231 ΚEΦΑΛΑΙΟ 7 ΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 231
232
233 Κεφάλαιο 7: ιαπιστώσεις Συµπεράσµατα Προτάσεις Πολιτικής 7.1. Εισαγωγικά Είναι αυξανόµενες οι αξιολογικές κρίσεις και εµπειρικές διαπιστώσεις ότι το µέλλον των ΜΜΕ, γενικώς, ειδικότερα δε στον τουριστικό τοµέα, φαίνεται να αποκολλάται από την εικόνα του παρελθόντος υποστηρίζεται συγκεκριµένα ότι νέοι παράγοντες έχουν διαµορφώσει τάσεις, οι οποίες ναι µεν δεν απειλούν την ύπαρξη των µικροµεσαίων, οδηγούν, ωστόσο, σε προϊούσα µείωση της κυρίαρχης µέχρι και σήµερα σχετικής σηµασίας τους στο οικονοµικό γίγνεσθαι. Προφανώς, για µικρές χώρες, όπως η Ελλάδα, οι οποίες εκ των πραγµάτων ακολουθούν τα desiderata των παγκόσµιων τάσεων, όπως αυτές προσδιορίζονται από την παγκοσµιοποίηση και τις τεχνολογικές εξελίξεις, οι συνέπειες για τις ΜΜΕ θα είναι αναποφεύκτως περισσότερο επώδυνες. Συγκεκριµένα επισηµαίνεται: (α) Το γε νυν έχον, το µέλλον των ΜΜΕ δεν προδιαγράφεται ρόδινο, διότι είναι εκτεθειµένες σε ένα είδος υπερανταγωνισµού σε παγκόσµια κλί- µακα. (β) εν διαθέτουν τη δυνατότητα να υπερνικήσουν µε δικές τους δυνάµεις τα εµπόδια που δηµιουργούνται από την τρέχουσα διαδικασία διεθνοποιήσεως της ζητήσεως. (γ) Για λόγους επάρκειας κεφαλαίου, µεγέθους και καταλληλότητας προσωπικού πραγµατοποιούν χαµηλή παραγωγικότητα (απουσία οικονο- µιών κλίµακος) µε φυσικό επακόλουθο να δυσχεραίνεται η ανάπτυξη αυτών. (δ) Αυτό τούτο το µέγεθος αυτών, ιδίως των µικρών και πολύ µικρών, εγγενώς παρεµποδίζει την κατανόηση εκ µέρους αυτών των τάσεων της αγοράς και την προσήκουσα προσαρµογή στις εν λόγω τάσεις του προϊόντος που προσφέρουν. (ε) Η συνεργασία, ως µέσο κατανικήσεως των αδυναµιών που συµπορεύονται µε το µικρό µέγεθος, δεν αποτελεί πανάκεια, προσκρούει δε σε ανυπέρβλητες δυσκολίες. ιότι προϋπόθεση για την επίτευξη συνεργασίας αποτελεί η προσδοκία ότι αυτή θα αποβεί αµοιβαίως επωφελής. Τούτο δε είναι ενδεχοµένως εφικτό, αν η συνεργασία µπορεί να επιτύχει πρόσβαση στη σύγχρονη τεχνολογία, άνοιγµα νέων αγορών, ώστε 233
234 να προκύψει υψηλός βαθµός πληρότητας και µείωση του κόστους κεφαλαίου και προµηθειών. (ζ) Η τυπική ΜΜΞΕ για να επιβιώσει πρέπει να συναγωνισθεί τις παγκοσµίας εµβέλειας ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελούν οι αλυσίδες ξενοδοχείων, οι οποίες όχι µόνο προσφέρουν επώνυµο προϊόν, αλλά απολαµβάνουν και το πλεονέκτηµα που απορρέει από τη δοµή τους, δηλ. από την κάθετη ολοκλήρωση αυτών µε αεροπορικές εταιρείες και γραφεία διακινήσεως τουριστών (tour operators). Το τελευταίο αυτό στοιχείο δεν εκτιµάται ότι αποτελεί αµέσου χαρακτήρα επικείµενο κίνδυνο. Αποτελεί, ωστόσο, και σε πείσµα των αλλαγών που συνεπάγεται η εξέλιξη της τεχνολογίας (αύξηση του ποσοστού των δυνητικών τουριστών που επιλέγουν το ταξίδι χωρίς τη µεσολάβηση του γραφείου ταξιδίων) µια αναµφισβήτητη απειλή ενόψει της καταγραφόµενης τάσεως αυξήσεως της επιθυµίας των τουριστών για απόλαυση µεγαλύτερης ποικιλίας και καλύτερης ποιότητας υπηρεσιών. Στα επόµενα θα παρατεθούν ταξινοµήσεις των πλεονεκτηµάτων και µειονεκτηµάτων που συµπορεύονται µε το µικρό καταλυµατικό µέγεθος, και παρατίθενται κατ έθος από τους µελετητές των ΜΜΕ, ώστε κατ αξιολογική κρίση να έχουν τη δυνατότητα να ταχθούν υπέρ της µιας ή της άλλης απόψεως. Ειδικότερα, θα εξετασθεί ο ρόλος του µεγέθους ως παράγοντος που προσδιορίζει την επιβίωση και ανάπτυξη της ΜΜΕ στη σύγχρονη οργάνωση και λειτουργία της παγκόσµιας οικονοµίας. Είναι εφικτό µια µικρή ξενοδοχειακή επιχείρηση να επιβιώσει µε δικές της δυνάµεις ή, έστω, µε έξωθεν βοήθεια (κίνητρα, κτλ.); Αποτελεί η οικονοµική υποστήριξη ενδεδειγµένη πολιτική υπό το πρίσµα µιας µακροπρόθεσµης θεωρήσεως, σύµφωνα µε την οποία τα κίνητρα δεν συνυπάρχουν συνήθως µε µια υγιή κατάσταση, διότι δεν δηµιουργούν οικονοµικές δοµές µακροπροθέσµως βιώσιµες; 7.2. Ισχυρά και Αδύνατα Σηµεία των ΜΜΕ Η διεθνής βιβλιογραφία, κατά συγκερασµό θεωρητικών και εµπειρικών απόψεων και ευρηµάτων, τείνει να ταξινοµεί κατά ρευστό και αδιαβάθµητο τρόπο, τα πλεονεκτήµατα που απορρέουν από το µικρό µέγεθος και, αντιστοίχως, τις αδυναµίες που εκπορεύονται από αυτό. Στα θετικά στοιχεία, κάπως χαλαρά, εντάσσονται τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: 234
235 (α) Αποτελούν φυτώριο δηµιουργίας και αναπτύξεως νέων επιχειρήσεων, ένα είδος πηγής αιµοληψίας για την οικονοµία και την κοινωνία. Η εκκίνηση από τα χαµηλά, πολύ συχνά οφείλεται σε χρηµατοδοτικούς περιορισµούς, καθ ον χρόνο ο υπό εκκόλαψη επιχειρηµατίας ενδέχεται να αποτελεί υπό δυνητική έννοια σπουδαία πηγή νέων ιδεών, επινοήσεων. (β) Σε συνδυασµό µε το ανωτέρω, επισηµαίνεται η δοµική αναγκαιότητα υπάρξεως αυτών, επειδή µια σειρά από περιορισµούς, χρηµατοδοτικούς και άλλους, καθιστά αδύνατη την εξ υπαρχής επιδίωξη του µεγάλου. (γ) Άλλο χαρακτηριστικό, κυρίως των µικρών, µε θετικές πλευρές, είναι ο τοπικός χαρακτήρας της ιδιοκτησίας, η οικογενειακή απασχόληση και το υψηλότερο ποσοστό τοπικής µισθωτής εργασίας που απασχολούν σε σύγκριση µε τις µεγάλες. Υπάρχουν ενδείξεις για ύπαρξη τάσεως να αυξάνεται το ποσοστό που περιέρχεται σε ξένη, µη τοπική, ιδιοκτησία καθώς αυξάνεται το µέγεθος. (δ) Για την ίδρυση αυτών απαιτείται επουσιώδης εµπειρία και µικρό ποσό κεφαλαίων. (ε) Σηµαντικό χαρακτηριστικό αποτελεί η τοπική καταλληλότητα (µικρά νησιά, ακραίας µορφής εποχικότητα). Η µεγάλη µονάδα, λόγω υψηλών σταθερών εξόδων, αποτελεί αντιοικονοµική λύση σε συνθήκες, όπως είναι το µέγεθος του προορισµού, η ενεργός διάρκεια της τουριστικής περιόδου και άλλα. (στ) Αποτελεί συµπληρωµατική δραστηριότητα και συµβάλλει τοιουτοτρόπως στην οµαλότερη κατανοµή του πληθυσµού στον χώρο. (ζ) Υπηρετούνται σπουδαίοι περιφερειακοί σκοποί, τους οποίους αδυνατούν άλλες οικονοµικές δραστηριότητες να προαγάγουν. Υπάρχουν, πράγµατι, ενδείξεις ότι στις περιοχές όπου η τουριστική δραστηριότητα έλαβε ορατές διαστάσεις µειώθηκαν οι εισοδηµατικές ανισότητες και αυξήθηκε ταχύτερα ή µειώθηκε βραδύτερα ο πληθυσµός και η απασχόληση. (η) Ο τοπικός χαρακτήρας, η εντοπιότητα της ιδιοκτησίας, αλλά και η ευκαιρία που παρέχεται στην κοινωνία να αποκαλύψει τις ρίζες και τον πολιτισµό της, συµβάλλουν στην επιβίωση αξιών και παραδόσεων (οικογενειακό περιβάλλον, οικογενειακή ζεστασιά, άµεση επικοινωνία µε τοπικό πληθυσµό, συντήρηση του πνεύµατος φιλοξενίας). Η συντή- 235
236 ρηση και ανάδειξη µιας αυθεντικής τοπικής παραδόσεως στην παροχή υπηρεσιών, συνδυαζόµενη µε την στενή επαφή µε τον πελάτη, που καθιστά εφικτή το µικρό µέγεθος και η παροχή ευκαιριών απασχολήσεως, καθιστούν την ΜΜΞΕ αξιόπιστο εταίρο της τοπικής κοινωνίας. Η µεγάλη µονάδα, µε τις διεθνώς τυποποιηµένες υπηρεσίες, δεν προσφέρεται κατά το πλείστον για την ικανοποίηση τέτοιων σκοπών. (θ) Η µικροµεσαία καταλυµατική µονάδα, προσφέρεται για παροχή εξειδικευµένων υπηρεσιών, σχεδιασµένων να ικανοποιήσουν εξειδικευµένες ανάγκες ατόµων ή οµάδων µε ιδιαιτερότητες στις προτιµήσεις. (ι) Στο σύνολο των ΜΜΕ όλης της οικονοµίας, ποσοστό 25% εξελίσσεται σε εξαγωγικές, δηλ. σε διεθνοποιηµένο παίκτη. Καθ όσον όµως αφορά στον τουριστικό τοµέα το ποσοστό ανέρχεται σε 90%, γεγονός που καθιστά τον τοµέα αναντικατάστατο αναπτυξιακό παράγοντα σε χώρες που διαθέτουν τους απαιτούµενους φυσικούς και πολιτισµικούς πόρους. Το πλεονέκτηµα αυτό ενδυναµώνεται έτι περαιτέρω για µικρές χώρες. Στα αρνητικά των µικροµεσαίων ξενοδοχειακών µονάδων εντάσσονται σηµαντικές διαστάσεις των χαρακτηριστικών τους, οι οποίες συνδέονται µε θεµελιακά στοιχεία, όπως είναι η αποτελεσµατικότητα και η ποιότητα, αλλά και η ικανότητα προσαρµογής στις διαχρονικώς µεταβαλλόµενες απαιτήσεις της ζητήσεως. Αρκετά χαρακτηριστικά από τα αναφερθέντα ως πλεονεκτήµατα των µικροµεσαίων µονάδων καταλήγουν να γίνονται σηµαντικά µειονεκτήµατα, βλαπτικά της τουριστικής εικόνας της χώρας. Επισηµαίνονται σχετικώς τα ακόλουθα: (α) Σε αµιγώς οικονοµικούς όρους, οι µικροµεσαίες αδυνατούν να αξιοποιήσουν τις οικονοµίες κλίµακας, µε δυσµενείς συνέπειες για τη λειτουργία τους, αλλά και την ανάπτυξή τους. Από µιας άλλης απόψεως, η διαδικασία εισόδου και εξόδου των µικρότερων επιχειρήσεων προκαλεί αυξηµένο ανταγωνισµό και αύξηση της παραγωγικότητας. Ωστόσο, η υψηλή κινητικότητα συνιστά στοιχείο ανασφάλειας και αβεβαιότητας στον εργαζόµενο. Με βάση τη διεθνή εµπειρία, λίγες από τις νέες ΜΜΕ επιβιώνουν για περισσότερα από 5 έτη. (β) Οι εφαρµογές νέων τεχνολογιών αποδεικνύονται δύσκολες, αυτό δε αποτυπώνεται στα µικρά ποσοστά των επιχειρήσεων που χρησιµοποιούν σύγχρονα µέσα επικοινωνίας. Συνέπεια αυτής της αδυναµίας είναι να µην εκµεταλλεύονται την ευκαιρία που παρέχουν οι νέες τεχνολογίες για µείωση του κόστους και µίµηση επιτυχηµένων πρακτικών 236
237 χρηµατοδοτήσεως. Υπάρχει µεγάλο κενό πληροφορήσεως, συρρικνού- µενο ή δυνάµενο να συρρικνωθεί µε προσφυγή στην τεχνολογία της πληροφορίας. Στην Ελλάδα, όµως, όπου το άνω του 60% των καταλυ- µάτων ανήκει σε µικρές και πολύ µικρές µονάδες, οικογενειακού βασικώς τύπου, δεν υπάρχει ούτε η στοιχειώδης τεχνογνωσία, αλλ ούτε και οι απαιτούµενοι προς τούτο πόροι. Στην πλειονότητά τους οι µικρές και πολύ µικρές επιχειρήσεις παραµένουν απλοί θεατές των εξελίξεων, δεν φαίνεται δε ότι το πρόβληµα µπορεί να αντιµετωπισθεί µε κάποιο είδος συνεργασίας µεταξύ των συµµετεχουσών στην δηµιουργία του τουριστικού προϊόντος. (γ) Η προβολή και διαφήµιση, παρά τα λεγόµενα περί δυνατότητος συλλογικής προσπάθειας, είναι, και για λόγους οικονοµικούς, αδύνατη και ανύπαρκτη. Εξ ου και η καλούµενη και αντιαισθητική αλίευση τουριστών στις πύλες εισόδου ενός προορισµού. (δ) Είναι αυτονόητο, ότι η µικροµεσαία µονάδα αδυνατεί να προσφέρει ποικιλία υπηρεσιών, στοιχείο που αποτελεί ταχέως αυξανόµενη απαίτηση των αλλοδαπών τουριστών. (ε) Η αδυναµία εξωτερικής χρηµατοδοτήσεως παρεµποδίζει όχι µόνο την ίδρυση αλλά και την ανάπτυξη της επιχειρήσεως. Οι χρηµατοδοτικοί όροι που αντιµετωπίζουν είναι, επιεικώς, δυσµενείς. Τα επιτόκια είναι συγκριτικώς υψηλότερα, αλλά και ο δανεισµός περιορισµένος. Οι δυσκολίες είναι πολύ µεγαλύτερες για τις νέες ΜΜΕ. (στ) Σε συνθήκες αυξανόµενων απαιτήσεων εκ µέρους της τουριστικής πελατείας η προσαρµογή των ΜΜΕ προσκόπτει στην ποιότητα των ανθρωπίνων πόρων που χρησιµοποιούνται. Παρά το γεγονός ότι η χαµηλή ποιότητα δεν αποτελεί, κατ αρχήν, εγγενές στοιχείο του µεγέθους της παραγωγικής µονάδος, η πράξη έχει αντίθετη άποψη. Επισηµαίνεται σχετικώς, ότι οσάκις η συµπληρωµατική απασχόληση, που υποτίθεται ότι προσφέρει, συµβεί αυτή να είναι δευτερεύουσα, έχει την τάση να συντηρεί χαµηλή ποιότητα. Στην τάση αυτή συµπράττει και το ασθενές θεσµικό πλαίσιο ιδρύσεως και λειτουργίας, το οποίο έχει ως συνέπεια η εκκίνηση να εµπεριέχει τον σπόρο της χαµηλής ποιότητος. Π.χ. για την ίδρυση µιας τέτοιας µονάδας, που πρόκειται να λειτουργήσει σε ένα οικογενειακό πλαίσιο στηρίξεως από άποψη εργασίας, δεν απαιτείται καν στοιχειώδης γνώση βασικών πραγµάτων, τα οποία να προετοιµάζουν τον κυοφορούµενο επιχειρηµατία να δια- µορφώσει τουριστική συνείδηση. 237
238 (ζ) Πηγή αβεβαιότητος αποτελεί και η αυξανόµενη ευαισθησία των τουριστών για την ποιότητα του περιβάλλοντος. Η µεγάλη επιχείρηση υπερτερεί, εν προκειµένω. Υποστηρίζεται, παρά ταύτα, ότι και εδώ η συνεργασία µπορεί να αµβλύνει το µειονέκτηµα. (η) Όπως δείχνει η διαχρονική εξέλιξη των καταλυµάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το µερίδιο των µεγάλου µεγέθους µονάδων τείνει να αυξάνεται σε όρους κλινών. Η παγκοσµιοποίηση και φιλελευθεροποίηση επιτείνουν την τάση. Εδώ η ένωση των δυνάµεων των ΜΜΕ δεν µπορεί να αντιµετωπίσει το πρόβληµα, διότι δεν διαθέτει ούτε οικονοµικούς, ούτε τεχνικούς πόρους για διαφήµιση και προβολή και µάλιστα για προϊόντα, τα οποία δεν διαθέτουν. (θ) Ο µεγαλύτερος κίνδυνος για τις ΜΜΕ είναι οι εξελίξεις που επηρεάζουν το καταναλωτικό πρότυπο του τουρίστα. Αυτό οδηγεί κατ ευθείαν σε απαξίωση των µικρών και πολύ µικρών µονάδων καταλυµάτων. Ακυρώνει αισθητά το δυνητικό πλεονέκτηµα των ΜΜΕ για παροχή εξειδικευµένου-προσωποποιηµένου προϊόντος, η ζήτηση του οποίου τείνει να µειώνεται. Εις τα καθ ηµάς, αποτελούµε ακραία περίπτωση πληττόµενης τουριστικής χώρας, διότι υψηλό ποσοστό, άνω του 60%, του καταλυµατικού δυναµικού αδυνατεί να αξιοποιήσει το υποτιθέµενο πλεονέκτηµα προσωποποιηµένων υπηρεσιών! Εν συνόψει, παρά τα περί αντιθέτου αναµενόµενα ως συνέπεια των συντελεσθεισών και συντελούµενων αλλαγών, η ύπαρξη της ΜΜΕ στον κλάδο των καταλυµάτων δεν απειλείται προς εξαφάνιση, διότι υπάρχουν δύο ισχυροί αποτρεπτικοί παράγοντες: τα χαρακτηριστικά του προορισµού και η διαφοροποίηση των προτιµήσεων των καταναλωτών. Υπάρχουν προορισµοί, οι οποίοι, λόγω µεγέθους και εποχικότητας, µεταξύ άλλων, δεν µπορούν να στηρίξουν οικονοµικά την µεγάλη καταλυµατική µονάδα. Από το άλλο µέρος, οι προτιµήσεις των καταναλωτών ούτε οµοιόµορφες είναι, ούτε οµοιοµόρφως µεταβάλλονται. Πάντοτε θα υπάρχει µια κρίσιµη µάζα καταναλωτών-ζηλωτών προσωποποιηµένων υπηρεσιών, ικανή να στηρίξει ένα φθίνον µεν, πλην όµως µεγάλο σχετικό ποσοστό ΜΜΕ στον καταλυµατικό κλάδο. Η παραγωγή εξειδικευµένων υπηρεσιών µε χρώµα και παραδοσιακά στοιχεία αποτελεί κατ ουσία µόνιµο πλεονέκτηµα των µικροµεσαίων. Το προκύπτον, στέρεο συµπέρασµα είναι ότι το µικροµεσαίο µέγεθος δεν αποτελεί ανυπέρβλητο εµπόδιο για την βιωσιµότητα ή ακόµη και την ανάπτυξη µιας µικροµεσαίας επιχειρήσεως. Το πρόβληµα καταλήγει να εί- 238
239 ναι πρόβληµα αναλογιών: τα ενδεδειγµένα µερίδια των καταλυµάτων κατά µέγεθος και κατηγορία, ώστε να συντηρείται µια ικανοποιητικού επιπέδου ποιότητα υπηρεσιών σε τιµές που ανταποκρίνονται στο εν λόγω επίπεδο, αλλά και στις προτιµήσεις των καταναλωτών από άποψη προτιµήσεων. Από απόψεως παραγωγών απαιτείται, εν προκειµένω, εγρήγορση και προσαρµογή στις απαιτήσεις της ζητήσεως, οι οποίες από την φύση τους εµπεριέχουν σηµαντική δυναµική, ιδιαιτέρως ενισχυµένη από την παγκοσµιοποίηση και την καλπάζουσα τεχνολογική εξέλιξη. Τα ανωτέρω θέτουν επί τάπητος τον ρόλο του µεγέθους τόσο από άποψη ανταγωνιστικότητας σε συνθήκες ανοικτών αγορών, όπως οι σηµερινές, όσο και από άποψη κατευθύνσεως των εκάστοτε ενδεδειγµένων µέτρων τουριστικής πολιτικής. Στο σηµείο αυτό, εξαρκεί η επισήµανση των αναλογιών υπό τις οποίες λειτουργούν οι καταλυµατικές υποδοµές σε Ελλάδα και Ευρώπη. Με βάση τις εµπειρικές ενδείξεις, τα 2/3 των ΜΜΕ του τουριστικού τοµέα σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρέχουν ικανοποιητικού επιπέδου υπηρεσίες. Το ποσοστό αυτό για την Ελλάδα γίνεται 1/3, ή και µικρότερο, λόγω του υψηλού ποσοστού των κλινών σε πολύ µικρές µονάδες και χαµηλών κατηγοριών ξενοδοχειακές, όπου πλεονάζουν οι µικροµεσαίες. 7.3. Χαρακτηριστικά του Ελληνικού Καταλυµατικού υναµικού (α) Το 37% του καταλυµατικού δυναµικού αποτελείται από πολύ µικρές µονάδες, µέσου µεγέθους 14-15 κλινών. Το ποσοστό γίνεται 45-50%, αν συνυπολογισθούν και οι αδήλωτες µονάδες (άποψη της ηγεσίας του κλάδου). (β) Τα λοιπά καταλύµατα, δηλ. ενοικιαζόµενα δωµάτια-κατασκηνώσεις, ισούνται µε το 80% των ξενοδοχειακών καταλυµάτων (το 100% κατά τα ανωτέρω). (γ) Τα ξενοδοχεία 2 και 1 αστέρων και τα αντιστοίχων κατηγοριών ενοικιαζόµενα δωµάτια και κατασκηνώσεις αντιπροσωπεύουν µέγεθος της τάξεως του 60% του καταλυµατικού δυναµικού. (δ) Το µέσο µέγεθος του ξενοδοχειακού δυναµικού παραµένει εξαιρετικά µικρό (76 κλίνες), µε συνέπεια αδυναµία παροχής επαρκούς µέσης ποικιλίας και ποιότητος υπηρεσιών σε σύγκριση µε τις ανταγωνίστριες χώρες, κυρίως δε σε σχέση µε τους νεότερους προορισµούς. (ε) Τα ενοικιαζόµενα δωµάτια, ως ποσοστό του συνόλου, εµφανίζουν άνο- 239
240 δο και κατά την πρόσφατη περίοδο 1996-2004. Μόνο το 24% των ενοικιαζοµένων δωµατίων, τυπικώς τουλάχιστον, εµπίπτουν στις κατηγορίες 4 και 3 κλειδιών, ένδειξη προϊδεάζουσα αρνητικά για την ποιότητα και ποικιλία των προσφεροµένων από αυτά υπηρεσιών. (ζ) Τα ανωτέρω ποσοστά, δηλωτικά χαµηλής ποιότητας υπηρεσιών, εξηγούνται εν µέρει από τα νησιωτικά χαρακτηριστικά της χώρας, τα οποία ευνοούν την ύπαρξη και επιβίωση των µικρών καταλυµάτων. Πράγµατι, το 70% των ενοικιαζοµένων δωµατίων (σε αριθµό κλινών) είναι εγκατεστηµένο σε νησιωτικούς προορισµούς, παρουσιάζουν δε αυξηµένο βαθµό συγκεντρώσεως στα συµπλέγµατα µικρών νησιών. Οι ακόλουθες σχέσεις είναι άκρως αποκαλυπτικές: ωδεκάνησος 7,4 / 17,7 Κρήτη 17,2 / 19,7 Β. Αιγαίο 5,7 / 3,5 Ιόνια Νησιά 25,4 / 11,5 Κυκλάδες 13,3 / 6,3 Σημείωση: Ο πρώτος αριθµός αναφέρεται στο ποσοστό των ενοικιαζοµένων δωµατίων και ο δεύτερος στο ποσοστό των ξενοδοχειακών καταλυµάτων. Από δυναµικής απόψεως επισηµαίνονται τα ακόλουθα: (η) Στην περίοδο 1977-2004, το συνολικό καταλυµατικό δυναµικό αυξήθηκε κατά 284% έναντι αυξήσεως των αφίξεων αλλοδαπών τουριστών κατά 179%. Συνετελέσθη δηλ. αύξηση της καταλυµατικής υποδοµής ενδεχοµένως σε βάρος της βασικής υποδοµής πέραν των ορίων που προσδιορίζει η δυναµική της ζητήσεως, και µάλιστα κατά µη επιθυµητή διάρθρωση. (θ) Κατά την ίδια 27ετή περίοδο η βασική δοµή του ξενοδοχειακού δυναµικού παρέµεινε κατ ουσία αµετάβλητη. Οι κατωτέρων κατηγοριών µονάδες (2 και 1 αστέρων) αντιπροσωπεύουν ποσοστό του ξενοδοχειακού δυναµικού 43% το 2004, έναντι 44% το 1977, το δε µέσο µέγεθος της κατηγορίας 2 αστέρων µειώθηκε σε 52 κλίνες έναντι 55 (!) το 1977. (ι) Το µέσο µέγεθος του συνολικού καταλυµατικού δυναµικού, που τελικώς είναι αυτό που χαρακτηρίζει και την ποιότητα των αντίστοιχων υπηρεσιών, είναι µόλις 31 κλίνες, µειώνεται δε έτι περαιτέρω, αν συνυ- 240
241 πολογισθούν τα αδήλωτα ενοικιαζόµενα δωµάτια, υπολογιζόµενα σε µέγεθος µεγαλύτερο των 150.000 κλινών. Σηµειωτέον, ότι το µέσο µέγεθος των κατωτέρων κατηγοριών ξενοδοχείων (2 και 1 αστέρων) και των συµπληρωµατικών καταλυµάτων, αθροιστικώς λαµβανοµένων, ανέρχεται σε 24 (!) κλίνες. Οι εν λόγω κλίνες από 57,2% επί του συνόλου το 1977, αυξήθηκε σε 68,5% το 2004. (ια) Θετική εξέλιξη αποτελεί η αύξηση του µεριδίου των ξενοδοχείων 5 και 4 αστέρων από 27,7% το 1977 σε 33% το 2004. Η βελτίωση αυτή, ωστόσο, εξουδετερώνεται σε κάποιο βαθµό από τη µείωση του µεριδίου των µονάδων 3 αστέρων κατά 5 ποσοστιαίες µονάδες. Η κατηγορία αυτή ανταποκρίνεται εγγύτερα στις δυνατότητες των µέσων εισοδηµάτων και θα ανέµενε κανείς να αυξάνει το µερίδιό της σε βάρος της κατηγορίας 2 αστέρων. Το συναγόµενο συµπέρασµα, έστω και χωρίς αναφορά σε συγκρίσεις µε άλλες χώρες, γεννά απογοήτευση, διότι συµβαίνει το καταλυµατικό δυνα- µικό της χώρας να είναι το καλύτερο τµήµα της ανθρωπογενούς τουριστικής υποδοµής που διαθέτοµε (!). Χρεώνονται δε µε την κατάσταση αυτή οι διαχρονικές κυβερνητικές πολιτικές, οι οποίες συστηµατικώς εφάρµοζαν πολιτικές ερήµην του µακροπρόθεσµού οφέλους για την κοινωνία. εν υπάρχει δε άλλοθι, εν προκειµένω, διότι η Κεντρική ιοίκηση είναι κατεξοχήν σε προνοµιακή θέση να σταθµίζει το µακροπρόθεσµο όφελος της χώρας και να ενεργεί αναλόγως. 7.4. Σύγκριση µε τις Κύριες Ανταγωνίστριες Χώρες Πράγµατι δε, όπως µπορεί να συναχθεί από συγκριτικά στοιχεία µέσου µεγέθους και µεριδίων υψηλών κατηγοριών, η Ελλάδα υστερεί καταφανώς έναντι των κύριων ανταγωνιστριών χωρών, καθ όσον αφορά στη µέση ποιότητα του καταλυµατικού δυναµικού. (α) Καθ όσον αφορά στην αναλογία (Ξενοδοχειακά Καταλύµατα) : (Λοιπά Καταλύµατα), µε βάση τα επίσηµα στοιχεία, η Ελλάδα υστερεί δρα- µατικά της Τουρκίας και άλλων ανταγωνιστριών χωρών της νότιας Μεσογείου, 55% έναντι 94%, αντιστοίχως. Ωστόσο, µε κριτήριο τους πραγµατικούς αριθµούς (µη δηλωµένα ενοικιαζόµενα δωµάτια), η Ελλάδα εµφανίζεται υστερούσα σηµαντικά και έναντι των λοιπών ανταγωνιστικών µεσογειακών ευρωπαϊκών προορισµών. (β) Με κριτήριο το µέσο µέγεθος του συνολικού καταλυµατικού δυναµι- 241
242 κού, η Ελλάδα βρίσκεται σε πολύ δυσµενή θέση έναντι των κύριων ανταγωνιστικών προορισµών. Μέσο Μέγεθος σε κλίνες Ελλάδα 31 Τουρκία 200 Πορτογαλία 138 Ισπανία 90 Ιταλία 47 Κύπρος 101 Το µειονέκτηµα που συνδέεται µε το µέσο µέγεθος του καταλύµατος έγκειται στη δυνατότητα που έχουν οι µεγαλύτερες καταλυµατικές µονάδες να παρέχουν περισσότερες υπηρεσίες, και κατά τεκµήριο αναβαθµισµένες, στοιχεία που αποτελούν αυξανόµενο επιθυµητό χαρακτηριστικό του καταλύµατος εκ µέρους των τουριστών. Το ανωτέρω µειονέκτηµα πηγάζει σε υψηλό βαθµό από τη λογική που διατρέχει το θεσµό των τουριστικών κινήτρων από της συλλήψεως αυτών ως επιθυµητής πολιτικής µέχρι και σήµερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι περίπου το 50% των τουριστικών κλινών της χώρας µας ανήκει σε µονάδες µέχρι 50 κλίνες, ενώ για µονάδες άνω των 400 κλινών το σχετικό ποσοστό είναι µόλις 10,7%. (γ) Η υστέρηση της Ελλάδας έναντι του ανταγωνισµού είναι πολύ µεγάλη και καθολική. Στο σύνολο των κλινών η κατανοµή έχει ως ακολούθως (ποσοστό κλινών 5,4 και 3 αστέρων στο σύνολο του καταλυµατικού δυναµικού): % Κλινών των Τριών Ανώτερων Κατηγοριών Ελλάδα 26,5 Ισπανία 40,3 Ιταλία 75,1 Πορτογαλία 32,3 Τουρκία 80,6 Κύπρος 78,6 Είναι, ως εκ τούτου, λάθος η αλµατώδης αύξηση του αλλοδαπού τουρισµού στην Τουρκία να αποδίδεται στις χαµηλές τιµές-κόστος λειτουργίας και την εντατική διαφήµιση και να παραγνωρίζεται η µέση ποιοτική υπεροχή του καταλυµατικού δυναµικού. 242
243 (δ) Με ποσοστό µόλις 8% των οργανωµένων κατασκηνώσεων στο συνολικό καταλυµατικό δυναµικό, η Ελλάδα µε εξαίρεση Τουρκία και Κύπρο διαφοροποιείται έντονα σε σχέση µε τις λοιπές ανταγωνίστριες χώρες, στις οποίες τα ποσοστά κυµαίνονται στο διάστηµα 24,7 38,5%. Η ιδιοµορφία αυτή της Ελλάδος εξηγείται σε µεγάλο βαθµό από την προσεγγισιµότητα του προορισµού, προσβάσιµου κατά κύριο λόγο αεροπορικώς και µε δεσπόζοντες προορισµούς τα νησιωτικά συ- µπλέγµατα. (ε) Επειδή, εσχάτως, ο αγροτουρισµός τείνει να αναδειχθεί ως η διέξοδος στο ελληνικό τουριστικό πρόβληµα απότοκο της τάσεως γενικώς να ασχολούµεθα στη χώρα µας µε τα µικρά και ασήµαντα και να παραβλέποµε τα µεγάλα και σηµαντικά είναι ενδιαφέρουσα η διαπίστωση ότι το καταλυµατικό δυναµικό που εξυπηρετεί αυτήν την ειδική µορφή τουρισµού αποτελεί αµελητέα ποσότητα, ακόµη και στις χώρες, όπου ενθαρρύνθηκε ιδιαιτέρως η ανάπτυξή του. Στις εν λόγω χώρες, το σχετικό ποσοστό δεν υπερβαίνει το 1-2%. Πρόκειται δε, µε βάση τις υπάρχουσες ενδείξεις, περί κατεξοχήν εσωτερικού τουρισµού, η συµβολή του οποίου στην οικονοµική ανάπτυξη είναι συγκριτικώς µικρή. (στ) Οι διαπιστώσεις που αναδύονται από τη συγκριτική αξιολόγηση βασικών χαρακτηριστικών του καταλυµατικού δυναµικού, όπως είναι το µέγεθος και η κατηγορία, οδηγούν σε καίριας σηµασίας συµπεράσµατα και συνεπαγόµενα για την κατεύθυνση της τουριστικής πολιτικής. Συνάγεται η ανάγκη δραστικού αναπροσανατολισµού της πολιτικής κινήτρων, καταλλήλως δοµηµένων περιφερειακώς, τα οποία να προάγουν την ποιότητα και παραλλήλως να αποµειώνουν την υπερβάλλουσα προσφορά, πρωτίστως στα χαµηλής ποιότητος καταλύµατα. Πρόκειται, προφανώς, για πολιτική οµολογουµένως επώδυνη πολιτική που αναγκαίως πρέπει να συνδυασθεί µε µέτρα επηρεασµού της ζητήσεως εποχικώς, αλλά και περιφερειακώς, προκειµένου να δηµιουργηθούν οι κρίσιµες µάζες για την σώρευση δραστηριοτήτων και αποφυγή µη αναγκαίων απαξιώσεων επενδεδυµένου κεφαλαίου. (ζ) Η κατά τα ανωτέρω ασκηθείσα πολιτική ενισχύσεως της τουριστικής καταλυµατικής υποδοµής της χώρας είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσµα σπατάλη πόρων, αναποτελεσµατικότητα. Ο υπολογισµός της υπερβάλλουσας (πλεονάζουσας) ποσότητας καταλυµατικού δυναµικού, βάσει ευλόγων παραδοχών για εφικτό βαθµό πληρότητας, κατά περιφέρεια και άλλα κριτήρια, αποκαλύπτει ότι το διαθέσιµο καταλυµατικό δυνα- µικό υπερβαίνει το 20-25% της τρέχουσας ζητήσεως, χωρίς συνυπο- 243
244 λογισµό αδήλωτης ποσότητας κλινών των ενοικιαζοµένων δωµατίων της τάξεως των 150-180.000 κλινών. Αυτό σηµαίνει ότι η εφικτή παραγωγική δυναµικότητα του αποθέµατος τουριστικών κλινών ανέρχεται σε διανυκτερεύσεις της τάξεως των 200.000.000. Ο αριθµός αυτός είναι ικανός να καλύψει αυξανόµενη ζήτηση µιας 5ετίας, µε µέσο ετήσιο ρυθµό αυξήσεως της τάξεως του 8%! Το συµπέρασµα είναι µονοσήµαντο: υπάρχει µεγάλη πλεονάζουσα καταλυµατική δυναµικότητα, ακόµη και υπό το παρόν εποχικό πρότυπο, η οποία γίνεται πολύ µεγάλη, αν αξιοποιηθεί η δυνατότητα βελτιώσεως του εποχικού προτύπου, ώστε να προσεγγίσει εκείνο των ανταγωνιστριών χωρών. Από άποψη πολιτικής, συνάγεται το στέρεο συµπέρασµα, το οποίο συνίσταται στην ανάγκη ασκήσεως πολιτικής κινήτρων συνεπούς προς αυτή την πραγµατικότητα κινήτρων διαφοροποιούµενων κατά περιοχή και ποιοτικά χαρακτηριστικά της καταλυµατικής υποδοµής. Πλην του διαρθρωτικού και περιφερειακού προβλήµατος, όσον αφορά στο καταλυµατικό δυναµικό, υπάρχει και πρόβληµα ποσότητος δηλ. αµιγές πρόβληµα αποτελεσµατικότητος στην χρήση των κοινωνικών οικονο- µικών πόρων. 7.5. Χρηµατοδοτικές Συνθήκες 1. Ο χρηµατοδοτικός περιορισµός αποτελεί ισχυρό και πολύ συχνά ανυπέρβλητο εµπόδιο για τη δηµιουργία και ανάπτυξη της µικροµεσαίας επιχειρήσεως (υψηλός βαθµός διακυµάνσεως σε θέµατα κερδοφορίας κ.ά.). Υψηλότερο κόστος δανεισµού και αδυναµία αντλήσεως του αναγκαίου δανειακού κεφαλαίου ελλείψει επαρκών διασφαλίσεων (διεθνής εµπειρία). 2. Υπάρχει αρνητική συσχέτιση µεταξύ επιπτώσεως των εµποδίων στην ανάπτυξη των ΜΜΕ και µεγέθους της επιχειρήσεως. Μεγαλύτερες δυσκολίες αντιµετωπίζουν οι νέες και µικρού µεγέθους επιχειρήσεις. 3. Τα εµπόδια είναι ηπιότερα σε χώρες µε ανεπτυγµένο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, χρηµατιστηριακή αγορά, νοµικό σύστηµα και υψηλότερο κατά κεφαλή εισόδηµα. 4. Συναγόµενο συµπέρασµα: ανάγκη αλλαγής του χρηµατοδοτικού και γενικότερου σχετικού θεσµικού συστήµατος, ώστε να βελτιωθεί η δυνατότητα προσβάσεως των µικροµεσαίων σε εξωτερικούς χρηµατοδοτικούς πόρους. 244
245 5. Το αντεπιχείρηµα στο ανωτέρω συµπέρασµα είναι ότι η τυχούσα λήψη µέτρων χρηµατοδοτικής ή άλλης ενισχύσεως των ΜΜΕ, κατά τρόπο αβασάνιστο και απερίσκεπτο, είναι ενδεχόµενο να οδηγήσουν στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσµα. ιότι αποσπά την προσοχή από δυνατότητες που υπάρχουν σ αυτές τις επιχειρήσεις να αντιµετωπίσουν τα προβλή- µατά τους κατά τρόπο που βελτιώνει τόσο τις ίδιες όσο και την τοπική κοινωνία. 6. Από σχετική έρευνα που έγινε από το ΙΤΕΠ, µε πεδίο έρευνας τις τράπεζες, προκύπτει ότι οι ΜΜΞΕ δεν ανήκουν στο εκάστοτε προτιµώµενο υποσύνολο προς δανειοδότηση, αφού η οικονοµική τους κατάσταση, ως µέσος όρος, δεν επιτρέπει σ αυτές να παράσχουν τις αναγκαίες διασφαλίσεις. Για τις τράπεζες, οι ΜΜΞΕ, ως µέσος όρος, αποτελούν δανειολήπτες υψηλού κινδύνου. 7. Σε καθαρώς εµπειρικό επίπεδο, διαπιστώνονται τα ακόλουθα δια τα καθ ηµάς: α. Το 63,7% των ξενοδοχειακών κλινών, το οποίο αντιστοιχεί σε µονάδες µε µέγεθος µικρότερο των 200 κλινών, λαµβάνει το 34,4% της τραπεζικής χρηµατοδοτήσεως των ξενοδοχείων. Η δυσαναλογία αυτή πιθανότατα εκφράζει την ύπαρξη εµποδίων καθ όσον αφορά στην χρηµατοδότηση µικρών βασικώς επιχειρήσεων και κατά δεύτερο λόγο των µεσαίου µεγέθους. β. Όσο αυξάνεται το µέσο µέγεθος, αυξάνεται και δη δυσαναλόγως το µερίδιο στην χρηµατοδότηση. Π.χ. στην οµάδα µεγέθους 1.002 κλινών και άνω, η οποία αντιπροσωπεύει το 3,6% του ξενοδοχειακού καταλυµατικού δυναµικού και το 2% του συνολικού καταλυµατικού δυναµικού, αντιστοιχεί το 12% της συνολικής τραπεζικής χρηµατοδοτήσεως στα τουριστικά καταλύµατα. Στο µέγεθος 202-300 κλίνες, φαίνεται να σταθεροποιείται η σχέση (% χρη- µατοδοτήσεως : % ξενοδοχειακού δυναµικού) στο 1. Για τα κάτω 34 Προς αποφυγή παρανοήσεων, επισηµαίνεται ότι η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος πιθανότατα επηρεάζεται αρνητικά σε µεγαλύτερο βαθµό από την ποιότητα των εξω-καταλυµατικών υπηρεσιών και την κατάσταση των γενικών τουριστικών υποδοµών. 245
246 των 200 κλινών ξενοδοχεία η ανωτέρω σχέση είναι κατά µέσο όρο 0,5. γ. Η αρνητική σχέση µεταξύ µεγέθους και αντιστοίχου ποσοστού τραπεζικής χρηµατοδοτήσεως προσλαµβάνει ιδιαίτερη οξύτητα για µεγέθη κάτω των 200 κλινών, η οποία για τις πολύ µικρές µονάδες είναι ίση µε το µηδέν. Σηµειώνεται, εν προκειµένω, ότι οι επιφυλάξεις των πιστωτικών ιδρυµάτων είναι µεν κατανοητές, ωστόσο, υπερβαίνουν κατά πάσα πιθανότητα το καλώς νοούµενο ίδιο συµφέρον αυτών συµφέρον το οποίο προάγεται µέσα από µια λελογισµένη στάθµιση του πιθανού επιχειρηµατικού κινδύνου και των πιθανών ευεργετικών συνεπειών από την ανάπτυξη και τις ευµενείς ενέργειες αυτής για τα πιστωτικά ιδρύµατα. δ. Οι ανωτέρω επισηµανθείσες δυσαναλογίες οξύνονται σε υπερβολικό βαθµό, αν συνυπολογισθεί και το συµπληρωµατικό καταλυµατικό δυναµικό (ενοικιαζόµενα δωµάτια, κατασκηνώσεις). Το δυναµικό αυτό, βάσει επισήµων στοιχείων, είναι της τάξεως του 40-45% περίπου, ενώ κατά την άποψη του σχετικού κλάδου υπερβαίνει το 50% του συνολικού καταλυµατικού δυναµικού. ε. Οι υποχρεώσεις ανά κλίνη σχετίζονται θετικώς, όπως θα ανεµένετο, µε το µέσο µέγεθος του ξενοδοχειακού καταλύµατος, καθώς και µε την κατηγορία. Εντύπωση προκαλεί το ανά κλίνη υψηλό χρέος των +Ε κατηγορίας (1*) στην οµάδα 200-300 κλινών, το οποίο είναι υπερδιπλάσιο της Γ κατηγορίας και περίπου ίσο µε εκείνο της Α κατηγορίας. στ. Το τραπεζικό χρέος, ως ποσοστό του συνολικού χρέους των ξενοδοχείων ανά κατηγορία δεν φαίνεται να διαφοροποιείται διακριτά από κατηγορία σε κατηγορία στα µικρότερου µεγέθους ξενοδοχεία. Υπάρχει, όµως, µάλλον σαφής τάση αυξήσεως, καθώς κινού- µεθα από τις κατώτερες προς τις ανώτερες κατηγορίες για τα άνω των 500 κλινών µεγέθη. 7.6. Ανακεφαλαίωση και Κατευθύνσεις Πολιτικής όσον αφορά στο Καταλυµατικό υναµικό Η ανά χείρας µελέτη περιόρισε το αντικείµενο έρευνας και προβληµατισµού στο καταλυµατικό δυναµικό, ως συνολική προσφορά κλινών, ως περιφερειακή κατανοµή κλινών, ως µέσο µέγεθος καταλυµατικής µονάδας, στο σύνολο και κατά µείζονα περιφέρεια, αλλά και ως σύνθεση από άποψη κα- 246
247 τηγορίας. Η µελέτη του θέµατος περιέλαβε και συγκριτική αξιολόγηση της ποιότητας των προσφεροµένων σχετικών υπηρεσιών µε πεδίο αναφοράς τις αµεσότερα ανταγωνιστικές χώρες, µε κριτήριο συγκρίσεως την παραδοχή, ότι πολλά από τα στοιχεία που συγκροτούν το επίπεδο της ποιότητας και ποικιλότητας υπηρεσιών έχουν υψηλό βαθµό θετικής συσχετίσεως µε το µέγεθος της καταλυµατικής µονάδας. Η άσκηση έδειξε δραµατική υστέρηση της ποιότητας των προσφεροµένων υπηρεσιών, αλλά και υπερβάλλουσα προσφορά, έναντι των ανταγωνιστριών χωρών, συµπέρασµα που ενισχύεται και από τις ανά κλίνη εισπράξεις, σε σύγκριση πάντοτε µε τις ανταγωνίστριες χώρες. Τούτο εξηγείται, ενδεχοµένως, από το γεγονός ότι το υψηλό ποσοστό των µικρού και πολύ µικρού µεγέθους µονάδων, το οποίο γίνεται πολύ υψηλό µε την προσθήκη και των µεσαίου µεγέθους, παράγει κατά τεκµήριο προϊόν χαµηλής ποιότητας κατά µέσο όρο και ως τέτοιο φιλοξενεί σε µεγάλο βαθµό επισκέπτες µικρο-µεσαίας εισοδηµατικής στάθµης 34. Στο βαθµό που το ανωτέρω συµπέρασµα αντανακλά πράγµατι αδυνα- µίες συνδεόµενες µε το µέγεθος, θα µπορούσε να συναχθεί, βεβιασµένα κάπως, ότι οι πολύ µικρές και µικροµεσαίες καταλυµατικές µονάδες αντιµετωπίζουν κίνδυνο υπάρξεως. Τέτοια απειλή δεν υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει, και τούτο όχι τόσο επειδή η εµπειρία δεν παρέχει τέτοιες ενδείξεις. Απειλή εξαφανίσεως δεν υπάρχει, διότι η παρουσία τους στην οικονοµική ζωή υπαγορεύεται είτε από τις ειδικές συνθήκες ορισµένων τουριστικών προορισµών, είτε διότι αποτελεί εγγενές και επιθυµητό στοιχείο της οικονοµικής δραστηριότητας στις ελεύθερες οικονοµίες, είτε διότι ευνοείται από σκοπιµότητες πολιτικο-οικονοµικού και εθνικού χαρακτήρα, είτε διότι ανταποκρίνεται στις προτιµήσεις τµήµατος της τουριστικής ζητήσεως. Το ζήτηµα που εγείρεται σχετικώς και είναι υπαρκτό και σοβαρό διότι αφορά στην αύξηση της δυναµικής του τοµέα και την ικανότητά του να προσαρµόζεται στις διεθνείς τάσεις είναι ζήτηµα αναλογιών αναλογιών και µέτρων πολιτικής που αυτές συνεπάγονται και µπορούν να οδηγήσουν σε αναβάθµιση του προϊόντος δι ενθαρρύνσεως της δηµιουργίας µεγάλων σχετικώς και υψηλών κατηγοριών µονάδων, καθώς και δι ενθαρρύνσεως δηµιουργίας υψηλής κατηγορίας µονάδων, ανεξαρτήτως µεγέθους. Σηµειώνεται σχετικώς, ότι η άνθηση των ενοικιαζοµένων δωµατίων, τα οποία κατά εκτιµήσεις αρµοδίων παραγόντων αποτελούν το ήµισυ περίπου του καταλυµατικού δυναµικού, είναι αποτέλεσµα της ασκηθείσας κρατικής πολιτικής, λειτουργούν δε κατά µέσο όρο εν είδει βαριδίου στην µέση ποιότητα των προσφεροµένων καταλυµατικών υπηρεσιών. 247
248 Επισηµαίνεται, συναφώς, η ύπαρξη, µεταξύ άλλων, τεσσάρων παραγόντων που σχετίζονται µε το ενδεικνυόµενο µέγεθος των καταλυµάτων, πλην βεβαίως των προτιµήσεων των ταξιδιωτών, όπως αυτές διαχρονικώς µεταβάλλονται: (i) (ii) Το µέσο µετακινήσεως από προέλευση σε προορισµό (αεροπλάνο, αυτοκίνητο κτλ.). Το µερίδιο των οικογενειακών διακοπών. (iii) Το σχετικό µέγεθος του χειµερινού τουρισµού, και (iv) το, επίσης, σχετικό µέγεθος του εσωτερικού τουρισµού. Προφανώς, η επιλογή του µέσου µετακινήσεως προσδιορίζεται σε υψηλό βαθµό από την απόσταση που χωρίζει τον τόπο προορισµού από τον τόπο προελεύσεως. Όσο µεγαλύτερη είναι η απόσταση, τόσο συχνότερη θα είναι, κατ αρχήν, η αεροπορική µετακίνηση. Επειδή δε το κόστος της αεροπορικής µετακινήσεως είναι συγκριτικά υψηλότερο, συνδυάζεται λογικώς µε µακρότερης χρονικής διάρκειας διακοπές, ούτως ώστε το κόστος να µειωθεί ανά διανυκτέρευση. Οι µακρότερης διάρκειας διακοπές θα τείνουν να καθιστούν συχνότερη επιλογή το µεγαλύτερο µέγεθος καταλύµατος, το οποίο κατά τεκµήριο παρέχει υπέρτερες ανέσεις. Με άλλα λόγια, το ενδεικνυόµενο µέσο µέγεθος της καταλυµατικής µονάδος θα τείνει να είναι υψηλότερο, συµπροσδιοριζόµενο από µια σειρά παραγόντων, που χαρακτηρίζουν ένα συγκεκριµένο προορισµό. Οµοίως, όσο µεγαλύτερο ποσοστό του συνόλου των διανυκτερεύσεων αποτελεί ο εσωτερικός τουρισµός, τόσο υψηλότερο ποσοστό µικρού µεγέθους καταλυµάτων θα δικαιολογείται, λόγω της φύσεως του εσωτερικού τουρισµού συνισταµένου από πολλές µικρής διάρκειας διακοπές αναψυχής και γνωριµίας της πατρίδος αυτού του είδους οι διακοπές όχι απλώς προσφέρονται, αλλά και επιβάλλουν την επικράτηση του µικρού καταλύµατος, διότι κατανέµονται στην διάρκεια του έτους και συνδέονται µε κριτήρια διαφορετικά από τις µαζικού χαρακτήρα θερινές διακοπές. Οι οικογενειακές διακοπές από την φύση τους απαιτούν διευκολύνσεις, τις οποίες µόνο τα σχετικώς µεγάλα καταλύµατα µπορούν να προσφέρουν. Η Ελλάδα δε, διακρίνεται για το υψηλό ποσοστό που αντιπροσωπεύει αυτό το τµήµα στο σύνολο των αφίξεων. Η Ελλάδα αντιµετωπίζει ιδιαίτερο πρόβληµα ανταγωνιστικότητας, που εκπορεύεται από τους σχετικώς νεότερους προορισµούς της Μεσογείου (Ανατολική Μεσόγειος, Μέση Ανατολή). Οι νεότεροι αυτοί προορισµοί, εκ- 248
249 µεταλλευόµενοι ενδεχοµένως και την εµπειρία αλλά και τις διαφαινόµενες τάσεις της αγοράς, έδωσαν έµφαση σε καταλυµατικό δυναµικό µεγάλου και µέσου µεγέθους και συγκριτικώς ανώτερης κατηγορίας. Οι ανέσεις και η ποικιλία των υπηρεσιών που προσφέρουν τα εν λόγω καταλύµατα αποτελούν σηµαντικό ανεξάρτητο παράγοντα βελτιώσεως της σχετικής ανταγωνιστικότητας του τουριστικού προϊόντος πάνω και πέραν άλλων, επίσης, σηµαντικών παραγόντων, όπως είναι οι τιµές, οι καλύτερες υπηρεσίες στο εξω-ξενοδοχειακό τµήµα της τουριστικής παραγωγής και οι καλύτερες γενικές υποδοµές. Το γεγονός ότι ο κλάδος τουριστικών καταλυµάτων κυριαρχείται εισέτι από µικρές µονάδες εισέτι δεν πρέπει να προκαλεί εφησυχασµό. Αυτό ισχύει κατά µείζονα λόγο στην ελληνική περίπτωση, που βρίσκεται στην ουρά των ανταγωνιστριών χωρών από άποψη µέσου µεγέθους καταλυµάτων, και µάλιστα χωρίς σαφείς τάσεις βελτιώσεως. Η φιλελευθεροποίηση και παγκοσµιοποίηση τείνουν να αυξάνουν το µέσο µέγεθος στο χώρο των καταλυµάτων. Οι συντελούµενες αλλαγές στα καταναλωτικά πρότυπα και αυξανόντως, κοινωνικοί, δηµογραφικοί και οικονοµικοί παράγοντες αυξάνουν τη ζήτηση τουριστικού προϊόντος διακρινόµενου για την υψηλή ποιότητα και ποικιλία υπηρεσιών. Είναι αναγκαίο να αλλάξει και η προσφορά, ώστε να εναρµονισθεί προς την συνθετότητα των καταναλωτικών προτιµήσεων. Οι συνεπαγόµενες αναγκαίες αλλαγές δεν είναι εφικτές για το πλείστον των µικρο-µεσαίων για λόγους οικονοµικούς και άλλους, γεγονός που καθιστά αναγκαία την παρέµβαση της Πολιτείας µε δηµόσιους πόρους. ιότι το δυνητικό πλεονέκτηµα των ΜΜΕ στην παροχή προσωποποιούµενου και εξειδικευµένου προϊόντος ακυρώνεται σε µεγάλο βαθµό από την ανεπάρκεια καταλλήλως εκπαιδευµένου προσωπικού, αλλά και οικονοµικών πόρων προς εισαγωγή νεωτερισµών. Οι αρµόδιοι φορείς πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι σε µια ελεύθερη οικονοµία, όπου η πηγή προόδου είναι ανταγωνισµός, η πραγµατοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών πρέπει να αντιµετωπισθεί αναποφεύκτως, όσο επώδυνες και αν είναι οι αλλαγές. Η συνεργασία των µικρών και πολύ µικρών κατά κύριο λόγο δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι είναι πρακτικώς εφικτή σε τέτοιο βαθµό, ώστε να εξουδετερώσει τους κινδύνους που ενέχει γι αυτές η αύξηση του µεριδίου των µεγάλων µονάδων και επιχειρήσεων. Η ανωτέρω συµπύκνωση των συµπερασµάτων της µελέτης θέτει ευθέως θέµα ποιότητος-ποικιλίας των καταλυµατικών υπηρεσιών, επειδή δε η ποιότητα-ποικιλία υπηρεσιών εξαρτάται σε πολύ υψηλό βαθµό από το µέγεθος και την κατηγορία της καταλυµατικής µονάδας, εγείρεται κατά µο- 249
250 νοσήµαντο τρόπο σοβαρό ζήτηµα τουριστικής πολιτικής που αφορά άµεσα το µέλλον των µικροµεσαίων, ως µεγέθους αλλά και ως κατηγορίας. Η υστέρηση της Ελλάδας, εν προκειµένω, έναντι των ανταγωνιστριών χωρών και οι εµφανείς παγκόσµιες τάσεις της ζητήσεως υπαγορεύουν την ανάγκη άµεσης επανεξετάσεως της πολιτικής κινήτρων, µε στόχους: (α) (β) (γ) (δ) (ε) (ζ) (η) (θ) Την αναβάθµιση της ποιότητας των µικροµεσαίων, ιδιαιτέρως δε των µικρών και πολύ µικρών µονάδων. Την αποθάρρυνση δηµιουργίας µε κρατικούς πόρους νέων µικρών και πολύ µικρών µονάδων. Το πλέγµα των κινήτρων πρέπει να στοχεύει στην άρση προβληµάτων και όχι σε µεγέθυνση των υφισταµένων. Τον αποκλεισµό των ώριµων τουριστικών περιοχών από τα τυχόντα κίνητρα. Προτιµησιακή πολιτική κινήτρων για περιοχές µε ευχερώς αξιοποιήσιµους πόρους, αλλά τουριστικά υπανάπτυκτες. ιοχέτευση δηµοσίων πόρων σε υποδοµές που κατά προτεραιότητα ενισχύουν τον τουρισµό, µε έµφαση σε συγκριτικώς µικρές παρεµβάσεις που διευκολύνουν την προσβασιµότητα τουριστικών αξιοθέατων και ελκυστικών για διάφορους λόγους περιοχών (τοπικές ιδιαιτερότητες, φυσικές οµορφιές, πολιτισµικά στοιχεία, η ποιότητα των ακτών κτλ.). Ενίσχυση µε όλα τα ενδεδειγµένα µέσα του τουρισµού πόλεων, µε αξιοποίηση της τρίτης ηλικίας, η οποία µε την τάση γηράνσεως του πληθυσµού αποτελεί σπουδαία και αυξανόµενη πηγή ζητήσεως τουριστικών υπηρεσιών. Η επιτυχία µιας τέτοιας πολιτικής θα επέφερε uno acto άµβλυνση του υψηλού βαθµού εποχικότητας και θα αποδυνάµωνε σηµαντικά έναν από τους µεγάλης βαρύτητας ανασχετικούς παράγοντες αναπτύξεως του τοµέα και αποτελεσµατικής λειτουργίας των επιχειρήσεων. Ενδείκνυται, ενδεχοµένως, η δηµιουργία οργάνου µελέτης νέων προϊόντων, του είδους της αναβαθµίσεως που χρειάζονται οι ΜΜΕ για να αντισταθούν στη λαίλαπα της παγκοσµιοποιήσεως. Η πολιτική προβολής του ελληνικού τουρισµού, είτε αµιγώς κρατική, είτε µεικτού χαρακτήρα είναι αυτή, πρέπει να έχει ως επιδίωξη την ανάδειξη επώνυµων προορισµών. 250
251 (ι) Αντιµετώπιση του προβλήµατος χρηµατοδοτήσεως των ΜΜΕ από το πιστωτικό σύστηµα, ιδίως όταν η χρηµατοδότηση συνδυάζεται µε αναβάθµιση. Οι επιφυλάξεις των πιστωτικών ιδρυ- µάτων είναι µεν κατανοητές, κατά πάσα, όµως, πιθανότητα δεν συνάδουν ούτε προς το ίδιον αυτών συµφέρον, ούτε προς το γενικότερο συµφέρον, τα οποία προάγονται από την ανάπτυξη. Απαιτείται λελογισµένη στάθµιση του πιθανού επιχειρηµατικού κινδύνου και των πιθανών ευεργετικών συνεπειών από την αναβάθµιση αλλά και την µεγέθυνση της ΜΜΕ. Μια τέτοια πολιτική είναι χρήσιµο να λειτουργήσει µε συγκεκριµένους ποσοτικούς στόχους, χρονικά διατεταγµένους µε ρεαλισµό και αυστηρή οικονοµική λογική, µε οδηγό την παραδοχή ότι η ενσωµάτωση στην πολιτική αναπτύξεως πολιτικο-κοινωνικού χαρακτήρα σκοπιµοτήτων αποτελεί πολύ επικίνδυνο εχθρό της αναπτύξεως συνιστά δε κατ ουσίαν αυτοακύρωση των ιδίων των επιδιώξεων της κοινωνικής πολιτικής. Ο τουριστικός τοµέας, αν και προ πολλού έχει αναγνωρισθεί η αναντικατάστατη αναπτυξιακή του δυναµική, υπήρξε ουραγός ως αποδέκτης πολιτικών προαγουσών τη βιώσιµη ανάπτυξή του. Η τουριστική πολιτική κινήτρων και δηµιουργίας υποδοµών πρέπει να σχεδιάζεται µε προεξάρχοντα σκοπό τον αλλοδαπό τουρισµό δεδοµένου ότι οι δυνατότητες του εσωτερικού τουρισµού είναι περιορισµένες και ιεράρχηση στόχων, µε κριτήριο την κατά προτεραιότητα ενίσχυση και αναβάθµιση των τµηµάτων εκείνων του ολικού τουριστικού προϊόντος που υστερούν σε βαθµό ικανό να επηρεάσει αρνητικά τις εντυπώσεις και την ελκυστικότητα του ελληνικού τουριστικού προορισµού. Επειδή η καταλυµατική υποδοµή αφορά σε δεκάδες χιλιάδες µονάδες και ιδιοκτήτες, είναι φυσικό οι ανωτέρω διαπιστωθείσες θέσεις µας να τύχουν ποικίλων αρνητικών χαρακτηρισµών. Ωστόσο, πρέπει να γίνει συνείδηση ότι η επιβίωση, και κατά µείζονα λόγο, η αποδοτική λειτουργία µιας τουριστικής καταλυµατικής µονάδος θα εξαρτάται στο µέλλον και σε καταλυτικό βαθµό από την ποιότητα του προϊόντος. Οι µικροµεσαίες, στα πλαίσια του σύγχρονου διεθνούς θεσµικού περιβάλλοντος και των τάσεων της ζητήσεως, δεν είναι εφικτό να διατηρήσουν την παρούσα αναλογία τους στο καταλυµατικό δυναµικό της χώρας. Η ταχύτητα µε την οποία η αδήριτη ανάγκη βελτιώσεως της διεθνούς ανταγωνιστικότητας θα ωθεί στη µείωση του µεριδίου τους, θα είναι αρνητική συνάρτηση του ρυθµού µε τον οποίο αναβαθµίζουν το προϊόν τους και θετική του ρυθµού µε τον οποίο αυξάνεται η ποσότητα του δυναµικού τους. 251
252
253 Βιβλιογραφία Bastakis, C., Buhalis, D. and Butler, R. (2004). The Perception of Small and Medium Sized Tourism Accommodation Providers on the Impacts of the Tour Operators Power in Eastern Mediterranean, Tourism Management, 25(2). Beck T., Demirguc A., Kunt and Vojislav Maksimovic (2002), Financing Patterns around the World: Are Small Firms Different?, Policy Research Working Paper No 2905, World Bank, October. Beck T., Demirguc A., Laeven L. and Maksimovic V. (2003), The Determinants of Financial Obstacles, Policy Research Working Paper No 3204, World Bank, December. Beck T., Demirguc A., Laeven L. and Maksimovic V. (2005), Financial and Legal Constraints to Growth: Does Firm Size Matter?, Journal of Finance, Vol. 60, Issue 1, February. Blanchard O. (1997), Macroeconomics, Prentice Hall, International Edition. Carree M., van Stel A., Thurik R. and Wennekers S. (2002), Economic Development and Business Ownership: An Analysis Using Data of 23 OECD Countries in the Period 1976-1996, Small Business Economics, 19. Caspari C. (2003), Participation in Global Value Chains as a Vehicle for SME Upgrading: A Literature Review, SEED Working Paper No 44, International Labour Office, Geneva. Clark C. (1960), The Conditions of Economic Progress, MacMillan, London. Clarke G. R. G., Cull R. and Martinez Peria M. S. (2001), Does Foreign Bank Penetration Reduce Access to Credit in Developing Countries? Evidence from Asking Borrowers, Development Research Group, World Bank. Dietch M. (2003), Financing Small Business in France, Europe s Changing Financial Landscape: The Financing of Small and Medium-Sized Enterprises, European Investment Bank, Vol. 8, No. 2. Erickson R., Pakes A. (1995), Markov Perfect Industry Dynamics: A Framework for Empirical Work, Review of Economic Studies, 62. European Communities (1999), Enterprise Size and Profitability, Studies and Research, ISBN 92-828-7173-8. Fotopoulos G., Louri H. (2000), Location and Survival of New Entry, Small Business Economics, 14 (4). Fuchs V. (1965), The Growing Importance of the Service Industries, NBER, N.Y. Garten J. (2005), Why Goliaths Need to be Careful, Financial Times, (28.02.2005). Griffiths A., Wall S. (Eds), (2005), Economics for Business and Management, Prentice Hall F.T. Guiso L. (2003), Small Business Finance in Italy, Europe s Changing Financial Landscape: The Financing of Small and Medium-Sized Enterprises, European Investment Bank, Vol. 8, No. 2. 253
254 Hommel U., Schneider H. (2003), Financing the German Mittelstand, Europe s Changing Financial Landscape: The Financing of Small and Medium-Sized Enterprises, European Investment Bank, Vol. 8, No. 2. Hubertus J. (2000), SME Statistics, Eurostat, Theme 4, August. Jeffries D. (2001), Governments and Tourism, Butterworth-Heinemann. Jovanovic B. (2001), New Technology and the Small Firms, Small Business Economics, 16 (1). Keller, P. (2001), A SWOT Analysis of SMEs Faced with Competition from the Travel Industry, in: World Tourism Organization, The Future of Small and Medium-sized Enterprises in European Tourism faced with Globalization, Madrid. Keller, P. (2004), Globalization and Tourism, in: Gartner W.C. et al., Trends in Outdoor Recreation, Leisure and Tourism, CABI Publishing, New York. Klepper S. (1996), Entry, Exit, Growth and Innovation Over the Product Life Cycle, American Economic Review, 86 (3). Krugman P. (1991), Increasing Returns and Economic Geography, Journal of Political Economy, 99. Lucas R. (1988), On the Mechanics of Economic Development, Journal of Monetary Economics, 22. Lucas R. (1993), Making a Miracle, Econometrica, 61 (2). Mira F. S. (2001), On Capital Structure in the Small and Medium Enterprises: The Spanish Case, Social Sciences Research Network (SSRN), Working Papers Series. Μυλωνάς Α. Σ. (1987), Τουρισµός, ΚΕΠΕ, Αθήνα. Μυλωνάς Α. Σ. (1997), Τουρισµός: Πολιτική, Εξελίξεις, Προοπτικές και Συµβολή στην Οικονοµία, ΚΕΠΕ, Αθήνα. Najda M., Wach K., Impact of Integrated European Business Environment on SMEs Cooperation Strategies, Cracow University of Economics. Observatory of European SMEs, Highlights from the 2003 Observatory, European Commission, 2003/8. Observatory of European SMEs, SMEs in Europe, European Commission, 2003/7. OECD (1997), Small Business, Job Creation and Growth: Facts, Obstacles and Best Practices, Paris. OECD (2002), Entrepreneurship and Growth: Tax Issues, Directorate for Science, Technology and Industry. OECD (2002), Small and Medium Enterprise Outlook, Paris. OECD (2004), Small and Medium-Sized Enterprises in Turkey, Issues and Policies. OECD (2004), Promoting Entrepreneurship and Innovative SMEs in a Global Economy: Towards a More Responsible and Inclusive Globalisation, 2 nd OECD Conference of Ministers Responsible for Small and Medium Enterprises, Istanbul, Turkey. 254
255 OECD (2005), Conference on Global Tourism Growth: A Challenge for SMEs, Gwangju, Korea, 6-7 September. Otero Maria (1999), Bringing Development Back into Microfinance, Journal of Microfinance, Vol. 1, Nr. 1. Παπανίκος Γρ. (2000), Οι Ελληνικές Μικρές και Μεσαίες Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις, ΙΤΕΠ. Παυλόπουλος Π. (1983), Οικονοµική Θεωρία (Μικροοικονοµική), Αθήνα. Παυλόπουλος Π. (2004), Κλαδικά Συγκριτικά Πλεονεκτήµατα της Ελληνικής Οικονοµίας, ΙΤΕΠ, Αθήνα. Παυλόπουλος Π., Κουζέλης Α. (1998), Περιφερειακή Ανάπτυξη της Ελλάδας και Τουρισµός, ΙΤΕΠ, Αθήνα. Poon A. (2002), Tourism, Technology and Competitive Strategies, CAB International. Raymond, L.R. (2003), Globalization, the knowledge economy and competitiveness: a business intelligence framework for the development SMEs, The Journal of the American Academy of Business, Cambridge, USA. Retail Banker International (2005), European Banks Go Big on Small Business Banking, Small Business Survey, (Issue 533, June 8). Rinaldo B., Lanza A., Pigliaru F. (2003), How Fast are the Tourist Countries Growing? The Cross-Country Evidence, SSRN. Rivaud-Danset D., Dubocage Em., Salais R. (2001), Comparison Between the Financial Structure of SMES and That of Large Enterprises (LES) using BACH Database, Economic Paper No 155, (July), European Commission. Romer P. (1986), Increasing Returns and Long-Run Growth, Journal of Political Economy, 95 (5). Schiffer M., Weder B. (2001), Firm Size and the Business Environment: Worldwide Survey Results, Discussion Paper Nr. 43, International Finance Corporation, World Bank. Tendler Judith (2002), Small Firms, the Informal Sector and the Devil s Deal, IDS Bulletin, Vol. 3, No 3, M.I.T. Cambridge Mass. The Economist (2005), The Good Company (A Survey of Corporate Social Responsibility, January 22. Wagenvoort R. (2003), Are Finance Constraints Hindering the Growth of SMEs in Europe?, Europe s Changing Financial Landscape: The Financing of Small and Medium-Sized Enterprises, European Investment Bank, Vol. 8, No. 2. Wagenvoort R. (2003), SME Finance in Europe: Introduction and Overview, Europe s Changing Financial Landscape: The Financing of Small and Medium-Sized Enterprises, European Investment Bank, Vol. 8, No. 2. World Tourism Organization (2001), The Future of Small and Medium-sized Enterprises in European Tourism Faced with Globalization, Seminar Proceedings, Budapest, Hungary 23-24 May. 255
256 ΙΤΕΠ ΑΛΛΕΣ ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΜΕΛΕΤΕΣ 1. Επιπτώσεις της Συναλλαγµατικής Πολιτικής στις Πρόσφατες Επιδόσεις του Τουριστικού Τοµέα, υπό Ανδρέα Κ. Κουζέλη. 2. Το Πανόραµα του Παγκόσµιου Τουρισµού, υπό Παναγιώτη Γ. Παυλόπουλου 3. Περιφερειακή Ανάπτυξη της Ελλάδος και Τουρισµός, υπό Παναγιώτη Γ. Παυλόπουλου Ανδρέα Κ. Κουζέλη. 4. Η Εποχικότητα του Τουρισµού στην Ελλάδα και τις Ανταγωνίστριες Χώρες, υπό Αναστάσιου Κ. Τσίτουρα. 5. Οι Ολυµπιακοί Αγώνες του 2004 και οι Επιπτώσεις στον Ελληνικό Τουρισµό, υπό Γρηγόρη Θ. Παπανίκου. 6. Πίνακες Εισροών-Εκροών της Ελληνικής Οικονοµίας για τον Τουρισµό, υπό Νικολάου Μυλωνά. 7. Το Μέγεθος και η υναµική του Τουριστικού Τοµέα, υπό Παναγιώτη Γ. Παυλόπουλου. 8. Ανάπτυξη και Ανεργία: Προοπτικές, υπό Παναγιώτη Γ. Παυλόπουλου. 9. Αξιολόγηση της Αποτελεσµατικότητας των Επενδυτικών Κινήτρων: Η Ελληνική Εµπειρία, υπό Ανδρέα Κ. Κουζέλη. 10. Οι Ελληνικές Μικρές και Μεσαίες Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις: Προβλήµατα και Προοπτικές, υπό Γρηγόρη Θ. Παπανίκου. 11. Ο Χειµερινός Τουρισµός στην Ελλάδα: Ανάλυση Συµπεράσµατα Προτάσεις, υπό Παναγιώτη Γ. Παυλόπουλου. 12. Η Ανταγωνιστικότητα του Ελληνικού Τουριστικού Τοµέα, υπό Βασιλείου Α. Πατσουράτη. 13. Ο Συνεδριακός Τουρισµός στην Ελλάδα: Εξελίξεις, Προβλήµατα, υνατότητες και Πολιτική, υπό Λουκή Α. Αθανασίου. 14. Η ιαφηµιστική απάνη για τον Τουρισµό, υπό Ανδρέα Κ. Κουζέλη. 15. Η Παραοικονοµία στην Ελλάδα. Επανεξέταση, υπό Παναγιώτη Γ. Παυλόπουλου. 16. Τουριστική Εκπαίδευση και Κατάρτιση, υπό Λουκή Α. Αθανασίου. 17. Τουρισµός Ατόµων Τρίτης Ηλικίας, υπό Γεωργίου Χ. Κάτσου. 18. Κλαδικά Συγκριτικά Πλεονεκτήµατα της Ελληνικής Οικονοµίας, υπό Παναγιώτη Γ. Παυλόπουλου. 19. Κινεζικός Εξερχόµενος Τουρισµός, υπό Παναγιώτη Γ. Παυλόπουλου. 20. Ρωσικός Εξερχόµενος Τουρισµός, υπό Κάτσου Γεώργιου. 21. Τουριστική Ανάπτυξη και Περιβαλλοντική Προστασία, υπό Αθανασίου Λουκή. 256