ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΟΥ ΟΟΣΑ



Σχετικά έγγραφα
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

Κεφάλαιο 15. Οι δηµόσιες δαπάνες και ηχρηµατοδότησή τους

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Εαρινές προβλέψεις : H ευρωπαϊκή ανάκαµψη διατηρεί τη δυναµική της, αν και υπάρχουν νέοι κίνδυνοι

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Έρευνα και Ανάλυση Παρατηρητήριο Ανταγωνιστικότητας ΕΛΛΑ Α 2002: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

Κεφάλαιο 1. Εισαγωγή στη µακροοικονοµική

Η Ελληνική Οικονομία στο Διεθνές Οικονομικό σύστημα Σημειώσεις

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

Έλλειµµα


ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Βασικές αρχές. Εφαρµογές στην Ελληνική Οικονοµία. Ασκήσεις.

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2013 και η Ελλάδα

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2019/0000(INI)

Πληθωρισμός, Ανεργία και Αξιοπιστία της Νομισματικής Πολιτικής. Το Πρόβλημα του Πληθωρισμού σε ένα Υπόδειγμα με Υψηλή Ανεργία Ισορροπίας

Εαρινές προβλέψεις : από την ύφεση προς τη βραδεία ανάκαμψη

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

Σχετικά Επίπεδα Τιμών και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Μακροχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών

«Η αγορά Εργασίας σε Κρίση»

Μακροοικονομική. Μακροοικονομική Θεωρία και Πολιτική. Αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος: Γιατί μελετάμε ακόμη την. Μακροοικονομική Θεωρία και

Ευρωπαϊκή Οικονομία. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολή Οικονομικών & Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης.

Περιεχόμενα. Πρόλογος 15

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Ίδρυµα Οικονοµικών & Βιοµηχανικών Ερευνών. Τριµηνιαία Έκθεση για την Ελληνική Οικονοµία

Μάθημα: Διεθνείς Επιχειρήσεις και Επενδύσεις

Συνολική Ζήτηση, ΑΕΠ και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Βραχυχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες του ΑΕΠ και της Συναλλαγματικής Ισοτιμίας

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

ΤΟ ΒΕΛΓΙΚΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0383/7. Τροπολογία. Marco Valli, Rolandas Paksas εξ ονόματος της Ομάδας EFDD

Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας

Φθινοπωρινές Οικονομικές Προβλέψεις 2014: Αργή ανάκαμψη με πολύ χαμηλό πληθωρισμό

9473/19 ΘΚ/νκ 1 ECOMP 1A

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ ΤΟΥ EΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΝΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη ΙΙ. 17 Πληθωρισμός και Ανεργία


Τριµηνιαία ενηµέρωση για την απασχόληση και την οικονοµία Βασικά µεγέθη & συγκριτικοί δείκτες


5. Tο προϊόν και η συναλλαγματική ισοτιμία βραχυχρόνια

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

SEE Economic Review, Αύγουστος 2012 Recoupling Fast. Περίληψη στα Ελληνικά

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. με σκοπό να τερματιστεί η κατάσταση υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος στο Ηνωμένο Βασίλειο

«Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2008» του Γκίκα Α. Χαρδούβελη

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κρίση στην Ευρωζώνη. Συνέπειες για τη στρατηγική θέση της Ευρώπης στον παγκόσμιο χάρτη.

Οι αυτόµατοι σταθεροποιητές είναι πολιτικές που τονώνουν ή «από-θερµαίνουν» την οικονοµία όταν αυτό είναι απαραίτητο χωρίς καµία µεταβολή πολιτικής.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Οικονομική Πολιτική Ι: Σταθερές Συναλλαγματικές Ισοτιμίες χωρίς Κίνηση Κεφαλαίου

Πρόγραµµα Μεταπτυχιακών Σπουδών! «Διοίκηση και Διαχείριση Οικονοµικών Μονάδων &!Οργανισµών (ΔΔΟΜΟ)»! µε κατεύθυνση τη "Στρατηγική Διοίκηση"!

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΤΟ ΒΕΛΓΙΚΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

Το Υπόδειγμα Mundell Fleming και Dornbusch

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. Αξιολόγηση των μέτρων που έχουν ληφθεί από την ΙΣΠΑΝΙΑ, τη ΓΑΛΛΙΑ, τη ΜΑΛΤΑ, τις ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ και τη ΣΛΟΒΕΝΙΑ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 1η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

Σύσταση ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... 9

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. προκειμένου να τερματιστεί η κατάσταση του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος στην Κροατία

Το Βασικό Κεϋνσιανό Υπόδειγμα και η Σταδιακή Προσαρμογή του Επιπέδου Τιμών. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

Ο Βραχυχρόνιος Προσδιορισμός του Ισοζυγίου Πληρωμών

Μακροοικονομικές προβλέψεις για την κυπριακή οικονομία

Βραχυχρόνιες προβλέψεις του πραγματικού ΑΕΠ χρησιμοποιώντας δυναμικά υποδείγματα παραγόντων

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΤΕΥΧΟΣ αρ.

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

π = π e β(u-u n ) + ν

Βασικά Χαρακτηριστικά

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Ετήσια Επισκόπηση της Ανάπτυξης 2015: νέα ώθηση στην απασχόληση, την ανάπτυξη και τις επενδύσεις

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ενότητα 7 : Συνολική Προσφορά - Συνολική Ζήτηση και η μακροοικονομική ισορροπία

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

9650/17 ΧΜΑ/νκ 1 DGG 1A

Επιστρέφει στην ανάπτυξη το 2015 η κυπριακή οικονομία

Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Παρουσίαση Έκθεσης Α τριμήνου 2018 Τετάρτη 30/5/2018

Φθινοπωρινές προβλέψεις : Η οικονοµία της ΕΕ στο δρόµο προς τη σταδιακή ανάκαµψη

Η Ελλάδα δεν είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση: Η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, η κατάρρευση των περιφερειακών οικονομιών και οι επιλογές πολιτικής

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 7 η Μελέτη «Εξελίξεις και Τάσεις της Αγοράς»

Ευχαριστίες του εκδότη Πρόλογος [Mέρος 1] Εισαγωγή

Ενημερωτικό δελτίο 1 ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Η ΕΕ ΕΝΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ;

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 1

Τα αναλυτικά αποτελέσματα από την Παγκόσμια Επετηρίδα Ανταγωνιστικότητας του IMD

ΝΕΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

Δελτίο τύπου. Το 2016 η ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας

Νομισματική και Συναλλαγματική Πολιτική σε μια Μικρή Ανοικτή Οικονομία. Σταθερές ή Κυμαινόμενες Ισοτιμίες;

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες

Συναθροιστική ζήτηση και προσφορά

Ετήσιο έλλειµµα (1997)

Transcript:

ΠΡΟΣ ΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΟΥ ΟΟΣΑ Πανεπιστήµιο Πατρών, Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών, Πρόγραµµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μεταπτυχιακή φοιτήτρια: Ραµπαβίλα Σοφία, ΑΜ 10007 Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Ζερβογιάννη Αθηνά Μέλη τριµελούς επιτροπής: Ζερβογιάννη Αθηνά, Αργυρός Γεώργιος, Ψαλτόπουλος ηµήτρης ΠΑΤΡΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2011

Πριν την παρουσίαση της συγκεκριµένης εργασίας θα ήταν παράλειψη να µην απευθύνω ευχαριστίες σε ορισµένους ανθρώπους οι οποίοι µε την καθοδήγηση και την στήριξή τους µε βοήθησαν να ολοκληρώσω τη διπλωµατική µου εργασία. Θα ήθελα να απευθύνω τις θερµότερες ευχαριστίες µου στην κα. Ζερβογιάννη Αθηνά για την πολύτιµη βοήθειά της, την καθοδήγησή της και την υποστήριξή της καθ όλη τη διάρκεια εκπόνησης της διπλωµατικής µου εργασίας. Επιπλέον, θα ήθελα να ευχαριστήσω και έτερα µέλη της τριµελούς επιτροπής, κ. Ψαλτόπουλο ηµήτρη και κ. Αργυρό Γεώργιο, οι οποίοι ευγενικά δέχθηκαν να αξιολογήσουν τη διπλωµατική µου εργασία. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερµά την οικογένεια µου, τους γονείς µου Αναστάσιο και Παναγιώτα και τον αδερφό µου Γιώργο για τη στήριξη και τη βοήθεια που µου προσέφεραν ώστε να επιτύχω το στόχο µου. 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή..4 1.Ελλείµµατα και δηµοσιονοµική πειθαρχία...6 1.1 Προσδιοριστικοί παράγοντες ελλειµµάτων...6 1.2 ηµοσιονοµική σταθεροποίηση και διαρθρωτικές αλλαγές...9 1.3 ηµοσιονοµική προσαρµογή και κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.. 11 1.4 ηµοσιονοµική πολιτική και οικονοµική δραστηριότητα.. 13 1.4.1 Κεϋνσιανό µοντέλο.. 13 1.4.2 Ρικαρδιανή Ισορροπία. 14 1.4.3 Ορθολογικές προσδοκίες.. 15 1.5 Νοµισµατική ενοποίηση και δηµόσιο χρέος 17 1.6 Υστέρηση Ηπειρωτικής Ευρώπης σε απασχόληση-ανάπτυξηδηµοσιονοµική πολιτική 19 2. ηµοσιονοµική πολιτική και µεγέθυνση. 23 2.1 Χαρακτηριστικά δηµοσιονοµικής πολιτικής και µεγέθυνση 23 2.2 ιαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις και δηµοσιονοµική πειθαρχία 25 2.3 ηµοσιονοµική προσαρµογή και ανάπτυξη. 29 2.3.1 ηµοσιονοµική προσαρµογή και µοντέλα ενδογενούς µεγέθυνσης. 31 3. ηµοσιονοµικά ελλείµµατα και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών 34 3.1 ηµοσιονοµική πολιτική και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. 34 3.1.1Παγκόσµια αποταµίευση και παγκόσµια επένδυση: επιπτώσεις των διαταραχών. 37 3.1.2 ηµοσιονοµικά ελλείµµατα και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών39 3.2 ίδυµα ελλείµµατα 42 3.2.1 ηµοσιονοµικά ελλείµµατα και ελλείµµατα στ ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: επιπτώσεις των µόνιµων ελλειµµάτων. 44 4.Περιγραφική ανάλυση..47 5. Οικονοµετρική ανάλυση.62 6.Συµπερασµατικές παρατηρήσεις..74 Βιβλιογραφία...76 3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στα τέλη του 2008 µια παγκόσµια οικονοµική κρίση ξέσπασε και ακολούθησε η πιο σοβαρή παγκόσµια οικονοµική ύφεση για δεκαετίες. Η κρίση ξεκίνησε από τις Ηνωµένες Πολιτείες και την κατάρρευση του χρηµατοπιστωτικού ιδρύµατος Lehman Brothers και όπως ήταν αναµενόµενο µεταφέρθηκε στον υπόλοιπο κόσµο και φυσικά στην Ευρώπη. Παράλληλα, παρατηρούνται ανισορροπίες στη ζώνη του ευρώ. Παρατηρούνται δηλαδή αποκλίσεις στον ρυθµό αύξησης του ΑΕΠ των χωρών, ελλείµµατα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ορισµένων χωρών και πλεονάσµατα σε άλλες και ιδιαίτερα αυξηµένο δηµοσιονοµικό χρέος σε ορισµένες περιπτώσεις. Έτσι λοιπόν σαν αποτέλεσµα της παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης, οι ανισορροπίες που έχουν συσσωρευτεί στο εσωτερικό της ευρωζώνης έχουν οδηγήσει σε ευρύτερες αποκλίσεις. Η πρόκληση λοιπόν είναι σαφής : οι χώρες της ευρωζώνης και όχι µόν0 πρέπει να ανακτήσουν τον έλεγχο της δηµοσιονοµικής τους πολιτικής και να επιτύχουν ισχυρότερη και πιο ισορροπηµένη ανάπτυξη. Το πιο καυτό λοιπόν θέµα αυτή την εποχή και πρώτο στην πολιτική ατζέντα, είναι η µείωση των ελλειµµάτων και η δηµοσιονοµική εξυγίανση. Σκοπός µας στην παρούσα εργασία είναι πρωτίστως να εξετάσουµε τους προσδιοριστικούς παράγοντες των δηµοσιονοµικών 4

ελλειµµάτων. Πολιτικοί και θεσµικοί παράγοντες όπως η σταθερότητα της κυβέρνησης, η ανοικτότητα των αγορών και η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, ενδεχοµένως να σχετίζονται µε τις αυξοµειώσεις των ελλειµµάτων. Εξετάζουµε επίσης την υπόθεση πως οι δηµοσιονοµικές διαταραχές που δηµιουργούν δηµοσιονοµικά ελλείµµατα δηµιουργούν παράλληλα και ελλείµµατα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η εργασία αποτελείται από πέντε τµήµατα. Τα τµήµατα 1 και 2 αποτελούν βιβλιογραφική ανασκόπηση των προσδιοριστικών παραγόντων των δηµοσιονοµικών ελλειµµάτων καθώς και των θεωρητικών υποδειγµάτων µέσω των οποίων η δηµοσιονοµική πολιτική επηρεάζει την πορεία του ελλείµµατος της κεντρικής κυβέρνησης αλλά και πώς η δηµοσιονοµική πολιτική και οι διαρθρωτικές αλλαγές επηρεάζουν τη µεγέθυνση µιας οικονοµίας. Στη συνέχεια στο τµήµα 3 εξετάζεται η υπόθεση των δίδυµων ελλειµµάτων. Ακολουθούν τα τµήµατα 4 και 5 στα οποία γίνεται περιγραφή των µεταβλητών που θα χρησιµοποιήσουµε και επίσης παρουσιάζουµε τα αποτελέσµατα της εµπειρικής µας εφαρµογής. Ολοκληρώνουµε µε την ενότητα 6 και τις συµπερασµατικές παρατηρήσεις. 5

1.ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ 1.1 Προσδιοριστικοί παράγοντες ελλειµµάτων Το ζήτηµα της µείωσης των ελλειµµάτων και της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας των ευρωπαϊκών χωρών είναι το πιο καυτό ζήτηµα των τελευταίων δεκαετιών. Και γίνεται ιδιαιτέρα σηµαντικό σε επίπεδο νοµισµατικής Ένωσης (ΟΝΕ), όπου ο στόχος του 3% πρέπει να επιτευχθεί. Το γεγονός όµως της ύπαρξης διαφορών στην οικονοµική απόδοση των χωρών µελών χρήζει περαιτέρω έρευνας. Το πρωταρχικό ερώτηµα σε έρευνες σχετικά µε τα ελλείµµατα, είναι ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τα ελλείµµατα. Έτσι, µεγάλο µέρος της βιβλιογραφίας έχει προσπαθήσει να εντοπίσει τους παράγοντες που επηρεάζουν τα ελλείµµατα, τη µείωσή τους και τη διαφορετική απόδοση των χωρών. Οι έρευνες εστιάζουν σε εγχώριους ή διεθνείς πολιτικούς και θεσµικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη δοµή του προϋπολογισµού. Σαν τέτοιοι παράγοντες αναφέρονται η σύνθεση της κυβέρνησης στην εκάστοτε χώρα, η διάρκεια ζωής της και η σταθερότητά της καθώς και διεθνείς παράγοντες όπως οι ενιαίες αγορές και διεθνείς πολιτικές δεσµεύσεις. Σύµφωνα µε τον Hibbs (1977) αριστερές κυβερνήσεις που έχουν εκλεκτορικό σώµα το λαό, δίνουν ιδιαίτερη σηµασία στην κοινωνική πολιτική και την απασχόληση µε αποτέλεσµα να συσσωρεύουν ελλείµµατα και χρέος. Στον αντίποδα βρίσκεται η άποψη για τις δεξιές κυβερνήσεις, οι οποίες θέλοντας να ωφελήσουν το δικό τους εκλεκτορικό σώµα (υψηλά εισοδήµατα) θεσπίζουν χαµηλότερη φορολογία που οδηγεί επίσης σε συσσώρευση ελλειµµάτων ( Wagschal, 6

1998). Εντούτοις, εµπειρικά δεν επιβεβαιώνεται η σχέση της πολιτικής ιδεολογίας µε τα ελλείµµατα (De Haan and Sturm,1994; Hahm Deuk et al,1996) ή ορισµένες µελέτες βρίσκουν τις αριστερές κυβερνήσεις να έχουν υψηλότερα πλεονάσµατα και χαµηλότερα ελλείµµατα (Alesina et al,1998; Borelli and Royed,1995; Wagschal,1998). Ποικίλες είναι οι απόψεις στην βιβλιογραφία σχετικά µε το µέγεθος της κυβέρνησης (αριθµός κοµµάτων) ή αν υπάρχει κυβέρνηση µειοψηφίας ή πλειοψηφίας. Σύµφωνα µε τους Roubini και Sachs (1989), κυβερνήσεις συνασπισµών µε πολλά µέλη αντιµετωπίζουν δυσκολίες στο να επιτύχουν οµοφωνία σχετικά µε την δηµοσιονοµική τους πολιτική και ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων δηµιουργούν µεγάλα ελλείµµατα. Αντίθετα, υπάρχουν µελέτες που υποστηρίζουν ότι κυβερνήσεις συνασπισµών είναι πιο σταθερές, συνεχείς και ακολουθούν προβλέψιµη πολιτική. Επιπλέον, υποστηρίζεται σχεδόν οµόφωνα η άποψη ότι κυβερνήσεις µε µικρή διάρκεια ζωής έχουν µεγαλύτερα ελλείµµατα καθώς είναι πιο µυωπικές από κυβερνήσεις µε µεγάλη διάρκεια ζωής (De Haan and Sturm,1994). Ένας ιδιαίτερα κρίσιµος παράγοντας για τη δηµοσιονοµική πολιτική, τα ελλείµµατα και τα χρέη µιας χώρας θεωρείται η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας (Wagschal, 1998). Το επιχείρηµα είναι το εξής: µια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα στρέφει την προσοχή της εκάστοτε κυβέρνησης στην δηµοσιονοµική πολιτική αφού δεν µπορεί να χρησιµοποιήσει την νοµισµατική πολιτική για τη χρηµατοδότηση των δαπανών της. Αντίθετα, άλλοι συγγραφείς (Grilli et al, 1991) δεν συµπεραίνουν ότι µια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα αποτρέπει τα ελλείµµατα. 7

Τέλος, εκτός από τους προαναφερθέντες εγχώριους παράγοντες που µπορούν να επηρεάσουν τα ελλείµµατα µιας χώρας, υπάρχουν και οι διεθνείς παράγοντες, µε πιο σηµαντικό τις διεθνείς πολιτικές δεσµεύσεις. Επιβάλλουν περιορισµούς στην δηµοσιονοµική πολιτική των χωρών και τις υποχρεώνουν να ακολουθήσουν µια περιοριστική δηµοσιονοµική πολιτική. Χαρακτηριστικό παράδειγµα για την ΟΝΕ είναι η Συνθήκη του Μάαστριχτ και ο στόχος του 3% του ονοµαστικού ΑΕΠ για τα ελλείµµατα. Συνδυάζοντας όλους τους παραπάνω παράγοντες οι Markus Freitag και Pascal Sciarini (2001), προσπάθησαν να εξετάσουν την επίδραση των πολιτικών και θεσµικών παραγόντων στην αύξηση ή µείωση των ελλειµµάτων. Χρησιµοποίησαν ένα δείγµα 14 χωρών-µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για 20 έτη (1978-1997), χωρίζοντας τον χρόνο σε δύο υποπεριόδους 1978-1991 και 1992-1997 για να εξετάσουν την επίδραση των µεταβλητών πριν και µετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Τα συµπεράσµατά τους στην πλειοψηφία τους- έρχονται σε αντίθεση µε την προϋπάρχουσα βιβλιογραφία καθώς δεν επιβεβαιώνεται η αρχική υπόθεση της επίδρασης των πολιτικών και θεσµικών παραγόντων στη δηµιουργία ελλειµµάτων. Με εξαίρεση τη µεταβλητή που αφορά τη διάρκεια ζωής µιας κυβέρνησης (συχνότητα αλλαγής) η οποία είναι στατιστικά σηµαντική, όλες οι άλλες µεταβλητές δεν επιδρούν στην αύξηση ή µείωση των ελλειµµάτων. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα συµπεράσµατα των συγγραφέων για την επίδραση των µεταβλητών πριν και µετά το Μάαστριχτ. Καταρχάς, φαίνεται πως οι θεσµικοί και πολιτικοί παράγοντες έχουν ισχυρότερη επίδραση πριν τη Συνθήκη παρά στην µετά-μάαστριχτ εποχή. Η µεταβλητή που γίνεται τώρα σηµαντική είναι η θέληση και η ικανότητα της κυβέρνησης, διότι χώρες που κληρονοµούν υψηλά ελλείµµατα έχουν ισχυρή θέληση να τα 8

µειώσουν. Εντούτοις, πρέπει να επισηµάνουµε πως η έρευνα των Freitag και Sciarini είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη και τα αποτελέσµατά της ίσως να µην είναι εύρωστα. Χρήζει λοιπόν περαιτέρω έρευνας η σχέση µεταξύ της δέσµευσης Μάαστριχτ και της δηµοσιονοµικής σταθεροποίησης. 1.2 ηµοσιονοµική σταθεροποίηση και διαρθρωτικές αλλαγές Η ευρωπαϊκή ατζέντα για την ανάπτυξη και την απασχόληση περιλαµβάνει τόσο τον πυλώνα του Μάαστριχτ για µακροοικονοµική σταθερότητα, όσο και τον πυλώνα της Λισαβόνας για µικροοικονοµική ή διαρθρωτική προσαρµογή. Το ερώτηµα που τίθεται είναι εάν οι δύο αυτές έννοιες είναι συµβατές και κατά πόσο επηρεάζουν τους αυτόµατους σταθεροποιητές. Στη βιβλιογραφία υπάρχουν δύο προσεγγίσεις : back against the wall και need for bribes. Σύµφωνα µε την πρώτη, ο συνδυασµός δηµοσιονοµικής εξυγίανσης και διαρθρωτικών αλλαγών, οδηγεί σε θετικά αποτελέσµατα. Αντίθετα, σύµφωνα µε τη need for bribes υπόθεση, η διπλή ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα παρεµποδίσει διαρθρωτικές αλλαγές, διότι ταυτόχρονη δηµοσιονοµική εξυγίανση και µεταρρυθµίσεις είναι πιθανό να αποδυναµώσουν την πολιτική στήριξη και να δηµιουργήσουν κίνητρα αντιπαραγωγικά για τις κυβερνήσεις. Οι Deborah Mabbett και Waltraud Schelkle (2007) χρησιµοποίησαν δεδοµένα για τις EU-14 για την περίοδο 1987-2002, µε σκοπό να εξετάσουν τις συνέπειες στη δηµοσιονοµική σταθεροποίηση όταν εφαρµοστούν ορισµένες από τις προτεινόµενες µεταρρυθµίσεις της Λισαβόνας. Συγκεκριµένα, η µελέτη των συγγραφέων υποδηλώνει ότι µεταρρυθµίσεις όπως η µείωση της µέσης φορολογικής επιβάρυνσης και των οριακών φορολογικών συντελεστών, είναι προβληµατικές από την 9

άποψη της δηµοσιονοµικής σταθεροποίησης. Και αυτό διότι αυτές οι µεταρρυθµίσεις θα µειώσουν το βάρος και την ανταπόκριση των φορολογικών συστηµάτων των κρατών-µελών σε πιθανές διαταραχές και διακυµάνσεις του οικονοµικού κύκλου. Μάλιστα, οι αρνητικές συνέπειες φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές για τα µέλη της ΟΝΕ, καθώς έχουν µικρά περιθώρια για διακριτική δηµοσιονοµική πολιτική. Όσον αφορά το µέγεθος των αυτόµατων σταθεροποιητών, οι Deborah Mabbett και Waltraud Schelkle (2007) καταλήγουν ότι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης είναι γενικά λιγότερο προοδευτικές από το φόρο εισοδήµατος. Και έτσι µεταρρυθµίσεις των δοµών των ασφαλιστικών εισφορών ή υποκατάσταση των φόρων για τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης ίσως βελτιώσουν τη λειτουργία των σταθεροποιητών. Γενικά οι συγγραφείς στο άρθρο τους υποστηρίζουν ότι δυσµενείς µακροοικονοµικές συνθήκες εµποδίζουν τις µεταρρυθµίσεις στον τοµέα της κοινωνικής πρόνοιας και επιπλέον τέτοιες µεταρρυθµίσεις θα αποδυναµώσουν την δηµοσιονοµική σταθεροποίηση. Εφιστούν την προσοχή λοιπόν των κυβερνήσεων στη συµβατότητα των µεταρρυθµίσεων του κράτους πρόνοιας και της µακροοικονοµικής πολιτικής. Κινούµενοι στο ίδιο πλαίσιο και δεχόµενοι ότι η δηµοσιονοµική σταθεροποίηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν λειτουργεί ικανοποιητικά, οι Sebastian Dullien και Daniela Schwarzer (2009) προτείνουν διορθωτικά µέτρα για τις χαµηλές επιδόσεις των αυτόµατων σταθεροποιητών. Κάνοντας τις δαπάνες της ΕΕ ευαίσθητες στην οικονοµική συγκυρία της εκάστοτε χώρας, εισάγοντας έναν κοινό ευρωπαϊκό συλλογικό φόρο και δηµιουργώντας ένα ευρωπαϊκό σύστηµα για την ανεργία µπορούµε να έχουµε θετικά αποτελέσµατα, σύµφωνα µε τους συγγραφείς. Οι προτεινόµενες λύσεις των Sebastian Dullien και Daniela Schwarzer 10

(2009) θα αυξήσουν την παραγωγικότητα, θα βελτιώσουν την λειτουργία της ζώνης του ευρώ και θα φέρουν την Ευρώπη πιο κοντά στον στόχο της, κάνοντάς την περισσότερο ανταγωνιστική. 1.3 ηµοσιονοµική προσαρµογή και κόστος εξυπηρέτησης του χρέους Είναι φυσικό πως όταν εξετάζουµε θέµατα που αφορούν τη δηµοσιονοµική εξυγίανση και προσαρµογή, µας ενδιαφέρει πρωτίστως να εξετάσουµε τον τρόπο µε τον οποίο θα γίνει αυτό. Στη συνέχεια όµως µας ενδιαφέρει να εξετάσουµε το µέγεθος της προσαρµογής, τη διάρκειά της, τη σύνθεσή της καθώς και τον αντίκτυπό της στα επιτόκια. Μέρος της βιβλιογραφίας εστιάζει στα µακροοικονοµικά αποτελέσµατα µιας δηµοσιονοµικής προσαρµογής και στους παράγοντες που συµβάλουν ώστε να έχει διάρκεια και να είναι βιώσιµη. Οι Giavazzi και Pagano (1990) µελετώντας τις περιπτώσεις της ανίας (1983-1986) και της Ιρλανδίας (1987-1989) βρήκαν άµεσα µη-κεϋνσιανά οικονοµικά αποτελέσµατα. Η εξήγηση που δίνουν οι παραπάνω συγγραφείς καθώς και οι Bertola και Drazen (1993) είναι ότι το αποτέλεσµα του πλούτου στην κατανάλωση από µια αξιόπιστη ανακοίνωση µείωσης δαπανών, αντισταθµίζει το Κεϋνσιανό αντίκτυπο της µείωσης των δηµοσίων δαπανών. Επιπλέον, σύµφωνα µε τους Sutherland (1997), Zaghini (2001), von Hagen et al (2002) και Ardagna (2004), µεγάλες προσαρµογές αλλάζουν τις προσδοκίες για τις µελλοντικές φορολογικές υποχρεώσεις και συνακόλουθα ενισχύουν τη συνολική ζήτηση άµεσα. Σε µια επέκταση της βιβλιογραφίας, οι Alesina και Perotti (1997), Alesina και Ardagna (1998) και Guichard et al. (2007) κατέληξαν σε σηµαντικά συµπεράσµατα. Συµπεράσµατα τα οποία επιβεβαιώνονται και στην µετέπειτα βιβλιογραφία. Οι παραπάνω συγγραφείς λοιπόν, έδειξαν 11

ότι µια δηµοσιονοµική σταθεροποίηση είναι πιο επιτυχής όταν στηρίζεται πρωτίστως στη µείωση των δαπανών παρά όταν στηρίζεται στην αύξηση της φορολογίας. Επιπλέον, έδειξαν ότι σηµαντικό ρόλο παίζει η σύνθεση της περικοπής δαπανών. Πιο συγκεκριµένα, µειώσεις του χρέους και του ελλείµµατος (σαν % του ΑΕΠ) είναι επιτυχείς όταν συνδέονται µε περικοπές σε κυβερνητικές µεταβιβάσεις (transfers), σε κυβερνητικούς µισθούς καθώς και µε µειώσεις στην κοινωνική πρόνοια. Αντίθετα, περικοπές δαπανών που στηρίζονται σε µειώσεις των δηµοσίων επενδύσεων τείνουν να µην οδηγούν σε επιτυχείς µειώσεις του ελλείµµατος. Ενώ η ανάλυση για το µέγεθος και τη σύνθεση µιας δηµοσιονοµικής προσαρµογής είναι αρκετά λεπτοµερής, η ανάλυση για την επίδρασή της στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, είναι λιγότερο λεπτοµερής και χωρίς σαφή συµπεράσµατα. Πρόσφατα, ο Ardagna (2009) εκτίµησε την σχέση των αγορών γύρω από επεισόδια δηµοσιονοµικής προσαρµογής και κατέληξε πως το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι ευαίσθητο σε ευδιάκριτες αλλαγές στη δηµοσιονοµική πειθαρχία. Με σκοπό να επεκτείνουν την έρευνα σχετικά µε τα αποτελέσµατα των στρατηγικών σταθεροποίησης στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, οι Christoph A. Schaltegger και Martin Weder (2010) χρησιµοποίησαν ετήσια δεδοµένα για 21 χώρες 1 του ΟΟΣΑ καλύπτοντας την περίοδο 1970 έως 2009. Επιπλέον, δίνουν µια εικόνα σχετικά µε το µέγεθος των προσαρµογών, τη διάρκειά τους, τη σύνθεσή τους καθώς και την επιτυχία 2 ή την αποτυχία τους. 1 Οι χώρες του δείγµατος είναι: Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Καναδάς, ανία, Φιλανδία, Γαλλία, Γερµανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Ιαπωνία, Λουξεµβούργο, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία, Ηνωµένο Βασίλειο και Ηνωµένες Πολιτείες 2 Μια δηµοσιονοµική προσαρµογή θεωρείται επιτυχηµένη, αν οι µεικτές οικονοµικές υποχρεώσεις σαν ποσοστό του ΑΕΠ, µειώνονται τουλάχιστον κατά 5 µονάδες µέσα στα 3 χρόνια που ακολουθούν την προσαρµογή. 12

Καταρχάς, από την περιγραφική στατιστική φαίνεται πως το µέγεθος των περισσοτέρων προσαρµογών είναι µικρό και διήρκησαν κατά µέσο όρο 1.5 χρόνο. Επιπλέον, χώρες που αρχικά αντιµετώπιζαν υψηλότερο χρέος, δαπάνες και υψηλότερα επιτόκια τείνουν να έχουν πιο επιτυχηµένες δηµοσιονοµικές προσαρµογές. Αξιοσηµείωτο επίσης, είναι το γεγονός πως τα επιτόκια µειώθηκαν κατά τη διάρκεια των επιτυχηµένων προσαρµογών, ενώ αυξήθηκαν στην περίπτωση των αποτυχηµένων προσαρµογών. Τα πιο ουσιώδη και σηµαντικά συµπεράσµατα των Christoph A. Schaltegger και Martin Weder είναι τα εξής: το µέγεθος και η σύνθεση των δηµοσιονοµικών προσαρµογών είναι οι κρίσιµοι παράγοντες. Μεγάλες προσαρµογές και εκείνες που στηρίζονται στην περικοπή των δαπανών οδηγούν σε ουσιαστική µείωση των επιτοκίων. Αντίθετα, προσαρµογές που βασίζονται πρωτίστως στην αύξηση των φόρων ακόµα και αν οδηγήσουν σε µείωση ελλείµµατος και χρέους- δεν επιδρούν στα επιτόκια. Συµπεραίνουµε λοιπόν, πως οι αγορές χρειάζονται αυστηρά και αποφασιστικά µέτρα. Και οι περικοπές των δαπανών είναι το καλύτερο σηµάδι πως η υπόσχεση µιας κυβέρνησης να µειώσει τα ελλείµµατα είναι αξιόπιστη. 1.4 ηµοσιονοµική πολιτική και οικονοµική δραστηριότητα 1.4.1 Κεϋνσιανό µοντέλο Η επίδραση της δηµοσιονοµικής πολιτικής στη συνολική ζήτηση και στην οικονοµική δραστηριότητα αποτελεί θέµα συζήτησης εδώ και πολλές δεκαετίες. 13

Στο πιο απλό στατικό µοντέλο µε σταθερές τιµές, µια εξωγενής αύξηση των δηµοσίων δαπανών θα επιφέρει τα κλασσικά κεϋνσιανά αποτελέσµατα στη ζήτηση. Σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, η κεϋνσιανή επίδραση υπερισχύει και µια συσταλτική δηµοσιονοµική πολιτική έχει περιορισµένα αποτελέσµατα στην ιδιωτική κατανάλωση και την οικονοµική δραστηριότητα. Ο παράγοντας κλειδί ώστε µια δηµοσιονοµική επέκταση να έχει θετικό πολλαπλασιαστή δηλαδή θετική επίδραση στη συνολική ζήτηση και το προϊόν είναι η στασιµότητα στην παραγωγική διαδικασία. Εντούτοις, µια σειρά παραγόντων µπορεί να επηρεάσει το µέγεθος των πολλαπλασιαστών. Παραγωγική δραστηριότητα κοντά στην πλήρη χρήση, αύξηση των επιτοκίων, και ανατιµήσεις της συναλλαγµατικής ισοτιµίας επηρεάζουν τους πολλαπλασιαστές. Τότε, τα επεκτατικά αποτελέσµατα µιας συσταλτικής δηµοσιονοµικής πολιτικής θα είναι περιορισµένα και οι πολλαπλασιαστές θα παραµείνουν θετικοί αλλά µε µικρό µέγεθος. Αυτή η περίπτωση ονοµάζεται ασθενές κεϋνσιανό αποτέλεσµα ( weak Keynesian ). 1.4.2 Ρικαρδιανή ισορροπία Η συζήτηση για τα πιθανά µη-κεϋνσιανά αποτελέσµατα µιας συσταλτικής δηµοσιονοµικής πολιτικής ξεκίνησε µε αφορµή το άρθρο του Barro (1974), το οποίο εισήγαγε τον όρο Ρικαρδιανή ισορροπία (Ricardian Equivalence). Σύµφωνα µε τον ορισµό, µια µείωση των φόρων που χρηµατοδοτείται από την έκδοση δηµόσιου χρέους, δεν κατορθώνει να διεγείρει την κατανάλωση, διότι οι καταναλωτές περιµένουν µελλοντική αύξηση φόρων ώστε να αποπληρώσουν το χρέος. Ο σηµαντικός παράγοντας εδώ, είναι ότι η οικονοµία επηρεάζεται µόνο από την ποσότητα των κυβερνητικών δαπανών και όχι αν οι 14

δαπάνες χρηµατοδοτούνται από φόρους ή χρέος. Η Ρικαρδιανή ισορροπία µπορεί να εξηγηθεί από την προληπτική συµπεριφορά που υιοθετούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Συνακόλουθα, οι πολλαπλασιαστές σ αυτήν την περίπτωση θα είναι πολύ µικροί ή ακόµα και µηδενικοί. Πρέπει όµως να επισηµάνουµε πως για να επιτευχθεί η Ρικαρδιανή ισορροπία, µια σειρά παραγόντων θα πρέπει να ισχύουν. Τέλειες αγορές κεφαλαίου, απουσία περιορισµών ρευστότητας, και ορθολογικοί καταναλωτές είναι οι κρίσιµοι παράγοντες. Χαλάρωση ορισµένων συνθηκών myopic agents, liquidity constrained consumers είναι πιθανό να οδηγήσουν σε θετικό πολλαπλασιαστή. 1.4.3 Ορθολογικές προσδοκίες Μόνιµες αλλαγές στη δηµοσιονοµική πολιτική ωθούν τους καταναλωτές να διαµορφώσουν τις προσδοκίες τους σχετικά µε το µόνιµο εισόδηµά τους. Αντίθετα, παροδικές αλλαγές στη δηµοσιονοµική πολιτική δεν επηρεάζουν τις προσδοκίες των καταναλωτών. Πιο συγκεκριµένα, αν οι καταναλωτές περιµένουν ότι µια αύξηση στα επιτόκια ή µια ανατίµηση στη συναλλαγµατική ισοτιµία που ακολουθεί τη δηµοσιονοµική επέκταση θα συνεχιστεί ή θα γίνει µεγαλύτερη, τα crowding-out αποτελέσµατα θα συνεχίσουν να αυξάνονται και οι πολλαπλασιαστές θα γίνουν αρνητικοί ( Krugman and Obstfeld, 1997). Μεγάλο µέρος της βιβλιογραφίας έχει προσπαθήσει να βρει αποδείξεις για τα επεκτατικά αποτελέσµατα της δηµοσιονοµικής εξυγίανσης. Η πρώτη προσέγγιση υπολογίζει τους δηµοσιονοµικούς πολλαπλασιαστές µέσω µακροοικονοµικών µοντέλων. Οι Bartolini, 15

Razin και Symansky (1995) αξιολόγησαν τα µακροοικονοµικά αποτελέσµατα της δηµοσιονοµικής εξυγίανσης που έλαβε χώρα τη δεκαετία 1990 στις G7 χώρες. Τα βασικά συµπεράσµατα των συγγραφέων είναι πως η δηµοσιονοµική εξυγίανση οδηγεί αρχικά σε απώλειες προϊόντος και στη συνέχεια ακολουθεί ανάκαµψη. Ενώ µια πιο πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Commission, 2003) κατέληξε σε µη-κεϋνσιανά αποτελέσµατα της δηµοσιονοµικής προσαρµογής. Κατέληξε δηλαδή πως οι δηµοσιονοµικές προσαρµογές στο σύνολό τους, έχουν αρνητικό αν και µικρό αντίκτυπο στην οικονοµική δραστηριότητα. Η εναλλακτική προσέγγιση βασίζεται σε συγκεκριµένα επεισόδια της δηµοσιονοµικής πολιτικής. Εδώ, πρέπει να αναφέρουµε πως αυτού του είδους οι έρευνες χρησιµοποιούν διαφορετικές µεθόδους και καταλήγουν σε διαφορετικά συµπεράσµατα. Για παράδειγµα δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισµός για την έννοια της µεγάλης ή της επιτυχηµένης δηµοσιονοµικής προσαρµογής. Οι Giavazzi και Pagano (1995) εξέτασαν αν το µέγεθος και η εµµονή (persistency) µιας δηµοσιονοµικής εξυγίανσης είναι σχετικά µε τον προσδιορισµό της συνάρτησης κατανάλωσης. Αναλύοντας δεδοµένα για 19 χώρες του ΟΟΣΑ, βρήκαν ότι µη- Κεϋνσιανές αντιδράσεις της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι πιο πιθανές όταν οι αλλαγές στη δηµοσιονοµική πολιτική είναι µεγάλες και ανθεκτικές. Στο ίδιο αποτέλεσµα κατέληξαν και οι Giavazzi, Jappelli και Pagano (1999) εξετάζοντας τη συνάφεια του αρχικού επιπέδου χρέους και τη σύνθεση της δηµοσιονοµικής προσαρµογής, µε πιθανές µακροοικονοµικές επιπτώσεις της δηµοσιονοµικής εξυγίανσης. Συνεχίζοντας την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, βρίσκουµε σηµαντικό αριθµό ερευνών οι οποίες καταλήγουν σε µη-κεϋνσιανά 16

αποτελέσµατα όταν εξετάζουν επεισόδια των δηµοσιονοµικών αλλαγών. Ο Perotti (1999) εξετάζοντας ένα δείγµα 19 χωρών του ΟΟΣΑ (1966-1994), βρήκε ότι µια αύξηση κατά 1% των κυβερνητικών δαπανών για αγαθά και υπηρεσίες οδηγεί σε µια αύξηση 0.7% της ιδιωτικής κατανάλωσης σε περιόδους χαµηλού χρέους ενώ οδηγεί σε µείωση 0.4 ποσοστιαίων µονάδων του ΑΕΠ σε περιόδους υψηλού χρέους. Οι Mcdermott και Wescott (1996) καθώς και οι Alesina και Perotti (1995 a and b and 1996) διερεύνησαν κατά πόσο η σύνθεση µιας δηµοσιονοµικής σταθεροποίησης είναι σχετική µε την επιτυχία 3 της. Και οι δύο έρευνες κατέληξαν ότι η σύνθεση της δηµοσιονοµικής εξυγίανσης παίζει πρωταρχικό ρόλο. Προσαρµογές που στηρίζονται στις περικοπές δαπανών είναι κατά κανόνα περισσότερο επιτυχείς από προσαρµογές που στηρίζονται σε αυξήσεις της φορολογίας. Τελικά, οι περισσότερες µελέτες συµφωνούν στη σηµασία της σύνθεσης µιας δηµοσιονοµικής προσαρµογής. Όµως εµπειρικά, δεν τεκµηριώνεται µε ακρίβεια αν τα επεκτατικά αποτελέσµατα µιας πολιτικής οδηγούνται από τις προσδοκίες σχετικά µε το µελλοντικό διαθέσιµο εισόδηµα ή οδηγούνται από τα αποτελέσµατα στην πλευρά της ζήτησης. 1.5 Νοµισµατική ενοποίηση και δηµόσιο χρέος Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία λίγη προσοχή έχει δοθεί στην εισαγωγή µιας ενιαίας νοµισµατικής ένωσης (ΟΝΕ) και τις επιπτώσεις της στο δηµόσιο χρέος των χωρών-µελών. Πολλοί οικονοµολόγοι ίσως 3 Ο ορισµός της επιτυχηµένης προσαρµογής είναι διαφορετικός στις δύο έρευνες. Οι McDermott and Wescott ορίζουν την επιτυχηµένη προσαρµογή όταν παρατηρείται βελτίωση του δηµοσιονοµικού ισοζυγίου κατά 1.5 ποσοστιαίες µονάδες του ΑΕΠ για περισσότερο από δύο χρόνια, χωρίς να υπάρχει µείωση σε κανένα από τα δύο έτη. Ενώ κατά τους Alesina και Perotti σηµαντικό επεισόδιο της δηµοσιονοµικής εξυγίανσης ορίζεται η σύσφιξη της δηµοσιονοµικής πολιτικής κατά 1.5% του ΑΕΠ µέσα σε έναν χρόνο. 17

συµφωνούν ότι η αύξηση του χρέους σε µια µεµονωµένη χώρα-µέλος οδηγεί σε αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, µόνο στην υπό εξέταση χώρα µε τη µορφή υψηλότερου ασφάλιστρου κινδύνου στην επιστροφή του χρέους. Η πραγµατικότητα όµως φαίνεται να διαψεύδει την άποψη αυτή. Οι Roel M.W.J. Beetsma και Koen Vermeylen (2007) εισάγοντας ένα απλό θεωρητικό υπόδειγµα κατέληξαν σε τέσσερα βασικά συµπεράσµατα: 1.Στην ισορροπία, η αβεβαιότητα σχετικά µε το ρυθµό πληθωρισµού δεν επηρεάζει την αναµενόµενη πραγµατική απόδοση του χρέους. Συνεπώς, αν ο πληθωρισµός γίνεται περισσότερο ή λιγότερο προβλέψιµος όταν οι χώρες σχηµατίζουν νοµισµατική ένωση, δεν επηρεάζει τις πραγµατικές αναµενόµενες αποδόσεις. 2.α).Η µέση αναµενόµενη απόδοση στο δηµόσιο χρέος µιας δυνητικά χώρας-µέλους, αυξάνεται σαν απόρεια της νοµισµατικής ενοποίησης. β). εδοµένου ότι οι χώρες δηµιουργούν νοµισµατική ένωση, η µέση αναµενόµενη πραγµατική απόδοση στο δηµόσιο χρέος τους αυξάνεται µε το µέγεθος της Ένωσης. 3. α).αν η κυβέρνηση µιας χώρας i πριν την νοµισµατική ενοποίηση είναι σχετικά µυωπική συγκριτικά µε τις κυβερνήσεις των άλλων χωρών, τότε το σχετικό επίπεδο του δηµόσιου χρέους της χώρας i θα αυξηθεί µετά την ενοποίηση. β).για χώρες που βρίσκονται ήδη σε νοµισµατική ένωση, το σχετικό επίπεδο δηµόσιου χρέους τους αυξάνεται µε το µέγεθος της Ένωσης u N εάν ο βαθµός µυωπίας της χώρας i είναι µεγαλύτερος από τον βαθµό u µυωπίας στο σύνολο της ένωσης. ( β β i f ) 4. Αν η κεντρική τράπεζα µιας χώρας, πριν την ενοποίηση, είναι αρκετά ανεξάρτητη σε σχέση µε τις κεντρικές τράπεζες των υπολοίπων µελών, 18

τότε το σχετικό επίπεδο δηµοσίου χρέους της συγκεκριµένης χώρας αυξάνεται µετά τη νοµισµατική ενοποίηση. Εντούτοις, είναι σηµαντικό να αναφέρουµε πως οι Roel M.W.J. Beetsma και Koen Vermeylen (2007) δεν παρέχουν εµπειρική υποστήριξη στις παραπάνω προβλέψεις τους µε δεδοµένα από την χώρες του Ευρώ, καθώς υπάρχουν εµπόδια. Οι θεωρητικές προβλέψεις των συγγραφέων αναφέρονται σε µακροχρόνιες σχέσεις, ενώ το ευρώ υπάρχει σχετικά λίγα χρόνια. Έτσι, η εξέλιξη του δηµόσιου χρέους, των επιτοκίων και του πληθωρισµού κυριαρχείται από βραχυχρόνιες κυκλικές διακυµάνσεις στο ΑΕΠ. Επιπλέον στην περίπτωση της ΟΝΕ, υπάρχουν πολλές πτυχές που πρέπει να ληφθούν υπόψη ώστε να ερµηνεύσουµε σωστά τα δεδοµένα. Για παράδειγµα οι περιορισµοί στη δηµοσιονοµική πολιτική των χωρών- µελών που επιβάλλει το Σύµφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ίσως έχουν σηµασία. Ολοκληρώνοντας την έρευνά τους, οι παραπάνω συγγραφείς εξετάζουν την εισαγωγή ενός συστήµατος µεταφοράς που τιµωρεί τις αυξήσεις του εθνικού χρέους πέρα από το µέσο επίπεδο χρέους στην Ένωση. Και ενώ ένα τέτοιο σύστηµα µπορεί όντως να µειώσει τη µέση αναµενόµενη πραγµατική απόδοση του χρέους στα επίπεδά της πριν την ενοποίηση, παράλληλα αυξάνει τη διασπορά στα σχετικά επίπεδα του χρέους. 1.6 Υστέρηση Ηπειρωτικής Ευρώπης σε απασχόληση-ανάπτυξηδηµοσιονοµική πολιτική Είναι γεγονός πως η Ευρώπη στο σύνολό της παρουσιάζει διαφορετική επίδοση, σε κύριες οικονοµικές µεταβλητές, από τις ΗΠΑ. Οι κυριότερες διαφορές εντοπίζονται στα χαµηλότερα ποσοστά 19

απασχόλησης και στο χαµηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ευρώπης. Εντούτοις, διαφορές στην οικονοµική επίδοση, εντοπίζονται και µεταξύ των διαφόρων χωρών τις Ευρώπης. Η υπάρχουσα βιβλιογραφία χρησιµοποιώντας κυρίως µοντέλα ενδογενούς µεγέθυνσης προσπαθεί να εντοπίσει τις δηµοσιονοµικές µεταβλητές οι οποίες επηρεάζουν την επίδοση της αγοράς εργασίας και τη µακροχρόνια ανάπτυξη. Οι περισσότερες µελέτες ( Burda,1988, Nickell, 1997, Elmeskov et al. 1998, Blanchard and Wolfers, 2000, Wyplosz, 2001, OECD, 2002, European Commission, 2004, Allard and Lindert, 2004) συµφωνούν ότι το σύστηµα επιδοµάτων ανεργίας συµβάλλει στη χαµηλότερη απασχόληση και την αύξηση της ανεργίας. Τόσο τα επιδόµατα ανεργίας όσο και ο χρόνος διάρκειας των επιδοµάτων φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σηµασία. Λιγότερο ξεκάθαρες είναι οι έρευνες για την επίδραση των φόρων. Ενώ οι περισσότεροι ερευνητές συµφωνούν για τα αρνητικά αποτελέσµατα των φόρων στην απασχόληση, κάποιοι ερευνητές βρίσκουν ασθενή αποτελέσµατα ενώ άλλοι ( Daveri and Tabellini, 2000, Prescott, 2003, Cardia et al. 2003) ισχυρά αρνητικά αποτελέσµατα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα των Daveri και Tabellini η οποία συνδέει την επίδραση της φορολογίας µε την διαπραγµατευτική δύναµη των σωµατείων. Η κύρια ιδέα είναι ότι αγορές µε πολύ ισχυρά συνδικάτα ή αγορές µε απουσία συνδικάτων, δεν επηρεάζονται από τις αυξοµειώσεις των φόρων, διότι σ αυτές τις αγορές µία αύξηση της φορολογίας δεν µεταφράζεται σε αύξηση εργατικού κόστους. Με αυτήν την άποψη φαίνεται να αιτιολογείται η αρνητική επίδραση των φόρων στην απασχόληση που παρατηρείται στην Ηπειρωτική Ευρώπη (Βέλγιο, Γαλλία, Γερµανία, Ολλανδία, Ιταλία), καθώς οι χώρες αυτές δεν 20

χαρακτηρίζονται από απουσία σωµατείων αλλά ούτε σαν χώρες µε πολύ ισχυρά σωµατεία. Η βιβλιογραφία που µελετά την επίδραση της δηµοσιονοµικής πολιτικής στην ανάπτυξη, χρησιµοποιεί µοντέλα ενδογενούς µεγέθυνσης. Σύµφωνα µε τους King και Rebelo (1990) και Rebelo (1991), η υψηλότερη φορολόγηση εισοδήµατος µειώνει την ανάπτυξη, όταν η προσφορά εργασίας θεωρείται ενδογενής. Καθοριστικής σηµασίας για την ανάπτυξη, θεωρείται η διανοµή που γίνεται από τα έσοδα της φορολογίας. Οι φόροι µπορούν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη όταν διανέµονται σε παραγωγικές δαπάνες. Οι Tine Dhont και Freddy Heylen (2004) προσπάθησαν να ερµηνεύσουν τις διαφορές που παρατηρούνται σε επίπεδο απασχόλησης, φορολογίας και ανάπτυξης ανάµεσα στις χώρες τις Ευρώπης. Χώρισαν την Ευρώπη σε Ηπειρωτική Ευρώπη (Βέλγιο, Γαλλία, Γερµανία, Ολλανδία, Ιταλία) και Σκανδιναβία (Φιλανδία, ανία, Νορβηγία, Σουηδία). Χρησιµοποίησαν ένα µοντέλο ενδογενούς ανάπτυξης, υπέθεσαν τέλειο ανταγωνισµό και σηµαντική διαπραγµατευτική δύναµη των σωµατείων. Θεώρησαν επίσης δύο είδη κυβερνητικών δαπανών: παραγωγικές δαπάνες και δαπάνες που σχετίζονται µε τις παροχές σε ανέργους. Οι συγγραφείς βρήκαν πως distortionary φόροι µπορούν να αυξήσουν την µακροχρόνια ανάπτυξη και την απασχόληση όταν οι φόροι δεν είναι πολύ υψηλοί και όταν χρησιµοποιούνται για την χρηµατοδότηση παραγωγικών δαπανών. Αντίθετα, όταν οι φόροι χρησιµοποιούνται για παροχές που σχετίζονται µε την ανεργία, υπονοµεύουν την απασχόληση και την ανάπτυξη. Επιπλέον, βρήκαν ισχυρή αρνητική σχέση µεταξύ του ποσοστού αναπλήρωσης του µισθού του ανέργου (transfer replacement rate), την απασχόληση και την ανάπτυξη. Όσο πιο υψηλό είναι το ποσοστό αναπλήρωσης, τόσο πιο 21