ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ -----------------------------------------------------



Σχετικά έγγραφα
Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Βετεράνοι αθλητές. Απόδοση & Ηλικία. Βασικά στοιχεία. Αθλητισμός Επιδόσεων στη 2η και 3η Ηλικία. Γενικευμένη θεωρία για τη

Η οργάνωση της γνώσης ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Εφαρμοσμένη Γνωστική Ψυχολογία. Πέτρος Ρούσσος

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Στατιστική Ι (ΨΥΧ-1202) Διάλεξη 7. Στατιστικός έλεγχος υποθέσεων

Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

Τι μαθησιακός τύπος είναι το παιδί σας;

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Διαδικασία Ελέγχου Μηδενικών Υποθέσεων

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑ. Α. Κουτσούρης Γεωπονικό Παν/μιο Αθηνών

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Γ Εξάμηνο

Πως ο Νους Χειρίζεται το Φόβο

Η οικολογία μάθησης για τους υπολογιστές ΙII: Η δική σας οικολογία μάθησης

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

Κλινική Νευροψυχολογία του παιδιού

ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΙΕΡΓΑΣΙΩΝ

Η έννοια της κοινωνικής αλλαγής στη θεωρία του Tajfel. Ο Tajfel θεωρούσε ότι η κοινωνική ταυτότητα είναι αιτιακός παράγοντας κοινωνικής αλλαγής.

Εισαγωγή στην Ψυχολογία Ενότητα 3: Μέθοδοι έρευνας στην Ψυχολογία

Εξελικτική Ψυχολογία: Κοινωνικο-γνωστική ανάπτυξη

Εγκυρότητα και Αξιοπιστία. Χριστίνα Καραμανίδου, PhD

Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες που συναντά ο φυσικός στη διάρκεια ενός πειράματος, είναι τα σφάλματα.

Κεφάλαιο 9. Έλεγχοι υποθέσεων

Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Πειραμάτων

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 7 2/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

Εποικοδομητική διδασκαλία μέσω γνωστικής σύγκρουσης. Εννοιολογική αλλαγή

Δείγμα & Δειγματοληψία στην Έρευνα ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#252) Θυμηθείτε. Γιατί δειγματοληψία; Δειγματοληψία

Βιολογική εξήγηση των δυσκολιών στην ανθρώπινη επικοινωνία - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχολόγ

Μέρος Β /Στατιστική. Μέρος Β. Στατιστική. Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εργαστήριο Μαθηματικών&Στατιστικής/Γ. Παπαδόπουλος (

Γνωστικοί και Συναισθηματικοί Παράγοντες της Επικοινωνίας

Γνωστική Ψυχολογία 3

Εισαγωγή στην Ψυχολογία Ενότητα 10: Μνήμη: Δομικά μέρη και Λειτουργία

Εξ αποστάσεως υποστήριξη του έργου των Εκπαιδευτικών μέσω των δικτύων και εργαλείων της Πληροφορικής

Μάθηση σε νέα τεχνολογικά περιβάλλοντα

Συμπεριφορά Καταναλωτή

Αλληλεπίδραση Ανθρώπου- Υπολογιστή & Ευχρηστία

3. Περιγράμματα Μαθημάτων Προγράμματος Σπουδών

Μονοπαραγοντική Ανάλυση Διακύμανσης Ανεξάρτητων Δειγμάτων

Διδάσκων : Αργύρης Καραπέτσας Καθηγητής Νευροψυχολογίας Νευρογλωσσολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Η Επίδραση της Συγκίνησης ης στη Λήψη Ατομικών Αποφάσεων

Φυσικές Επιστήμες. Επιμόρφωση εκπαιδευτικών στα νέα βιβλία των Φ.Ε. για την Ε Δημοτικού. Πέτρος Κλιάπης. Πέτρος Κλιάπης 12η Περιφέρεια Θεσσαλονίκης

Κάποιες βασικές έννοιες στη μεθοδολογία της ψυχολογίας

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

Ο καθημερινός άνθρωπος ως «ψυχολόγος» της προσωπικότητάς του - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχο

Συγγραφή και κριτική ανάλυση επιδημιολογικής εργασίας

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Παραδοτέο Π.1 (Π.1.1) Εκθέσεις για προµήθεια εκπαιδευτικού υλικού

ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ & ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΙΘΑΝΕΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ

ΘΕΜΑΤΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ. Άννα Κουκά

Τεχνικές Εκτίμησης Υπολογιστικών Συστημάτων Ενότητα 1: Εισαγωγή. Γαροφαλάκης Ιωάννης Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Μηχ/κών Η/Υ & Πληροφορικής

ΕΛΕΓΧΟΙ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

Εργάστηκαν οι: Δαρειώτη Φωτεινή, Κανέλλη Ζωή-Ειρήνη, Έλενα Τσιάρλεστον,

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

Προσδιορισμός των κρίσιμων παραμέτρων επιρροής της υπέρβασης των ορίων ταχύτητας με δεδομένα από έξυπνα κινητά τηλέφωνα Αριστοτέλης Κοκκινάκης

Μάθηση Απόδοση. Διαφοροποιήσεις στην Κινητική Συμπεριφορά. Μάθημα 710 Μάθηση - Απόδοση Διάλεξη 3η

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 10 1/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

Ιδιότητες και Τεχνικές Σύνταξης Επιστημονικού Κειμένου Σχολιασμός ερευνητικής πρότασης

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

ΦΟΡΜΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΙΛΟΥ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ. Βαρβάρα Δερνελή ΕΚΠ/ΚΟΥ. Β Τάξη Λυκείου

Εφαρμοσμένη Γνωστική Ψυχολογία. Πέτρος Ρούσσος

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

Κεφάλαιο 1 : Εισαγωγή

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ. Επιστημονικός Υπεύθυνος Έρευνας : Καθηγητής Επαμεινώνδας Πανάς

Διαχείριση Πάγιου Ενεργητικού

Μέθοδοι Γεωργοοικονομικής & Κοινωνιολογικής Έρευνας

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ MANAGEMENT INFORMATION SYSTEMS (M.I.S.)

Διάλεξη 1 Βασικές έννοιες

Με την ολοκλήρωση του μαθήματος ο διδασκόμενος αναμένεται να είναι σε θέση να:

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

2. Μοντέλα Ερευνας Γενικά Μοντέλα έρευνας

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΙΙ

Γνωστική Ψυχολογία 3

Εφαρμογές Προσομοίωσης

Μάθημα 5 ο. Κοινωνικο-γνωστικές Προσεγγίσεις για τη Μάθηση: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση. Κυριακή Γ. Γιώτα Ψυχολόγος MSc., Ph.D.

Παλιό Νέο: Τάσεις και στάσεις στην Ελλάδα σήμερα

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΜΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ. ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΕΜΜ. ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ, ΒΙΟΛΟΓΟΣ, PhD ΙΑΤΡΙΚHΣ

Συγγραφή επιστημονικής εργασίας ΨΧ 126

Γνωστικοί και Συναισθηματικοί Παράγοντες της Επικοινωνίας

Διαδικασία Διαχείρισης Παγίου Ενεργητικού

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

εισήγηση 8η Είδη Έρευνας ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#Ν151)

Κεφάλαιο 5 Κριτήρια απόρριψης απόμακρων τιμών

Κύρια σημεία. Η έννοια του μοντέλου. Έρευνα στην εφαρμοσμένη Στατιστική. ΈρευναστηΜαθηματικήΣτατιστική. Αντικείμενο της Μαθηματικής Στατιστικής

Σχεδιασμός Επεξεργασίας και Τηλεπεξεργασίας

Γ Γυμνασίου: Οδηγίες Γραπτής Εργασίας και Σεμιναρίων. Επιμέλεια Καραβλίδης Αλέξανδρος. Πίνακας περιεχομένων

Πέραν της θεωρίας του Piaget. Κ. Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ

Μεθοδολογία έρευνας ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΚΟΠΟΣ/ΕΙΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

στη Συμπεριφορά του Οδηγού Αξιοποιώντας Λεπτομερή Δεδομένα

Νευροβιολογία των Μνημονικών Λειτουργιών

Γνωστική Ανάπτυξη Ενότητα 8: Ανάπτυξη Μνήμης

Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο. Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση

1.5 Xαρακτηριστικά γνωρίσματα της πρακτικής εργασίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Κύκλος Ζωής Εφαρμογών ΕΝΟΤΗΤΑ 2. Εφαρμογές Πληροφορικής. Διδακτικές ενότητες 5.1 Πρόβλημα και υπολογιστής 5.2 Ανάπτυξη εφαρμογών

Transcript:

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ----------------------------------------------------- ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Δυνητικές Κοινότητες: Κοινωνιο-Ψυχολογικές Προσεγγίσεις και Τεχνικές Εφαρμογές Εργασία για το μάθημα ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ 2 Υπεύθυνος / Υπεύθυνη διδασκαλίας Σαμαρτζή Σταυρούλα Β Εξάμηνο Σπουδών Ακαδημαϊκό Έτος 2008-2009 Τίτλος εργασίας Οι αποφάνσεις των αυτοπτών μαρτύρων σε πειραματικά υποδείγματα ταυτόχρονης ή σε αλληλουχία παρουσίασης σειράς ερεθισμάτων Επιμέλεια Εργασίας / Παρουσίασης Μπλέτσος Κωνσταντίνος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1.ΜΝΗΜΟΝΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ...3 1.1 Θύμηση και λήθη...3 1.2 Οι παράλληλες κατανεμημένες διαδικασίες (P.D.P)...6 1.3 Περιγραφή του Μοντέλου (P.D.P)...7 2.ΛΑΘΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ...8 2.1 Η αξιοπιστία των καταθέσεων των αυτόπτων μαρτύρων...8 2.2 Τα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την διαδικασία της αναγνώρισης...10 2.3 Οι μέθοδοι παρουσίασης των υπόπτων...12 2.4 Signal Detection Theory - Green&Swets (1966)...12 2.5 Dual process theories of recognition memory...13 3. ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ Meisser.et.al (2005)...14 3.1 Μεθοδολογία...15 3.2 Διαδικασία...16 3.3 Αποτελέσματα...17 3.4 Συμπεράσματα...18 4 ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 20 4.1 Οι οδηγίες της American Psychology -Law Society...20 5.ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...22

Oι μνημονικές διαδικασίες αποτέλεσαν ένα προνομιακό πεδίο εφαρμογής της επιστήμης της Γνωστικής Ψυχολογίας,της οποίας ένα ιδιαίτερα πετυχημένο παράδειγμα εφαρμογής αποτελεί η μελέτη των καταθέσεων των αυτόπτων μαρτύρων εγκληματικών ενεργειών. Πέρα από το καθαρά επιστημονικό κίνητρο τις σχετικές έρευνες οδηγεί μια υπέρτατη όσο και πανανθρώπινη ανάγκη,η ανάγκη της δικαιοσύνης. Στηριζόμενοι στο πλούτο της σχετική βιβλιογραφίας οι ερευνητές του γνωστικού πεδίου της αναγνώρισης των αυτόπτων μαρτύρων ανέδειξαν την προβληματική φύση των μνημονικών διαδικασιών και επέστησαν την προσοχή των αρχών στις διαδικασίες αναγνώρισης υπόπτων. Αξιοποιώντας ερευνητικά πορίσματα συγγενών επιστημονικών πεδίων (γνωστικής,πειραματικής και κοινωνικής ψυχολογίας) προσπαθούν να σχηματίσουν μια ένιαια θεωρία που θα απαρτίσει σε ένα στέρεο οικοδόμημα τα διάσπαρτα όσο και εντυπωσιακά ευρήματα. Οι δυσκολίες λόγω της πολυπλοκότητας του πεδίου,η κρίσιμη κατά πολλούς σύνδεση μεταξύ πειραματικών ευρημάτων και πραγματικότητας καθώς και οι νέες τεχνικές που αναδύονται καθιστούν το συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο,ίσως ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα,εφαρμοσμένα (applied) πεδία της σύγχρονης Ψυχολογίας 1.ΜΝΗΜΟΝΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ 1.1 Θύμηση και λήθη Όλοι μας γνωρίζουμε αρκετά πράγματα σχετικά με τη μνήμη. Ξέρουμε π.χ ότι όσο μεγαλύτερο είναι το πέρασμα του χρόνου, τόσο περισσότερο επηρεάζεται η θύμηση ενός γεγονότος. Από τις πρώτες κλασσικές πια μελέτες του Ebinhauss(1913),όπως αναφέρεται από την Σαμαρτζή (1995),σχετικά με τη λήθη φαίνεται ότι αυτή εξελίσσεται κατά τρόπο λογαριθμικό δηλαδή ξεχνάμε ταχύτατα στην αρχή ενώ με το πέρασμα του χρόνου ο ρυθμός της λήθης ενός γεγονότος επιβραδύνεται. Οι επερχόμενες έρευνες έδειξαν πάντως ότι αυτό δεν αφορά όλες τις περιπτώσεις, αφού η λήθη κάποιων πληροφοριών είναι δυνατόν να εξελίσσεται

γραμμικά,ενώ άλλες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα αυτές που αφορούν την κινητική μας δραστηριότητα δεν ξεχνιούνται ποτέ. Επίσης έχει συμβεί να είμαστε σίγουροι ότι ενθυμούμαστε μια λέξη αλλά να μην μπορούμε να ανακαλέσουμε το όνομα. Στις περιπτώσεις αυτές οι Brown & McNeill (1966),όπως αναφέρεται απο τους Cohen & Conway (2008), έδειξαν ότι παρότι δε θυμόμαστε την ίδια τη λέξη,μπορούμε με άνεση να περιγράψουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της,ενώ τη στιγμή που μας την παρουσιάζουν την αναγνωρίζουμε ταχύτατα και με απόλυτη σιγουριά. Έτσι η άποψη σχετικά με τις μνημονικές ικανότητες λέει ότι ξεχνάμε λιγότερο όταν πρέπει να αναγνωρίσουμε μια πληροφορία μεταξύ άλλων, ενώ είναι δυσκολότερο να ανακαλέσουμε την πληροφορία αυτή μόνη της. (Σαμαρτζή,1995 σ119) Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να έχουμε μια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα γιατί ξεχνάμε. Σίγουρα ένας μηχανισμός είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ μνημονικών ιχνών χωρίς να μπορούμε να πούμε εάν αυτή η διαδικασία αφορά την καταστροφή ενός ίχνους από άλλο,η εάν πρόκειται απλά για δυσχέρεια στην ανάκληση εξαιτίας των παρεμβολών. Έχουν προταθεί κατά καιρούς διάφορες θεωρίες για τη λήθη,η οποία μπορεί να οφείλεται σε: Εγκεφαλικές βλάβες. Στην επιθυμία του ατόμου να σβήσει επώδυνες αναμνήσεις. Στην παρεμβολή νέων πληροφοριών. Στο ανεπαρκές ή διαφοροποιημένο συνοδευτικό πλαίσιο σε σχέση με εκείνο που στο παρελθόν συνόδευε την σχετική πληροφορία. Στην ανεπαρκή επεξεργασία της αρχικής πληροφορίας (ο. π,σ 121)

Ενα βασικό ερώτημα στη μελέτη της μνήμης είναι εάν η πληροφορία που δεν μπορούμε να θυμηθούμε (μια «ξεχασμένη» δηλαδή πληροφορία) βρίσκεται συνεχώς αποθηκευμένη στη μνήμη αλλά εμείς δεν μπορούμε να την ενεργοποιήσουμε, ή αντίθετα, με το πέρασμα του χρόνου έχει χαθεί από το μνημονικό σύστημα. Ορισμένες φορές είναι εύκολο να αποδειχθεί ότι μία πληροφορία δεν έχει χαθεί, όπως π.χ. στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η ανάκληση της, υπάρχει όμως αναγνώριση της μεταξύ άλλων πληροφοριών. Όταν όμως δεν υπάρχει ούτε ανάκληση ούτε αναγνώριση και οι άλλες δοκιμασίες ως προς την αξιολόγηση της μνήμης αποτυγχάνουν, τότε δύσκολα μπορούμε να δώσουμε μια ικανοποιητική ερμηνεία στο παραπάνω φαινόμενο. Στην περίπτωση αυτή, η λήθη μιας πληροφορίας μπορεί να σημαίνει τόσο ότι η πληροφορία δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί, όσο και ότι έχει χαθεί τελείως από το μνημονικό σύστημα. Σύμφωνα με τον Madler (1980),όπως αναφέρεται από την Σαμαρτζή (1995), η διαδικασία της αναγνώρισης στηρίζεται σε δύο διαφορετικής φύσης μηχανισμούς. Ο ένας αφορά στην οικειότητα σε σχέση με το ερέθισμα. Η οικειότητα αυτή καθορίζεται από την εσωτερική οργάνωση των ερεθισμάτων στη μνήμη, δηλαδή από το κατά πόσο υπάρχει ενσωμάτωση (αφομοίωση) των χαρακτηριστικών τους. Εάν ο βαθμός οικειότητας είναι υψηλός, πολύ γρήγορα αποφασίζουμε εάν γνωρίζουμε το ερέθισμα ή όχι. Εάν είναι χαμηλός, θεωρούμε ότι το ερέθισμα αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ εκείνων που υπάρχουν στη μνήμη μας. Ο άλλος μηχανισμός είναι η αναγνώριση της ταυτότητας και αρχίζει να λειτουργεί όταν ο βαθμός οικειότητας είναι ενδιάμεσος, όταν δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει απόφαση με βάση και μόνο τον παράγοντα «οικειότητα».

Η αναγνώριση της ταυτότητας μέσω της αναζήτησης στηρίζεται στην ικανότητα της μνήμης να περιλαμβάνει όχι μόνο το συγκεκριμένο ερέθισμα αλλά και το πλαίσιο που συνήθως το περιβάλλει. Σύμφωνα με τον Μadler (1980) όπως αναφέρεται από την Σαμαρτζή (1995),οι μηχανισμοί που αφορούν τόσο στο βαθμό της οικειότητας όσο και στην αναγνώριση της ταυτότητας ενεργοποιούνται παράλληλα (ταυτόχρονα), αλλά στην απόφαση σύμφωνα με το βαθμό της οικειότητας φθάνουμε πιο γρήγορα απ' ό,τι στην απόφαση μέσω της αναγνώρισης. 1.2 Οι παράλληλες κατανεμημένες διαδικασίες (P.D.P) Προκειμένου να εξηγηθούν τα φαινόμενα της μάθησης και της μνήμης, προτάθηκαν και κάποια άλλα μοντέλα. Πρόκειται για τα μοντέλα των παράλληλων, διανεμομένων διαδικασιών (Parallel Distributed Processing: Ρ.D.Ρ) τα οποία ονομάζονται επίσης και των «διασυνδεδεμένων δικτύων» (conextionist network). Ο όρος παράλληλες σημαίνει ότι περισσότερες από μία διαδικασίες συντελούνται ταυτόχρονα, ενώ ο όρος διανεμημένες σημαίνει ότι οι διαδικασίες αυτές αφορούν διαφορετικά μέρη του γνωστικού συστήματος. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη κάθε μνημονικό ίχνος είναι αποθηκευμένο σε κάποια θέση της μακρόχρονης μνήμης και η πρόσβαση σ' αυτό πραγματοποιείται μέσω μιας διαδικασίας αναζήτησης. Τα μοντέλα των παράλληλων διανεμομένων διαδικασιών προτείνουν μια αρκετά διαφορετική άποψη. Σύμφωνα με αυτά, οι πληροφορίες σχετικά με ένα πρόσωπο, ένα αντικείμενο, ή ένα γεγονός είναι αποθηκευμένες όχι σε μια συγκεκριμένη θέση της μνήμης αλλά σε πολλούς, διαφορετικούς αλλά συνδεδεμένους μεταξύ τους πυρήνες Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν να δημιουργηθούν αυθόρμητα γενικεύσεις

προερχόμενες από συγκεκριμένες περιπτώσεις, ανάλογοι με τα παραδείγματα τα οποία έχουν ανακληθεί στη μνήμη μας. Εξάλλου οι ΜcClelland et. al. (1986),όπως αναφέρεται από την Σαμαρτζή (1995),έχουν υπογραμμίσει το γεγονός ότι τα μοντέλα των παράλληλων, διαμενημένων λειτουργιών οδηγούν συχνά στην «καθ' έλλειψη μεταφορά» (default assignment), σύμφωνα με την οποία ελλιπείς πληροφορίες για ένα πρόσωπο ή πράγμα είναι δυνατόν να συμπληρωθούν από πληροφορίες σχετικές με παρεμφερή πρόσωπα ή πράγματα. Η διαδικασία εμφανίζεται στο σύστημα μέσω της ενεργοποίησης,η οποία κινείται σε οδούς (pathways) διαφορετικής ισχύος. (Cohen.et.al.,1990).Ο κρίσιμος παράγοντας είναι επομένως η ισχύς (strength) και όχι η ταχύτητα. (McLeod & Dunbar, 1988). Ο βαθμός αυτοματοποίησης είναι συνάρτηση της ισχύος της κάθε διαδρομής. (Mc Leod,1991). 1.3 Περιγραφή του Μοντέλου (P.D.P) Σχήμα 1 Το Μοντέλο P.D.P Σύστημα διασυνδεδεμένων μονάδων (modules) εντός του οποίου υπάρχουν στοιχειώδης δομές συνεχούς επεξεργασίας (processing units),oι οποίες δέχονται δεδομένα για επεξεργασία από άλλες δομές (ιnputs) και προσφέρουν δεδομένα σε

άλλες (outputs) H γνώση αναπαρίσταται ως ένας μηχανισμός ενεργοποίησης των δομών (units), ο οποίος μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου σε μια συνεχή μη γραμμική πορεία. Η διαδικασία εξελίσσεται με την διασπορά της ενεργοποίησης διαμέσω των συνδέσεων που υπάρχουν τόσο εντός,όσο κι εκτός των μονάδων. Όταν το μοντέλο ενεργοποιείται για να εκτελέσει ένα έργο, επιλέγει μια οδό που αποτελείται από ορισμένες στοιχειώδης δομές επεξεργασίας (units),σε μια ή περισσότερες μονάδες. (modules). Οι διασυνδέσεις στην οδό (pathway) της ενεργοποίησης ορίζουν την ισχύ και επομένως η επιλογή της διαδρομής καθορίζει την ταχύτητα της διαδικασίας. Οι στοιχειώδης αυτές δομές μπορεί να συμμετέχουν σε περισσότερες από μία οδούς επιτρέποντας με την συνδεσμολογία τους αλληλεπιδράσεις μεταξύ διαδικασιών των οποίων οι οδοί διασταυρώνονται. Επομένως εάν δύο οδοί ενεργοποιούνται ταυτόχρονα προκαλούνται συγκρούσεις οι οποίες παράγουν παρεμβολές. 2. ΛΑΘΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ 2.1 Η αξιοπιστία των καταθέσεων των αυτόπτων μαρτύρων (eyewitness testimony ) O αυτόπτης μάρτυρας (eyewitness) παίζει ένα κρίσιμο ρόλο σε ένα μεγάλο αριθμό ποινικών υποθέσεων ιδιαίτερα στις ληστείες και τους βιασμούς. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αναγνώριση ενός υπόπτου από έναν αυτόπτη μάρτυρα ή από μια ατομική κατάθεση σχετικά με το συμβάν,συχνά αποτελούν το μοναδικό στοιχείο στο οποίο στηρίζονται οι αρχές για να ασκήσουν διώξεις. Μετά από έναν αιώνα ερευνών στο σχετικό πεδίο γνωρίζουμε πλέον ότι υπάρχουν αρκετά λάθη στις καταθέσεις των

αυτόπτων μαρτύρων. Τρεις είναι οι κύριοι παράγοντες που ενοχοποιούνται για την προβληματική φύση αυτών των καταθέσεων. 1. Η εγγενής αναξιοπιστία που συχνά συνοδεύει την ανθρώπινη αντίληψη και μνήμη.σύμφωνα με τα πορίσματα της Πειραματικής Ψυχολογίας η αντίληψη και η μνήμη δεν αποτελούν παθητικά συστήματα πρόσληψης, αποθήκευσης και επανάκτησης πληροφοριών, αλλά αντίθετα αποτελούν ενεργητικές διαδικασίες κατασκευής (construct) της πραγματικότητας. Οι άνθρωποι επιλεκτικά προσέχουν ορισμένα στοιχεία του περιβάλλοντος και κατόπιν αναπαριστούν τα συγκεκριμένα στοιχεία που έχουν αποθηκεύσει στην μνήμη τους. Αυτό σημαίνει ότι οι μνήμες που διατηρεί ένας μάρτυρας ενός συμβάντος μπορεί να επηρεαστούν από παράγοντες που εμφανίζονται όταν ένα έγκλημα διαπράττεται και καθίσταται αντικείμενο παρατήρησης. 2. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η ανθρώπινη ευπάθεια στις υποδείξεις. Αυτό σημαίνει ότι η έλλειψη αξιοπιστίας της αντίληψης και της μνήμης οφείλεται και σε παράγοντες που έχουν να κάνουν με την επιρροή που ασκούν οι υποδείξεις στις οποίες εκτίθενται οι μάρτυρες στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του γεγονότος και της κατάθεσης στο δικαστήριο. (Π.χ οι πιέσεις από τις αστυνομικές και τις δικαστικές αρχές,από τα ΜΜΕ,από τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση,από την κοινή γνώμη κλπ) 1 3. Ο τρίτος παράγοντας δεν έχει να κάνει με την αξιοπιστία του μάρτυρα αλλά με το ότι οι ένορκοι,αλλά μερικές φορές ακόμη και οι δικαστές, δεν είναι ευαισθητοποιημένοι σε σχέση με την προβληματική γύρω από τις καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δίνουν δυσανάλογο βάρος στα συγκεκριμένα στοιχεία που προκύπτουν ως αποτέλεσμα των καταθέσεων. (Green & Loftus,1984) 1 Τα εντός της παρενθέσεως αποτελούν δικά μας σχόλια

Όταν αναφερόμαστε σε εγκληματικές πράξεις στις οποίες ο θύτης και το θύμα είναι άγνωστοι μεταξύ τους, η διαδικασία της αναγνώρισης είναι επί της ουσίας μία δοκιμασία για την μνημονική ικανότητα του μάρτυρα. Η δοκιμασία αυτή μπορεί να βοηθήσει τις αρχές να ταυτοποιήσουν ένα ύποπτο ως δράστη του συγκεκριμένου εγκλήματος. (Steblay et al,2003) Οι ίδιοι ερευνητές τονίζουν ιδιαίτερα ορισμένους δύο παράγοντες που επιδρούν στις διαδικασίες αναγνώρισης: 1. H παρεμβολή του ντυσίματος (clothing bias). Oι προσαγωγές υπόπτων εκ μέρους της αστυνομίας στηρίζονται κατά βάση στα ρούχα που φορούσαν και τα οποία έμοιαζαν με αυτά του δράστη, όπως αυτό προκύπτει από τις καταθέσεις των αυτόπτων μαρτύρων. 2. Η εγγύτητα του υπόπτου στον τόπο του εγκλήματος. Ως αποτέλεσμα οι ύποπτοι θα φορούν παρόμοια ρούχα με αυτά που φορούσε εκείνος που διέπραξε το έγκλημα, ενώ θα κινούνται εγγύς του σημείου που διαπράχτηκε το έγκλημα. Το γεγονός ότι η αναγνώριση (show up) γίνεται συνήθως σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά το έγκλημα,πιθανά θα βοηθήσει τον μάρτυρα να πεισθεί ότι είναι μάλλον είναι απίθανο ο ύποπτος να είναι αθώος. Πόσοι άνθρωποι θα βρίσκονται στην περιοχή,θα μοιάζουν με τον εγκληματία και θα φορούν ρούχα που μοιάζουν με τα δικά του ; (Stebley etal,2003) 2.2 Τα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την διαδικασία της αναγνώρισης Ένα μεγάλο πλήθος μεταβλητών έχουν μελετηθεί σε σχέση με τις παραμέτρους που επηρεάζουν τις αποφάνσεις των αυτόπτων μαρτύρων. Οι Wells & Olson (2003) στην ανασκόπηση τους κατατάσσουν αυτές τις μεταβλητές σε τέσσερις

κατηγορίες που σχετίζονται με: 1. Τα χαρακτηριστικά του δράστη. 2. Τα χαρακτηριστικά του συμβάντος. 3. Τα χαρακτηριστικά της κατάθεσης. 4. Τα χαρακτηριστικά αυτών που παίρνουν την κατάθεση. Για τις ανάγκες της δική μας εργασία θα περιοριστούμε στα χαρακτηριστικά του μάρτυρα,όπως αυτά προκύπτουν από την εργασία των Wells & Olson,και συνοπτικά θα αναφέρουμε ότι: 1. To φύλο του μάρτυρα, παρ όλες τις σχετικές διαφοροποιήσεις, δεν φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στη συνολική ικανότητα αναγνώρισης. 2. Η ηλικία αντίθετα παίζει σημαντικό ρόλο στην ικανότητα αναγνώρισης. Τα μικρά παιδιά και οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας αναγνωρίζουν σημαντικά χειρότερα σε σχέση με τους νεαρούς ενήλικες. Τα παιδιά είναι πιθανότερο να υποπέσουν στο σφάλμα της λανθασμένης αναγνώρισης γιατί είναι πολύ πιο ευάλωτα στις κοινωνικές πιέσεις σε σχέση με τους ενήλικες. (Lindsay & Pozzulo, 1999) 3. Λίγα πράγματα έχουν μελετηθεί για τη συσχέτιση μεταξύ ευφυΐας και ικανότητας αναγνώρισης,ενώ συχνά οι ερευνητές καταλήξανε σε αντιφατικά συμπεράσματα. 4. Σχετικά με την ικανότητα αναγνώρισης και την εθνοτική υπαγωγή ή την φυλή (race) ισχύει ότι τα άτομα γενικά αναγνωρίζουν καλύτερα υπόπτους που ανήκουν στην ίδια φυλή ή εθνοτική ομάδα. Την στιγμή που ένας αυτόπτης μάρτυρας κοιτάει προς μια σειρά υπόπτων και αναγνωρίζει κάποιον ως δράστη,επί της ουσίας αποφασίζει για την άσκηση ποινικής δίωξης για τον συγκεκριμένο ύποπτο. Η επιστημονική μελέτη αυτών των

μαρτυρικών αποφάνσεων υπήρξε κατά γενική ομολογία ένας από τους πιο επιτυχημένους τομείς της εφαρμοσμένης Ψυχολογίας. Παρότι όμως η μελέτη των διαδικασιών αναγνώρισης υπήρξε εκτενής,υπάρχει αναντίρρητη ανάγκη για περαιτέρω έρευνα,στο βαθμό που κάθε λαθεμένη αναγνώριση ενός υπόπτου ως δράστη ενός εγκλήματος δύναται να είναι καταδικαστική για κάποιον αθώο. Η κατάθεση ενός μάρτυρα που λέει : Αυτός είναι ο άνθρωπος που τράβηξε το όπλο και πυροβόλησε, προσφέρει ένα καθοριστικό στοιχείο (direct evidence) που συνδέει απευθείας τον ύποπτο με το δράστη του εγκλήματος. Αντίθετα τα φυσικά στοιχεία (physical evidence) όπως είναι τα δακτυλικά αποτυπώματα υποδεικνύουν ότι ο δράστης ήρθε σε επαφή με το συγκεκριμένο όπλο σε άγνωστο χρόνο, ο οποίος πιθανά καμία σχέση δεν έχει με την τέλεση του εγκλήματος. Oι Wells et al (1998), παρουσιάζουν σαράντα περιπτώσεις αθώων οι οποίοι έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα που ποτέ δεν διέπραξαν. Πέρασαν αρκετά χρόνια ώσπου να δικαιωθούν μέσω της χρησιμοποίησης των DNA test στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα. Το εντυπωσιακό είναι ότι από τις σαράντα αυτές υποθέσεις στις τριάντα έξι (90%) υπάρχει εμπλοκή λαθεμένης αναγνώρισης από αυτόπτη μάρτυρα,ενώ σε μία περίπτωση οι μάρτυρες που λαθεμένα αναγνώρισαν τον δράστη ήταν πέντε. (Wells et al,1998)

2.3 Οι μέθοδοι παρουσίασης των υπόπτων Εικόνα.1 Οι σειρές παρουσίασης υπόπτων Η λαθεμένη καταδίκη ενός αθώου είναι το πιο σημαντικό σφάλμα στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. Τα σφάλματα αυτού του είδους δεν εκπλήσσουν τους ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με την μνήμη των αυτόπτων μαρτύρων (Wells &Olson,2003). Η συνήθης διαδικασία της εν' σειρά (line up) και ταυτόχρονης (simultaneous) παρουσίασης φωτογραφιών υπόπτων,μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των εσφαλμένων αναγνωρίσεων στη βάση της οικειότητας μεταξύ υποκειμένου και συγκεκριμένου υπόπτου σε σχέση με τους άλλους που παρουσιάζονται. Οι Lindsay & Wells (1985) προτείνουν μια εναλλακτική μέθοδο παρουσίασης στην οποία οι φωτογραφίες των υπόπτων παρουσιάζονται μία κάθε φορά σε μια γραμμική αλληλουχία (sequential format).οι ερευνητές πιστεύουν ότι μια τέτοια διαδικασία θα κινητοποιήσει ένα μηχανισμό που ονομάσανε απόλυτη κρίση (absolute judgment) η οποία θα βασίζεται στην ξεχωριστή κρίση του κάθε προσώπου.

Πράγματι οι Steblay et al (2003) βρήκαν ότι η μία προς μία παρουσίαση των φωτογραφιών (sequential format) μειώνει τις λαθεμένες αναγνωρίσεις όταν ο στόχος απουσιάζει από το πλαίσιο,σε σχέση με την εν σειρά ταυτόχρονη (simultaneous format) παρουσίαση. Από την άλλη όμως μειώνει και τις ορθές αναγνωρίσεις όταν ο στόχος της αναγνώρισης είναι παρών στο πλαίσιο (Response Criterion). 2.4 Signal Detection Theory - Green&Swets (1966) Εικόνα 2 Signal Detection Theory http://psy.ucsd.edu/~eebbesen/simseq.htm Moντέλο της κατανόησης του τρόπου αναγνώρισης ( ή αποτυχίας αναγνώρισης) αντικειμένων ή γεγονότων τα οποία έχουν βιωθεί στο παρελθόν, σε σχέση με γεγονότα με τα οποία ερχόμαστε για πρώτη φορά σε επαφή. (novel) Μελετάει τους τύπους των αποφάσεων που παίρνουν τα υποκείμενα σε σχέση με τις παλιές και τις νέες εμπειρίες,συμπεριλαμβάνοντας την ικανότητα τους για ορθή αναγνώριση (a hit response) και την λαθεμένη αναγνώριση μιας νέας εμπειρίας ως παλιάς (a false alarm response). Σύμφωνα με το μοντέλο υπάρχει απομόνωση

(isolation) μεταξύ των δύο διαδικασιών και κατ επέκταση διαχωρισμός σε δύο ανεξάρτητες παραμέτρους : Discrimination Accuracy. H ικανότητα των υποκειμένων να εκλάβουν ορθά ένα σήμα σε σχέση με την ορθή απόρριψη της απουσίας του. Response Criterion.Το μέγεθος στοιχείων που είναι απαραίτητα για ένα υποκείμενο για να αποκριθεί στο εάν ένα ερέθισμα έχει παρουσιαστεί. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα της μνημονικής αναπαράστασης (π.χ ο χρόνος που παρέχεται για τη μελέτη-κωδικοποίηση του ερεθίσματος) αναμένεται να επηρεάσουν το Discrimination Accurancy. Aπό την άλλη πλευρά το κριτήριο της απόκρισης (response ctiterion) επηρεάζεται από σημαντικούς κοινωνικούς παράγοντες καθώς και από τις οδηγίες που λαμβάνουν τα υποκείμενα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της αναγνώρισης, όπως για παράδειγμα μια ανταμοιβή για κάθε σωστή απάντηση. (Μeissner et al,2005)

2.5 Dual process theories of recognition memory Cognitive process Recollection Familliarity Εικόνα 3 Σχηματοποίηση της μνήμης σύμφωνα με το μοντέλο Τα μοντέλα αυτά μελετούν τις διεργασίες που βρίσκονται πίσω από την φαινομενολογία των αποκρίσεων των υποκειμένων.(κelley & Jacoby,2000) Σύμφωνα με το μοντέλο οι διαδικασίες της μνήμης αναγνώρισης (recognition memory) διακρίνονται σε δύο διακριτά επίπεδα: Recollection. Αφορά πληροφορίες οι οποίες κωδικοποιούνται σε συνειδητό επίπεδο με ενεργητικό τρόπο. Επηρεάζεται από: Παραγωγικές ή σημασιολογικές κωδικοποιήσεις Την κατεύθυνση της προσοχής Την ταχύτητα της αντίδρασης Τo είδος της νέας γνώσης (Yonellinas,2002) Familliarity. Αφορά πληροφορίες σε μη συνειδητό-αντιληπτικό πλαίσιο οι οποίες κωδικοποιούνται αυτόματα. Συχνά επηρεάζεται από τις αλλαγές στο κριτήριο της απόκρισης.

3. ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ Meisser.et.al (2005) Παρουσιάστηκαν στα υποκείμενα πολλαπλά πρόσωπα στόχοι (target faces) και σε επόμενη φάση έγινε προσπάθεια να αναγνωριστούν μέσα σε σειρές προσώπων στις οποίες τα πρόσωπα-στόχοι άλλες φορές ήταν παρόντα και άλλες όχι Για να εξετάσουν τη μέθοδο της εν σειράς παρουσίασης,εξερεύνησαν τις επιρροές: Της ισχύος της κωδικοποίησης Των εισαγωγικών οδηγιών Του μεγέθους της σειράς παρουσίασης 3.1 Μεθοδολογία Ένα πρόγραμμα Η/Υ (PC_Eyewitness) που αναπτύχθηκε από τον ΜacLin and colleagues (2005) χρησιμοποιήθηκε για να ελεγχθεί η παρουσίαση των ερεθισμάτων αλλά και για τη συλλογή των δεδομένων. Οι φωτογραφίες της μελέτης περιλαμβάνουν τους ώμους και το κεφάλι ανδρών οι οποίοι φορούσαν καθημερινά ρούχα,καθισμένοι μπροστά σε ένα γκρι φόντο, σε μία προφίλ αγέλαστη στάση. Οι φωτογραφίες του test περιλαμβάνουν τους ώμους και το κεφάλι ανδρών οι οποίοι φoρούσαν πουκάμισα χρώματος βουργουνδίας,καθισμένοι μπροστά σε γκρι φόντο σε μια προφίλ αγέλαστη πόζα. Οχτώ ανδρικές φωτογραφίες επιλέχτηκαν από τη βάση δεδομένων ως πρόσωπα-στόχοι,με την επιλογή να στηρίζεται κατά βάση της δύναμης (validity) των χαρακτηριστικών του προσώπου (χρώμα μαλλιών, χρώμα, ματιών, σχήμα προσώπου κλπ).είκοσι συμμετέχοντες επιστρατεύτηκαν για να προσφέρουν περιγραφές του κάθε προσώπου,οι οποίες συνδυάστηκαν για να δημιουργηθεί μια υποδειγματική περιγραφή του. Κατασκευάστηκαν δύο συνθήκες (παρουσίας και απουσίας) για κάθε ένα από τα οχτώ πρόσωπα,με τις φωτογραφίες των ψευδόυπόπτων να είναι εντελώς ξεχωριστές για τις δυο σειρές παρουσίασης σε κάθε ένα

από τα οχτώ πρόσωπα. Χρησιμοποιήθηκε το mock witness paradigm το οποίο προσφέρει μια βάση της τυχαίας επιλογής υπόπτου 3.2 Διαδικασία Οκτώ αντρικά πρόσωπα παρουσιάστηκαν στα υποκείμενα για 3 sec,με ενδιάμεσο χρόνο μεταξύ των ερεθισμάτων 1 sec.τα υποκείμενα όφειλαν να μελετήσουν αυτά τα πρόσωπα στον καθορισμένο χρόνο. Η σειρά της παρουσίασης των προσώπων άλλαζε με το κάθε υποκείμενο (randomized). Mετά τη φάση της μελέτης ακολούθησε ένα έργο περίσπασης της προσοχής (η κατασκευή ενός ψηφιακού πάζλ ) διάρκειας 5 min. Ακολουθούσε το κύριο πειραματικό έργο, κατά το οποίο παρουσιαζόταν μια σειρά φωτογραφιών στην οποία τα υποκείμενα θα έπρεπε να αναγνωρίσουν τα πρόσωπα-στόχους που είχαν δει στο πρώτο μέρος του πειράματος.τα υποκείμενα γνώριζαν ότι σε κάθε σειρά τα πρόσωπα-στόχοι μπορεί να είναι ή να μην είναι παρόντα στο πλαίσιο. Στα υποκείμενα προσφέρθηκαν οι παρακάτω επιλογές: Nα επιλέξουν το πρόσωπο Να δηλώσουν ότι το πρόσωπο δεν είναι παρόν Να δηλώσουν ότι δεν είναι αρκετά σίγουρη για να ταυτοποιήσουν το πρόσωπο 3.3 Αποτελέσματα Πείραμα 1 Η επίδραση του τρόπου παρουσίασης των ερεθισμάτων (simultaneous vs sequential) στον τρόπο απόκρισης των υποκειμένων. Η επίδραση της ισχύος (strength) της κωδικοποίησης σύμφωνα με το υπόδειγμα των Strech&Wixted (1998). Τα υποκείμενα της συνθήκης της μία προς μία παρουσίασης των φωτογραφιών

(sequential) ήταν πιο συντηρητικά και επομένως λιγότερο πιθανά να επιλέξουν σε σχέση με τα υποκείμενα της ταυτόχρονης παρουσίασης. Τα υποκείμενα που είχαν περισσότερο χρόνο να επιλέξουν είχαν καλύτερα αποτελέσματα στην αναγνώριση. Πείραμα 2 Υπάρχουν δεδομένα (Stebley,1997) που δείχνουν οτι μια σαφής οδηγία εισαγωγής στη διαδικασία αναγνώρισης π.χ Απαντήστε θετικά μόνο αν είστε 100% σίγουροι για την επιλογή σας ότι αυτό είναι το άτομο που είδατε στην αρχική φάση θα προκαλέσει μείωση των λαθεμένων ταυτοποιήσεων αλλά δεν θα έχει καμιά επίδρασης στις σωστές. 1. Τα υποκείμενα της συνθήκης της μία προς μία παρουσίασης των φωτογραφιών (sequential) ήταν πιο συντηρητικά και επομένως λιγότερο πιθανά να επιλέξουν σε σχέση με τα υποκείμενα της ταυτόχρονης παρουσίασης. 2. Δεν υπήρξε καμιά επιρροή στη συνολική ικανότητα απόκρισης (D.A) 3. Οι εισαγωγικές οδηγίες προκάλεσαν μια σημαντική βελτίωση στην συνολική επίδοση (D.A) όσο και μια συντηρητική επίδραση στο κριτήριο απόκρισης (R.S) ως αποτέλεσμα της σημαντικής πτώσης των false alarms. Πείραμα 3 Το Technical Working Group for Eyewitness Evidence (1999) θεωρεί ότι κατ ελάχιστον ένα πλήθος πέντε φωτογραφιών μή -υπόπτων θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε κάθε σειρά φωτογραφιών αναγνώρισης. Παρότι ορισμένες έρευνες όπως των Cultler et.al (1986) έδειξαν μικρή ή και καμία επίδραση της συγκεκριμένης μεταβλητής, oι Levi &Lindsey (2001) δηλώνουν ότι αυξάνοντας το μέγεθος της σειράς των φωτογραφιών θα έπρεπε θεωρητικώς τουλάχιστον να αναμένουμε μείωση των λαθεμένων ταυτοποιήσεων αθώων,και μια

μικρή ή και καμιά επίδραση στην αναγνώριση των ενόχων Το μοντέλο SDT προβλέπει μια συντηρητικοποίηση του κριτηρίου απόκρισης όσο η σειρά μεγαλώνει ως αποτέλεσμα της πτώσης τόσο των hits όσο και των false alarms.τα δεδομένα έδειξαν: 1. Η αύξηση του μεγέθους της σειράς προκάλεσε μείωση στο (D.A) 2. Τα υποκείμενα της συνθήκης της μία προς μία παρουσίασης των φωτογραφιών (sequential) ήταν πιο συντηρητικά και επομένως λιγότερο πιθανά να επιλέξουν σε σχέση με τα υποκείμενα της ταυτόχρονης παρουσίασης 3. H αύξηση του μεγέθους της σειράς οδηγεί σε πιο συντηρητικές αποκρίσεις 4. H αύξηση του μεγέθους της σειράς οδηγεί σε πιο συντηρητικές αποκρίσεις τα υποκείμενα της sequential συνθήκης σε σχέση με αυτά της ταυτόχρονης παρουσίασης Πείραμα 4.Dual Process theories of Memory Οι θεωρίες αναφέρουν δύο ανεξάρτητες γνωστικές διαδικασίες : 1. Recollection process 2. Familliarity process Mια δεδομένη ενέργεια επηρεάζει αποκλειστικά και μόνο τη μια από τις δύο διαδικασίες. Το μοντέλο προβλέπει μια μείωση στην αναγνώριση με βάση την οικειότητα όταν τα ερεθίσματα παρουσιάζονται ένα προς ένα (sequential), τη στιγμή που η ταυτόχρονη παρουσίαση την ευνοεί κατασκευάζοντας ένα πλαίσιο εφαρμογής της. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τη θεωρητική θέση.

3.4 Συμπεράσματα 1. Η secuential line-up παρουσίαση έχει αποδεχθεί μια εξαιρετική τεχνική στην αναγνώριση υπόπτων. Παρ όλα αυτά συναντάει αντιστάσεις από τους ειδικούς που την εφαρμόζουν (αστυνομία) 2. Τα υποκείμενα είναι πιθανότερο να χρησιμοποιήσουν την αναγνώριση με βάση την οικειότητα όταν επεξεργάζονται ταυτόχρονα τα ερεθίσματα 3. Η αναγνώριση με βάση την οικειότητα μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχή αναγνώριση όταν το δείγμα είναι ετερογενές. 4. Μπορεί όμως να οδηγήσει σε λάθος αναγνώριση όταν ο στόχος δεν είναι παρών βασισμένη μια παρεμβολή βασισμένη σε ομοιότητες όπως, η φυσιογνωμία, τα ρούχα, η ενοχοποιηθούν εικόνα του υπόπτου κλπ. 5. Η αναγνώριση με βάση την οικειότητα είναι δίκοπο μαχαίρι 6. Η μεγάλη επίδραση που είχαν η εισαγωγικές οδηγίες

4 ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 4.1 Οι οδηγίες της American Psychology -Law Society προς τους διενεργούντες διαδικασίες αναγνώρισης υπόπτων Οι Lindsay&Pozzulo (1999) αναφέρουν τις οδηγίες που έχει εκδώσει η American Psychology -Law Society,θέτοντας τα ελάχιστα standards που πρέπει να ικανοποιούνται κατά τις διαδικασίες αναγνώρισης υπόπτων : Όλοι οι συμμετέχοντες σε μια σειρά αναγνώρισης θα πρέπει να ταιριάζουν στην περιγραφή του υπόπτου. Οι μάρτυρες θα πρέπει να ενημερώνονται εκ των προτέρων ότι ο δράστης μπορεί να μην είναι παρών στη σειρά αναγνώρισης. Η εκτίμηση της σιγουριάς του μάρτυρα σε σχέση με την επιλογή του θα πρέπει να γίνεται κατά τη στιγμή της αναγνώρισης και πριν γίνει το οποιοδήποτε σχόλιο σε σχέση με το εάν αυτός που αναγνωρίστηκε από τον μάρτυρα είναι και ο δράστης του εγκλήματος. Οι αξιωματικοί που διενεργούν την αναγνώριση θα πρέπει να έχουν άγνοια (blindness) σε σχέση με τον πραγματικό δράστη. Θα ήταν χρήσιμο η εφαρμογή της sequential μεθοδολογίας παρουσίασης των υπόπτων. κριτική και κατευθύνσεις για την μελλοντική έρευνα Υπάρχουν σοβαροί προβληματισμοί για την έρευνα της αναγνώρισης των αυτόπτων μαρτύρων: 1. Αρχικά θα πρέπει να υπάρξει καλύτερη συνεργασία μεταξύ των ερευνητών της αναγνώρισης των αυτόπτων μαρτύρων και των ερευνητών στα επιστημονικά πεδία της Ψυχολογίας και ιδιαίτερα της Κοινωνικής και Γνωστικής Ψυχολογίας. Απ την άλλη πλευρά η βιβλιογραφία της αναγνώρισης των αυτόπτων μαρτύρων στηρίζεται κατά βάση σε πειράματα που διενεργούνται σε αυστηρές πειραματικές συνθήκες. Στη βάση αυτή είναι αδύνατον να υπάρξει κάλυψη όλων των φαινομένων που απαρτίζουν ένα τόσο σύνθετο φαινόμενο. Διαφαίνεται επιτακτική πλέον η ανάγκη για ανακάλυψη μιας ενιαίας θεωρίας που θα γεμίσει τα κενά, μεταβάλλοντας τα επιμέρους πορίσματα σε ένα στέρεο σώμα γνώσης. (Οlson &Wells, 2003)

2. Eνα δεύτερο αφορά την πειραματική προέλευση των δεδομένων και την αναγωγή τους στο πεδίο της πραγματικότητας. 2 Κρίνεται απαραίτητη η προσφυγή και σε άλλες μεθόδους έρευνας πέραν της πειραματικής (π.χ έρευνα πεδίου, συμμετοχική παρατήρηση,συγκριτική μελέτη μεταξύ πειραματικών και πραγματικών δεδομένων) 3 για να επαληθεύσουμε την αντιστοιχία μεταξύ πειραματικών υποδειγμάτων και πραγματικών περιστατικών. (ο.π) 3. Νέες μεθοδολογίες αναδύονται (Bayesian analyses) καθώς και νέες μεταβλητές υπολογίζονται, (π.χ ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ συμβάντος και αναγνώρισης) οι οποίες θα στηρίξουν την ερευνητική προσπάθεια τα επόμενα χρόνια (ο.π) 2 Για μια αναλυτική παρουσίαση της σχετικής προβληματικής και των τεχνικών δυσκολιών που παρουσιάζει το εγχείρημα β. Οlson & Wells,2003. 3 Τα εντός της παρενθέσεως αποτελούν δικά μας σχόλια.

5.ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Cutler, B. L., Penrod, S. D., O Rourke, T. E., & Martens, T. K. (1986). Unconfounding the effects of contextual cues on eyewitness identification accuracy. Social Behaviour, 1, 113-134. Cohen,G. Conway,M.A. (2008) Memory in the real world,london, Routledge Cohen, J. D., Dunbar, K., & McClelland, J. L. (1990). On the control of automatic processes: A parallel distributed processing account of the Stroop effect. Psychological Review, 97, 332-361. Green,E. Loftus,F,E.(1984). Solving the eyewitness problem,behavioral Science & the Law,Vol 2,No 4. Kelley, C. M., & Jacoby, L. L. (2000). Recollection and familiarity: Process-dissociation. In E. Tulving & F. I. M. Craik (Eds.), The Oxford handbook of memory (pp. 215-228). London: Oxford University Press. Levi, A. M., & Lindsay, R. C. L. (2001). Lineup and photo spread procedures: Issues concerning policy recommendations. Psychology, Public Policy, & Law, 7, 776-790. Lindsay, R. C. L., & Wells, G. L. (1985). Improving eyewitness identifications from lineups: Simultaneous versus sequential lineup presentation. Journal of Applied Psychology, 70, 556-564. Lindsay, R. C. L. Pozzulo,J, D.(1999) Sources of eyewitness identification error, International Journal of Law and Psychiatry,vol.22,no.3-4, pp.347-360. MacLeod, C, M. (1991) Half of century of research on the Stroop effect: An integrative review. Psychological Bulletin, 1991, 109:163-203.