ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΜΣ «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ» «Η ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΜΠΕΛΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗ ΛΗΜΝΟ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ» ΕΥΤΥΧΙΑ Π. ΝΑΝΝΗ Α.Μ 145/200318 ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΧΡ. ΓΙΟΥΡΓΑ Επ. Καθηγήτρια Τµήµα Περιβάλλοντος Πανεπιστήµιο Αιγαίου Μυτιλήνη Οκτώβριος 2004
ΕΞΩΦΥΛΛΟ
ΕΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΕΣ Ο ιευθυντής του Μεταπτυχιακού H Υπεύθυνη Καθηγήτρια Ν. Μάργαρης Χρ. Γιούργα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1:ΕΙΣΑΓΩΓΗ 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2:ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ....11 2.1 Εισαγωγή...12 2.2 Ιστορία της βιολογικής γεωργίας....13 2.3 Θεσµικό πλαίσιο λειτουργίας της βιολογικής γεωργίας...14 2.3.1 Η θέσπιση του νοµοθετικού πλαισίου στην Ευρώπη 14 2.3.2 Η εφαρµογή του νοµοθετικού πλαισίου στην Ελλάδα..16 2.4 Η σηµερινή κατάσταση στη βιολογική γεωργία 17 2.4.1 Η βιολογική γεωργία στην Ευρώπη...17 2.4.2 Η βιολογική γεωργία στην Ελλάδα 19 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ..22 3.1 Εισαγωγή...23 3.2 Οι στόχοι της βιολογικής γεωργίας.23 3.3 Οι βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας.... 24 3.4 Οι αρχές της βιολογικής γεωργίας σε σχέση µε το αγροοικοσύστηµα... 25
3.5 ιαστάσεις της βιολογικής γεωργίας µε βάση τις αρχές της.27 3.5.1 Περιβαλλοντική διάσταση...27 3.5.2 Οικονοµική διάσταση..27 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Η ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΜΠΕΛΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ 31 4.1. Ιστορία της αµπελοκαλλιέργειας.... 32 4.2 Οι αµπελοοινικές περιοχές στην Ελλάδα....33 4.3 Η αναγκαιότητα της βιολογικής αµπελοκαλλιέργειας και οι τεχνικές 4.4 Η εδαφική περιποίηση στη βιολογική της..35 αµπελουργία..36 4.4.1 Η σηµασία της εδαφικής περιποίησης....36 4.4.2 Η µηχανική κατεργασία του εδάφους.....37 4.4.3 Χλωρή λίπανση... 37 4.5 Οργανική λίπανση. 39 4.6 Φυτοπροστασία στη βιολογική αµπελοκαλλιέργεια..40 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΕΡΕΥΝΑ- Η περίπτωση των βιοκαλλιεργητών στη νήσο Λήµνο...43 5.1 Σκοπός της έρευνας...44 5.2 Περιγραφή περιοχής µελέτης...44 5.2.1 Επιλογή της περιοχής έρευνας...44
5.2.2 Η εξέλιξη της βιολογικής γεωργίας στη Λήµνο. 45 5.3 Μεθοδολογική προσέγγιση...47 5.4 Μέθοδοι της έρευνας.48 5.5 Ερευνητικές υποθέσεις. 49 5.6 Αποτελέσµατα της έρευνας.. 52 5.6.1. Γενικά στοιχεία του δείγµατος... 52 5.6.2 Ερευνητική υπόθεση Α....58 5.6.3 Ερευνητική υπόθεση Β.....63 5.6.4 Ερευνητική υπόθεση Γ. 65 5.6.5 Ερευνητική υπόθεση.69 5.6.6 Ερευνητική υπόθεση Ε.74 5.7 Συµπεράσµατα...77 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.80 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι - ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ.....83 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ- ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Πίνακες Πίνακας 2.1. Η βιολογική γεωργία στην Ευρώπη το έτος 2003....18 Πίνακας 2.2. Εκτάσεις των καλλιεργούµενων ειδών βιολογικής γεωργίας..20 Γραφήµατα Γράφηµα 2.1. Οι 10 σηµαντικότερες χώρες µε βάση το ποσοστό % της καλλιεργούµενης µε βιολο-γικό τρόπο έκτασης στο σύνολο της γεωργικής τους έκτασης...17 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Πίνακες Πίνακας 5.1. Σύγκριση ηλιακής κατανοµής µεταξύ δείγµατος βιοκαλλιεργητών στη νήσο Λήµνο και συνόλου απασχολούµενων στον πρωτογενή τοµέα στην Ελλάδα..53 Πίνακας 5.2. Σύγκριση επιπέδου εκπαίδευσης µεταξύ δείγµατος βιοκαλλιεργητών στη νήσο Λήµνο και συνόλου απασχολούµενων στον πρωτογενή τοµέα στην Ελλάδα...54 Πίνακας 5.3. Σύνοψη απαντήσεων των µεταβλητών φύλο και κύρια απασχόληση 55 Πίνακας 5.4. Συντελεστής συνάφειας µεταξύ των µεταβλητών φύλο και κύρια απασχόληση...55 Πίνακας 5.5. Καλλιεργούµενα είδη των βιοκαλλιεργητών του δείγµατος....57 Πίνακας 5.6. Σύνοψη απαντήσεων των µεταβλητών καλλιεργούµενα είδη και κύρια απασχόλη- ση...57 Πίνακας 5.7. Συντελεστής συνάφειας µεταξύ των µεταβλητών κύρια απασχόληση και καλλιερ- γούµενα είδη......57 Πίνακας 5.8. Λόγοι που οδήγησαν στην εγκατάλειψη της συµβατικής γεωργίας....59 Πίνακας 5.9. Τρόποι άντλησης γνώσεων για τη βιολογική γεωργία.59 Πίνακας 5.10. Συντελεστής συνάφειας µεταξύ των µεταβλητών τρόποι άντλησης γνώσεων και βαθµός εκπαίδευσης...59
Πίνακας 5.11. Σύνοψη απαντήσεων των µεταβλητών τρόποι άντλησης γνώσεων και βαθµός εκπαίδευσης... 60 Πίνακας 5.12. Ποσοστά απαντήσεων σχετικά µε τους λόγους που εντάχθηκαν στη βιολογική γεωργία... 61 Πίνακας 5.13. Σύνοψη απαντήσεων των µεταβλητών λόγοι που εντάχθηκαν στη βιοκαλλιέργεια και παραµονή χωρίς επιδότηση..62 Πίνακας 5.14. Συντελεστής συνάφειας µεταξύ των µεταβλητών λόγοι που εντάχθηκαν στη βιοκαλ- λιέργεια και παραµονή χωρίς επιδότηση....63 Πίνακας 5.15. Ποσοστά απαντήσεων σχετικά µε τα κανάλια διανοµής που εκφράζουν οι αρχές της βιολογικής γεωργίας... 64 Πίνακας 5.16. Ποσοστά απαντήσεων σχετικά µε τα κανάλια διανοµής (γνώση- στάσησυµπεριφορά)..64 Πίνακας 5.17. Ποσοστά απαντήσεων σχετικά µε τη µονοκαλλιέργεια (γνώσησυµπεριφορά) 67 Πίνακας 5.18. Ποσοστά απαντήσεων σχετικά µε το στόχο της αυτάρκειας και της αυτονοµίας (γνώση- στάσησυµπεριφορά)...68 Πίνακας 5.19. Ποσοστά απαντήσεων σχετικά µε τις αποδόσεις ανά στρέµµα στη βιολογική γεωργία σε σύγκριση µε τη συµβατική. 69 Πίνακας 5.20. Προτάσεις ώστε να είναι εφικτή µια καθολική στροφή στη βιολογική γεωργία...69 Πίνακας 5.21. Ποσοστά απαντήσεων σχετικά µε τους λόγους που δεν αγοράζουν βιολογικά προϊόντα..76 Γραφήµατα Γράφηµα 5.1. Εξέλιξη του αριθµού βιοκαλλιεργητών ανά έτος...46 Γράφηµα 5.2. Συνολικός αριθµός στρεµµάτων βιοκαλλιεργειών ανά έτος. 46 Γράφηµα 5.3. Ποσοστά ανδρών-γυναικών στη βιοκαλλιέργεια...52
Γράφηµα 5.4. Ηλιακή κατανοµή δείγµατος.. 53 Γράφηµα 5.5. Ποσοστά επιπέδου εκπαίδευσης βιοκαλλιεργητών 54 Γράφηµα 5.6. Ποσοστά βιοκαλλιεργητών που ασκούν σήµερα ή έχουν ασκήσει στο παρελθόν συµβατική γεωργία. 58 Γράφηµα 5.7. Ποσοστά απαντήσεων σχετικά µε τα πλεονεκτήµατα της βιολογικής γεωργίας σε σχέση µε τη συµβατική...61 Γράφηµα 5.8. Ποσοστά απαντήσεων σχετικά µε το αν θα παρέµεναν στη βιοκαλλιέργεια χωρίς επιδότηση 62 Γράφηµα 5.9. Ποσοστά απαντήσεων για το αν τηρούνται οι προϋποθέσεις για την παραγωγή βιολογικού κρασιού....67 Γράφηµα 5.10. Ποσοστά απαντήσεων για το αν η βιολογική γεωργία µπορεί να θρέψει τον παγκόσµιο πληθυσµό.. 70 Γράφηµα 5.11. Ποσοστά απαντήσεων µεταξύ των µεταβλητών επάρκεια αγαθών και αποδόσεις βιοκαλλιεργειών...71 Γράφηµα 5.12. Ποσοστά απαντήσεων µεταξύ των µεταβλητών γενίκευση βιολογικής γεωργίας και αποδόσεις βιοκαλλιεργειών.71 Γράφηµα 5.13. Ποσοστά απαντήσεων σχετικά µε το κόστος παραγωγής της βιολογικής γεωργίας σε σχέση µε τη συµβατική...72 Γράφηµα 5.14. Ποσοστά απαντήσεων σχετικά µε τις τιµές των βιολογικών προϊόντων σε σχέση µε προϊόντα συµβατικής γεωργίας.. 73 Γράφηµα 5.15. Ποσοστά απαντήσεων σχετικά µε το που εντάσσουν οι ερωτηθέντες τους καταναλωτές βιολογικών προϊόντων..74 Γράφηµα 5.16. Ποσοστά απαντήσεων σχετικά µε το αν καλλιεργούν βιολογικά είδη για αυτοκατανάλωση...75
Γράφηµα 5.17. Ποσοστά απαντήσεων µεταξύ των µεταβλητών τιµές βιολογικών προϊόντων και αγορά βιολογικών προϊόντων..76 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το ευρύτερο κίνηµα που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια σε παγκόσµια κλίµακα υπέρ της διατήρησης και προστασίας του περιβάλλοντος, είναι φυσικό να αγγίζει άµεσα και τον τοµέα της γεωργίας. Έτσι, καθώς µια ολοένα αυξανόµενη µερίδα ευαισθητοποιηµένων καταναλωτών απαιτεί πλέον ασφαλή τρόφιµα, απαλλαγµένα από χηµικά κατάλοιπα, ένα καινούριο σύστηµα γεωργικής παραγωγής που σέβεται το περιβάλλον έρχεται στο επίκεντρο των εξελίξεων, η βιολογική ή οργανική ή οικολογική γεωργία. Ο βιολογικός τρόπος παραγωγής των γεωργικών προϊόντων αποτελεί µια ικανοποιητική εναλλακτική λύση στα προβλήµατα του αγροτικού τοµέα, καθώς τα βιολογικά προϊόντα αφενός ταυτίζονται µε την έννοια των «φυσικών» προϊόντων διατροφής και αφετέρου συµπλέουν, χάρη στη φιλική προς το περιβάλλον παραγωγική τους διαδικασία, µε το γενικότερο ρεύµα υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος. Πράγµατι, η µορφή αυτή παραγωγής, ενθαρρύνει την ενσωµάτωση διαφορετικών συµπληρωµατικών δραστηριοτήτων σε µια µονάδα παραγωγής, ευνοώντας την ανάπτυξη συστηµάτων πολλαπλών καλλιεργειών, αλλά και κτηνοτροφίας, τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το περιβάλλον και το τοπίο. Η βιολογική γεωργία αποτελεί µια ολοκληρωµένη πρόταση παραγωγής, οικολογικού προσανατολισµού, σύµφωνα µε την οποία οι παράγοντες που καθορίζουν την ποσότητα και ποιότητα των παραγόµενων προϊόντων αντιµετωπίζονται ολιστικά. Το σύστηµα αυτό οργάνωσης και λειτουργίας της γεωργικής πράξης σέβεται τη φύση και προσπαθεί να συνεργάζεται αρµονικά µαζί της. Στη λογική ακριβώς αυτή εντάσσεται η διατήρηση της µεγαλύτερης δυνατής ποικιλοµορφίας ζωικών και φυτικών οργανισµών στο οικοσύστηµα της καλλιέργειας, η όσο το δυνατόν στενότερη ανακύκλωση της ύλης και η αποφυγή της χρήσης χηµικών συνθετικών λιπασµάτων και φυτοφαρµάκων. Σε παγκόσµιο επίπεδο, το µοντέλο της βιοµηχανικής συµβατικής γεωργίας εµφανίζει δυσλειτουργίες, τόσο στον τοµέα της διατροφής, όσο και στη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Η βιολογική γεωργία επιτυγχάνει ισορροπία στη σχέση ανθρώπου/ τροφής/ γης µε τη βοήθεια του τοπικού δυναµικού, γεγονός που αναγνωρίζεται τόσο από οικολόγους, όσο και από την πολιτεία και αρµόδιους φορείς. Εξάλλου, οι σύγχρονοι καταναλωτές απαιτούν τρόφιµα ποιοτικά, µε πλούσιες διαιτητικές ιδιότητες και ασφαλή. Όλα τα παραπάνω, οδήγησαν τα τελευταία χρόνια την Ε.Ε.(άρα και την Ελλάδα) να στραφεί µε µεγαλύτερο ενδιαφέρον προς τη βιολογική παραγωγή.
Η Ελλάδα έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά και δυνατότητες για την ανάδειξη και την επέκταση των πρακτικών παραγωγής γεωργικών προϊόντων. Τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα της χώρας, όπως οι ήπιες κλιµατικές συνθήκες, το ιδιόµορφο ανάγλυφο του εδάφους, οι οικογενειακής µορφής γεωργικές εκµεταλλεύσεις σε µικρές εκτάσεις, και ακόµη το γεγονός ότι σε πολλές περιοχές γίνεται καλλιέργεια µε παραδοσιακές τεχνικές, ευνοούν την ευκολότερη υιοθέτηση, υπό προϋποθέσεις, του συστήµατος παραγωγής της βιολογικής γεωργίας και την παραγωγή βιολογικών προϊόντων µε πολύ καλές οργανοληπτικές ιδιότητες που απολαµβάνουν άλλωστε και καλύτερες τιµές από τα αντίστοιχα συµβατικά. Όσο ευνοϊκές όµως και αν είναι οι προϋποθέσεις για ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας στον ελληνικό χώρο, χρειάζεται να επισηµανθεί ότι η υιοθέτηση της διαφορετικής αυτής αντίληψης στη γεωργική παραγωγή απαιτεί, µεταξύ άλλων, τη διαµόρφωση βαθιάς οικολογικής συνείδησης από πλευράς παραγωγών, αλλά και προσπάθειες για αλλαγή του µοντέλου κατανάλωσης που ακολουθείται σήµερα. Ο στόχος της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση του ρόλου και της θέσης της βιολογικής γεωργίας στο σύγχρονο κοινωνικο-οικονοµικό σύστηµα, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τους ίδιους τους παραγωγούς βιολογικών προϊόντων. Έτσι, πραγµατοποιήθηκε έρευνα σε βιοκαλλιεργητές της Λήµνου µε σκοπό την καταγραφή κινήτρων που ώθησαν τους παραγωγούς να ενταχθούν στη βιολογική γεωργία και την αξιολόγηση του βαθµού που οι βιοκαλλιεργητές έχουν υιοθετήσει τις αρχές που διέπουν τη βιολογική γεωργία και του αν και πόσο συνάδουν οι πρακτικές που εφαρµόζουν µε τη φιλοσοφία της βιολογικής γεωργίας. Στο Κεφάλαιο 2 επιχειρείται µια ολοκληρωµένη παρουσίαση της βιολογικής γεωργίας από τη γέννηση και εξέλιξή της σε παγκόσµιο επίπεδο µέχρι και την πλήρη θεσµική κατοχύρωσής της σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης το 1991 µε τον Καν. (Ε.Ε) 2092/91 «περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων». ιερευνάται, ακόµα, ο ρόλος του θεσµικού αυτού πλαισίου στη χώρα µας και οι αλλαγές που αυτό επέφερε σε επίπεδο οργάνωσης για τη βιολογική γεωργία. Τέλος, παρουσιάζεται η σηµερινή κατάσταση της βιολογικής γεωργίας στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Στο Κεφάλαιο 3 παρουσιάζονται οι βασικές αρχές και οι στόχοι της βιολογικής γεωργίας, σύµφωνα µε το ιδεολογικό πλαίσιο που έχει αναπτυχθεί γύρω από αυτήν, αλλά και οι αρχές της σε σχέση µε το αγρο-οικοσύστηµα και τις τεχνικές καλλιέργειας. Στη συνέχεια, επιχειρείται να δοθεί η περιβαλλοντική και οικονοµική
διάσταση της βιολογικής γεωργίας µε βάση αυτές τις αρχές. Παρουσιάζονται, δηλαδή, οι επιδράσεις που έχει η άσκηση αυτής της µορφής καλλιέργειας τόσο στη βιοποικιλότητα και την προστασία του περιβάλλοντος, όσο και στην παραγωγικότητα του βιολογικού αγροκτήµατος, το κόστος παραγωγής και την τιµή βιολογικών προϊόντων. Στο Κεφάλαιο 4 επιχειρείται µια, όσον το δυνατόν, πιο ολοκληρωµένη παρουσίαση της βιολογικής αµπελοκαλλιέργειας και των τεχνικών που εφαρµόζονται σε αυτήν. Η έρευνα, που ακολουθεί σε επόµενο κεφάλαιο, αφορά σε βιοκαλλιεργητές που ασχολούνται κατά βάση µε την αµπελοκαλλιέργεια και έτσι κρίθηκε σκόπιµο η παρουσίαση κάποιων πληροφοριών για αυτήν την καλλιέργεια. ίνονται στοιχεία για την οργανική λίπανση του αµπελώνα, την βιολογική αντιµετώπιση ασθενειών και εχθρών του αµπελιού και διάφορες τεχνικές και µέθοδοι που εφαρµόζονται για την καλύτερη εδαφική περιποίηση του βιολογικού αµπελώνα. Το Κεφάλαιο 5 αφορά στην έρευνα που πραγµατοποιήθηκε σε βιοκαλλιεργητές στο νησί της Λήµνου κατά το χρονικό διάστηµα Μάρτιος-Απρίλιος 2004. Η επιλογή αυτής της περιοχής έγινε γιατί παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως η βιοκαλλιέργεια αµπέλου και σιταριού µόνο, καθώς και ο περιορισµός που γνωρίζουν οι παραγωγοί ως προς τη διάθεση των προϊόντων τους. Ο σκοπός της έρευνας ήταν η διερεύνηση των κοινωνικο-οικονοµικών χαρακτηριστικών των βιοκαλλιεργητών σε σχέση µε το τρίπτυχο γνώση στάση συµπεριφορά τους ως προς τη βιολογική γεωργία και για αυτό πραγµατοποιήθηκε µε τη βοήθεια ερωτηµατολογίου συνέντευξης. Τέλος, η παρουσίαση και ανάλυση των αποτελεσµάτων της έρευνας γίνεται µε τη βοήθεια της περιγραφικής και συµπερασµατολογικής στατιστικής, που οδηγεί άλλωστε στην ασφαλέστερη εξαγωγή συµπερασµάτων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ
2. ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ 2.1 Εισαγωγή Οι εξελίξεις που σηµειώνονται τα τελευταία χρόνια στον τοµέα της γεωργίας, η αναγνώριση, τόσο σε κοινωνικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο, των περιβαλλοντικών προβληµάτων και της ανάγκης διασφάλισης της υγείας των καταναλωτών και ο προβληµατισµός για το µέλλον του αγροτικού κόσµου, ιδίως στις µειονεκτικές περιοχές, έχουν δηµιουργήσει ιδιαίτερα ευνοϊκό κλίµα για την αναγνώριση, προώθηση και ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας. Με τον όρο «γεωργία» καλύπτεται τόσο η φυτική όσο και η ζωική παραγωγή. Ένας ολοκληρωµένος ορισµός σχετικά µε την βιολογική γεωργία που δίνεται από την IFOAM ( ιεθνής Οµοσπονδία των Κινηµάτων Οργανικής Γεωργίας), τον πιο γνωστό µη Κυβερνητικό Οργανισµό που δραστηριοποιείται στο χώρο, είναι ο εξής: Η Οργανική (Βιολογική) γεωργία περιλαµβάνει όλα τα αγροτικά συστήµατα, τα οποία προωθούν την περιβαλλοντικώς, κοινωνικώς και οικονοµικώς σηµαντική παραγωγή τροφίµων και µη εδώδιµων προϊόντων. Αυτά τα συστήµατα λαµβάνουν υπόψη τους την τοπική γονιµότητα του εδάφους ως ένα κυρίαρχο στοιχείο για µια πετυχηµένη παραγωγή. Με σεβασµό στη φυσική ικανότητα των φυτών για την παραγωγή, στα ζώα και στο φυσικό τοπίο, η οργανική παραγωγή στοχεύει στην αριστοποίηση της ποιότητας ως προς όλες τις γεωργικές και περιβαλλοντικές πτυχές. Η οργανική γεωργία περιορίζει δραστικά τις εξωτερικές εισροές, απαγορεύοντας τη χρήση αγροχηµικών, συνθετικών λιπασµάτων, φυτοφαρµάκων και φαρµάκων. Αντί αυτών, επιτρέπει στους δυναµικούς φυσικούς νόµους να αυξήσουν τις αποδόσεις στη γεωργία και να µειώσουν τις ανθεκτικότητες στις ασθένειες. Η οργανική γεωργία σέβεται παγκοσµίως αποδεκτές αρχές, οι οποίες όµως εφαρµόζονται µέσα στα πλαίσια των τοπικών, κοινωνικο-οικονοµικών, γεωκλιµατολογικών και πολιτιστικών συνθηκών. Τα συστήµατα αυτά πρέπει να αναπτύσσονται αυτοτελώς σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Η βιολογική γεωργία είναι η κατάληξη µιας σειράς µελετών και το αποτέλεσµα της ανάπτυξης διαφόρων εναλλακτικών µεθόδων γεωργικής παραγωγής που ξεκίνησαν, από την αρχή του 20 ου αιώνα, ουσιαστικά στη Βόρεια Ευρώπη. 2.2 Ιστορία της βιολογικής γεωργίας Η Βιολογική ή Οικολογική γεωργία, ως πρακτική έκφραση της γενικότερης οικολογικής αντίληψης, εµφανίστηκε στις αρχές του 20 ου αιώνα. Τα τρία κύρια κινήµατα που επικράτησαν εκείνη την περίοδο είναι:
Η βιοδυναµική γεωργία, που εµφανίστηκε στη Γερµανία µε την ώθηση του Rudolf Steiner (1915) Η οργανική γεωργία, που είδε το φως στην Αγγλία χάρη στις απόψεις που ανέπτυξε ο Sir Albert Howard στη Γεωργική του ιαθήκη (1940) Η βιολογική γεωργία, που αναπτύχθηκε στην Ελβετία, από τους Hans Peter Rush και H. Muller τη δεκαετία του 40. Αυτά τα διάφορα κινήµατα στα οποία οφείλουν την καταγωγή τους ορισµένοι από τους προστατευόµενους από την Κοινοτική νοµοθεσία όρους, θεωρούσαν ουσιαστικό το δεσµό ανάµεσα στη γεωργία και τη φύση, καθώς και το σεβασµό των φυσικών ισορροπιών και απείχαν από µια µάλλον καθοδηγητική προσέγγιση της γεωργίας που µεγιστοποιεί τις αποδόσεις µέσω πολλαπλών παρεµβάσεων µε διάφορες κατηγορίες συνθετικών- χηµικών εισροών (Ζωιόπουλος, Παπαθεοδώρου,2000). Παρά την ύπαρξη και την ισχύ αυτών των κινηµάτων, η βιολογική γεωργία έµεινε για πολύ καρό σε εµβρυακή κατάσταση στην Ευρώπη. Καθ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 50, ο κύριος στόχος ο οποίος αποδιδόταν στη γεωργία ήταν να ικανοποιεί, χάρη σε µια πολύ σηµαντική αύξηση της γεωργικής παραγωγής, τις άµεσες ανάγκες σε τρόφιµα και να αυξάνει τον βαθµό αυτάρκειας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Είναι κατανοητό, εποµένως, ότι η βιολογική γεωργία δυσκολεύτηκε πολύ να επιτύχει, στο πλαίσιο αυτό, πλατύτερη αποδοχή. Αντίθετα, το τέλος της δεκαετίας του 60 και κυρίως η δεκαετία του 70 χαρακτηρίζονται από αύξηση της συνειδητοποίησης σε θέµατα προστασίας του περιβάλλοντος, στα οποία η βιολογική γεωργία θα µπορούσε να δώσει την κατάλληλη απάντηση. Νέοι σύνδεσµοι δηµιουργούνται, συγκεντρώνοντας παραγωγούς, καταναλωτές και άλλα άτοµα που ενδιαφέρονται για την οικολογία και για µια περισσότερο στενά συνδεδεµένη µε τη φύση ζωή. Οι οργανώσεις αυτές αναπτύσσουν τις δικές τους συγγραφές υποχρεώσεων µε τους κανόνες παραγωγής που πρέπει να τηρούνται (Φωτόπουλος, Κρυστάλλης, 2003). Η βιολογική γεωργία ανθίζει, ωστόσο, πραγµατικά στη διάρκεια της δεκαετίας του 80, εφόσον αυτός ο νέος τρόπος παραγωγής και το ενδιαφέρον των καταναλωτών για αυτά τα προϊόντα συνεχίζουν να αναπτύσσονται όχι µόνο στο µεγαλύτερο µέρος των Ευρωπαϊκών χωρών αλλά και σε άλλες χώρες, όπως οι Η.Π.Α, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Ιαπωνία. Παρατηρούµε στη περίπτωση αυτή µια σηµαντική αύξηση του αριθµού παραγωγών και την έναρξη πρωτοβουλιών στον τοµέα της µεταποίησης και του marketing βιολογικών προϊόντων. Αυτό το ευνοϊκό πλαίσιο για την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας οφείλει σε µεγάλο βαθµό την προέλευσή του στη σταθερή απαίτηση των καταναλωτών να τους προσφέρονται προϊόντα ασφαλή και περισσότερο φιλικά προς το περιβάλλον.
Παράλληλα, οι επίσηµες διοικητικές υπηρεσίες αναγνωρίζουν σιγά σιγά τη βιολογική γεωργία, εντάσσοντάς την στα θέµατα έρευνάς τους και αποκτώντας ιδιαίτερες νοµοθεσίες ( Αυστρία, Γαλλία, ανία). Άλλωστε χορηγούνται επιδοτήσεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, από ορισµένα κράτη-µέλη υπέρ αυτού του τύπου γεωργίας (Μπουγιούρης, 1998). Παρά τις προσπάθειες αυτές, η βιολογική γεωργία παραµένει στη διάρκεια αυτής της περιόδου ελλειµµατική λόγω χαµηλής αναγνωρισιµότητας. Πράγµατι, επικρατεί µια κάποια σύγχυση στα µάτια των καταναλωτών, όσον αφορά στη σηµασία της ίδιας της έννοιας της βιολογικής γεωργίας και των περιορισµών που επιβάλλει. Η αιτία της σύγχυσης αυτής βρίσκεται ουσιαστικά στην ύπαρξη διαφόρων «σχολών» και «φιλοσοφιών», στην έλλειψη εναρµόνισης των χρησιµοποιούµενων ορολογιών, στην ετερογενή παρουσίαση των προϊόντων, στην εννοιολογική σύγχυση ανάµεσα σε βιολογικά προϊόντα, προϊόντα ποιότητας, φυσικά προϊόντα κ.ά.(φωτόπουλος, Κρυστάλλης, 2003). Υπό αυτές τις συνθήκες, η θέσπιση ενός νοµοθετικού πλαισίου φάνηκε ως το µέσο το οποίο θα επέτρεπε στη βιολογική γεωργία να βρει τη θέση της, κατά αξιόπιστο τρόπο, στην περιορισµένη αγορά που αποτελούν τα προϊόντα ποιότητας. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 90 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δηµιούργησε, µε τον Καν.2092/91, εκείνο το θεσµικό πλαίσιο, που οδήγησε στη έκρηξη των βιοκαλλιεργειών στις χώρες της Ε.Ε και στην ταχύτατη διάδοση της βιολογικής γεωργίας, τουλάχιστον σε επίπεδο µικρών και µεσαίων παραγωγών (Lampkin,1996) 2.3 Θεσµικό πλαίσιο λειτουργίας της βιολογικής γεωργίας 2.3.1 Η θέσπιση του νοµοθετικού πλαισίου στην Ευρώπη Το ακριβές εννοιολογικό περιεχόµενο των εναλλακτικών γεωργικών τεχνικών είναι ένα σηµαντικό ζήτηµα τόσο για τους συνειδητοποιηµένους σε θέµατα περιβάλλοντος πολίτες, καταναλωτές και παραγωγούς όσο και για ειδικευµένους επιστήµονες. Ωστόσο, η διάδοση και καθιέρωση στην πράξη εναλλακτικών γεωργικών τεχνικών (όπως η βιολογική γεωργία) δεν είναι µόνο θέµα ορισµού των εννοιών. Είναι πολύ περισσότερο ζήτηµα δηµιουργίας των συγκεκριµένων θεσµικών συνθηκών που διευκολύνουν την ανάπτυξή τους (Πάντζιος και Τζουβελέκας, 2000). Συγκεκριµένα, τόσο από τεχνική όσο και από οικονοµική σκοπιά, η υιοθέτηση βιοκαλλιεργητικών µεθόδων από το µέσο αγρότη και η ανάπτυξη αντίστοιχων προτιµήσεων από το µέσο καταναλωτή απαιτεί την πρακτική διαφοροποίηση της βιολογικής γεωργίας από τη συµβατική. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η σαφής
διαφοροποίηση µιας οικονοµικής δραστηριότητας αλλά και των προϊόντων της αποτελεί µια από τις θεµελιώδεις προϋποθέσεις για την καθιέρωση και ανάπτυξη κάθε νέας αγοράς ( Πάντζιος και Τζουβελέκας, 2000). Από την άποψη αυτή, η Ευρωπαϊκή Ένωση από τις αρχές της δεκαετίας του 90 προχώρησε σε ένα σηµαντικότατο διεθνώς βήµα για την πρακτική διάδοση και τη µαζικοποίηση της βιολογικής γεωργίας. Η Ε.Ε είναι σήµερα η µόνη αγορά διεθνώς που έχει αναπτύξει συγκεκριµένο θεσµικό/ νοµοθετικό πλαίσιο για τη βιολογική γεωργία. Το θεσµικό αυτό πλαίσιο περιλαµβάνει βασικά τρεις κύριες νοµοθετικές ρυθµίσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και συγκεκριµένα τους κανονισµούς: α) Καν. (Ε.Ε) 2092/91 «περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων και των σχετικών διατάξεων στα γεωργικά προϊόντα και στα είδη διατροφής», συµπληρωµένος από β) τον Καν. (Ε.Ε) 1804/99 ειδικά για τα προϊόντα ζωικής προέλευσης και γ) τον Καν. (Ε.Ε) 2078/92 «σχετικά µε µεθόδους γεωργικής παραγωγής που συµµορφώνονται µε τις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος και µε τη διατήρηση του φυσικού χώρου». Οι πρώτοι δυο Κανονισµοί καθορίζουν τις βασικές προδιαγραφές της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας- δηλαδή τις απολύτως απαραίτητες προϋποθέσεις που οφείλουν να τηρούν οι γεωργοί στις καλλιεργητικές τους τεχνικές, ώστε να παραµένουν στο πλαίσιο της βιολογικής γεωργίας. Επιβάλλουν, επίσης, τη λειτουργία συστηµάτων ελέγχου και πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων στις χώρες της Ε.Ε: κάθε κράτος-µέλος οφείλει να ορίσει σε εθνικό επίπεδο µια αρµόδια αρχή ελέγχου, η οποία επιβλέπει τη διαδικασία πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων (η οποία µπορεί να ανατεθεί σε δηµόσιες υπηρεσίες ή ιδιωτικούς φορείς εγκεκριµένους από την Εθνική Αρχή Ελέγχου). Σε αντίθεση µε τους παραπάνω Κανονισµούς, ο Καν. (ΕΟΚ) 2078/92 δεν αναφέρεται αποκλειστικά στη βιολογική γεωργία, αλλά αποτελεί ένα από τα λεγόµενα συνοδευτικά µέτρα της ΚΑΠ, αφορά δε φιλικές προς το περιβάλλον µεθόδους γεωργικής παραγωγής. Έτσι, και µε δεδοµένη την πολυµορφία του φυσικού περιβάλλοντος και τις διαφορετικές διαρθρώσεις στα κράτη-µέλη, η εφαρµογή του Κανονισµού πραγµατοποιείται µέσα από συγκεκριµένα εθνικά προγράµµατα που υποβάλλουν τα κράτη-µέλη (Πάντζιος και Τζουβελέκας, 2000). 2.3.2 Η εφαρµογή του νοµοθετικού πλαισίου στην Ελλάδα Η Ελλάδα, σε αντίθεση µε άλλα κράτη-µέλη της Ε.Ε (όπου το νοµοθετικό πλαίσιο για τη βιολογική γεωργία επιτάχυνε τους ρυθµούς µιας ήδη υπάρχουσας δυναµικής στο χώρο των βιοκαλλιεργειών), αποτελεί κλασική περίπτωση όπου το
προαναφερόµενο θεσµικό πλαίσιο της Ε.Ε στην κυριολεξία επέβαλε την καθιέρωση της βιολογικής γεωργίας και την αποπεριθωριοποίηση της. Παρά την ύπαρξη πρώιµων προσπαθειών ατοµικών βιοκαλλιεργητών ή οµάδων παραγωγών (κυρίως σταφιδοπαραγωγών/ ελαιοπαραγωγών στην Αιγιαλεία και ελαιοπαραγωγών στη Μεσσηνιακή Μάνη), οι υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας δεν είχαν ασχοληθεί καθόλου µε το θέµα της βιολογικής γεωργίας πριν εκδοθεί ο Καν. (Ε.Ε) 2092/91. Ωστόσο, η καθιέρωση του θεσµικού πλαισίου της Ε.Ε υποχρέωσε τις ελληνικές αρχές σε µια διαδικασία προσαρµογής στα όσα αυτό επιβάλλει. Έτσι, το θεσµικό πλαίσιο που διέπει τη βιολογική γεωργία στην Ελλάδα εξαντλείται σήµερα σε µια τυπική εφαρµογή (υποχρεωτική άλλωστε) των σχετικών κανονισµών, µε φανερή την απουσία κάποιας γενικότερης στρατηγικής για την ανάπτυξη του εγχώριου τοµέα της βιολογικής γεωργίας. Συγκεκριµένα: Σε εφαρµογή του Καν.(Ε.Ε) 2092/91 συστήθηκε το Γραφείο Βιολογικών Προϊόντων Φυτικής Προέλευσης στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας, ως η αρµόδια αρχή για την εφαρµογή του εν λόγω κανονισµού στην Ελλάδα. Κύρια αρµοδιότητα του Γραφείου είναι ο έλεγχος και η εποπτεία του εθνικού συστήµατος έλεγχου και πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων. Το σύστηµα ελέγχουπιστοποίησης βιολογικών προϊόντων καθορίστηκε µε υπουργική απόφαση το 1993, µε την οποία εγκαθιδρύεται σύστηµα ελέγχου και πιστοποίησης των βιολογικών προϊόντων, το οποίο διαχειρίζονται εγκεκριµένοι ιδιωτικοί φορείς, οι οποίοι επιβλέπονται από την αρµόδια κεντρική υπηρεσία του Υπ. Γεωργίας, ως αρµόδια εθνική αρχή. Με βάση αυτό το πλαίσιο, σήµερα λειτουργούν στην Ελλάδα τρεις ιδιωτικοί πιστοποιητικοί οργανισµοί µε τις επωνυµίες ΗΩ, ΒΙΟΕΛΛΑΣ και ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΉ, οι οποίες ασκούν τεχνικούς ελέγχους και παρέχουν πιστοποίηση στο σύνολο των Ελλήνων βιοκαλλιεργητών. Σε εφαρµογή του Καν. (Ε.Ε) 2078/92, η ιεύθυνση Χωροταξίας και Προστασίας περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας (ως υπεύθυνη αρχή για την εφαρµογή του κανονισµού αυτού στην Ελλάδα) έχει καταρτίσει και εφαρµόζει από το 1995 πρόγραµµα στρεµµατικών επιδοτήσεων των βιοκαλλιεργητών. Η χρηµατική ενίσχυση των βιοκαλλιεργητών διαφοροποιείται ανάλογα µε το είδος της καλλιέργειας και µε την τοποθεσία της εκµετάλλευσης ( σε περιοχή οικολογικά ευαίσθητη ή όχι), ωστόσο η δεύτερη διάκριση είναι µάλλον συµβολική, αφού η διαφορά στο ύψος της επιδότησης µεταξύ οικολογικά ευαίσθητων και λοιπών περιοχών είναι αµελητέα. Επιπρόσθετα, ο τρόπος υπολογισµού της επιδότησης γίνεται ανά στρέµµα καλλιέργειας, σύµφωνα µε τη γενικότερη κατεύθυνση της ΚΑΠ, για άµεσες ενισχύσεις στους παραγωγούς και µε στόχο τον περιορισµό της εντατικοποίησης, των
πλεονασµάτων και των υπερβάσεων στο κόστος της ΚΑΠ. Έτσι, η βιοκαλλιέργεια επιδοτείται ως εναλλακτικός τρόπος παραγωγής ανεξάρτητα από την απόδοσή της και την ποιότητα των προϊόντων της (Φωτόπουλος και Κρυστάλλης, 2003). 2.4 Η σηµερινή κατάσταση στη βιολογική γεωργία 2.4.1 Η βιολογική γεωργία στην Ευρώπη Η βιολογική γεωργία στον ευρωπαϊκό χώρο έχει προϊστορία. Σε ορισµένα Κράτη ο τοµέας αυτός έχει προχωρήσει σε ικανοποιητικό επίπεδο, γεγονός που οφείλεται στην ύπαρξη εθνικής νοµοθεσίας, καθώς επίσης στη δηµιουργία δυνατών οικολογικών κινηµάτων, στην ανάπτυξη δικτύων διακίνησης βιολογικών προϊόντων, στην ευαισθητοποίηση των πολιτών σε θέµατα προστασίας του περιβάλλοντος κ.ά. Αξιοσηµείωτο είναι το γεγονός ότι, µε βάση το ποσοστό (%) της έκτασης που καλλιεργείται µε βιολογικό τρόπο στο σύνολο της γεωργικής γης, τις πρώτες 8 θέσεις παγκοσµίως καταλαµβάνουν Ευρωπαϊκές χώρες (Γράφηµα 2.1). Γράφηµα 2.1. Οι 10 σηµαντικότερες χώρες µε βάση το ποσοστό (%) της καλλιεργούµενης µε βιολογικό τρόπο έκτασης στο σύνολο της γεωργικής τους έκτασης. Ποσοστό βιολογικής γεωργίας 18,00 16,00 14,00 12,00 10,00 8,00 6,00 4,00 2,00 0,00 17,00 11,30 9,70 7,94 6,60 6,51 6,30 5,09 4,00 3,96 Λιχτενστάιν Αυστρία Ελβετία Ιταλία Φινλανδία ανία Σουηδία Τσεχία Ουρουγουάη Ηνωµένο Βασίλειο Πηγή: SOEL Survey, 2001
Πίνακας 2.1. Η βιολογική γεωργία στην Ευρώπη το έτος 2001 Πηγή: SOEL Survey, 2001 Χώρα Αριθµός Εκµεταλλεύσεων % Συνόλου Εκµεταλλεύσεων Εκταση (στρ) % Συνολικής Αγροτικής Εκτασης Αυστρία 18.292 9,20 2.970.000 11,60 Βέλγιο 700 1,23 202.410 1,45 Γαλλία 11.177 1,55 5.090.000 1,70 Γερµανία 15.628 4,00 6.969.780 4,10 ανία 3.714 5,88 1.783.600 6,65 Ελλάδα 6.047 0,69 289.440 0,86 Ηνωµένο Βασίλειο 4.057 1,74 7.245.230 4,22 Ιρλανδία 923 0,70 298.500 0,70 Ιταλία 49.489 2,14 11.682.120 8,00 Ισπανία 17.751 1,47 6.650.550 2,28 Λουξεµβούργο 48 2,00 20.040 2,00 Ολλανδία 1.560 1,70 426.100 2,19 Πορτογαλία 1.059 0,25 859.120 2,20 Σουηδία 3.530 3,94 1.870.000 6,09 Φινλανδία 5.071 6,80 1.566.920 7,00 Άθροισµα 139.046 1,99 47.923.810 3,51 Η βιολογική γεωργία στις υπό ένταξη χώρες* Εσθονία 583 0,20 305.520 3,00 Κύπρος 45 0,09 1.660 0,12 Λετονία 350-169.340 0,81 Λιθουανία 393-87.800 0,25 Μάλτα - - - 2,00 Ουγγαρία 1.116 0,26 1.036.720 1,70 Πολωνία 1.977-535.150 0,36 Σλοβακία 84 1,10 499.990 2,20 Σλοβενία 15.000-11.500 0,15 Τσεχοσλοβακία 654 2,37 2.351.360 5,09 Αθροισµα 25,064-4.999.040 0,28 Αθροισµα Ευρώπης & Υπό ένταξη χώρες 164.360-52.922.850 1,74 Η βιολογική γεωργία στις EFTA χώρες ** Ελβετία 6.466 10,8 1.070.000 10,00 Ισλανδία 20 0,80 60.000 0,70 Λιχτενστάιν 41 20,5 9.840 26,40 Νορβηγία 58.627 3,93 325.460 3,13 Σύνολο EFTA χώρες 6.586-1.465.300 3,34 Σύνολο Ευρώπη & EFTA Xώρες 145.632 49.389.110 3,50 Σύνολο Ευρώπης & υπό ένταξη χώρες & EFTA χώρες 172.696-54.388.150 2,07 * από την 1/05/2004 ανήκουν στην Ε.Ε ** EFTA: European Free Trade Association (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών)
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όλες οι σχετικές µελέτες και παρατηρήσεις συγκλίνουν προς την άποψη ότι η βιολογική γεωργία περικλείει µια δυναµική που οδηγεί σε συνεχώς αυξανόµενη ανάπτυξη του κλάδου. Στον Πίνακα 2.1 φαίνεται η κατά χώρα καλλιεργούµενη µε βιολογικό τρόπο έκταση, το ποσοστό (%) στο σύνολο της γεωργικής της γης, ο αριθµός των βιολογικών εκµεταλλεύσεων και το ποσοστό τους (%) στο σύνολο των γεωργικών εκµεταλλεύσεων στις χώρες της Ε.Ε και τις χώρες EFTA κατά το έτος 2001. Από τα στοιχεία του πίνακα προκύπτει ότι σε όλη την Ευρώπη υπήρχαν το 2001 περίπου 170.000 εκµεταλλεύσεις µε βιοκαλλιέργειες και από αυτές το 80% (139.046) βρίσκονται εντός των ορίων της Ε.Ε των 15 χωρών. Σε εκείνες τις χώρες δηλαδή που ισχύει ενιαίο θεσµικό πλαίσιο και εφαρµόζονται κοινά προγράµµατα για τη βιολογική γεωργία από τις αρχές της δεκαετίας του 90. Το µεγαλύτερο αριθµό βιολογικών εκµεταλλεύσεων έχει η Ιταλία (49.489) και ακολουθούν η Αυστρία µε 18.292, η Ισπανία µε 17.751 και η Γερµανία µε 15.628. Όσον αφορά στο ποσοστό % του συνόλου των εκµεταλλεύσεων που καλύπτουν οι βιοκαλλιέργειες, πρώτη εµφανίζεται η Αυστρία µε 9,20% και ακολουθούν η Φινλανδία µε 6,80%, η ανία µε 5,88%, η Γερµανία µε 4%, η Σουηδία µε 3,94% και η Ιταλία µε 2,14%. Η Ελλάδα µαζί µε την Πορτογαλία βρίσκονται στις δυο τελευταίες θέσεις των χωρών της Ε.Ε (15 χώρες) µε ποσοστά 0,69% και 0,25% αντίστοιχα, επί του συνόλου των γεωργικών εκµεταλλεύσεων. 2.4.2 Η βιολογική γεωργία στην Ελλάδα Η βιολογική γεωργία στην Ελλάδα έκανε την εµφάνισή της µε επίσηµο τρόπο το 1994, όταν καταγράφηκαν 11.882 στρέµµατα καλλιεργούµενα µε βιολογικό τρόπο, που αντιπροσώπευαν ποσοστό µόλις 0,03% της συνολικής καλλιεργούµενης έκτασης. Έκτοτε άρχισε µια περίοδος ταχύτατης ανάπτυξης µε αποτέλεσµα το 2003 η συνολική έκταση µε βιολογικές καλλιέργειες στη χώρα µας να ανέρχεται σε 389.951 στρέµµατα που αντιστοιχεί στο 1,15% της συνολικής γεωργικής έκτασης (Υπουργείο Αγρ. Ανάπτυξης και Τροφίµων,2003).
Με βάση τα διαθέσιµα στατιστικά δεδοµένα, τόσο από το αρµόδιο Υπουργείο όσο και από τους Πιστοποιητικούς Οργανισµούς, τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα του κλάδου της βιολογικής καλλιέργειας είναι: α) η έντονη αυξητική τάση των καλλιεργούµενων εκτάσεων από το 1994 και έπειτα β) η χαρακτηριστική γεωγραφική ανισοκατανοµή των βιολογικά καλλιεργούµενων εκµεταλλεύσεων γ) η περιορισµένη σε παραγόµενα προϊόντα σύνθεση της συνολικής βιολογικής παραγωγής Συγκεκριµένα, η πορεία της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα, κατά την πενταετία 1994-1998 χαρακτηρίζεται από έντονους ρυθµούς επέκτασης των βιοκαλλιεργούµενων εκτάσεων, αλλά και ένταξης νέων βιοκαλλιεργητών. Στο διάστηµα αυτό, η συνολική βιολογικά καλλιεργούµενη έκταση στη χώρα παρουσίασε µέσο ετήσιο ρυθµό αύξησης άνω του 100%. Ανάλογοι ήταν και οι ρυθµοί ένταξης νέων βιοκαλλιεργητών. Μετά το 1998 ο ρυθµός αυτός παρουσίασε µια σηµαντική ελάττωση, παρέµεινε όµως θετικός, και έτσι πλέον ο συνολικός αριθµός βιολογικά καλλιεργούµενων στρεµµάτων αυξάνεται ετησίως κατά 25%. Γεωγραφικά, η έως τώρα εξάπλωση των βιοκαλλιεργειών παρουσιάζει έντονη ανισοκατανοµή. Περιορίζεται σε λίγες σχετικά περιφέρειες και χαρακτηρίζεται από «θύλακες» βιοκαλλιεργητών σε µικρό αριθµό νοµών µέσα στις περιφέρειες αυτές. Έτσι, η Πελοπόννησος συγκεντρώνει ουσιαστικά περισσότερες από τις µισές εκτάσεις και βιοκαλλιεργητές, ενώ ακολουθούν η Στερεά Ελλάδα, η Κρήτη και τα Ιόνια Νησιά. Πίνακας 2.2. Εκτάσεις των καλλιεργούµενων ειδών βιολογικής γεωργίας Είδη καλλιεργειών Σύνολο καλλιεργούµενων στρεµµάτων Ποσοστό % των βιολογικά καλλιεργούµενων εκτάσεων Ελιά 173.408,54 44,4 ηµητριακά 63.502,81 16,2 (σιτάρι, κριθάρι, καλαµπόκι) Αµπέλι 31.682,42 8,1 Εσπεριδοειδή 20.728,70 5,3 Οπωροφόρα 10.105,29 2,6 Ξηροί καρποί 8.555,47 2,2 Κηπευτικά 5.425,92 1,3 Όσπρια 528,48 0,1 Άλλες 76.013,47 19,8
Σύνολο 389.951,10 100,0 Πηγή: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων, 2003 Όσον αφορά στην εγχώρια βιολογική παραγωγή, η ποικιλία των προϊόντων που περιλαµβάνει είναι ιδιαίτερη µικρή. Από τα στοιχεία του Πίνακα 2.2, που αφορούν στο έτος 2003, γίνεται φανερό ότι η δραστηριότητα της πλειονότητας των βιοκαλλιεργητών επικεντρώνεται επιλεκτικά σε ορισµένες µόνο καλλιέργειες. Ειδικότερα, η ελαιοκαλλιέργεια αποτελεί τη σηµαντικότερη βιολογική καλλιέργεια της χώρας, καταλαµβάνοντας το 44,4% της βιολογικά καλλιεργούµενης έκτασης, και ακολουθούν τα δηµητριακά µε 16,2%, η αµπελοκαλλιέργεια µε 8,1% και η καλλιέργεια εσπεριδοειδών µε ποσοστό 5,3%. Τα τέσσερα αυτά προϊόντα, δηλαδή, καλύπτουν το 74% της έκτασης των βιοκαλλιεργειών στην Ελλάδα. Ο προαναφερθείς περιορισµός, που αφορά στα καλλιεργούµενα είδη της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα, σχετίζεται κατά κύριο λόγο µε το υπάρχον θεσµικό πλαίσιο που εφαρµόζεται στη χώρα. Σχετίζεται, όµως, και µε τους υπάρχοντες περιορισµούς σε επίπεδο τεχνογνωσίας, όσον αφορά στην επιτυχή εφαρµογή στην πράξη βιολογικών µεθόδων καλλιέργειας, αλλά και µε τη γενικότερη νοοτροπία των Ελλήνων αγροτών, όσον αφορά στη στάση τους απέναντι σε νέες γεωργικές δραστηριότητες, καθώς και στην σχεδόν ενστικτώδη χρησιµοποίηση του συστήµατος χρηµατικών ενισχύσεων της Κ.Α.Π της Ε.Ε στο οποίο είναι ιδιαίτερα προσκολληµένοι (Πάντζιος και Τζουβελέκας, 2000).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Ο λογικός καλλιεργητής πρέπει να εξετάζει αν οι µέθοδοί του βρίσκονται σε αρµονία µε ορισµένες αλήθειες των φυσικών νόµων ή εάν τους παραβιάζουν. Πρέπει σταθερά να έχουµε κατά νου ότι ο στόχος µιας σωστής πρακτικής δεν είναι µόνο να επιδιώκουµε υψηλότερες αποδόσεις, αλλά και να εξασφαλίζουµε ότι αυτές οι αποδόσεις θα εξακολουθήσουν να είναι υψηλές και το επόµενο ή τα επόµενα χρόνια. (Justus von Liebig, 1803-1873) 3. ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ 3.1 Εισαγωγή
Στις 5 Νοεµβρίου του 1972 στις Βερσαλλίες ιδρύθηκε η IFOAM ( ιεθνής Οµοσπονδία Κινηµάτων Βιολογικής Γεωργίας), στη διάρκεια ενός παγκόσµιου συνεδρίου για τη βιολογική γεωργία που είχε διοργανωθεί από τη Nature et Progress (Οργάνωση των Γάλλων βιοκαλλιεργητών).η ίδρυση της IFOAM στηρίχτηκε στην ανάγκη για µεγαλύτερη διάδοση και ανταλλαγή απόψεων πάνω στις αρχές και τις πρακτικές της Οργανικής (Βιολογικής) Γεωργίας πέρα από εθνικά και γλωσσικά σύνορα. Η IFOAM συγκεντρώνει τις ενδιαφερόµενες οργανώσεις από όλο τον κόσµο στην παραγωγή, την πιστοποίηση, την έρευνα, την εκπαίδευση και την προώθηση της βιολογικής γεωργίας. Σήµερα έχει ως µέλη της πάνω από 650 οργανισµούς από 105 χώρες όλου του κόσµου. Το Νοέµβριο του 1998, η IFOAM θέσπισε το «Πλαίσιο συγγραφών υποχρεώσεων της βιολογική γεωργίας και µεταποίησης», οι οποίες δεν είναι καταναγκαστικές, αλλά αποτελούν οπωσδήποτε έναν τρόπο σκέψης, εφόσον συνθέτουν τη σηµερινή κατάσταση των µεθόδων παραγωγής και µεταποίησης βιολογικών προϊόντων. 3.2 Οι στόχοι της βιολογικής γεωργίας Κατά τη ιεθνή Οµοσπονδία Κινηµάτων Βιολογικής Γεωργίας οι στόχοι της βιολογικής γεωργίας είναι (IFOAM, 2002): Η παραγωγή γεωργικών προϊόντων υψηλής θρεπτικής ποιότητας σε επαρκείς ποσότητες. Η συνύπαρξη µε τα φυσικά οικοσυστήµατα και όχι η κατακυριάρχησή τους από τον άνθρωπο. Η σωστή λειτουργία των βιολογικών κύκλων του αγρο-οικοσυστήµατος µε τη σύγχρονη συµµετοχή µικροοργανισµών, εδαφικής πανίδας και χλωρίδας, καλλιεργειών και εκτρεφόµενων ζώων. Η βελτίωση της γονιµότητας του εδάφους στο διηνεκές. Η ορθολογική χρησιµοποίηση των φυσικών πόρων. Η εφαρµογή συστηµάτων για την όσο το δυνατόν αυτάρκεια σε οργανική ουσία και θρεπτικά συστατικά. Η δηµιουργία συνθηκών εκτροφής των ζώων, ώστε να αναδείξουν στο µέγιστο τη δική τους συµπεριφορά. Η αποφυγή κάθε ρύπανσης από καλλιεργητικές πρακτικές. Η οικολογική διαχείριση της γενετικής βιοποικιλότητας.
Η απόδοση στους καλλιεργητές λογικής αµοιβής και ικανοποίησης από την εργασίας τους, η οποία πρέπει να προσφέρεται σε εργασιακό περιβάλλον ασφαλές και υγιεινό. Η εκτίµηση του αποτελέσµατος της αλληλεπίδρασης των καλλιεργητικών τεχνικών µε το οικολογικό και κοινωνικό περιβάλλον. 3.3 Οι βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας Οι γενικές αρχές της βιολογικής γεωργίας είναι η ολιστική προσέγγιση, η διαχρονική αντιµετώπιση και η άµεση επαφή του παραγωγού µε τον καταναλωτή. α) Ολιστική προσέγγιση Ο αγρότης πρέπει να αντιµετωπίζει όλους τους παράγοντες που καθορίζουν το ύψος και την ποιότητα της παραγωγής ολιστικά. Να γνωρίζει, δηλαδή, ότι στο αγροοικοσύστηµα, όπως εξάλλου και σε κάθε οικοσύστηµα, ο κάθε παράγοντας συµεταβάλλεται και επηρεάζεται από τους άλλους παράγοντες. Για παράδειγµα, για την αναπλήρωση του αζώτου, που είναι βασικό θρεπτικό συστατικό των φυτών, ο παραγωγός δεν θα πρέπει να επιλέξει τη χρήση αζωτούχου χηµικού λιπάσµατος, το οποίο θα βοηθήσει µεν στην ανάπτυξη της βλάστησης, αλλά θα αγνοήσει τους υπόλοιπους παράγοντες (έδαφος, ωφέλιµοι οργανισµοί, θρεπτικά συστατικά κ.ά). Αντίθετα, θα επιλέξει µεθόδους (χλωρή λίπανση, φυτικά υπολείµµατα κ.ά) που θα προωθήσουν µια ισορροπηµένη και αρµονική ανάπτυξη όλων των παραγόντων που εµπλέκονται στη γεωργική πράξη (Βλοντάκης κ.ά., 2001). β) ιαχρονική αντιµετώπιση Η δεύτερη βασική αρχή της βιολογικής γεωργίας δηλώνει την προσέγγιση της γεωργικής πρακτικής µε κριτήριο τη µακροχρόνια επίδρασή της στους εµπλεκόµενους παράγοντες. εν αρκείται, δηλαδή, σε αποσπασµατικές ενέργειες και αποτελέσµατα µιας µόνο καλλιεργητικής περιόδου, αλλά κάθε ενέργεια θεωρείται συνέπεια της προηγούµενης και προετοιµασία της επόµενης ( άντσης, 2004). Έτσι, όταν εµφανίζεται ένα πρόβληµα στην καλλιέργεια, ο παραγωγός θα πρέπει να εντοπίσει την αιτία και να µην προβεί µόνο στην άµεση αντιµετώπισή του. Για παράδειγµα, µια εντοµολογική προσβολή µπορεί να οφείλεται στην εξαφάνιση των ωφέλιµων αρπακτικών παρασίτων, σε άστοχες λιπάνσεις, σε λάθος κλάδεµα, σε κακή επιλογή ποικιλιών κ.ά. και δεν αρκεί µόνο η εξόντωσή της. Θα πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια και να αντιµετωπιστεί το πρόβληµα ριζικά ( άντσης, 2004). γ) Σύνδεση παραγωγού-καταναλωτή Η τρίτη αρχή που διέπει τη βιολογική γεωργία αφορά στη σχέση παραγωγού και καταναλωτή. Η βιολογική γεωργία προωθεί τα προϊόντά της σε τοπικές αγορές,
φέρνοντας σε άµεση επαφή παραγωγούς και καταναλωτές, δηµιουργώντας µε αυτόν τον τρόπο µια αµοιβαία εµπιστοσύνη µεταξύ των δυο πλευρών. Επιπλέον, θα πρέπει να ισχύει η αρχή της τοπικότητας, δηλαδή η παραγωγή να εξειδικεύεται και να ενισχύεται τοπικά µε όσο γίνεται µεγαλύτερη συρρίκνωση του εµπορίου σε µεγάλες αποστάσεις. Με αυτόν τον τρόπο θα καταστεί εφικτή η άµεση επαφή καταναλωτήπαραγωγού. Ο παραγωγός θα πρέπει να επιλέγει τα συγκεκριµένα κανάλια διανοµής των προϊόντων του, έτσι ώστε να έρχεται σε άµεση επαφή µε τον καταναλωτή (άµεσο marketing) και να γνωρίζει την αγορά στην οποία απευθύνεται. Επίσης, µπορεί να παρακολουθεί τις προτιµήσεις των καταναλωτών και τις ανάγκες τους, σε ότι αφορά θέµατα ποιότητας και ποικιλίας των προϊόντων, µεταβάλλοντας ανάλογα την παραγωγή του. Από την άλλη πλευρά, και καταναλωτής πληροφορείται για τον τρόπο παραγωγής των προϊόντων, για τα προβλήµατα που αντιµετωπίζονται στον αγρό κ.ά. (Φωτόπουλος και Κρυστάλλης, 2003) Τέλος, η έλλειψη µεσάζοντα που χαρακτηρίζει τα κανάλια διανοµής του άµεσου marketing επιτρέπει στον παραγωγό να πετύχει καλύτερες τιµές από αυτές του χονδρεµπορίου, αλλά και στον καταναλωτή να προµηθευτεί τα βιολογικά προϊόντα σε τιµές χαµηλότερες από αυτές των καταστηµάτων λιανικής πώλησης ( άντσης, 2004). 3.5 Οι αρχές της βιολογικής γεωργία σε σχέση µε το αγρο-οικοσύστηµα Η ουσία της βιολογικής γεωργίας βρίσκεται στον τρόπο µε τον οποίο ο βιοκαλλιεργητής καταλαβαίνει τη φύση και στη σχέση την οποία αναπτύσσει µε αυτή. Για να προσεγγίσουµε τη βιολογική γεωργία πρέπει πρώτα να κατανοήσουµε τον πρωτεύοντα ρόλο που παίζει το έδαφος µέσα στο κάθε αγρο-οικοσύστηµα. Η βιολογική γεωργία στηρίζεται σε τρεις βασικές αρχές, που αλληλεπιδρώντας µπορούν να δηµιουργήσουν ένα παραγωγικό αγρο-οικοσύστηµα: την αρχή του µικτού αγροκτήµατος, την αρχή της εναλλαγής των καλλιεργειών, την αρχή της βελτιστοποίησης του κύκλου των θρεπτικών στοιχείων και της οργανικής ουσίας. Με την εφαρµογή των τριών παραπάνω αρχών, ο αγρότης επιδιώκει συνεχώς τη βελτίωση των δυνατοτήτων και ενδογενών ιδιοτήτων του αγροτικού οικοσυστήµατος (Μπουγιούρης, 1998). α) Η αρχή του µικτού αγροκτήµατος
Με τον όρο αυτό νοείται η παράλληλη παραγωγή φυτικών και ζωικών προϊόντων µέσα στο ίδιο το αγρο-οικοσύστηµα. Έτσι, δηµιουργούνται οι συνθήκες επανεµφάνισης των διαδικασιών ανακύκλωσης των θρεπτικών στοιχείων και της οργανικής ουσίας, που έχουν διαταραχτεί. Για παράδειγµα, τα υπολείµµατα µιας καλλιέργειας δίνονται σαν τροφή στα ζώα και η κοπριά των ζώων δίνεται στο χώµα σαν λίπασµα που θα ενισχύσει την ανάπτυξη των φυτών. Πολλές φορές δεν είναι δυνατή η εκµετάλλευση φυτών και ζώων στο ίδιο αγρόκτηµα. Τότε, η µικτή εκµετάλλευση µπορεί να εφαρµοστεί σε τοπικό επίπεδο, π,χ. σε επίπεδο κοινότητας, µέσα από µια µορφή συνεργασίας παραγωγών. Κάποιοι παραγωγοί θα προµηθεύουν φυτική µάζα σε άλλους που εκτρέφουν ζώα και οι τελευταίοι θα επιστρέφουν στους πρώτους την κοπριά ( ηµητρίου, 2000). β) Η αρχή της εναλλαγής των καλλιεργειών Ως εναλλαγή των καλλιεργειών νοείται η καλλιέργεια µιας ποικιλίας φυτών µέσα στο αγρο-οικοσύστηµα, µε κάποια συγκεκριµένη συχνότητα στο χώρο και στο χρόνο, ώστε να αξιοποιηθούν διάφορες ευεργετικές αλληλεπιδράσεις, π.χ. τα βαθύρριζα φυτά χρησιµοποιούνται για την ικανότητά τους να φέρνουν θρεπτικά στοιχεία από βαθύτερα στρώµατα του εδάφους στην επιφάνεια και να τα κάνουν διαθέσιµα για τις επόµενες καλλιέργειες (Μπιλάλης και Σιδηράς, 2001). Ο κύριος στόχος αυτής της αρχής είναι να εντοπίσει τις ευεργετικές αλληλεπιδράσεις µεταξύ των καλλιεργειών και αν τις χρησιµοποιήσει για να παράξει αποδόσεις, τόσο άµεσες (αυξηµένη συγκοµιδή όσο και έµµεσες (δηµιουργία καλών συνθηκών για τις επόµενες καλλιέργειες, δέσµευση αζώτου, διατήρηση γονιµότητας του εδάφους κ.ά.). γ) Η αρχή της βελτιστοποίησης του κύκλου των θρεπτικών στοιχείων και της οργανικής ουσίας Κάθε µικρό ή µεγάλο αγρο-οικοσύστηµα και κάθε αγροτική περιοχή περιέχουν µια δεδοµένη ποσότητα θρεπτικών στοιχείων, σχετικά περιορισµένη. Η χρησιµοποίηση αυτών των θρεπτικών στοιχείων πρέπει να γίνεται µε τέτοιο τρόπο, που να οδηγεί στη βέλτιστη εκµετάλλευσή τους. Αυτό σηµαίνει ότι τα θρεπτικά στοιχεία στο δεδοµένο χώρο πρέπει να ανακυκλώνονται και να χρησιµοποιούνται επανειληµµένα, µε διάφορες µορφές. Θα πρέπει να λαµβάνεται, δηλαδή, πρόνοια για ελάχιστη «εκροή» θρεπτικών στοιχείων από το αγρο-οικοσύστηµα. Έτσι, ελαχιστοποιούνται και οι ανάγκες για πρόσθετες «εισροές» θρεπτικών στοιχείων, όπως τα λιπάσµατα (Μπουγιούρης, 1998). 3.5 ιαστάσεις της βιολογικής γεωργίας µε βάση τις αρχές της 3.5.1 Περιβαλλοντική διάσταση Η βιολογική γεωργία µεταχειρίζεται µε ολιστικό τρόπο το περιβάλλον. Βασίζεται στην οικολογική και κοινωνική συνύπαρξη και συνεξέλιξη. Ασπάζεται εξ ολοκλήρου τα αξιώµατα της αγρο-οικολογίας και στηρίζεται στην συγκλίνουσα ανάπτυξη του οικοσυστήµατος και όχι στην αποκλίνουσα, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό της συµβατικής γεωργίας. Αποτελεί τη µορφή γεωργίας, που καλείται να υποκαταστήσει τη συµβατική και να λύσει τα προβλήµατα που έχει ήδη δηµιουργήσει αυτή στο περιβάλλον και τον άνθρωπο. Γνωστή και ως εναλλακτική, βασίζεται, στην µε οικολογική και οικονοµική σκέψη, παρέµβαση της ανθρώπινης δραστηριότητας στο αγρο-οικοσύστηµα. Επιδιώκει τον έλεγχο της αλληλεξάρτησης της ανθρώπινης δράσης και του βιοφυσικού κόσµου, ώστε να διατηρηθεί η
βιοποικιλότητα, να αποφευχθεί η καταλήστευση του φυσικού πλούτου, να περιοριστεί στο ελάχιστο η εισροή ενέργειας, η έντονη εκµηχάνιση, η εντατικοποίηση και η χρησιµοποίηση συνθετικών αγροχηµικών. Έτσι, θα εξασφαλιστεί η άριστη παραγωγικότητα του αγρο-οικοσυστήµατος, θα διορθωθούν οι ζηµιές από τις ανεξέλεγκτες ανθρώπινες παρεµβάσεις και θα εξασφαλιστεί το διηνεκές της παραγωγής. Η ολιστική θεώρηση του αγρο-οικοσυστήµατος διαµορφώνει µια δυναµική και αειφόρο ισορροπία, που απαιτεί επαναπροσδιορισµό των επιµέρους συστηµάτων. Η κατάταξη, για παράδειγµα, των εδαφών µε βάση τη γονιµότητα δεν είναι αρκετή για τη βιολογική γεωργία. Πρέπει να λαµβάνεται υπόψη και η αντοχή τους στη διάβρωση, η φυτοκάλυψη και οι εφαρµοζόµενες καλλιεργητικές τεχνικές. Η εκτίµηση και η επιλογή των µεθόδων φυτοπροστασίας δεν στηρίζεται µόνο στην αποτελεσµατικότητά τους. Είναι απαραίτητο να συνεκτιµηθούν όλοι οι βιοτικοί και αβιοτικοί παράγοντες που εµπλέκονται στο συγκεκριµένο παθο-οικοσύστηµα (Μπούρµπος, 2001). 3.5.2 Οικονοµική διάσταση Μια ανάλυση της βιολογικής γεωργίας ως προς την οικονοµική της διάσταση κρίνεται σκόπιµη ώστε να διευρυνθούν συγκεκριµένες δυνατότητες που προσφέρει η βιολογική γεωργία για την ανάπτυξη των αγροτικών εκµεταλλεύσεων, οι οποίες εκτός από οικολογικό, µπορεί να έχουν και οικονοµικά ανταγωνιστικό χαρακτήρα. Η βιολογική γεωργία φαίνεται να διαθέτει χαρακτηριστικά που είναι δυνατόν να οδηγήσουν, υπό την προϋπόθεση της υιοθέτησης των βασικών αρχών της βιολογικής γεωργίας, σε καθαρά οικονοµικά πλεονεκτήµατα. Ως εκτατική δραστηριότητα χαµηλών εισροών, η βιολογική γεωργία παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς: Πρεσβεύει όχι απλώς τον περιορισµό των χηµικών εισροών, αλλά την κατάργηση των χηµικών εισροών γενικά, στο πλαίσιο µιας ολοκληρωµένης διαχείρισης όλων των δυνατοτήτων λίπανσης που είναι διαθέσιµες στην εκµετάλλευση. Βασική επιδίωξη είναι η ανάπτυξη λιπαντικής αυτάρκειας µε µέσα «εντός» της εκµετάλλευσης, όπως: κατάλληλος σχεδιασµός αµειψισποράς, χλωρές λιπάνσεις, εδαφοβελτιωτικά παραγόµενα από τον ίδιο τον βιοκαλλιεργητή (κοµπόστ). Πρεσβεύει τον περιορισµό της εντατικοποίησης της γεωργικής δραστηριότητας (την µε κάθε τρόπο επίτευξη υψηλών αποδόσεων), η οποία επιβαρύνει υπέρµετρα το δηµοσιονοµικό κόστος της Κ.Α.Π και ευθύνεται σε σηµαντικό βαθµό για την υποβάθµιση των πόρων (Φωτόπουλος, 2000).
Η εφαρµογή βιοκαλλιεργητικών τεχνικών είναι συνεπώς δυνατό να οδηγεί σε µεγαλύτερη αποτελεσµατικότητα, δηλαδή σε καλύτερη αξιοποίηση των παραγωγικών συντελεστών, σε σύγκριση µε τη συµβατική γεωργία (Φωτόπουλος, 2000). Ωστόσο, για να υπάρξουν τα πλεονεκτήµατα αυτά προϋποτίθεται ότι η βιολογική γεωργία εφαρµόζεται µε ουσιαστικό τρόπο ( υπάρχει, δηλαδή, εκτός της διαθέσιµης τεχνογνωσίας και πλήρης κατανόηση από τους βιοκαλλιεργητές για το τι ακριβώς κάνουν). Στην παρούσα φάση, ο µέσος βιοκαλλιεργητής δεν δείχνει να αντιλαµβάνεται τη βιοκαλλιέργεια ως διαφορετικό τρόπο παραγωγής. Απλώς αντικαθιστά τις εισροές που απαγορεύονται µε επιτρεπόµενες, τις οποίες κατά κανόνα αγοράζει. Συνεπώς, δε φαίνεται να κατανοεί επαρκώς τις δυνατότητες συµπίεσης του κόστους που του παρέχονται στο πλαίσιο της βιολογικής γεωργίας. Αυτό, σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι η βιοκαλλιέργεια απαιτεί συχνά αυξηµένη εργασία, οδηγεί κατά κανόνα σε υψηλότερο κόστος παραγωγής (Πάντζιος κ.ά, 2000). Όσον αφορά στην παραγωγικότητα της βιολογικής γεωργίας οι απόψεις των επιστηµόνων είναι µάλλον συγκεχυµένες. Η βιολογική γεωργία χαρακτηρίζεται ως µια µη ρεαλιστική λύση στο σύγχρονο κοινωνικο-οικονοµικό σύστηµα, αφού παρουσιάζει χαµηλότερες αποδόσεις της τάξεως του 10-30% σε σχέση µε συµβατικά συστήµατα παραγωγής (Lampkin,1990). Σύµφωνα µε τον Smil (1997), µε τις υπάρχουσες συνθήκες, η βιολογική γεωργία δύναται να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του µισού παγκόσµιου πληθυσµού. Από την άλλη, πολλοί είναι οι επιστήµονες που υποστηρίζουν ότι η παραγωγικότητα των βιοκαλλιεργειών σχετίζεται άµεσα µε την ηλικία τους. Κατά τη µετάβαση από τη συµβατική µέθοδο καλλιέργειας στη βιολογική, πρώτος στόχος είναι η αναζωογόνηση του εδάφους και απώτερος σκοπός η αποκατάσταση της βιολογικής ισορροπίας στο αγρόκτηµα. Η υπερβολική λίπανση(ιδιαίτερα η αζωτούχος),που εφαρµόζεται στη συµβατική καλλιέργεια, αφοµοιώνεται άµεσα από τα φυτά και έτσι αποδυναµώνεται η σηµασία της διάσπασης των στοιχείων του εδάφους µε τη µείωση των µικροοργανισµών του. Η διακοπή της χρήσης χηµικών µέσων και η χρησιµοποίηση τεχνικών βιολογικής γεωργίας (χλωρά λίπανση, βιολογική λίπανση) βελτιώνει τις συνθήκες του εδάφους και επαναφέρει (µέσω του πολλαπλασιασµού των µικροοργανισµών) τη διεργασία της αναζωογόνησης και αποκατάστασης της γονιµότητάς του. Έτσι, κατά τη µεταβατική περίοδο προς τη βιολογική γεωργία οι αποδόσεις εµφανίζονται µειωµένες ( αουτόπουλος και Πυροβέτση, 2004). Η επίτευξη µιας καλής µέσης απόδοσης της βιολογικής µεθόδου παραγωγής, ανταγωνιστικής προς τη συµβατική, απαιτεί µερικά χρόνια, τα οποία ανάλογα µε τα οικονοµικά µέσα αλλά και τις τοπικές συνθήκες, κυµαίνονται από τέσσερα έως δέκα χρόνια (Koepf et al, 1976).
Ένας ακόµη σηµαντικός οικονοµικός συντελεστής που σχετίζεται άµεσα και µε τους παραπάνω, το κόστος και την παραγωγικότητα, αποτελεί και η τιµή του βιολογικού προϊόντος. Έρευνες που έγιναν κυρίως στην Ευρώπη δείχνουν ότι οι τιµές των βιολογικών προϊόντων είναι υψηλότερες των συµβατικών από 8% έως 500% (Offerman and Nieberg,1999). Αυτές οι τιµές δηµιουργούν έντονα κοινωνικοοικονοµικά προβλήµατα, µε κυριότερο αυτός της γεωργίας και αγοράς δυο ταχυτήτων. Τα µεν προνοµιούχα οικονοµικά στρώµατα θα καταναλώνουν ασφαλή και ποιοτικά τρόφιµα, ενώ οι υπόλοιποι θα καταναλώνουν «δεύτερης» ποιότητας τρόφιµα ( άντσης, 2004). Το παραπάνω ενισχύεται και από διάφορες µελέτες, σχετικά µε το προφίλ του καταναλωτή βιολογικών προϊόντων, που έχουν διεξαχθεί σε πολλές χώρες, όπως η Μ. Βρετανία, οι Η.Π.Α, η Ολλανδία, η Ιρλανδία, η Γερµανία, η ανία, η Σουηδία και η Ιταλία (Thompson,1998). Στατιστικά στοιχεία από αυτές τις µελέτες δείχνουν ότι οι καταναλωτές βιολογικών προϊόντων παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως: Έχουν υψηλότερο µορφωτικό επίπεδο σε σχέση µε τους µη αγοραστές βιολογικών προϊόντων. Έχουν υψηλότερο εισόδηµα. Παρουσιάζουν µεγαλύτερη συχνότητα αγοράς τροφίµων σε εξειδικευµένα καταστήµατα. Παρουσιάζουν µεγαλύτερη συχνότητα αγοράς εφηµερίδων. Οι συνολικές διατροφικές τους συνήθειες µοιάζουν περισσότερο καθοριζόµενες από την ανάγκη προστασίας της προσωπικής και οικογενειακής τους υγείας, γεγονός που µπορεί να δείχνει ότι το επάγγελµά τους είναι αρκετά απαιτητικό, αναφορικά µε το χρόνο που αφιερώνουν σε αυτό (Φωτόπουλος και Κρυστάλλης, 2003)