ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ

Σχετικά έγγραφα
Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙ ΙΚΟΣ Ο ΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ. Πηγή:

Κοινωνιογλωσσολογία: Γενικά

Νεοελληνική Γλώσσα Γ Λυκείου

ΘΕΜΑΤΑ Ι ΕΟΛΟΓΙΑ ΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ΟΡΩΝ

Εισαγωγικά στοιχεία για την Kοινωνιογλωσσολογία

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα,

Σκούρτου, Ε. (2011). Η Διγλωσσία στο Σχολείο. Αθήνα: Gutenberg. Γλώσσες και Διγλωσσία στον Κόσμο. Κεφάλαιο Πρώτο

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Κείμενο 1 [Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση]

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

ΤΑ ΝΕΑ 09/10/1999. Η ταµίας, η ταµία ή η ταµίισσα;

[Γλώσσα και Κοινωνία] Ασκήσεις

Ιδανικός Ομιλητής. Δοκιμασία Αξιολόγησης Α Λυκείου. Γιάννης Ι. Πασσάς, MEd Εκπαιδευτήρια «Νέα Παιδεία» 22 Μαΐου 2018 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Οι διαφοροποιήσεις στη γλώσσα των ατόµων ανάλογα µε την ηλικία που διανύουν συνιστούν το

ΑΓΓΛΙΚΑ ΣΑΒΒΑΤΟ 12 ΜΑΪΟΥ 2012

ΜΑΘΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΙΙ: ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ, ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΗ

ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

Η γλώσσα μας σήμερα... (5537)

Μαίρη Κουτσελίνη, Καθηγήτρια Εκ μέρους της Πρωτοβουλίας για την Ενίσχυση της γυναικείας παρουσίας στην πολιτική ζωή.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ HMEΡΗΣΙΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΛΥΚΕΙΩΝ (ΟΜΑ Α A ) 2012

Οι γλώσσες αλλάζουν (5540)

Δυσλεξία και Ξένη Γλώσσα

Αιτία παραποµπής Ε Ω ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΤΟΥ ΠΑΙ ΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ.

Το κείμενο αναφέρεται στη μειονεκτική θέση της γυναίκας στην ινδική κοινωνία. Η ινδική

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

ΑΓΓΛΙΚΑ Σ Α Β Β Α Τ Ο 1 0 Μ Α Ϊ Ο Υ

Κεφάλαιο Ένα Επίπεδο 1 Στόχοι και Περιεχόμενο

Θέµατα Μορφολογίας της Νέας Ελληνικής Ι. Κώστας Δ. Ντίνας Πανεπιστήµιο Δυτικής Μακεδονίας

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΑΛΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΑΛ 102 Προφορικός λόγος 6 ΓΑΛ 103 Γραπτός λόγος I 6 ΓΑΛ 170 e-french 6 ΓΑΛ Μάθημα περιορισμένης επιλογής 6

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ

Η ΜΕΣΩ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Φρειδερίκη ΜΠΑΤΣΑΛΙΑ Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ελένη ΣΕΛΛΑ Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα

Βιολογικό και κοινωνικό φύλο

2. Στοιχεία Πολυδιάστατων Κατανοµών

Η γλώσσα των νέων. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 11 Οκτωβρίου 2018 Α. ΚΕΙΜΕΝΟ

ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΙΩΑΝΝΑ ΚΟΥΜΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2016

Για την εξέταση των Αρχαίων Ελληνικών ως μαθήματος Προσανατολισμού, ισχύουν τα εξής:

1 η Δραστηριότητα Wiki

Η Γυναίκα στην Αρχαία Αθήνα. Χουτουρίδου Κλαούντια, καθ. κλ. ΠΕ07

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

1 Ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΕΥΚΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ : ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ : Τρασανίδης Γεώργιος, διπλ. Ηλεκ/γος Μηχανικός Μsc ΠΕ12 05

Μελη: Μπετυ Υφαντη Μαρουσα Μακρακη Γεωργια Οικονομου Ευα Μιχαλη. Ομαδα: Αγωνιστριες κατα της βιας

1 ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας

Προγλωσσικό στάδιο (0-12 µηνών)

Η γλώσσα των νέων. Τηλ: Ανδρέου Δημητρίου 81 & Ακριτών 26 -ΚΑΛΟΓΡΕΖΑ Α.

Μάριος Βρυωνίδης Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου Εθνικός Συντονιστής Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στη Δ τάξη

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Δ Φάση Επιμόρφωσης. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Γραφείο Διαμόρφωσης Αναλυτικών Προγραμμάτων. 15 Δεκεμβρίου 2010

Αιτιολογική έκθεση. µεγάλων δυσκολιών που η κρίση έχει δηµιουργήσει στον εκδοτικό χώρο και στους

Μέθοδος-Προσέγγιση- Διδακτικός σχεδιασμός. A. Xατζηδάκη, Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μιο Κρήτης


«Το κοινωνικό στίγµα της ψυχικής ασθένειας»

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τομέας Νέων Ελληνικών

Το Μάθημα της Γλώσσας στο Δημοτικό του Κολλεγίου Αθηνών

(γλώσσα και σχολική αποτυχία γλώσσα και. συµπεριφοράς) ρ. Πολιτικής Επιστήµης και Ιστορίας Σχολικός Σύµβουλος Π.Ε. 70

1. Σκοπός της έρευνας

Προς µια γλωσσική πολιτική την εποχή της παγκοσµιοποίησης και του διαδικτύου: ο σχεδιασµός του ΚΕΓ

ιαπολιτισµική κοινωνική ψυχολογία Στόχος µαθήµατος: η κατάδειξη του ρόλου που παίζει ο πολιτισµός στις κοινονικο-ψυχολογικές διαδικασίες.

ημοσιογραφικός Λόγος (γλωσσικά μέσα και ιδεολογία) Σημειώσεις για το μάθημα ημοσιογραφία & ημόσιος Λόγος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ 1ης ΕΡΕΥΝΑΣ (1 ο Ερευνητικό Ερώτημα)

Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού

5η ιδακτική Ενότητα ΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Χηµική ισοδυναµία πυρήνων και µοριακή συµµετρία

Δρ Γεωργία Αθανασοπούλου Σχ. Σύμβουλος Δυτικής Αττικής και Ν. Φωκίδας

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. Η αγγλική και οι άλλες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Α ΛΥΚΕΙΟΥ

Εισαγωγή στην Σηµασιολογία. Γεωπληροφορική Ελένη Τοµαή

ΣΟΦΙΑ Γ. ΑΣΛΑΝΙΔΟΥ. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ από την Οπτικοακουστική στην Ψηφιακή Αγωγή

ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΙ ΑΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Η ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

αντισταθµίζονται µε τα πλεονεκτήµατα του άλλου, τρόπου βαθµολόγησης των γραπτών και της ερµηνείας των σχετικών αποτελεσµάτων, και

Κείμενο. Εφηβεία (4596)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΜΟΝΑ Α ΑΥΤΟΜΑΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

ΚΕΙΜΕΝΑ - ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ - ΑΣΚΗΣΕΙΣ. -από πού είσαι; Ο Αλέξανδρος γνωρίζει μια κοπέλα...

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ. Ον\μο 9 Α Λυκείου 23\11\2014 Κείμενο: Η γλώσσα μας σήμερα

Κείμενο Μετασχηματίζοντας δημιουργικά την αμφισβήτηση (6606)

ΑΝΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΗΜΑΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Β ΤΑΞΗ (Σ. Καρύπη, Μ. Χατζοπούλου) Ι.Ε.Π. 2018

Reading/Writing (Κατανόηση και Παραγωγή Γραπτού Λόγου): 1 ώρα και 10 λεπτά

H διγλωσσία στο εκπαιδευτικό μας σύστημα

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2016

Πέτρος Κλιάπης 3η Περ. Ημαθίας

Εθνικός Κήρυκας 4 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2015 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

5 Οι ικανότητες του χρήστη/μαθητή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΣΗΜΕΡΑ. 1.1 Εισαγωγή

ヤ Διδασκαλία της Γλώσσας στις τάξεις Γ & Δ

Πρόλογος: Κογκίδου ήµητρα. Εκπαιδευτική Ηγεσία και Φύλο. Στο: αράκη Ελένη (2007) Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ

Η στάση του δασκάλου απέναντι στον δίγλωσσο µαθητή 2. Ιωάννινα 2004

Συγκριτική Ανάλυση των Στοιχείων Η θέση των συµβουλίων στη διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήµατος

διευκρίνιση Η (προ)ιστορία Παραδοσιακή µέθοδος διδασκαλίας - «Παραδοσιακά» Προγράµµατα Γλωσσικής Διδασκαλίας

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΚΕΝΗΣ ΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΕΦΕΔΡΙΚΟΥ ΠΙΝΑΚΑ 31/12/2017

Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας και Αξιολόγησης (ΚΕΕΑ) Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (ΠΙ)

Τρόποι αναπαράστασης των επιστημονικών ιδεών στο διαδίκτυο και η επίδρασή τους στην τυπική εκπαίδευση

Δύο κύριοι τρόποι παρουσίασης δεδομένων. Παράδειγμα

Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών για τη Γλώσσα στην Υποχρεωτική Εκπαίδευση

Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Transcript:

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ Μ. ΚΑΚΡΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ Η αρχή της ισοτιµίας των γλωσσών Όλες οι γνωστές φυσικές γλώσσες διαφοροποιούνται σηµαντικά από τους πολύ ατελέστερους επικοινωνιακούς κώδικες των ζώων ή τους τεχνητούς κώδικες (σήµατα τροχαίας, Μορς κλπ.) χάρη σε έναν αριθµό ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών, κυριότερα από τα οποία είναι τα εξής: πρώταπρώτα, όλες οι γνωστές φυσικές γλώσσες βασίζουν τη δοµή τους στον συνδυασµό µονάδων χωρίς νόηµα (των ήχων, δηλαδή φθόγγων/φωνηµάτων), έτσι ώστε να δηµιουργούνται µονάδες µε νόηµα (οι λέξεις). Επιπλέον, µε τους αυστηρούς κανόνες σχέσεων που διέπουν τα στοιχεία στα διάφορα υποσυστήµατά τους (φωνολογικό, µορφολογικό, συντακτικό, σηµασιολογικό), οι γλώσσες δηµιουργούν περαιτέρω συνδυασµούς (τις προτάσεις), ικανούς να εκφράσουν µε απόλυτη οικονοµία ολόκληρη την ανθρώπινη εµπειρία. Αυτό σηµαίνει, πρακτικά, ότι κάθε επιµέρους γλώσσα παρέχει στην κοινωνία που τη χρησιµοποιεί όλα τα στοιχεία (φωνήµατα, λέξεις, δοµές) που χρειάζεται για να εκφράσει τις έννοιες που την ενδιαφέρουν και τις σχέσεις µεταξύ των εννοιών αυτών, είτε πρόκειται για τους αρχαίους Έλληνες, τους Κινέζους, τους Άγγλους είτε για τους αυτόχθονες πληθυσµούς της Αυστραλίας, της Πολυνησίας, της Λατινικής Αµερικής (βλ. Lyons 1995, Harlow 1998, Κακριδή-Φερράρι 2001α, Πετρούνιας 2002). Έτσι, δυνάµει, οποιαδήποτε γλώσσα µπορεί, αν χρειαστεί, να επεκτείνει τα εκφραστικά της µέσα µε τρόπο που να εξυπηρετεί οποιαδήποτε επικοινωνιακή ανάγκη προκύψει στην πορεία της, στηριζόµενη πάντα στα βασικά της «υλικά»: τις µονάδες και τις διαδικασίες συνδυασµών που αποτελούν τους δοµικούς της πόρους. Linguists would claim that if they were simply shown the grammars of two different varieties, one with high and the other with low prestige, they could not tell which was which, any more than they could predict the skin colour of those who speak the two varieties. (Hudson 1980, σ. 191) Οι συνήθεις αξιολογήσεις ως προς τον «πλούτο» ορισµένων γλωσσών αφορούν κυρίως το λεξιλόγιο, το επιφανειακότερο και ρευστότερο γλωσσικό επίπεδο δηλαδή, το οποίο αναπτύσσεται συνήθως στους τοµείς που ενδιαφέρουν κάθε κοινότητα οµιλητών σε µια συγκεκριµένη ιστορική περίοδο: µπορεί να πρόκειται για τοµείς του φυσικού περιβάλλοντος, της επιστήµης, του πολιτισµού, των τεχνών, της τεχνολογίας κ.ο.κ. Ωστόσο, οποιαδήποτε γλώσσα µπορεί ανά πάσα στιγµή να επεκτείνει το λεξιλόγιό της έτσι ώστε να εκφράσει νέες ανάγκες της κοινωνίας που τη χρησιµοποιεί και αυτό γίνεται - για όλες τις γλώσσες ανεξαιρέτως - µε τους ίδιους µηχανισµούς: δηµιουργία νέων λέξεων ή σηµασιών (µέσω παραγωγής και σύνθεσης) και δανεισµό. Σε όποιον

2 όµως τοµέα και αν είναι ανεπτυγµένο το λεξιλόγιο µιας γλώσσας, όποιες και αν είναι οι γραµµατικές κατηγορίες που επιλέγει να διακρίνει για να εκφράσει τις διαστάσεις του κόσµου που ενδιαφέρουν τους οµιλητές της, δεν διαφοροποιείται ως προς καµία από τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν από κοινού όλες τις ανθρώπινες γλώσσες που ξέρουµε. Αν όµως, θεωρητικά, όλες οι γλώσσες είναι δοµικά ισότιµες, ακριβώς διότι έχουν όλες ανεξαιρέτως τις ίδιες δυνατότητες και τους ίδιους µηχανισµούς ανάπτυξης, τότε, κατ επέκταση, είναι και (δυνάµει) λειτουργικά ισότιµες, µια που µπορεί να εµπλουτιστούν όπου, όπως και όποτε χρειαστεί. Στην πράξη, ωστόσο, η καθεµιά αναπτύσσεται τελικά προς διαφορετική κατεύθυνση: κάθε γλώσσα καλείται κάθε φορά να καλύψει περισσότερες ή λιγότερες δηµόσιες λειτουργίες (εκπαιδευτική, νοµοθετική, διοικητική, επιστηµονική, τεχνολογική) ή αναπτύσσει διαφορετικού τύπου λογοτεχνική παραγωγή, προφορική ή γραπτή, ανάλογα µε τη διαχρονική πορεία και τις εκφραστικές ανάγκες που επιβάλλει ο πολιτισµός και η εξέλιξη του πληθυσµού που τη µιλά. Αυτή ακριβώς η λειτουργική ανισοτιµία διαφοροποιεί σηµαντικά τις γλώσσες στην κοινωνική αποτίµηση των ατόµων, τα οποία τις αξιολογούν και τις κατατάσσουν σ έναν άξονα µε θετικό πόλο τις λεγόµενες «πλούσιες», «ανεπτυγµένες», «πολιτισµένες» γλώσσες και, αντίθετα, µε αρνητικό πόλο τις λεγόµενες «φτωχές», «ανεπαρκείς», «κατώτερες» κλπ. γλώσσες. Η αποτίµηση αυτή, ωστόσο, αφορά την τύχη τους στην ιστορία των κοινωνιών και καθόλου τις εγγενείς ιδιότητές τους. Κοινωνιογλωσσική ανισότητα Ανισότητα στην υπόσταση των γλωσσικών ποικιλιών Παρά την αρχή της ισοτιµίας των γλωσσών, οι διάφορες γλώσσες, διάλεκτοι κλπ. αποτιµώνται διαφορετικά στη λεγόµενη «γλωσσική αγορά» και η αξιολόγηση που τις συνοδεύει µπορεί να έχει σηµαντικές επιπτώσεις στην περαιτέρω τύχη τους Η ανισότητα που διαπιστώνεται µπορεί να θίξει όλα τα είδη γλωσσικών ποικιλιών. Μιλάµε πρώτα-πρώτα για διαγλωσσική ανισότητα, όταν η διαφορετική αποτίµηση αφορά δοµικά διακριτές γλώσσες, π.χ. τη γερµανική και την τουρκική, την ισπανική και την πορτογαλική κ.ο.κ. Στην ενδογλωσσική ανισότητα, µεταξύ ποικιλιών της ίδιας γλώσσας, µπορούµε να διακρίνουµε διάφορες διαστάσεις. Συγχρονική ενδογλωσσική ανισότητα συναντάµε σε πολλά επίπεδα: (α) µεταξύ πρότυπης (νόρµας) ή κοινής από τη µια και γεωγραφικών διαλέκτων από την άλλη (π.χ. η αθηναϊκή ποικιλία έναντι της κρητικής, τα ελληνικά της Ελλάδας έναντι των ελληνικών των Η.Π.Α. ή της Αυστραλίας, τα γαλλικά της Γαλλίας έναντι των γαλλικών του Καναδά κ.ο.κ.) (β) µεταξύ διαφορετικών διαλέκτων/ιδιωµάτων (π.χ. τα πελοποννησιακά έναντι των θεσσαλικών ιδιωµάτων ή, γενικότερα, τα νότια έναντι των βορείων ιδιωµάτων) (γ) µεταξύ κοινωνικών διαλέκτων (π.χ. οι επαγγελµατικές διάλεκτοι των γιατρών ή των δικηγόρων έναντι των επαγγελµατικών διαλέκτων των ξυλουργών ή των υδραυλικών) και, τέλος, (δ) µεταξύ λειτουργικών ποικιλιών µιας γλώσσας (π.χ. ο γραπτός λόγος έναντι του προφορικού στις περισσότερες εκφάνσεις του).

3 ιαχρονική ενδογλωσσική ανισότητα, πάλι, έχουµε όταν αποτιµώνται διαφορετικά οι ιστορικές ποικιλίες µιας γλώσσας: η αρχαία ελληνική π.χ. αντιµετωπίζεται σαν σηµαντικότερη από τη νέα στη συνείδηση τόσο των Νεοελλήνων όσο και των ξένων (Μαρωνίτης 1999). Εννοείται ότι οι παρατηρούµενες διαβαθµίσεις στο γόητρο ή την «αξία» των γλωσσών (ονοµαστική και όχι πραγµατική, υπενθυµίζουµε) δεν ισχύουν σε απόλυτο βαθµό, δεδοµένου ότι µια γλώσσα ή γλωσσική ποικιλία µπορεί να θεωρείται «ισχυρότερη» σε σχέση µε µια άλλη, αλλά «ασθενέστερη» σε σχέση µε µια τρίτη. Πολύ συχνά παρατηρείται δικαιολόγηση της ισχύος ή της «ανωτερότητας» µιας ποικιλίας έναντι άλλων µε αυθαίρετη επίκληση γραµµατικών κατηγοριών που µπορεί να υπάρχουν σ αυτήν, αλλά όχι και στις άλλες µε τις οποίες συγκρίνεται. Στην περίπτωση αυτή, υφίσταται σύγχυση ανάµεσα στον τρόπο που οι γλώσσες λειτουργούν δοµικά (ποιες έννοιες ή σχέσεις γραµµατικοποιούν στο σύστηµά τους) και στη δυνατότητά τους να εκφράζουν µε άλλους τρόπους ό,τι επιλέγουν να µην γραµµατικοποιήσουν. Τα κριτήρια πάνω στα οποία βασίζεται στην πράξη η άνιση αποτίµηση των γλωσσικών ποικιλιών είναι ποικίλα και αφορούν αφενός ιστορικοπολιτικά, κοινωνικά ή πολιτισµικά χαρακτηριστικά των φορέων τους, αφετέρου οικονοµικά και πληθυσµιακά. Κατά γενική οµολογία, δεν έχει τόσο µεγάλη σηµασία πόσοι µιλούν µια γλωσσική ποικιλία για να θεωρείται ισχυρή όσο ποιοι τη µιλούν. Έτσι, η ανισοµερής κατανοµή και η διαβάθµιση των γλωσσικών ποικιλιών ανάµεσα στους δύο πόλους ισχύος, τον θετικό και τον αρνητικό, αντανακλά κυρίως στάσεις απέναντι στην εικόνα και το κύρος των οµάδων που τις µιλούν. Η ανισότητα έχει, τέλος, σοβαρές επιπτώσεις και στο εσωτερικό της δοµής των γλωσσών, δεδοµένου ότι οι ισχυρές ποικιλίες καλλιεργούνται, κωδικοποιούνται και µελετώνται περισσότερο από τις ασθενέστερες, οι οποίες, επιπλέον, υφίστανται και τη γενικότερη επίδραση ή τη (λεξιλογική τουλάχιστον) διείσδυση των ισχυρών. Μια γλωσσική ποικιλία δηλαδή που χρησιµοποιείται στη νοµοθεσία, τη διοίκηση, τα Μ.Μ.Ε. κλπ. υφίσταται µεγαλύτερη επεξεργασία, αναπτύσσει νέους όρους, νέες διακρίσεις, νέους εκφραστικούς τρόπους, νέα είδη λόγου, καταγράφεται σε λεξικά και γραµµατικές και µελετάται περισσότερο. Πολύ λιγότερο συµβαίνουν αυτά σε ασθενέστερες ποικιλίες, οι οποίες, αντιθέτως, πολλές φορές µπορεί να µην καταγράφονται (π.χ. η Ροµανί) ούτε να κωδικοποιούνται (π.χ. η γερµανοελβετική διάλεκτος Schwyzertüütsch), ενώ παράλληλα µελετώνται και πολύ λιγότερο. Να υπενθυµίσουµε αυτό που αναφέραµε παραπάνω, ότι οι ασθενείς ποικιλίες είναι δυνατόν να εγκαταλειφθούν σιγά-σιγά από τους οµιλητές τους προς όφελος ισχυρότερων ποικιλιών που χρησιµοποιούνται στο ίδιο περιβάλλον, όπως συµβαίνει π.χ. µε πολλές µειονοτικές γλώσσες. Αυτό αποδεικνύει το πόσο βαθιά η ανισότητα, µέσα από τις κοινωνικές προκαταλήψεις και στάσεις, επηρεάζει τόσο τη µορφή όσο και την ιστορία των γλωσσών.

4 Ανισότητα στη δοµή και τη χρήση των γλωσσικών ποικιλιών Μια διαφορετική έκφραση της ανισότητας εκδηλώνεται µέσα στο ίδιο το σύστηµα της γλώσσας, όπου παρατηρείται η ύπαρξη ή η συγκεκριµένη χρήση στοιχείων διαφόρων γλωσσικών επιπέδων, τα οποία δεν θα υπήρχαν ή δεν θα χρησιµοποιούνταν µε τον ίδιο τρόπο, αν δεν υπήρχε ανισότητα στις κοινωνικές σχέσεις. Εδώ δεν έχουµε ανισότητα στην αντιµετώπιση της γλώσσας, αλλά ανισότητα στο πώς αντιµετωπίζει η ίδια η γλώσσα, µέσω των οµιλητών που τη διαµορφώνουν και τη χειρίζονται, τις διάφορες οµάδες και τα άτοµα: οι κοινωνικές διακρίσεις εγγράφονται δηλαδή απευθείας στον κώδικα και στη χρήση που του γίνεται. Η περίπτωση του φύλου Συνολικά, µπορούµε να πούµε ότι η γλώσσα καταγράφει διαφορετικά τα δύο φύλα, τόσο στο επίπεδο του γλωσσικού συστήµατος και των δυνατοτήτων έκφρασης που µας παρέχει όσο και στο επίπεδο της χρήσης του, στο πώς χρησιµοποιούνται δηλαδή τα στοιχεία ακόµη και σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές έκφρασης. Η ιεραρχηµένη διαφορά άνδρα και γυναίκας αποτυπώνεται έτσι στη γλώσσα µε πολλαπλούς τρόπους: αποσιωπώντας και αποκρύπτοντας τη γυναίκα, τοποθετώντας την δεύτερη στη σειρά, δίνοντας σε θηλυκές λέξεις ή καταλήξεις αρνητικό περιεχόµενο κλπ. Η ανισότητα, η οποία και εδώ αφορά κοινωνικές οµάδες οµιλητών και οµιλητριών, όπως και στο προηγούµενο κεφάλαιο, διαχέεται αυτή τη φορά στο ίδιο το σύστηµα και τα στοιχεία του, ενώ αναπαράγεται µέσα από αυτό και από την οπτική που υπαγορεύει στους χρήστες του. Στο µορφολογικό επίπεδο πρώτα, βλέπουµε ότι πολλά λεξιλογικά στοιχεία δεν σχηµατίζουν θηλυκό µε ξεχωριστή κατάληξη (ο και η θεατής, αλλά ο ακροατής-η ακροάτρια), ιδιαίτερα µάλιστα σε διάφορα επαγγέλµατα υψηλού κύρους: η εισαγγελέας, η πρωτοδίκης, η τµηµατάρχης, η δακτυλογράφος και τόσα άλλα δεν έχουν ακόµη σχηµατίσει θηλυκό τύπο, παρόλο που, γενικά, η γλωσσοπλαστική δραστηριότητα σε άλλους τοµείς (π.χ. στην τεχνολογία ή στις επιστήµες) είναι πολύ δηµιουργική («γιατί δεν υπάρχουν βουλεύτριες, παρά µόνο χορεύτριες;», ρωτά η Φραγκουδάκη 2005). Έτσι, η γυναικεία ιδιότητα και ταυτότητα δεν αποκτά στο επίπεδο αυτό τη δική της έκφραση, αλλά εκφράζεται µέσω καταλήξεων που κανονικά δηλώνουν το ανδρικό φύλο. Ακόµη όµως και όταν υπάρχει, η θηλυκή κατάληξη λειτουργεί πολλές φορές αρνητικά, δηµιουργώντας υποτιµητικές συνυποδηλώσεις σε πολλά θηλυκά επαγγελµατικά ή τίτλους και αξιώµατα: η πρόεδρος - η προεδρίνα, η υπουργός - η υπουργίνα, η βουλευτής - η βουλευτίνα, η πρύτανης - η πρυτάνισσα, η γιατρός - η γιατρίνα, η δικηγόρος - η δικηγορίνα, η αρχιτέκτων - η αρχιτεκτόνισσα, η ταξιτζής - η ταξιτζού, η θυρωρός - η θυρωρίνα (αλλά: ο φούρναρης - η φουρνάρισσα, ο µανάβης - η µανάβισσα). Η διαφορά γοήτρου που σηµατοδοτεί εδώ η θηλυκή κατάληξη κάνει τις ίδιες τις γυναίκες να την αρνούνται, ενώ η παγίδα γίνεται έτσι διπλή: αν χρησιµοποιήσουν τη θηλυκή κατάληξη υποβιβάζεται το κύρος τους, αν όχι διαιωνίζουν τη δήλωσή τους µέσω αρσενικού µορφήµατος (βλ. Τριανταφυλλίδης 1963, Παυλίδου 1984, 1990-91, 2002, Κριαράς 1987, Τσοπανάκης 1994: 260 κ.εξ., Μακρή-Τσιλιπάκου 1989, 1996, Χάρης 2003,

5 Μπασλής 1996, Φραγκουδάκη 1987α,β, 1988, 2005, Τσοκαλίδου 1996, Ντάλτας 1992, Κατή 1994). Στο συντακτικό επίπεδο, η ανισότητα εκφράζεται πολύ έντονα στη χρήση του γένους, όπου το αρσενικό χρησιµοποιείται: (α) πρώτο στη σειρά (συνήθως), διότι θεωρείται ισχυρότερο: κύριος και κυρία Τάδε, Αδάµ και Εύα, Αντώνιος και Κλεοπάτρα) (β) γενικευτικά (generic use), όπου θεωρείται ότι συµπεριλαµβάνει και τη γυναίκα: οι φοιτητές της Σχολής (=οι φοιτητές και οι φοιτήτριες), άνθρωπος, γονιός, υιοθεσία κλπ. Τέλος, (γ) ως προς τη συµφωνία ουσιαστικού και των κατηγορηµάτων του, οι γραµµατικές σηµειώνουν ότι όταν τα υποκείµενα είναι πολλά και διαφορετικού γένους αλλά άψυχα, τότε εκφέρονται σε ουδέτερο γένος (τα τραπέζια και οι καρέκλες ήταν σκορπισµένα παντού). Όταν όµως είναι έµψυχα (άρα και έµφυλα), τότε εκφέρονται στο «επικρατέστερο» γένος, δηλαδή το αρσενικό (ο µαγαζάτορας και η πελάτισσα κοιτούσαν σκυθρωποί). Τέλος, στο σηµασιολογικό και το λεξιλογικό επίπεδο έχουµε συχνά την ύπαρξη λεξηµάτων που σηµατοδοτούν τη διαφορετική κοινωνική υπόσταση των δύο φύλων, όπως π.χ. το (µοναδικό) κύριος έναντι του (διπλού) κυρία ή δεσποινίς, όπου ο γάµος, σαν σκοπός ζωής, είναι καθοριστικός µόνο για τη γυναίκα. Συγχρόνως, οι ασυµµετρίες και τα λεξιλογικά κενά είναι πολλά και ιδιαίτερα αποκαλυπτικά: παρθένα, σιγανοπαπαδιά, αντροχωρίστρα (χωρίς αρσενικό αντίστοιχο). Επιπλέον, βλέπουµε ότι οι σηµασίες, οι συνυποδηλώσεις και τα διάφορα σηµασιολογικά κενά σηµατοδοτούν θετικά τον άνδρα (αντρείος, αντρειωµένος, αντρίκιος, αντροπαρέα, αντρικές κουβέντες, ανδραγάθηµα κλπ.) και αρνητικά τη γυναίκα (γυναικοδουλειά, γυναικοκουβέντες, γυναικοκαβγάς, γυναικόκοσµος, γυναικοµάνι, γυναικόπαιδα, γυναικούλα, γύναιο, γυναίκα του δρόµου). Τόσο στα παραπάνω παραδείγµατα όσο και σε άλλα, π.χ. στην ύπαρξη των λεξηµάτων υιοθετώ και υιοθεσία, παρατηρούµε ότι το ίδιο το σύστηµα, η γλώσσα, δεν δίνει καν επιλογές: αν δεν φτιάξουµε νέα λέξη γι αυτές τις σηµασίες (π.χ. τεκνοθεσία, που προτείνει η Τσοκαλίδου 1996: 43), δεν υπάρχει δυνατότητα να αναφερθούµε στη γυναίκα χωρίς να αναπαραγάγουµε την υπάρχουσα έκφραση ανισότητας. Η περίπτωση της έκφρασης της «ευγένειας» Ένα δεύτερο παράδειγµα έκφρασης της ανισότητας έχουµε στην έκφραση της κοινωνικής συµµετρίας και ασυµµετρίας, που σχετίζεται µε την έννοια της «ευγένειας». Η σύγχρονη (διεπιδραστική) µελέτη της ευγένειας (Brown & Levinson 1987) βασίζεται στην έννοια του δηµόσιου προσώπου (face) του Erving Goffman, δηλαδή της δηµόσιας εικόνας που διεκδικεί για τον εαυτό του κάθε µέλος της κοινωνίας. Ως θετική πλευρά του (δηµόσιου) προσώπου ορίζεται η ανάγκη του ατόµου να είναι αρεστό στους γύρω του και αυτή καθορίζει τους στόχους των στρατηγικών θετικής ευγένειας. Αντίθετα, ως αρνητική του πλευρά ορίζεται η ανάγκη του να µένει ανενόχλητο από τους άλλους και αυτή καθορίζει αντίστοιχα τους στόχους της ονοµαζόµενης αρνητικής ευγένειας, που συµπίπτει µε τη συνήθη χρήση του όρου στην καθηµερινή ζωή, δηλαδή µε την τυπική ευγένεια, θα λέγαµε. Για µας εδώ, η έκφραση της ανισότητας αφορά την ευγένεια

6 όταν η ασυµµετρία στην κοινωνική θέση και στη σχέση των ατόµων αποτυπώνεται και στα στοιχεία του συστήµατος και στις χρήσεις που τις δηλώνουν. Στο µορφολογικό επίπεδο πρώτα, υπάρχουν ορισµένες καταλήξεις που χρησιµοποιούνται µόνο σε περίπτωση ευγενικών προσφωνήσεων: κύριε διευθυντά, κύριε καθηγητά, κύριε γραµµατεύ, κύριε εισαγγελεύ, κύριε νοµάρχα (Φραγκουδάκη 1987: 149). Σε συντακτικό και σηµασιολογικό επίπεδο, έχουµε τη γνωστή περίπτωση χρήσης ορισµένου αριθµού και ορισµένου προσώπου, µε την κατάλληλη αντωνυµία, για την έκφραση της (τυπικής) ευγένειας. Γι αυτόν τον στόχο, στα ελληνικά και στα γαλλικά χρησιµοποιούµε το β πρόσωπο του πληθυντικού (εσύ/εσείς - εσείς/εσείς και tu/vous -vous/vous) στα γερµανικά χρησιµοποιείται το γ πρόσωπο πληθ. (du/sie -ihr/sie) στα ισπανικά υπάρχουν ειδικοί τύποι αντωνυµιών από παλαιότερες περιόδους (tu/usted - vosotros/ustedes) στα ιταλικά χρησιµοποιείται το γ πρόσωπο ενικού µε αντωνυµία θηλυκού γένους (tu/lei-voi/loro) κλπ. Σε ορισµένες ασιατικές κυρίως γλώσσες (γιαπωνέζικα, κορεάτικα κ.ά.), η έκφραση της ευγένειας, πάντα µε τη διπλή έννοια της ασυµµετρίας και της απόστασης, είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και συνεπάγεται αφενός ειδικά λεξήµατα, αφετέρου ειδικές καταλήξεις αντωνυµιών, ρηµάτων κλπ. (τα λεγόµενα honorifica), που εκτείνονται σε ολόκληρη την πρόταση και αφορούν µια ολόκληρη κλίµακα ιεραρχηµένων θέσεων και σχέσεων µεταξύ των συνοµιλούντων ατόµων. Τέλος, στο λεξιλογικό επίπεδο, έχουµε πολλές φορές ιδιαίτερη ύπαρξη ή χρήση λεξηµάτων για την έκφραση της συµµετρίας και ασυµµετρίας, ιδίως στους τίτλους και στις προσφωνήσεις: κύριε, γιατρέ µου, κύριε διευθυντά, Γιώργο αλλά και µπάρµπα, παλικάρι, γιόκα µου, λεβέντη κυρία, κυρία Παπαδοπούλου, δεσποινίς, Ελένη, αλλά και κυρία µου (επιτηµητικά), κυρά µου, µαντάµ, κοπελιά, κοπέλα µου, κούκλα κυρία συνάδελφε, αλλά και συναδέλφισσα κ.ά. (βλ. Μακρή-Τσιλιπάκου 1983, Πέτριτς 1989, 1992). Για να συνοψίσουµε, τα στοιχεία που παραθέσαµε στα παραδείγµατά µας αποτυπώνουν την κοινωνιογλωσσική ανισότητα στις σχέσεις µεταξύ ατόµων που τοποθετούνται διαφορετικά στην κλίµακα της κοινωνικής συµµετρίας και ασυµµετρίας. Συγχρόνως, βέβαια, η χρήση τους νοµιµοποιεί µε τη σειρά της τη συγκεκριµένη κάθε φορά κοινωνική ανισότητα, αναπαράγοντάς την µέσα από την πραγµατικότητα που δηµιουργεί η γλώσσα