Ομιλία Επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε συνέδριο με θέμα: «I thought I was applying as a caregiver: Trafficking in Women for Labour Exploitation In Domestic Work» (Panel 2 Theoretical Framework of Trafficking in Women for Labour Exploitation in Domestic Work) Συνεδριακό Κέντρο «Φιλοξένια», 12 Ιουνίου 2015 Αγαπητοί φίλοι, Θα ήθελα καταρχήν να ευχαριστήσω τους διοργανωτές για την πρόσκληση συμμετοχής μου στο σημερινό συνέδριο, το οποίο καταπιάνεται με ένα πολύ σοβαρό ζήτημα: αυτό της εργασιακής εκμετάλλευσης γυναικών στην οικιακή εργασία. Ένα φαινόμενο το οποίο, είτε εμπίπτει στους στενούς ορισμούς της εμπορίας προσώπων είτε όχι, αποτελεί από μόνο του ένα εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα, αφού παραβιάζει τα εργασιακά και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα μιας ολόκληρης κατηγορίας εργαζομένων, έχει έμφυλες διαστάσεις και στηρίζεται σε ένα θεσμικό πλαίσιο που προάγει τις διακρίσεις εις βάρος των μεταναστριών. Το θέμα της απασχόλησης των μεταναστριών από τρίτες χώρες στην Κύπρο απασχολεί το Γραφείο μου ποικιλοτρόπως και εκτενώς τα τελευταία χρόνια. Στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων μου έχω εξετάσει εκατοντάδες παράπονα που μου υποβλήθηκαν από μετανάστριες σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας τους, τη δυσκολία τους να καταγγείλουν στις αρμόδιες αρχές τις παραβιάσεις των όρων εργοδότησης τους, τις καθυστερήσεις και τα αποτελέσματα στην εξέταση των εργατικών διαφορών τους, την λήψη μέτρων εναντίον τους επειδή ζήτησαν αλλαγή εργοδότη. Ανάμεσα σε όλα αυτά, μου γίνονταν αναφορές από αρκετές παραπονούμενες για τα χρήματα που χρωστούσαν στο πρακτορείο που διαμεσολάβησε για την εργοδότησή τους και για το ότι δεν είχαν στην κατοχή τους διαβατήριο και άδεια παραμονής. Σε κάποιες περιπτώσεις, αναφέρονταν ακόμα, και σε περιορισμό της ελευθερίας τους, σε άσκηση βίας και απειλών, σε σεξουαλική παρενόχληση. Εν ολίγοις, κοινός 1
παρονομαστής στην πλειοψηφία των παραπόνων που μου καταγγέλθηκαν υπήρξε ο τρόπος αντιμετώπισης -ή μη αντιμετώπισης- από τις αρμόδιες αρχές των αναφορών τους για παραβιάσεις όχι μόνο των εργασιακών τους δικαιωμάτων, αλλά και θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων τους. Υπό το φως των διαπιστώσεων μου προχώρησα σε συστημικές παρεμβάσεις, με σκοπό την αλλαγή του πλαισίου: Το 2010 υπέβαλα Έκθεση σχετικά με τη διαδικασία εξέτασης των εργατικών διαφορών που υποβάλλονταν οικιακές εργάτριες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η επίλυση των διαφορών γίνεται στην απουσία σαφών, διαφανών και αντικειμενικών κριτηρίων, και εφαρμόζεται εν πολλοίς κατά τρόπο μεροληπτικό και «τιμωρητικό» έναντι των εργαζομένων. Στην όλη διαδικασία υποτιμάται η θέση ισχύος του εργοδότη, η εξέταση επικεντρώνεται στις χρηματικές διαφορές και οι ισχυρισμοί της εργοδοτούμενης πλευράς για άλλες παραβιάσεις δικαιωμάτων, απλώς καταγράφονται. Στη βάση αυτών των διαπιστώσεων, εισηγήθηκα, μεταξύ άλλων, την εκπόνηση ενός σαφούς κανονιστικού πλαισίου για την εξέταση των εργατικών διαφορών, που θα οριοθετεί σαφώς τη δράση και τις αρμοδιότητες των εμπλεκόμενων υπηρεσιών, την περαιτέρω ενδυνάμωση του διαμεσολαβητικού ρόλου του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, την διεύρυνση των περιπτώσεων στις οποίες δίδεται η δυνατότητα αλλαγής εργοδότη, την επιμόρφωση των Λειτουργών, ούτως ώστε να αποφεύγονται τα ατεκμηρίωτα συμπεράσματα και η επιρροή από κοινωνικές προκαταλήψεις, και την γραπτή ενημέρωση των δύο μερών της εργατικής διαφοράς για την διαδικασία και τα δικαιώματά τους. Το 2012 προχώρησα σε νέα Έκθεση σχετικά με την πρακτική σύλληψης και κράτησης των οικιακών εργαζομένων που προέβαιναν σε καταγγελία εναντίον των εργοδοτών τους, εωσότου εξεταστεί η διαφορά. Η συγκεκριμένη, μάλιστα, οικιακή εργάτρια που υπέβαλε το παράπονο, είχε καταγγείλει, μεταξύ άλλων, ότι στην οικία που εργαζόταν αναγκαζόταν να διαμένει στο ίδιο δωμάτιο με ομοεθνή της άντρα, επίσης εργαζόμενο στην οικία. Ενώ η καταγγέλλουσα τελούσε υπό κράτηση, κρίθηκε ότι η απαίτηση της για ξεχωριστό δωμάτιο ήταν υπερβολική και αποφασίστηκε η απέλασή της. Εκφράζοντας την έντονη ανησυχία μου 2
για το χειρισμό και την κατάληξη της συγκεκριμένης υπόθεσης, ζήτησα την άμεση απελευθέρωση της παραπονούμενης και την παραχώρηση σε αυτήν δικαιώματος εξεύρεσης νέου εργοδότη. Η αρμόδια αρχή ανταποκρίθηκε, και η παραπονούμενη αφέθηκε ελεύθερη. Η πιο πάνω θετική κατάληξη σε μία ατομική περίπτωση, όμως, δεν συνοδεύτηκε με οποιαδήποτε βελτίωση σε θεσμικό επίπεδο. Έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της πληθώρας των παραπόνων που συνέχισα να λαμβάνω αναφορικά με το καθεστώς και τις συνθήκες εργασίας των οικιακών εργατριών στην Κύπρο, προχώρησα, το 2013, σε συνολική Τοποθέτηση επί του θέματος. Η Τοποθέτηση καταπιάστηκε με τη μελέτη του νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου που διέπει την είσοδο, παραμονή και αναχώρησή των οικιακών εργατριών από την Κύπρο, την έμφυλη διάσταση του ζητήματος, τη ρύθμιση των εργασιακών τους σχέσεων, τις διαδικασίες διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους, την ένταξη τους στην τοπική κοινωνία, και άλλα. Εντοπίστηκαν και αναλύθηκαν αρκετές προβληματικές πτυχές του ισχύοντος πλαισίου και της εφαρμογής του, όπως το περιεχόμενο της σύμβασης απασχόλησης, την απαγόρευση του συνδικαλισμού και την προβληματικότητα -και πάλι- της διαδικασίας εξέτασης των εργατικών διαφορών. Αυτό που καταγράφηκε, ωστόσο, για πρώτη φορά, ήταν η αδυναμία εντοπισμού και αναγνώρισης από τις κρατικές αρχές των πρακτικών που εφαρμόζονται κατά την εργοδότηση οικιακών εργατριών, οι οποίες συνιστούν δυνητικά εμπορία προσώπων για σκοπούς εργασιακής εκμετάλλευσης. Με άλλα λόγια, διαπιστώθηκε ότι οι υπηρεσίες «πρώτης γραμμής», όπως η Αστυνομία, το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων, το Τμήμα Μετανάστευσης, κατά την επαφή τους με τις οικιακές εργάτριες, δεν φαίνεται να λαμβάνουν επαρκώς και αθροιστικά υπόψη τις ενδείξεις της εμπορίας, γεγονός που δημιουργεί ερωτηματικά και ως προς την ικανότητα και προθυμία τους να διακρίνουν τα πιθανά θύματα και να προβούν στις απαραίτητες παραπομπές. 3
Και όμως, οι συνθήκες υπό τις οποίες έρχονται και εργάζονται στην Κύπρο οι οικιακές εργαζόμενες εμπεριέχουν αυξημένο κίνδυνο εκμετάλλευσης. Οι ενδείξεις είναι πολλές και θα πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά: - το ίδιο το συμβόλαιο και η απόλυτη διασύνδεση τους με ένα συγκεκριμένο εργοδότη - η άφιξη στην Κύπρο με πολύ υψηλά χρέη σε πρακτορεία - η πρακτική κατακράτησης των προσωπικών εγγράφων - η ασάφεια στη διαδικασία εγγραφής τους - το απαράβατο της οικίας, που δεν επιτρέπει την διενέργεια επιθεωρήσεων - η συχνή παραβίαση των όρων απασχόλησης (υπερβολικές ώρες εργασίας, καθυστερήσεις στους μισθούς, εργασία σε περισσότερες οικίες χωρίς επιπλέον μισθό) - το αδύνατο πλαίσιο προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων τους - η ατιμωρησία των εργοδοτών που παραβιάζουν τους όρους εργασίας ή ακόμα και ανθρώπινα δικαιώματα τους - η ευκολία με την οποία καθίστανται «εκτός νόμου»/ αθέατες/ αδήλωτες οι οικιακές εργαζόμενες - ο έντονα παρεμβατικός, εξωθεσμικός, ρόλος των πρακτόρων και ο ελλιπής έλεγχος τους Με βάση τα πιο πάνω, εισηγήθηκα, μεταξύ άλλων, την συνολική αναθεώρηση της πολιτικής εισόδου και εργασίας των οικιακών εργατριών στην Κύπρο, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους για εμπορία προσώπων για σκοπούς εργασιακής εκμετάλλευσης, σημειώνοντας ότι πρώτιστος γνώμονας θα πρέπει να είναι η προστασία των οικιακών εργατριών από αυτό το ενδεχόμενο, όχι μόνο σε επίπεδο καταστολής, αλλά, κυρίως, σε επίπεδο πρόληψης. Στο ίδιο πνεύμα, σε δεύτερη Τοποθέτηση μου αναφορικά με το πλαίσιο πρόληψης και καταπολέμησης της εμπορίας προσώπων, η οποία επίσης υποβλήθηκε το 2013, επανέλαβα τη θέση ότι οι οικιακές εργάτριες αποτελούν εξαιρετικά ευάλωτη ομάδα μεταναστών ως προς το ενδεχόμενο εκμετάλλευσης. Η αύξηση των υποθέσεων εργασιακής εκμετάλλευσης οικιακών εργατριών που έρχονται στην επιφάνεια και αποτελούν αντικείμενο αστυνομικής έρευνας, είναι σαφώς μια ένδειξη ότι το πρόβλημα υπάρχει και είναι σοβαρό. Δεν έχω, ωστόσο, πειστεί, 4
ότι η ανάδειξη των υποθέσεων οφείλεται στις προσπάθειες της πολιτείας για αυξημένα μέτρα εντοπισμού και καταγγελίας της εκμετάλλευσης. Οι πλείστες των υποθέσεων προέρχονται από οργανωμένες επιδρομές της Αστυνομίας, από ΜΚΟ και από τα ίδια τα θύματα, όχι όμως από άλλες δημόσιες υπηρεσίες «πρώτης γραμμής», που έρχονται σε άμεση και συχνή επαφή με ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Δεδομένων των συνθηκών στις οποίες εργάζονται οι οικιακές εργάτριες, θεωρώ εξαιρετικά προβληματική την απουσία παραπομπών υποθέσεων από τα δημόσια τμήματα που ρυθμίζουν τα ζητήματα παραμονής ή/ και εργασίας τους στην Κύπρο. Θεωρώ, κατά συνέπεια, επάναγκες, να αυξηθεί, μέσα από την εκπαίδευση και την εμπέδωση της σοβαρότητας του εγκλήματος, η ικανότητα των λειτουργών που εργάζονται σε ολόκληρη τη δημόσια υπηρεσία να αναγνωρίζουν τις ενδείξεις που δύναται να αποτελούν εμπορία και εκμετάλλευση προσώπων και να παραπέμπουν τις περιπτώσεις ανάλογα. Εξίσου σημαντικό, βεβαίως, είναι να αλλάξουν οι νοοτροπίες που επικρατούν ευρύτερα στην κυπριακή κοινωνία όσον αφορά στην εργασία των μεταναστριών και στις πρακτικές εκμετάλλευσης τους. Είναι, δυστυχώς, πασιφανές ότι η ετεροβαρής εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου εις βάρος των οικιακών εργατριών έχει εμπεδωθεί στη συλλογική αντίληψη ως κάτι «φυσικό» και αναγκαίο. Έχει, μάλιστα, καλλιεργηθεί σε τέτοιο βαθμό η πεποίθηση ότι οι οικιακές εργάτριες αποτελούν μια «ειδική» και εντελώς διακριτή κατηγορία εργαζομένων, για σκοπούς «οικιακής χρήσης», που καθίσταται εν πολλοίς αποδεχτή -σε βαθμό που γίνεται αόρατη- η συστηματική παραβίαση των εργασιακών τους δικαιωμάτων, πολλές φορές και των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους ως ανθρώπων, ακόμα και από τους ίδιους τους εργοδότες που δεν έχουν τέτοια πρόθεση. Η αντιμετώπιση τους ως φθηνό, αναλώσιμο, εργατικό δυναμικό, οδηγεί, αναπόφευκτα σε «αντικειμενοποίηση» τους, και σε αποστέρηση τους από στοιχειώδη δικαιώματα. Η αντίληψη αυτή επιτρέπει, κατά συνέπεια, τον εξευτελισμό τους, την χρήση τους για σκοπούς κερδοφορίας, τη διατήρηση τους σε συνθήκες δουλείας και ό,τι άλλο συνδέεται με την εμπορία προσώπων. Η δε διαφοροποίηση ανάμεσα στην εμπορία οικιακών εργατριών για σκοπούς εκμετάλλευσης και στην εργασιακή εκμετάλλευση εν γένει, δεν είναι πάντα ευδιάκριτη, ούτε θα πρέπει να υποτιμάται η σοβαρότητα της εργασιακής εκμετάλλευσης που δεν συνιστά εμπορία. Εξάλλου, οι γενεσιουργές τους αιτίες -άγνοια, προκατάληψη, ρατσισμός, υποτίμηση- είναι οι ίδιες και οι συνέπειες τους στα θύματα και στο επίπεδο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξίσου σοβαρές και επικίνδυνες. 5
Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων μου, και στα πλαίσια των διευρυμένων αρμοδιοτήτων μου για προαγωγή και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχω αναπτύξει, παράλληλα με τις θεσμικές παρεμβάσεις μου, και προληπτική δράση σε σχέση με το ζήτημα. Το Γραφείο μου έχει συμβάλει στην παραγωγή ραδιοφωνικών μηνυμάτων για την εμπορία προσώπων, με έμφαση στην ευθύνη των πελατών και εργοδοτών. Έχω, επίσης, εντάξει ειδική ενότητα για την βία κατά των μεταναστριών γυναικών σε διετή επιμορφωτική εκστρατεία του Γραφείου μου για την έμφυλη βία, η οποία απευθύνεται σε δημόσιους λειτουργούς. Προχώρησα, ακόμα, σε επιμόρφωση των δασκάλων και καθηγητών του μαθήματος της Αγωγής Υγείας, παγκύπρια, σε σχέση με την εμπορία ανθρώπων στην κυπριακή πραγματικότητα και το ρόλο του εκπαιδευτικού στην πρόληψη του φαινομένου, ενώ προτίθεμαι να συμβάλω και στην ένταξη του συγκεκριμένου θέματος στα αναλυτικά προγράμματα του μαθήματος. Ανταποκρίνομαι, τέλος, θετικά σε κάθε πρόσκληση για δράση που σχετίζεται με την ευαισθητοποίηση των πολιτών, ή εξειδικευμένων ομάδων στόχων, σε ότι αφορά στην εμπορία προσώπων για σκοπούς εκμετάλλευσης και στη βάναυση παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αυτή επιφέρει. Παράλληλα, συνεχίζονται οι προσπάθειες του Γραφείου μου για επίτευξη αλλαγών σε νομοθετικό και θεσμικό επίπεδο. Δυστυχώς, η κινητικότητα που παρατηρείται προς την κατεύθυνση υλοποίησης των εισηγήσεων που έχω υποβάλει μέχρι σήμερα είναι ελάχιστη, μέχρι ανύπαρκτη. Ούτε οι πρόσφατες Αποφάσεις της Υπουργικής Επιτροπής Απασχόλησης Αλλοδαπών, του περασμένου Απριλίου, για τροποποίηση της πολιτικής που ακολουθείται, φαίνεται να έλαβαν υπόψη τις παρατηρήσεις και τις θέσεις μου σχετικά με την ανεπάρκεια και προβληματικότητα του θεσμικού πλαισίου εις βάρος της εργοδοτούμενης πλευράς. Κι αυτό γιατί οι αλλαγές που εισήχθηκαν εξαντλούνται στην αντιμετώπιση διοικητικών προβλημάτων που ανέκυπταν στις διαδικασίες ανανέωσης των αδειών παραμονής των οικιακών εργατριών και στη διευκόλυνση των εργοδοτών κατά τη διαδικασία. Τουναντίον, δεν έχω μέχρι στιγμής λάβει οποιαδήποτε ένδειξη ότι οι αρμόδιες αρχές προτίθενται να προχωρήσουν σε συνολική αναθεώρηση των ευρύτερων πολιτικών εισόδου, παραμονής και εργασίας των οικιακών 6
εργατριών στην Κύπρο, καθώς και του ίδιου του περιεχομένου των συμβολαίων απασχόλησής τους, ως αυξητικού παράγοντα του ρίσκου εκμετάλλευσης. Ως αποτέλεσμα, λυπούμαι να παρατηρήσω ότι η γυναίκα μετανάστρια στην Κύπρο, και ιδίως η οικιακή εργάτρια, διατηρεί ακόμα υπερδιπλάσιες πιθανότητες να τύχει εκμετάλλευσης, είτε εργασιακής, είτε σεξουαλικής, είτε και των δύο. Ιδιαίτερα οι συνθήκες εργασίας των οικιακών εργατριών εμπερικλείουν μεγαλύτερο κίνδυνο για δυσμενείς συνθήκες στέγασης, ατέλειωτα και ακανόνιστα ωράρια εργασίας, σκληρή και κοπιαστική δουλειά, παραβιάσεις των εργασιακών δικαιωμάτων τους, καταπάτηση της προσωπικής τους ζωής, κακομεταχείριση, σεξουαλική παρενόχληση, βία εν ολίγοι ς, οι οικιακές εργάτριες καθίστανται ευάλωτες σε προβληματικές καταστάσεις που καμιά άλλη κατηγορία εργαζομένων δεν αντιμετωπίζει σωρευτικά. Και αυτό θεωρώ ότι σχετίζεται, όχι μόνο με την ιδιότητα τους ως γυναίκες, αλλά και με την ιδιότητα τους ως «μετανάστριες». Το νομοθετικό και το εν γένει θεσμικό πλαίσιο που διέπει την είσοδο, την παραμονή, την εργασία και την αναχώρηση των μεταναστριών από την Κύπρο, χαρακτηρίζεται από έντονη προβληματικότητα και πάσχει από σοβαρές ελλείψεις και παθογένειες. Αν αυτό συνδυαστεί με τις πρακτικές που αναπτύσσονται στη καθημερινότητα των μεταναστριών, είναι προφανές ότι η πολυάριθμη, εξαιρετικά ευάλωτη, ομάδα του γυναικείου μεταναστευτικού πληθυσμού βρίσκεται καθημερινά ενώπιον του φάσματος της υπερεκμετάλλευσης και της εμπορίας. Επαναλαμβάνω τη θέση μου ότι η προστασία της ευάλωτης αυτής ομάδας εργαζομένων γυναικών μπορεί να καταστεί έγκαιρη και αποτελεσματική μόνο εφόσον η πολιτεία εγκύψει με τη δέουσα σοβαρότητα, τόλμη και αποφασιστικότητα στον συνολικό ανασχεδιασμό του θεσμικού πλαισίου που ρυθμίζει την οικιακή εργασία στην Κύπρο, κατά τρόπο που να συνάδει με την εργατική νομοθεσία, με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και με την έμφυλη διάσταση του ζητήματος. Τονίζεται, δε, ότι η προσπάθεια αυτή, ιδανικά, θα πρέπει να διαχωριστεί από οποιαδήποτε άλλη ενέργεια για συνολική αναθεώρηση του μεταναστευτικού πλαισίου, ενόψει της ευαλωτότητας και των ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν την ομάδα 7
των οικιακών εργατριών, και η οποία απαιτεί μια ειδικότερη και στοχευμένη αντιμετώπιση. Η δε πρόληψη της εκμετάλλευσης των οικιακών εργατριών μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επαρκή ενημέρωση των ιδίων για τα δικαιώματα τους και για τους τρόπους θεραπείας σε περίπτωση που αυτά παραβιάζονται, και με τη ριζική αλλαγή των νοοτροπιών που επικρατούν στην κυπριακή κοινωνία για τις γυναίκες μετανάστριες και τη φύση της εργασίας τους. Καταλήγοντας, σας διαβεβαιώνω ότι θα συνεχίσω να παρακολουθώ από κοντά τα ζητήματα που άπτονται στη βελτίωση των συνθηκών παραμονής και εργασίας των οικιακών εργατριών στην Κύπρο και εκφράζω εκ νέου την ετοιμότητα του Γραφείου μου να συμβάλει με κάθε τρόπο στις πρωτοβουλίες που θα αναληφθούν, από κρατικούς και μη κρατικούς φορείς, προς αυτή την κατεύθυνση. Θ.Δ. 8