Τρίκαλα 08/ 12 / 2013 Διάρκεια: 3 ώρες Μαθητής/τρια: <<<<<<.<<<<<<.< Θέμα στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γεώργιος Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου «< Ἡ ἱερότης τοῦ τόπου, ἡ θέα τῶν εἰκόνων, ἡ εὐωδία τοῦ θυμιάματος ἐπέδρασαν, φαίνεται, εὐνοϊκῶς ἐπὶ τοῦ μελαγχολικοῦ της πνεύματος. Διότι, εὐθὺς μετὰ τὰς πρώτας στιγμὰς, ἐζωήρευσε καὶ ἤρχισε νὰ ἀστεΐζεται μὲ ἡμᾶς. - Ποῖον ἀπὸ τοὺς δύο θέλεις νὰ παίζετε μαζί; τὴν ἠρώτησε τρυφερῶς ἡ μήτηρ μου -τὸν Χρηστάκη, ἤ τὸ Γιωργί; Ἡ ἀσθενὴς ἔρριψε πρὸς τὴν λαλοῦσαν πλάγιον ἀλλ ἐκφραστικὸν βλέμμα, καὶ, ὡς ἐὰν ἐπέπληττεν αὐτὴν διὰ τὴν πρὸς ἡμᾶς ἀδιαφορίαν, τῇ ἀπήντησεν, ἀργὰ καὶ μετρημένα - Ποῖον ἀπὸ τοὺς δύο θέλω; Κανένα δὲν θέλω χωρὶς τὸν ἄλλο. Τὰ θέλω ὅλα τὰ ἀδέλφια μου, ὅσα καὶ ἂν ἔχω. Ἡ μήτηρ μου συνεστάλη καὶ ἐσιώπησεν. Μετ ὁλίγον ἔφερε καὶ τὸν ὁλόμικρον ἀδελφόν μας εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλὰ μόνον διὰ τὴν πρώτη ἐκείνην ἡμέραν. Τὸ ἐσπέρας ἀπέπεμψε τοὺς ἄλλους δύο, καὶ ἐκράτησε μόνον ἐμὲ πλησίον της. Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπὶ τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις. Τὸ ἀμυδρὸν φῶς τῶν ἔμπροσθεν τοῦ εἰκονοστασίου λύχνων, μόλις ἐξαρκοῦν νὰ φωτίζῃ αὐτὸ καὶ τὰς πρὸ αὐτοῦ βαθμίδας, καθίστα τὸ περὶ ἡμᾶς σκότος ἔτι ὑποπτότερον καὶ φοβερώτερον, παρὰ ἐὰν ἤμεθα ὅλως διόλου εἰς τὰ σκοτεινὰ. Ὁσάκις τὸ φλογίδιον μιᾶς κανδύλας ἔτρεμε, μοὶ ἐφαίνετο, πῶς ὁ ἅγιος ἐπὶ τῆς ἀπέναντι εἰκόνος ἤρχιζε νὰ ζωντανεύῃ, καὶ ἐσάλευε, προσπαθῶν ν ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὰς σανίδας, καὶ καταβῇ ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, μὲ τὰ φαρδυὰ καὶ κόκκινά του φορέματα, μὲ τὸν στέφανον περὶ τὴν κεφαλὴν, καὶ μὲ τοὺς ἀτενεὶς ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τοῦ ὠχροῦ καὶ ἀπαθοῦς προσώπου του. Ὁσάκις πάλιν ὁ ψυχρὸς ἄνεμος ἐσύριζε διὰ τῶν ὑψηλῶν παραθύρων, σείων θορυβωδῶς τὰς μικρὰς αὐτῶν ὑέλους, ἐνόμιζον, ὅτι οἱ περὶ τὴν ἐκκλησίαν νεκροὶ ἀνερριχῶντο τοὺς τοίχους καὶ προσεπάθουν νὰ εἰσδύσωσιν εἰς αὐτήν. Καὶ τρέμων ἐκ φρίκης, ἔβλεπον ἐνίοτε ἀντικρύ μου ἔνα σκελετόν, ὅστις ἥπλωνε νὰ θερμάνῃ τὰς ἀσάρκους του χείρας ἐπὶ τοῦ μαγκαλίου, τὸ ὁποῖον ἔκαιε πρὸ ἡμῶν. Καὶ ὅμως δὲν ἐτόλμων νὰ δηλώσω οὐδὲ τὴν παραμικροτέραν ἀνησυχίαν. Διότι ἠγάπων τὴν ἀδελφήν μου, καὶ ἐθεώρουν μεγάλην προτίμησιν νὰ ἤμαι διαρκῶς πλησίον της καὶ πλησίον τῆς μητρός μου, ἥτις χωρὶς ἄλλο θὰ μὲ ἀπέστελλεν εἰς τὸν οἴκον, εὐθὺς ὡς ἤθελεν ὑποπτευθῇ ὅτι φοβούμαι. Ὑπέφερον λοιπὸν καὶ κατὰ τὰς ἑπομένας νύκτας τὰς φρικιάσεις ἐκείνας μετὰ ἀναγκαστικῆς στωικότητος καὶ ἐξετέλουν προθύμως τὰ καθήκοντά μου, προσπαθῶν νὰ καταστῶ ὅσον τὸ δυνατὸν ἀρεστότερος. 1
Ἤναπτον πῦρ, ἔφερον νερὸν καὶ ἐσκούπιζα τὴν ἐκκλησίαν, ὅταν ἦτο καθημερινή. Τὰς ἑορτὰς καὶ Κυριακάς, κατὰ τὸν ὄρθρον, ἐχειραγώγουν τὴν ἀδελφὴν μου, νὰ σταθῇ κάτω ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖον ἀνεγίγνωσκεν ὁ λειτουργὸς ἀπὸ τῆς Ὡραίας Πύλης. Κατὰ τὴν λειτουργίαν, ἤπλωνα χαμαὶ τὸ χράμι, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔπιπτεν ἡ ἀσθενὴς πρόμυτα, διὰ νὰ περάσουν τὰ ἅγια ἀπὸ ἐπάνω της. Κατὰ δὲ τὴν ἀπόλυσιν, ἔφερον τὸ προσκέφαλόν της ἐνώπιον τῆς ἀριστερᾶς τοῦ Ἱεροῦ θύρας, διὰ νὰ γονατίζῃ ἐπ αὐτοῦ, ὡς ποῦ νὰ ξεφορέσῃ ὁ παππᾶς ἐπάνω της καὶ νὰ τῆς σταυρώσῃ τὸ πρόσωπον μὲ τὴν Λόγχην, ψιθυρίζων τὸ Σταυρωθέντος σου Χριστέ, ἀνηρέθη ἡ τυραννίς, ἐπατήθη ἡ δύναμις τοῦ Ἐχθρού, κτλ. Καὶ εἰς ὅλα ταῦτα μὲ παρηκολούθει ἡ πτωχὴ μου ἀδελφὴ μὲ τὴν ὠχρὰν καὶ μελαγχολικήν της ὄψιν, μὲ τὸ ἀργὸν καὶ ἀβέβαιον βήμα της, ἐλκύουσα τὸν οἶκτον τῶν ἐκκλησιαζομένων καὶ προκαλοῦσα τὰς εὐχὰς αὐτῶν ὑπὲρ ἀναρρώσεώς της ἀναρρώσεως, ἥτις δυστυχῶς ἤργει νὰ ἐπέλθῃ. Ἀπ ἐναντίας, ἡ ὑγρασία, τὸ ψῦχος, τὸ ἀσύνηθες καί, μὰ τὸ ναί, φρικαλέον τῶν ἐν τῷ ναῷ διανυκτερεύσεων δὲν ἤργησαν νὰ ἐπιδράσουν βλαβερῶς ἐπὶ τῆς ἀσθενοῦς, τῆς ὁποίας ἡ κατάστασις ἤρχησε νὰ ἐμπνέῃ τώρα τοὺς ἐσχάτους φόβους<» *<+ < Διότι μετ' ὀλίγον ἐκάθησε καὶ ἤρχησε νὰ μοιρολογῇ χαμηλοφώνως. Ἦτο τὸ μοιρολόγι τοῦ πατρός μας. Πρὶν ἀσθενήσῃ ἡ Ἀννιῶ, τὸ ἔψαλλε πολὺ συχνὰ, ἀλλ' ἀφ' ὅτου ἀσθένησε, τὸ ἤκουον διὰ πρώτην φορὰν. Τὸ μοιρολόγιον τοῦτο ἐσύνθεσεν ἐπὶ τῷ θανάτῳ τοῦ πατρός μου, κατὰ παραγγελίαν αὐτῆς, ἡλιοκαὴς ρακένδυτος Γύφτος, γνωστὸς εἰς τὰ περίχωρά μας διὰ τὴν δεξιότητα εἰς τὸ στιχουργεῖν αὐτοσχεδίως. Μοὶ φαίνεται, ὅτι βλέπω ἀκόμη τὴν μαύρην καὶ λιγδερὰν κόμην, τοὺς μικροὺς καὶ φλογεροὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τ' ἀνοιχτὰ καὶ τριχωμένα στήθη του. Ἐκάθητο ἔνδοθεν τῆς αὐλείου ἡμῶν θύρας, περιστοιχισμένος ὑπὸ τῶν χαλκῶν ἀγγείων, ὅσα ἐσύναζε διὰ νὰ γανώσῃ. Καὶ, μὲ τὴν κεφαλὴν κεκλιμένην ἐπὶ τοῦ ὦμου, συνώδευε τὸν πένθιμον αὐτοῦ σκοπὸν μὲ τοὺς κλαυθμηροὺς ἤχους τῆς τριχόρδου του λύρας. Πρὸ αὐτοῦ ἡ μήτηρ μου ὀρθία ἐβάσταζε τὴν Ἀννιῶ εἰς τὴν ἀγκάλην της καὶ ἤκουε προσεκτικὴ καὶ δακρύουσα. Ἐγὼ τὴν ἐκράτουν σφιγκτὰ ἀπὸ τοῦ φορέματος καὶ ἔκρυπτον τὸ πρόσωπόν μου εἰς τὰς πτυχὰς αὐτοῦ, διότι ὅσον γλυκεῖς ἦσαν οἱ ἤχοι ἐκείνοι, τόσον φοβερὰ μοι ἐφαίνετο ἡ μορφὴ τοῦ ἀγρίου των ψάλτου. Ὅταν ἡ μήτηρ μου ἔμαθε τὸ θλιβερὸν αὐτῆς μάθημα, ἔλυσεν ἀπὸ τὸ ἄκρον τῆς καλύπτρας της καὶ ἔδωκεν εἰς τὸν Ἀθίγγανον δύο ρουμπιέδες. -Τότε εἴχομεν ἀκόμη ἀρκετοὺς. - ἔπειτα παρέθηκεν εἰς αὐτὸν ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ὅ,τι προσφάγιον εὐρέθη πρόχειρον. Ἐνῶ δὲ ἐκεῖνος ἔτρωγε κάτω, ἡ μήτηρ μου εἰς τὸ ἀνώγι ἐπανελάμβανε τὸ ἐλεγεῖον κατ' ἰδίαν διὰ νὰ τὸ στερέωσῃ εἰς τὴν μνήμην της. Και φαίνεται ὅτι τὸ εὔρε πολὺ ὡραῖον. Διότι καθ' ἥν στιγμὴν ὁ Κατσίβελος ἀνεχώρει, ἔδραμε κατόπιν του καὶ τῷ ἐχάρισεν ἐν ἀπὸ τὰ σαλιβάρια τοῦ πατρός μου. - Θεὸς σχωρέσοι τὸν ἄνδρα σου, νύφη! Ἐφώνησεν ἔκθαμβος ὁ ραψωδὸς καὶ φορτωθεὶς τὰ χάλκινά του σκεύη ἐξῆλθε τῆς αὐλῆς μας. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἐλεγεῖον ἐμοιρολόγει κατ' ἐκείνην τὴν νύκτα ἡ μήτηρ μου. 2
Ερωτήσεις: 1) «Κατά τον Ιάσωνα Δεπούντη, τα διηγήματα του Βιζυηνού αποτελούν το καλύτερο τμήμα της πνευματικής του παραγωγής και δίκαια μπορούν να λάβουν σήμερα τον τίτλο των πρώτων γνήσιων ψυχογραφημάτων της νεοελληνικής ψυχής». Να ερμηνεύσετε την παραπάνω δήλωση χρησιμοποιώντας υλικό από τα παραπάνω αποσπάσματα. μονάδες 15 2) Το πρώτο απόσπασμα κλείνει με ένα θεματικό μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε πολλά σημεία του διηγήματος. Να το καταγράψετε και να εξηγήσετε τη λειτουργικότητα. μονάδες 20 3) Σχεδόν σε ολόκληρο το πρώτο απόσπασμα που σας δόθηκε κυριαρχεί ο Παρατατικός έναντι του Αορίστου. Ποια είναι η σκοπιμότητα της επιλογής αυτών των γραμματικών χρόνων; 4) Πώς λειτουργεί η αναφορά στο μοιρολόγι του πατέρα από τον Γιωργή; μονάδες 10 μονάδες 10 5) Να σχολιάσετε το παρακάτω απόσπασμα ως προς την ερώτηση της μάνας αλλά και ως προς την απάντηση της Αννιώς. -Ποῖον ἀπὸ τοὺς δύο θέλεις νὰ παίζετε μαζί; τὴν ἠρώτησε τρυφερῶς ἡ μήτηρ μου -τὸν Χρηστάκη, ἤ τὸ Γιωργί; Ἡ ἀσθενὴς ἔρριψε πρὸς τὴν λαλοῦσαν πλάγιον ἀλλ ἐκφραστικὸν βλέμμα, καὶ, ὡς ἐὰν ἐπέπληττεν αὐτὴν διὰ τὴν πρὸς ἡμᾶς ἀδιαφορίαν, τῇ ἀπήντησεν, ἀργὰ καὶ μετρημένα - Ποῖον ἀπὸ τοὺς δύο θέλω; Κανένα δὲν θέλω χωρὶς τὸν ἄλλο. Τὰ θέλω ὅλα τὰ ἀδέλφια μου, ὅσα καὶ ἂν ἔχω. μονάδες 25 6) Στο παρακάτω ποίημα της Ζωής Καρέλλη, να παρατηρήσετε τον τρόπο που η ποιήτρια αντιλαμβάνεται και περιγράφει τη μορφή των αγίων στο εσωτερικό της εκκλησίας και να τον συγκρίνετε με την αντίστοιχη περιγραφή των μορφών των αγίων έτσι όπως πλάθονται στη συνείδηση του μικρού αφηγητή Γιωργή στο Αμάρτημα της Μητρός μου. μονάδες 20 3
Τα εικονίσματα ΙΙΙ «Τα μάτια στις βυζαντινές εικόνες, αγίων και μαρτύρων, τα εκστατικά, είναι διαφορετικά απ' των αρχαίων αγαλμάτων. - Ω δόξα της πατρίδας μου διπλή κι' απέραντη χαρά η προσφορά, ανθρώπινη, δική σου παρηγοριά και διδαχή σου. Σ' ολόκληρη την όρθωση, την άρθρωση του ωραίου σώματός των, είναι υπεροπτικά σχεδόν, τα ελληνικά αγάλματα και στην ευγενική θωριά, το βλέμμα δείχνει αλλού να θεωρεί. Oι άγιοι μονάχο δε σ' αφήνουνε, το στρογγυλό τους μάτι ολάνοιχτο, κι' ωσάν έκπληκτο, σε παρακολουθεί σε μυστικήν, ενδόμυχη ατένιση σε οδηγεί για να πιστέψεις στο δικό τους όραμα με πάσαν την υποταγή. Όχι πια φοβισμένη, μα φωτισμένη απ' της ψυχής το νόημα που αντελήφθη και ομολογεί.» καλή επιτυχία! Επιμέλεια θεμάτων: Παναγιώτης Κ. Ζαχαράκης 4
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1, Ο Βιζυηνός ψυχογραφεί άριστα τους ήρωές του και δεν τους προσεγγίζει επιφανειακά αλλά στέκεται στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής και εντοπίζει «ελατήρια», κίνητρα αλλά και πλησιάζει τα πρόσωπα διεισδύοντας ώριμα και ουσιαστικά στον εσωτερικό τους κόσμο. Σε αυτό το μήκος κύματος κινείται και η άποψη του Ιάσωνα Δεπούντη σχετικά με την ψυχογραφική ικανότητα του αφηγητή. Άριστα δείγματα ψυχογράφησης μας παρέχει στο τμήμα της αφήγησης της παρουσίας του παιδιού στην εκκλησία. Ο φόβος που φωλιάζει στην καρδιά του, η συναισθηματική του φόρτιση λόγω της ασθένειας της αγαπημένης του αδερφής αλλά και οι τρομακτικές, εφιαλτικές, σχεδόν, στιγμές που βιώνει δίνονται από τον αφηγητή με εξαιρετική αμεσότητα και παραστατικότητα. Με τον τρόπο αυτό είναι σα να ζωντανεύει μπροστά μας τον τρομοκρατημένο Γιωργή. Το αίσθημα του τρόμου γίνεται ιδιαίτερα έκδηλο και μπροστά στα μάτια μας βλέπουμε ένα παιδί πανικόβλητο, έτσι όπως θα περιμέναμε κάθε μικρό παιδί που αναγκάζεται να διαβιώσει για σαράντα μέρες σ ένα ψυχρό και υγρό μέρος, σ ένα μυστηριακό και υποβλητικό περιβάλλον που η παιδική συνείδηση δεν είναι σε θέση να δει ορθολογιστικά και να αντιληφθεί ότι δεν κινδυνεύει από αυτό. Αξιοσημείωτη είναι και η λειτουργία των αισθήσεων και παραισθήσεων που φωτογραφίζουν τον εσωτερικό κόσμο του μικρού Γιωργή. Στη δημιουργία αυτής της ατμόσφαιρας συγκλίνουν και οι πάμπολλες εικόνες που χρησιμοποιούνται (οπτικές, ακουστικές, κινητικές) και με τις οποίες αισθητοποιείται ο συγκλονισμένος από φρίκη κόσμος του μικρού παιδιού αλλά και την επανάληψη του επιρρήματος οσάκις, επανάληψη που φανερώνει τη διάρκεια και την επανάληψη αυτών των άσχημων συναισθημάτων.. Το έντονο αυτό σημείο της ψυχογράφησης κλείνει με την απόκρυψη του φόβου για χάρη της αδερφής του αλλά και της μητέρας του που δεν ήθελε να της δώσει αφορμή να τον διώξει από την εκκλησία. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος, «Ὑπέφερον λοιπὸν καὶ κατὰ τὰς ἑπομένας νύκτας τὰς φρικιάσεις <». Μέσα από τα προαναφερθέντα, λοιπόν, εύλογα θα συμφωνούσε κανείς με τη δοθείσα άποψη αλλά και την επικρατούσα η οποία μας παρουσιάζει το διηγηματογράφο Βιζυηνό ως μέγα ψυχογράφο. 2. Στο απόσπασμα υπάρχει μια τελευταία φράση με την οποία παρουσιάζεται η συνεχής επιδείνωση της αρρώστιας του κοριτσιού. Η φράση «τῆς ὁποίας ἡ κατάστασις ἤρχησε νὰ ἐμπνέῃ τώρα τοὺς ἐσχάτους φόβους<» αποτελεί την κατακλείδα όλων των προηγούμενων φράσεων και υποδεικνύει το τέλος της ασθένειας με την αμετάκλητη πορεία του κοριτσιού προς το θάνατο. Η φράση αυτή είναι η τελευταία ενώ παρόμοιες μπορούμε να βρούμε διάσπαρτες σε προηγούμενα σημεία του διηγήματος. Γενικότερα, πρέπει να προστεθεί ότι μέσω αυτής της φράσης και των παραλλαγών της τονίζεται η εντατικοποίηση των φροντίδων της μητέρας για την αντιμετώπιση του προβλήματος και γίνεται πιο έκδηλη η ολοένα αυξανόμενη αδιαφορία της για τα αγόρια της συμβάλλοντας στη δημιουργία του κατάλληλου δραματικού κλίματος και φορτίζοντας συναισθηματικά τον αφηγητή Γιωργή. Επιπλέον, η φράση αυτή λειτουργεί και τεχνικά καθώς συμβάλλει στην ολοκληρωμένη δόμηση του κειμένου και στην επίτευξη της συνοχής του. Καθώς η φράση επαναλαμβάνεται παραλλαγμένη, οι εκφραστικοί τρόποι με τους οποίους αυτή αποδίδεται βοηθούν τον αναγνώστη να αντιληφθεί πιο ουσιαστικά την πορεία της επιδείνωσης και την προϊούσα πορεία προς το τέλος της. Με άλλα λόγια, λειτουργεί ως στοιχείο προσήμανσης του θανάτου της Αννιώς. Μάλιστα αποφεύγεται η ανία του αναγνώστη αφού το αφηγηματικό αυτό μοτίβο εμφανίζεται συνεχώς παραλλαγμένο. Τέλος, κάθε φράση λειτουργεί συνδετικά ως τρόπος μετάβασης από την προηγούμενη στην επόμενη ενότητα δείχνοντας παράλληλα τον αριστοτεχνικό τρόπο με τον οποίο ο Βιζυηνός εξυφαίνει την πλοκή του διηγήματος. 5
3. Είναι φανερό ότι από τη στιγμή που ο διάλογος ανάμεσα στη μητέρα και την Αννιώ τελειώνει και η περιγραφή παίρνει τη θέση του, ο χρόνος που κυριαρχεί στα αφηγούμενα συμβάντα στο χώρο της εκκλησίας είναι ο Παρατατικός. Όλα σχεδόν τα ρήματα βρίσκονται σε αυτόν το χρόνο (ἔτρεμε, ἐφαίνετο, ἐσάλευε, ἐσύριζε, ἐνόμιζον, ἀνερριχῶντο, ). Έτσι, ο αφηγητής παρουσιάζει ένα σημαντικότατο για τη ζωή του συμβάν, το οποίο άσκησε καθοριστική επίδραση στην εξέλιξή της και τον σημάδεψε, γι αυτό άλλωστε και επιλέγει από τους ιστορικούς χρόνους τον Παρατατικό, χρόνος που υποδηλώνει την ένταση των γεγονότων καθώς και τη χρονική διάρκεια αυτών. Επιπλέον, ο Παρατατικός χρόνος υποδηλώνει και το ότι τα γεγονότα στερούνται μοναδικότητας. Δεν είναι πράξεις που έγιναν μια φορά στο παρελθόν και τέλειωσαν οριστικά αλλά πρόκειται για απλά γεγονότα που συνέβαιναν επαναληπτικά στην καθημερινότητα του ήρωα του αφηγήματος για όσο χρονικό διάστημα ο ίδιος βρίσκονταν στην εκκλησία, παρουσιάζοντας με τον τρόπο αυτό και την επίδραση που τα γεγονότα αυτά άσκησαν στον ψυχισμό του. Από την άλλη μεριά, ο Αόριστος, ως στιγμιαίος παρελθοντικός χρόνος, προσδίδει παραστατικότητα και ζωντάνια στα περιγραφόμενα. Λειτουργεί, επίσης, και ως στοιχείο προσήμανσης του θανάτου της Αννιώς καθώς, ο στιγμιαίος αυτός χρόνος (<δὲν ἤργησαν νὰ ἐπιδράσουν < ἤρχησε νὰ ἐμπνέῃ <), σηματοδοτεί την πορεία προς την οριστική κατάληξη της Αννιώς. 4. Αυτό που προξενεί ζωηρότατη εντύπωση στη συγκεκριμένη φράση είναι το ήθος του κοριτσιού και η ωριμότητά του. Είναι αξιοσημείωτη η αποστομωτική απάντηση που δίνει στην ερώτηση της μητέρας και το βλέμμα της επίπληξής της προς εκείνη. Από την απάντηση της Αννιώς κατανοούμε ότι το κορίτσι δεν κάνει καμιά διάκριση ανάμεσα στα αδέρφια της, σε αντίθεση προς τη μητέρα που διαχώριζε τα παιδιά της και έδειχνε όλη της τη φροντίδα απέναντι στην άρρωστη Αννιώ. Η στάση της εκφράζεται με αντιθετικό τρόπο, αφενός αποφατικά «Κανένα δὲν θέλω χωρὶς τὸν ἄλλο.» και αφετέρου καταφατικά «Τὰ θέλω ὅλα τὰ ἀδέλφια μου, ὅσα καὶ ἂν ἔχω.», ενώ επαναλαμβάνει την αρχική ερώτηση της μητέρας για να δείξει την έντονη ενόχλησή της. Το ήθος του κοριτσιού αποτελεί τον αντίποδα της συμπεριφοράς της μητέρας. Ο αναγνώστης είναι σε θέση να κατανοήσει ότι οι διακρίσεις της μητέρας ήταν τόσο εξόφθαλμες εις βάρος των αγοριών, που έφταναν στο σημείο να ενοχλούν ακόμη και τον ίδιο τον αποδέκτη τους, δηλαδή την Αννιώ, πόσω μάλλον τα αγόρια της οικογενείας, παρά της προσπάθεια που καταβάλλει ο αφηγητής να μας διαβεβαιώσει για το αντίθετο. Επιπλέον, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης ο συγγραφέας έχει εστιάσει στα εξωτερικά χαρακτηριστικά του κοριτσιού, με αφορμή την ερώτηση της μάνας, έχει τη δυνατότητα να φωτίσει και τον πνευματικό κόσμο της κοπέλας υπονοώντας ότι η Αννιώ, παρά της αρρώστια της, διατηρούσε την πνευματική της διαύγεια. Από πλευράς πλοκής και προώθησης της δράσης, οι δύο αυτές φράσεις είναι καθοριστικές. Ο διάλογος, δηλαδή, ανάμεσα στη μητέρα και την Αννιώ έχει κατευναστικό χαρακτήρα και βοηθά στην αποφόρτιση του αναγνώστη από την ένταση που δημιουργήθηκε λόγω της συνεχούς αναφοράς στην αρρώστια του κοριτσιού και στις διαδοχικές φάσεις που αυτή μετέβαινε επιδεινούμενη. Έτσι, η ηρεμία παίρνει πλέον τη θέση της έντασης ενώ παράλληλα δίνεται η ευκαιρία στο Βιζυηνό να παρουσιάσει και το μοτίβο της αγάπης των παιδιών μεταξύ τους. 6
5. Η αναφορά στο μοιρολόγι του πατέρα διαδραματίζει ένα ρόλο πολυποίκιλο. Αρχικά, η μεγάλη αυτή αναδρομική αφήγηση έρχεται σε μια στιγμή συσσωρεμένης έντασης και αρνητικών συναισθημάτων που έχουν δημιουργηθεί τόσο στην καρδιά του Γιωργή όσο και των αναγνωστών. Έχουν άλλωστε προηγηθεί τα γεγονότα που συνέβησαν στον κλειστό χώρο της εκκλησίας (η προσευχή της μάνας) αλλά και η άσχημη εικόνα που αντίκρισε ο Γιωργής στο σπίτι με την τελετή ανάκλησης της ψυχής του πατέρα. Η αναδρομική αυτή αφήγηση λειτουργεί και επιβραδυντικά ως προς την εξέλιξη της ιστορίας, επιτείνοντας την αγωνία του αναγνώστη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην επιβράδυνση αυτή φαίνονται και κάποια λαογραφικά στοιχεία (η επ αμοιβή σύνθεση του μοιρολογιού από έναν λυράρη Αθίγγανο), στοιχεία που δείχνουν με γλαφυρό τρόπο το ηθογραφικό πλαίσιο ολόκληρου του διηγήματος. Το σημαντικότερο δε είναι ότι η αναφορά αυτή στο μοιρολόγι, σε μια στιγμή που η κατάσταση της υγείας της Αννιώς εμπνέει τους εσχάτους φόβους, λειτουργεί και ως προοικονομία του θανάτου της Αννιώς. 6. Είναι φανερή η διαφορετική αντίληψη των δύο προσώπων στη θέα των μορφών των αγίων στο εσωτερικό της εκκλησίας. Η ποιήτρια, ενήλικη και με διάθεση εστίασης στη λεπτομέρεια, στέκεται στα χαρακτηριστικά των αγίων που διαφοροποιούν τις μορφές τους από τις αντίστοιχες των αρχαίων αγαλμάτων. Παρατηρεί τα ανοιχτά μάτια τους που κοιτούν διερευνητικά και προσπαθώντας μέσα από την ενατένισή τους να πείσουν τους πιστούς να ακολουθήσουν το δικό τους όραμα. Εν αντιθέσει προς το κάλλος των αρχαίων μορφών, δεν υπάρχει υπεροψία στο βλέμμα τους αλλά εσωτερική ενατένιση, δύναμη ψυχής και πνεύματος, απλότητα, διάθεση καθοδήγησης προς την ιδέα του αγαθού. Ο φωτισμός της ψυχής και η μυστηριακή ατμόσφαιρα μέθεξης του πιστού στις δικές του ιδέες είναι εμφανείς. Από την άλλη μεριά, ο Γιωργής στο εσωτερικό της εκκλησίας, αν και παρατηρεί προσεκτικά τις μορφές των αγίων, δεν εκλαμβάνεται από αυτές το ίδιο νόημα ούτε εξάγονται οι ίδιες παρατηρήσεις και συμβολισμοί όπως στην περίπτωση της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη. Για εκείνον, οι μορφές των αγίων δεν είναι ευγενικές απεικονίσεις, έκφραση της εσωτερικότητας ούτε έχουν τη σημειολογία του πνευματικού βίου και της ενδότερης καθοδήγησης αλλά αποτελούν μορφές που φοβίζουν. Κι αυτό γιατί στην παιδική ψυχή εκλαμβάνονται ως φοβικά ερεθίσματα και δημιουργούν μια εικόνα παραισθησιακή αναπλάθοντας την ατμόσφαιρα που βιώνει ο Γιωργής στην εκκλησία. Ο μικρός ήρωας στέκεται στην εξωτερική τους εικόνα, που στα μάτια τους αποκτά διαστάσεις πέραν της πραγματικότητας, δε διεισδύει στη βαθύτερη ουσία τους ή στη συμβολιστική τους απεικόνιση γιατί η ηλικία του και η συναισθηματική του κατάσταση δεν μπορούν να τον οδηγούν σε τέτοιες ερμηνείες. 7