Η Ανάπτυξη της Περιαστικοποίησης στην Θεσσαλονίκη την τελευταία 20ετία: Μία Γεωγραφική Προσέγγιση Χαρτογραφική Τεκμηρίωση Νικόλας Καρανικόλας Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Αγρονόμων & Τοπογράφων Μηχανικών, Τομέας Κτηματολογίου, Φωτογραμμετρίας και Χαρτογραφίας. Περίληψη Η περιαστική ζώνη των πόλεων αρχικά λειτούργησε, μόνο ως τόπος κατοικίας ατόμων ιδιαίτερα χαμηλού βιοτικού επιπέδου. Στη συνέχεια, όπως συμβαίνει συνήθως στα μητροπολιτικά κέντρα που βρίσκονται σε επόμενη φάση ανάπτυξης, η περιαστική ζώνη μετεξελίχθηκε σε χώρο κατοικίας υψηλού βιοτικού επιπέδου, αφού εκεί οδήγησαν σημαντικές ομάδες πληθυσμών, τα προβλήματα των σύγχρονων πόλεων (όπως η ρύπανση, η κυκλοφορία, η έλλειψη χώρων πρασίνου, κ.λπ.). Η συστηματική καταγραφή των φυσικών και ανθρωπογενών χαρακτηριστικών της περιοχής μελέτης αλλά και η επεξεργασία και ανάλυση τους στο πέρασμα του χρόνου, κρίθηκε απαραίτητη για την παρούσα εργασία. Επιπλέον η σύνδεση τους με τη Χαρτογραφική βάση της περιοχής, καθιστά δυνατή και εύκολη, τη Χαρτογραφική διαχείριση δεδομένων και πληροφοριών. Η οργάνωση αυτού του αυτοματοποιημένου εργαλείου, ο εμπλουτισμός του με διάφορα χωρικά επίπεδα και παράλληλα η οπτικοποίηση των δεδομένων και των επεξεργασιών τους, μέσα από πίνακες, διαγράμματα και κυρίως χάρτες, προσφέρει μια πολυδιάστατη ανάγνωση και καθιστά δυνατή τη συνεχή και διαχρονική παρακολούθηση του. Η ανάπτυξη της Π.Ζ.Θ. μετά το 1980 αποτελεί κομμάτι διδακτορικής διατριβής που εκπονείται στο Τμήμα Αγρονόμων & Τοπογράφων Μηχανικών. Μέρος της ανάλυσης και των χαρτών της εν λόγω διατριβής παρουσιάζεται στην παρούσα ανακοίνωση. Λέξεις Κλειδιά: Περιαστικοποίηση, Θεσσαλονίκη, Γεωγραφική Ανάλυση, Θεματική χαρτογράφηση. The Growth of Suburbanization in Thessaloniki during the last 20years: A Geographic Approach Cartographic Documentation Nicolas Karanikolas Aristotle University of Thessaloniki, School of Surveying Engineering, Department of Cadastre, Photogrammetry and Cartography. Summary Suburban area of cities initially functioned, only as place of low standard of living residence. Then, as it usually happens in the metropolitan centers found in next phase of growth, the suburban area mutated into space of high biotic residence, since current problems of modern cities (as the pollution, the circulation, the lack of spaces of green, etc.) led there important teams of populations. The systematic recording of environmental and anthropogenic characteristics of region of study and also their treatment and analysis in time, was judged essential. Moreover, connection with the cartographic base of the region, render possible and easy, the cartographic management of data and information. The organization of this automated tool, its enrichment with various territorial level and parallel the visualization of the data and their treatments, through tables, diagrams and mainly maps, offer a reading very often multidimensional and render possible the continuous and diachronic follow-up. The growth of S.Z.Th. after 1980 constitutes piece of doctoral thesis that is elaborated in the Department of Surveying Engineering. Part of analysis and maps of the thesis is presented in this announcement. Key Words: Suburbanization, Thessaloniki, Geographic Analysis, Thematic mapping.
1. Εισαγωγή Ο ορισμός και τα χαρακτηριστικά της περιαστικής ζώνης αποτελούν ένα σύνθετο πρόβλημα της αστικής θεωρίας μια και ο χαρακτήρας τέτοιων ζωνών διαμορφώνεται ανάλογα με την ευρύτερη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης. Θα μπορούσαμε με ένα γενικευμένο τρόπο να πούμε ότι περιαστική ζώνη ορίζεται ως το απόθεμα γης του αστικού κέντρου, όπου μία συνήθης απόσταση από τον αστικό πυρήνα της πόλης είναι της κλίμακας των 20 με 25 χιλιομέτρων. Συνήθως οι δεσμοί και η εξάρτηση της περιαστικής ζώνης με το κέντρο είναι τέτοια που η ανάπτυξη και ο χαρακτήρας της πόλης καθορίζει την φυσιογνωμία και καθοδηγεί την εξέλιξη της περιαστικής ζώνης. Από την άλλη πλευρά, τέτοιου είδους θέματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σε όλες τις ιστορικές φάσεις της εξέλιξής τους. Αρχικά ο περιαστικός χώρος λειτούργησε ως χώρος φτηνής κατοικίας βιομηχανικών εργατών, κατά την διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης στις δυτικές κοινωνίες του 19 ου αιώνα. Σήμερα στη περιαστική ζώνη χωροθετούνται νέες κατοικίες και εγκαθίστανται διαφορετικές κοινωνικές ομάδες ανθρώπων που δίνουν την δυναμική για μια περαιτέρω ανάπτυξη της ζώνης. Σχήμα 1: Οι 3 ζώνες της πόλης. 2. Ορισμός του περιαστικού χώρου Ο σύγχρονος άνθρωπος χρησιμοποιεί την περιαστική ζώνη ως βασικό χώρο κατοικίας. Οι καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στην περιαστική ζώνη (περιβάλλον, αποφυγή των αστικών θορύβων, κ.τ.λ.) προστίθενται στην εξέλιξη του τομέα των μεταφορών (δίκτυα, συστήματα μαζικής μεταφοράς, εξέλιξη αυτοκινήτου), και επικοινωνίας (τηλέφωνο, Internet), και δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τη μετάλλαξη των ζωνών αυτών σε χώρους πολυτελών κατοικιών. Βέβαια ο ελλιπής σχηματισμός των περιαστικών ζωνών πολλές φορές δεν επιτρέπει την πλήρη μεταφορά των αναγκών του αστικού νοικοκυριού στην περιαστική ζώνη. Έτσι η εξάρτηση των «περιαστών» από το κέντρο γίνεται εκτός από την εργασία, πιο ειδική και ξεκάθαρη μέσα από τις καθημερινές ανάγκες κάθε νοικοκυριού. Συγχρόνως, οι ανάγκες των σύγχρονων μητροπόλεων για δραστηριότητες δευτερογενή τομέα επιβάλουν την ύπαρξη χώρου ικανού να δεχτεί τέτοιου είδους χρήσεις γης. Έτσι η περιαστική ζώνη καλείται να παίξει τον ρόλο του μέσου ανάπτυξης του κέντρου. Η διάσταση τούτης της ανάγκης σήμερα είναι δισχιδής, (σε σχέση με την πρώτη φάση σχηματισμού περιαστικών ζωνών), αφού πέρα από τις φθηνές εργατικές κατοικίες, η περιαστική ζώνη σήμερα διαθέτει τον χώρο ανάπτυξης των μεγάλων βιοτεχνικών και βιομηχανικών μονάδων. Άλλωστε είναι γνωστό ότι η ανάπτυξη των σύγχρονων μητροπολιτικών κέντρων, εξαρτάται άμεσα από τις υπηρεσίες και τους χώρους που απολαμβάνουν οι σύγχρονες επιχειρήσεις. Συμπληρωματικά, συγκεκριμένες και ειδικές χρήσεις γης όπως αεροδρόμια, κεντρικές οικονομικές εφορίες, διευθύνσεις αστυνομικών τμημάτων κτλ, επίσης χωροθετούνται στην περιαστική ζώνη κάθε πόλης. Η περιαστικοποίηση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα φαινόμενο κατά την εξέλιξη μιας πόλης σε μητροπολιτικό κέντρο. Είναι μία κοινωνικό-οικονομική διαδικασία που απορρέει από τα σύγχρονα προβλήματα των αστικών δομών και τις κοινωνικές αντιδράσεις των αστών απέναντι σε αυτά. Ο όρος «περιαστικός»-«προαστιακός» αναφέρεται σε χώρο με αστικά χαρακτηριστικά έξω όμως από τα όρια της πόλης και σε τέτοια απόσταση, ώστε να είναι ικανή η ύπαρξη οικονομικών και κοινωνικών δεσμών με την πόλη. Προφανώς, περιαστικοί οικισμοί δημιουργούνται μόνο δορυφορικά της πόλης και σε συγκεκριμένες τροχιές γύρω από αυτήν. Η απόσταση των περιαστικών τροχιών δεν είναι δεδομένη αλλά ούτε και ζητούμενη. Περιαστικοί οικισμοί βρέθηκαν, (με την εξέλιξη του αστικού εδάφους) να ενσωματώνονται με την πόλη. Ο περιαστικός χώρος πρέπει πάντα να προσεγγίζεται ως μία υβριδική κατάσταση με έντονα αστικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιείται όμως ως προς την ιστορική εξέλιξη του από την πόλη. Η διαφοροποίηση αυτή απεικονίζεται και στο χώρο ως προς τα αγροτικά και αστικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος, την οικονομική λειτουργία αλλά και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των περιαστών. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί περιαστικό φαινόμενο η γεωμετρική εξάπλωση της πόλης. Έτσι συγκρίσεις ανθρωπογεωγραφικού χαρακτήρα πρέπει να γίνονται ανάμεσα στον πυρήνα, τις ενδιάμεσες ζώνες και την περιαστική ζώνη για να τεκμηριώνουν το περιαστικό φαινόμενο, το οποίο άλλωστε αναπτύσσεται μέσα από τις πληθυσμιακές αυξήσεις των περιαστικών οικισμών, και συνεχίζει με την ανάπτυξη των εταιρειών και παροχών που ακολουθούν τους αστικούς πληθυσμούς. Οι οικισμοί αναπτύσσονται μέχρι να προσεγγίσουν ένα πληθυσμιακό μέγεθος πέρα από το οποίο τα πλεονεκτήματα θέσης τους χάνονται, στην συνέχεια ακολουθεί κάποιος επόμενος οικισμός και έτσι αναπτύσσεται συνολικά όλο το δίκτυο των οικισμών. Βέβαια αυτή η λογική ακολουθείται για τους οικισμούς με έντονη ανάπτυξη χώρων κατοικιών ενώ οι οικισμοί που προσφέρουν το βιοτεχνικό βιομηχανικό έδαφος στο
μητροπολιτικό κέντρο ακολουθούν μία διαφορετική πορεία ανάπτυξης. Η περιαστική ζώνη αναπτύσσει συγχρόνως τις χρήσεις εξυπηρέτησης των περιαστών κατά μήκος των οδικών δικτύων της ζώνης. Ο νέος σχεδιασμός των πόλεων περιλαμβάνοντας τις περιαστικές ζώνες και οικισμούς είναι τα λεγόμενα αστικά χωριά (urban villages). Τα περιαστικά κέντρα αποτελούν τους πυρήνες των περιαστικών χώρων, αφού οι άνθρωποι κινούνται εκεί για λόγους εργασίας, αγοράς, παιδείας. Το λιανεμπόριο αναπτύσσεται στις περιαστικές ζώνες για να είναι πιο κοντά στους πληθυσμούς των περιαστικών πυρήνων, τα γραφεία για να βρίσκονται πιο κοντά στους εργαζόμενους, το ίδιο και τα εστιατόρια, οι χώροι διασκέδασης και ψυχαγωγίας, τα ξενοδοχεία, τα σχολεία. Η δόμηση ακολουθεί πιο ήπιους ρυθμούς και διαχέεται μέσα από τα περιαστικά κέντρα τα οποία συμπληρώνουν τους αστικούς πυρήνες και δημιουργούν τα δίκτυα γύρω τους. Ο περιαστός είναι ο σύγχρονος «αριστοκράτης» από οικονομική τουλάχιστον πλευρά και αποτελεί την ταξική απάντηση των αστών απέναντι στην εισροή στην πόλη πληθυσμών από την ύπαιθρο. Ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, χώροι ψυχαγωγίας και ανάπτυξη των εταιρειών γύρω του αποδεικνύει την επιρροή που ασκεί στον σχεδιασμό και την ανάπτυξη των μεγάλων αυτών δικτύων. 3. Η περιαστική ζώνη της Θεσσαλονίκης σήμερα. Η πρώτη αναφορά για την ύπαρξη περιαστικών δομών γύρω από το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης γίνεται στο Ν.1561/85. Σύμφωνα με αυτό το νόμο η περιαστική ζώνη Θεσσαλονίκης περιλαμβάνει τις παρακάτω Κοινότητες: Ασβεστοχωρίου, Διαβατών, Εξοχής, Θέρμης, Καλοχωρίου, Νέας Μαγνησίας, Νέας Ραιδεστού, Νέου Ρυσίου, Νεοχωρούδας, Πενταλόφου, Σίνδου, Φιλύρου, Χορτιάτη και Ωραιοκάστρου»(άρθρο 14 παρ. 1.4). Αυτή η επιλογή της περιαστικής ζώνης της Θεσσαλονίκης γίνεται με σεβασμό τόσο το ανάγλυφο της περιοχής όσο και την ζώνη επιρροής του Λαγκαδά βόρεια της πόλης. Η επιλογή της περιαστικής ζώνης δεν τίθεται σε αμφισβήτηση για τα επόμενα μέχρι το 2000 χρόνια. Νέα δεδομένα όμως όπως η ευρύτερη διασπορά παραγωγικών δραστηριοτήτων, η αύξηση του πληθυσμού, η προσέλευση οικονομικών μεταναστών από πρώην ανατολικές χώρες, η τάση των παλαιών κατοίκων να αναζητήσουν κατοικία σε λιγότερο φορτισμένες πληθυσμιακά ζώνες, η πύκνωση του δικτύου των περιαστικών οικισμών, τα νέα δίκτυα μεταφοράς και επικοινωνίας, το σχέδιο «Καποδίστριας», η ανάγκη νέων μητροπολιτικής σημασίας δραστηριοτήτων επιβάλουν μία νέα προσαρμογή. Έτσι, στους προηγούμενους οικισμούς πρέπει να προστεθούν οικισμοί με: (1) έντονη οικιστική ανάπτυξη όπως το Πλαγιάρι, η Καρδία και ο Τρίλοφος, (2) μετασχηματισμένοι οικισμοί όπως η Περαία, οι Νέοι Επιβάτες και η Αγία Τριάδα και (3) οι Ταγαράδες, το Τριάδι, τα Φαραμακάικα, το Λιβαδάκι, ο Βαλτότοπος, το Μεσαίο, η Νέα Φιλαδέλφεια, το Κράνος, το Πετρωτό, το Μονόλοφο, το Άνω Σχολάρι και το Κάτω Σχολάρι, για να σχεδιαστεί η περιαστική ζώνη σύμφωνα με τα πλαίσια του προγράμματος «Καποδίστριας». Έτσι η πρώτη επιλογή για την διερεύνηση των περιαστικών οικισμών αποτυπώνεται στον ακόλουθο χάρτη: Χάρτης 2: Η Π.Ζ.Θ. ως ανάγλυφο και δίκτυο οικισμών και οδικών δικτύων.
4. Δείκτες προαστιοποίησης-προαστιοποίηση του πληθυσμού. Σε κάθε ανάλυση του φαινομένου της περιαστικοποίησης σημαντικό κομμάτι καταλαμβάνει η ανάλυση της πληθυσμιακής εξέλιξης εντός της ζώνης. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι να απαντήσει κάνεις πως μπορεί να ξεκαθαρίσει την τάση περιαστικοποίησης σε ένα αστικό κέντρο, όχι μόνο μέσα από την συνολική αύξηση των πληθυσμών στις γύρω περιοχές. Είναι λανθασμένο να υποστηρίξει κάποιος ότι η έντονη αύξηση του περιαστικού πληθυσμού είναι αποτέλεσμα μόνο των τάσεων περιαστικοποίησης, προς τούτο θα πρέπει να γίνει μία διαφορετική πολυπαραμετρική προσέγγιση του προβλήματος. Στη σχετική βιβλιογραφία υπάρχει μία πληθώρα δεικτών περιαστικοποίησης. Οι περισσότεροι από αυτούς του δείκτες δέχονται την ύπαρξη των πόλεων πάνω σε τρεις ομόκεντρες ζώνες. Την κεντρική ζώνη που αποτελεί συνήθως και το ιστορικό κέντρο της πόλης, την ενδιάμεση ζώνη της πόλης (οικισμοί που έχουν ενσωματωθεί στον αστικό ιστό) και την Τρίτη ζώνη που αναφέρεται ως η περιφερειακή ζώνη της πόλης και είναι συνήθως το σύνολο των περιαστικών οικισμών. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία ο όρος της περιαστικοποίησης ή της προαστιοποίησης συνδέεται μόνο με τον εντοπισμό σημαντικών πληθυσμιακών διαφορών στις περιφερειακές ζώνες. Στην πραγματικότητα όμως, όπως έχει σημειωθεί για να εντοπιστούν φαινόμενα περιαστικοποίησης επιβάλλεται μία ανθρωπογεωγραφική πολυμεταβλητή προσέγγιση, αφού υπάρχει πιθανότητα οι έντονες πληθυσμιακές αυξήσεις να μην σημαίνουν και περιαστικοποίηση αλλά γεωμετρική αύξηση της πόλης. Ο πιο γνωστός δείκτης εκτίμησης της περιαστικοποίησης είναι οι «καμπύλες πυκνότητας» (density gradients) (Mills, 1972; Sullivan, 1990, 1992, 1996, 2000; Εμμανουήλ, 1999), όπου η δομή της πόλης συνοψίζεται σε μια απλή συνάρτηση της πληθυσμιακής πυκνότητας σε σχέση με την γραμμική απόσταση από το κέντρο. Η μαθηματική της διατύπωση σε μία απλουστευμένη μορφή είναι η εξής: g r Dr = D e (1) όπου: D r : η πυκνότητα πληθυσμού σε μία ζώνη σταθερού πλάτους r ή σε μία σταθερή μονάδα επιφάνειας. r : η ακτίνα-απόσταση από το κέντρο της πόλης. D : μία σταθερά που προκύπτει από τα δεδομένα (σε πολλά μοντέλα ισούται με την πυκνότητα που ορίζει η καμπύλη για το κέντρο της πόλης (r=0)). e : η βάση των νεπέρειων λογαρίθμων. g : η ζητούμενη παράμετρος περιαστικοποίησης. Η συνάρτηση περιγράφει την περιαστικοποίηση των πληθυσμών και παρακολουθώντας την παράμετρο g μπορεί κάποιος να διαπιστώσει την κατανομή του πληθυσμού. Όσο μικρότερη είναι η τιμή της g τόσο πιο κατανεμημένος είναι ο πληθυσμός της υπό εξέταση ζώνης. Αν σε κάποια χρονική περίοδο η g πάρει μία πολύ χαμηλή τιμή σημαίνει ότι εκείνη την περίοδο είχαμε μία τάση προαστιοποίησης, ή τουλάχιστον μεταφορά πληθυσμών στις εξωτερικές ζώνες. Βέβαια στην περίπτωση που ο συνολικός πληθυσμός παραμένει σταθερός, σημαίνει ότι θα αυξηθούν οι μικτές πυκνότητες στην περιφέρεια και θα μειωθούν στο κέντρο, οπότε απαραίτητα θα μειωθεί και η παράμετρος D. Συνεπώς, στην περίπτωση κάποιου κέντρου με σταθερό πληθυσμό, οι τάσεις περιαστικοποίησης οδηγούν σε μείωση του πληθυσμού των κεντρικών ζωνών. Επίσης, στην περίπτωση αύξησης του συνολικού πληθυσμού και μείωσης της τιμής της παραμέτρου g η αύξηση των πληθυσμιακών πυκνοτήτων στις περιαστικές ζώνες οφείλεται τόσο σε φαινόμενα περιαστικοποίησης όσο και στην συνολική αύξηση του πληθυσμού της πόλης ως σύνολο. Τέλος υπάρχει και η περίπτωση της μεταβολής της καμπύλης πυκνότητας λόγω της γεωγραφικής επέκτασης των πόλεων. Σ αυτή την περίπτωση ακόμα και όταν η παράμετρος g μένει σταθερή υπάρχουν κάποια φαινόμενα περιαστικοποίησης, αφού ο πληθυσμός των εξωτερικών ζωνών αυξάνεται ταχύτερα από τον πληθυσμό του κέντρου (Εμμανουήλ Δ., 1999). Εφαρμόζοντας την παραπάνω σχέση στα δεδομένα της Θεσσαλονίκης προκύπτει: Έτος D g 2001 6,64-0,2267 1991 5,76-0,2570 1981 4,96-0,2744 1971 3,29-0,2585 Πίνακας 1: Εφαρμογή των καμπύλων πυκνότητας στα δεδομένα της Θεσσαλονίκης.
πυκνότητα 30 Πυκνότητα πληθυσμού 1971 Πυκνότητα πληθυσμού 1981 25 Πυκνότητα πληθυσμού 1991 Πυκνότητα πληθυσμού 2001 20 15 10 5 0 0 5 10 15 20 25 χλμ. Στα διαγράμματα απεικονίζεται η πληθυσμιακή πυκνότητα σε σχέση με την απόσταση από το κέντρο της πόλης και μέσα από τις απογραφές της Ε.Σ.Υ.Ε. από το 1971 μέχρι το 2001. Εφαρμόζοντας ημιλογαριθμική παλινδρόμηση προκύπτουν οι καμπύλες πυκνότητας του επομένου σχήματος. Οι καμπύλες για το σύνολο των 4 απογραφών αποδεικνύουν ότι στην Θεσσαλονίκη υπάρχουν έντονα σημάδια περιαστικοποίησης του πληθυσμού με ακόμα εντονότερη γεωμετρική εξάπλωση του κέντρου. Διάγραμμα 1: Διάγραμμα πληθυσμιακών πυκνοτήτων. πυκνότητα 30 25 20 15 10 5 0 0 5 10 15 20 25 χλμ. Διάγραμμα 2: Διάγραμμα καμπύλων πυκνότητας. Βέβαια με την χρήση των καμπύλων πυκνότητας δεν αποτυπώνονται όλες οι τάσεις περιαστικοποίησης παρά μόνο αυτές που περιγράφονται από τον πληθυσμό. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις περιαστικοποίησης όπου οι πληθυσμοί δεν ακολουθούν πάντα μία έξοδο προς περιαστικούς οικισμούς. Για παράδειγμα η περιαστικοποίηση των αστικών λειτουργιών δεν ακολουθείται σε όλες τις περιπτώσεις από έντονες πληθυσμιακές διαφοροποιήσεις. Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται περαιτέρω ανάλυση ανθρωπογεωγραφικών δεδομένων. 5. Γεωγραφία της Περιαστικής Ζώνης Η Γεωγραφία της περιαστικής ζώνης αποτυπώνεται στον χάρτη 2. Συγκεκριμένα διαχωρίζεται στις εξής ζώνες ως προς το περιβάλλον της περιοχής: o τους οικισμούς στον κάμπο του Γαλλικού Ποταμού, που αποτελούν το βορειοδυτικό τμήμα της περιαστικής ζώνης (μέρος της πεδιάδας της Καμπανίας). o τους οικισμούς που ευρίσκονται στη λοφοσειρά που προεκτείνει τον ορεινό όγκο του Χορτιάτη προς τα βορειοδυτικά, μέχρι την περιοχή της Νέας Φιλαδέλφειας, χωρίζοντας τον Έσω Θερμαϊκό Κόλπο (Κόλπος της Θεσσαλονίκης) από τη λεκάνη της Λίμνης Κορώνειας, o την κοιλάδα του Ποταμού Ανθεμούντα και o την υπερυψωμένη και διαβρωμένη πεδιάδα μεταξύ της κοιλάδας του Ποταμού Ανθεμούντα και των ακτών του Έξω Θερμαϊκού (ακτές της Επανομής) που είναι γνωστή και ως ευρύτερη περιοχή του Μεγάλου Εμβόλου (Καραμπουρνού), από το ομώνυμο ακρωτήρι στο οποίο καταλήγει στα δυτικά.
Αναφορικά με το υψόμετρο, οι ζώνες τις Π.Ζ.Θ. διακρίνονται σε πεδινή (0-200μ.), ημιορεινή (200-600μ) και ορεινή (600μ.+) ζώνη, διαπιστώνεται ότι η αντίστοιχη κατανομή των 31 συνολικά οικισμών της έχει ως εξής: o 23 οικισμοί εντοπίζονται στην πεδινή ζώνη από τους οποίους οι 15 χαμηλότερα από την ισοϋψή των 100 μ. o 7 οικισμοί εντοπίζονται στην ημιορεινή ζώνη και o 1 οικισμός στην ορεινή ζώνη 5.1 Ιστορική αφετηρία της περιαστικής ζώνης. Ξεκινώντας την ανθρωπογεωγραφική ανάλυση της περιαστικής ζώνης, πρώτο βήμα στην μεθοδολογία προσέγγισης αποτελεί η γένεση της ζώνης. Η αιτία γένεσης τέτοιων ζωνών διαφοροποιείται από κέντρο σε κέντρο. Από τον ψυχρό πόλεμο μέχρι τις φυλετικές διακρίσεις οι ζώνες αυτές εξελίσσονται μέσα από τις ιστορικές νησίδες ανάπτυξης των μητροπολικών κέντρων με τελικό σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών των κέντρων των οποίων αποτελούν δορυφόρους. Έτσι ο χαρακτήρας τους σε όλα τα επόμενα στάδια εξέλιξης εκφράζει την αρχική στιγμή γένεσής τους, αφού τελικά αυτή αποτελεί και την πραγματική αιτία ύπαρξής τους. Η Π.Ζ.Θ. ξεκίνησε ως χώρος υποδοχής των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Ο χαρακτήρας των πληθυσμών, οι οικονομικές και κοινωνικές τάσεις παραπέμπουν ακόμα και σήμερα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτών των πληθυσμών. Στον χάρτη 3 απεικονίζεται η χωροθέτηση των πρώτων προσφυγικών οικισμών στην περιαστική ζώνη όπως και η ονοματολογία των οικισμών της εποχής. Βέβαια όπως γίνεται κατανοητό, σήμερα η πληθυσμιακή δομή των περιαστικών οικισμών έχει διαμορφωθεί εξαιτίας της εξέλιξης της πόλης. Παρόλα αυτά όμως φαίνεται από τον χάρτη η αρχική επιλογή χωροθέτησης των πληθυσμών αυτών στο νοτιοανατολικό και βορειοδυτικό τμήμα της περιαστικής ζώνης. Χάρτης 3: Γένεση της περιαστικής ζώνης. Οι πρώτοι προσφυγικοί οικισμοί. 5.2 Πληθυσμιακή Εξέλιξη Ο πληθυσμός είναι το σημείο αναφοράς από το οποίο όλα τα άλλα αντικείμενα παρατηρούνται και από το οποίο όλα, ατομικά ή ομαδικά, παίρνουν σημασία και νόημα (Μυρίδης, 1987). Έτσι και στην εξέλιξη της περιαστικής ζώνης της Θεσσαλονίκης, ο πληθυσμός δείχνει την δυναμική του φαινομένου όπως και την διαχρονική του εξέλιξη. Στην ανάλυση που γίνεται στην παρούσα εργασία, ιδιαίτερη σημασία έχουν τα πληθυσμιακά μεγέθη από το 1971 και έπειτα, με έμφαση στην τελευταία δεκαετία απογραφών (1991-2001) όπου έχουμε και τα πιο έντονα σημάδια περιαστικοποίησης στη ζώνη. Βέβαια, από το 1981 οι ήδη φορτισμένες περιοχές του αστικού κέντρου επιβαρυνόμενες και από το κύμα παλιννόστησης της εποχής δίνουν τις πρώτες πληθυσμιακές μεταβολές στη ζώνη.
Έτσι τα τελευταία 30 χρόνια, και συγκεκριμένα από την απογραφή του 1971 έως και το 2001, φαίνεται ότι το σύνολο των πληθυσμών που επιλέγουν την περιαστική ζώνη ως πρώτη κατοικία βαίνει συνεχώς αυξανόμενο όπως φαίνεται και στους συνοδευτικούς χάρτες. Οι πληθυσμοί αυτοί απεικονίζονται στην συνέχεια με την βοήθεια ενός σταυρικού πλέγματος τεσσάρων χαρτών όπου γίνεται κατανοητή η πληθυσμιακή εξέλιξη της περιαστικής ζώνης μέχρι σήμερα, και ιδιαίτερα του βορειοδυτικού και του νοτιοανατολικού τμήματος της πόλης. Αυτό οφείλεται τόσο στο ανάγλυφο της Π.Ζ. (Χάρτης 2) όσο και στην γένεση της Π.Ζ. όπως αυτή φαίνεται στον Χάρτη 3. Αν δεχτούμε ότι η πληθυσμός αποτελεί την βασική μεταβλητή ανάπτυξης ενός περιαστικού οικισμού, αποδεικνύεται ότι η Σίνδος, τα Διαβατά, το Ωραιόκαστρο, η Θέρμη, και, σήμερα πια, η Περαία αποτελούν τα πέντε βασικά περιαστικά κέντρα της περιαστικής ζώνης της Θεσσαλονίκης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα ακολουθήσουν στα ίδια επίπεδα και άλλο οικισμοί όπως, οι Νέοι Επιβάτες, το Ασβεστοχώρι και το Πλαγιάρι. Χάρτης 4: Πλέγμα των πληθυσμιακών χαρτών της Π.Ζ.Θ. από το 1971 μέχρι το 2001. 5.3. Εξέλιξη στη δομή του παραγωγικού συστήματος. Στην συνέχεια μετά την οπτικοποίηση των πληθυσμών της Π.Ζ.Θ. ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη των τομέων παραγωγής και η διαφοροποίηση των επαγγελμάτων κατά τα τελευταία έτη. Ενώ το σύνολο των περιαστών ασχολούνταν με την γεωργία κατά την απογραφή του 1971, σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό των κατοίκων στην περιαστική ζώνη ασχολείται κυρίως με επαγγέλματα του τριτογενή τομέα. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι παρόλο που συγκεκριμένοι οικισμοί βρίσκονται πιο κοντά στον τόπο εργασίας των περιαστών (αφού αυτός χωροθετείται στο ιστορικό κέντρο της πόλης), μεγάλος αριθμός από αυτούς φαίνεται ότι επιλέγουν για πρώτη κατοικία το νότιο τμήμα της περιαστικής ζώνης. Οι λόγοι είναι καθαρά περιβαλλοντικοί όσο και κοινωνικοί. Οι νέοι αστοί λοιπόν, κάτοικοι του νότιου τμήματος της ζώνης διαμορφώνουν ένα κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο διαφορετικό από το παρελθόν του εν λόγω τμήματος. Έτσι στην τρισδιάστατη απεικόνιση και στον πίνακα δεδομένων που ακολουθούν φαίνεται καθαρά η ανάπτυξη του τριτογενή τομέα μέσα στην τριανταετία, όπως και τα αποτελέσματα των αλλαγών αυτών.
Χάρτης 5: Οι 3 τομείς παραγωγής από το 1971 στο 2001. Με το μαύρο χρώμα απεικονίζεται ο τριτογενής τομέας, ο οποίος κυριαρχεί πια στην απογραφή του 2001. E2K153 6. Συμπεράσματα Μετά την ανάλυση της περιαστικοποίησης ως φαινόμενο αλλά και των περιαστικών οικισμών και πληθυσμών, μπορούμε να καταλήξουμε στο σύνολο των μεταβλητών που χαρακτηρίζουν τα προάστια. Δυστυχώς ήταν αδύνατο να συμπεριληφθεί το σύνολο των χαρτών και της ανάλυσης στα στενά πλαίσια της παρούσας εργασίας. Επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ανάλυση της κτηματαγοράς της Π.Ζ. αφού στις τελικές αγοραίες τιμές αποτυπώνεται το φαινόμενο και η δυναμική των περιαστικών τάσεων. η εξέλιξη της κτηματαγοράς αποτελεί άλλωστε έναν ακόμα δείκτη μέτρησης του φαινομένου της περιαστικοποίησης. Την 20ετία που πέρασε το φαινόμενο της περιαστικοποίησης στη Θεσσαλονίκη ήταν ιδιαίτερα έντονο και πέρα από κάθε δείκτη περιαστικοποίησης αποτυπώθηκε με μεγέθη έντονων ανθρωπογεωγραφικών διαφορών. Τόσο σε επίπεδο δομών, δικτύων και περιβάλλοντος της περιαστικής ζώνης, όσο σε δημογραφικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο η περιαστικοποίησης αποτελεί μία διαδικασία που καταγράφεται ανθρωπογεωγραφικά και περιγράφεται με την βοήθεια της θεματικής Χαρτογραφίας. Και με αυτή την μεθοδολογία επιτυγχάνεται μία καθολική εξέταση του φαινομένου από την γένεση μέχρι την τελική του ανάπτυξη και μορφή. Το σύνολο βέβαια των μεταβλητών αυτών που εκφράζουν την περιαστικοποίηση μπορούν να αναφερθούν στα πλαίσια του ακόλουθου πίνακα: Παράγοντες που συμβάλλουν στη μετατροπή σε προάστιο Τεχνολογικοί παράγοντες. Μεταφορές (σιδηρόδρομος, ανυψωμένος σιδηρόδρομος, τραμ, μετρό, αυτοκίνητο, οδικό δίκτυο). Επικοινωνία (τηλέφωνο, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, Διαδίκτυο). Σχέδιο και προγραμματισμός. Τεχνικές κατασκευής σπιτιών. Τεχνικές επίστρωσης (σκυρόστρωμα, άσφαλτος). Χρησιμότητες (ηλεκτρική ενέργεια, ύδρευση, υπόνομοι). Κοινωνικοί παράγοντες. Πολιτιστικοί παράγοντες. Συγκεντρωμένη οικογένεια και ζωή, ανατροφή των παιδιών. Μυστικότητα (μεγάλοι χώροι, αποσυνδεμένα δωμάτια στα σπίτια). 1971 1981 1991 2001 1ογενής Τιμή 4.920 1.100 2.531 2.514 (%) 48,64 19,24 13,91 6,71 2ογενής Τιμή 3.224 3.068 6.572 11.114 (%) 31,87 53,66 36,13 29,66 3ογενής Τιμή 1.972 1.550 9.088 23.839 (%) 19,49 27,11 49,96 63,63 Όπως φαίνεται και από τα δεδομένα του πίνακα αλλοιώνονται οι αναλογίες διότι οι νέοι κάτοικοι ασκούν κατά κανόνα επαγγέλματα του τριτογενή και κατά δεύτερο λόγο είναι υψηλόβαθμα στελέχη μεταποιητικών και συναφών επιχειρήσεων. Το φαινόμενο όμως της περιαστικοποίησης έχει επιπλέον συνέπειες όπως : - μείωση της διαθέσιμης αγροτικής γης, εξαιτίας της μετατροπής της σε οικόπεδα, για την ικανοποίηση της αυξανόμενης ζήτησης για νέες κατοικίες - αύξηση των τιμών γης, λόγω της ζήτησης, η οποία τροφοδοτεί και την απαξίωση της απασχόλησης στον πρωτογενή, για την οποία ήδη έγινε λόγος. Οικονομικοί παράγοντες. Τιμές (αγροτεμάχια, οικόπεδα, κατοικία, γήπεδα εμπορικής χρήσης). Διαθεσιμότητα εργασίας. Κερδοσκοπία εδάφους. Οικονομική ανάπτυξη. Υποθήκες, δάνεια. Χαμηλότερη πρόσθετη δαπάνη της μεταφοράς με το αυτοκίνητο. Εργολάβοι και βιομηχανίες που πιέζουν για το σύστημα οδών. Πολιτικοί παράγοντες. Φορολογία. Συντήρηση της κεφαλαιοκρατίας μέσω της εγχώριας ιδιοκτησίας. Μεταφορά (άδειες και επιχορηγήσεις για την
Αισθητική (φύση). Ασφάλεια και προστασία. Διαφυγή από την πόλη (ρύπανση, έγκλημα, ασθένειες, συμφόρηση). Κοινωνική και οικονομική θέση, κατηγορία (διαχωρισμός, αποκλεισμός, εκπαίδευση). Εμφάνιση της κοινωνικής θέσης (που εκφράζεται μέσω του σπιτιού). Ελεύθερος χρόνος. Κινητικότητα. Ευκολία. αυτοκινητική χρήση). Υποδομή και υπηρεσίες. Περιβαλλοντικοί παράγοντες. Εγκληματικότητα. Ρύπανση. Υγεία. Άφθονο έδαφος. Ιστορικά συμβάντα Πυρκαγιές, σεισμοί, μεταναστεύσεις, απεργίες. Μεγάλες οικονομικές κρίσεις. Δημογραφικοί παράγοντες. Αύξηση πληθυσμού Μετατοπίσεις πληθυσμού. Συμφόρηση. Μετανάστευση. 7. Βιβλιογραφία Αραβαντινός, Ι. Α., 1997: Πολεοδομικός Σχεδιασμός για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστικού χώρου, Αθήνα, Εκδόσεις Συμμετρία. Εθνική στατιστική υπηρεσία Ελλάδος, 1920 έως 2001: Στοιχεία γενικών απογραφών. Ζολί, Ρ. Μετάφραση Σώτη, Τ., 1991: Η πόλη και ο αστικός πολιτισμός, Αθήνα, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Καρανικόλας, Ν., 1999: Γεωγραφική προσέγγιση της διαμόρφωσης αξιών περιαστικών ζωνών στην πόλη της Θεσσαλονίκης-Μεταπτυχιακή διατριβή, Θεσσαλονίκη. Καρνάβου, Ε., 1995: Εισαγωγή στον πολεοδομικό σχεδιασμό-πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη. Καυκαλάς, Γ., Ανδρικοπούλου, Ε., Γιαννάκου, Α., Γιαννακούρου, Γ., Ζέϊκου, Π., Κομνηνός, Ν., Μάνος, Σ., Νικηφορίδης, Ν., Τόμπρος, Β., Φουτάκης, Δ., 1999: Θεσσαλονίκη, μείωση της μονοκεντρικότητας στο πολεοδομικό συγκρότημα και ο ρόλος του τριτογενούς τομέα-ερευνητικό πρόγραμμα, Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη. Καυκαλάς, Γ., Κομνηνός, Ν., Λαγόπουλος, Α.Φ., 1984: Πολεοδομικός Προγραμματισμός θεωρία, θεσμοί, μεθοδολογία, Εκδόσεις Παρατηρητής. Μυρίδης, Μ., 1987: Γεωγραφία-Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Θεσσαλονίκη. Brasington D.M., 1999: A simple model of urban growth with endogenous suburban production zones. Department of Economics, Tulane University, Working paper no 1999-06. Brueckner, Jan K., 1979: A Model of Non-Central Production in a Monocentric City, Journal of Urban Economics, 6, pp. 444-630. Clapson M., 2002: Suburban paradox? Planners intentions and residents preferences in two new towns of the 1960s: Reston, Virginia and Milton Keynes, England, Planning Perspectives, 17, pp. 145-162. Giuliano, G. and K. Small, 1991: Sub centers in the Los Angeles region, Regional Science and Urban Economics 21, 162-182. Gong, Jianxin and Teitaro Kitamura, 1994: Analysis of Urbanized Land-Use of Villages Surrounding Central Place in Flat Area - The case of Nagahama City, Shiga Prefecture. Japan (in Japanese). J. Rural Planning Ass.vol. 13, No. 1. p 19-27. Harris D.R., 1999: All suburbs are not created equal: A new look at racial differences in suburban location. Population studies center at the institute for social research. University of Michigan. Hill, E.W., Wolman, H.W. and Ford III, C.C., 1995: Can suburbs survive without their central cities? Examining the suburban dependence hypothesis, Urban Affairs Review, November, pp. 147-174. McDonald, J.F. and P. J. Prather, 1994: Suburban employment centers: The case of Chicago, Urban Studies 31, 201-218. McDonald, J.F., 1987: The identification of urban employment sub centers, Journal of Urban Economics 21, 242-258. Mills, Edwin S., and Peter Mieszkowski., 1993: The Causes of Metropolitan Suburbanization, Journal of Economic Perspectives, 7, pp. 135-47. O Sullivan, A., 2000: Urban Economics, 4 th ed., McGraw Hill.