσης (α, β, γ, δ) και για κάθε ομάδα (Α, Β) το άθροισμα των τιμών των παραμέτρων είναι 10. Όλη η διαδικασία της ποσοτικοποίησης της ποιοτικής πληροφορίας έγινε σε περιβάλλον MS Access 2007. Από τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από τα Φύλλα Παρατήρησης Ακτών, μαζί με τις παραμέτρους που εκφράζουν την ποιοτική πληροφορία τους, προέκυψε ο πίνακας δεδομένων (Πίνακας 2.5). 2.2.2 Περιγραφική Στατιστική Στον πίνακα δεδομένων (Πίνακας 2.5) εφαρμόστηκε και περιγραφική στατιστική. Συγκεκριμένα υπολογίστηκαν, σε περιβάλλον MS Access 2007, οι Μέσοι Όροι των υλικών των απορριμμάτων (γυαλί, πλαστικό, χαρτί, αλουμίνιο, άλλα μέταλλα, σχοινί, οικοδομικά υλικά) σύμφωνα με τα δεδομένα που συλλέχθηκαν μέσω των φύλλων παρατήρησης ακτών για τις 80 παραλίες που έγινε καταγραφή. Η παρουσίαση των αποτελεσμάτων έγινε σε ραβδογράμματα σε περιβάλλον MS Excel 2007. Επίσης, έγινε αναπαράσταση σε διαγράμματα πίτες (pie charts), των ποσοστών των υλικών: γυαλί, πλαστικό, αλουμίνιο, άλλα μέταλλα και οικοδομικά υλικά, για κάθε μία από τις 80 παραλίες που έγινε καταγραφή, σε περιβάλλον Arc GIS 9. 2.2.3 Πολυδιάστατη Στατιστική Ανάλυση i) Παραγοντική Ανάλυση R-τύπου Η πρώτη πολυδιάστατη στατιστική μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα μελέτη είναι η Παραγοντική Ανάλυση R - τύπου (R - mode Factor Analysis), η οποία εφαρμόστηκε στον πίνακα δεδομένων (Πίνακας 2.5). Η παραγοντική ανάλυση είναι ένας γενικός όρος που περιλαμβάνει συνδυασμό μαθηματικών διαδικασιών και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για να αναλυθούν οι εσωτερικές σχέσεις μεταξύ διαφόρων μεταβλητών (π.χ. συγκεντρώσεις στοιχείων) (R - Tύπος) ή