Ημερίδα Αναλύσεις λόγου: Αναζητώντας συνθέσεις 31 Μαΐου 2016, Βόλος Γιάννης Πεχτελίδης, Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Αναστασία Στάμου, Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας 1 η Συνεδρία: Ψυχολογικές προσεγγίσεις ανάλυσης λόγου Η θεωρητική και μεθοδολογική πρόταση της (κριτικής) λογοψυχολογίας: Δυνατότητες και προσ(κ)λήσεις Ελευθερία Τσέλιου Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Στη συγκεκριμένη εισήγηση θα συζητήσω δυνατότητες, αλλά και προσ(κ)λήσεις στη μελέτη του λόγου, που «εισηγείται» η θεωρητική, επιστημολογική και μεθοδολογική πρόταση της (κριτικής) λογοψυχολογίας (discursive psychology). Συγκεκριμένα, αξιοποιώντας παραδείγματα ανάλυσης από εμπειρικές μελέτες στις οποίες έχει υιοθετηθεί η συγκεκριμένη προσέγγιση, θα εστιάσω σε δύο σημεία με δυνατότητες ευρύτερης θεωρητικής και μεθοδολογικής συνεισφοράς. Με αναφορά στην έννοια των ιδεολογικών διλημμάτων και στο μοντέλο γλωσσικής δράσης (Discursive Action Model) θα συζητήσω την πρόταση της (κριτικής) λογοψυχολογίας σχετικά με τις δυνατότητες συνάρθρωσης του «μίκρο» και του «μάκρο» πλαισίου κατά τη διαδικασία ανάλυσης του λόγου. Επιπλέον, με αναφορά στη θεωρία της τοποθέτησης (positioning theory), θα συζητήσω την προτίμησή της για μια προσέγγιση εννοιών όπως υποκείμενο ή ταυτότητα, με τρόπο συμβατό με μια διαδραστική αντί μιας ατομοκεντρικής ή ενδο-ατομικής οπτικής. Εν κατακλείδι, θα υποστηρίξω ότι η (κριτική) λογοψυχολογία, παρά τους όποιους περιορισμούς, αποτελεί μια συστηματοποιημένη θεωρητική και μεθοδολογική πρόταση με δυνατότητες εφαρμογής σε διαδικασίες αναζήτησης γνώσης στο πεδίο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, πέραν των ορίων του πεδίου της ψυχολογίας. Η πρόταση αυτή είναι συμβατή με συγκεκριμένους τύπους ερευνητικών ερωτημάτων και επιστημολογικών παραδοχών, ενώ παραμένουν προσ(κ)λήσεις όσον αφορά τις μεθοδολογικές δυνατότητες συνάρθρωσης του «μίκρο» και του «μάκρο», αλλά και της δια-του λόγου προσέγγισης της υποκειμενικότητας.
Η αποδοχή του Ρατσισμού στα πλαίσια μιας συνέντευξης για το νόμο Ραγκούση σχετικά με την ιθαγένεια: Πέρα από τη νόρμα κατά της προκατάληψης; Αντώνης Σαπουντζής & Μαρία Ξενιτίδου Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης στην Προσχολική Ηλικία, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Η νόρμα κατά της προκατάληψης έχει θεμελιωθεί τόσο θεωρητικά (συχνά με αναφορές στη φιλελεύθερη ιδεολογία του Διαφωτισμού π.χ. Billig et al, 1988) όσο και εμπειρικά, ως ένα ρητορικό μέλημα στα πλαίσια του λόγου που άπτεται του θέματος των μειονοτήτων. Το σήμα κατατεθέν μιας τέτοιας ρητορικής προσπάθειας είναι η γνωστή αποποιητική πρόταση «δεν είμαι ρατσιστής αλλά...». Οι ομιλούντες συχνά προσπαθούν να αποποιηθούν το στίγμα της προκατάληψης όταν μιλούν για κάποια εθνοτική ή άλλη μειονότητα, ενώ παράλληλα κάνουν αρνητικά σχόλια για αυτές. Πιο πρόσφατες κοινωνικοψυχολογικές έρευνες ανέδειξαν την πιθανότητα η νόρμα κατά της προκατάληψης να εκλείπει σε περιπτώσεις που οι ομιλητές είναι με οικεία άτομα (Condor & Figgou, 2012) ή να αποποιούνται το ρατσισμό αλλά όχι την προκατάληψη (Goodman & Rowe, 2014). Η παρούσα έρευνα εξετάζει τον τρόπο που οι συμμετέχοντες (γηγενείς αλλά και μετανάστες) σε μια συνέντευξη αναφορικά με το νόμο Ραγκούση για την ιθαγένεια χρησιμοποιούσαν αποδοχές του ρατσισμού, όταν μιλούσαν για τους μετανάστες στην Ελλάδα. Το εύρημα αυτό συζητιέται σε σχέση με το κοινωνικό πλαίσιο που διαμορφώνεται στην Ελλάδα της κρίσης και της ανόδου της ακροδεξιάς.
2 η Συνεδρία: Κοινωνιογλωσσολογικές προσεγγίσεις ανάλυσης λόγου Εθνικοί και μετα-εθνικοί λόγοι και η οικοδόμηση γλωσσικών ταυτοτήτων από μαθητές/τριες αλβανικής καταγωγής στην Ελλάδα Αργύρης Αρχάκης Τμήμα Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών Στην ανακοίνωση αυτή διερευνούμε τον τρόπο συνύπαρξης ελληνικών πλειονοτικών και αλβανικών μεταναστευτικών πληθυσμών. Βασισμένοι στο ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο της κριτικής ανάλυσης του λόγου και, ειδικότερα, στη διερεύνηση της σχέσης του μακρο-επιπέδου των ιδεολογικών λόγων και του μικρο-επιπέδου των ατομικών τοποθετήσεων προς αυτούς, έχουμε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός μας την οικοδόμηση γλωσσικών ταυτοτήτων από μετανάστες/τριες μαθητές/τρίες αλβανικής καταγωγής στην Ελλάδα. Το υλικό μας προέρχεται από μαθητικά γραπτά λυκείου τα οποία αναφέρονται στις μεταναστευτικές τους εμπειρίες. Συζητούμε δύο ανταγωνιστικούς μεταξύ τους λόγους, τον εθνικό ομογενοποιητικό και τον μετα-εθνικό αποδομητικό, και τον τρόπο με τον οποίο επιδρούν στην διαμόρφωση των υπό μελέτη ταυτοτήτων (Blommaert and Rampton 2011). Για τη συστηματική διερεύνηση των γλωσσικών ταυτοτήτων, ως απότοκα των τοποθετήσεων των μαθητών/τριών, χρησιμοποιούμε το αναλυτικό εργαλείο του μηχανισμού κατηγοριοποίησης μελών και επιμέρους κατηγορίες του (Sacks 1992), όπως αυτές διαμορφώνονται ειδικά σε σχέση με την πλειονοτική ελληνική γλώσσα. Τα πορίσματά μας επιβεβαιώνουν την κυριαρχία του εθνικού ομογενοποιητικού λόγου και την απουσία του μετα-εθνικού αποδομητικού λόγου που πιθανότατα θα παραχωρούσε χώρο στην αλβανική και λόγο ύπαρξης. Αναλύοντας το πολιτικό χιούμορ της κρίσης: Ασυμβατότητες και αντιδράσεις Βίλλυ Τσάκωνα Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης στην Προσχολική Ηλικία, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Η έρευνα του πολιτικού χιούμορ γενικά και των ανεκδότων ειδικότερα συνήθως επικεντρώνεται στο περιεχόμενό τους, το οποίο αναλύεται σε σχέση με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες δημιουργίας και κυκλοφορίας τους. Η παρούσα ανακοίνωση προτείνει ότι αυτού του είδους η ανάλυση μπορεί να συμπληρωθεί από τις αυθόρμητες αντιδράσεις των ομιλητών/τριών που ανταλλάσουν τα ανέκδοτα, οι οποίες συνιστούν μεταπραγματολογικά σχόλια σχετικά με τις κοινωνικές λειτουργίες των κειμένων αυτών. Ο συνδυασμός αυτών των δύο πηγών πληροφόρησης, δηλαδή του περιεχομένου των ανεκδότων και των σχολίων πάνω σε αυτά, μπορεί να μας δώσει μια σφαιρικότερη εικόνα όσον αφορά τους λόγους παραγωγής των πολιτικών (ή άλλων) ανεκδότων και τις αξιολογήσεις που οδηγούν στη διάδοσή τους (Kramer 2011, Tsakona 2015). Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζεται ένα εκτεταμένο σώμα δεδομένων με ανέκδοτα για την ελληνική οικονομική κρίση και τις συνέπειές της στην ελληνική κοινωνία, τα οποία συλλέχθηκαν μέσω
ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Το σώμα συμπληρώνεται από τα αυθόρμητα γραπτά σχόλια που συνοδεύουν τα ανέκδοτα αυτά. 3 η Συνεδρία: Φουκωικές/ μετα-μαρξιστικές προσεγγίσεις ανάλυσης λόγου Αλήθεια και προπαγάνδα Κύρκος Δοξιάδης Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αθηνών Οι σχέσεις μεταξύ αλήθειας και προπαγάνδας είναι κάπως πιο περίπλοκες από τη σχέση αληθές/ψευδές. Ιδιαίτερα χρήσιμη στην κατανόηση της περιπλοκότητας των εν λόγω σχέσεων είναι η φουκωική έννοια του «καθεστώτος αλήθειας». Η έννοια αρχικά είχε διατυπωθεί στον ενικό: ο Foucault μιλούσε για ένα καθεστώς αλήθειας που έχει κάθε κοινωνία. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως όταν μια κοινωνία όπως η σύγχρονη ελληνική βρίσκεται σε έντονη ταξική και γενικότερα κοινωνικο-πολιτική πόλωση, τα καθεστώτα αλήθειας μπορεί να είναι τουλάχιστον δύο. Σύμφωνα με το εκάστοτε καθεστώς, οι εντός του εκφερόμενοι λόγοι είναι αληθείς έστω με κάποιες εξαιρέσεις που αποτελούν «παραφωνία»-, ενώ το άλλο είναι καθεστώς προπαγάνδας. Αυτό υπονοεί ότι την «εμπόλεμη» κοινωνικο-ταξική κατάσταση ακολουθεί μια επίσης «πολεμική» διαμάχη στη σφαίρα του λόγου, το διακύβευμα της οποίας είναι το status της αλήθειας που κάθε πλευρά προσπαθεί να επιβάλει σύμφωνα με τους δικούς της όρους, και ενάντια σε εκείνο που για την ίδια αποτελεί προπαγάνδα. Έτσι, η προπαγάνδα είναι η κατεξοχήν «πολεμική» μορφή πολιτικού λόγου, είναι η συνέχιση του πολιτικού λόγου με άλλα μέσα. Όπως και στον πασίγνωστο ορισμό του Clausewitz για τον πόλεμο, τα «άλλα μέσα» είναι η συστηματική και οργανωμένη άσκηση βίας, εν προκειμένω, η άσκηση βίας επί της αλήθειας (του αντιπάλου). Αναλύοντας τον λαϊκιστικό λόγο: Σχολή του Essex, λεξικομετρία και ποσοτική ανάλυση Γιάννης Σταυρακάκης Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Η εισήγηση βασίζεται στην εμπειρία του ερευνητικού προγράμματος POPULISMUS που διενεργήθηκε στο ΑΠΘ τα τελευταία δύο έτη (2014-15). Στο επίκεντρο του προγράμματος βρέθηκε ο λαϊκιστικός λόγος σε συγκριτική προοπτική και η σχέση του με τη δημοκρατία. Ο ερευνητικός προσανατολισμός του POPULISMUS επιστράτευσε την ανάλυση λόγου της Σχολής του Essex και ιδίως την συμβολή της στην ανάλυση του λαϊκιστικού λόγου. Στο πλαίσιο της μεθοδολογικής τριγωνοποίησης της έρευνας επιχειρήθηκε ο συνθετικός ερευνητικός διάλογος με άλλες μεθόδους ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης, όπως η λεξικομετρία και η έρευνα γνώμης των πολιτικών ελίτ. Η εισήγηση θα ξεκινήσει με την παρουσίαση των μεθοδολογικών συγκλίσεων που δοκιμάστηκαν και των πορισμάτων που προέκυψαν, πριν καταλήξει σε μια συνοπτική εκτίμηση των προοπτικών σύνθεσης στο πλαίσιο της σύγχρονης ανάλυσης λόγου.
Podemos: Οι αμφίσημες υποσχέσεις του σύγχρονου αριστερού λαϊκισμού στην Ισπανία Αλέξανδρος Κιουπκιολής Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Η εισήγηση θα εξετάσει το Podemos ως ένα δείγμα σύγχρονου ευρωπαϊκού λαϊκισμού. Τοποθετεί, αρχικά, το Podemos στο πλαίσιο της οικονομικής και πολιτικής κρίσης και, ειδικότερα, της μετα-δημοκρατικής στροφής του πολιτικού συστήματος. Εν συνεχεία, θα αναλύσει το Podemos ως ένα μοναδικό σχηματισμό αριστερού λαϊκισμού με τους όρους της μορφικής-δοκιμής θεωρίας του λαϊκιστικού λόγου του Ernesto Laclau. Eν συνεχεία, θα επικεντρώσει στα μοναδικά γνωρίσματα της λαϊκιστικής πολιτικής του Podemos. Πρώτον, το εν λόγω κόμμα ξεκίνησε ως ένα πρωτότυπο εγχείρημα σύνθεσης των οριζόντιων, ανοικτών και δικτυακών κινητοποιήσεων του πλήθους με τις κάθετες, ιεραρχικές και αντιπροσωπευτικές δομές των κομματικών σχηματισμών. Ο «τεχνολαϊκισμός», δηλ. η εντατική χρήση νέων επικοινωνιακών τεχνολογιών, έχει καθοριστική λειτουργία σε αυτή τη διττή διάρθρωση. Δεύτερον, ο λαϊκισμός του Podemos ενσαρκώνει μια δημιουργική έκφανση της «πολιτικής του κοινού», αρθρώνοντας έναν λόγο πέρα από το δίπολο αριστερά/δεξιά. Τέλος, το Podemos αποτελεί ένα πρωτοφανές δείγμα «αναστοχαστικού λαϊκισμού». Η στρατηγική του κόμματος εφαρμόζει αναστοχαστικά την ηγεμονική θεωρία του Laclau για τον λαϊκισμό και την ηγεμονία. Η εισήγηση θα επιχειρήσει μια πρώτη αποτίμηση των πολιτικών συνεπειών αυτής της θεωρητικής αναστοχαστικότητας. 4 η Συνεδρία: Λογο-αναλυτικές συνθέσεις Η συνεισφορά της Στροφής στο Λόγο στο πεδίο της μαθηματικής εκπαίδευσης Άννα Χρονάκη Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Η στροφή στο Λόγο στο πεδίο της μαθηματικής εκπαίδευσης επιτελείται μέσα από μελέτες των ποικίλων τρόπων της δια του λόγου ανακατασκευής και επαν-αφήγησης του υποκειμένου και της εμπειρίας του με μαθηματικά κείμενα, αντικείμενα, τεχνολογίες και πρακτικές στη σύγχρονη νεωτερική εποχή. Στην παρούσα εργασία θα εστιάσω σε μερικές παραδειγματικές περιπτώσεις με στόχο, από την μια μεριά, να συζητήσω τη χρήση επιμέρους εννοιολογικών εργαλείων τα οποία σχετίζονται με την ανάλυση του λόγου στο πλαίσιο της μεταδομιστικής θεωρίας του Λόγου, και από την άλλη μεριά, να αναδείξω την συνεισφορά τους στην ανάπτυξη ενός εναλλακτικού οντολογικού πεδίου μέσω του οποίου μια σειρά από ζητήματα που αφορούν την τοποθέτηση του υποκειμένου σε πρακτικές στο πεδίο της μαθηματικής παιδείας και τη σχέση του με τα μαθηματικά μπορούν τόσο να εξηγηθούν κριτικά όσο και να λειτουργήσουν εξαρθρωτικά κλονίζοντας κυρίαρχες θέσεις. Πιο συγκεκριμένα, η εργασία αυτή θα εστιάσει σε ρηματικά γεγονότα στο πλαίσιο εθνογραφικών συνεντεύξεων τα οποία αφορούν την αφήγηση φοιτητών και φοιτητριών, αλλά
και εκπαιδευτικών για τη σχέση τους με τα μαθηματικά. Το κεντρικό ερώτημα αφορά τους τρόπους με τους οποίους συγκεκριμένες ταυτότητες (π.χ. ευφυής, ταλαντούχος, δημιουργικός) κατασκευάζονται καθώς και η σχέση αυτών με λόγους που αφορούν την επιστήμη, το φύλο και το παιδί. Βασικός στόχος είναι η κριτική προσέγγιση των τρόπων που οι λόγοι αυτοί σχετίζονται μεταξύ τους και η διερεύνηση των συνεπειών τους για τη διακυβέρνηση του υποκειμένου προς καθορισμένες κοινωνικές πρακτικές ή συλλογικές ταυτότητες εγκαθιδρύοντας ή αναπαράγοντάς τες ως ηγεμονικές. Κατασκευή της παιδικής ηλικίας και διακυβέρνηση στα Αναλυτικά Προγράμματα της προσχολικής εκπαίδευσης: Μια σύνθεση της φουκωικής με την κριτική ανάλυση λόγου Γιάννης Πεχτελίδης 1 & Αναστασία Στάμου 2 1 Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας 2 Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας Τα Αναλυτικά Προγράμματα γίνονται αντιληπτά ως λόγοι που παράγουν συγκεκριμένα νοήματα για την εκπαίδευση, τον ρόλο και την υπόσταση της παιδικής ηλικίας, καθώς βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση με ένα ευρύτερο δίκτυο λόγων για την παιδική ηλικία και την προσχολική εκπαίδευση. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορούν να ιδωθούν ως καθορισμένες συμβολικές συναρθρώσεις γνώσης και εξουσίας, καθώς οι γνώσεις που παράγουν για τα παιδιά και την εκπαίδευσή τους επηρεάζουν την καθημερινή ζωή και τις εμπειρίες τους. Στόχος αυτής της εργασίας είναι η διερεύνηση των μορφών γνώσης που παράγονται γύρω από την πρώιμη παιδική ηλικία και την εκπαίδευση από τα δύο πιο πρόσφατα Αναλυτικά Προγράμματα (2003, 2011) της Προσχολικής Εκπαίδευσης. Μέσω μιας σύνθετης λογο-αναλυτικής προσέγγισης που στηρίζεται στη φουκωική παράδοση ανάλυσης λόγου και την κριτική ανάλυση λόγου όπως αναπτύχθηκε ειδικότερα από τον Fairclough (1992, 2003), θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε τις εννοιολογικές διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα στα δύο θεσμικά κείμενα. Αφετηρία της λογοαναλυτικής αυτής σύνθεσης είναι οι κοινές τους επιστημολογικές καταβολές στον κοινωνικό κονστρουξιονισμό. Η σύνθεση αυτή θεωρούμε ότι μπορεί να ενισχύσει την ανάλυση και τη βαθύτερη κατανόηση των εκπαιδευτικών λόγων που μας απασχολούν μέσω μιας δημιουργικής συνομιλίας της κειμενικής με την κοινωνικο-πολιτική ανάλυση. Η ανάλυση λόγου που προτείνουμε συναρθρώνεται θεωρητικά με τις Σπουδές της Διακυβέρνησης (Governance Studies) και τη Νέα Κοινωνιολογία της Παιδικής Ηλικίας (π.χ. Jenks 1996, Prout 2005).