ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Talcott Parsons

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Το περιβάλλον ως σύστηµα

Επιδιώξεις της παιδαγωγικής διαδικασίας. Σκοποί

Η έννοια της κοινωνικής αλλαγής στη θεωρία του Tajfel. Ο Tajfel θεωρούσε ότι η κοινωνική ταυτότητα είναι αιτιακός παράγοντας κοινωνικής αλλαγής.

Αυτή ακριβώς η μεταλλαγή είναι το θέμα του παρόντος βιβλίου. Προκειμένου να την προσδιορίσουμε μέσα σε όλο αυτό το ομιχλώδες τοπίο της

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας

ΣΑ88 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Νεοελληνικός Πολιτισμός

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 2. Έρευνα και θεωρία 2-1

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Νεοελληνικός Πολιτισμός

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Ο Ρόλος του Κριτικού Στοχασμού στη Μάθηση και Εκπαίδευση Ενηλίκων

Η συστημική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία

Διαχείριση Ανθρώπινου Δυναμικού ή Διοίκηση Προσωπικού. Οργανωσιακή Κουλτούρα

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Εισαγωγή στο ίκαιο των Πληροφοριακών Συστημάτων, των Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και του ιαδικτύου Α.Μ Χριστίνα Θεοδωρίδου 2

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση, Δια βίου Μάθηση: Θεωρία και Πράξη

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Σκοποί της παιδαγωγικής διαδικασίας

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ (ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ) Ημερομηνία: Δευτέρα 10 Απριλίου 2017 Διάρκεια Εξέτασης: 3 ώρες. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ρατσισμός]

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΩΝ (E.F.P.P.A.)

Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Η πολιτιστική κληρονομιά ως κοινωνικό κατασκεύασμα. Ιωάννα Καταπίδη, PhD, MSc Research Fellow, Birmingham University

Περιεχόμενο της έννοιας «πολιτισμός» Γνωρίσματα Λειτουργικός ορισμός Πολιτισμικός σχετικισμός

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ

ΣΧΕΔΙΟ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΜΙΚΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ Ιωάννης Μπέμπης. Θέμα Μικροδιδασκαλίας: «Κυκλαδικός πολιτισμός»

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ. 1.Στόχοι της εργασίας. 2. Λέξεις-κλειδιά ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ42

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΓΡΑΦΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ. Σπύρος Τσιπίδης. Περίληψη διατριβής

1. Γένεση, καταβολές καιεξέλιξητηςπε

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Η ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ. Γεράσιμος Παπαναστασάτος, Ph.D. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2016

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Κείμενο 1 Εφηβεία (4590)

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση

Πολιτισμός και ψυχοπαθολογία

108 Ιστορίας και Εθνολογίας Θράκης (Κομοτηνή)

Από το σχολικό εγχειρίδιο: Αρχές οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων και υπηρεσιών, Γ Γενικού Λυκείου, 2012

Αγροτική Κοινωνιολογία

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

ΕΙΔΗ ΕΡΕΥΝΑΣ I: ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ & ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ

Αρχαία ελληνική τέχνη: τι είναι και σε τι χρησιμεύει;

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, Καθηγήτρια

Αξιολόγηση του διδακτικού έργου και του μαθητή: πρακτική προσέγγιση από την μεριά του επαγγελματία εκπαιδευτικού

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. 1 η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Ι. Δημόπουλος Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ΤΕΙ Πελοποννήσου

ΚΕ 800 Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης (κοινωνικοποίηση διαπολιτισμικότητα)

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

3. Κριτική προσέγγιση

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Ηγεσία και Διοικηση. Αποτελεσματική Ηγεσία στο Χώρο της Εργασίας

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

- ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ. Περίληψη διατριβής

Διδακτική της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης Εσωτερικοποίηση του πολιτιστικού υποσυστήματος και εκπαίδευση: Emile Durkheim

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

Σημειώσεις Κοινωνιολογίας Κεφάλαιο 1 1

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 21

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

Κοινωνικός µετασχηµατισµός:...

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ-ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑ : Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ Κύρια εργασία Ά Κύκλου Μεταπτυχιακών Σπουδών Προϊστορικής Αρχαιολογίας ΖΑΦΕΙΡΙΑΔΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ-ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑ : Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ Κύρια εργασία Ά Κύκλου Μεταπτυχιακών Σπουδών Προϊστορικής Αρχαιολογίας ΖΑΦΕΙΡΙΑΔΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ : ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΤΣΑΚΗΣ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Ημερομηνία έγκρισης : 27 Μαρτίου 2009 Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται το Τμήμα τις γνώμες του συγγραφέα. 2

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ-ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑ : Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ 3

Περιεχόμενα o Κεφάλαιο Πρώτο : Χώρος και κοινωνική αλλαγή : Προσεγγίσεις στα πλαίσια της Προϊστορικής Αρχαιολογικής θεωρίας....σελ.5-15 o Κεφάλαιο Δεύτερο : Από τη Νεολιθική στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού : Χρονολόγηση και ζητήματα ορολογίας....σελ.16-26 o Κεφάλαιο Τρίτο : Η μετάβαση από την Τελική Νεολιθική στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στη Θεσσαλία, Κεντρική και Δυτική Μακεδονία : Η οργάνωση του χώρου.....σελ.27-53 o Κεφάλαιο Τέταρτο : Αναγνώσεις του χώρου : Ο χώρος ως διαμεσολαβημένο προϊόν...σελ.54-72 o Κεφάλαιο Πέμπτο : Ταφικές πρακτικές : Χώρος, ιδεολογία και κοινωνία σελ.73-80 o Κεφάλαιο Έκτο : Απόψεις Δεδομένα : Μεταβολές στην οργάνωση του χώρου και πολιτισμική αλλαγή.....σελ.81-112 o Συντομογραφίες..σελ.113 o Βιβλιογραφία σελ. 114-124 o Πίνακες θέσεων Θεσσαλίας, Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας..σελ. 125-144 o Πίνακες ραδιοχρονολογήσεων και σχετικών χρονολογήσεων.σελ. 145-152 o Εικόνες σελ. 153-166 o Περίληψη..σελ. 167-169 o Ευχαριστίες.σελ. 170 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Χώρος και κοινωνική αλλαγή : Προσεγγίσεις στα πλαίσια της Προϊστορικής αρχαιολογικής θεωρίας Η προϊστορική αρχαιολογική έρευνα αναπτυσσόμενη κάθε φορά εντός των ορίων συγκεκριμένων κοινωνιών και κοινωνικών συνθηκών, σε ορισμένο χρόνο και χώρο, όπως και κάθε άλλη επιστήμη, μπορεί να θεωρηθεί παιδί της εποχής της. Η διάδραση της με άλλους επιστημονικούς κλάδους, καθώς και οι επιδράσεις που ασκούν κατά καιρούς τα διάφορα φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά ρεύματα σε αυτήν, δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την αρχαιολογική σκέψη και την εφαρμογή της στο πεδίο. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια προκύπτουν διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις, τόσο σε γενικό, όσο και σε ειδικό-ατομικό επίπεδο, δηλαδή πολυάριθμοι τρόποι απόκτησης γνώσης και ερμηνείας του παρελθόντος. Βέβαια, δεν υπήρξαν λίγες οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες οι προεξέχοντες ερμηνευτικών κινημάτων διακύρηξαν την αποστασιοποίησή τους από τη θεωρία επιζητώντας μια αδιαμεσολάβητη και αντικειμενική προσέγγιση των αρχαιολογικών δεδομένων. Δυστυχώς, δεν είναι δυνατόν να προκύψει μια αθώα πρωτογενής εμπειρία στην ερμηνεία, καθώς ο εκάστοτε ερευνητής φέρει ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο, ένα θεωρητικό πρότυπο, το οποίο διαπερνά, συνειδητά ή ασυνείδητα, τον τρόπο που αντιλαμβάνεται και κατανοεί οποιοδήποτε φαινόμενο. Άλλωστε, η δήλωση της απόρριψης της θεωρίας, αποτελεί η ίδια αυθύπαρκτο θεωρητικό αξίωμα. Εάν λοιπόν θεωρήσουμε ως σημείο-κλειδί για τη γέννηση της προϊστορικής αρχαιολογίας τις αρχές του 19ου αιώνα ( Trigger 2005 : 76 ), οπότε οι εξελίξεις στον τομέα των μεθόδων χρονολόγησης καθιστούν δυνατή την μελέτη της προϊστορίας και τη διακρίνουν πλέον από την αρχαιοδιφία, παρατηρούμε πως από εκείνη τη χρονική περίοδο έως τις ημέρες μας εμφανίζονται περιοδικά ποικίλοι τρόποι αντιμετώπισης των αρχαιολογικών δεδομένων και διατυπώνονται διαφορετικού χαρακτήρα και προέλευσης απόπειρες ερμηνείας τους. Καθώς εναλλάσσονται διαχρονικά οι κυρίαρχες τάσεις1, μεταβάλλεται και ο τρόπος που προσεγγίζεται το φαινόμενο της κοινωνικής αλλαγής, αλλά και ο ρόλος που αποδίδεται κάθε φορά στο χώρο σε σχέση με την ερμηνεία των δεδομένων του παρελθόντος. Όπως προαναφέρθηκε, το γεγονός που χειραφέτησε την προϊστορική έρευνα από την αρχαιοδιφία και την ώθησε πέρα από τη διατύπωση εικασιών και διαισθήσεων, υπήρξε η πρώτη απόπειρα καταρτισμού ενός συστήματος χρονολόγησης των προϊστορικών περιόδων που βασιζόταν σε επιστημονικά κριτήρια, εκπορευόμενα από 1 Στην προκειμένη περίπτωση δεν θα επιχειρηθεί μια σε βάθος προσέγγιση των τάσεων στην Προϊστορική αρχαιολογία. Στόχος της συζήτησης είναι η παράλληλη περιγραφή των κυριότερων θεωρητικών προσεγγίσεων και του τρόπου με τον οποίο ερμηνεύεται κάθε φορά η κοινωνική αλλαγή και ο ρόλος του χώρου σε αυτή. Επιπλέον, θα γίνει μια απόπειρα ανίχνευσης του πιθανού αντίκτυπου που θα μπορούσαν να έχουν οι παραπάνω εξελίξεις στην αρχαιολογική σκέψη στον Ελλαδικό χώρο. 5

τα ίδια τα αρχαιολογικά δεδομένα. Συγκεκριμένα, το 1836 ο Δανός ερευνητής Christian Thomsen έχοντας να μελετήσει τα αντικείμενα της συλλογής του Εθνικού Μουσείου της Κοπεγχάγης, σαφώς επηρεασμένος από τις εξελικτικές αντιλήψεις του Διαφωτισμού ( Trigger 2005 : 77 ), επινόησε για την ταξινόμησή τους το Σύστημα των Τριών Εποχών. Βασιζόμενος σε τυπολογικά χαρακτηριστικά και στο περιβάλλον εύρεσης των αντικειμένων, διατύπωσε την άποψη πως θα μπορούσαν να διακριθούν στην Εποχή του Λίθου, στην Εποχή του Χαλκού και στην Εποχή του Σιδήρου. Η αποδοχή της σχηματικής ταξινόμησης του Thomsen υπήρξε ευρεία, ενώ χρησιμοποιείται, ως συμβατικό μέσο συνεννόησης, ακόμη και σήμερα. Σε πολύ πρώιμο στάδιο επήλθε σε αυτή μια μικρή μετατροπή, η διάκριση της Εποχής του Λίθου στην Παλαιολιθική και τη Νεολιθική Εποχή. Η εξελικτική λογική του συγκεκριμένου μοντέλου, που συνδεόταν άρρηκτα με την ιδεολογία της ανερχόμενης εμπορικής μεσαίας τάξης και εξυπηρετούσε τους ιμπεριαλιστικούς σκοπούς των Ευρωπαϊκών κρατών, χαρακτήρισε το σύνολο της αρχαιολογικής έρευνας και ερμηνείας σχεδόν έως το τέλος του 19ου αιώνα. Στα πλαίσια της προσέγγισης αυτής της περιόδου, η κοινωνική αλλαγή, όταν προκύπτει, οφείλεται σε βιολογικούς παράγοντες. Ειδικότερα, θεωρήθηκε πως ορισμένες ομάδες είναι βιολογικά προκαθορισμένες να προοδεύουν, ενώ άλλες να παραμένουν στάσιμες2. Όταν σε κοινωνίες, που θεωρούνται στάσιμες, προκύπτουν ορισμένες μεταβολές, αυτές αποδίδονται στην μετανάστευση και όχι στην εσωτερική τους δυναμική ( Trigger 2005 : 151 ). Οι ερευνητές της περιόδου δεν επέδειξαν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το χώρο, όπου αναπτύσσονται οι προϊστορικές ομάδες που μελετούν και για τον τρόπο που χρησιμοποιείται από αυτές. Τους απασχόλησε αποκλειστικά ως το περιβάλλον εύρεσης των αρχαιολογικών δεδομένων. Στα τέλη του αιώνα αυτού, η άνοδος της ιδεολογίας του εθνικισμού, αποτέλεσμα του οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών, υποδαυλίζει την επιρροή του πολιτισμικού εξελικτισμού στην αρχαιολογία, η οποία μέσα στο κλίμα των διεθνών εντάσεων χειραγωγείται από τις εκάστοτε εξουσίες προς ενίσχυση των εθνικών ταυτοτήτων ( Trigger 2005 : 151 ). Καθώς η αρχαιολογική έρευνα και ερμηνεία χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση εθνικών σκοπών, προκύπτει μια εντονότερη στροφή στην ενασχόληση με το χώρο, ως το υπόβαθρο που εμπεριέχει τους διάφορους τύπους τεχνουργημάτων, τα οποία οι αρχαιολόγοι της εποχής συνδέουν τόσο με ομάδες της προϊστορίας και αρχαιολογικούς πολιτισμούς, όσο και με ιστορικά έθνη-εθνογραφικούς πολιτισμούς που κατοικούν στις ίδιες γεωγραφικές περιοχές. Η θεωρία της διάχυσης και της μετανάστευσης αποτελεί τη συγκεκριμένη περίοδο το κυρίαρχο ρεύμα σε ότι αφορά την εξήγηση της πολιτισμικής αλλαγής. Ειδικότερα, η πλειονότητα των ερευνητών θεωρεί ότι οι κοινωνικές αλλαγές προκύπτουν ως αποτέλεσμα της τυχαίας λειτουργίας της διάχυσης ιδεών ή της πληθυσμιακής μετανάστευσης από ένα κέντρο προς περιφερειακές περιοχές. Μάλιστα, ορισμένοι ερευνητές, όπως ο Montelius, υποστήριξαν πως το κέντρο από το οποίο διαχύθηκε η κοινωνική αλλαγή στον ευρωπαϊκό προϊστορικό πολιτισμό υπήρξε η Ανατολή. Μέσα στο κλίμα αυτού του θεωρητικού προσανατολισμού ανέπτυξε τη δράση του και ο G.Childe, η εμβληματική μορφή της προϊστορικής αρχαιολογίας της εποχής του, με έντονη και διαχρονική επίδραση στην αρχαιολογική σκέψη, ψήγματα της οποίας επιζούν έως και στην εποχή μας. 2 Στην προκειμένη περίπτωση, οι ομάδες που προοδεύουν είναι αυτές των Ευρωπαίων αποίκων, ενώ στάσιμες θεωρούνται οι φυλές των ιθαγενών της Αμερικής και της Αυστραλίας. Η συγκεκριμένη ιδεολογία χρησιμοποιήθηκε για την εξυπηρέτηση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων των πρώτων. 6

Ο Childe τονίζει τον ιδιαίτερο ρόλο της διάχυσης, του εξωτερικού ερεθίσματος, στην κοινωνική προσαρμογή, την οποία ταυτίζει με την έννοια της κοινωνικής εξέλιξης, ενώ θεωρεί πως φορέας της πολιτισμικής μεταβολής, που εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς κάθε φορά, θα μπορούσε να αποτελεί και ένα μεμονωμένο άτομο μιας ομάδας ( Childe 1991 : 155-156 ). Βασιζόμενος στον ορισμό του πολιτισμού, ως επαναλαμβανόμενο σύνολο αντικειμένων, που ο ίδιος διατύπωσε, επιχείρησε να θέσει σε συγκεκριμένα χωροχρονικά πλαίσια αυτοτελείς πολιτισμικές οντότητες με διακριτή θέση στο χώρο και στο χρόνο. Προσπάθησε, τέλος, να ταυτίσει τους ανώνυμους προϊστορικούς λαούς σε σχέση με τους αρχαίους πολιτισμούς. Έπειτα, από την επίσκεψή του στη Σοβιετική ένωση και ιδιαίτερα στην Μεταπολεμική περίοδο προσχώρησε στην μαρξιστική φιλοσοφία. Στις αρχές του 20ου αιώνα, εμφανίζεται μια νέα θεώρηση στον τρόπο προσέγγισης των προϊστορικών κοινωνιών στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης, όπου υπό την αιγίδα του Κομουνιστικού Κόμματος τίθεται ο στόχος της υλιστικής ερμηνείας της ανθρώπινης ιστορίας. Αρχικά, στα πλαίσια της φιλοσοφίας των Marx και Engels δόθηκε έμφαση στη συστημική αλληλεξάρτηση όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής, με τις ανθρώπινες κοινωνίες να εκλαμβάνονται ως συστήματα οργάνωσης της παραγωγής και της αναπαραγωγής ( Bukharin 1986 : 86-92 ). Μέσα από τα διδάγματα του Μαρξισμού υποστηρίχθηκε πως κάθε κοινωνία διαθέτει τη δική της ιστορία και εμπεριέχει τις τάσεις που προωθούν και αντιστέκονται στην αλλαγή. Οι αντικρουόμενες τάσεις αντιστοιχούν στα συγκρουόμενα συμφέροντα των αντιπάλων οικονομικών και κοινωνικών ομάδων και η οριστική μεταβολή επέρχεται, όταν οι νέες τάσεις είναι τόσο ισχυρές που υπερνικούν τις καθεστηκυίες κοινωνικές δυνάμεις. Παρατηρούμε πως σε αυτήν την περίπτωση η αιτία της μεταβολής εντοπίζεται στο εσωτερικό των κοινωνιών, που αναπτύσσονται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο διαθέτοντας τη δική τους ιστορία. Στην μετα-σταλινική εποχή η Σοβιετική αρχαιολογία έρχεται σε επαφή με τη Δύση υιοθετώντας ορισμένα στοιχεία από αυτή, όπως τη θεωρία της αλληλεπίδρασης των πολιτισμών στα πλαίσια ενός παγκόσμιου συστήματος, χωρίς ωστόσο να αποκλίνει από την κοινωνικά προσδιορισμένη εξέλιξη των σχέσεων παραγωγής ως παράγοντα πολιτισμικής αλλαγής ( Trigger 2005 : 249 ). Στην Ελλάδα, από τα τέλη του 18ου ως και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα δύσκολα γίνεται λόγος για σημαντική και αυτοτελή αρχαιολογική δραστηριότητα σχετική με την προϊστορική περίοδο. Το νέο κράτος στα πρώτα του βήματα στηρίχθηκε στην αρχαιολογική έρευνα προκειμένου να δημιουργήσει μια φαντασιακή σχέση με τους προγόνους του Κλασικού παρελθόντος, πιστοποιώντας τους δεσμούς συνέχειας και καταγωγής με αυτό το παρελθόν και παγιώνοντας με αυτόν τον τρόπο την παρουσία του στο σύγχρονο κόσμο. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το αναπτυσσόμενο φιλελληνικό ρεύμα στην Ευρώπη, που κατά περιστάσεις ασχολήθηκε ενεργά με την έρευνα στον ελλαδικό χώρο προσδοκώντας να προβάλλει ταυτόχρονα την αναγωγή του σύγχρονου Δυτικού πολιτισμού στην περίοδο της Ελληνικής Κλασικής αρχαιότητας, καθόρισε και τους στόχους της αρχαιολογίας. Μέσα σε αυτό το κλίμα η αρχαιολογία της περιόδου χαρακτηρίζεται εθνοκεντρική, αναζητώντας στο παρελθόν μια οντότητα αναγνωρίσιμη σε διαφορετικές περιοχές και εποχές, αποκλειστικά στραμμένη στην Κλασική Αρχαιότητα. Με το έργο του Χ. Τσούντα διαγράφεται η πρώτη συγκροτημένη προσπάθεια προϊστορικής έρευνας στον ελλαδικό χώρο, ωστόσο βασικός στόχος παραμένει η σύνδεση της προϊστορίας με το κλασικό παρελθόν και η ανίχνευση της συνέχειας μέσα στο πλαίσιο ενός εθνοκεντρικού ιδεολογικού κατασκευάσματος ( Kotsakis 1991 : 67 ). Παρόλα αυτά, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίζεται η θεωρία της διάχυσης και της μετανάστευσης προκειμένου να ερμηνευτούν οι πολιτισμικές 7

μεταβολές που παρατηρούνται και αναφέρονται κυρίως στην αλλαγή της τυπολογίας της κεραμικής. Η μετανάστευση, ως φορέας της αλλαγής, δίνει έμφαση στη φυλετική ταυτότητα σε σχέση με την παγίωση της θέσης σύγχρονων εθνών-κρατών στην περιοχή. Σε ότι αφορά την μετάβαση από τη Νεολιθική στην Εποχή του Χαλκού, την περίοδο αυτή καταγράφονται οι πρώτες απόπειρες ερμηνείας των αιτιών που επέφεραν την κοινωνική αλλαγή. Το σύνολο των απόψεων, είτε προέρχονται από Έλληνες ερευνητές, είτε από ξένους αρχαιολόγους που εργάζονται στον ελλαδικό χώρο, έχει ως κοινό παρονομαστή την μετακίνηση-εισβολή ξένων φύλων στην περιοχή, που επιφέρουν την πολιτισμική μεταβολή. Ειδικότερα, ερευνητές, όπως ο Μυλωνάς ( Μυλωνάς 1928 : 149 ), ο Τσούντας ( Τσούντας 1908 : 399 ) και ο Heurtley ( Heurtley 1939 : 127 ), εντόπισαν στην αρχή της πολιτισμικές μεταβολές τις οποίες απέδωσαν στην εμφάνιση νέων πληθυσμών στην περιοχή. Η πολιτισμική-ιστορική προσέγγιση δεν άργησε να περιέλθει υπό αμφισβήτηση μεταξύ των Δυτικών αρχαιολόγων, καθώς εκτιμήθηκε η αδυναμία της να ερμηνεύσει τον τρόπο λειτουργίας και αλλαγής των προϊστορικών πολιτισμών ( Trigger 2005 : 249 ). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της επίδρασης που αυτή άσκησε, έθεσε την προϊστορική έρευνα σε νέα τροχιά. Υιοθετώντας τις απόψεις κοινωνικών ανθρωπολόγων, όπως ο Malinowski, ο Radcliffe-Brown και ο Durkheim, η αρχαιολογική θεωρία προσχώρησε στη σφαίρα του λειτουργισμού και με βάση τη συγκεκριμένη φιλοσοφία θεώρησε ότι οι κοινωνίες του παρελθόντος αποτελούνται από λειτουργικά αλληλοεξαρτώμενα τμήματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο σκέψης, υποστηρίχθηκε πως οι λόγοι της αλλαγής θα έπρεπε να αναζητηθούν στο εσωτερικό των κοινωνιών και στον τρόπο που η μεταβολή ενός τμήματος είναι σε θέση να συμπαρασύρει το σύνολο της ομάδας. Συγχρόνως, καταγράφεται μια παράλληλη τάση κατά την οποία αποδίδεται μεγαλύτερη έμφαση στα ίδια τα αρχαιολογικά δεδομένα, ενώ θέση στο επίκεντρο της έρευνας διεκδικεί ο ρόλος του περιβάλλοντος και των οικολογικών συνθηκών στη διαμόρφωση των κοινωνιών. Επιπλέον, παρατηρείται αυξημένο ενδιαφέρον των ερευνητών σχετικά με την μορφή, τις διαστάσεις και τη διασπορά των προϊστορικών οικισμών στο χώρο. Στην Αμερική, μετά τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, η αισιοδοξία από την οικονομική άνθηση, αλλά και η απόπειρα φυσικοποίησης της κυριαρχίας των Η.Π.Α. στην παγκόσμια πολιτική σκηνή, προκαλεί την αναβίωση του πολιτισμικού εξελικτισμού, που επανεμφανίζεται ως τάση με τον χαρακτηρισμό νεοεξελικτισμός. Η αντίληψη για την πολιτισμική αλλαγή στα πλαίσια αυτού του θεωρητικού ρεύματος υπήρξε υλιστική και ισχυρά ντετερμινιστική, πριμοδοτώντας τη συμβολή της τεχνολογίας και των οικολογικών παραγόντων στην κοινωνική αλλαγή. Το περιβάλλον-ο χώρος όπου αναπτύσσονται οι κοινωνίες και οι οικολογικές συνθήκες θεωρείται ότι διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στην εξέλιξη και στην μεταβολή τους. Το έργο του Θεοχάρη στην μεταπολεμική Ελλάδα σηματοδοτεί την αρχή απόκτησης ενός διακριτού ρόλου της προϊστορικής αρχαιολογίας και έρχεται να καλύψει τα κενά της έρευνας με τη δημιουργία ενός χρονολογικού και ερμηνευτικού πλαισίου. Την περίοδο αυτή, μεγάλη επιρροή ασκεί το έργο του Braidwood στην περιοχή της Εύφορης Ημισελήνου, προσφέροντας μια νέα αντίληψη για τη Νεολιθική στον ελλαδικό χώρο, όπως επίσης εισάγεται και ο όρος της Νεολιθικής Επανάστασης του Childe. Ταυτόχρονα, οι ανασκαφές του Milojćič και της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής στη Θεσσαλία αυξάνουν σημαντικά τα δεδομένα, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση ερμηνεύονται μέσω μιας θετικιστικής και 8

πραγματιστικής προσέγγισης, που ο ίδιος ο Milojćič αποκαλεί συγκριτικήτυπολογική ( Kotsakis 1991 : 73 ). Συμπερασματικά, το διάστημα αυτό μεταφέρονται στην ερμηνευτική των αυξημένων πλέον δεδομένων ψήγματα της πολιτισμικής-ιστορικής προσέγγισης, αλλά και σημεία της θεωρίας του Childe. Βέβαια, δεν προκύπτει εκτεταμένη συζήτηση μεταξύ των συγχρόνων ερευνητών σχετικά με τις θεωρητικές κατευθύνσεις της προϊστορικής έρευνας στην Ελλάδα, ενώ και η πολιτισμική-ιστορική προσέγγιση υιοθετείται προκειμένου να εξυπηρετήσει την προβολή της πολιτισμικής συνέχειας, που ωστόσο πλέον επιχειρείται να εντοπιστεί στο χώρο, ως φορέα του πολιτισμού, και όχι στην εθνότητα. Στο σύνολο των περιπτώσεων όπου διατυπώνονται απόψεις για την παρουσία πολιτισμικών αλλαγών στην προϊστορία, οι πληθυσμιακές μετακινήσεις και σε μικρότερο βαθμό η διάχυση των ιδεών υιοθετούνται για την εξήγηση του φαινομένου. Παράλληλα σχεδόν με τον λειτουργισμό αναπτύσσεται στην Αμερική τη δεκαετία του 1960 και η πρόταση της Νέας Αρχαιολογίας, ενός ρεύματος που θα αποκτήσει σταδιακά φανατικούς οπαδούς, αλλά και ορκισμένους εχθρούς, ενώ συνεχίζει, θετικά ή αρνητικά, να απασχολεί την αρχαιολογική συζήτηση ακόμη και έως τις ημέρες μας. Κυριότερος εκπρόσωπος και πρωτοστάτης της νέας τάσης υπήρξε ο L. Binford, ο οποίος ήδη από το 1950 άσκησε σφοδρή κριτική στην λεγόμενη Παραδοσιακή Αρχαιολογία επισημαίνοντας τα τρωτά σημεία της συγκεκριμένης προσέγγισης. Ειδικότερα, υποστήριξε πως η προηγούμενη θεωρητική πρόταση υπήρξε κανονιστική και επιμεριστική, ενώ επίσης τη χαρακτήρισε περιγραφική, καθώς δεν προσπαθούσε να εξηγήσει τους πολιτισμούς και τις κοινωνικές μεταβολές, αλλά επέμενε στην επιφανειακή περιγραφή τους ( Binford 1965 : 204-205 ). Ο Binford θεωρώντας πως ο πολιτισμός αποτελεί εξωσωματικό μέσο προσαρμογής ( Watson 1995 : 686 ), αντιμετώπισε τις κοινωνικές αλλαγές ως αντιδράσεις προσαρμογής σε μεταβολές του φυσικού περιβάλλοντος ή των γειτονικών-ανταγωνιστικών πολιτισμικών συστημάτων ( Trigger 2005 : 304 ). Προκειμένου να εξηγήσει τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών υιοθέτησε τη Γενική Συστημική Θεωρία, όπως διατυπώθηκε από τον Ludwig von Bertalanffy τη δεκαετία του 1940, αντιμετωπίζοντας τις κοινωνίες ως συστήματα αποτελούμενα από διακριτά και αλληλοεξαρτώμενα-αλληλοεπιδρώντα υποσυστήματα, τα οποία διαδρούν μεταξύ τους με στόχο την εξασφάλιση της ισορροπίας, της ομοιόστασης, του συστήματοςκοινωνίας. Μάλιστα, υποστηρίζει πως στο σύστημα συμβαίνουν συνεχείς αρθρώσεις μεταβλητών και πως η διαδικαστική αλλαγή μιας μεταβλητής μπορεί να συνδεθεί με έναν προβλέψιμο τρόπο με αλλαγές σε άλλες μεταβλητές ( Binford 1962 : 217 ). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όταν προκύπτει κάποια μεταβολή στο σύστημα, τα διάφορα υποσυστήματα προσπαθούν, μέσω της αρνητικής ανατροφοδότησης, να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα του, ενώ η αλλαγή στο σύστημα επέρχεται στην περίπτωση που το εξωτερικό ερέθισμα είναι τέτοιας έντασης, ώστε μην καταστεί δυνατή η κατάπνιξή του από τα συνεργαζόμενα υποσυστήματα. Η έννοια του χώρου εντός της συγκεκριμένης αντίληψης αντιστοιχεί κυρίως στο περιβάλλον και τις οικολογικές συνθήκες με τις οποίες συνδέεται. Η ενασχόληση με το χώρο αφορά την ανασύνθεση του φυσικού περιβάλλοντος και της αναπαράστασης του φυσικού οικολογικού συστήματος. Σε γενικές γραμμές η Διαδικαστική Αρχαιολογία εξέφρασε την αισιοδοξία ότι θα ήταν δυνατόν μέσα από την μελέτη των δεδομένων να ανακατασκευαστούν, με απαγωγική μέθοδο, οι κοινωνικοί οργανισμοί του παρελθόντος, εφόσον τα δεδομένα ποσοτικοποιηθούν και αναλυθούν στατιστικά, αφού συλλεχθούν βάσει συγκεκριμένου σχεδιασμού ( Renfrew 2001 : 39 ). Στόχος της Νέας Αρχαιολογίας, που φρόντισε από την αρχή να προβάλλει τον ανθρωπολογικό της χαρακτήρα και να 9

διακηρύξει την είσοδο της αρχαιολογίας στη σφαίρα των θετικών επιστημών μέσω της χρήσης κοινών μεθόδων, υπήρξε η ερμηνεία της αλλαγής στο παρελθόν και όχι η απλή περιγραφή του, κατά τη συνήθεια των προηγούμενων παραδοσιακών προσεγγίσεων. Για να επιτύχει τον προηγούμενο στόχο, υιοθέτησε τη λογική της πολιτισμικής εξέλιξης, σύμφωνα με την οποία υποστήριξε την ύπαρξη γενικών διαδικασιών εξέλιξης ( σταδίων ) του πολιτισμού, τον οποίο προσέγγισε ως σύστημα διαρθρωμένο από επιμέρους συνεργαζόμενα υποσυστήματα. Βασική ιδέα σε αυτήν την προσπάθεια ερμηνείας υπήρξε η έννοια της διαδικασίας της μεταβολής, της αλλαγής που εκδηλώνεται κάτω από την κοινωνική επιφάνεια, χαρακτηριστικό που απέδωσε και στη συνολική κίνηση τον όρο Διαδικαστική Αρχαιολογία. Οι απόψεις του Binford άσκησαν μεγάλη επιρροή σε πολλούς νέους Αμερικανούς, αλλά και Ευρωπαίους Αρχαιολόγους, ωστόσο η εμμονή της διαδικαστικής προσέγγισης στην μονογραμμικότητα της πολιτισμικής εξέλιξης καθώς και η πεποίθηση πως στη διαμόρφωση των πολιτισμικών συστημάτων παρεμβαίνει περιορισμένος αριθμός οικολογικών και δημογραφικών μεταβλητών, θεωρήθηκε από ορισμένους, όπως ο Flannery, ότι δεν επαρκούν για την πραγμάτωση της ερμηνείας των κοινωνικοπολιτισμικών ομοιοτήτων και διαφορών ( Trigger 2005 : 338 ). Η μερικώς αποστασιωποιημένη τάση διατύπωσε την ανάγκη για την ενσωμάτωση στη διαδικαστική προσέγγιση της ποικιλίας που παρατηρείται τόσο ανάμεσα στα διάφορα πολιτισμικά συστήματα, όσο και στο εσωτερικό μεμονωμένων συστημάτων. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε πως οι λόγοι της μεταβολής ενός πολιτισμού θα μπορούσαν να οφείλονται επίσης στην εισαγωγή νέων ιδεών και όχι αποκλειστικά σε πολιτικές και οικονομικές πιέσεις. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970, εποχή δυναμικών κοινωνικών κινημάτων, αναπτύσσονται στους κόλπους της Δυτικής Αρχαιολογίας διάφορες τάσεις που έχουν ως βάση τους την Μαρξιστική φιλοσοφία. Ορισμένοι υποστηρίζουν την πρωτοκαθεδρία της οικονομίας στη διαμόρφωση του πολιτικού και θρησκευτικού εποικοδομήματος, χωρίς να αποκλείουν την αμοιβαιότητα σχέσεων μεταξύ τους, ενώ άλλοι, από μια περισσότερο ιδεαλιστική αφετηρία, πριμοδοτούν την ιδεολογία σε ότι αφορά τη διαμόρφωση της οικονομικής βάσης και τη φυσικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων ( Trigger 2005 : 350-351 ). Άξονα για την εξήγηση της πολιτισμικής αλλαγής και στις δυο παραπάνω κατευθύνσεις συνεχίζει να αποτελεί η διαλεκτική διαδικασία, κατά την οποία η μεταβολή προκύπτει εντός των κοινωνιών με έναν συγκρουσιακό τρόπο. Ωστόσο, καθώς αντιλαμβανόταν πως κατά την προϊστορική περίοδο οι δυνάμεις παραγωγής θα υπήρξαν ασθενέστερες, προσέδωσαν σημαντικό ρόλο σε ότι αφορά την κοινωνική αλλαγή στους παράγοντες προσαρμογής. Αντίθετα, οι Νέο-Μαρξιστές της Γαλλίας εμμένοντας στον συγκρουσιακό τρόπο της μεταβολής, αναγνώρισαν πως την περίοδο αυτή η σύγκρουση συντελείται όχι μεταξύ αντιπάλων τάξεων, αλλά ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες που ορίζονται με βάση το φύλο, την ηλικία και τις γραμμές καταγωγής ( Trigger 2005 : 353 ). Στις αρχές του 1970 στην Ελλάδα η θεωρητική συζήτηση παραμένει σχετικά υποτονική, ωστόσο καταγράφονται σταδιακά οι πρώτες αντιδράσεις σχετικά με τον τρόπο που εφαρμόζεται η αρχαιολογία, αλλά και σχετικά με τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις που αυτή χρησιμοποιεί. Την ίδια περίοδο εργάζεται στην Ελλάδα μια από τις εμβληματικές μορφές της προϊστορικής έρευνας, ο C. Renfrew. Το 1972 εκδίδει το έργο The Emergence of Civilization, στο οποίο, επηρεασμένος από τη Συστημική Θεωρία, επιχειρεί να εξηγήσει την ανάδυση του Αιγαιακού Πολιτισμού. Ορίζει τον Πολιτισμό ως ένα συνεχώς εμφανιζόμενο σύνολο τεχνουργημάτων, κάτω από το οποίο βρίσκεται η αντίληψη μιας ομάδας ανθρώπων που μοιράζονται 10

έναν μοναδικό τρόπο ζωής, μια διακριτή προσαρμογή στο περιβάλλον ( Renfrew 1972 : 4 ). Αν και πιστεύει πως ο πολιτισμός ορίζεται χρονικά και χωρικά, θεωρεί πως οι πρώιμοι πολιτισμοί στα διάφορα μέρη του πλανήτη μοιράζονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, ενώ η εξέλιξη τους αντικατοπτρίζει μια γενικότερη διαδικασία από το πρωτόγονο προς το πολιτισμένο ( Renfrew 1972 : 3 ), καθώς οι άνθρωποι σταδιακά δημιουργούν ένα πολυπλοκότερο φυσικό, κοινωνικό και πνευματικό περιβάλλον. Υποστηρίζει πως ο πολιτισμός αποτελεί ένα σύστημα αποτελούμενο από υποσυστήματα, με τα κυριότερα να είναι αυτό των στρατηγικών επιβίωσης, το τεχνολογικό, το συμβολικό και των ανταλλαγών και της επικοινωνίας, τα οποία δρουν αυτορυθμιστικά και μέσω της αρνητικής ανατροφοδότησης καταπολεμούν οποιαδήποτε αλλαγή εντός του συστήματος διατηρώντας την ομοιόστασή του ( Renfrew 1972 : 22-24 ). Όταν η εξωτερική διαταραχή είναι τόσο έντονη, ώστε η αρνητική ανατροφοδότηση των υποσυστημάτων δεν μπορεί να επαναφέρει την προηγούμενη κατάσταση ισορροπίας, τότε το σύστημα τερματίζει. Ο Renfrew διατυπώνει επίσης την άποψη πως η μεταβολή μπορεί να επέλθει και από διαδικασίες στο εσωτερικό του συστήματος, μέσα από αυξητικά αμοιβαία αιτιακά συστήματα που λειτουργούν μέσω της θετικής ανατροφοδότησης ( Renfrew 1972 :25 ). Μέσα από αυτό το πρίσμα επιχειρεί να εξηγήσει και τις μεταβολές στην περιοχή του Αιγαίου κατά τη 3η χιλιετία, οπότε μέσω της διάδρασης των υποσυστημάτων προκύπτουν καινοτομίες που οδηγούν στην αλλαγή. Θεωρεί πως η σημαντικότερη αιτία της μεταβολής υπήρξε η ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας, η αποδοχή των προϊόντων της οποίας άνοιξε το δρόμο για την υιοθέτηση νέων μεθόδων και ιδεών ( Renfrew 1972 :34 ). Ο αντίκτυπος της δράσης και του έργου του Renfrew στην Ελλάδα υπήρξε σαφώς μικρότερος του αναμενομένου, καθώς συνεχίστηκε η γενικότερη ατολμία και απροθυμία σε ότι αφορά τη θεωρητική συζήτηση. Μια εμφανής επίδραση του λειτουργισμού του Renfrew καταγράφεται στην προσπάθεια της έρευνας να συνδέσει την πολιτισμική ταυτότητα με το χώρο και όχι με την εθνότητα, όπως συνηθιζόταν μέχρι τότε, χωρίς ωστόσο να υιοθετείται πλήρως το συστημικό του μοντέλο, καθώς στο σημείο αυτό προτιμάται το μοντέλο του Binford. Παρόλα αυτά παρατηρείται, για παράδειγμα στο έργο του Θεοχάρη, η διστακτικότητα αποδοχής ενός θεωρητικού σκελετού αποκλειστικά βασισμένου στην τάση του λειτουργισμού, ενώ ορισμένες από τις ιδέες του Childe συνεχίζουν να εφαρμόζονται, χωρίς ωστόσο ιδιαίτερη συζήτηση ( Kotsakis 1991 : 76 ). Η αντίδραση για την έλλειψη ενός σαφούς θεωρητικού πλαισίου και της προηγούμενης εφαρμογής της προϊστορικής έρευνας έρχεται στα τέλη της δεκαετίας του 1970 από τον Χουρμουζιάδη, ο οποίος επιζητά την εισαγωγή της ιδεολογίας στην ερμηνεία και όχι την αποκλειστική τυπολογική και χρονολογική κατηγοριοποίηση των ευρημάτων. Απορρίπτοντας τις προηγούμενες προσπάθειες ερμηνείας ως περιγραφικές, εισήγαγε μέσω της έμφασης στον υλικό πολιτισμό, τον οποίο θεωρεί ιδεολογικό προϊόν, μαρξιστικές προσεγγίσεις στην αρχαιολογία επιζητώντας την ολιστική εξήγηση των βαθύτερων οικονομικών και ιδεολογικών δομών της κοινωνίας ( Kotsakis 1991 : 77 ). Ο ίδιος ερευνητής στη συνέχεια, στο έργο του Νεολιθικό Διμήνι ( 1979 ), θα υιοθετήσει απόψεις της Νέας Αρχαιολογίας, χωρίς ωστόσο να αναζητά την εξήγηση μέσω ποσοτικοποιημένων και στατιστικών αιτιακών σχέσεων, σύμφωνα με τις επιταγές του Νέο-θετικιστικού πραγματισμού, αλλά μέσω των παραμέτρων που ορίζει ο τρόπος παραγωγής ( Χουρμουζιάδης 1993 : 28-29 ). Η προσέγγιση του υπήρξε ιστορική, καθώς θεωρεί ότι οι μεταβολές του τρόπου παραγωγής 11

καταγράφονται στις αλλαγές του αρχαιολογικού αρχείου, ενώ η κοινωνική μεταβολή αποτελεί αποτέλεσμα κοινωνικά ορισμένης ανθρώπινης δράσης και όχι εξέλιξη της προσαρμοστικής διαδικασίας ( Kotsakis 1991 : 79 ). Σε ότι αφορά την οργάνωση του χώρου και την αρχιτεκτονική, υποστηρίζει πως ο χαρακτήρας τους υπερβαίνει τις ανάγκες κάλυψης πρωτογενών αναγκών, καθώς σε ένα άλλο επίπεδο είναι δυνατόν να συνδεθούν με την ιδεολογία που προωθεί τη δομή και τη λειτουργία της κοινωνίας ( Χουρμουζιάδης 1993 : 28-33 ). Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 στην Ευρώπη αναπτύσσεται σταδιακά μια αντίρροπη τάση, επηρεασμένη από την ευρύτερη εξάπλωση της φιλοσοφίας του Μεταμοντερνισμού ( Lyotard 2008 ), απέναντι στη Διαδικαστική προσέγγιση που κυριαρχούσε ως τότε στη θεωρία και την πρακτική εφαρμογή της προϊστορικής αρχαιολογίας. Το νέο ρεύμα ορίστηκε από τους ίδιους τους φορείς του, και συγκεκριμένα από τον σημαντικότερο εκφραστή του, Ian Hodder, Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία, προβάλλοντας πρωταρχικά την αντίθεση του με την προηγούμενη κατάσταση και ταυτόχρονα την απόρριψη των θέσεων της, παρόλο που η χρήση του συγκεκριμένου όρου υπαινίσσεται την εμφάνιση του από τους κόλπους της Διαδικαστικής. Από τα πρώτα της βήματα συμπεριέλαβε πληθώρα διαφορετικών θεωρητικών προτάσεων, όπως για παράδειγμα ο Νεομαρξισμός, η Γνωστική Αρχαιολογία, η Συγκειμενική Αρχαιολογία και περιφερειακές έως εκείνη την εποχή τάσεις, όπως οι Φεμινιστικές προσεγγίσεις. Συνεκτικός δεσμός όλων αυτών των θεωρητικών απόψεων υπήρξε η ανάγκη κριτικής απέναντι στην προηγούμενη Διαδικαστική θεώρηση, την οποία εξ αρχής χαρακτήρισαν ως ντετερμινιστική και λειτουργιστική. Αντιτάχθηκε τόσο απέναντι στο γενικό θετικιστικό πλαίσιο της Διαδικαστικής, όσο και στην πρακτική της εφαρμογή στο πεδίο, όπου τα αποτελέσματά της θεωρήθηκαν απογοητευτικά. Αρχικά λοιπόν, η Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία διακύρηξε την ανάπτυξή της ως κριτικό ρεύμα3 απέναντι στην επικρατούσα θεώρηση της Νέας Αρχαιολογίας και στην εφαρμογή της Συστημικής θεωρίας. Συγκεκριμένα, κατηγόρησε την προηγούμενη προσέγγιση για την εφαρμογή ενός ισχυρού περιβαλλοντικού ντετερμινισμού στην εξήγηση των προϊστορικών κοινωνιών και των μεταβολών που προκύπτουν σε αυτές, οι οποίες σε κάθε περίπτωση εμφανίζονται ως αποτέλεσμα εξωτερικών ερεθισμάτων που διακόπτουν την ομοιοστατική ισορροπία των κοινωνικών συστημάτων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο ρόλος της ανθρώπινης δράσης στην πολιτισμική αλλαγή. Θεώρησε ακόμη ανεπαρκή την απόλυτα θετικιστική προσέγγιση στην ανάλυση της κοινωνίας, καθώς αποτύγχανε να συμπεριλάβει στην αρχαιολογική συζήτηση έννοιες, όπως το κοινωνικό φύλο, η ταυτότητα, η ιδεολογία και οι κοινωνικές σχέσεις, στο όνομα μιας απόπειρας επιστημονικής και αντικειμενικής θεώρησης, η οποία ωστόσο κατά την μεταδιαδικαστική τάση είναι αδύνατη να επιτευχθεί, από τη στιγμή που τόσο το τι ορίζεται κάθε φορά ως αρχαιολογικό δεδομένο, όσο και το πώς αυτά ερμηνεύονται, προϋποθέτει συνειδητές ή ασυνείδητες επιλογές από την πλευρά του ερευνητή, που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποτελεί αυθεντία ( Earle et al. 1987, Hodder 1992 και 2002 ). Σημείο τριβής υπήρξε η λειτουργιστική ανάλυση των κοινωνιών ως συστήματα που αποτελούνται από διακριτά υποσυστήματα. Οι μεταδιαδικαστικοί αρχαιολόγοι υποστήριξαν πως ο ορισμός των συγκεκριμένων υποσυστημάτων υπήρξε αυθαίρετος, αφού ορίζονται κάθε φορά από τον ερευνητή, ενώ η συστημική προσέγγιση δεν είναι 3 Τα επιχειρήματα κατά της Διαδικαστικής προσέγγισης σχολιάζονται σε αυτήν την περίπτωση επιγραμματικά, όπως και η παράθεση των χαρακτηριστικών της Μεταδιαδικαστικής που θα ακολουθήσει. 12

σε θέση να ανιχνεύσει τις υφιστάμενες δομές που αναπτύσσονται κάτω από αυτά, αλλά και αδιαφορεί για το ρόλο του ατόμου και της ανθρώπινης δράσης σε σχέση με τη διαμόρφωση των κοινωνικών δομών. Επιπλέον, διατυπώθηκε η άποψη ότι η Νέα Αρχαιολογία έτεινε να φυσικοποιεί τη σταθερότητα-στασιμότητα των κοινωνιών προβάλλοντας ως φυσική κοινωνική κατάσταση την ομοιόσταση, την ισορροπία, ενώ αντιμετώπιζε την μεταβολή ως διαταραχή του συστήματος, ως παρέκκλιση της κοινωνικής εξέλιξης, που κατά κανόνα προέκυπτε από εξωγενείς παράγοντες. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, αρχικά ο λόγος διαμόρφωσης της νέας θεωρητικής κατεύθυνσης υπήρξε η απογοήτευση απέναντι στη Νέα Αρχαιολογία. Ωστόσο, παράλληλα με την κριτική αναπτύχθηκε και το θεωρητικό πλαίσιο της Μεταδιαδικαστικής, που ενσωμάτωνε πληθώρα διαφορετικών προτάσεων, προβάλλοντας την πιθανότητα και την ανάγκη μιας πολυφωνικής ανάγνωσης των προϊστορικών κοινωνιών, σε αντίθεση με την μονολιθικότητα της προηγούμενης θεώρησης. Βασικοί άξονες της μεταδιαδικαστικής συζήτησης 4 υπήρξαν τόσο η πεποίθηση ότι ο υλικός πολιτισμός δεν αποτελεί παθητικό προϊόν, αλλά είναι νοηματοδοτημένος από την πλευρά της κοινωνίας και των ατόμων που τον παράγουν, όσο και η ενσωμάτωση του ατόμου και της ανθρώπινης δράσης στην ερμηνεία της κοινωνικής αλλαγής. Ο Hodder υποστήριξε πως κάθε προϊστορικός πολιτισμός συνιστά ένα ιδιαίτερο κείμενο που επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις από την πλευρά των μελών της κοινωνίας που τον παρήγαγε, αλλά και από τους ερευνητές που προσπαθούν να τον ερμηνεύσουν στο παρόν ( Hodder 2002 ). Αναγνωρίζοντας αυτό το χαρακτηριστικό, απέρριψε οποιαδήποτε απόπειρα εφαρμογής διαπολιτισμικών γενικεύσεων και μοντέλων που ορίζουν και προβλέπουν την κοινωνική συμπεριφορά για όλες τις περιπτώσεις πολιτισμικών συμφραζομένων ( Trigger 2005 : 364 ). Η συνειδητοποίηση πως ο πολιτισμός δεν αποτελεί μια αντανάκλαση αποκλειστικά υλικών διαστάσεων, αλλά συγκροτείται από νοήματα, δημιούργησε την πεποίθηση ότι η μελέτη των αντικειμένων θα μπορούσε να προχωρήσει πέρα από τις φυσικές τους χρήσεις και περιορισμούς, στα πιο αφηρημένα και συμβολικά χαρακτηριστικά τους. Θα ήταν δυνατή επομένως η προσπάθεια ανίχνευσης της ιδεολογίας και του συμβολισμού με τον όποιο επένδυαν τον υλικό πολιτισμό οι παραγωγοί και οι χρήστες του, των υφιστάμενων δομών, ιδεολογικών και συμβολικών, που ενώνουν τα μέρη μιας κοινωνίας δημιουργώντας το σύνολο. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η κοινωνική μεταβολή ερμηνεύεται ως φαινόμενο που προκύπτει από ενέργειες στο εσωτερικό κάθε πολιτισμού, ως αποτέλεσμα των διαφορετικών στρατηγικών, προθέσεων, επιλογών, ιδεολογιών και δράσεων των ατόμων και των ομάδων, που μετέχουν και διαχειρίζονται τον πολιτισμό αποδίδοντας σε αυτόν διαφορετικά νοήματα ( Hodder 1982, 1992, 2002 ). Με τον ίδιο τρόπο, ως ενεργό προϊόν, προσεγγίζεται και ο χώρος, που δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως το παθητικό μέσο ανάπτυξης των πολιτισμών, αλλά ως συστατικό που διαμορφώνεται και διαμορφώνει την κοινωνία, επενδυμένο με νοήματα και ιδωμένο από ποικίλα ιδεολογικά πρίσματα από την πλευρά των μελών και των ομάδων μιας κοινωνίας. Οι προσπάθεια ανίχνευσης των αρχών που δομούν την ανθρώπινη δράση επηρεάζονται τα τελευταία χρόνια κατά κύριο λόγο από το έργο των Bourdieu και Giddens ( Barrett 1994 ). Σύμφωνα με την έννοια της δομοποίησης του Giddens ( Giddens 1984 : 25 ), οι δομές ενός συστήματος αποτελούν ταυτόχρονα το μέσο και 4 Ο όρος συζήτηση θα μπορούσε ίσως να χαρακτηρίσει ορθότερα τη Μεταδιαδικαστική προσέγγιση στην αρχαιολογία, καθώς λόγω του ενδοσκοπικού και αναστοχαστικού της χαρακτήρα φαντάζει ως συνεχής διάλογος του ερευνητή με τα δεδομένα και την εποχή του, σε μια προσπάθεια κατανόησης του παρελθόντος, του παρόντος και του εαυτού. 13

το αποτέλεσμα των πρακτικών που επανειλημμένα οργανώνουν. Όταν το άτομο δρα, η δράση του περιορίζεται και ενδυναμώνεται συγχρόνως από τις δομές μέσα στις οποίες αναπτύσσεται, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο την παρουσία τους. Προκύπτει επομένως μια διαλεκτική δυική σχέση ανάμεσα στις κοινωνικές δομές και την ανθρώπινη δράση. Ο Bourdieu ( Bourdieu 2006 : 88-114 ) για να περιγράψει την ανθρώπινη δράση χρησιμοποιεί τον όρο έξη ( habitus ). Οι έξεις ορίζονται ως συστήματα διαρκών και μεταθέσιμων προδιαθέσεων, δομημένες δομές προδιατεθειμένες να λειτουργούν ως δομούσες δομές, ως γενεσιουργές και οργανωτικές δηλαδή αρχές των πρακτικών και των αναπαραστάσεων ( Bourdieu 2006 : 88 ). Η προδιάθεση της δράσης δεν λειτουργεί στο επίπεδο των γνωστικών σχημάτων, αλλά είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το σώμα, αποκτημένη μέσω της πρακτικής, της έξης, που μαθαίνεται στην καθημερινότητα του ανθρώπου μέσα από την παρατήρηση. Μια ακόμη βασική αρχή της Μεταδιαδικαστικής θεώρησης αποτελεί η απόπειρα ερμηνείας εντός των ορίων των συγκεκριμένων πολιτισμικών και ιστορικών συμφραζομένων, χωρίς την προσφυγή σε γενικευτικούς νόμους, καθώς υποστηρίζει πως τα συμβολικά νοήματα είναι οργανωμένα μέσω κωδίκων και κανόνων διαφορετικών σε κάθε πολιτισμό ( Hodder 1992 : 82-85 ). Οπότε, προκειμένου να μελετήσουμε τα αντικείμενα ενός πολιτισμού και να κατανοήσουμε τα νοήματά τους θα πρέπει να τα τοποθετήσουμε στα δικά τους πολιτισμικά και ιστορικά συμφραζόμενα. Αναπόφευκτα, η μεταδιαδικαστική προσέγγιση, όπως βέβαια συμβαίνει διαχρονικά με το σύνολο των θεωρητικών προτάσεων, δεν ξέφυγε και δεν διαφεύγει από την κριτική που άσκησαν και ασκούν σε αυτή ερευνητές που είτε συντάσσονται με αυτήν, είτε απορρίπτουν τις προτάσεις της. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες διακυρήχθηκε το τέλος της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας σε σχέση με τη φθίνουσα πορεία και απήχηση του Μεταμοντερνισμού, αλλά και λόγω της αποτυχίας της να ξεπεράσει τα στενά όρια των ακαδημαϊκών κύκλων ( Bintliff 1993 : 94 ). Βασικό επιχείρημα των αντιτιθέμενων σε αυτήν συνεχίζει να αποτελεί η άποψη ότι διακατέχεται από ένα σχετικιστικό χαρακτήρα, αλλά και το γεγονός ότι συνειδητά ή ασυνείδητα συμπλέει με παράλληλες οικονομικοκοινωνικές εξελίξεις και τάσεις που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο κοινωνικό σύνολο ( Bintliff 1993 : 93-97 ). Η Μεταδιαδικαστική προσέγγιση-θεωρία στον ελλαδικό χώρο εντοπίζεται περιορισμένη στο εσωτερικό συγκεκριμένων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και στις συζητήσεις ορισμένων ακαδημαϊκών κύκλων, ωστόσο μόνο ως ενθαρρυντικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το γεγονός της παρουσίας αυτών των μικρών πυρήνων γενικότερης συζήτησης. Αν και ορισμένες από τις προτάσεις και τις μεθόδους της εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια σε ερευνητικά προγράμματα ανασκαφών, η θεωρητική αρχαιολογική συζήτηση παραμένει σε μεγάλο βαθμό δαιμονοποιημένη στις εξωπανεπιστημιακές ερευνητικές απόπειρες. Η συζήτηση που θα ακολουθήσει, χωρίς να διεκδικεί την πλήρη ευθυγράμμιση με τη μεταδιαδικαστική προσέγγιση, υιοθετεί την άποψη της σχετικά με την κοινωνική αλλαγή και τη σύνδεση της με την ανθρώπινη δραστηριότητα στο εσωτερικό των κοινωνιών. Σε συνέπεια με το γεγονός αυτό, ο χώρος θα αντιμετωπιστεί ως ενεργά κατασκευασμένος, συνδεδεμένος με την ιδεολογία, τις προθέσεις και τους στόχους των ατόμων που τον παράγουν και τον διαχειρίζονται, ενώ και οι αλλαγές στην οργάνωσή του θα συσχετισθούν με παράλληλες μεταβολές σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως η οικονομία και οι στρατηγικές επιβίωσης. 14

Ο οικισμένος χώρος συνδυάζει το υλικό και το συμβολικό, είναι κοινωνικά δομημένος και κοινωνικά βιωμένος. Παράγεται και αναπαράγεται πολυφωνικά σε καθημερινό επίπεδο από τα άτομα της κοινωνίας, τα οποία επενδύουν σε αυτόν εκούσια ή ακούσια νοήματα, ιδεολογικές προθέσεις, μνήμες και ιστορία, μαθαίνοντας και διαπραγματεύοντας μέσω της επαφής τους με αυτόν τις κοινωνικές, οικονομικές, ιδεολογικές, οικονομικές και πολιτικές παραμέτρους του κόσμου τους. Η προσέγγιση του επομένως θα πρέπει να στοχεύει τόσο στις υλικές εκφάνσεις του, όσο και στις ιδεατές όψεις του, αναγνωρίζοντας τον παράλληλα ως πλήρες ενεργό πεδίο της ανθρώπινης ζωής, σε πραγματικό και φαντασιακό επίπεδο ( Robin et al. 2002 : 162 ). 15

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Από τη Νεολιθική στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού : Χρονολόγηση και ζητήματα ορολογίας Πριν από οποιαδήποτε αναφορά σχετική με την μετάβαση από τη Νεολιθική στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, κρίνεται αναγκαία η απόπειρα καθορισμού και η διασάφηση τόσο των χρονικών ορίων κάθε περιόδου, όσο και η διαπραγμάτευση των όρων με τους οποίους επενδύονται αυτά τα χρονικά όρια. Η συζήτηση της χρονολογικής ακολουθίας θα βασιστεί στις έως σήμερα δημοσιευμένες, απόλυτες και σχετικές, χρονολογήσεις που αφορούν τις διαπραγματευόμενες περιοχές. Παράλληλα, θα επιχειρηθεί μια προσπάθεια εκτίμησης του κατά πόσο οι συμβατικοί όροι με τους οποίους αναφερόμαστε στις παραπάνω περιόδους και στις υποφάσεις τους ανταποκρίνονται στις παρατιθέμενες χρονολογικές τιμές, αλλά και στο περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά των περιόδων αυτών. Η διαίρεση της προϊστορίας σε τρεις μεγάλες περιόδους, στην Εποχή του Λίθου, την Εποχή του Χαλκού και την Εποχή του Σιδήρου, όπως ήδη έχει αναφερθεί στο προηγούμενο κεφάλαιο, έχει τις ρίζες της στο έργο του Δανού ερευνητή C.J. Thomsen ( 1836 ). Το σύστημα ταξινόμησης του Thomsen κρίθηκε χρήσιμο και σύντομα έγινε ευρέως αποδεκτό, με μοναδική τροποποίηση την κατάτμηση της Εποχής του Λίθου στην Παλαιολιθική και τη Νεολιθική εποχή ( Renfrew et al. 2001: 25). Υπήρξε πρωτοποριακό για την εποχή του, καθώς όχι μόνο προσέφερε έναν τρόπο οργάνωσης του προϊστορικού αρχαιολογικού υλικού, αλλά παρείχε και ένα μέσο σχετικής χρονολόγησης για το υλικό αυτό. Η βάση της ταξινόμησης του Thomsen παραμένει σε χρήση και στα πλαίσια της σύγχρονης προϊστορικής έρευνας, όπου όμως η καλύτερη κατανόηση του αρχαιολογικού υλικού, ο τεράστιος αριθμός δεδομένων που έχουν προκύψει από πληθώρα ανασκαφών, η υιοθέτηση της απόλυτης χρονολόγησης με C14 και η αύξουσα συνειδητοποίηση της προϊστορικής αρχαιολογίας, έχουν επιφέρει την διάκριση των τριών Εποχών του Thomsen σε επιμέρους περιόδους, φάσεις και υποφάσεις. Παρόλα αυτά ο βασικός άξονας του συστήματος των Τριών Εποχών συνεχίζει να αποτελεί ένα εργαλείο στη θεωρητική φαρέτρα του αρχαιολόγου που ασχολείται με την προϊστορική περίοδο προσφέροντας του μια βάση συνεννόησης και επικοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα δεν παύει να προκαλεί διχογνωμίες στην κατηγοριοποίηση και στην τοποθέτηση του εκάστοτε υλικού στις συγκεκριμένες Εποχές. Ένα από τα κυριότερα τρωτά σημεία ενός τέτοιου συστήματος ταξινόμησης είναι το γεγονός ότι εμπεριέχει στοιχεία εξελικτισμού. Με βάση τα χαρακτηριστικά της κάθε εποχής του συστήματος, μελετώντας την προϊστορία μιας ευρύτερης περιοχής ή μιας συγκεκριμένης θέσης υπονοείται πως παράλληλα με την χρονική εξέλιξη θα συμβαδίζει και η πολιτισμική εξέλιξη, όπως θα περιγράφεται από τα αντικείμενα του 16

υλικού πολιτισμού που θεωρούνται ενδεικτικά κάθε Εποχής. Ωστόσο, οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν είναι αναγκασμένες να ακολουθούν μια αύξουσα γραμμική εξελικτική πορεία. Η πραγματικότητα τους υπερβαίνει τέτοια σχήματα και οι επιλογές τους συχνά αντιτίθενται και σχετικοποιούν οποιαδήποτε έννοια εξέλιξης. Σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της χρονικής έκτασης των παραπάνω εποχών περιόδων διαδραμάτισαν οι απόλυτες χρονολογήσεις που επιτεύχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες με την μέθοδο της ραδιοχρονολόγησης. Βέβαια, θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη πως δυο ή περισσότερες περιοχές θέσεις που συμπίπτουν χρονικά, δεν είναι αναγκαίο να μοιράζονται το σύνολο των χαρακτηριστικών μιας συγκεκριμένης περιόδου. Ιδιαίτερα, στην περίπτωση που μεταφέρουμε και εφαρμόζουμε αναλογικά αποτελέσματα ραδιοχρονολογήσεων από μια περιοχή ή θέση σε άλλη θα πρέπει να παραμένουμε επιφυλακτικοί και κριτικοί ως προς τα αποτελέσματα. Έχοντας όλα τα παραπάνω υπόψη θα είμαστε σε θέση να ανιχνεύσουμε με σαφέστερο τρόπο την μετάβαση από τη ΝΝ στην, που σίγουρα αποτελεί μια πολυπλοκότερη διαδικασία από αυτήν που υπονοεί η τριμερής διάκριση των Εποχών και που η πορεία της διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, σε πολλές περιπτώσεις και από θέση σε θέση. Το γεγονός αυτό έχει γίνει πλέον κατανοητό, όπως υποδεικνύεται από την προσπάθεια εντοπισμού μεταβατικών φάσεων στους οικισμούς των διαπραγματευόμενων περιοχών. Στον ελλαδικό χώρο, ήδη από τη δεκαετία του 1920, έχει προταθεί ο όρος χαλκολιθική προκειμένου να χαρακτηριστεί το μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στο τέλος της Νεολιθικής περιόδου και στην αρχή της Εποχής του Χαλκού. Ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τους πολιτισμούς της ΝΑ Ευρώπης στο τέλος της 5ης και σε ολόκληρη τη διάρκεια της 4ης χιλιετίας. Κατά καιρούς και κατά περίσταση, το περιεχόμενο και η έκταση της υποτιθέμενης χαλκολιθικής περιόδου έχει επανεξετασθεί και επαναδιατυπωθεί, ενώ δεν είναι λίγοι όσοι αντιτίθενται στη χρήση του όρου θεωρώντας ότι δεν ανταποκρίνεται στα αρχαιολογικά δεδομένα του συγκεκριμένου χώρου. Όπως θα υποδειχθεί στη συνέχεια, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών και συχνά αντικρουόμενων απόψεων τόσο για τη διάκριση των φάσεων του τέλους της Νεολιθικής, όσο και για το ποιες από αυτές τις φάσεις ανήκουν στη λεγόμενη μεταβατική περίοδο προς την. Ενδεικτικά αναφέρονται οι όροι Τελική Νεολιθική (ΤΝ), Ύστερη Νεολιθική (ΥΝ) και Νεότερη Νεολιθική (ΝΝ) που θα σχολιασθούν στη συνέχεια. Ο Μυλωνάς το 1928 στο έργο του Η Νεολιθική Εποχή εν Ελλάδι αναφέρεται στην παρουσία μιας λιθόχαλκης περιόδου στο τέλος της Νεολιθικής ( Μυλωνάς 1928 : 45). Αν και, όπως υποστηρίζει, η αρχαιολογική έρευνα δεν είχε αποδώσει χάλκινα ευρήματα στα συγκεκριμένα στρώματα, η γραπτή κεραμική που αυτά περιείχαν, παρουσίαζε ομοιότητες με αυτήν που βρέθηκε σε αντίστοιχα στρώματα άλλων περιοχών, όπου ο χαλκός ήταν ήδη γνωστός. Σε αυτήν την περίπτωση ο Μυλωνάς βασίζει, κατά τη συνήθεια της εποχής του, την άποψη του για την ύπαρξη μιας χαλκολιθικής περιόδου σε ομοιότητες που εντοπίζει στην κεραμική τυπολογία και όχι στον εντοπισμό χάλκινων αντικειμένων σε ευρεία χρήση, γεγονός που θα παρείχε μια σαφέστερη δικαιολόγηση εφαρμογής του όρου. Επιπλέον, διατυπώνει την άποψη πως με το τέλος της λιθόχαλκης περιόδου ακολουθεί άμεσα, χωρίς ενδείξεις βίαιων επεισοδίων, η Εποχή του Χαλκού ( Μυλωνάς 1928 : 45). Ο Θεοχάρης, βασιζόμενος στα δεδομένα από τη Θεσσαλία, επιχείρησε μια λεπτομερέστερη ανάλυση της τελευταίας φάσης της Νεολιθικής περιόδου, στην οποία αναφέρεται με τον όρο Νεότερη Νεολιθική (ΝΝ) ( Θεοχάρης 2000: 125 ). Επισημαίνει πως κατά τη ΝΝ συντελείται μια πολιτισμική αλλαγή σε σχέση με την προηγούμενη ΜΝ περίοδο, ωστόσο στοιχεία της τελευταίας συνεχίζουν να 17

υφίστανται. Με βάση την κεραμική παραγωγή και τυπολογία αναγνωρίζει τρεις υποφάσεις στα πλαίσια της ΝΝ ( Θεοχάρης 2000: 128-133 ). Συγκεκριμένα, τοποθετεί την Πρώιμη φάση της, που περιλαμβάνει τους κεραμικούς τύπους Τσαγγλί και Αράπη ( προ-διμηνιακές φάσεις κατά τον Milojčić ), μεταξύ του 4200 και 3700 π.χ.. Ακολουθεί η Μέση φάση που αποτελείται από τους κεραμικούς τύπους Οτζάκι και Διμήνι ( διμηνιακές φάσεις ) και χρονολογείται από το 3700π.Χ. έως το 3300π.Χ.. Στις τελικές φάσεις, 3300-2800/2700π.Χ., της ΝΝ κατατάσσει τους πολιτισμούς της Λάρισας και του Ραχμανίου, που κατά τον ίδιο συγκροτούν την μεταβατική περίοδο προς την Εποχή του Χαλκού. Ο Θεοχάρης δεν υιοθετεί τον όρο χαλκολιθική για τις διμηνιακές φάσεις, ωστόσο συμφωνεί με τη χρησιμοποίηση του στον χαρακτηρισμό των φάσεων της Λάρισας και του Ραχμανίου ( Θεοχάρης 2000:152-153 ). Τονίζει τη συχνότερη παρουσία χάλκινων αντικειμένων στις επιχώσεις του Ραχμανίου, ωστόσο έχει την πεποίθηση πως ο χαλκός δεν επηρεάζει σημαντικά την οικονομία και την κοινωνική οργάνωση των οικισμών. Τέλος, θεωρεί η μετάβαση στην γίνεται ομαλά, χωρίς να διαπιστώνει χρονικό κενό στην κατοίκηση ( Θεοχάρης 2000:154). Ο Θεοχάρης στις παραπάνω διατυπώσεις του βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο παράλληλο έργο του Milojčić στη Θεσσαλία. Ο Milojčić θεωρεί ότι στην ΝΝ εντάσσεται η περίοδος του Διμηνίου, στην οποία διακρίνει τέσσερις επιμέρους φάσεις που χαρακτηρίζονται από μια συνεχή εξέλιξη, με την κεραμική παραγωγή κάθε φάσης να αποκτά ολοένα μεγαλύτερη ποικιλία και πολυπλοκότητα ( Coleman 1992 :255-256). Προβληματίζεται τόσο για τη διάρκεια, όσο και για τη χρονολόγηση της ΝΝ, ωστόσο υποστηρίζει ότι ακολουθείται από τη Χαλκολιθική περίοδο που περιλαμβάνει τις φάσεις Λάρισα και Ραχμάνι και είναι σύγχρονη με την της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας. Με το ζήτημα της μετάβασης από τη Νεολιθική στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στη Θεσσαλία και στην Μακεδονία ασχολήθηκε συστηματικά και ο Demoule, ο οποίος, ενώ γενικά αποδέχεται τη χρήση του όρου Χαλκολιθική για την περίοδο που μας ενδιαφέρει, ενίοτε και κυρίως για το χώρο της Θεσσαλίας χρησιμοποιεί τον όρο ΤΝ, που εισήγαγε ο Renfrew (Renfrew 1972). Σύμφωνα με τον ίδιο ( Demoule et al. 1993a : 387), το τέλος της Νεολιθικής διακρίνεται στην ΥΝ5 ( φάσεις 3 και 4 ) και στην ΤΝ Χαλκολιθική ( φάση 5). Χρονολογεί τη φάση 3 της ΥΝ μεταξύ του 5300B.C. και του 4800B.C. και θεωρεί ότι χαρακτηρίζεται από ποικιλία τοπικών παραδόσεων. Ωστόσο, υποστηρίζει πως η διαδεδομένη μαύρη στιλβωμένη κεραμική, καθώς και αυτή με διακόσμηση καφέ σε καφέ, αποτελεί σημαντικό χρονολογικό δείκτη αποσαφήνισης αυτής της φάσης, στην οποία εντάσσει στρώματα από την Παραδημή, τους Σιταγρούς Ι και ΙΙ, τα Βασιλικά, τα Σέρβια (ΝΝ) και τις προδιμηνιακές φάσεις της Θεσσαλίας ( Λάρισα, Τσαγγλί και Αράπη ). Αναγνωρίζει την επόμενη φάση τόσο στην Μακεδονία ( Ντικιλί Τας ), όσο και στη Θεσσαλία ( Κλασικό Διμήνι ) και παρατηρεί την παρουσία μεγάλων πολιτισμικών ομάδων περιοχών, τις οποίες συνδέει με ανερχόμενες στιλιστικές ή κοινωνικοοικονομικές σφαίρες επιρροής ( Demoule et al. 1993a : 387). Τοποθετεί τη φάση αυτή από το 4800B.C. έως το 4500B.C.. Τα χρονικά όρια της φάσης 5 (ΤΝ) εντοπίζονται μεταξύ του 4500-3200B.C., ενώ η κεραμική παραγωγή, σύμφωνα με τον Demoule, χαρακτηρίζεται από την επικράτηση μεγάλων στιλιστικών επικρατειών ( Demoule et al. 1993a : 398). Με βάση την κεραμική παραγωγή στο τέλος της Νεολιθικής προσπαθεί να ορίσει τις στιλιστικές επαρχίες, για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω. Ειδικότερα, κατά τη 5 Σε άλλα άρθρα του προτιμά τον όρο ΝΝ αντί του ΥΝ 18

ΝΝ ( Νéolithique Récent ) αναγνωρίζει μια στιλιστική ομάδα στη Δυτική Μακεδονία της οποίας η κεραμική παραγωγή εμφανίζει ομοιότητες με αυτήν του τύπου Κλασικό Διμήνι και Οτζάκι, μια ακόμη στο χώρο της Κεντρικής Μακεδονίας η οποία χαρακτηρίζεται από τη μαύρη στιλβωμένη κεραμική, αλλά και από την παρουσία της διακόσμησης μαύρο σε ερυθρό και τέλος την ομάδα της Ανατολικής Μακεδονίας με τη χαρακτηριστική κεραμική του Ντικιλί Τας ( Demoule 1993b : 379). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Demoule υιοθετεί τον όρο Χαλκολιθική προκειμένου να περιγράψει την μεταβατική περίοδο πριν την. Στη Θεσσαλία ταυτίζει την περίοδο αυτή με τη φάση του Ραχμανίου (Demoule 1989 :690), ενώ στην περίπτωση της Μακεδονίας θεωρεί ότι η περίοδος αυτή μπορεί να διακριθεί σε υποφάσεις ( Demoule 1993b : 381-384). Προτείνει την παρουσία μιας Αρχαιότερης Χαλκολιθικής φάσης, η οποία θεωρεί ότι αρχίζει στα μέσα της 4ης χιλιετίας π.χ. και είναι σύγχρονη της φάσης Ραχμανίου στη Θεσσαλία. Στη συνέχεια ακολουθεί η Χαλκολιθική, όπως εκδηλώνεται στους οικισμούς του Μανδάλου και των Κριτσανών και τέλος διαπιστώνει ένα κενό κατοίκησης στο τελείωμα της συγκεκριμένης φάσης. Πολλοί ακόμη ερευνητές έχουν διατυπώσει την άποψη τους για τη χρονολόγηση και την οροθεσία της μεταβατικής περιόδου. Αναφέρεται ενδεικτικά o Schachermeyer που χρησιμοποιεί τον όρο Χαλκολιθική για να ορίσει την περίοδο που αρχίζει από τη φάση Τσαγγλίου στη Θεσσαλία. Χαρακτηριστική είναι ακόμη η θέση του Treuil (Treuil et al. 1996 : 134), που αποφεύγει να χαρακτηρίσει την περίοδο πριν από την Εποχή του Χαλκού είτε ως Χαλκολιθική, είτε ως ΤΝ. Στη ΝΝ της Θεσσαλίας ενσωματώνει τις φάσεις Λάρισα, Τσαγγλί, Αράπη, Αγία Σοφία, Οτζάκι και Κλασικό Διμήνι. Δεν θεωρεί τον όρο Χαλκολιθική ως δόκιμο για να περιγράψει την περίοδο του τέλους της Νεολιθικής, καθώς όπως υποστηρίζει δεν αναπτύσσεται σε τέτοιο βαθμό η μεταλλουργία, ώστε να προκαλέσει παράλληλες εξελίξεις σε τεχνικό και κοινωνικό επίπεδο εντός των οικισμών. Την ίδια στάση διατηρεί και για τη χρήση του όρου ΤΝ, τόσο λόγω της αβέβαιης θέσης της φάσης Λάρισα που συγκαταλέγεται από άλλους ερευνητές στα χρονικά πλαίσιά της, όσο και από το γεγονός το υλικό από τις επιχώσεις του Ραχμανίου συναντάται συνήθως με υλικό της. Με βάση τις τελευταίες διαπιστώσεις θεωρεί καταλληλότερη τη χρήση του όρου ΝΝ προκειμένου να περιγράψει την τελευταία περίοδο της Νεολιθικής πριν από την έναρξη της Εποχής του Χαλκού. Ο πιο ένθερμος ίσως υποστηρικτής της χρήσης του όρου Χαλκολιθική για την περιγραφή της μεταβατικής φάσης από τη Νεολιθική στην Εποχή του Χαλκού είναι ο Ι. Ασλάνης. Εκτιμώντας τα χαρακτηριστικά της αντίστοιχης περιόδου ( Eneolithic Χαλκολιθική) στο χώρο της Βαλκανικής και συγκεκριμένα στη Βουλγαρία, θεωρεί ότι ο όρος είναι σε θέση να απεικονίσει μια παρόμοια κατάσταση στην περιοχή της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμη η παράθεση των στοιχείων εκείνων που σύμφωνα με την H. Todorova χαρακτηρίζουν τη Χαλκολιθική στο υπόλοιπο τμήμα της Βαλκανικής, προκειμένου να αξιολογηθούν ενδελεχέστερα οι απόψεις του Ασλάνη. Η Todorova (Todorova 1978 ) υποστηρίζει πως πριν από τη Χαλκολιθική περίοδο οι κοινωνίες, στο χώρο της σημερινής Βουλγαρίας, διέθεταν μια οικονομία βασισμένη στη γεωργική παραγωγή, παράλληλα με τη συντήρηση μικρών ομάδων ζώων, αλλά και σε μικρότερο βαθμό στη συλλογή άγριων ειδών διατροφής. Οι κοινότητες υπήρξαν αυτάρκεις και κλειστές, ενώ οι ανταλλαγές αναφερόταν σε προσωπικό επίπεδο και αφορούσαν κοσμήματα και σπάνιες πρώτες ύλες. Επιπλέον, έχει την πεποίθηση πως οι κοινότητες αυτές χαρακτηριζόταν από κοινωνική ισότητα, ενώ η διαίρεση της εργασίας βασιζόταν στην ηλικία, στα πλαίσια της βασικής οικονομικής 19