ΠΡΟΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: ΘΕΣΜΟΙ, ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΓΑΘΑ, ΝΟΟΤΡΟΠΙΕΣ Οταν στοχαζόμαστε την πολιτική και την οικονομία, το ερώτημα συχνά αφορά (όπως στο πρόσφατο αφιέρωμα του ΒΗΜΑΤΟΣ ΙΔΕΩΝ) στην ορθή οικονομική πολιτική. Πρόκειται για ερώτημα που ανταποκρίνεται στα πρακτέα από τον εκάστοτε Υπουργό Οικονομίας. Ερώτημα σοβαρότατο αλλά περιοριστικό. Υπάρχει το ευρύτερο ερώτημα: Τι ζητά η οικονομία, ποιά είναι τα προτάγματα της οικονομίας για την πολιτική; Στην οικονομική σφαίρα δρούν αυτόβουλα υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά, που δεν είναι ενεργούμενα της κυβερνητικής πολιτικής. Επιχειρήσεις, εργαζόμενοι, αυτοαπασχολούμενοι, συνταξιούχοι, όλοι όσοι παράγουν, καταναλίσκουν, αποταμιεύουν, επενδύουν και οργανώνουν οικονομικές δράσεις είναι υποκείμενα της οικονομίας, πέρα από το κράτος. Η κίνηση της οικονομίας και η επίδραση της πολιτικής προσδιορίζονται από την δράση και την νοοτροπία των αυτόνομων υποκειμένων. Το κράτος ρυθμίζει την οικονομία χρησιμοποιώντας τρείς θεμελιακές εξουσίες: την κανονιστική (νομοπαραγωγή, θέσπιση κανόνων), την φορολογική (έσοδα, χρήσεις) και την κυρωτική (διασφάλιση συμμόρφωσης στους κανόνες). Οι θεμελιακές αυτές εξουσίες έρχονται αντιμέτωπες με σημαντικούς περιορισμούς στο σύγχρονο κόσμο. Περιορισμοί όμως δεν σημαίνουν εξάλειψη της ικανότητας για παρεμβάσεις. Επιβάλλουν εξορθολογισμό και βέλτιστη στόχευση. Η παγκοσμιότητα της οικονομίας παράγει περιορισμούς. Παγκοσμιότητα είναι η ικανότητα διεθνούς κίνησης προϊόντων, κεφαλαίων, εργασίας, τεχνογνωσίας, πληροφορίας. Παγκοσμιότητα σημαίνει διεθνείς αγορές όπου διαμορφώνονται διεθνείς τιμές. Ακόμη και τα μεγαλύτερα κράτη του πλανήτη δυσκολεύονται να επιδράσουν στην πορεία των διεθνών τιμών, χωρίς να δημιουργούν για τον εαυτό τους ανεπιθύμητες παρενέργειες. Οι διεθνείς τιμές είναι δεδομένα για την οικονομία.
Η παγκοσμιότητα μειώνει την οικονομική εξουσία του κράτους από τα έξω. Η παραοικονομία την μειώνει από τα κάτω. Παραοικονομία είναι δράστηριότητα που αναπτύσσεται έξω από την εμβέλεια των οικονομικών εξουσιών του κράτους. Οταν η παραοικονομία συναντάται με την παγκοσμιότητα τότε η μείωση της εμβέλειας των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία πολλαπλασιάζεται. (Το ξέπλυμα χρήματος είναι νεωτερική παραβατικότητα που δημιουργείται από την συνάντηση παραοικονομίας και παγκοσμιότητας). Η παραοικονομία είναι προϊόν νοοτροπιών που απορρίπτουν την νομιμότητα και την ηθική υπόσταση της κρατικής οικονομικής εξουσίας. Η σύγχρονη φιλελεύθερη ουτοπία προσλαμβάνει τους περιορισμούς με (εσφαλμένη) θεώρηση μηδενικού αθροίσματος: περισσότερη αγορά απαιτεί λιγότερο κράτος. Πιστεύω ότι πρέπει να δεχθούμε το ακριβώς αντίθετο, ιδίως αν διαβάσουμε την ιστορία των οικονομικών κρίσεων και των μεγάλων αναπτυξιακών εποχών. Το κράτος είναι μοχλός για να λειτουργεί η οικονομία της αγοράς. Χωρίς τον κανονιστικό, ελεγκτικό, διοικητικό και συντονιστικό ρόλο του δεν επιτυγχάνεται ούτε ανταγωνιστικότητα, ούτε διατήρηση της ανάπτυξης, ούτε συνοχή της κοινωνίας. Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει και προστατεύει τις συναλλαγές και την εργασία, το ελεγκτικό οικοδόμημα που προστατεύει τον καταναλωτή και τον αποταμιευτή, η διοίκηση και ο συντονισμός είναι σπουδαιότατα δημόσια αγαθά. Η πολιτική έχει καθήκον αυτά τα δημόσια αγαθά να τα αναγνωρίζει ως κεφαλαιιώδες οντολογικό της υπόβαθρο, να τα διαφυλάσσει, να τα ενισχύει, να τα παρέχει με τρόπο που βελτιώνει, αντί να πλήττει, την αποτελεσματικότητα της οικονομίας. Αυτό είναι το θεμελιώδες πρόταγμα της οικονομίας για την πολιτική. Καμμιά αγορά δεν λειτουργεί σε θεσμικό κενό. Το θεσμικό περιβάλλον παράγεται από παρεμβάσεις όπως η νομοθεσία, η απονομή δικαιοσύνης, ο συντονισμός της διοίκησης με συλλογικές δράσεις. Σε συνθήκες ανοίγματος των αγορών και παγκοσμιότητας η οικονομική νομιμότητα επαναπροσδιορίζεται. Οι έννοιες της επιλογής ποιότητας και του οικονομικού κινδύνου διαπερνούν όλο περισσότερο τις συναλλαγές. Οι μέθοδοι διαχείρισης κινδύνων γίνονται βασικό στοιχείο της συμπεριφοράς ατόμων, επιχειρήσεων, κρατών. Οι νομοπαρασκευαστές οφείλουν να γνωρίζουν την λειτουργία της οικονομίας
και τις ανάγκες της εργασίας, αναπτύσσοντας κύκλο δημόσιων διαβουλεύσεων. Η νομοπαρασκευή οφείλει να μετατραπεί σε ανοικτή διαδικασία. Η διαφάνεια στην νομοπαρασκευή αυξάνει την αξιοπιστία των θεσμών. Σήμερα η συμμόρφωση προς τους θεσμούς είναι ζητούμενο. Μας κυκλώνουν φαινόμενα οικονομικής αυτοδικίας που σηματοδοτούν κατάχρηση δημόσιας και ιδιωτικής εξουσίας. Η οικονομική αυθαιρεσία υποσκάπτει την ανάπτυξη. Ο οικονομική νομιμότητα είναι αναπτυξιακό πρόταγμα. Οσοι ελέγχουν την εφαρμογή των νόμων, κυριότατα η δικαιοσύνη, πρέπει να αλλάξουν. Πολλοί μιλούν για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης απέναντι στην πολιτική εξουσία. Αυτό δεν αρκεί. Χρειάζονται πολλαπλές ανεξαρτησίες: από οικονομικά συμφέροντα, απο τους μηχανισμούς δημοσιότητας, από εσωστρεφείς, συντεχνιακές μεθόδους σκέψης. Εκπαίδευση στο νέο οικονομικό δίκαιο, επανεξέταση της δικονομίας, ευρεία χρήση της εμπειρογνωμοσύνης, θέσπιση συνεργασίας με εξειδικευμένες ελεγκτικές αρχές είναι τα αναγκαία για μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης που θα διασφαλίσει αναλογικότητα και ευθυδικία στον οικονομικό χώρο. Αν δεχθούμε ότι η νομιμότητα είναι αναπτυξιακό ζητούμενο, τότε η ανταγωνιστικότητα ζητά μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης. Το δημόσιο έχει κρυμμένους θησαυρούς, για να παραφράσω την εξαιρετική επισήμανση του Δημήτρη Παπούλια. Η αποκάλυψη των θησαυρών έχει μία θεμελιακή προϋπόθεση: την μεταρρύθμιση του λογιστικού συστήματος και του ελεγκτικού μηχανισμού σε όλο το δημόσιο τομέα. Η λογιστικές μηχανορραφίες αποτελούν πλεόν βαρύτατο αδίκημα για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τις ίδιες μηχανορραφίες, όταν τις μετέρχεται το κράτος, δεν τις εμποδίζει τίποτε. Η δημόσια λογιστική είναι έρμαιο πολιτικών επιδιώξεων, όπως απέδειξε η πρόσφατη ιστορία της «απογραφής» και των επακολούθων της. Το δημόσιο λογιστικό και το Ελεγκτικό Συνέδριο οφείλουν να μεταρρυθμισθούν με βάση τις αρχές της ανεξαρτησίας και των διεθνών λογιστικών και ελεγκτικών προτύπων για τον δημόσιο τομέα. Σήμερα ο δημοσιονομικός έλεγχος έχει έντονα στοιχεία γραφειοκρατικής τυπολατρίας που προάγουν αυθαιρεσία, σπατάλη, μυωπική συμπεριφορά. Η εισαγωγή διεθνών προτύπων αποτελεί στρατηγική επιλογή.
Ο ποιοτικός έλεγχος και η πρόληψη καταστροφών αποτελούν τομείς υψηλής κρατικής εμπλοκής στην κοινωνία των σύνθετων καταναλωτικών και αποταμιευτικών προϊόντων, της κινητικότητας, των κινδύνων και των προσδοκιών υψηλής ποιότητας. Ο πολιτικός λόγος αναγνωρίζει αλλά δεν προτείνει συστηματική ανταπόκριση σε αυτές τις απαιτήσεις. Τα ελεγκτικά όργανα χρειάζονται πληροφοριακό-επιστημονικό υπόβαθρο και θέσπιση διαφανών προτύπων για τις διαδικασίες ελέγχου και πρόληψης καθαυτές. Μόνον έτσι μπορεί ο δημόσιος μηχανισμός να ανταποκριθεί στις νέες ελεγκτικές απαιτήσεις χωρίς δημιουργία γραφειοκρατικών τεράτων και νέων περιοχών αυθαιρεσίας. Θεμελιώδες δημόσιο αγαθό για την ανταπόκριση σε απαιτήσεις ποιοτικής πρόληψης και προστασίας είναι η ικανότητα συντονισμού. Ο συντονισμός έχει πολλές διαστάσεις (διϋπηρεσιακός, διεθνικού, εθνικού και τοπικού επιπέδου, κράτους και κοινωνικών φορέων κλπ) και απαιτεί σύγχρονο τεχνολογικό υπόβαθρο. Είναι αδύνατον να παραχθεί από τις δυνάμεις της αγοράς και χρειάζεται τεχνογνωσία, επενδύσεις και οργανωσιακό κεφάλαιο. Η παραγωγή συντονισμού αποτελεί προβεβλημένο στοιχείο στην ατζέντα της διοίκησης του κράτους, τόσο στον τομέα της προστασίας όσο και στον τομέα των αναπτυξιακών εγχειρημάτων. Η εμπειρία των Ολυμπιακών αγώνων αποτελεί μείζον παράδειγμα. H πολιτική είναι μηχανισμός παραγωγής νοοτροπιών. Πρόκειται για ανεξάντλητο ζήτημα, αλλά εντοπίζω τρείς ανατρεπτέες και ανατρέψιμες νοοτροπίες. Πρώτη, η κυριαρχία προσδοκιών βραχείας προθεσμίας. Ο ορίζοντας στην οικονομία και την πολιτική φαίνεται να έχει κολλήσει στο σήμερα/αύριο και να αγνοεί το υπόλοιπο μέλλον. Η κατανάλωση, ο ιδιωτικός δανεισμός, πολιτικές θέσεις στο ασφαλιστικό και πολλά άλλα μαρτυρούν αποπνικτικό βραχυπροθεσμισμό. Πώς θα σπάσει αυτό αν όχι από την πολιτική; Πως θα αποκατασταθεί οικονομικός λογισμός χωρίς μακρείς ορίζοντες; Πως θα αξιολογηθούν οι πρωτοβουλίες για παιδεία και υγεία χωρίς μακρά προοπτική; Πως θα διαλεγόμαστε με τα παιδιά μας αν όλοι διαπλάθονται να ζούν για το σήμερα; Ανατρέψιμο επίσης είναι ένα δίδυμο αντιλήψεων για το κράτος: τα παίρνει όλα και δεν δίνει τίποτε, ή, να τα δίνει όλα χωρίς να ζητά τίποτε. Η πολιτική μόνον, αργά σταθερά
και σεβόμενη την συνέχεια, μπορεί να οικοδομήσει μία νέα αντίληψη που θα αντιπαρέχει ορατά δημόσια αγαθά στους φόρους, καταπολεμώντας ομοούσιες νοοτροπίες του καταπιεζόμενου φορολογούμενου, του καπάτσου τζαμπατζή και του τολμηρού παραοικονομιστή. Αφησα τελευταίο το ψευδεπίγραφο αξίωμα που λέει ότι ανεξαίρετα οι πράξεις του δημοσίου προάγουν το δημόσιο συμφέρον. Το αξίωμα αυτό έχει μία πολύ απαιτητική προϋπόθεση που η πολιτική οφείλει να δημιουργήσει: διακυβέρνηση με υψηλά πρότυπα, διαφάνεια και λογοδοσία για όλα τα υποκείμενα, όλες τις οικονομικές δράσεις του δημόσιου τομέα. Το πρόσφατο παράδειγμα ασφαλιστικών ταμείων που διαχειρίζονται τεράστια ποσά ανεξέλεγκτα, (την ίδια ώρα που το δημόσιο επιβάλλει αυστηρότατους κανόνες στην αντίστοιχη διαχείριση από ιδιώτες), είναι αποκαλυπτικό του τι χρειάζεται παντού. Η ποιότητα της διακυβέρνησης είναι το υψηλότερο δημόσιο αγαθό που η πολιτική μπορεί να προσφέρει στην κοινωνία και την οικονομία. ΣΤΑΥΡΟΣ Β. ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος Public Interest Oversight Board