4 η Ενότητα Φωνολογική αντίληψη και παραγωγή 1. Η φωνολογική αντίληψη του παιδιού Κατά την μελέτη της φωνητικής αντίληψης παρατηρήθηκε ότι το βρέφος είναι σε θέση από πολύ νωρίς να διακρίνει τη γλώσσα του περιβάλλοντός του από άλλες ξένες γλώσσες, να διακρίνει ανάμεσα σε δύο ξένες γλώσσες και να ξεχωρίζει τους ήχους διαφορετικών γλωσσών. Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι η αντίληψη και η διαφοροποίηση των γλωσσικών ήχων αρχίζει από πολύ νωρίς (από τον πρώτο μήνα περίπου). Η παρατήρηση της φωνολογικής αντίληψης του βρέφους έχει σκοπό να δώσει απάντηση στην ερώτηση αν τα παιδιά ηλικίας έως δύο ετών αντιλαμβάνονται τις διαφορές μεταξύ των φωνημάτων της μητρικής τους γλώσσας. Όσον αφορά τα φωνήματα της γλώσσας στην οποία μεγαλώνει το παιδί, δηλ., της μητρικής του γλώσσας, ο Ingram (1989) διέκρινε τρεις παράγοντες που επηρεάζουν τη χρονική σειρά κατάκτησής τους. α) η δυσκολία άρθρωσης, β) η δυσκολία ακουστικής αντίληψης και γ) ο λειτουργικός ρόλος του φωνήματος στο φωνολογικό σύστημα της γλώσσας που κατακτά το παιδί. Σύμφωνα με τον Ingram, μπορούμε να προβλέψουμε σωστά ότι τα διαρκή ή τριβόμενα σύμφωνα είναι πιο δύσκολα να κατακτηθούν από τα στιγμικά επειδή κατά την άρθρωσή τους δε σχηματίζεται εμπόδιο στην εκροή του αέρα, όπως είναι φυσικό για τα περισσότερα σύμφωνα. Επιπλέον, η ακουστική διάκριση ανάμεσα σε διαφορετικά διαρκή σύμφωνα, όπως /θ/-/ð/, /θ/-/f/ ή /ð/-/v/, είναι πιο δύσκολη από την ακουστική διάκριση ανάμεσα σε διαρκή και στιγμικά σύμφωνα, όπως /θ/-/d/, /ð/-/t/ ή /f/-/p/. Τέλος, αν το παιδί κατακτά την αγγλική γλώσσα, είναι φυσικό να επηρεάζεται Αυτή η Ενότητα αποτελεί επικαιροποιημένη εκδοχή Ενοτήτων που αναπτύχθηκαν από την Χ. Αλεξάκη, στο πλαίσιο του Έργου ΕΠΕΑΕΚ-Προπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών (2004-2005). Η επικαιροποίηση έγινε από την Ε. Καϊναδά (2010-2011).
στην παραγωγή του διαρκούς συμφώνου /ð/ από τον λειτουργικό του ρόλο στη γλώσσα-στόχο. Το σύμφωνο /ð/ προφέρεται στην Αγγλική συνήθως σε λειτουργικές (γραμματικές) λέξεις, όπως άρθρα και αντωνυμίες, τις οποίες το παιδί δεν κατακτά στα πρώτα στάδια της γλωσσικής ανάπτυξης, αλλά αργότερα. Στην Ελληνική, υποθέτουμε αντιθέτως βάσει της θεωρίας του Ingram ότι το παιδί πρέπει να αντιλαμβάνεται πιο γρήγορα τη διαφορά των διαρκών συμφώνων από ό,τι στην Αγγλική, αφού χρησιμοποιούνται συχνά σε σημασιολογικές διαφοροποιήσεις, όπως /'ðεma/-/'θεma/ ή /'ðino/-/'dino/ (Κατή 1992). Δεν υπάρχει δυστυχώς πειραματική έρευνα που να ελέγχει την παραπάνω υπόθεση. Κάτι που δεν αναδεικνύει ιδιαίτερα η, κατά τα άλλα πρωτοποριακή, έρευνα του Ingram είναι η σπουδαιότητα της φωνολογικής αντίληψης στην κατάκτηση της γλώσσας γενικότερα. Ξέρουμε ότι το παιδί γεννιέται μ έναν εγγενή μηχανισμό κατάκτησης της γλώσσας. Για να μπορέσει όμως να θέσει αυτόν τον μηχανισμό σε λειτουργία, να σχηματίσει το λεξικό της γλώσσας του περιβάλλοντός του και να σχηματίσει τη γραμματική της γλώσσας-στόχου πρέπει να αντιληφθεί και να ερμηνεύσει σωστά το φωνολογικό σύστημα της γλώσσας που ακούει. Η φωνολογική αντίληψη του παιδιού, επομένως, διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση του λεξικού, της μορφολογίας και της σύνταξης. Η θεώρηση ότι η φωνολογική αντίληψη θέτει σε λειτουργία τους υπόλοιπους τομείς του γλωσσικού μηχανισμού ονομάζεται «φωνολογική εκκίνηση» ή «φωνολογικός αναβολέας» ( phonological bootstrapping 1 ) του λεξικού και της σύνταξης. Στη συνέχεια, θα διερευνηθεί η θεώρηση της φωνολογικής εκκίνησης και θα αναλυθεί η σπουδαιότητά της για την κατάκτηση του λεξικού και της σύνταξης που θα εξεταστεί στα επόμενα κεφάλαια. 1 Ο όρος «αναβολέας» είναι η μετάφραση του αγγλικού όρου bootstrap που χρησιμοποιείται στην ιππασία. Αναβολέας είναι ο μεταλλικός δακτύλιος που χρησιμεύει για τη στήριξη των ποδιών του ιππέα στην ανάβαση (ίππευση), στην αφίππευση από τον ίππο και στην πορεία και εκτέλεση διαφόρων βηματισμών του ίππου. Ο όρος «αναβολέας» χρησιμοποιείται στην κατάκτηση της γλώσσας μεταφορικά για την επισήμανση της βοήθειας που δέχεται το παιδί από κάποιον έμφυτο μηχανισμό για την κατάκτηση της μητρικής του γλώσσας. Έτσι διακρίνεται ανάμεσα στο φωνολογικό αναβολέα, στο σημασιολογικό αναβολέα, στο συντακτικό αναβολέα, στον μορφολογικό αναβολέα κλπ. 2
2. Η φωνολογική εκκίνηση ή ο φωνολογικός αναβολέας ( phonological bootstrapping ) του λεξικού και της σύνταξης Η φωνητική αντίληψη του βρέφους αρχίζει αμέσως μετά τη γέννησή του, ενώ η φωνολογική του αντίληψη, η οποία καταλήγει στην κατάκτηση των λέξεων και τη δημιουργία του πρώτου λεξιλογίου, αρχίζει περίπου τον έκτο μήνα με την ευαισθησία που δείχνει το παιδί στις φωνολογικές ιδιότητες των λέξεων της γλώσσας του περιβάλλοντός του. Πριν παρουσιασθεί η υπόθεση της φωνολογικής εκκίνησης, πρέπει να επισημανθεί ποια είναι η φύση του προβλήματος που αντιμετωπίζει το παιδί στην αντίληψη των λέξεων ως φωνολογικών ενοτήτων: Α) Η συνεχής ροή της ομιλίας: Ένα από τα δυσκολότερα φωνολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει το βρέφος στην αντίληψη και κατάτμηση των γλωσσικών δομών είναι η συνεχής ροή της ομιλίας. Πολλές φορές οι λέξεις ενώνονται και τα όριά τους είναι φωνολογικά δυσδιάκριτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν εκφράσεις που ακόμα και οι ενήλικες δυσκολεύονται να αναλύσουν: π.χ. /'pundo/ = Πού ν το; (= που είναι αυτό;) Δεν υπάρχουν συνήθεις και σταθερές παύσεις ανάμεσα στις λέξεις, ώστε το παιδί να αντιληφθεί τα φωνολογικά όριά τους. Για παράδειγμα, η αγγλική αδιάσπαστη φωνολογική ενότητα /ayskrim/ δεν γνωρίζουμε αν έχει την παύση ανάμεσα στο /ay/ και το /skrim/ οπότε αντιστοιχεί στη συντακτική φράση I scream (= ουρλιάζω) ή αν έχει την παύση ανάμεσα στο /ays/ και το /krim/ οπότε αντιστοιχεί στην λεξιλογική ενότητα ice cream (= παγωτό). Β) Οι λέξεις δε διδάσκονται μεμονωμένες: Το λεξιλόγιο όχι απλά δε διδάσκεται στο παιδί, αλλά δε χρησιμοποιείται και στην ομιλία που απευθύνεται στο παιδί ανεξάρτητα από φωνολογικές ενότητες, συντακτικές φράσεις ή προτάσεις. Σε δώδεκα μητέρες ζητήθηκε να παρουσιάσουν νέες λέξεις στα παιδιά τους και παρατηρήθηκε ότι οι εννιά από τις μητέρες χρησιμοποίησαν τις νέες λέξεις μόνο σε βαθμό 5%-30% μεμονωμένα. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, οι νέες λέξεις χρησιμοποιήθηκαν σε συγκεκριμένα συντακτικά περιβάλλοντα, τα οποία έπρεπε να αναλυθούν τουλάχιστον φωνολογικά από τα παιδιά. Γ) Τα παιδιά δεν έχουν έμφυτο λεξικό: Τα παιδιά γεννιούνται με την ικανότητα να δημιουργούν το νοητικό λεξικό της γλώσσας του περιβάλλοντός τους, δίχως αυτό να προϋπάρχει. Επομένως, τα παιδιά δε γνωρίζουν ποια είναι τα φωνολογικά όρια των λέξεων της μητρικής τους γλώσσας. 3
Σύμφωνα με τη φωνολογική εκκίνηση, το παιδί βρίσκει τη λύση του προβλήματος της κατάτμησης των γλωσσικών δομών στην αντίληψη των κανόνων του φωνολογικού συστήματος της γλώσσας που κατακτά. Το παιδί δε χωρίζει το γλωσσικό μήνυμα αμέσως σε λέξεις, αλλά σε προσωδιακές ενότητες, δηλαδή ενότητες που είναι οργανωμένες βάσει του ρυθμού και του επιτονισμού. Οι προσωδιακές ενότητες μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιστοιχούν περίπου στις προτάσεις και στις φράσεις. Όπως επισημάνθηκε στο κεφάλαιο για τη φωνητική αντίληψη, η διάκριση του επιτονισμού και του ρυθμού μιας γλώσσας είναι έμφυτη ικανότητα του βρέφους. Εφόσον τα βρέφη είναι ευαισθητοποιημένα στην αναγνώριση των προσωδιακών ιδιοτήτων της ομιλίας, οι ερευνητές Christophe & Dupoux (1996) διατύπωσαν την υπόθεση ότι η προσωδία βοηθάει τα βρέφη να διαχωρίσουν τις φράσεις και τις λέξεις. Σύμφωνα με την υπόθεσή τους, τα βρέφη είναι πιθανόν να χρησιμοποιούν τη φωνολογική ανάλυση της ομιλίας, η οποία είναι διαιρεμένη σε προσωδιακές ενότητες, ως αναβολέα ή εκκίνηση για την κατάκτηση του λεξικού. Οι φωνολογικές και προσωδιακές πληροφορίες γίνονται άμεσα αντιληπτές από τα βρέφη επειδή ανήκουν στα χαρακτηριστικά των γλωσσικών δεδομένων. Ποιες είναι οι φωνολογικές και προσωδιακές πληροφορίες του φωνητικού μηνύματος; Το γλωσσικό μήνυμα περικλείει ακουστικά κλειδιά ( acoustic cues ) που δηλώνουν τα προσωδιακά όρια ( prosodic boundaries ). Μελέτες σε επίπεδο φωνητικής έχουν καταδείξει ότι οι προτάσεις έχουν τριών ειδών ακουστικά κλειδιά: α) τις παύσεις, β) τη συλλαβική έκταση και γ) τον επαναπροσδιορισμό της βασικής συχνότητας F 0. Για παράδειγμα, στα Αγγλικά: α) παράγονται παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις, β) η συλλαβή αμέσως πριν από το προσωδιακό όριο είναι πιο μακρά από τις άλλες συλλαβές και γ) η βασική συχνότητα χαμηλώνει στο τέλος της πρότασης, ενώ υψώνεται στην αρχή. Το ενδιαφέρον των ερευνητών επικεντρώθηκε στο ερώτημα αν το παιδί αντιλαμβάνεται αυτές τις ακουστικές διαφορές και κατ επέκταση αν αντιλαμβάνεται τα προσωδιακά όρια. Για να διερευνήσουν οι επιστήμονες (Hirsh-Pasek et al. 1987) αν τα βρέφη ηλικίας επτά έως δέκα μηνών με μητρική την αμερικάνικη-αγγλική γλώσσα αντιλαμβάνονται τα διαφορετικά προσωδιακά όρια, δηλαδή τα όρια των προτάσεων, 4
κατασκεύασαν ένα πείραμα στηριζόμενοι στη διαδικασία προτίμησης στροφής του κεφαλιού (= head turn preference procedure ). Σύμφωνα με αυτήν τη διαδικασία, το παιδί κάθεται στην αγκαλιά του γονέα, απέναντι από δύο μεγάφωνα τοποθετημένα στην αριστερή και στη δεξιά γωνία του δωματίου. Το παιδί ακούει δύο γλωσσικά μηνύματα. Κάθε γλωσσικό μήνυμα εκπέμπεται από διαφορετικό μεγάφωνο. Οι ερευνητές παρατηρούν την κατεύθυνση που στρέφει το κεφάλι του το παιδί και τη χρονική διάρκεια κατά την οποία επικεντρώνει την προσοχή του σε κάποιο από τα δύο μεγάφωνα. Στο συγκεκριμένο πείραμα, τα βρέφη έγιναν δέκτες δύο γλωσσικών μηνυμάτων. Κάθε μήνυμα αποτελούνταν από ένα ηχογραφημένο κείμενο επτά προτάσεων και προερχόταν από φυσική ομιλία ενός γονέα προς στο παιδί του. Τα κείμενα ήταν ίδια και στις δύο περιπτώσεις. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο κείμενα ήταν ότι στο πρώτο παρεμβάλλονταν παύσεις ενός δευτερολέπτου ανάμεσα σε κάθε πρόταση, ενώ στο δεύτερο παρεμβάλλονταν παύσεις ίδιας διάρκειας στο μέσον κάθε πρότασης. Οι παύσεις στο πρώτο κείμενο συνέπιπταν με τα προσωδιακά όρια, δηλαδή με την πτώση της φωνής και με την έκταση της συλλαβής στο τέλος της πρότασης, σε αντίθεση με το δεύτερο, στο οποίο οι παύσεις ήταν «αφύσικες», δηλαδή δε διαχώριζαν τις προσωδιακές ενότητες. Τα βρέφη άκουσαν μερικές φορές το πρώτο μήνυμα και μερικές φορές το δεύτερο. Τα ακόλουθα παραδείγματα παρουσιάζουν το πρώτο μήνυμα με τις «φυσικές» παύσεις και το δεύτερο μήνυμα με τις «αφύσικες» παύσεις. Το σύμβολο # δηλώνει τα σημεία στα οποία παρουσιάστηκαν οι παύσεις. Για ευκολία τα αγγλικά μηνύματα του πειράματος παρουσιάζονται εδώ μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα: (1) Η σταχτοπούτα ζούσε σ ένα πολύ μεγάλο σπίτι # αλλά ήταν κάπως σκοτεινό # γιατί είχε αυτήν την κακή, κακή, κακή μητριά # και α είχε δύο αδελφές # που ήταν τόσο άσχημες # Ήταν και αυτές κακές. (2) Η σταχτοπούτα ζούσε σ ένα πολύ μεγάλο σπίτι αλλά ήταν # κάπως σκοτεινό γιατί είχε # αυτήν την κακή, κακή, κακή μητριά και α # είχε δύο αδελφές που ήταν τόσο # άσχημες Ήταν και # αυτές κακές. Τα αποτελέσματα του πειράματος κατέδειξαν ότι τα βρέφη στρέφουν την προσοχή τους για περισσότερο χρόνο στο μεγάφωνο που εκπέμπει το μήνυμα με τις 5
«φυσικές» παύσεις. Όταν οι παύσεις δε συνέπιπταν με τα προσωδιακά όρια, όπως στο (2), τα παιδιά δε διατηρούσαν την προσοχή τους στο γλωσσικό μήνυμα. Το αποτέλεσμα του πειράματος καταδεικνύει ότι τα βρέφη είναι σε θέση να αντιληφθούν τα προσωδιακά όρια και αντιδρούν με έλλειψη προσοχής όταν δεν τηρούνται οι προσωδιακοί κανόνες της μητρικής τους γλώσσας στο μήνυμα που ακούν. Με ποιες όμως φωνολογικές στρατηγικές αναγνωρίζει το παιδί τις λέξεις; Οι φωνολογικές στρατηγικές που χρησιμοποιεί το βρέφος για να διακρίνει τα όρια της κάθε λέξης είναι οι ακόλουθες (Christophe & Dupoux 1996, Guasti 2002): Α) Κανόνες κατανομής ( distributional regularities ): Με τους κανόνες κατανομής εννοούμε τις στατιστικές πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε μια σειρά από ήχους. Σημαντικό ρόλο για τους κανόνες κατανομής παίζει η μεταβατική πιθανότητα ( transitional probability ), δηλαδή η πιθανότητα ένας συγκεκριμένος ήχος να ακολουθεί έναν άλλο συγκεκριμένο ήχο ή να μεταβαίνει σε έναν άλλο συγκεκριμένο ήχο. Η μεταβατική πιθανότητα αυξάνει ή είναι υψηλή όταν οι δύο ήχοι εμφανίζονται στο εσωτερικό μιας λέξης, ενώ μειώνεται ή είναι χαμηλότερη όταν οι ήχοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές λέξεις. Μετά από την τελευταία συλλαβή μιας λέξης μπορεί να ακολουθεί οποιαδήποτε συλλαβή. Αντιθέτως, την εσωτερική συλλαβή μιας λέξης ακολουθεί πάντα μια καθορισμένη συλλαβή. Για παράδειγμα, τη φωνολογική σειρά «ο καναπές» μπορεί να ακολουθεί η σειρά «είναι αναπαυτικός», «ήταν αναπαυτικός», «στο σαλόνι», «κάτω από το παράθυρο», «του Γιάννη», «που αγόρασε ο Γιάννης» κλπ. Η πιθανότητα, τη σειρά «ο καναπές» να ακολουθεί η σειρά «είναι», όπως στην πρώτη περίπτωση, είναι στατιστικά χαμηλότερη από 1/6 (17%). Στην περίπτωση όμως, που το παιδί ακούει τη φωνολογική σειρά «όμορ», η πιθανότητα να ακολουθεί η σειρά «φος» για να σχηματιστεί η λέξη «όμορφος» είναι πολύ υψηλή. Όταν οι γλωσσικοί ήχοι εμφανίζονται σε μια συγκεκριμένη σειρά στην ομιλία η οποία παραμένει σταθερή και αμετάβλητη, είναι πολύ πιθανόν να σχηματίζουν μια φωνολογική ενότητα ή μια λέξη. Όταν αυτοί εμφανίζονται σε διαφορετική σειρά και σε διαφορετικά περιβάλλοντα, τότε η πιθανότητα να σχηματίζουν λέξη μειώνεται. Σε πείραμα που πραγματοποιήθηκε σε βρέφη οκτώ μηνών με μητρική την αγγλική γλώσσα (Saffran et al. 1996), διαπιστώθηκε ότι τα βρέφη μπορούν να αναλύουν τετρασύλλαβες τεχνητές λέξεις (= ψευδολέξεις) με βάση τους κανόνες κατανομής, δηλαδή τη συχνότητα εμφάνισης των συλλαβών σε διαφορετικά περιβάλλοντα (στην αρχή, στην μέση και στο τέλος μιας λέξης). 6
Β) Τυπικές μορφές λέξεων ( typical word shapes ): Οι ρυθμικές ιδιότητες των λέξεων σε μια γλώσσα καθορίζουν τις τυπικές μορφές ή τα τυπικά σχήματα των λέξεων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της αγγλικής γλώσσας. Στην Αγγλική, οι λέξεις με σημασιολογικό περιεχόμενο αρχίζουν με μια «ισχυρή» συλλαβή και μετά η φωνή κατεβαίνει. Πειραματικά έχει αποδειχτεί ότι βρέφη ηλικίας έξι μηνών με μητρική την αγγλική γλώσσα αντιλαμβάνονται αυτήν την προσωδιακή ιδιότητα της γλώσσας του περιβάλλοντός τους και είναι σε θέση να διακρίνουν δισύλλαβες λέξεις της αγγλικής από δισύλλαβες λέξεις της νορβηγικής γλώσσας που έχει διαφορετικές ρυθμικές ιδιότητες. Γ) Φωνοτακτικοί περιορισμοί ( phonotactic constraints ): Οι φωνοτακτικοί περιορισμοί καθορίζουν ποιες σειρές φωνημάτων επιτρέπονται στο εσωτερικό μιας λέξης. Για παράδειγμα, τα φωνήματα /sðr/ στη σειρά «μακρύς δρόμος» δεν είναι δυνατόν να μη χωρίζονται εφόσον η σειρά /sðr/ δεν επιτρέπεται στο εσωτερικό μιας ελληνικής λέξης. Γι αυτόν τον λόγο, η ενότητα /sðr/ πρέπει να διασπάται και να βοηθά στο διαχωρισμό των λέξεων «μακρύς δρόμος». Κάθε γλώσσα έχει τα δικά της φωνητικά και φωνοτακτικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, η ελληνική γλώσσα διαθέτει το οδοντικό τριβόμενο /ð/ το οποίο δεν έχει η γερμανική. Από την άλλη πλευρά, η γερμανική γλώσσα επιτρέπει σε μια λέξη να αρχίζει με το φωνητικό σύμπλεγμα /pf/ (π.χ. Pferd = άλογο), ενώ η ελληνική δεν επιτρέπει τέτοιο φωνητικό συνδυασμό. Στη Γερμανική, οι λέξεις μπορούν να καταλήγουν σε οποιοδήποτε σύμφωνο, π.χ. στα σύμφωνα /rd/ Pferd (= άλογο) και Herd (= τζάκι). Στην Ελληνική, μόνο το σύμφωνο /s/ και σπανιότερο το /n/ μπορεί να εμφανιστεί στο τέλος μιας λέξης. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις οι λέξεις καταλήγουν σε φωνήεντα. Αν τα βρέφη αντιλαμβάνονται τις φωνητικές και φωνοτακτικές ιδιότητες της γλώσσας του περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνουν, υποθέτουμε ότι μπορούν επιτυχώς να διακρίνουν τα όρια των λέξεων και συνεπώς να διαιρέσουν τη συνεχή ροή της ομιλίας σε λέξεις. Τα πειράματα που έγιναν για την εξέταση αυτής της υπόθεσης αφορούσαν στην κατάκτηση της Αγγλικής και της Ολλανδικής, επειδή αυτές οι δύο γλώσσες έχουν την ίδια προσωδία, αλλά διαφορετικούς φωνοτακτικούς κανόνες. Τα πειράματα πραγματοποιήθηκαν με βρέφη ηλικίας έξι μηνών και κατέδειξαν ότι τα βρέφη αυτής της ηλικίας δεν εφαρμόζουν φωνοτακτικές στρατηγικές για την κατάτμηση της ομιλίας. Γι αυτόν τον λόγο, δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τις λέξεις της μητρικής τους (π.χ. της Αγγλικής) από τις λέξεις της ξένης γλώσσας με την ίδια προσωδία (π.χ. της 7
Ολλανδικής). Αντιθέτως, βρέφη ηλικίας εννέα μηνών με τις ίδιες μητρικές γλώσσες αποδείχτηκε ότι εφαρμόζουν φωνοτακτικές στρατηγικές για να διακρίνουν τις λέξεις της μητρικής τους από τις λέξεις της ξένης γλώσσας με την ίδια προσωδία. Οι κανόνες κατανομής, οι τυπικές μορφές λέξεων και οι φωνοτακτικοί κανόνες δεν είναι καθολικές ιδιότητες, αλλά καθορίζονται από κάθε γλώσσα διαφορετικά. Για να χρησιμοποιήσει το παιδί αυτές τις μεθόδους, θα πρέπει να έχει αναλύσει το ακουστικό μήνυμα σε μια προλεξική απεικόνιση των φωνημάτων και των συλλαβών. 3. Φωνολογική εκκίνηση ή φωνολογικός αναβολέας ( phonological bootstrapping ) και Καθολική Γραμματική ( Universal Grammar ) Οι προσωδιακές ιδιότητες (τα ακουστικά κλειδιά), οι κανόνες κατανομής, οι τυπικές μορφές των λέξεων και οι φωνοτακτικές ιδιότητες της γλώσσας-στόχου που χαρακτηρίζουν τα δεδομένα του γλωσσικού περιβάλλοντος βοηθούν τα παιδιά να ανακαλύψουν τα όρια των λέξεων στην μητρική τους γλώσσα. Για αυτόν το σκοπό, προβαίνουν σε μια φωνολογική ανάλυση των γλωσσικών δεδομένων η οποία θεωρείται ότι είναι έμφυτη στα παιδιά. Ο φωνολογικός μηχανισμός ανάλυσης των δεδομένων είναι κοινός σε όλα τα παιδιά και αποτελεί τμήμα του αντιληπτικού συστήματος των παιδιών. Είναι ο ίδιος μηχανισμός που βοηθάει τα παιδιά να διακρίνουν τους μη γλωσσικούς ή τους μουσικούς ήχους. Ο μηχανισμός φωνολογικής ανάλυσης των γλωσσικών δεδομένων, ο οποίος είναι καθολικός και χρησιμεύει για κάθε σκοπό, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι επαρκής για την κατάκτηση της γλώσσας. Ο μηχανισμός φωνολογικής ανάλυσης βοηθά στην κατάτμηση των γλωσσικών δεδομένων και στην διάκριση κάποιων ιδιοτήτων της γλώσσας, όπως των προσωδιακών ιδιοτήτων. Δεν μπορεί να υποστηρίξει όμως το παιδί στην κατάκτηση της γραμματικής της γλώσσας-στόχου. Ο μηχανισμός φωνολογικής ανάλυσης μπορεί να βοηθήσει το παιδί να ανακαλύψει τις φωνολογικές ενότητες της γλώσσας του, π.χ. τα όρια των προτάσεων, των φράσεων και των λέξεων, αλλά δεν μπορεί να αποκαλύψει στο παιδί ποιοι κανόνες διέπουν τη σύνδεση των λέξεων σε φράσεις και των φράσεων σε προτάσεις ή ποια είναι η σημασία τους. Η κατάκτηση της μητρικής γλώσσας βασίζεται σε έναν μηχανισμό που είναι έμφυτος και προορισμένος μόνο για αυτόν τον σκοπό. Όπως επισημάνθηκε στις πρώτες δύο Ενότητες, για την κατάκτηση της γραμματικής της γλώσσας-στόχου, 8
είναι υπεύθυνος o μηχανισμός κατάκτησης της γλώσσας, δηλαδή η Καθολική Γραμματική, σε αλληλεπίδραση με τα γλωσσικά δεδομένα του περιβάλλοντος, στο οποίο μεγαλώνει το βρέφος. 4. Φωνολογική Παραγωγή Η μελέτη της φωνολογικής παραγωγής είναι πιο εύκολη από αυτήν της φωνολογικής αντίληψης γιατί στηρίζεται στις γλωσσικές παραγωγές του παιδιού, δηλαδή στην ομιλία. Αν όμως χρειαστεί να περιγραφούν οι φωνολογικές γνώσεις του παιδιού, οι επιστήμονες έρχονται αντιμέτωποι με πολλές δυσκολίες. Η πορεία εξέλιξης που ακολουθεί το παιδί στην κατάκτηση του φωνολογικού συστήματος της μητρικής του γλώσσας δεν είναι αποτέλεσμα ενός απλού εμπλουτισμού των γλωσσικών ήχων. Η απόκλιση της παιδικής ομιλίας ως προς την παραγωγή των φωνημάτων σε σύγκριση με την ομιλία των ενηλίκων χαρακτηρίζεται από πολλές ατομικές και διαγλωσσικές ομοιότητες. Οι φωνολογικές αποκλίσεις που εμφανίζονται στην ομιλία των παιδιών έχουν ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τον Ingram (1989), οι φωνολογικές διαφοροποιήσεις μπορούν να κατανεμηθούν σε τρεις κατηγορίες: α) την αντικατάσταση φωνημάτων, β) την παράλειψη και προσθήκη φωνημάτων ή συλλαβών και γ) τις μεταθέσεις και αφομοιώσεις. Στη συνέχεια, θα παρουσιάσουμε τις τρεις κατηγορίες και τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί η Κατή (1992:121ff.) για την Ελληνική, και οι Johnson & Reimers (2010) για την Αγγλική: 4 α. Αντικαταστάσεις φωνημάτων Οι αντικαταστάσεις φωνημάτων που είναι ιδιαίτερα συνηθισμένες στα πρώτα στάδια της φωνολογικής ανάπτυξης είναι οι ακόλουθες: Α) Τα άηχα σύμφωνα αντικαθίστανται από ηχηρά συνήθως πριν από ένα φωνήεν ή στην αρχή μιας λέξης: π.χ. /ba'pu/ (= παππούς) και / doņa/ (= Τόνια), B) Τα ηχηρά σύμφωνα αντικαθίστανται με άηχα στο τέλος της λέξης: π.χ. η γερμανική λέξη Bild (= εικόνα) προφέρθηκε από το παιδί /'bit/, η αγγλικές λέξεις big, bad και flag προφέρονται [bik], [bat] και [flak] Γ) Τα διαρκή σύμφωνα αντικαθίστανται με στιγμικά: π.χ. /ka'li/ (= χαλί), /'koma/ (= χώμα), /'telo/ (= θέλω), /'dini/ (= δίνει), /'gaa/ (= γάλα). 9
Δ) Τα ουρανικά ή υπερωικά μετατρέπονται σε οδοντικά ή φατνιακά λόγω της προτίμησης παραγωγής των συμφώνων με το πρόσθιο μέρος της γλώσσας: π.χ. /'tota/ (= κότα), /'dazi/ (= γκάζι), /'dala/ (= γάλα). Οι αντικαταστάσεις των φωνημάτων στην παιδική ομιλία δεν είναι τυχαίες, αλλά διέπονται από αρχές. Οι αρχές στις οποίες στηρίζονται είναι τα διαφοροποιητικά, αντιθετικά ή κατηγορικά χαρακτηριστικά των φωνημάτων σε σχέση με τον τόπο άρθρωσης, τον τρόπο άρθρωσης και την ηχηρότητα. Για παράδειγμα, το άηχο διαρκές οδοντικό /θ/ μπορεί να αντικατασταθεί από το άηχο διαρκές φατνιακό /s/ με αλλαγή μόνο του τόπου άρθρωσης (στον πιο κοντινό) και με διατήρηση των υπόλοιπων χαρακτηριστικών. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να διατηρηθεί η ιδιότητά του ως άηχο οδοντικό και να αντικατασταθεί με το αντίστοιχο άηχο οδοντικό στιγμικό, το /t/. Το μόριο του μέλλοντα /θa/ της Ελληνικής μετατρέπεται σε /sa/ ή /ta/. Στην ηλικία των τεσσάρων ετών παρατηρείται η λιγότερο συνηθισμένη αντικατάσταση του /θ/ με το αντίστοιχο άηχο διαρκές υπερωικό /x/: π.χ. /'xalasa/ (= θάλασσα). Οι παραπάνω αντικαταστάσεις δεν είναι γνώρισμα μόνο της κατάκτησης της ελληνικής γλώσσας, αλλά και άλλων γλωσσών. Για παράδειγμα, παιδιά που κατακτούν την Αγγλική έχουν πρόβλημα με την παραγωγή των διαρκών οδοντικών /θ/ και /ð/ με αποτέλεσμα να τα αντικαθιστούν συνήθως με τα αντίστοιχα στιγμικά. 4β. Παράλειψη και προσθήκη φωνημάτων ή συλλαβών Τα παιδιά συνηθίζουν να απλοποιούν τη δομή των συλλαβών στη δομή «σύμφωνοφωνήεν» παραλείποντας ή προσθέτοντας κάποιο φώνημα. Οι επόμενες παραλείψεις είναι ενδεικτικές: Α) Συνηθισμένο φαινόμενο είναι η απαλοιφή τελικών συμφώνων: π.χ. /'baba/ (= μπαμπάς). Β) Ένα δεύτερο φαινόμενο απλοποίησης είναι η αποφυγή συμφωνικών συμπλεγμάτων: π.χ. /'piti/ (= σπίτι) και /'aspo/ (= άσπρο). Συμφωνικό σύμπλεγμα έχουμε όταν στην έμβαση ή την έξοδο της συλλαβής βρίσκονται άνω των ένα συμφώνων. Αυτό το φαινόμενο είναι χαρακτηριστικό της κατάκτησης σε όλες τις γλώσσες, π.χ. στα Αγγλικά οι λέξεις clean και please προφέρονται από παιδιά ως [kin] και [piz], Γ) Η απαλοιφή ολόκληρων συλλαβών ή τμημάτων λέξεων για τη διευκόλυνση της παραγωγής μεγάλων λέξεων: π.χ. /ku'fitsa/ (= κοκκινοσκουφίτσα), /ci'cinito/ (= 10
αυτοκίνητο), /a'lari/ (= μαξιλάρι), /sku'lica/ (= σκουλαρίκια). Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν απαλείφονται συνήθως οι τονισμένες συλλαβές. Δ) Χαρακτηριστική είναι η προσθήκη φωνηέντων για την απλοποίηση των συμφωνικών συμπλεγμάτων: π.χ. /te'reno/ (= τρένο) και /te'rizi/ (= τρίζει). 4γ. Μεταθέσεις και αφομοιώσεις μέσα στη λέξη Α) Η μετάθεση φωνημάτων είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο στην παιδική ομιλία: π.χ. /bu'ci/ (= κουμπί) και /pa'kaci/ (= καπάκι). Β) Η αφομοίωση φωνημάτων και η αρμονία στα φωνήματα είναι συχνά φαινόμενα στην παιδική ομιλία: π.χ. /papa'luða/ (= πεταλούδα), /'buba/ (= τούμπα), /'tota/ (= φώτα), /ci'cinito/ (= αυτοκίνητο) κλπ. Σε αυτήν την περίπτωση, οι παραγωγές των παιδιών έχουν τα χαρακτηριστικά της συλλαβικής δομής του βαβίσματος. Αρμονία ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία δύο φθόγγοι «μοιράζονται» χαρακτηριστικά (features). Για παράδειγμα, στη λέξη φώτα, η οποία καταλήγει να παράγεται ως ['tota] το χαρακτηριστικό της διάρκειας [-διαρκές] που χαρακτηρίζει τα κλειστά σύμφωνα, όπως είναι το /t/, μεταφέρεται στο προηγούμενο /f/, το οποίο είναι τριβόμενο και άρα [+διαρκές]. 11