ιδακτορική ιατριβή µε τίτλο: «Οι Συνέπειες της Υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 περί Εταιρικής ιακυβέρνησης στην Ποιότητα του Εξωτερικού Ελέγχου, στην Αξιοπιστία της Χρηµατοοικονοµικής Πληροφόρησης και στον Πλούτο των Μετόχων» της Μιχαλοπούλου Κωνσταντίνας Επιβλέπων Καθηγητής: ηµήτριος Γκίκας 20 Μαΐου 2013
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η διατριβή αυτή είναι αφιερωµένη στους γονείς µου, τους οποίους θα ήθελα και να ευχαριστήσω για την απεριόριστη στήριξη που µου παρείχαν καθόλη την διάρκεια της εκπόνησής της. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω τον καθηγητή µου κ. ηµήτριο Γκίκα για την ευκαιρία που µου έδωσε να εκπληρώσω το όνειρό µου καθώς επίσης και για την καθοδήγηση που µου παρείχε κατά τη διάρκεια του ερευνητικού µου έργου. Στη συνέχεια, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Αλαµάνο και τον κ. Κάσδαγλη για την πρόσβαση που µου παρείχαν στις βάσεις δεδοµένων του ΙΕΣΟΕΛ. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω τις κα. Αφροδίτη Παπαδάκη και κα. Γεωργία Σιουγλέ για το χρόνο που αφιέρωσαν και τις χρήσιµες υποδείξεις τους. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους κ. ηµοσθένη Χέβα, κ. Απόστολο Μπάλλα, κ. Κωνσταντίνο Καραµάνη και κ. Γεώργιο Λελεδάκη (υπόλοιπα µέλη τριµελούς και επταµελούς επιτροπής) για τη στήριξη τους στο τέλος. 2
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Ο Νόµος 3016/2002 αποτελεί τις πρώτες θεσµοθετηµένες αρχές εταιρικής διακυβέρνησης στο Ελληνικό περιβάλλον και επιβάλλει για πρώτη φορά σε όλες τις εισηγµένες επιχειρήσεις την υιοθέτηση δύο βασικών µηχανισµών εταιρικής διακυβέρνησης: τη συµµετοχή ανεξάρτητων µη εκτελεστικών µελών στο Σ και την οργάνωση ενός ανεξάρτητου τµήµατος εσωτερικού ελέγχου. Η υιοθέτηση αυτών των µηχανισµών είχε ως αποτέλεσµα τη βελτίωση του τρόπου µε τον οποίο οι ελληνικές επιχειρήσεις διοικούνται και ελέγχονται. Παρατηρείται ότι η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 οδηγεί σε αύξηση της ποιότητας του εξωτερικού ελέγχου, η οποία προέρχεται από την ενίσχυση της ανεξαρτησίας και όχι της ικανότητας των ελεγκτών. Συγκεκριµένα, φαίνεται ότι οι ελεγκτές επιδεικνύουν περισσότερη ανεξαρτησία κατά τη διατύπωση γνώµης στην έκθεση ελέγχου (αύξηση αριθµού παρατηρήσεων) και παράλληλα οι επιχειρήσεις απαιτούν υψηλότερης ποιότητας εξωτερικό έλεγχο (αύξηση πιθανότητας ο ελεγκτής να αλλάξει για λόγους ανεξαρτησίας, αύξηση πιθανότητας η επιχείρηση να επιλέξει έναν BIG4 ελεγκτή). Αντίθετα, αν και η ελεγκτική αµοιβή αυξάνεται από την περίοδο πριν στην περίοδο µετά την υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002, οι ελεγκτές δεν φαίνεται να αφιερώνουν περισσότερες ώρες στην ανάθεση ελέγχου. Συνδυαστικά τα ευρήµατα αυτά υποδηλώνουν ότι η αύξηση της αµοιβής ελέγχου από την περίοδο πριν στην περίοδο µετά την υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 είναι το αποτέλεσµα της ενίσχυσης της ανεξαρτησίας των ελεγκτών. Παράλληλα, παρατηρείται αύξηση του πλούτου των µετόχων για τις επιχειρήσεις µεγάλης κεφαλαιοποίησης και ενίσχυση της αξιοπιστίας της χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης για τις επιχειρήσεις µικρής κεφαλαιοποίησης. Λέξεις Κλειδιά: Νόµος 3016/2002, πλούτος µετόχων, χειραγώγηση κερδών, ποιότητα ελέγχου, ανεξαρτησία ελεγκτή, ικανότητα ελεγκτή 3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Εισαγωγή 11 1.2 Σπουδαιότητα.12 1.3 Ερευνητικά Ερωτήµατα.16 1.3.1 Πρώτο Ερευνητικό Ερώτηµα: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στον Πλούτο των Μετόχων...16 1.3.2. εύτερο Ερευνητικό Ερώτηµα: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην Αξιοπιστία της Χρηµατοοικονοµικής Πληροφόρησης.16 1.3.3 Τρίτο Ερευνητικό Ερώτηµα: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην ποιότητα του εξωτερικού ελέγχου.17 1.4 Συνεισφορά.20 1.4.1 Χρονική Περίοδος, Θεσµικό Πλαίσιο και Εξεταζόµενες ιαστάσεις 20 1.4.2 Μεθοδολογία...21 1.4.3 Ευρήµατα 23 1.5 οµή ιατριβής..25 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ 2.1. Εισαγωγή...26 2.2. Θεωρία Αντιπροσώπευσης και Εταιρική ιακυβέρνηση..26 2.2.1. Σχέσεις Αντιπροσώπευσης στο Επιχειρησιακό Περιβάλλον.26 2.2.2 Συγκρούσεις Συµφερόντων µεταξύ Μετόχων και ιευθυντικών Στελεχών...27 2.2.3. Συγκρούσεις Συµφερόντων µεταξύ Μεγαλοµετόχων και Μικροµετόχων.30 2.2.4. Συγκρούσεις Συµφερόντων µεταξύ Μετόχων και Πιστωτών 31 2.2.5 Κόστος Αντιπροσώπευσης..33 2.2.6 Εταιρική ιακυβέρνηση..33 2.3 Έρευνες που συσχετίζουν την Εταιρική ιακυβέρνηση µε τον Πλούτο των Μετόχων...34 2.3.1 Έρευνες που Συσχετίζουν Μεµονωµένες Πρακτικές Εταιρικής ιακυβέρνησης µε τον Πλούτο των Μετόχων...35 2.3.2 Έρευνες που Συσχετίζουν Συγκεντρωτικά Μέτρα Εταιρικής ιακυβέρνησης µε τον Πλούτο των Μετόχων 38 4
2.3.3 Συµπεράσµατα για Σχέση µεταξύ Εταιρικής ιακυβέρνησης και Πλούτου Μετόχων...39 2.4 Έρευνες που Συσχετίζουν την Εταιρική ιακυβέρνησης µε την Αξιοπιστία της Χρηµατοοικονοµικής Πληροφόρησης.41 2.5 Έρευνες που Συσχετίζουν την Εταιρική ιακυβέρνηση µε την Ποιότητα του Εξωτερικού Ελέγχου 48 2.5.1 Θετική Σχέση µεταξύ Μηχανισµών Εταιρικής ιακυβέρνησης (πλην Εσωτερικού Ελέγχου) και Εξωτερικού Ελέγχου (Επίδραση Ζήτησης Συµπληρωµατική Ιδιότητα Υπόθεση Εποπτείας) 50 2.5.2 Αρνητική Σχέση Μεταξύ Εσωτερικού και Εξωτερικού Ελέγχου (Επίδραση Προσφοράς Ιδιότητα Υποκατάστασης) 52 2.5.3 Θετική Σχέση Εσωτερικού και Εξωτερικού Ελέγχου (Επίδραση Ζήτησης Συµπληρωµατική Ιδιότητα Υπόθεση Εποπτείας).55 2.6. Νόµος 3016/2002..56 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ 3.1 Εισαγωγή 60 3.2 Υπόθεση 1 η : Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στον πλούτο των µετόχων 60 3.2.1 Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στη χρηµατιστηριακή τιµή των επιχειρήσεων.61 3.2.2. Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην κερδοφορία των επιχειρήσεων 66 3.2.3 Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στο κόστος δανεισµού των επιχειρήσεων 67 3.3 Υπόθεση 2 η : Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στις προσπάθειες που κάνει η διοίκηση για χειραγώγηση των κερδών..71 3.4 Υπόθεση 3 η & 4 η : Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην ποιότητα του ελέγχου...75 3.4.1 Υπόθεση 3 η : Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην πιθανότητα ο ελεγκτής να αναφέρει µια εντοπισµένη ανακρίβεια στην έκθεση ελέγχου (ανεξαρτησία ελεγκτή)..77 3.4.1.1 Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην πιθανότητα ο ελεγκτής να διατυπώσει γνώµη µε αβεβαιότητα για τη συνέχιση της οικονοµικής δραστηριότητας (Going Concern) 80 5
3.4.1.2 Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στον αριθµό των παρατηρήσεων που περιέχονται στην έκθεση ελέγχου 82 3.4.1.3 Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στο χρηµατικό ύψος των παρατηρήσεων στην έκθεση ελέγχου...84 3.4.1.4 Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στη σχέση µεταξύ χρηµατικού ύψους παρατηρήσεων και χειραγώγησης κερδών 87 3.4.1.5 Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στη διάρκεια της θητείας του ελεγκτή...89 3.4.1.6 Οι Συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στις αλλαγές των ελεγκτών για λόγους ανεξαρτησίας..91 3.4.1.7 Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην πιθανότητα οι επιχειρήσεις να επιλέξουν µια µεγάλη πολυεθνική ελεγκτική εταιρεία.93 3.4.2 Υπόθεση 4 η : Οι Συνέπειες της Υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην Πιθανότητα ο Ελεγκτής να Εντοπίσει τις Ουσιώδεις Ανακρίβειες στις Οικονοµικές Καταστάσεις (Ικανότητα Ελεγκτή)..94 3.4.2.1 Μέτρηση ικανότητας ελεγκτή..94 3.4.2.2 Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στις ελεγκτικές ώρες και στην αµοιβή του ελέγχου.95 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΜΕΘΟ ΟΛΟΓΙΑ 4.1 Εισαγωγή 99 4.2 Επεξηγηµατική µεταβλητή ΝΟΜΟΣ.99 4.3 Έλεγχος Υπόθεσης Η1: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στον πλούτο των µετόχων...100 4.3.1 Έλεγχος Υπόθεσης Η1α: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στη χρηµατιστηριακή τιµή.100 4.3.1.1 Μέτρηση Χρηµατιστηριακής Τιµής (Μεταβλητή CR)..100 4.3.1.2 Μοντέλο 1: Εξαρτηµένη Μεταβλητή CR.101 4.3.2 Έλεγχος Υποθέσεων Η1β & Η1γ: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων και τη λειτουργική αποδοτικότητα 102 4.3.2.1 Μέτρηση αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων και λειτουργικής αποδοτικότητας (Μεταβλητές ROE και ROA)..102 4.3.2.2 Μοντέλο 2: Εξαρτηµένη Μεταβλητή ROE ή ROA..103 6
4.3.3 Έλεγχος Υπόθεσης Η1δ: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στο κόστος δανεισµού 103 4.3.3.1 Μέτρηση Κόστους ανεισµού (Μεταβλητή Rd)...103 4.3.3.2 Μοντέλο 3: Εξαρτηµένη Μεταβλητή Rd..104 4.4 Έλεγχος Υπόθεσης Η2: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στις προσπάθειες που κάνει η διοίκηση για χειραγώγηση των κερδών 105 4.4.1 Μέτρηση Χειραγώγησης των Κερδών (Μεταβλητή ΑΑ).105 4.4.2 Εναλλακτικά Μοντέλα για τη Μέτρηση της Χειραγώγησης των Κερδών 107 4.4.3 Απόλυτη Τιµή Abnormal Accruals.108 4.4.4 Μοντέλο 4: Εξαρτηµένη Μεταβλητή ΑΑ..108 4.5 Έλεγχος Υπόθεσης Η3: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην πιθανότητα ο ελεγκτής να αναφέρει µια διαπιστωθείσα παράλειψη στην έκθεση ελέγχου (ανεξαρτησία)...110 4.5.1. Έλεγχος Υπόθεσης Η3α: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην πιθανότητα ο ελεγκτής να διατυπώσει γνώµη µε αβεβαιότητα για τη συνέχιση της οικονοµικής δραστηριότητας...111 4.5.1.1 Μέτρηση γνώµης µε αβεβαιότητα για τη συνέχιση της οικονοµικής δραστηριότητα (Μεταβλητή GC).111 4.5.1.2 Μοντέλο 5: Εξαρτηµένη µεταβλητή GC..111 4.5.2 Έλεγχος Υποθέσεων Η3β, Η3γ & Η3δ: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στον αριθµό των παρατηρήσεων, το χρηµατικό ύψος των παρατηρήσεων και τη σχέση µεταξύ χρηµατικού ύψους παρατηρήσεων και χειραγώγησης των κερδών 112 4.5.2.1 Μέτρηση Αριθµού Παρατηρήσεων (Μεταβλητή NQ)..112 4.5.2.2 Μέτρηση Χρηµατικού Ύψους Παρατηρήσεων (Μεταβλητή QQ).113 4.5.2.3 Μοντέλο 6: Εξαρτηµένη Μεταβλητή NQ ή QQ...113 4.5.3 Έλεγχος Υποθέσεων Η3ε & Η3στ: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στη θητεία του ελεγκτή και στην πιθανότητα ο ελεγκτής να αλλάξει για λόγους ανεξαρτησίας..115 4.5.3.1 Μέτρηση θητείας ελεγκτή (Μεταβλητή TENURE)..115 4.5.3.2 Μέτρηση πιθανότητας ο ελεγκτής να αλλάξει για λόγους ανεξαρτησίας (Μεταβλητή SWITCH)...116 4.5.3.3 Μοντέλο 7: Εξαρτηµένη Μεταβλητή TENURE ή SWITCH..117 7
4.5.4 Έλεγχος Υπόθεσης Η3ζ: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην πιθανότητα η επιχείρηση να επιλέξει µια µεγάλη πολυεθνική εταιρεία για τον τακτικό έλεγχο των οικονοµικών καταστάσεων 118 4.5.4.1 Μέτρηση πιθανότητας o ελεγκτής να είναι BIG4 (µεταβλητή BIG4)...118 4.5.4.2 Μοντέλο 8: Εξαρτηµένη Μεταβλητή BIG4.118 4.6 Έλεγχος Υπόθεσης Η4: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην πιθανότητα ο ελεγκτής να εντοπίσει µια ανακρίβεια στις οικονοµικές καταστάσεις (ικανότητα).120 4.6.1 Μέτρηση Ελεγκτικών Ωρών(Μεταβλητή AH) 120 4.6.2 Μέτρηση Ελεγκτικής Αµοιβής (Μεταβλητή AF).120 4.6.3 Μοντέλο 9: Εξαρτηµένη Μεταβλητή AH ή AF...120 4.7 Οικονοµετρικά Θέµατα...122 4.7.1 Πρόβληµα ετεροσκεδαστικότητας 122 4.7.2 Πρόβληµα πολυσυγραµµικότητας 123 4.7.3 Ακραίες τιµές.123 4.8 Ανάλυση Ευαισθησίας.123 4.8.1 Επίδραση θεσµικής ιδιοκτησίας (institutional ownership)...123 4.8.2 ιαχωρισµός δείγµατος σε τρία χαρτοφυλάκια µεγέθους.124 4.8.3 Προσαρµογή Αµοιβής Ελέγχου 124 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΕΙΓΜΑ 5.1 Εισαγωγή..126 5.2. Πηγές εδοµένων 126 5.3 ιαδικασία Επιλογής είγµατος..127 5.4 ιαδικασία Συγχώνευσης Κλάδων...128 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ 6.1 Εισαγωγή..130 6.2 Περιγραφικά Στατιστικά Στοιχεία και Μονοµεταβλητή Ανάλυση..130 6.2.1 Ο Πλούτος των Μετόχων..130 6.2.2 Η Χειραγώγηση των Κερδών 132 6.2.2 Η Ποιότητα του Εξωτερικού Ελέγχου..132 6.3 Πολυµεταβλητή Ανάλυση Η1: Η επίδραση του Νόµου 3016/2002 στον Πλούτο των Μετόχων..136 6.3.1 Μοντέλο 1: Εξαρτηµένη Μεταβλητή CR.136 6.3.2 Μοντέλο 2: Εξαρτηµένη Μεταβλητή ROE & ROA.138 8
6.3.3 Μοντέλο 3: Εξαρτηµένη Μεταβλητή Rd..140 6.3.4 Συµπεράσµατα για την Επίδραση της Υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στον Πλούτο των Μετόχων 142 6.4 Πολυµεταβλητή Ανάλυση Η2: Η επίδραση του Νόµου 3016/2002 στην Αξιοπιστία της Χρηµατοοικονοµικής Πληροφόρησης..143 6.4.1 Συµπεράσµατα για την Επίδραση της Υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην Αξιοπιστία της Χρηµατοοικονοµικής Πληροφόρησης..145 6.5 Πολυµεταβλητή Ανάλυση Η3: Η επίδραση του Νόµου 3016/2002 στην Πιθανότητα ο Ελεγκτής να Αναφέρει µια Εντοπισµένη Ανακρίβεια στην Έκθεση Ελέγχου (Ανεξαρτησία).146 6.5.1 Μοντέλο 5: Εξαρτηµένη Μεταβλητή GC.146 6.5.2 Μοντέλο 6: Εξαρτηµένη Μεταβλητή NQ ή QQ...148 6.5.3 Μοντέλο 7: Εξαρτηµένη Μεταβλητή TENURE ή SWITCH...150 6.5.4 Μοντέλο 8: Εξαρτηµένη Μεταβλητή BIG4..153 6.5.5 Συµπεράσµατα για την Επίδραση της Υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην Πιθανότητα ο Ελεγκτής να Αναφέρει µια Εντοπισµένη Ανακρίβεια στην Έκθεση Ελέγχου (Ανεξαρτησία).155 6.6 Μοντέλο 9: Η επίδραση του Νόµου 3016/2002 στην Πιθανότητα ο Ελεγκτής να Εντοπίσει µια Παράλειψη στην Έκθεση Ελέγχου (Ικανότητα).....155 6.6.1 Εξαρτηµένη Μεταβλητή AH. 155 6.6.2 Εξαρτηµένη Μεταβλητή AF.158 6.6.3 Συµπεράσµατα για την Επίδραση της Υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην Πιθανότητα ο Ελεγκτής να Εντοπίσει µια Ανακρίβεια στις Οικονοµικές Καταστάσεις (Ικανότητα Ελεγκτή)..159 6.7 Ανάλυση Ευαισθησίας.160 6.7.1 Συµπερίληψη µεταβλητής INST (θεσµική ιδιοκτησία) 160 6.7.2 ιαχωρισµός δείγµατος σε τρία χαρτοφυλάκια µεγέθους.160 6.7.2.1 Η Επίδραση τη Υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στον Πλούτο των Μετόχων ανά Χαρτοφυλάκιο Μεγέθους 160 6.7.2.2 Η Επίδραση τη Υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στη Χειραγώγηση των Κερδών ανά Χαρτοφυλάκιο Μεγέθους..161 6.7.2.3 Η Επίδραση τη Υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην Ποιότητα Ελέγχου (ανεξαρτησία και ικανότητα) ανά Χαρτοφυλάκιο Μεγέθους 162 9
6.7.4 Προσαρµογή Αµοιβής Ελέγχου για την Αύξηση του Κατώτατου Ωροµισθίου το 2003 163 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 7.1 Συµπεράσµατα..164 7.2 Περιορισµοί Έρευνας...164 7.3 Προτάσεις για Μελλοντική Έρευνα.165 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..167 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ..197 10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Εισαγωγή Η εταιρική διακυβέρνηση αποτελεί µια πρόσφατη έννοια στην Ελλάδα, καθώς τα πρώτα πρότυπα εταιρικής διακυβέρνησης θεσµοθετούνται το 2002 1 µε την υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 περί εταιρικής διακυβέρνησης. Μέχρι το έτος 2002 οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν ακολουθούσαν συγκεκριµένες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης 2. Ωστόσο, µια σειρά εταιρικών σκανδάλων κατά τη δεκαετία του 2000, τόσο στις ΗΠΑ (Enron και WorldCom) όσο και στην Ευρώπη (Vivendi, France Telecom, Neuer Markt), κλονίζει την εµπιστοσύνη των επενδυτών και εγείρει σηµαντικούς προβληµατισµούς σχετικά µε τον τρόπο που οι εταιρείες διοικούνται και ελέγχονται. Στην Ελλάδα, στο τέλος του 1999, πολλές επιχειρήσεις αντιµετώπισαν τη µαζική προσέλευση µικροεπενδυτών, οι οποίοι επιδίωκαν βραχυπρόθεσµα οφέλη από τις τοποθετήσεις τους. Η καιροσκοπική συµπεριφορά των επενδυτών είχε ως συνέπεια οι χρηµατιστηριακές τιµές των µετοχών να παρουσιάσουν σηµαντική απόκλιση από τις θεµελιώδεις τιµές και η χρηµατιστηριακή αγορά να παρουσιάσει σηµαντική πτώση το 2000, 2001 και 2002 προκαλώντας σηµαντικές ζηµιές στο επενδυτικό κοινό. Η χρηµατιστηριακή «φούσκα» το 1999 δηµιούργησε στο ευρύ επενδυτικό κοινό µία αίσθηση αδιαφορίας, παραπλάνησης και εγκατάλειψης υπονοµεύοντας µε αυτό τον τρόπο την αναπτυξιακή δυναµική της χώρας. Παράλληλα, η εισαγωγή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Νοµισµατική Ένωση 3 τον Ιανουάριο του 2001 καθιστά αναγκαία την εδραίωση ενός αυστηρού, διαφανούς και κατανοητού πλαισίου για τη λήψη αποφάσεων από τις εισηγµένες εταιρείες, 1 Οι πρώτες αρχές εταιρικής διακυβέρνησης διατυπώθηκαν στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1999 µε τη δηµοσίευση από την Επιτροπή Εταιρικής ιακυβέρνησης υπό το συντονισµό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της «Λευκής Βίβλου». Επίσης, το Νοέµβριο του 2000 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εισάγει ένα κώδικα συµπεριφοράς για όλες τις εισηγµένες επιχειρήσεις και τα συνδεδεµένα µε αυτές πρόσωπα (ΕΚ Κανονισµός 5/204/2000). Ωστόσο, οι πρακτικές που προβλέπονταν από τη «Λευκή Βίβλο» δεν είχαν δεσµευτικό χαρακτήρα, ενώ ο κώδικας είχε σηµαντικά κενά σε θέµατα σχετικά µε την ανεξαρτησία των µελών Σ και των εσωτερικών ελεγκτών. 2 Σύµφωνα µε τον Chalevas, 2011 µόνο ένας πολύ µικρός αριθµός επιχειρήσεων (2 από τις 169 µη χρηµατοοικονοµικές επιχειρήσεις), οι οποίες ήταν εισηγµένες και σε άλλα χρηµατιστήρια (εκτός Ελλάδας), εφάρµοζαν συγκεκριµένες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης, χωρίς όµως να γνωστοποιούν τους µηχανισµούς που ακολουθούσαν στις ετήσιες εκθέσεις τους πριν το 2002. Συνεπώς, δεδοµένου ότι τα χρηµατοπιστωτικά ιδρύµατα αποκλείονται από την ανάλυση, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι πριν το 2002 οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν ακολουθούσαν συγκεκριµένες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης. 3 Η Ευρωπαϊκή Νοµισµατική Ένωση στοχεύει στη δηµιουργία µιας πλήρως απελευθερωµένης κοινής χρηµατοοικονοµικής αγοράς, η οποία θα συµβιβάζεται µε το νοµοθετικό πλέγµα και τις δοµές εταιρικής διακυβέρνησης κάθε χώρας-µέλους, υποχρεώνοντας κάθε χώρα να προχωρήσει σε αµοιβαία αναγνώριση των εθνικών νόµων κάτω από την προϋπόθεση της αποδοχής κοινών αρχών. 11
προκειµένου να ενισχυθεί η εισροή ξένων κεφαλαίων και να προωθηθεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας. Προκειµένου να αποκατασταθεί η εµπιστοσύνη των επενδυτών και να συνεχιστεί η ανάπτυξη της ελληνικής χρηµατιστηριακής αγοράς, καθίσταται αναγκαία η παρέµβαση του Ελληνικού κράτους στη δοµή της εταιρικής διακυβέρνησης των επιχειρήσεων που είναι εισηγµένες στο Ελληνικό Χρηµατιστήριο. Ως συνέπεια αυτού, τον Μάιο του 2002 θεσπίζεται ο Νόµος 3016/2002 περί εταιρικής διακυβέρνησης. Ο Νόµος 3016/2002 περιέχει τις πρώτες θεσµοθετηµένες αρχές εταιρικής διακυβέρνησης στο ελληνικό περιβάλλον και επιβάλλει σε όλες τις ελληνικές επιχειρήσεις που είναι εισηγµένες στο Ελληνικό Χρηµατιστήριο την υιοθέτηση για πρώτη φορά δύο βασικών µηχανισµών εταιρικής διακυβέρνησης. Οι µηχανισµοί αυτοί είναι η συµµετοχή ανεξάρτητων µη εκτελεστικών µελών 4 στο διοικητικό συµβούλιο και η οργάνωση ενός ανεξάρτητου τµήµατος εσωτερικού ελέγχου. Ο στόχος της παρούσας διατριβής είναι να εξετάσει την επίδραση που έχει η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 σε διάφορες διαστάσεις των οικονοµικών καταστάσεων. Οι διαστάσεις των οικονοµικών καταστάσεων που εξετάζονται είναι ο πλούτος των µετόχων, η αξιοπιστία της χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης και η ποιότητα του εξωτερικού ελέγχου. 1.2 Σπουδαιότητα Σκοπός της θέσπισης του Νόµου 3016/2002 ήταν η βελτίωση του πλαισίου λειτουργίας των εισηγµένων επιχειρήσεων, προκειµένου να αναστραφεί το κλίµα επενδυτικής αβεβαιότητας (εξαιτίας της χρηµατιστηριακής «φούσκας» του 1999) και να ενισχυθεί η προστασία των µετόχων, µε τελικό στόχο την ανάπτυξη της ελληνικής χρηµατιστηριακή αγοράς σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο. Συνεπώς, το ερευνητικό ερώτηµα είναι σπουδαίο καθώς παρέχει απόδειξη για το αν το Ελληνικό Κράτος, µέσω της θέσπισης του Νόµου 3016/2002, πέτυχε τον προαναφερθέντα στόχο. Αν η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 οδηγεί τελικά σε αύξηση του πλούτου των µετόχων, σε βελτίωση της αξιοπιστίας της χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης και της ποιότητας ελέγχου, σηµαίνει ότι το Ελληνικό Κράτος µέσω της θέσπισης του Νόµου 4 Σύµφωνα µε τον Fama, 1980 η συµµετοχή µη εκτελεστικών µελών στο Σ είναι µία από τις σηµαντικότερες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης καθώς τα µη εκτελεστικά µέλη διακρίνονται από δύο βασικά χαρακτηριστικά τα οποία τα καθιστούν ικανά να αποτελούν ένα µέσο εποπτείας και ελέγχου των αποφάσεων που λαµβάνονται από τη διοίκηση. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ανεξαρτησία και τα κίνητρα που έχουν να διατηρήσουν τη φήµη τους στην αγορά εργασίας (Fama and Jensen, 1983) 12
3016/2002 κατάφερε να βελτιώσει τον τρόπο µε τον οποίο οι εισηγµένες επιχειρήσεις διοικούνται και ελέγχονται, προωθώντας µε αυτό τον τρόπο την ανάπτυξη της ελληνικής χρηµατιστηριακής αγοράς και της οικονοµίας. Επίσης, το ερευνητικό ερώτηµα είναι σπουδαίο, καθώς παρέχει µία γενικότερη ένδειξη για το βαθµό στον οποίο µια κρατική παρέµβαση στη δοµή της εταιρικής διακυβέρνησης των επιχειρήσεων µπορεί να ωφελήσει τις επιχειρήσεις. Η υποχρεωτική θέσπιση αρχών εταιρικής διακυβέρνησης εµπεριέχει σηµαντικά κόστη για τις επιχειρήσεις (π.χ. αµοιβές ανεξάρτητων µη εκτελεστικών µελών Σ, οργάνωση τµήµατος εσωτερικού ελέγχου), καθώς επιβάλλονται µηχανισµοί εταιρικής διακυβέρνησης τους οποίους οι επιχειρήσεις δεν είναι σίγουρο ότι θα ακολουθούσαν εθελοντικά. Συνεπώς, εξετάζοντας τις πιθανές επιπτώσεις που έχει η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 στις διάφορες διαστάσεις των οικονοµικών καταστάσεων (πλούτο µετόχων, αξιοπιστία χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης, ποιότητα ελέγχου) παρέχεται απόδειξη για το αν υπάρχουν οφέλη από την υιοθέτηση υποχρεωτικών αρχών εταιρικής διακυβέρνησης. Τα ευρήµατα της παρούσας διατριβής αποτελούν χρήσιµο εργαλείο τόσο για τους µετόχους όσο και για τις διοικήσεις των επιχειρήσεων. Οι µέτοχοι και οι διοικήσεις των εταιρειών µπορούν να χρησιµοποιήσουν τα ευρήµατα αυτά, για να αξιολογήσουν τη σπουδαιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης στην προώθηση της οικονοµικής ανάπτυξης των επιχειρήσεων. Για παράδειγµα, αν οι συγκεκριµένες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης (ανεξάρτητα µη εκτελεστικά µέλη Σ και εσωτερικός έλεγχος) οδηγούν σε αύξηση του πλούτου των µετόχων, της αξιοπιστίας της χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης και της ποιότητας του ελέγχου, οι διοικήσεις και οι µέτοχοι των µη εισηγµένων επιχειρήσεων µπορούν να υιοθετήσουν εθελοντικά ανάλογες αρχές εταιρικής διακυβέρνησης (π.χ. ανεξάρτητα µη εκτελεστικά µέλη στο Σ, επένδυση πόρων σε εσωτερικό έλεγχο). Τα ευρήµατα της παρούσας διατριβής σχετικά µε την επίπτωση της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην αξιοπιστία της χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης αποτελούν χρήσιµο εργαλείο τόσο για τους χρήστες των οικονοµικών καταστάσεων (µετόχους, επενδυτές, πιστωτές) όσο και για τους εξωτερικούς ελεγκτές. Οι χρήστες µπορούν να χρησιµοποιήσουν τα ευρήµατα αυτά προκειµένου να αποτιµήσουν σωστά τη µετοχή και να καθορίσουν το κόστος των κεφαλαίων (κόστος δανεισµού). Για παράδειγµα, αν η υιοθέτηση των συγκεκριµένων πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης που προβλέπονται από το Νόµο 3016/2002 οδηγεί σε περισσότερο αξιόπιστες 13
οικονοµικές καταστάσεις, οι χρήστες θα πρέπει να λάβουν υπόψη την ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης των εταιριών πριν τη λήψη αποφάσεων (πώληση ή αγορά µετοχών, καθορισµός επιτοκίου δανεισµού). Αντίστοιχα, οι εξωτερικοί ελεγκτές µπορούν να χρησιµοποιήσουν τα ευρήµατα αυτά, για να σχεδιάσουν πιο αποδοτικά τον έλεγχό τους. Για παράδειγµα, αν οι πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης που επιβάλλονται µε το Νόµο 3016/2002 οδηγούν σε περισσότερο αξιόπιστες οικονοµικές καταστάσεις (χαµηλότερο ενδογενή κίνδυνο), οι ελεγκτές µπορούν να καθορίσουν έναν υψηλότερο κίνδυνο µη εντοπισµού σφαλµάτων ή/και παραλείψεων (detection risk) για τις επιχειρήσεις µε καλύτερη ποιότητα εταιρικής διακυβέρνησης και να αφιερώσουν λιγότερες ώρες στην ανάθεση ελέγχου, χωρίς να θίγεται ο σκοπός του ελέγχου (παροχή εύλογης διασφάλισης). Επιπλέον, τα ευρήµατα της παρούσας διατριβής σχετικά µε την επίπτωση της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην ποιότητα του εξωτερικού ελέγχου αποτελούν και πάλι χρήσιµο εργαλείο για τους χρήστες (µέτοχους, επενδυτές, πιστωτές). Η ποιότητα ελέγχου αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της αξιοπιστίας των οικονοµικών καταστάσεων, καθώς η έκθεση ελέγχου αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα αυτών. Συνεπώς, οι χρήστες των οικονοµικών καταστάσεων µπορούν να χρησιµοποιήσουν τα ευρήµατα αυτά προκειµένου να αξιολογήσουν το βαθµό στον οποίο µπορούν να βασιστούν στην έκθεση ελέγχου για τη λήψη αποφάσεων. Για παράδειγµα, αν η υιοθέτηση των µηχανισµών εταιρικής διακυβέρνησης που επιβάλλονται µε το Νόµο 3016/2002 ενισχύει την ποιότητα του εξωτερικού ελέγχου, οι χρήστες µπορούν να βασίζονται περισσότερο στις πληροφορίες που εµπεριέχονται στην έκθεση ελέγχου για τις επιχειρήσεις µε βέλτιστες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης. Παράλληλα, τα ευρήµατα της παρούσας διατριβής σχετικά µε την επίπτωση της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην ποιότητα του εξωτερικού ελέγχου ενδιαφέρουν τις εποπτικές αρχές του ελεγκτικού επαγγέλµατος. Η παρούσα διατριβή αποτελεί την πρώτη έρευνα που ασχολείται µε την ποιότητα ελέγχου στην Ελλάδα, χρησιµοποιώντας µια σειρά από µέτρα που συλλαµβάνουν τόσο την ανεξαρτησία όσο και την ικανότητα του ελεγκτή (βλέπε παρακάτω κεφάλαιο 1.3). Με αυτό τον τρόπο παρέχεται µια ένδειξη στις εποπτικές αρχές για τη γενικότερη ποιότητα ελέγχου στο ελληνικό περιβάλλον. εδοµένου ότι στην Ελλάδα οι ελεγκτές δεν έχουν εξωτερικά κίνητρα (π.χ. χαµηλός νοµικός κίνδυνος, αδύναµη εποπτεία ελεγκτικού 14
επαγγέλµατος) για παροχή υψηλής ποιότητας ελέγχου 5, οι Εποπτικές Αρχές του ελεγκτικού επαγγέλµατος µπορούν να χρησιµοποιήσουν τα ευρήµατα της διατριβής αυτής για να εντοπίσουν τις προβληµατικές περιοχές και να βελτιώσουν την παρεχόµενη ποιότητα ελέγχου στην Ελλάδα. Για παράδειγµα, η παρούσα διατριβή, µεταξύ των µέτρων ποιότητας ελέγχου, εξετάζει πέρα από το συνολικό αριθµό των παρατηρήσεων και το συνολικό χρηµατικό ύψος των παρατηρήσεων στην έκθεση ελέγχου (ενδείξεις ανεξαρτησίας). Η ταυτόχρονη χρήση αυτών των δύο µέτρων παρέχει ένδειξη για το βαθµό στον οποίο οι ελεγκτές λειτουργούν µε ανεξαρτησία κατά την ποσοτικοποίηση των παρατηρήσεων στην έκθεση ελέγχου. Με αυτό τον τρόπο παρέχεται απόδειξη για το αν οι παρατηρήσεις των ορκωτών ελεγκτών διακρίνονται από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που προβλέπονται από τα ελεγκτικά πρότυπα 6. Τέλος, η παρούσα διατριβή µεταξύ των µέτρων ποιότητας ελέγχου, χρησιµοποιεί τις ελεγκτικές ώρες και την αµοιβή ελέγχου ως ένδειξη για την επαγγελµατική ικανότητα του ελεγκτή. Τα ευρήµατα σχετικά µε την επίπτωση της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στις ελεγκτικές ώρες και την αµοιβή ελέγχου αποτελούν χρήσιµο εργαλείο για τους µετόχους και τις διοικήσεις των επιχειρήσεων, καθώς παρέχεται ένδειξη για τον τρόπο µε τον οποίο η εταιρική διακυβέρνηση αλληλεπιδρά µε το κόστος του ελέγχου. Για παράδειγµα, αν η υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης οδηγεί σε µείωση της αµοιβής ελέγχου, οι διοικήσεις των επιχειρήσεων µπορούν µέσω της εδραίωσης βέλτιστων πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης να µειώσουν το κόστος του ελέγχου (υποκατάσταση µηχανισµών εταιρικής διακυβέρνησης). Αντίθετα, αν η εδραίωση βέλτιστων πρακτικών εταιρικής διακυβέρνηση οδηγεί σε αύξηση της αµοιβής ελέγχου χωρίς αντίστοιχη µεταβολή των ελεγκτικών ωρών, οι διοικήσεις των επιχειρήσεων µε 5 Το ελεγκτικό επάγγελµα απελευθερώνεται το 1992 µε αποτέλεσµα να εισάγεται ο ανταγωνισµός στην αγορά των υποχρεωτικών ελέγχων. Η απελευθέρωση του ελεγκτικού επαγγέλµατος δηµιουργεί σηµαντικούς προβληµατισµούς σχετικά µε την παρεχόµενη ποιότητα ελέγχου καθώς δηµιουργείται οικονοµική εξάρτηση του ελεγκτή από τους πελάτες του και οι ελεγκτές δεν έχουν εξωτερικά κίνητρα για παροχή υψηλής ποιότητας ελέγχου. Αρχικά, στην Ελλάδα η επαγγελµατική ευθύνη του ελεγκτή είναι περιορισµένη καθώς η νοµοθεσία προβλέπει ένα όριο πέντε φορές το µισθό του Προέδρου του Πρωτοδικείου ( 315.000 για το 2002) όσον αφορά το ύψος τω ζηµιών που πρέπει να πληρώσει ο ελεγκτής σε περίπτωση δικαστικής προσφυγής (χαµηλός νοµικός κίνδυνος). Παράλληλα, η εποπτεία του ελεγκτικού επαγγέλµατος ανατίθεται το 2003 στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ) µε τον ιδρυτικό της Νόµο 3148/2003, που σηµαίνει ότι κατά την εξεταζόµενη περίοδο δεν υπήρχε κατάλληλη εποπτεία των διενεργούµενων ελέγχων. 6 Σύµφωνα µε τα ελεγκτικά πρότυπα οι παρατηρήσεις των ορκωτών ελεγκτών θα πρέπει να διακρίνονται από τρία βασικά ποιοτικά χαρακτηριστικά: σαφήνεια, ακρίβεια και πληρότητα. 15
βέλτιστες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης θα πρέπει να είναι περισσότερο επιφυλακτικές κατά τη διαπραγµάτευση της ελεγκτικής αµοιβής. 1.3 Ερευνητικά Ερωτήµατα 1.3.1 Πρώτο Ερευνητικό Ερώτηµα: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στον Πλούτο των Μετόχων Ο στόχος της εταιρικής διακυβέρνησης είναι η εδραίωση µηχανισµών ελέγχου των αποφάσεων που λαµβάνονται από τη διοίκηση προκειµένου να αντιµετωπιστεί το πρόβληµα του «εντολέα - εντολοδόχου» που υπάρχει στο σύγχρονο επιχειρησιακό περιβάλλον και πηγάζει από το διαχωρισµό «ιδιοκτησίας» και «ελέγχου». Ο διαχωρισµός της «ιδιοκτησίας» από τον «έλεγχο» στο επιχειρησιακό περιβάλλον δηµιουργεί τρείς βασικές σχέσεις αντιπροσώπευσης: µεταξύ µετόχων-διευθυντικών στελεχών, µεταξύ µικροµετόχων-µεγαλοµετόχων και µεταξύ πιστωτών-µετόχων 7. Το σύστηµα εταιρικής διακυβέρνησης οφείλει να διασφαλίζει τα συµφέροντα των µετόχων. Συνεπώς, το πρώτο ερευνητικό ερώτηµα που τίθεται είναι αν η υιοθέτηση των πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης που επιβάλλονται µε το Νόµο 3016/2002 οδηγεί σε αύξηση του πλούτου των µετόχων. Για τη µέτρηση του πλούτου των µετόχων χρησιµοποιούνται τα ακόλουθα µέτρα: η χρηµατιστηριακή απόδοση των τιµών των µετοχών, η αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων, η λειτουργική αποδοτικότητα και το κόστος δανεισµού των επιχειρήσεων. 1.3.2. εύτερο Ερευνητικό Ερώτηµα: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην Αξιοπιστία της Χρηµατοοικονοµικής Πληροφόρησης Ο ρόλος της εταιρικής διακυβέρνησης στη διαδικασία κατάρτισης των οικονοµικών καταστάσεων είναι η διασφάλιση της αξιοπιστίας και της πληρότητας της χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης, προκειµένου να µειωθεί η ασύµµετρη πληροφόρηση µεταξύ της διοίκησης και των χρηστών των οικονοµικών καταστάσεων, µε αποτέλεσµα τη µείωση του κόστους άντλησης κεφαλαίων (αύξηση 7 Οι συγκρούσεις συµφερόντων µεταξύ µετόχων διευθυντικών στελεχών είναι εµφανείς σε θεσµικά πλαίσια µε µεγάλη διασπορά ιδιοκτησίας (π.χ. ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία). Αντίθετα, σε θεσµικά πλαίσια µε συγκεντρωµένη ιδιοκτησία, όπως είναι η Ελλάδα, οι συγκρούσεις συµφερόντων διαδραµατίζονται µεταξύ µικροµετόχων- µεγαλοµετόχων. Συγκεκριµένα, στο Ελληνικό περιβάλλον το πρόβληµα της αντιπροσώπευσης παίρνει τη µορφή της εκµετάλλευσης των «αδύναµων» µικροµετόχων από τους «ισχυρούς» µεγαλοµετόχους (µεταφορά πλούτου από µικροµετόχους σε µεγαλοµετόχους). Στο Κεφάλαιο 2 παρουσιάζονται αναλυτικά οι συγκρούσεις συµφερόντων που προκύπτουν στο σύγχρονο επιχειρησιακό περιβάλλον. 16
πλούτου µετόχων). Συνεπώς το δεύτερο ερευνητικό ερώτηµα εξετάζει αν η υιοθέτηση των πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης που επιβάλλονται µε το Νόµο 3016/2002 οδηγεί σε περισσότερο αξιόπιστες οικονοµικές καταστάσεις. Για τη µέτρηση της αξιοπιστίας των οικονοµικών καταστάσεων χρησιµοποιείται ο βαθµός χειραγώγησης των κερδών µε τη χρήση δεδουλευµένων εσόδων και εξόδων που δεν συνοδεύοντα µε ταµειακές ροές (accrual earnings management). Καθώς η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 αναµένεται να ενισχύσει την αξιοπιστία των οικονοµικών καταστάσεων, αναµένεται να οδηγήσει σε µείωση της χειραγώγησης των κερδών µε τη χρήση δεδουλευµένων εσόδων και εξόδων που δεν συνοδεύονται µε ταµειακές ροές. 1.3.3 Τρίτο Ερευνητικό Ερώτηµα: Οι συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην ποιότητα του εξωτερικού ελέγχου Η αξιοπιστία της χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης εξαρτάται πέρα από τις λογιστικές µεθόδους που επιλέγει η διοίκηση και από την παρεχόµενη ποιότητα ελέγχου, καθώς η έκθεση του εξωτερικού ελεγκτή αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα των οικονοµικών καταστάσεων. Συνεπώς το τρίτο ερευνητικό ερώτηµα εξετάζει αν η υιοθέτηση των πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης που επιβάλλονται µε το Νόµο 3016/2002 οδηγεί σε βελτίωση της ποιότητας του εξωτερικού ελέγχου. Η ποιότητα ελέγχου είναι η συνδυασµένη πιθανότητα ο ελεγκτής να εντοπίσει τις ουσιώδεις ανακρίβειες στις οικονοµικές καταστάσεις, κάτι το οποίο εξαρτάται από την επαγγελµατική του ικανότητα, και να αναφέρει αυτές τις ανακρίβειες στην έκθεση ελέγχου, κάτι το οποίο εξαρτάται από την ανεξαρτησία του. Ως ανεξαρτησία ορίζεται η ικανότητα του ελεγκτή να εκφέρει γνώµη στην έκθεση ελέγχου αµερόληπτα χωρίς να υποκύπτει σε προσωπικά συµφέροντα και πιθανές πιέσεις ασκούµενες από τη διοίκηση της ελεγχόµενης επιχείρησης. Για τη µέτρηση της ποιότητας ελέγχου, χρησιµοποιούνται τόσο µέτρα που συλλαµβάνουν την πιθανότητα ο ελεγκτής να εντοπίσει την ουσιώδη παράλειψη στις οικονοµικές καταστάσεις (ικανότητα ελεγκτή) όσο και µέτρα που συλλαµβάνουν την πιθανότητα ο ελεγκτής να αναφέρει µια εντοπισµένη παράλειψη στην έκθεση ελέγχου (ανεξαρτησία). Τε µέτρα ικανότητας που χρησιµοποιούνται είναι οι ελεγκτικές ώρες και η αµοιβή ελέγχου, ενώ τα µέτρα ανεξαρτησίας είναι η γνώµη µε αβεβαιότητα για τη συνέχιση της οικονοµικής δραστηριότητας, ο αριθµός των παρατηρήσεων στην έκθεση ελέγχου, το χρηµατικό ύψος των παρατηρήσεων, η σχέση µεταξύ χρηµατικού 17
ύψους παρατηρήσεων και χειραγώγησης των κερδών, η θητεία του ελεγκτή, η αλλαγή του ελεγκτή για λόγους ανεξαρτησίας και το µέγεθος του ελεγκτή. Η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 επηρεάζει µε διαφορετικό τρόπο το κάθε συστατικό της ποιότητας ελέγχου (ανεξαρτησία και ικανότητα). Από το ένα µέρος, η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 αναµένεται να οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής ποιότητας ελέγχου (ανεξαρτησία και ικανότητα ελεγκτή). Αυτό συµβαίνει διότι τα ανεξάρτητα µη εκτελεστικά µέλη αναµένεται να απαιτήσουν υψηλότερης ποιότητας έλεγχο, προκειµένου να ενισχύσουν το ρόλο τους ως µηχανισµοί εποπτείας. Παράλληλα, τόσο η συµµετοχή ανεξάρτητων µη εκτελεστικών µελών στο Σ όσο και η ύπαρξη εσωτερικού ελέγχου δίνουν κίνητρα στον ελεγκτή να παρέχει υψηλότερη ποιότητα ελέγχου, καθώς οι πράξεις του παρακολουθούνται από άλλα άτοµα. Από το άλλο µέρος, η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 ενδέχεται να οδηγήσει και σε µείωση των ελεγκτικών ωρών (και συνεπώς της ελεγκτικής αµοιβής). Αυτό συµβαίνει διότι ο ελεγκτής σχεδιάζει τον έλεγχό του ανάλογα µε τον εκτιµώµενο κίνδυνο ύπαρξης ουσιωδών σφαλµάτων στις οικονοµικές καταστάσεις 8. Όταν ο ελεγκτής εκτιµά ένα χαµηλό επίπεδο κινδύνου ύπαρξης ουσιωδών σφαλµάτων, µπορεί να αφιερώσει λιγότερους πόρους στην ανάθεση ελέγχου χωρίς να θίγεται ο στόχος του ελέγχου (µε αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται αποδοτικός σχεδιασµός του ελέγχου). Η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 αναµένεται να οδηγήσει σε µείωση του εκτιµώµενου από τον ελεγκτή κινδύνου ύπαρξης ουσιωδών σφαλµάτων στις οικονοµικές καταστάσεις, καθώς εδραιώνονται εσωτερικοί µηχανισµοί ελέγχου της διαδικασίας κατάρτισης των οικονοµικών καταστάσεων (ανεξάρτητα µη εκτελεστικά µέλη Σ, εσωτερικός έλεγχος), οι οποίο αποσκοπούν στην ενίσχυση της αξιοπιστίας της χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης. Ως συνέπεια, ο ελεγκτής αναµένεται να σχεδιάζει λιγότερες ελεγκτικές ώρες στην ανάθεση ελέγχου (και συνεπώς να χρεώνει χαµηλότερη αµοιβή ελέγχου). Οι ελεγκτικές ώρες αποτελούν την αµεσότερη ένδειξη για τη ποσότητα των ελεγκτικών διαδικασιών που εκτελούνται από τον ελεγκτή (π.χ. πρόσθετες ελεγκτικές διαδικασίες, µεγαλύτερα δείγµατα ελέγχου) και συνεπώς µπορούν να αποτελέσουν έναν τρόπο µέτρησης της ικανότητας του ελεγκτή 9. 8 Ο κίνδυνος ύπαρξης ουσιωδών σφαλµάτων είναι το γινόµενο του ενδογενούς κινδύνου (Inherent Risk) και του κινδύνου δικλείδων ασφαλείας (Control Risk). Οι δύο αυτοί κίνδυνοι αποτελούν συστατικά στοιχεία του ελεγκτικού κινδύνου (Audit Risk). Στο Κεφάλαιο 2 περιγράφεται λεπτοµερώς το µοντέλο του ελεγκτικού κινδύνου. 9 Η ικανότητα του ελεγκτή εξαρτάται πέρα από τις επαγγελµατικές του γνώσεις και από το βαθµό στον οποίο ο ελεγκτής είναι ελεύθερος να επιλέγει και να εφαρµόζει κατάλληλες ελεγκτικές διαδικασίες (π.χ. πρόσθετες ελεγκτικές διαδικασίες, µεγαλύτερα δείγµατα ελέγχου). 18
Σύµφωνα µε τα ανωτέρω, αν και η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 αναµένεται να οδηγήσει σε αύξηση της ανεξαρτησίας του ελεγκτή, δεν είναι ξεκάθαρο αν οδηγεί σε αύξηση ή µείωση της ικανότητας του ελεγκτή. εδοµένου ότι δεν είναι γνωστό ποια υπόθεση υπερισχύει, δεν γίνεται πρόβλεψη για την κατεύθυνση της σχέσης µεταξύ της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 και της ικανότητας του ελεγκτή. Στο ιάγραµµα 1 γίνεται µία διαγραµµατική παρουσίαση των µέτρων ποιότητας ελέγχου που χρησιµοποιούνται και της επίπτωσης που ενδέχεται να έχει η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 σε κάθε συστατικό της ποιότητας ελέγχου. 19
1.4 Συνεισφορά Η συνεισφορά της παρούσας διατριβής στην υπάρχουσα αρθογραφία αντανακλάται σε τρία επίπεδα: 1.4.1 Χρονική Περίοδος, Θεσµικό Πλαίσιο και Εξεταζόµενες ιαστάσεις Οι έρευνες που συσχετίζουν την εταιρική διακυβέρνηση µε διάφορες διαστάσεις των οικονοµικών καταστάσεων (πλούτο µετόχων 10, χειραγώγηση κερδών 11, ποιότητα ελέγχου 12 ) εστιάζουν είτε σε συγκεντρωτικά µέτρα που συλλαµβάνουν τη γενικότερη ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης των επιχειρήσεων είτε σε συγκεκριµένες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης (π.χ. ποσοστό συµµετοχής ανεξάρτητων ή εξειδικευµένων µελών στο Σ ή την επιτροπή ελέγχου, συγκεκριµένα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εσωτερικού ελέγχου, κ.λπ.) που εφαρµόζουν οι επιχειρήσεις επί σειρά ετών ανάλογα µε τις ανάγκες παρακολούθησης που υφίστανται 13. Αντίθετα, η παρούσα διατριβή χρησιµοποιεί ελληνικά δεδοµένα για την περίοδο 2001-2003 και µε αυτό τον τρόπο εξετάζει τη διαχρονική επίπτωση που έχει η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 σε διάφορες διαστάσεις των οικονοµικών καταστάσεων. Το έτος 2001 οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν ακολουθούσαν συγκεκριµένες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης. Αντίθετα, τα έτη 2002 (έτος µετάβασης) και 2003 οι επιχειρήσεις εφαρµόζουν τις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης που προβλέπονται από το Νόµο3016/2002. Συνεπώς, γίνεται µια σηµαντική συνεισφορά στη σχετική µε την εταιρική διακυβέρνηση αρθογραφία, καθώς εξετάζεται η επίπτωση που έχει η εισαγωγή νέων αρχών εταιρικής διακυβέρνησης από το Νόµο σε ένα περιβάλλον που οι επιχειρήσεις δεν εφάρµοζαν συγκεκριµένες πρακτικές. Η µόνη έρευνα που έχει 10 Ορισµένες έρευνες που εξετάζουν τη σχέση µεταξύ εταιρικής διακυβέρνησης και πλούτου µετόχων είναι αυτές των Luan and Tang, 2007; Daily and Dalton, 1992; Tian and Lau, 2001; Agrawal and Knoeber 1996; Klapper and Love, 2002; Black, 2001; Bedchuk et al, 2009; Bhagat and Bolton, 2008. 11 Ορισµένες έρευνες που εξετάζουν τη σχέση µεταξύ εταιρικής διακυβέρνησης και χειραγώγησης των κερδών είναι αυτές των Xie et al, 2003; Chan et al, 2007; Prawitt et al, 2009 ; Peansel et al, 2005; Davidson et al, 2005; Bradbury et al, 2006; Piot and Janin, 2007. 12.Ορισµένες έρευνες που εξετάζουν τη σχέση µεταξύ εταιρικής διακυβέρνησης και ποιότητας ελέγχου είναι αυτές των O Sullivan, 2000; Carcello et al, 2002;Beasley and Petroni, 2001; Chen et al, 2005; Lin and Liu, 2009; Goodwin-Stewart and Kent, 2006. 13 Για παράδειγµα οι επιχειρήσεις µε εντονότερα προβλήµατα αντιπροσώπευσης (π.χ. µεγαλύτερες επιχειρήσεις, επιχειρήσεις µε µεγαλύτερη διασπορά ιδιοκτησίας και ελέγχου) έχουν κίνητρα να εφαρµόσουν εθελοντικά βέλτιστες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης (π.χ. συµµετοχή περισσότερων ανεξάρτητων µελών στο Σ, επένδυση περισσότερων πόρων σε εσωτερικό και εξωτερικό έλεγχο) προκειµένου να επιτευχθεί αποτελεσµατική παρακολούθηση των αποφάσεων που λαµβάνονται από τη διοίκηση. Στο Κεφάλαιο 2 παρέχεται µια επισκόπηση της βιβλιογραφίας που συσχετίζει την εταιρική διακυβέρνηση µε διάφορες διαστάσεις των οικονοµικών καταστάσεων (πλούτο µετόχων, αξιοπιστία χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης, ποιότητα ελέγχου). 20
εξετάσει την επίδραση που έχει η υιοθέτηση αρχών εταιρικής διακυβέρνησης βάσει Νόµου στο ελληνικό περιβάλλον είναι αυτή του Chalevas, 2011 14. Ωστόσο, η έρευνα του Chalevas, 2011 εστιάζει µόνο στην επίδραση του Νόµου 3016/2002 στο σύστηµα αµοιβών των ελληνικών επιχειρήσεων. Η παρούσα διατριβή επεκτείνει την έρευνα του Chalevas, 2011 εξετάζοντας την επίδραση που έχει η εφαρµογή αρχών εταιρικής διακυβέρνησης βάσει Νόµου σε µια σειρά από διαστάσεις των οικονοµικών καταστάσεων πέρα από το σύστηµα αµοιβών (πλούτος µετόχων, αξιοπιστία χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης, ποιότητα ελέγχου). 1.4.2 Μεθοδολογία Η υπάρχουσα αρθογραφία που έχει εξετάσει τη σχέση µεταξύ εταιρικής διακυβέρνησης και ποιότητας ελέγχου έχει χρησιµοποιήσει το µέγεθος του ελεγκτή, την κλαδική εξειδίκευση του ελεγκτή, τη γνώµη µε αβεβαιότητα για τη συνέχιση της οικονοµικής δραστηριότητας και την ελεγκτική αµοιβή για τη µέτρηση της ποιότητας ελέγχου. Η παρούσα διατριβή χρησιµοποιεί επιπλέον µέτρα ποιότητας ελέγχου, τα οποία δεν έχουν συσχετιστεί µε την εταιρική διακυβέρνηση σε προηγούµενες έρευνες και µε αυτό τον τρόπο κάνει µια σηµαντική συνεισφορά στη σχετική αρθογραφία. Τα µέτρα αυτά είναι ο αριθµός παρατηρήσεων στην έκθεση ελέγχου, το χρηµατικό ύψος παρατηρήσεων στην έκθεση ελέγχου, η σχέση µεταξύ χρηµατικού ύψους παρατηρήσεων και χειραγώγησης κερδών, η θητεία του ελεγκτή, η αλλαγή του ελεγκτή για λόγους ανεξαρτησίας και οι ελεγκτικές ώρες. Από τα µέτρα ποιότητας ελέγχου που εξετάζονται, το χρηµατικό ύψος των παρατηρήσεων στην έκθεση ελέγχου και η αλλαγή του ελεγκτή για λόγους ανεξαρτησίας δεν έχουν χρησιµοποιηθεί σε καµία άλλη εµπειρική έρευνα για τη µέτρηση της ποιότητας ελέγχου. Το χρηµατικό ύψος των παρατηρήσεων µπορεί να αποτελέσει µια ουσιαστική ένδειξη ανεξαρτησίας καθώς ο ελεγκτής µπορεί να 14 Ο Chalevas, 2011, συγκρίνοντας τις περιόδους πριν (2000-2001) και µετά (2002-2003) την υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002, διερευνά την επίδραση που έχει η υιοθέτηση των µηχανισµών εταιρικής διακυβέρνησης που επιβάλλονται µε το Νόµο 3016/2002 στο σύστηµα αµοιβών των εκτελεστικών διευθυντικών στελεχών. Σύµφωνα µε τα ευρήµατά του, κατά την περίοδο πριν την υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 (έτη 2000 και 2001), η αµοιβή των εκτελεστικών διευθυντικών στελεχών δεν παρουσιάζει καµία στατιστικά σηµαντική σχέση µε την χρηµατοοικονοµική απόδοση των επιχειρήσεων (ROA). Αντίθετα, κατά την περίοδο µετά την υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 (έτη 2002 και 2003) η αµοιβή των διευθυντικών στελεχών παρουσιάζει µια θετική σχέση µε τη χρηµατοοικονοµική απόδοση των επιχειρήσεων (ROA). Επιπλέον, τόσο η συµµετοχή ανεξάρτητων µελών στο Σ όσο και η ύπαρξη εσωτερικού ελέγχου παρουσιάζουν µια αρνητική σχέση µε την αµοιβή των εκτελεστικών διευθυντικών στελεχών και συντελούν στην ενίσχυση της θετικής σχέσης µεταξύ αµοιβής και χρηµατοοικονοµικής απόδοσης κατά το έτος µετάβασης (έτος 2002) 21
περιλάβει µια παρατήρηση στην έκθεση ελέγχου αλλά να µην ποσοτικοποιήσει την επίδραση σε συγκεκριµένα κονδύλια των οικονοµικών καταστάσεων (ένδειξη µειωµένης ανεξαρτησίας). Με αυτό τον τρόπο ο ελεγκτής επιτυγχάνει να αποφύγει τόσο τη νοµική ευθύνη για παραπλάνηση των χρηστών (αφού έχει περιλάβει την παρατήρηση στην έκθεση ελέγχου) όσο και τα κόστη (απώλεια πελάτη) που αντιµετωπίζει από µία πιθανή διαφωνία µε τον πελάτη (αφού δεν ποσοτικοποιεί την παρατήρηση ή αναφέρει µικρότερο ποσό από το πραγµατικό). Αντίστοιχα, η αλλαγή του ελεγκτή για λόγους ανεξαρτησίας σχετίζεται µε τον αρνητικό αντίκτυπο που έχουν οι µεγάλες θητείες στην ανεξαρτησία του ελεγκτή. Η ανάπτυξη αυτών των δύο µέτρων αποτελεί σηµαντική συνεισφορά στη σχετική µε την ποιότητα ελέγχου αρθογραφία, καθώς παρέχονται εναλλακτικοί τρόποι µέτρησης της ποιότητας ελέγχου πέρα από αυτούς που έχουν ήδη χρησιµοποιηθεί στην ελεγκτική αρθογραφία. Η υπάρχουσα αρθογραφία που εξετάζει τη σχέση µεταξύ εταιρικής διακυβέρνησης και ποιότητας ελέγχου χρησιµοποιεί την ελεγκτική αµοιβή για τη µέτρηση της επαγγελµατικής ικανότητας του ελεγκτή λόγω της υψηλής συσχέτισης που παρουσιάζει το συγκεκριµένο µέτρο µε τις ελεγκτικές ώρες. Η αµοιβή ελέγχου αποτελεί µια ένδειξη για την ποσότητα των πόρων που χρησιµοποιούνται στην ανάθεση ελέγχου (όσο περισσότεροι πόροι χρησιµοποιούνται, τόσο µεγαλύτερη είναι η πιθανότητα ο ελεγκτή να εντοπίσει τις ανακρίβειες στις οικονοµικές καταστάσεις και συνεπώς τόσο µεγαλύτερη είναι η ποιότητα του ελέγχου). Όµως η ελεγκτική αµοιβή είναι αντικείµενο διαπραγµάτευσης µεταξύ ελεγκτή πελάτη και συνεπώς δεν αποτελεί έναν ακριβή τρόπο µέτρησης της ποσότητας των πόρων που χρησιµοποιούνται στην ανάθεση ελέγχου. Ένα καταλληλότερος τρόπος µέτρησης της ποσότητας των πόρων που χρησιµοποιούνται στην ανάθεση ελέγχου είναι οι ελεγκτικές ώρες. Ωστόσο, λόγω της µη διαθεσιµότητας των ωρών απασχόλησης στις προηγούµενες έρευνες, η ελεγκτική αµοιβή χρησιµοποιείται ως υποκατάστατο των ελεγκτικών ωρών. Η παρούσα διατριβή είναι η πρώτη έρευνα που συσχετίζει την εταιρική διακυβέρνησης µε τις ελεγκτικές ώρες και µε αυτό τον τρόπο καλύπτει αυτό το κενό στην αρθογραφία. Συνεπώς, γίνεται µια σηµαντική συνεισφορά στην αρθογραφία, καθώς παρέχεται απόδειξη για την αξιοπιστία των ευρηµάτων των ερευνών που συσχετίζουν την εταιρική διακυβέρνηση µε την ποιότητα ελέγχου χρησιµοποιώντας την ελεγκτική αµοιβή ως υποκατάστατο της ελεγκτικής προσπάθειας. Οι έρευνες αυτές συνήθως τεκµηριώνουν την ύπαρξη µιας θετικής σχέσης µεταξύ εταιρικής διακυβέρνησης και ελεγκτικής αµοιβής (O Sullivan, 2000; 22
Carcello et al, 2002; Abbott et al, 2003; Hay et al, 2008; Goodwin-Stewart and Kent, 2006). Προκειµένου η θετική αυτή σχέση να είναι ενδεικτική της αύξησης της ποιότητας ελέγχου, θα πρέπει να επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση που οι ελεγκτικές ώρες χρησιµοποιούνται για τη µέτρηση της ποιότητας ελέγχου. Η τυχόν ύπαρξη ασυνέπειας υποδηλώνει ότι η ελεγκτική αµοιβή δεν αποτελεί έναν κατάλληλο τρόπο µέτρησης της ελεγκτικής προσπάθειας. 1.4.3 Ευρήµατα Το βασικότερο από τα ευρήµατα της παρούσας διατριβής είναι ότι η βελτίωση του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης οδηγεί σε αύξηση της ποιότητας του εξωτερικού ελέγχου, η οποία όµως προέρχεται από την ενίσχυση της ανεξαρτησίας και όχι της ικανότητας του ελεγκτή. Συγκεκριµένα, τα ευρήµατα δείχνουν ότι αν και η αµοιβή ελέγχου αυξάνεται από την περίοδο πριν στην περίοδο µετά την υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002, οι ελεγκτικές ώρες δεν παρουσιάζουν αντίστοιχη αύξηση. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι οι ελεγκτές δεν καταβάλλουν περισσότερη προσπάθεια ως αποτέλεσµα της εδραίωσης βέλτιστων µηχανισµών εταιρικής διακυβέρνησης. Αντίθετα, παρέχεται ένδειξη ότι οι ελεγκτές λειτουργούν µε αυξηµένη ανεξαρτησία κατά τη διατύπωση γνώµης στην έκθεση ελέγχου (αύξηση αριθµού παρατηρήσεων), ενώ παράλληλα οι επιχειρήσεις επιλέγουν να αλλάξουν ελεγκτή για λόγους ανεξαρτησίας από την περίοδο πριν την υιοθέτηση στην περίοδο µετά την υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002. Επίσης, η πιθανότητα µια επιχείρηση να επιλέξει έναν BIG4 ελεγκτή είναι αυξηµένη την περίοδο µετά την υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 σε σύγκριση µε την περίοδο πριν την υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002. Τα ανωτέρω ευρήµατα υποδηλώνουν ότι η αύξηση της αµοιβής ελέγχου οφείλεται είτε στην αύξηση της ζήτησης για υψηλότερη ποιότητα ελέγχου (επιλογή ενός BIG4 ελεγκτή) είτε στο γεγονός ότι οι ελεγκτές χρεώνουν ένα επασφάλιστρο ως αποζηµίωση για την αυξηµένη ανεξαρτησία που τους χαρακτηρίζει κατά τη διατύπωση γνώµης στην έκθεση ελέγχου (αύξηση αριθµού παρατηρήσεων). Περαιτέρω ανάλυση αποδεικνύει ότι οι επιχειρήσεις ανάλογα µε το µέγεθός τους επιλέγουν διαφορετικούς τρόπους ενίσχυσης της ανεξαρτησίας. Συγκεκριµένα, οι επιχειρήσεις µεγάλης κεφαλαιοποίησης είναι πιθανότερο να διορίσουν έναν BIG4 ελεγκτή, ενώ παράλληλα ο ελεγκτής φαίνεται να λειτουργεί µε αυξηµένη ανεξαρτησία κατά τη διατύπωση γνώµης στην έκθεση ελέγχου (αύξηση αριθµού και χρηµατικού ύψους παρατηρήσεων) για αυτές τις επιχειρήσεις. Οι µεσαίες 23
επιχειρήσεις επιλέγουν απλά να αλλάξουν ελεγκτή, προκειµένου να αποφύγουν τόσο τις απειλές ανεξαρτησίας όσο και το υψηλότερο κόστος που συνεπάγεται η επιλογή ενός BIG4 ελεγκτή. Τέλος, για τις µικρές επιχειρήσεις ο ελεγκτής φαίνεται να λειτουργεί µε αυξηµένη ανεξαρτησία κατά τη διατύπωση γνώµης στην έκθεση ελέγχου µετά το 2002 (αύξηση χρηµατικού ύψους παρατηρήσεων). Σχετικά µε τις συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στην αξιοπιστία της χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης, τα ευρήµατα υποδηλώνουν ότι η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 οδηγεί σε µείωση της χειραγώγησης των κερδών για όλα τα εναλλακτικά µέτρα που χρησιµοποιούνται για τη µέτρηση της χειραγώγησης των κερδών. Περαιτέρω ανάλυση αποδεικνύει ότι η µείωση της χειραγώγησης των κερδών είναι εµφανής µόνο για τις επιχειρήσεις µικρής κεφαλαιοποίησης. Τα ευρήµατα αυτά προφανώς οφείλονται στο γεγονός ότι οι µεγαλύτερες επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται γενικότερα από µικρότερη χειραγώγηση των κερδών, καθώς έχουν περισσότερο οργανωµένα λογιστήρια και διαδικασίες κατάρτισης των οικονοµικών καταστάσεων. Συνεπώς, η υιοθέτηση υποχρεωτικών αρχών εταιρικής διακυβέρνησης ωφελεί περισσότερο τη διαδικασία κατάρτισης των οικονοµικών καταστάσεων των µικρών επιχειρήσεων συγκριτικά µε τις µεγαλύτερες επιχειρήσεις (µεγάλης και µεσαίας κεφαλαιοποίησης). Σχετικά µε τις συνέπειες της υιοθέτησης του Νόµου 3016/2002 στον πλούτο των µετόχων, τα ευρήµατα υποδηλώνουν ότι η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 οδηγεί σε αύξηση του πλούτου των µετόχων (αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων και λειτουργική αποδοτικότητα) από το έτος 2003 και µόνο για τις µεγάλες επιχειρήσεις (µεγάλης κεφαλαιοποίησης). Αντίθετα, για τις µικρότερες επιχειρήσεις (µεσαίας και µικρής κεφαλαιοποίησης) η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 φαίνεται να οδηγεί σε µείωση του πλούτου των µετόχων (χρηµατιστηριακή τιµή, αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων, λειτουργική αποδοτικότητα). Τα ευρήµατα αυτά προφανώς οφείλονται στο γεγονός ότι η υιοθέτηση υποχρεωτικών αρχών εταιρικής διακυβέρνησης επιβάλλει υψηλά κόστη για τις µικρότερες επιχειρήσεις χωρίς να υπάρχουν αντισταθµιζόµενα οφέλη (οι συγκρούσεις συµφερόντων και συνεπώς η χρησιµότητα των µηχανισµών εταιρικής διακυβέρνησης είναι περισσότερο εµφανείς στις µεγαλύτερες επιχειρήσεις). 24
1.5 οµή ιατριβής Η δοµή της παρούσας διατριβής είναι η ακόλουθη. Το Κεφάλαιο 2 παρουσιάζει µε κριτικό τρόπο τη βιβλιογραφία πάνω στην οποία βασίστηκε η παρούσα διατριβή. Το Κεφάλαιο 3 αναπτύσσει τις υποθέσεις που θα εξεταστούν για τη διερεύνηση του ερευνητικού ερωτήµατος. Το Κεφάλαιο 4 παρουσιάζει τον τρόπο µέτρησης των διαφόρων µεταβλητών και τη µεθοδολογία που θα ακολουθηθεί για την εξέταση των υποθέσεων. Το Κεφάλαιο 5 περιγράφει τις πηγές άντλησης των δεδοµένων και τη διαδικασία επιλογής του δείγµατος. Το Κεφάλαιο 6 παρουσιάζει τα ευρήµατα της ποσοτικής ανάλυσης και το Κεφάλαιο 7 παρέχει τα συµπεράσµατα και τους περιορισµούς της παρούσας έρευνας, ενώ παράλληλα κάνει προτάσεις για µελλοντική έρευνα στον τοµέα της εταιρικής διακυβέρνησης και της ελεγκτικής. 25
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ 2.1. Εισαγωγή Το κεφάλαιο αυτό παρουσιάζει τη βιβλιογραφία πάνω στην οποία βασίστηκε η συγκεκριµένη διατριβή. Αρχικά παρουσιάζονται οι συγκρούσεις συµφερόντων στο επιχειρησιακό περιβάλλον και εισάγεται η έννοια της εταιρικής διακυβέρνησης. Καθώς ο στόχος της παρούσας διατριβής είναι η εξέταση της επίδρασης που ενδέχεται να έχει η υιοθέτηση του Νόµου 3016/2002 περί εταιρικής διακυβέρνησης σε διάφορες διαστάσεις των οικονοµικών καταστάσεων (πλούτο µετόχων, αξιοπιστία χρηµατοοικονοµικής πληροφόρησης και ποιότητα ελέγχου), γίνεται µια κριτική παρουσίαση των ευρηµάτων της υπάρχουσας αρθογραφίας που εξετάζει τη σχέση µεταξύ εταιρικής διακυβέρνησης και πλούτου µετόχων, χειραγώγησης των κερδών και ποιότητας ελέγχου. Τέλος, παρουσιάζεται αναλυτικά ο Νόµος 3016/2002. 2.2. Θεωρία Αντιπροσώπευσης και Εταιρική ιακυβέρνηση 2.2.1. Σχέσεις Αντιπροσώπευσης στο Επιχειρησιακό Περιβάλλον Σχέση αντιπροσώπευσης υπάρχει όταν ένα ή περισσότερα άτοµα (εντολείς) εξουσιοδοτούν κάποιον τρίτο (εντολοδόχο) να διεκπεραιώσει κάποιο έργο για λογαριασµό τους βάσει µίας σύµβασης. Στο σύγχρονο επιχειρησιακό περιβάλλον οι σχέσεις αντιπροσώπευσης πηγάζουν από τον διαχωρισµό ιδιοκτησίας και ελέγχου. Ο διαχωρισµός της ιδιοκτησίας από τον έλεγχο δηµιουργεί τρεις βασικές σχέσεις αντιπροσώπευσης στις σύγχρονες επιχειρήσεις. Η πρώτη σχέση αντιπροσώπευσης είναι µεταξύ µετόχων και διευθυντικών στελεχών. Οι µέτοχοι (εντολείς) είναι οι κάτοχοι των οικονοµικών πόρων της επιχείρησης. Ωστόσο, καθώς οι µέτοχοι δεν έχουν επαρκή πληροφόρηση, γνώσεις και χρόνο να διαχειρίζονται τους πόρους που τους ανήκουν αναθέτουν στα διευθυντικά στελέχη (εντολοδόχοι) την εξουσία να διαχειρίζονται τους οικονοµικούς πόρους τις επιχείρησης. Η δεύτερη σχέση αντιπροσώπευσης είναι µεταξύ µετόχων και πιστωτών. Οι πιστωτές (εντολείς), οι οποίοι είναι οι εξωτερικοί χρηµατοδότες της επιχείρησης, εµπιστεύονται τα κεφάλαιά τους στα χέρια των µετόχων (εντολοδόχοι). Τέλος, η τρίτη σχέση αντιπροσώπευσης είναι µεταξύ µικροµετόχων και µεγαλοµετόχων. Σε αυτή την περίπτωση, οι µικροµέτοχοι (εντολείς) εµπιστεύονται τα κεφάλαια τους στα χέρια των 26