ΦΙΑΙΠΠΛΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Προϋποθέσεις και προοπτικές για την εφαρμογή περιφερειακής πολιτικής στην Ελλάδα ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ Ανδρικόπουλος Σταύρος ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Κος Νικολαΐδης ΚΑΒΑΛΑ 2011
Πίνακας περιεχομένων Εισαγωγή...4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι: Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ... 6 1.1. Ο ορισμός τη ς περιφέρειας... 6 1.2. Ορισμός της περιφερειακής πολιτικής...7 1.3. Τα μέσα της περιφερειακής πολιτικής...8 1.4. Στόχοι και σκοποί της περιφερειακής ανάπτυξης... 10 1.5. Τ ρόποι άσκησης περιφερειακής πολιτικής στην Ελλάδα... 14 1.5.1. Δημόσιες δαπάνες...14 1.5.2. Υποδομές... 15 1.5.3. Αναπτυξιακά κίνητρα...15 1.5.4. Έλεγχοι και περιορισμοί...16 1.5.5. Ενίσχυση της κινητικότητας εργασίας και κεφαλαίου, και ενίσχυση της ευελιξίας16 1.5.6. Πολιτικές ενίσχυσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων...17 1.5.7. Αποκέντρωση δημόσιου τομέα...17 1.5.8. Πολιτικές ανθρώπινου δυναμικού...18 1.5.9. Πολιτικές άυλων υποδομών...19 1.5.10. Εγκατάσταση επιστημονικών ιδρυμάτων...19 1.5.11. Πολιτικές διασυνοριακής συνεργασίας...20 1.5.12. Επιλεκτικές πολιτικές αντιμετώπισης της βιομηχανικής παρακμής...21 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ : ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ...22 2.1. Κύριες φάσεις της Ελληνικής Περιφερειακής Πολιτικής...22 2.1.1. 1η Περίοδος (1948-1964)...23 Σελίδα 2
2.1.2. 2η Περίοδος (1964-79)...23 2.1.3. 3η Περίοδος (1980-86)...24 2.1.4. 4η Περίοδος (1986-2006)...24 2.1.5. 5η Περίοδος (2007-2013)...26 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ : ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ...27 3.1. Εισαγωγή... 27 3.2. Παράγοντες εμφάνισης περιφερειακής ανισότητας...27 3.3. Δείκτες μέτρησης και ελληνική περιφερειακή ανισότητα...30 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΥ: ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ... 33 4.1. Εισαγωγή... 33 4.2. Προϋποθέσεις περιφερειακής πολιτικής...35 4.3. Τα κίνητρα περιφερειακής ανάπτυξης...38 4.4. Προοπτικές περιφερειακής πολιτικής...41 Συμπεράσματα...43 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...45 ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ...47 Σελίδα 3
Εισαγωγή Η ελληνική Περιφερειακή Πολιτική ξεκινώντας μεταπολεμικά με τη μορφή νομοθετημάτων και μεμονωμένων δράσεων μέσα στα εθνικά αναπτυξιακά προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, ισχυροποιείται σταδιακά και αποκτά συγκεκριμένο χαρακτήρα, ο οποίος παγιώνεται υπό την επίδραση και της Πολιτικής Συνοχής της ΕΕ. Ειδικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες περίπου, η Περιφερειακή Πολιτική της χώρας διαμορφώνεται και ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο που θέτουν οι κανονισμοί και οι γενικότερες διαδικασίες της Κοινοτικής Περιφερειακής Πολιτικής. Η πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι η ικανότητα της χώρας και ειδικά των περιφερειών που εξέρχονται του στόχου με τις ισχυρές χρηματοδοτικές ενισχύσεις, να διατυπώσουν εναλλακτικές αποτελεσματικές και βιώσιμες περιφερειακές αναπτυξιακές στρατηγικές για τις περιοχές αυτές, που θα τους διασφαλίσουν για το μέλλον την πρόοδο και την ευημερία. Αυτό είναι και το θέμα της εργασίας μας. Οι προοπτικές και οι προϋποθέσεις εφαρμογής περιφερειακής πολιτικής. 'Ένα θέμα ιδιαίτερα σημαντικό για την χώρα μας και την οικονομία της, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια όπου η χώρα μας έχει βυθισθεί σε μέγιστη οικονομική κρίση. Κρίση που κάνει επιτακτική την οικονομική εκμετάλλευση και αφύπνιση της υπαίθρου. Αφύπνιση που μπορεί να προέλθει μέσα από τις κατάλληλες πολιτικές ανάπτυξης. Υπάρχουν όμως πλέον οι δυνατότητες και προοπτικές άσκησης τέτοιων πολιτικών μέσα σε τόσο δύσκολα χρηματοοικονομικά δεδομένα; Αυτά είναι ερωτήματα που καλείται να απαντήσει η εργασία μας. Με έναν και μοναδικό στόχο αυτό, αναζητήσαμε και μελετήσαμε εκτενώς την πιο σύγχρονη και κατάλληλη βιβλιογραφία. Σελίδα 4
Αποφασίσαμε να χωρίσουμε την εργασία μας σε τέσσερα κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο πραγματοποιείται μια γενική εισαγωγή σε έννοιες όπως αυτή της περιφέρειας, της περιφερειακής πολιτικής και τα μέσα άσκηση της. Επίσης παρουσιάζονται οι στοχοι και οι σκοποί της περιφερειακής πολιτικής όπως επίσης και οι κυριοτεροι τρόποι και στρατηγικές μέσα απο τις οποίες ασκείται η περιφερειακή πολιτική παραδοσιακά στην χώρα μας. Το δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας μας είναι αφιερωμένο στην ιστορική αναδρομή της περιφερειακής πολιτικής στην Ελλάδα. Αναλύουμε της πέντε κυριοτερες περιόδους παρουσιάζοντας τις τοτε πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης οπως και τους προβληματισμούς της κάθε περιοδου. Το τρίτο κεφάλαιο της εργασίας μας διαπραγματεύεται με το θέμα των περιφερειακών ανισοτήτων. Ποιοι είναι οι παράγοντες εμφάνισης περιφερειακών ανισοτήτων στην χώρα μας; Ποιοι είναι οι πιο κοινοί δείκτες που χρησιμοποιούνται για την καταγραφή αυτής της ανισοτητας; Στα ερώτημα αυτά απαντούμε διαδοχικά, και κλείνουμε το κεφάλαιο της εργασίας μας με μια επιγραμματική παρουσίαση των οικονομικών ανισοτήτων στην χώρα μας. Η εργασία μας ολοκληρώνεται με το τέταρτο κεφάλαιο το οποίο είναι αφιερωμένο στις προϋποθέσεις και προοπτικές της περιφερειακής πολιτικής αλλά και τα κίνητρα που πρέπει να παρέχονται για περιφερειακή ανάπτυξη. Σελίδα 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι: Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1.1. Ο ορισμός της περιφέρειας Η εργασία μας ξεκινάει με την αναφορά κάποιων εννοιολογικών προσδιορισμών. Ορισμοί που μας δίνουν τις απαραίτητες γνώσεις για την σωστή κατανόηση της εργασίας μας. Ξεκινάμε με το ορισμό της περιφέρειας. Περιφέρεια θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια δυναμική γεωγραφική I I I I \ -7 I Ο I ενότητα που τα όρια και το περιεχόμενό της επηρεάζονται από διαχρονικές μεταβολές των κοινών χαρακτηριστικών των χωρικών μονάδων που την αποτελούν. (Γκέκας - Χατζημιχάλης, 2001). Συνοπτικά, θα την χαρακτηρίζαμε ως δυναμική, με κοινά χαρακτηριστικά και ενδελεχώς μεταβαλλόμενα, σε μια έκταση συνεχή και γεωγραφικά προσδιορισμένη. Στον προγραμματισμό η έννοια της περιφέρειας χρησιμοποιείται εκτενώς καθώς μια ορθή οριοθέτηση του χώρου ενέχει ποικίλα προβλήματα και αντιδράσεις και πρέπει να είναι προετοιμασμένη για μελλοντικές επιπτώσεις. Τα στοιχεία που απαρτίζουν τον χωρικό κατακερματισμό της εργασίας στην περιφέρεια είναι οικονομικά, φυσικογεωγραφικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά, και ιστορικάΐ και ως επακόλουθο η μελέτη μιας περιφέρειας προϋποθέτει την εξονυχιστική απαρίθμηση των χαρακτηριστικών που την συνιστούν ως κομμάτι ταυτότητας είτε αυτά είναι αριθμοί σε στατιστικά στοιχεία επίσημων κειμένων είτε παραδοσιακοί χοροί και τοπικές ενδυμασίες. Οι περιφέρειες διακρίνονται σε (Γκέκας - Χατζημιχάλης, 2001): Ομοιογενείς περιφέρειες, όταν έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά και ομοιογενή κριτήρια Σελίδα 6
Λειτουργικές περιφέρειες, που αφορούν την ύπαρξη κάποιας εσωτερικής συνέχειας ορισμένων χαρακτηριστικών, τα οποία συνθέτουν ένα ιεραρχικά δομημένο σύνολο ετερογενών χωρικών μονάδων Περιφέρειες για την εφαρμογή κάποιου προγράμματος, που επιλέγονται απο την κεντρική εξουσία για την εφαρμογή κάποιου συγκεκριμένου προγράμματος ανάπτυξης 1.2. Ορισμός της περιφερειακής πολιτικής Με την ευρεία έννοια του όρου, οποιαδήποτε πολιτική έχει χωρική διάσταση ή χωρικές επιπτώσεις θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περιφερειακή πολιτική. Για παράδειγμα, η πολιτική του Υπουργείου Ανάπτυξης για την ανάπτυξη της έρευνας, της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας και η πολιτική του Υπουργείου Γεωργίας για τις αγροτικές καλλιέργειες έχουν συγκεκριμένες (αν και όχι πάντοτε ορατές) χωρικές επιπτώσεις, καθώς η κατανομή των πόρων στις επιχειρήσεις, τα επιστημονικά ιδρύματα ή τους μεμονωμένους παραγωγούς τείνει να ευνοεί περισσότερο κάποιες περιοχές από κάποιες άλλες. Συνεπώς είναι αναγκαίο να ξεχωρίσουμε τις πολιτικές σε ακούσιες και εκούσιες. Οι πρώτες διαφέρουν από τις δεύτερες ως προς την στόχευση, καθώς η αλλαγή των περιφερειακών δεδομένων ή ισορροπιών είναι βασική επιδίωξη και όχι αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Συνηθίζεται να θεωρούμε ως περιφερειακές πολιτικές τις πρώτες και ως κλαδικές ή διαρθρωτικές τις δεύτερες. Αν σήμερα έχουμε μια περιορισμένη γνώση για τις επιπτώσεις των περιφερειακών πολιτικών στις χωρικές ισορροπίες στη χώρα μας, έχουμε σχεδόν πλήρη άγνοια για τις επιπτώσεις των κλαδικών ή διαρθρωτικών πολιτικών. Σελίδα 7
Είναι με λίγα λόγια άγνωστη (καθώς μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε) η επίδραση των πολιτικών για την ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες, τη γεωργία, τη βιομηχανία, την εκπαίδευση, την επιχειρηματικότητα, την κοινωνία της πληροφορίας, κλπ στις περιφερειακές ανισότητες. Είναι πολύ πιθανόν οι χωρικές επιπτώσεις των άλλων πολιτικών να είναι αφενός πολύ σοβαρότερες και αφετέρου προς μια δυσμενέστερη ή ακόμα και αντίθετη κατεύθυνση. Αν και δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός, θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως περιφερειακές πολιτικές αυτές που επιδιώκουν με συστηματικό τρόπο και με μια σειρά από μέτρα να ενισχύσουν την ποιότητα και επάρκεια των παραγωγικών και κοινωνικών υποδομών, του κεφαλαίου και των ανθρώπινων πόρων αλλά και των δομών και μηχανισμών διοίκησης περιοχών με αναπτυξιακή υστέρηση, έτσι ώστε να βελτιώσουν τις παραγωγικές τους εξειδικεύσεις και να ενισχύσουν ή να διευρύνουν τα ανταγωνιστικά τους πλεονεκτήματα. Σε αυτό το πλαίσιο και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις που αφορούν τη χωρική τους διάσταση, εντάσσονται οι πολιτικές υλικών και άυλων υποδομών, οι πολιτικές δημοσίων δαπανών, οι πολιτικές επενδυτικών κινήτρων, οι πολιτικές για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την επιχειρηματικότητα, οι πολιτικές κατάρτισης και δια βίου εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού, οι πολιτικές που αφορούν την περιφερειακή συγκρότηση και την αποκέντρωση του δημόσιου τομέα, οι πολιτικές εγκατάστασης ιδρυμάτων και οι πολιτικές διασυνοριακής συνεργασίας (Πετράκος και Ψυχάρης, 2004). 1.3. Τα μέσα της περιφερειακής πολιτικής Παραπάνω έγινε αναφορά στις βασικές έννοιες της περιφερειακής πολιτικής και στη σκοπιμότητα της. Η Περιφερειακή Πολιτική χρησιμοποιεί Σελίδα 8
* * * * * * ο και συστήματα μέτρων που μέσα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο επιδιώκουν την πραγμάτωση συγκεκριμένων σκοπών. Τα παραδοσιακά μέσα της περιφερειακής πολιτικής διακρίνονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες (Πετρακος - Ψυχάρης, 2004): α) κύρια β) δευτερεύοντα, ανάλογα με τη σημασία τους για την πραγμάτωση των σκοπών της περιφερειακής πολιτικής. Μερικά από τα κύρια παραδοσιακά μέσα περιφερειακής πολιτικής είναι (Πετράκος - Ψυχάρης, 2004): α) η οικονομική και κοινωνική υποδομή β) οι επιδοτήσεις (ή επιχορηγήσεις) γ) φορολογικά κίνητρα δ) πιστωτικά κίνητρα ε) θεσμικά κίνητρα στ) έλεγχοι και αντικίνητρα, ζ) επίσης είναι και τα μέτρα περιφερειακής πολιτικής που έχουν εφαρμοσθεί ή εφαρμόζονται σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως είναι τα μέτρα αποθάρρυνσης, η αποκέντρωση δημόσιων υπηρεσιών. Μερικά από τα δευτερεύοντα παραδοσιακά μέτρα περιφερειακής πολιτικής είναι τα παρακάτω (Πετράκος - Ψυχάρης, 2004): - ενθάρρυνση της συνεργασίας με τα τοπικά πανεπιστήμια, - επιδοτήσεις για την κατασκευή εγκαταστάσεων καθαρισμού βιομηχανικών αποβλήτων κ.α. Εκτός από τα παραπάνω μέτρα έχει γίνει αποδεκτό στη θεωρία και στην πράξη, ότι η ανάπτυξη μιας περιφέρειας μπορεί επίσης να καθοδηγηθεί Σελίδα 9
σε περισσότερο αποτελεσματικές κατευθύνσεις με την παροχή στοιχείων και πληροφοριών για τη γενική ανάλυση της οικονομικής κατάστασης της περιφέρειας και των αναπτυξιακών της δυνατοτήτων και με την εκπόνηση ολοκληρωμένων αναπτυξιακών σχεδίων. Τα νέα μέσα της περιφερειακής πολιτικής είναι η (Πετράκος - Ψυχάρης, 2004): α) τοπική ανάπτυξη β) η Μικρομεσαία Επιχείρηση (ΜΜΕ), η οποία δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας γ) η νέα τεχνολογία δ) οι τεχνοπόλεις. 1.4. Στόχοι και σκοποί της περιφερειακής ανάπτυξης Οι βασικοί στόχοι της περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής είναι η αξιοποίηση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων των πόλεων και των περιφερειών της χώρας και η μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων. Η Περιφερειακή Οικονομική Πολιτική ή απλά όπως έχει επικρατήσει, η Περιφερειακή Πολιτική, αποτελεί βασική αναπτυξιακή πολιτική των σύγχρονων κρατών. Συγκεκριμένα, μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση της περιόδου 1929 33, αλλά κυρίως μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, η χωρική έκφραση των οικονομικών προβλημάτων αποτέλεσε αντικείμενο ενδιαφέροντος τόσο των θεωρητικών αναζητήσεων, όσο και των οικονομικών πολιτικών των περισσοτέρων χωρών του κόσμου. Έτσι, αρχίζει να στοιχειοθετείται σταδιακά ένα νέο πεδίο της Οικονομικής Επιστήμης, η Οικονομική του Χώρου, που συνοδεύεται και από τον εφαρμοσμένο της κλάδο, την Περιφερειακή Οικονομική Πολιτική (Κόνσολας, 1997). Σελίδα 10
Ειδικότερα, οι οικονομικές συνέπειες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, αλλά κυρίως η κρίση του 1929, έθεσαν πιο επιτακτικά το θέμα της αποτελεσματικότητας του μηχανισμού της αγοράς και των τιμών στην αυτόματη ρύθμιση των οικονομικών σχέσεων και στην επίτευξη της ισορροπίας των οικονομικών συστημάτων. r p t ο t I Λ t t t Το οικονομικό «δόγμα» που αναπτύχθηκε την εποχή εκείνη, υπό την επίδραση των θεωρητικών απόψεων του Keynes (1936), έθεσε τις βάσεις για την ενίσχυση και επέκταση των παρεμβατικών κρατικών πολιτικών. Έτσι, τόσο στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική, όσο και στην τότε Σοβιετική Ένωση, εφαρμόστηκαν διάφορες μορφές κρατικών παρεμβάσεων για την υποβοήθηση καθυστερημένων περιοχών και την οργάνωση των πόλεων που αδυνατούσαν να συνέλθουν από τις οδυνηρές επιπτώσεις της κρίσης. Ουσιαστικά όμως και πριν από το 1930 εφαρμόσθηκαν κάποιες αποσπασματικές κυρίως δράσεις, που σχεδιάζονταν ad hoc, για στην αντιμετώπιση αναπτυξιακών προβλημάτων του χώρου, με έμφαση σε προβληματικές και καθυστερημένες περιοχές (Χατζημιχάλης, 1992), χωρίς όμως να υπόκεινται σ' ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο Περιφερειακής Πολιτικής. Η συστηματική θεμελίωση της Περιφερειακής Πολιτικής γίνεται μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου η μεγέθυνση βασικών βιομηχανικών κλάδων (π.χ. μεταλλουργίες, υφαντουργίες, χημικές βιομηχανίες, βιομηχανίες παραγωγής μηχανών) και κατ' επέκταση περιοχών ή πόλεων που τους φιλοξενούσαν, σε συνδυασμό με την αύξηση του πληθυσμού και τη μετακίνησή του από την ύπαιθρο στα μεγάλα αυτά αστικοβιομηχανικά συγκροτήματα, άρχισε να προκαλεί ενδιαφέρον για τον απρογραμμάτιστο τρόπο που οι εν λόγω πόλεις αναπτύσσονταν και για τη νέα σχέση πόλης - υπαίθρου που διαμορφώνονταν. Σελίδα 11
Από τη μία ο μεταπολεμικός επαναπατρισμός και η μετανάστευση στα βιομηχανικά εργατικά κέντρα της Μεγάλης Βρετανίας, της Δυτικής Γερμανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου και της Βόρειας Ιταλίας, δημιούργησαν αυξημένες ανάγκες για την οργάνωση των περιοχών κατοικίας, την ενίσχυση των τεχνικών και κοινωνικών υποδομών, τη ρύθμιση των χρήσεων γης κ.λπ. Από την άλλη η γιγάντωση των βιομηχανικών πόλεων και τα προβλήματα μέσα σ' αυτές, σε συνδυασμό με την ερήμωση της υπαίθρου, δημιούργησαν έντονες περιφερειακές ανισότητες που έπρεπε να αντιμετωπισθούν με προγραμματισμένο τρόπο. Εκτός όμως από την Ευρώπη και στις Η.Π.Α. την ίδια περίοδο εφαρμόσθηκαν προγράμματα ρύθμισης του χώρου. Ειδικότερα, η περιφερειακή πολιτική στηρίχθηκε αρχικά σε προγράμματα οργάνωσης και ενίσχυσης των μεγάλων πόλεων, ενώ αργότερα η ένταση των περιφερειακών ανισοτήτων έστρεψε το ενδιαφέρον του προγραμματισμού στην κοινωνική και χωροταξική αναδιοργάνωση των πόλεων, καθώς και στην υποβοήθηση των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών. Διάφοροι οργανισμοί (όπως π.χ. οι Tennessee Valley Authority και Economic Development Administration), ανέλαβαν δράσεις διαμόρφωσης, μέσω περιφερειακών ή τοπικών προγραμμάτων και δικτύων, ενός λειτουργικά ολοκληρωμένου οικιστικού πλέγματος, με σκοπό την ενίσχυση των αγροτικών, λιγότερο αναπτυγμένων και απομονωμένων περιοχών. Τα δεδομένα αυτά δημιούργησαν την ανάγκη για τη συστηματική ενσωμάτωση του χώρου στα οικονομικά μοντέλα, για την καθιέρωση της Περιφερειακής Πολιτικής ως αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής και κατ' επέκταση για την εφαρμογή του Αστικού και Περιφερειακού Προγραμματισμού σε συνδυασμό και συμπληρωματικά με τον εθνικό αναπτυξιακό προγραμματισμό (Χριστοφάκης, 2001). Αλλά εκτός των κρατών και υπερεθνικοί οικονομικοί οργανισμοί αναγνωρίζουν Σελίδα 12
την αναγκαιότητα της Περιφερειακής Πολιτικής για την επίτευξη των στόχων τους. Τα θέματα των επιπτώσεων των περιφερειακών ανισοτήτων στη λειτουργία του ενοποιημένου οικονομικού χώρου, αλλά και των επιπτώσεων της ίδιας της διαδικασίας της οικονομικής ολοκλήρωσης στην περιφερειακή ανάπτυξη ήταν από τα πρώτα που τέθηκαν από τα κράτη - μέλη, αμέσως μετά τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ). Από τις αναφορές αυτές στις ιδρυτικές συνθήκες, η ΕΟΚ χρειάστηκε αρκετά χρόνια για να αναλάβει, με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) το 1975, τις πρώτες συγκεκριμένες δράσεις περιφερειακής πολιτικής και αρκετά ακόμα για τη θεσμοθέτησή της, με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986. Έτσι, εντάχθηκε η Περιφερειακή Πολιτική ως βασική Κοινοτική πολιτική, με τον τίτλο πολιτική «Οικονομικής και Κοινωνικής Συνοχής», μαζί με την καθιέρωση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Στο άρθρο 130α της Συνθήκης προβλέπεται ότι η Κοινότητα, προκειμένου να επιτύχει την αρμονική ανάπτυξη του συνόλου της πρέπει να προωθήσει την οικονομική και κοινωνική συνοχή της μέσα από δράσεις που θα στοχεύουν στη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων και στην υποβοήθηση των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών (Χριστοφάκης, 2001). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο κύριος σκοπός της Περιφερειακής Πολιτικής είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκαλεί η ανάπτυξη στο χώρο. Σύμφωνα με το Ν. Κόνσολα (1997) η πολιτική αυτή αποτελεί ένα σύστημα σκοπών, μέσων και φορέων που συνδυάζονται σε κάποια προγράμματα, για να επιτύχουν την ισόρροπη μεταβολή της διαπεριφερειακής διάρθρωσης της οικονομίας. Σελίδα 13
Ειδικά για την Ελλάδα, όπου η χωρική ασυνέχεια και τα έντονα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με τις ιστορικές καταβολές του ελληνικού κράτους και τη διαχρονική κοινωνικοοικονομική εξέλιξη των διαφόρων εδαφικών ενοτήτων, έχουν προσδωσει έναν ειδικό χαρακτήρα στο περιφερειακό πρόβλημα, η πολιτική αυτή κρίνεται κεφαλαιώδους σημασίας για την ισόρροπη ανάπτυξη και τη συνολική ευημερία της χώρας. 1.5. Τρόποι άσκησης περιφερειακής πολιτικής στην Ελλάδα 1.5.1. Δημόσιες δαπάνες Οι δημόσιες δαπάνες, όταν αναλύονται στο περιφερειακό ή νομαρχιακό επίπεδο, περιλαμβάνουν κυρίως τις δαπάνες λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών (Δήμων και Νομαρχιών, νοσοκομείων, στρατοπέδων, κ.ά.), τις δαπάνες λειτουργίας κρατικών επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΒΟ, ΕΛΤΑ) που είναι εγκατεστημένες σε μια περιοχή, τις δαπάνες αγοράς και προμήθειας εξοπλισμού και τις δαπάνες εκτέλεσης δημοσίων έργων. Οι λειτουργικές δαπάνες αποτελούνται κυρίως από μισθούς, αμοιβές υπηρεσιών και προμήθειες υλικών που αυξάνουν τη ζήτηση αγαθών και συνεπώς το εισόδημα και την απασχόληση σε μια περιφέρεια. Η εκτέλεση έργων δημιουργεί επίσης εισοδήματα και θέσεις εργασίας, αλλά επιπροσθέτως βελτιώνει και την υποδομή της περιφέρειας. Συνεπώς, επιδρούν θετικά, τόσο στην τοπική ζήτηση (αύξηση εισοδημάτων), όσο και στην τοπική προσφορά (βελτίωση παραγωγικότητας). Επειδή οι υποδομές και τα έργα εξετάζονται ξεχωριστά στη συνέχεια, στο σημείο αυτό επικεντρώνουμε την προσοχή μας στις επιπτώσεις στην πλευρά της ζήτησης. Σελίδα 14
1.5.2. Υποδομές Η δημιουργία υποδομών θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες πολιτικές που μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη περιοχών που χαρακτηρίζονται από υστέρηση. Οι υποδομές, με την ευρεία έννοια, συμπεριλαμβάνουν: ί. Τις παραγωγικές υποδομές, δηλαδή τα οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα, τα αεροδρόμια και γενικά τις υποδομές μεταφορών, τις τηλεπικοινωνίες, την ενέργεια, τις Βιομηχανικές Περιοχές, τα Βιομηχανικά Πάρκα, κ.λπ. ίί. Τις κοινωνικές υποδομές, δηλαδή τις υποδομές εκπαίδευσης, υγείας, πρόνοιας, άθλησης, πολιτισμού, ελεύθερου χρόνου, κ.λπ. ίίί. Τις αστικές υποδομές, δηλαδή τα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης, τους ελεύθερους χώρους, τα πολεοδομικά σχέδια, τα αστικά οδικά δίκτυα, κ.λπ. Σύμφωνα με τη γενική αντίληψη, οι υποδομές βελτιώνουν την παραγωγικότητα μιας περιοχής και αυξάνουν την έλξη που μπορεί να ασκήσει σε επενδυτικά κεφάλαια και υψηλής ποιότητας ανθρώπινο δυναμικό. Μια περιφέρεια με σύγχρονες υποδομές, αφενός, εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες του παραγωγικού της δυναμικού και, αφετέρου, μπορεί να προσελκύσει νέα κεφάλαια και νέες επενδυτικές δραστηριότητες, στο βαθμό που οι παραγωγικές υποδομές συνδυάζονται με ένα ευχάριστο αστικό περιβάλλον διαβίωσης. 1.5.3. Αναπτυξιακά κίνητρα Τα αναπτυξιακά κίνητρα ή τα κίνητρα που παρέχονται μέσω των αναπτυξιακών νόμων επιδιώκουν να κατευθύνουν επενδυτικά κεφάλαια προς τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές μιας χώρας. Σελίδα 15
Συνήθως αποτελούνται από δωρεάν επιχορήγηση μέρους του αρχικού κεφαλαίου της επένδυσης και από επιδότηση του επιτοκίου δανεισμού. Συχνά παρέχονται επίσης απαλλαγές στη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων, αυξημένες αποσβέσεις κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και εξαγωγικές επιδοτήσεις. 1.5.4. Έλεγχοι και περιορισμοί Οι έλεγχοι και περιορισμοί αναφέρονται κυρίως στην επέκταση των δραστηριοτήτων στις ήδη ανεπτυγμένες περιοχές. Συνίστανται στην υιοθέτηση αυστηρών περιβαλλοντικών κριτηρίων για την έκδοση αδειών λειτουργίας και εγκατάστασης βιομηχανικών μονάδων και σε ορισμένες περιπτώσεις στην απαγόρευση εγκατάστασης επιχειρήσεων σε συγκεκριμένες περιοχές. Αντίστοιχες διαδικασίες ελέγχου ενεργοποιούνται και μέσω των ρυθμίσεων για τις χρήσεις γης. Βέβαια, οι ρυθμίσεις και οι περιορισμοί στις χρήσεις γης έχουν ως γενικότερο στόχο την αποφυγή δυσλειτουργιών από τη συνύπαρξη δραστηριοτήτων που επηρεάζουν αρνητικά η μία την άλλη, όπως, για παράδειγμα, η κατοικία και η ρυπογόνος βιομηχανία, ή ο τουρισμός και η εξορυκτική βιομηχανία. 1.5.5. Ενίσχυση της κινητικότητας εργασίας και κεφαλαίου, και ενίσχυση της ευελιξίας Οι πολιτικές αυτές επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν τις ατέλειες της αγοράς που εμποδίζουν την κινητικότητα των συντελεστών παραγωγής. Σε μια ήπια εκδοχή τους, αποσκοπούν στην καλύτερη πληροφόρηση για ευκαιρίες απασχόλησης σε περιοχές με επάρκεια κεφαλαίου και καλύτερη πληροφόρηση για ευκαιρίες επενδύσεων σε περιοχές με επάρκεια εργασίας. Σελίδα 16
Τ Ί t C t t t t t t Για παράδειγμα, οι κατα τοπους υπηρεσίες εύρεσης εργασίας μπορούν να ενημερώνουν τους ενδιαφερόμενους για ευκαιρίες που παρουσιάζονται σε άλλες περιοχές. Αντίστοιχα, διάφοροι τοπικοί ή εθνικοί φορείς μπορούν να ενημερώνουν ενδιαφερόμενους επενδυτές για τις ευκαιρίες και τα πλεονεκτήματα (π.χ. υψηλά επενδυτικά κίνητρα) κάθε περιοχής. 1.5.6. Πολιτικές ενίσχυσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων m /"V t t t t t t t Εχει παρατηρηθεί απο καιρο οτι ενώ οι ανεπτυγμένες περιφέρειες, όπως οι μητροπόλεις και τα βιομηχανικά κέντρα, διαθέτουν μια μεγάλη ποικιλία μεγεθών επιχειρήσεων (πολύ μεγάλες, μεγάλες, μεσαίες και μικρές), οι λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές στηρίζουν σχεδόν αποκλειστικά την παραγωγική τους βάση στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Συνεπώς, η ανάπτυξη των περιφερειών της δεύτερης κατηγορίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δυνατότητα των ΜΜΕ να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό, να επενδύσουν, να εκσυγχρονιστούν και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Στις περισσότερες περιφέρειες, η εξάρτηση των προοπτικών ανάπτυξης από τις δυνατότητες και το μέλλον των ΜΜΕ είναι ιδιαίτερα έντονη, καθώς στην Ελλάδα, για παράδειγμα, πάνω από το 90% ή 95% των επιχειρήσεων είναι μικρού μεγέθους, με κάτω από 10 εργαζόμενους. 1.5.7. Αποκέντρωση δημόσιου τομέα Οι πολιτικές αποκέντρωσης του δημόσιου τομέα συνίστανται στη μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κεντρικό επίπεδο διοίκησης σε χαμηλότερα επίπεδα, όπως αυτό της Περιφέρειας, της Νομαρχίας ή του Δήμου. Επιδιώκει τη μείωση της εξάρτησης της περιφέρειας από το κέντρο και συμβάλλει στην απεξάρτηση και ενεργοποίηση του τοπικού δυναμικού της κάθε περιοχής. Σελίδα 17
Η πολιτική αυτή, για να είναι επιτυχής, θα πρέπει να συνοδεύεται και απο αναλογη μεταφορά πόρων που να επιτρέπει την αποτελεσματική αξιοποίηση των αρμοδιοτήτων σε τοπικό επίπεδο. Μια προωθημένη πολιτική αποκέντρωσης αποτελεί η μεταφορα και μετεγκατάσταση υπηρεσιών απο το κέντρο προς την περιφέρεια (π.χ. μετεγκατάσταση του Οργανισμού Καπνού, του Οργανισμού Βάμβακος, του ΕΘΙΑΓΕ, κ.λπ.), ή η δημιουργία νέων υπηρεσιών (π.χ. Υπουργείο Βορείου Ελλάδος και Υπουργείο Αιγαίου). Η πολιτική αυτή, στο βαθμό που είναι λειτουργικά εφικτή, είναι δυνατόν να αλλάξει τη χωρική κατανομή των δημοσίων δαπανών προς όφελος των λιγότερο ευνοημένων περιφερειών. 1.5.8. Πολιτικές ανθρώπινου δυναμικού Οι πολιτικές ανθρώπινου δυναμικού επιδιώκουν να ενισχύσουν την ποιότητα των ανθρώπινων πόρων μιας περιφέρειας, με την παροχή εξειδικευμένων γνώσεων σε τομείς αιχμής και τη βελτίωση και διεύρυνση των προσόντων και ειδικοτήτων του εργατικού δυναμικού. Οι πολιτικές αυτές στηρίζονται στην πεποίθηση ότι οι προοπτικές ανάπτυξης μιας περιφέρειας είναι άμεσα συνδεδεμένες με την ποιότητα (και όχι μόνο την ποσότητα) της εργασίας. Σε μια εποχή όπου η γνώση αναδεικνύεται ως ο σημαντικότερος παράγοντας της προόδου και της ανάπτυξης, οι περιοχές που διαθέτουν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να προσελκύσουν επενδυτικά κεφάλαια και να αναδείξουν ενδογενείς επιχειρηματικές δραστηριότητες από τις περιοχές στις οποίες κυριαρχεί το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό. Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν τρεις τύποι πολιτικών: ι. αυτές που επιδιώκουν την κατάρτιση νέων οι οποίοι μπαίνουν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας, Σελίδα 18
ίί. αυτές που επιχειρούν την επανακατάρτιση ανέργων οι οποίοι διαθέτουν μεν κάποια εξειδίκευση, αλλά αυτή δεν τους εξασφαλίζει πλέον προοπτικές απασχόλησης και ίίί. οι πολιτικές διά βίου κατάρτισης. Οι πολιτικές κατάρτισης νέων στην αγορά εργασίας επιδιώκουν την εξειδίκευση σε τομείς της παραγωγής οι οποίοι προσφέρουν προοπτικές απασχόλησης. Αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων και στον εμπλουτισμό του εργατικού δυναμικού με νέες ειδικότητες. 1.5.9. Πολιτικές άυλων υποδομών Από τη δεκαετία του 1970 άρχισε να γίνεται γνωστό στη βιβλιογραφία της ανάπτυξης ότι μια σειρά περιοχών της Ευρώπης, που δεν ανήκαν στα ανεπτυγμένα βιομηχανικά ή μητροπολιτικά κέντρα, κατάφεραν να αναπτυχθούν με ταχείς ρυθμούς και να συγκλίνουν με τα ανεπτυγμένα κέντρα της βιομηχανίας και των υπηρεσιών. Η παραγωγική δομή αυτών των περιοχών δεν στηριζόταν ούτε στη βαριά και καθετοποιημένη βιομηχανία, ούτε στο σύγχρονο τριτογενή τομέα των τραπεζικών και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Στηριζόταν μάλλον σε συχνά παραδοσιακούς κλάδους και σε μικρές επιχειρήσεις, χαρακτηριστικά που μάλλον συναντούσε κανείς στην περιφέρεια παρά στα κέντρα ανάπτυξης. 1.5.10. Εγκατάσταση επιστημονικών ιδρυμάτων Η ίδρυση και εγκατάσταση επιστημονικών ιδρυμάτων (Πανεπιστήμια, ΤΕΙ, Ερευνητικά Κέντρα, κ.λπ.), σε λιγότερο ευνοημένες περιφέρειες της χώρας θεωρείται και έχει χρησιμοποιηθεί συχνά ως αναπτυξιακή πολιτική. Το επιχείρημα είναι σχετικά απλό και σχετίζεται με τη διάδοση της γνώσης στο τοπικό επίπεδο. Σελίδα 19
Η ύπαρξη Πανεπιστημίων θα συμβάλει, αφενός, στην κατάρτιση του επιστημονικού δυναμικού της περιοχής και, αφετέρου, θα διευκολύνει τον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού της δυναμικού μέσω της συνεργασίας επιχειρήσεων και δημοσίων φορέων με τα εργαστήρια, τους καθηγητές και τους ερευνητές των διαφόρων Τμημάτων και Σχολών. 1.5.11. Πολιτικές διασυνοριακής συνεργασίας Οι περιμετρικές περιοχές των περισσότερων χωρών χαρακτηρίζονται συνήθως από επίπεδα ανάπτυξης τα οποία είναι χαμηλότερα από το μέσο όρο της χώρας. Οι πολιτικές διασυνοριακής συνεργασίας επιδιώκουν την αντιμετώπιση της απομόνωσης αυτών των περιοχών και τη μετατροπή των διασυνοριακών ζωνών σε περιοχές έντονων ανταλλαγών και σχέσεων. Σε όλες τις χώρες του κόσμου, τα σύνορα λειτουργούν ή λειτουργούσαν για μεγάλες χρονικές περιόδους ως πραγματικοί φραγμοί στην επικοινωνία, τη μετακίνηση και τις κάθε είδους σχέσεις μεταξύ των κατοίκων που βρίσκονταν εκατέρωθεν της συνοριακής γραμμής. Επιπλέον, κάθε πλευρά των συνόρων είχε και έχει συνήθως διαφορετικά νομίσματα, διαφορετικούς νόμους, και διαφορετικό πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας και των επιχειρήσεων. Αν σε αυτό προστεθεί ότι κάθε χώρα συχνά χρησιμοποιεί δασμολογική προστασία για τα προϊόντα της, γίνεται σαφές ότι η συνεργασία και οι οικονομικές ανταλλαγές μεταξύ πόλεων και περιφερειών που βρίσκονται πολύ κοντά η μια στην άλλη, αλλά εκατέρωθεν των συνόρων, είναι από δύσκολη. Πολιτικές διασυνοριακής συνεργασίας έχουν εφαρμοστεί τόσο στα εσωτερικά, όσο και στα εξωτερικά σύνορα της EE, και θεωρούνται από αυτές οι οποίες έχουν αποδώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Σελίδα 20
1.5.12. Επιλεκτικές πολιτικές αντιμετώπισης της βιομηχανικής παρακμής Η εμπειρία δείχνει ότι η αποβιομηχάνιση πλήττει κυρίως περιοχές που φιλοξενούν μεγάλες μονάδες, για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή οι μονάδες αυτές λειτουργούν σε τοπικές αγορές και συνεπώς ανταγωνίζονται όχι τόσο με άλλες μικρής κλίμακας τοπικές μονάδες, αλλά με αντίστοιχου ή συχνά μεγαλύτερου μεγέθους ελληνικές ή ξένες επιχειρήσεις. Δεύτερον, επειδή οι μονάδες αυτές κατά κανόνα υπέστησαν πιο έντονα, λόγω της μείωσης του προστατευτισμού, τις συνέπειες της διεθνοποίησης της οικονομίας μετά το 1981, με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Συνεπώς, η διαδικασία της οικονομικής ολοκλήρωσης φαίνεται να επηρεάζει συχνά με αρνητικό τρόπο τις περιοχές εκείνες που διαθέτουν μια σοβαρή συγκέντρωση βιομηχανικού κεφαλαίου κάποιας κλίμακας. Στο επόμενο κεφάλαιο της εργασίας μας θα πραγματοποιήσουμε μια ιστορική αναδρομή της περιφερειακής ανάπτυξης αλλά και των πολιτικών που έχουν εφαρμοστεί στην χώρα μας. Σελίδα 21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ : ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. 2.1. Κύριες φάσεις της Ελληνικής Περιφερειακής Πολιτικής Η εμφάνιση και θεμελίωση της Περιφερειακής Πολιτικής στην Ελλάδα ακολουθεί την πορεία των ευρωπαϊκών χωρών. Ο περιφερειακός προγραμματισμός αρχίζει σταδιακά μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σχεδόν παράλληλα με την προσπάθεια αναπτυξιακού προγραμματισμού σε εθνικό επίπεδο και συμπληρώνεται με διάφορα νομοθετήματα για την ενίσχυση της περιφερειακής ανάπτυξης, καθώς επίσης και με τη σταδιακή βελτίωση του πλαισίου προγραμματισμού και διοικητικής αποκέντρωσης της χώρας. Ωστόσο, για αρκετό καιρό δεν μπορούμε να μιλάμε για μία συστηματική πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης, αλλά βασικά για μία πρακτική χρηματοδότησης μεμονωμένων έργων εκτός συγκεκριμένου προγραμματικού πλαισίου. Το σκηνικό αυτό αλλάζει ουσιαστικά με την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και πιο συγκεκριμένα με την έναρξη της εφαρμογής των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ) το 1986, που για πρώτη φορά τίθεται σε εφαρμογή η διαδικασία εκπόνησης και υλοποίησης πολυταμειακών περιφερειακών (και τομεακών, με σαφή χωρική διάσταση) επιχειρησιακών προγραμμάτων. Ειδικότερα, η διαχρονική πορεία της Περιφερειακής Πολιτικής στην Ελλάδα ακολουθεί πέντε περιόδους (Παπαδασκαλόπουλος και Χριστοφάκης 2002). Σελίδα 22
2.1.1. 1η Περίοδος (1948-1964) Αναφέρεται στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο και στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας. Ήδη από το 1948 είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται δράσεις για την ενίσχυση της βιομηχανικής ανάπτυξης στις περιφέρειες και για την προστασία της επαρχιακής βιομηχανίας. Αφορούσαν κυρίως αυξημένες αποσβέσεις, παρακρατήσεις κερδών για να επενδυθούν σε επεκτάσεις κ.λπ. Ουσιαστικά ωστόσο, η πορεία θεμελίωσης της Περιφερειακής Πολιτικής στη χώρα μας αρχίζει στο τέλος της δεκαετίας του 1950, μαζί με τις πρώτες προσπάθειες προγραμματισμού της εθνικής οικονομικής ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, για πρώτη φορά στο «Πενταετές Πρόγραμμα Οικονομικής Ανάπτυξης της Ελλάδος 1960-1964» τέθηκε η ανάγκη άσκησης Περιφερειακής Πολιτικής για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα των περιφερειακών ανισοτήτων. 2.1.2. 2η Περίοδος (1964-79) Η περίοδος αυτή χωρίζεται σε δύο υποπεριόδους. Η πρώτη αφορά στη δεκαετία 1964-74, που χαρακτηρίζεται από την καθιέρωση χρηματοδοτικών κινήτρων, το διαχωρισμό των περιφερειών ανάλογα με το αναπτυξιακό τους επίπεδο, την εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων για υπανάπτυκτες περιοχές, την ίδρυση Βιομηχανικών Περιοχών, την υποτυπώδη ενίσχυση πολικού συστήματος αστικών κέντρων, την ενεργοποίηση των Υπηρεσιών Περιφερειακής Ανάπτυξης κ.ά. Η δεύτερη, περιλαμβάνει την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας η Περιφερειακή Πολιτική ενισχύεται περαιτέρω με την υιοθέτηση ειδικών νομοθετημάτων και την εκπόνηση ειδικών προγραμμάτων. Συγκεκριμένα, στην περίοδο 1975-1979 δίνεται έμφαση στην παροχή κινήτρων για την ανάπτυξη των παραμεθόριων περιοχών, καθιερώνεται η ενίσχυση των επιχειρήσεων ανάλογα με τον κλάδο που Σελίδα 23
ανήκουν, χρησιμοποιούνται ευρύτερα τα πιστωτικά κίνητρα και ενισχύονται τα ειδικά προγράμματα περιοχών (π.χ. για το νομό Έβρου), καθώς και τα προγράμματα έργων υποδομής (π.χ. Βιομηχανικές Περιοχές, υποδομές μεταφορών κ.λπ.). 2.1.3. 3η Περίοδος (1980-86) Η ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.) συνοδεύεται από μία προσπάθεια σταδιακής σύνδεσης της ελληνικής Περιφερειακής Πολιτικής με την Περιφερειακή Πολιτική της Ε.Ο.Κ. Κορύφωση αυτής της προσπάθειας αποτελούν η ψήφιση του Νόμου 1116/81, που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η εντατικοποίηση των παρεμβάσεων με την καθιέρωση των επιδοτήσεων κεφαλαίου με περιφερειακή κλιμάκωση, η εκπόνηση του πρώτου ειδικού «Προγράμματος Περιφερειακής Ανάπτυξης 1981-1985», η είσπραξη των πρώτων ενισχύσεων από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και των πρώτων δανείων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Ακολουθεί η ψήφιση του Νόμου 1262/82, ο οποίος ενισχύει τις αποκεντρωτικές διαδικασίες και η κατάρτιση του «Πενταετούς Προγράμματος 1983-1987», στο οποίο καθιερώνεται η διαδικασία του «Δημοκρατικού Προγραμματισμού» μέσω της ενεργούς συμμετοχής των τοπικών φορέων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και προγραμματισμού. 2.1.4. 4η Περίοδος (1986-2006) Η έναρξη της περιόδου αυτής σηματοδοτείται με την εφαρμογή των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ), 1986-1992, τα οποία δρομολογούν μια μεγάλη στροφή στο πλαίσιο και στις μεθόδους άσκησης της Περιφερειακής Πολιτικής. Κύρια χαρακτηριστικά του νέου πλαισίου είναι η σύνταξη ολοκληρωμένων πολυετών και πολυταμειακών επιχειρησιακών Σελίδα 24
προγραμμάτων, με προκαθορισμένους πόρους για κάθε έτος εφαρμογής, τα οποία στηρίζονται σε μια αναλυτική αποτύπωση της κατάστασης κάθε περιφέρειας και σε μια διατυπωμένη ιεράρχηση στόχων, στην ομαδοποίηση των έργων σε συγκεκριμένα μέτρα ανά στόχο, στη δημιουργία θεσμών παρακολούθησης της πορείας υλοποίησης των προγραμμάτων και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων τους. Τα ΜΟΠ αποτέλεσαν το «πρόπλασμα» των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ), τριών μέχρι το 2006, (1989-1993, 1994-1999 και 2000-2006). Η ελληνική Περιφερειακή Πολιτική εντάσσεται πλέον λειτουργικά στις διαδικασίες της Περιφερειακής Πολιτικής της Κοινότητας. Από την έναρξη του πρώτου ΚΠΣ το 1989 μέχρι και την ολοκλήρωση του τρίτου το 2006, η Ελλάδα απολαμβάνει το μέγιστο των ενισχύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), καθώς εντάσσεται όλη στις περιφέρειες της ΕΕ με το μέγιστο βαθμό προβληματικότητας, δηλαδή στις περιφέρειες του Στόχου 1 της Διαρθρωτικής Πολιτικής της Ένωσης (αφού όλες οι περιφέρειες παρουσίασαν και για τις τρεις προγραμματικές περιόδους, κατά κεφαλήν ΑΕΠ μικρότερο του 75% του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ, που είναι το κριτήριο ένταξης στο Στόχο 1). Σ' αυτή την περίοδο επίσης, ο Νόμος 1622/86 για τη συγκρότηση των Περιφερειών της χώρας, οι Νόμοι 2218/1994 και 2240/1994 για τη θεσμοθέτηση και λειτουργία του Δεύτερου Βαθμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης και γενικότερα για την ενίσχυση της αποκέντρωσης και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και ο Νόμος 2539/97 για την ανασυγκρότηση της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μέσω του οποίου προέκυψαν οι 1.033 νέοι πρωτοβάθμιοι ΟΤΑ, διαμορφώνουν το θεσμικό πλαίσιο της Περιφερειακής Πολιτικής. Τέλος, οι διάφοροι Αναπτυξιακοί Νόμοι που προωθήθηκαν τα τελευταία χρόνια (1892/90, 2234/94, 2601/98 και 3299/04) Σελίδα 25
* Ο»» I Γ 1 * για την παροχή επενδυτικών κινήτρων με χωρική διαφοροποίηση, συμπληρώνουν το πλαίσιο αυτό. 2.1.5. 5η Περίοδος (2007-2013) Το έτος 2007 αποτελεί σημείο σταθμό για την ελληνική Περιφερειακή Πολιτική και τον Προγραμματισμό. Η πολυάριθμη διεύρυνση της ΕΕ, στις αρχές της νέας χιλιετίας, από 15 σε 25 μέλη αφενός και αφετέρου η βελτίωση του επιπέδου ανάπτυξης ορισμένων περιφερειών της χώρας λόγω των επιδράσεων της πολυετούς προσπάθειας μείωσης του χάσματος με τις λοιπές περιφέρειες της Ενωσης, έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό, για πρώτη φορά στην ιστορία των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων μέσω των ΚΠΣ, ελληνικών περιφερειών από τα προγράμματα της μέγιστης Κοινοτικής συνδρομής του Στόχου 1 της νέας προγραμματικής περιόδου (2007-13). Στη νέα αυτή προγραμματική περίοδο δρομολογούνται επίσης σημαντικές αλλαγές στις διαδικασίες του προγραμματισμού και της άσκησης της Περιφερειακής Πολιτικής της ΕΕ και κατ' επέκταση των χωρών - μελών της. Η προσπάθεια γενναίας μεταρρύθμισης της Κοινοτικής Διαρθρωτικής Πολιτικής αντικατοπτρίζεται πρωταρχικά στους νέους στόχους προτεραιότητας για τις ενισχυόμενες δράσεις και στην αντικατάσταση του καθιερωμένου πλέον όρου των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ) από το νέο όρο Εθνικά Πλαίσια Στρατηγικής Αναφοράς (ΕΠΣΑ), παράλληλα με τη διαδοχή του σχετικά νεώτερου όρου των Σχεδίων Ανάπτυξης (ΣΑ) από τα Εθνικά Στρατηγικά Σχέδια Ανάπτυξης (ΕΣΣΑ). Κάπου εδώ τελειώνει το δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας μας. Στο επόμενο το αντικείμενο που διαπραγματευόμαστε είναι οι παράγοντες - φαινόμενα αλλά και πολιτικές που προκαλούν την εμφάνιση των ανισοτήτων αυτών. Σελίδα 26
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ : ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ 3.1. Εισαγωγή Αν θέλαμε να επικεντρωθούμε στις περιφερειακές ανισότητες, θα τις ορίζαμε ως ανισότητες στις ευκαιρίες που υπαρχουν στις επιμέρους χωρικές μονάδες: ευκαιρίες για οικονομικές δραστηριότητες, για επενδύσεις, για απασχόληση, για σταδιοδρομία, για σπουδές, για περίθαλψη, για αναψυχή, για πολιτιστική δραστηριότητα κ.λπ. Ο προσδιορισμός των ανισοτήτων στις ευκαιρίες παρουσιάζει εντούτοις σημαντικά προβλήματα ποσοτικής αποτύπωσης. Πέρα από τις μετρήσεις που αφορούν υποδομές, ή ανθρώπινο δυναμικό, απαιτούν μετρήσεις σχετικά με αποστάσεις, πληροφόρηση, τοπικές αντιλήψεις. Για να αποτυπώσουμε τις περιφερειακές ανισότητες στη χώρα μας, πρέπει να λάβουμε υπόψη και το χαρακτήρα των διαθέσιμων στοιχείων. Πολλές κατηγορίες περιφερειακών δεδομένων αποτελούν εκτιμήσεις ή κατανομές σε περιφερειακό επίπεδο βάσει αλγορίθμων που πολλές φορές αποκρύπτουν τις περιφερειακές μεταβολές. Για το λόγο αυτό, η χρησιμοποίηση των στοιχείων και η αξιολόγηση των τιμών των μέτρων των περιφερειακών ανισοτήτων πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. 3.2. Παράγοντες εμφάνισης περιφερειακής ανισότητας Συνήθως δεν είναι στη διάθεσή μας το σύνολο των περιφερειακών δεδομένων που απαιτούνται για την ολοκληρωμένη αποτύπωση των Σελίδα 27
ανισοτήτων και οι επιμέρους κατηγορίες στοιχείων δεν είναι διαθέσιμες για τα τελευταία έτη. Οι περιορισμοί αυτοί επιτρέπουν την εξαγωγή επιμέρους συμπερασμάτων και την αποτύπωση των γενικών τάσεων, που μπορούν όμως να διευκολύνουν την κατανόηση και την παρακολούθηση των περιφερειακών ανισοτήτων στη χώρα μας. Το γεγονός ότι ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας ζει στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, δίνει την εικόνα μιας άνισης κατανομής των υποδομών, των υπηρεσιών και των ευκαιριών ανάπτυξης. Οι αστικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης έχουν την υψηλότερη πυκνότητα πληθυσμού - πάνω από τον εθνικό μέσο όρο. Όσον αφορά την υπόλοιπη χώρα, οι ορεινές περιοχές στο Βορρά και στο κέντρο αριθμούν λιγότερους από 50 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Επίσης μια ομόρροπη σχέση ανάμεσα στα οικονομικά και στα δημογραφικά μεγέθη. Οι περιφέρειες οι οποίες ενισχύθηκαν πληθυσμιακά στην περίοδο 1961-2001 είναι αυτές που έχουν το υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης σήμερα (Αττική, Νότιο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία). Αντίθετα αυτές που υπέστησαν τις μεγαλύτερες πληθυσμιακές απώλειες (Βόρειο Αιγαίο, Πελοπόννησος, Δυτική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) χαρακτηρίζονται από αναπτυξιακές υστερήσεις και δυσκολίες. Η νοτιοανατολική περιοχή μαζί με την Αθήνα, τις Κυκλάδες και την Κρήτη έχει κατά κεφαλή ακαθάριστο εγχώριο προϊόν πάνω από αυτό του εθνικού μέσου όρου. Το ευνοϊκό αυτό γεγονός οφείλεται στη συγκέντρωση των υπηρεσιών και των δραστηριοτήτων υψηλής τεχνολογίας στην περιοχή της πρωτεύουσας και στην τουριστική ανάπτυξη στα νησιά. Οι ανισότητες αυτές συνιστούν ένα σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας που απασχολεί έντονα τόσο την κοινή γνώμη, όσο και τους πολιτικούς και τη Δημόσια Διοίκηση. Ο περιορισμός των Σελίδα 28
οικονομικών ανισοτήτων μεταξύ των διαφόρων περιοχών της χώρας, αποτελεί μια από τις βασικές επιδιώξεις της οικονομικής πολιτικής της χώρας, ιδιαίτερα κατα τις τελευταίες δεκαετίες. Εν τούτοις, όπως σημείωσε η ομιλήτρια, η διατήρηση των περιφερειακών ανισοτήτων σε υψηλά επίπεδα σε όλη τη διαρκεια της μεταπολεμικής περιόδου δημιουργεί ερωτηματικα, τόσο για τους παράγοντες που τις δημιουργούν και τις διατηρούν ή τις ενισχύουν, όσο και για την αδυναμία των περιφερειακών πολιτικών να επιτύχουν ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Οι παράγοντες που έχουν επηρεάσει ή εξακολουθούν να επηρεάζουν τις περιφερειακές ανισότητες στην Ελλάδα είναι: - Ιστορικοί (σταδιακή δημιουργία του ελληνικού κράτους, εγκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, μεταπολεμική διαίρεση της Ευρώπης σε Δύση και Ανατολή με το κλείσιμο των βόρειων συνόρων της χώρας που αποδυνάμωσε όλες τις σημαντικές πόλεις της Βόρειας Ελλάδας) - Γεωμορφολογικοί (περιφερειακή γεωγραφικά θέση της χώρας σε σχέση με την Ε.Ε. και έντονη γεωγραφική πολυμορφία με αναπτυξιακή υστέρηση στις ορεινές περιοχές), - Οικονομικοί (οικονομίες συγκέντρωσης, διάρθρωση των τοπικών οικονομιών, ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, ευρωπαϊκή ολοκλήρωση) και τους - Πολιτικοί (συγκεντρωτική δομή της δημόσιας διοίκησης, τοπικές δομές διοίκησης με περιορισμένες δυνατότητες ουσιαστικής παρέμβασης στα αναπτυξιακά προβλήματα της περιφέρειας, κατακερματισμός της τοπικής και περιφερειακής διοίκησης). Σελίδα 29
3.3. Δείκτες μέτρησης και ελληνική περιφερειακή ανισότητα Οι συνήθεις δείκτες μέτρησης των περιφερειακών ανισοτήτων είναι το κατά κεφαλή Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (κ.κ. ΑΕΠ) κάθε μιας από τις 13 διοικητικές περιφέρειες και η ανεργία ως ποσοστό του ενεργού πληθυσμού. Ο ενήμερος αναγνώστης θα πρέπει να γνωρίζει ότι και τα δύο αυτά μεγέθη υποφέρουν από σημαντικές αδυναμίες, ιδιαίτερα όταν παρουσιάζονται ως ενδείξεις του πραγματικού επιπέδου ευημερίας που απολαμβάνει κάθε περιφέρεια. Ως προς το ΑΕΠ, το πρώτο που πρέπει να τονίσουμε είναι η διαφορά μεταξύ του κατά κεφαλή ΑΕΠ και του πραγματικού εισοδήματος των κατοίκων μιας περιφέρειας: α) γιατί ολοένα και συχνότερα (όσο αυξάνει το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων) ούτε οι ιδιοκτήτες, και πολλές φορές ούτε οι εργαζόμενοι, είναι κάτοικοι της περιοχής που είναι εγκατεστημένη μια επιχείρηση. Π.χ. ο νομός Βοιωτίας, που φέρεται ως ο νομός με το υψηλότερο κ.κ. ΑΕΠ, απλώς φιλοξενεί τις παραγωγικές μονάδες που «έσπρωξε» εκτός Αττικής ο αναπτυξιακός νόμος. Ο δεύτερος στη κατάταξη νομός της Δωδεκανήσου, περιλαμβάνει μεγάλες εξωγενείς ξενοδοχειακές μονάδες με πολλούς «εισαγόμενους» εποχιακούς εργαζόμενους. β) Η έκταση της παραοικονομίας που δεν καταγράφεται στο ΑΕΠ εμφανίζει σημαντικές περιφερειακές διαφοροποιήσεις. γ) Οι μεταβιβαστικές πληρωμές (μεταναστευτικά εμβάσματα, εισοδηματικές ενισχύσεις, συντάξεις κλπ) επίσης δεν είναι αναλογικά κατανεμημένες στις περιφέρειες. Ως προς την ανεργία, αν και μέγεθος απλούστερο στον ορισμό του, η ακρίβειά της επηρεάζεται κυρίως από τη κλαδική διάρθρωση κάθε περιφέρειας: περιοχές με εκτεταμένο αγροτικό τομέα δημιουργούν δυσκολίες Σελίδα 30
στον ορισμό του ενεργού πληθυσμού (οικογενειακή εργασία) και υποκρύπτουν εκτεταμένη υποαπασχόληση. Ομοίως και οι περιοχές με εκτεταμένη εποχιακή εργασία και αυτοαπασχόληση, όπως οι τουριστικές περιοχές. Οι δύο προαναφερόμενοι δείκτες κυριαρχούν στην παρουσίαση και ανάλυση των περιφερειακών ανισοτήτων και αποτελούν τα βασικά κριτήρια καθορισμού της προβληματικότητας των περιφερειών και κατά συνέπεια των ενισχύσεων που αυτές λαμβάνουν στα πλαίσια των ασκούμενων πολιτικών (κατανομή πόρων Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, επενδυτικές ενισχύσεις στις επιχειρήσεις κ.α.). Ας δούμε λοιπόν, με βάση τα πιο πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία (EUROSTAT και ΕΣΥΕ), τη σημερινή κατάσταση και τις επικρατούσες τάσεις: Η έκταση των ανισοτήτων στο κ.κ. ΑΕΠ μεταξύ των 13 περιφερειών είναι σημαντική αλλά όχι από τις μεγαλύτερες στην Ε.Ε. των 25. Η «πλουσιότερη» περιφέρεια, η Αττική, έχει κ.κ. ΑΕΠ 2,07 φορές υψηλότερο από αυτό της «φτωχότερης» που είναι η Δυτική Ελλάδα. Η κατάσταση αυτή δεν φαίνεται να διαφοροποιείται κατά τη διάρκεια της περιόδου 2000-2004 για την οποία έχουμε συγκρίσιμα στοιχεία. Ο μέσος όρος του κ.κ. ΑΕΠ της χώρας είναι 1,5 φορές μεγαλύτερος από το κ.κ. ΑΕΠ των τριών «φτωχότερων» περιφερειών: Δυτική Ελλάδα, Αν. Μακεδονία - Θράκη, Βόρειο Αιγαίο, επίσης χωρίς ουσιώδεις αλλαγές τη περίοδο 2000-2004. Στο τομέα της ανεργίας η διαφορές στις ακραίες τιμές είναι μεγαλύτερες: η πιο προβληματική περιοχή η Δυτική Μακεδονία έχει 2,5 φορές υψηλότερη ανεργία από ότι η Κρήτη, η περιφέρεια με τη χαμηλότερη ανεργία. Αν όμως εξαιρέσουμε την ακραία τιμή της Δυτικής Μακεδονίας (ποσοστό ανεργίας 18% το 2005), οι διαφορές μεταξύ των υπολοίπων περιφερειών δεν υπερβαίνουν το 1:1,7, διαφορά όχι και τόσο εντυπωσιακή σε σύγκριση με την κατάσταση στην Ε.Ε.-25. Σελίδα 31
Οι προϋποθέσεις και προοπτικές άσκησης πολιτικής για την περιφέρεια και την ανάπτυξη αυτής είναι το θέμα του επόμενου κεφαλαίου μας. Σελίδα 32
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV: ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 4.1. Εισαγωγή Η περιφερειακή ανάπτυξη, η εδαφική και κοινωνική συνοχή και η προστασία του περιβάλλοντος αντιμετωπίζονται ως δευτερεύοντες τομείς άσκησης πολιτικής, χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό, όραμα και μακροπρόθεσμους στόχους. Το θέμα της περιφερειακής - ισόρροπης ανάπτυξης, με βάση τις αρχές της αειφορίας και της κοινωνικής συνοχής, αποτέλεσε και θα αποτελεί όχι μόνο ζήτημα θεμελιώδους σημασίας, καθώς αφορά το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Δυστυχώς, η Ελλάδα ολοκληρώνει την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα με ένα αποτυχημένο θα λέγαμε μοντέλο ανάπτυξης και διοίκησης. Εκτός των κρουσμάτων διαφθοράς, οι ανάγκες και τα προβλήματα της καθημερινότητας συσσωρεύονται, ενώ λείπει η στρατηγική για την ανάπτυξη και τη διαμόρφωση των κατευθύνσεων και των αναπτυξιακών επιλογών, όπως και ο έλεγχος της υλοποίησής τους. Το έλλειμμα του περιφερειακού προγραμματισμού και της υλοποίησης έργων ανάπτυξης μεγαλώνει, όπως και της ορθολογικής και χρηστής διαχείρισης πόρων, αρμοδιοτήτων και αποτελεσματικότητας των ισχνών περιφερειακών δομών. Το γεγονός αυτό αυξάνει την εξάρτηση της περιφέρειας από το κέντρο και εμποδίζει την ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών. Παρά τις δεσμεύσεις ότι στις περιφέρειες της χώρας θα διατεθεί το 70% ή και 80% των πόρων από τις δημόσιες επενδύσεις ή από τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, καμία δεν έχει υλοποιηθεί και το αποτέλεσμα εξακολουθεί Σελίδα 33
να παραμένει χαμηλό. Η παραγωγική βάση της περιφέρειας ελαττώνεται και η ανεργία αντίθετα αυξάνεται. Χαρακτηριστικά είναι, την τελευταία δεκαετία, τα στοιχεία πολλών φορέων, και ιδιαίτερα τα στοιχεία του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης και των αντίστοιχων της Βόρειας Ελλάδας. Η οικονομική δραστηριότητα συγκεντρώνεται κατά κύριο λόγο στην Αττική και δευτερευόντως στη Θεσσαλονίκη. Η βασική αιτία για το μεγάλο αυτό αναπτυξιακό έλλειμμα είναι, η έλλειψη αποκεντρωμένων δομών και υπηρεσιών. Επίσης χαρακτηριστικός είναι και ο συγκεντρωτικός τρόπος σχεδιασμού και οι χαμηλοί πόροι του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων καθώς επίσης και οι προγραμματικές και διαχειριστικές αδυναμίες στην υλοποίηση των Εθνικών και κυρίως των Κοινοτικών Προγραμμάτων, αλλά και η μειωμένη απορρόφηση των πόρων. Επίσης, πολύ βασικές αιτίες για αυτό το μοντέλο ανάπτυξης και τη μη ορθή διαχείριση και αξιοποίηση των εθνικών πόρων είναι: - Η έλλειψη Εθνικού Χωροταξικού Σχεδίου, Εθνικού Κτηματολογίου και Δασολογίου, που θα έπρεπε να αποτελεί βασικό εργαλείο για την ανάπτυξη της χώρας με κυρίαρχους στόχους την προστασία του περιβάλλοντος, την εδαφική συνοχή, την ισόρροπη κατανομή των ωφελειών και τη διαφύλαξη της δημόσιας περιουσίας. - Το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ) τείνει πλέον να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την απαιτούμενη συγχρηματοδότηση των μεγάλων κυρίως έργων, και όχι για τη χάραξη πολιτικής επενδύσεων και υποδομών κοινής ωφέλειας, κάτι που είναι απαραίτητο για την τόνωση της οικονομίας και της τοπικής ανάπτυξης. Ορισμένα πραγματικά καινοτόμα ευρωπαϊκά προγράμματα ενίσχυσης προβληματικών περιοχών του αστικού και αγροτικού χώρου και νέων αγροτών / γυναικών προσκρούουν Σελίδα 34
σε γραφειοκρατικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να αξιοποιηθούν από το υγιές παραγωγικό δυναμικό της περιφέρειας ώστε να συμβάλουν στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και στην τόνωση της κοινωνικής συνοχής. Οι περιφέρειες της χώρας, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλα προβλήματα όχι μόνο για το μεγάλο θέμα της ανάπτυξής τους και της τόνωσης της απασχόλησης, αλλά και για την καθημερινότητά τους, για μία αξιοπρεπή διαβίωση και αναβάθμιση της ποιότητας ζωής. Προβλήματα που προκύπτουν από την έλλειψη έργων για έναν βιώσιμο χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, για τον κοινωνικό εξοπλισμό (στην υγεία, την παιδεία, τον πολιτισμό), για τις βασικές υποδομές (στις συγκοινωνίες, τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, τη διαχείριση των αποβλήτων), για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Το αποτέλεσμα είναι ότι, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι δείκτες ανάπτυξης ήταν υψηλοί, εντούτοις καταγράφεται μείωση της απασχόλησης στις περισσότερες περιφέρειες της χώρας, όπως και υψηλά ποσοστά ανεργίας, διπλάσια (Θεσσαλονίκη) ή και πολλαπλάσια (Δυτική και Ανατολική Μακεδονία, Βόρειο Αιγαίο κ.α.) των ποσοστών του κέντρου, γεγονός που δείχνει τον στρεβλό χαρακτήρα που είχε αυτή η αναπτυξιακή διαδικασία και το μεγάλο έλλειμμα εδαφικής συνοχής που δημιουργεί. 4.2. Προϋποθέσεις περιφερειακής πολιτικής Η περιφερειακή πολιτική πρέπει να αποτελεί ένα μέσο-εργαλείο εδαφικής και κοινωνικής συνοχής και οικονομικής αλληλεγγύης, με στόχο να εξασφαλίζει στους πολίτες τις απαραίτητες υποδομές και τον κοινωνικό εξοπλισμό για την αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής τους. Μία ανάπτυξη που θα διασφαλίζει τους πόρους και την κοινωνική συνοχή, θα αμβλύνει τα Σελίδα 35
χάσματα κέντρου-περιφέρειας/περιφερειών και παράλληλα θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για περαιτέρω αναπτυξιακή δραστηριότητα και οικονομική ολοκλήρωση των περιοχών της χώρας. Για να ανατραπεί η σημερινή κατάσταση, είναι αναγκαίο να γίνουν οι κατάλληλες διαρθρωτικές παρεμβάσεις και να ασκηθεί μία πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης, στο πλαίσιο ενός Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού. Αυτό προϋποθέτει, τη διαμόρφωση ενός πλάνου, το οποίο θα προσδιορίζει τους άξονες και τις κατευθύνσεις της ανάπτυξης, θα προωθεί σημαντικές αλλαγές στους θεσμούς, στην κοινωνία, στην οικονομία και θα υπηρετεί το στόχο της οικονομικά, κοινωνικά και οικολογικά βιώσιμης ανάπτυξης. Το πλάνο αυτό θα πρέπει να έχει τις παρακάτω αρχές και προϋποθέσεις: - Την πραγματική καταγραφή των μεγάλων προβλημάτων, αλλά και των αναπτυξιακών δυνατοτήτων των περιφερειών της χώρας, όπως και την ενίσχυση της συμμετοχής στον προγραμματισμό και της ικανότητας υλοποίησης προγραμμάτων των τοπικών φορέων, της Περιφέρειας και της Αυτοδιοίκησης. - Την ανασυγκρότηση των διαδικασιών του προγραμματισμού και την πραγματοποίηση αναπτυξιακού περιφερειακού προγραμματισμού για κάθε περιφέρεια. - Τον σωστό τρόπο σχεδιασμού του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ) ο οποίος θα πρέπει να είναι κυρίαρχος και όχι, συμπληρωματικός στα κοινοτικά προγράμματα. Θα πρέπει βέβαια να αυξηθούν και οι πόροι του για τις υποδομές και τα έργα κοινής ωφέλειας και κοινωνικού εξοπλισμού. - Τη διατήρηση υπό δημόσιο έλεγχο των δημόσιων οργανισμών, των υποδομών και των συλλογικών αγαθών, και την αξιοποίησή τους Σελίδα 36