Practice test 4 accuse sb of (doing sth) (v): κατηγορώ κπ για κτ accustomed (to sth / to doing sth) (adj): συνηθισμένος, μαθημένος σε κτ aimlessly (adv): άσκοπα alleviate (v): ανακουφίζω, απαλύνω amid(st): ανάμεσα, μεταξύ arrest (v): συλλαμβάνω e.g. She is arrested for murder. allocate (v): παραχωρώ, διαθέτω e.g. They did not allocate funds for new projects. appeal (to sb) (v): κάνω έκκληση σε κπ, επικαλούμαι έχω απήχηση, ελκύω apply (v): εφαρμόζω, χρησιμοποιώ ισχύω aware of (adj): έχω επίγνωση κπ πράγματος beak (n): ράμφος benefit (n): όφελος, πλεονέκτημα blended (adj): αναμεμειγμένα bring about (v): επιφέρω, προκαλώ broad-minded (adj): ανοιχτόμυαλος, προοδευτικός certified # non-certified: πιστοποιημένος # μη πιστοποιημένος charge sb for sth (v): χρεώνω κπ για κτ to be charged with: κατηγορούμαι για, βαρύνομαι με κατηγορία cherish (v): λατρεύω, έχω στην καρδιά μου, περιβάλλω με στοργή 1
clean up (v): καθαρίζω coalition: συμμαχία, συνασπισμός e.g. The left-leaning party ruled out any kind of coalition with the conservative party. cognitive: (δια)νοητικός εμπειρικός comfort kit / first-aid kit: κουτί πρώτων βοηθειών compassion: συμπόνια, οίκτος congratulations on sth / on doing sth: συγχαρητήρια για conserve (v): διατηρώ, φυλάσσω, προστατεύω consult (v): συμβουλεύομαι, ανατρέχω convey (v): εκφράζω, μεταφέρω, μεταβιβάζω e.g. The book conveys ideas of physical and spiritual freedom. cope with sth (v): τα καταφέρνω με κτ, αντεπεξέρχομαι σε κτ corps: σώμα (στρατ. μονάδα οργάνωση) CPR (cardiopulmonary resuscitation): καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση crew (v): επανδρώνω (πλοίο) deal with (v): χειρίζομαι, ασχολούμαι decrease # (to) increase: μειώνω, μειώνομαι # αυξάνω, αυξάνομαι dental unit: οδοντιατρική μονάδα dismiss (v): απολύω, απορρίπτω disregard (v): αγνοώ, περιφρονώ, αψηφώ domain: τομέας, πεδίο e.g. The domain of medicine. 2
domestic: οικιακός, εγχώριος drop by (v): περνάω, κάνω (ανεπίσημη) επίσκεψη due to (prep): εξαιτίας e.g. The permission is prohibited due to excessive usage from this host. eligible (adj): κατάλληλος, που πληροί τις προϋποθέσεις endanger (v): θέτω σε κίνδυνο απειλούμαι με εξαφάνιση entitled to (adj): που έχει δικαίωμα να κάνει κτ που τιτλοφορείται exploitation: εκμετάλλευση feathered: φτερωτός fond (of sth) (adj): αγαπώ, έχω αδυναμία σε κτ e.g. I am fond of milk. fossil fuels: ορυκτά καύσιμα fraud: απάτη e.g. Madoff investment scandal is considered to be one of the biggest financial frauds in the U.S. history. fusion reactor: αντιδραστήρας σύντηξης harmful # harmless: επιζήμιος, βλαβερός # αβλαβής, ακίνδυνος harvester: θεριστική μηχανή hear (v): ~ about: ακούω, μαθαίνω (ειδήσεις, νέα) ~ of: ακούω, μαθαίνω (be told about sth) ~ from sb: έχω νέα από κπ helplessly (adv): ανεξέλεγκτα, τρελά hopefully (adv): αισιόδοξα, με προσμονή hopelessly (adv): απελπισμένα, απεγνωσμένα hurdle: εμπόδιο 3
ignorant (adj): απληροφόρητος, ακατατόπιστος impotence: αδυναμία, ανικανότητα increasingly: όλο και περισσότερο incubate (v): εκκολάπτω, επωάζω indifferent (adj): αδιάφορος, ουδέτερος, απαθής interact (with) (v): συναναστρέφομαι, αλληλεπιδρώ e.g. Social media allow artists to interact directly with their fans. keen (on sth / on doing sth) (adj): φανατικός οπαδός κπ πράγματος e.g.(i) She is keen on him e.g. (ii) I am keen on discovering new paths to philosophical research. landfill: χωματερή misbehave (v): συμπεριφέρομαι άσχημα, παρεκτρέπομαι natural resources: φυσικές πηγές ενέργειας, φυσικοί πόροι e.g. The government has to guarantee the lasting utilization of natural resources. nostril(s): ρουθούνι(α) occupant (n): κπ που διαμένει σε έναν χώρο για ορισμένο χρονικό διάστημα open-eyed (adj): ανοιχτομάτης, οξυδερκής, διορατικός operating assistance: βοήθεια, υποστήριξη λειτουργίας outgoing (adj): εξωστρεφής, εκδηλωτικός outpouring (adj): ξέσπασμα, έκρηξη συναισθημάτων overcome (v): ξεπερνώ, υπερφαλαγγίζω pony-tail: αλογοουρά predator: αρπακτικό 4
profit: όφελος, κέρδος prominent: (προ)εξέχων quirk: ιδιομορφία, ιδιοτροπία range: εύρος, φάσμα, έκταση e.g. The market offers a large range of products. reluctant: απρόθυμος, διστακτικός resident (n): κάτοικος resort to (v): καταφεύγω σε rising costs: αυξανόμενο κόστος save on (v): απαλλάσσω, γλιτώνω e.g. Saving money on monthly expenses is a true challenge. self-directed: αυτοκατευθυνόμενος e.g. self-directed learning shelter: καταφύγιο, άσυλο shortage (in): έλλειψη (σε) shorten (v): μειώνομαι, λιγοστεύω συντομεύω κονταίνω (ρούχο) slum: φτωχογειτονιά sniff out (v): ανιχνεύω, ανακαλύπτω με την όσφρηση space shuttle: διαστημόπλοιο steel: χάλυβας, ατσάλι step in (v): παρεμβαίνω, επεμβαίνω, εισέρχομαι stick out (v): προεξέχω, ξεχωρίζω stiff: δύσκαμπτος, πιασμένος 5
subsidize (v): επιδοτώ, επιχορηγώ e.g. The university must subsidize athletic programs and activities. submerge (v): βυθίζω tackle (v): καταπιάνομαι, χειρίζομαι terrestrial: γήινος, μη δορυφορικός terrific: υπέροχος, φανταστικός terrifying: τρομακτικός toothache: πονόδοντος transmit (v): μεταδίδω, μεταβιβάζω trustworthy (adj): αξιόπιστος, έντιμος turn down (v): απορρίπτω unfathomable: αβυσσαλέος, ανεξιχνίαστος απερίγραπτος vary (v): ποικίλω vocational: επαγγελματικός weasel: νυφίτσα, αλεπού whisker(s): μουστάκι(α), γένι(α) winged: φτερωτός Phrases by far: κατά πολύ, ασυζητητί at the crack of dawn: πολύ νωρίς το πρωί, με το πρώτο φως της μέρας to be in touch with: κρατώ επαφή, έχω σχέση to keep in touch with: διατηρώ επικοινωνία με (to) gain experience: κερδίζω, αποκομίζω εμπειρία 6
(to) gain the skills: αποκτώ τις ικανότητες I do best: κάνω καλύτερα, διακρίνομαι I like best: μου αρέσει πιο πολύ, προτιμώ in orbit: σε τροχιά (to) keep an eagle eye on: παρακολουθώ στενά (to) lend a hand / an ear: τείνω χείρα βοηθείας / τείνω ευήκοον ους on a regular basis: σε τακτική βάση pros and cons: τα υπέρ και τα κατά, τα θετικά και τα αρνητικά Try not to fail: προσπάθησε να μην αποτύχεις 7