Σύσταση και προδιαγραφές σιταλεύρου ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Στα συστατικά του σιτάλευρου περιλαμβάνονται εκτός από το νερό, το άμυλο και άλλοι υδατάνθρακες (πεντοζάνες, κυτταρίνη και σάκχαρα), ένζυμα και πρωτεΐνες (κυρίως προλαμίνες και γλουτελίνες), άλλα αζωτούχα συστατικά (γλουταθειόνη και ελεύθερα αμινοξέα, κυρίως κυστεΐνη), λιπίδια, ανόργανα συστατικά (κυρίως κάλιο, φωσφόρος και ασβέστιο) και βιταμίνες (νικοτιναμίδιο, παντοθενικό οξύ, Β 6 και Β 1 ). Αυξανομένου του βαθμού άλεσης αυξάνεται η περιεκτικότητα του αλεύρου σε συστατικά που απαντούν σε αυξημένες συγκεντρώσεις στο περικάρπιο του σίτου (ανόργανα συστατικά, αναφομοίωτα συστατικά και βιταμίνες). Επίσης αυξάνεται η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και λιπίδια, ενώ μειώνεται η περιεκτικότητα σε άμυλο. Οι διάφοροι τύποι σιταλεύρων πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 106 του ΚΤΠ, να πληρούν τις προδιαγραφές που δίνονται πιο κάτω. Προδιαγραφές σιταλεύρων κατηγορίας Π, Μ και Κ Προδιαγραφή Κατηγορία Π Κατηγορία Μ Κατηγορία Κ Περιεκτικότητα σε υγρασία (%) 13,5 14,0 14,0 Περιεκτικότητα σε υγρή γλουτένη (%) 28 25 2 5 Περιεκτικότητα σε τέφρα % 0,45 0,90 1,4 Περιεκτικότητα σε υπόλειμμα 0,015 0,030 0,030 σε τετραχλωράνθρακα (%) Οξύτητα σε θειικό οξύ (%) 0,07 0,15 0,15 Προδιαγραφές σιταλεύρων τύπου 70%, 85%, 90% και 100% Προδιαγραφή Τύπος 70% Τύπος 85% Τύπος 90% Τύπος 100% Περιεκτικότητα σε υγρασία (%) 13,5 14,0 14,0 14,0 Περιεκτικότητα σε υγρή γλουτένη (%) 26 25 25 24 Περιεκτικότητα σε τέφρα (%) 0,50 0,85-0,90 1,25-1,35 1,60 Περιεκτικότητα σε λίπος (%) - - 1,1 1,8 Περιεκτικότητα σε πίτυρα (%) - 4-5 10,0-13,5 18-22 Περιεκτικότητα σε υπόλειμμα σε τετραχλωράνθρακα (%) 0,015 0,030 0,030 0,030 Οξύτητα σε θειικό οξύ (%) 0,08 0,13 0,15 0,15 Σύμφωνα επίσης με το άρθρο 105 του ΚΤΠ:
(α) η υγρασία των σιταλεύρων μπορεί να υπερβαίνει τα υφιστάμενα όρια κατά 0,5% κατά την περίοδο από 15/9 κάθε έτους έως 15/6 του επόμενου έτους, (β) το ποσοστό του νερού στην υγρή γλουτένη πρέπει να είναι ίσο με 62%, (γ) η οξύτητα των σιταλεύρων μπορεί να εμφανίζει μέγιστη τιμή αυξημένη και 10% σε σχέση με τα όρια (για κάθε τύπο και κατηγορία) κατά την περίοδο από 15/6 έως 15/9 κάθε έτους, (δ) ο προσδιορισμός της περιεκτικότητας σε πίτυρα πρέπει να εκτελείται μόνο όταν η τέφρα εκτρέπεται από τα όρια, και (ε) η περιεκτικότητα των σιταλεύρων τα οποία έχουν υποστεί κοντισιονάρισμα σε υγρή γλουτένη πρέπει να είναι 18%. Στο ίδιο άρθρο ορίζεται ως "υπόλειμμα σε τετραχλωράνθρακα" αυτό που απομένει από τα συστατικά του αλεύρου τα οποία καθιζάνουν όταν αυτό υποβάλλεται σε κατεργασία με τετραχλωράνθρακα Σύσταση και προδιαγραφές αγελαδινού γάλακτος Το γάλα περιέχει ως κύριο συστατικό νερό, και ακόμη λακτόζη, λιπίδια (κυρίως τριγλυκερίδια), πρωτεΐνες (κυρίως καζεΐνες), άλλα αζωτούχα συστατικά (κρεατίνη και κρεατινίνη, ουρία και ουρικό οξύ, ελεύθερα αμινοξέα), ανόργανα συστατικά (κυρίως άλατα ασβεστίου, καλίου και φωσφόρου), βιταμίνες, οργανικά οξέα (κυρίως κιτρικό οξύ), πτητικές οσμηρές ενώσεις και ένζυμα. Το «πλήρες» γάλα, πρέπει, ανεξαρτήτως της θερμικής επεξεργασίας στην οποία έχει υποβληθεί και σύμφωνα με το άρθρο 80 του ΚΤΠ, να έχει,: ελάχιστη περιεκτικότητα σε λίπος ίση με 3,5% w/w, ελάχιστη πυκνότητα ίση με 1,028 g/ml (20 ο C), και ελάχιστη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες ίση με 2,9% w/w. Οι ειδικές προδιαγραφές που ισχύουν για το «αποβουτυρωμένο» γάλα είναι: μέγιστη λιποπεριεκτικότητα 0.5% w/w, ελάχιστη τιμή δείκτη διάθλασης του ορού 38 ή μέγιστη τιμή πυκνότητας του ορού (στους 15 ο C) 1,036 g/ml (παράγραφος 8 του άρθρου 80 του ΚΤΠ). Τέλος, το «ημιαποβουτυρωμένο» γάλα πρέπει να έχει λιποπεριεκτικότητα υψηλότερη από 1,5% και χαμηλότερη από 1,8%. Σύσταση και προδιαγραφές λίπους βουτύρου Το λίπος βουτύρου αποτελείται κυρίως από τριακυλογλυκερόλες (94,5-98%) και από διακυλογλυκερόλες (1,3-1,6%), μονοακυλογλυκερόλες (0,02-0,04%), φωσφολιπίδια (0,8-1,0%), σφιγγολιπίδια (0,06%), ελεύθερα λιπαρά οξέα (0,1-0,4%) και χοληστερόλη (0,2-0,4%). Στις ακυλογλυκερόλες απαντώνται, εκτός από τα συνήθη λιπαρά οξέα, τόσο λιπαρά οξο-οξέα (0,9-1,3%) όσο και λιπαρά υδροξυ-οξέα (0,6-0,8%). Το λίπος βουτύρου περιέχει τριακυλογλυκερόλες με ECN 24, 26, 28, 30, 32, 34, 36, 38, 40, 42, 44, 46, 48, 50, 52 και 54. Σε μεγαλύτερη αναλογία (g/100 g) απαντώνται αυτές που έχουν ECN ίσο με 34 (6,7), 36 (12,1%), 38 (12,9%), 40 (9,7%), 42 (7,6%), 44 (7,3), 46 (7,9%), 48 (9,1%), 50 (10%) και 52 (7,8%). Τα λιπαρά οξέα που απαντώνται σε εστεροποιημένη μορφή είναι κυρίως κορεσμένα (61,5-62,5%) και μονοακόρεστα (32,5-33%), και σε μικρό μόνο ποσοστό πολυακόρεστα (2,5-3,5%). Σ αυτά περιλαμβάνονται και λιπαρά οξέα με περιττό αριθμό ατόμων άνθρακα (0,4%) ή λιπαρά οξέα με μεθύλιο ή περισσότερα του ενός μεθύλια στο μόριό τους (1,5%).
Η σύσταση του λίπους βουτύρου στα επιμέρους λιπαρά οξέα που απαντώνται σε αναλογία υψηλότερη από 0,1% στο σύνολο των λιπαρών οξέων φαίνεται στον πιο κάτω πίνακα: Βουτυρικό 4:0 2,5-4,0 Δεκενοϊκό 10:1 0,5 Καπροϊκό 6:0 1,5-2,5 Μυριστελαϊκό 14:1 0,7 Καπρυλικό 8:0 1,0-1,5 Παλμιτελαϊκό 16:1 1,5-2,5 Καπρικό 10:0 2,5-3,5 Δεκαεπτενοϊκό 17:1 0,2-0,4 Λαουρικό 12:0 2,5-4,0 Ελαϊκό & ισομερή 18:1c 22,0-30,0 Μυριστικό 14:0 7,0-13,0 Ελαϊδικό & ισομερή 18:1t 2,0-6,0 Δεκαπεντανοϊκό 15:0 1,0-1,5 Δεκαεννεενοϊκό 19:1 0,2 Παλμιτικό 16:0 20,0-35,0 Εικοσενοϊκό 20:1 0,5 Δεκαεπτανοϊκό 17:0 0,5-0,9 Λινελαϊκό 18:2 2,0-2,5 Στεατικό 18:0 10,0-15,0 Λινολενικό 18:3 0,4-1,0 Αραχιδικό 20:0 0,5-1,0 Η ιδιάζουσα σύσταση του λίπους βουτύρου σε λιπαρά οξέα έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζει χημικές και φυσικές σταθερές που αποκλίνουν από τις αντίστοιχες σταθερές των υπόλοιπων εδώδιμων λιπαρών υλών. Σύμφωνα με το άρθρο 81 του ΚΤΠ ο αριθμός σαπωνοποίησης δεν μπορεί να είναι χαμηλότερος από 227, ο αριθμός Reichert-Meissl δεν μπορεί να είναι χαμηλότερος από 26, ο αριθμός Polenske πρέπει να κυμαίνεται από 3 έως 10, και ο αριθμός βουτυροδιαθλασιμέτρου πρέπει να κυμαίνεται από 41 έως 44. Με βάση βιβλιογραφικά δεδομένα, ο αριθμός σαπωνοποίησης είναι σπανίως υψηλότερος από 234 και ο αριθμός Reichert-Meissl πάντα υψηλότερος από 24. Η φυσική διακύμανση των πιο πάνω σταθερών έχει ως αποτέλεσμα ένα νοθευμένο δείγμα λίπους βουτύρου να εμφανίζει πολλές φορές χημικές και φυσικές σταθερές που ικανοποιούν τις προδιαγραφές. Σ αυτές τις περιπτώσεις είναι απαραίτητη η εξακρίβωση της σύστασης του δείγματος σε λιπαρά οξέα και στερόλες και της περιεκτικότητάς τους σε στεραδιένια. Η παρουσία στο δείγμα φυτοστερολών αποτελεί ένδειξη νοθείας με φυτικής προέλευσης λιπαρή ύλη. Αντιθέτως, η παρουσία 3,5-χολησταδιενίου σε επίπεδα υψηλότερα από 0,1 mg/kg αποτελεί κριτήριο νοθείας με εξευγενισμένη ζωικής προέλευσης λιπαρή ύλη. Το 3,5- χολησταδιένιο αποτελεί κύριο προϊόν της απόσπασης νερού από το μόριο της χοληστερόλης στις όξινες συνθήκες του αποχρωματισμού των ακατέργαστων ζωικής προέλευσης λιπαρών υλών. Σύσταση σε λιπαρά οξέα και προδιαγραφές λίπους (βουτύρου) κακάο Σύμφωνα με το άρθρο 55 του ΚΤΠ, ο αριθμός σαπωνοποίησης του λίπους κακάο πρέπει να κυμαίνεται από 192 έως 202 και ο αριθμός βουτυροδιαθλασιμέτρου από 46 έως 48. Η σύσταση του βουτύρου κακάο σε λιπαρά οξέα φαίνεται στον πιο κάτω πίνακα: Μυριστικό 14:0 0,1-0,2 Ελαϊκό 18:1 30-37 Παλμιτικό 16:0 23-31 Λινελαϊκό 18:2 1-4 Παλμιτελαϊκό 16:1 0,1-0,4 Λινολενικό 18:3 0,3-0,5 Δεκαεπτανοϊκό 17:0 0,1-0,2 Αραχιδικό 20:0 0,7-1 Στεατικό 18:0 31-37 Βεχενικό 22:0 0,1-0,2
Στις κύριες τριακυλογλυκερόλες του βουτύρου κακάο ανήκουν η ΠΕΣ (34,8%), η ΣΕΣ (25,2%) και η ΠΕΠ (5,1%), όπου Π είναι το παλμιτικό οξύ, Ε το ελαϊκό οξύ, και Σ το στεατικό οξύ. Το βούτυρο κακάο περιέχει τριακυλογλυκερόλες με ECN 46, 48, 50, 52 και 54. Η παρουσία στο βούτυρο κακάο 3,5-στιγμασταδιενίου, σε επίπεδα υψηλότερα από 0,1 mg/kg, αποτελεί κριτήριο νοθείας με εξευγενισμένη φυτικής προέλευσης λιπαρή ύλη. Σύσταση σε λιπαρά οξέα και προδιαγραφές κοκολίπους Σύμφωνα με το άρθρο 73 του ΚΤΠ, ο αριθμός σαπωνοποίησης του κοκολίπους πρέπει να κυμαίνεται από 248 έως 265, ο αριθμός βουτυροδιαθλασιμέτρου από 34 έως 37, ο αριθμός Reichert-Meissl από 6 έως 8,5 και ο αριθμός Polenske από 13 έως 18. Η σύσταση του κοκολίπους σε λιπαρά οξέα φαίνεται στον πιο κάτω πίνακα: Καπροϊκό 6:0 0,4-0,6 Μυριστικό 14:0 16-21 Ελαϊκό 18:1 5-10 Καπρυλικό 8:0 5-10 Παλμιτικό 16:0 7,5-10 Λινελαϊκό 18:2 1-2,5 Καπρικό 10:0 4,5-8 Στεατικό 18:0 2-4 Λαουρικό 12:0 43-51 Αραχιδικό 20:0 0,5-1,5 Το κοκόλιπος περιέχει τριακυλογλυκερόλες με ECN 32, 36, 38, 40, 42 και 44. Οι τριακυλογλυκερόλες περιέχουν σε ποσοστό 82% μόνο κορεσμένα λιπαρά οξέα. Κατηγορίες, σύσταση και προδιαγραφές ελαιολάδου Το ελαιόλαδο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 71 του ΚΤΠ, το προϊόν που προκύπτει από την έκθλιψη του καρπού της ελιάς (Olea europea). Στο κατάλληλο για κατανάλωση ως έχει ελαιόλαδο ανήκει το "εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο", το "παρθένο ελαιόλαδο" και το "ελαιόλαδο" (μίγμα εξευγενισμένου και παρθένου ελαιολάδου). Παρθένο ελαιόλαδο είναι το έλαιο που παραλαμβάνεται από τον καρπό της ελιάς αποκλειστικά με μηχανικές και φυσικές διεργασίες, κάτω από συνθήκες, ιδιαίτερα θερμικές, που δεν προκαλούν αλλοιώσεις σε αυτό. Το έλαιο αυτό δεν πρέπει να έχει υποστεί άλλη επεξεργασία εκτός από πλύσιμο, καθίζηση, φυγοκέντρηση και διήθηση. Εξευγενισμένο ελαιόλαδο" θεωρείται το έλαιο που προκύπτει από το μη βρώσιμο"λαμπάντε ελαιόλαδο" μετά από εξευγενισμό (εξουδετέρωση, αποχρωματισμό και απόσμηση) με μεθόδους που δεν μεταβάλλουν την αρχική γλυκεριδική σύστασή του. Το ελαιόλαδο αποτελείται κυρίως από τριακυλογλυκερόλες (τριγλυκερίδια) και περιέχει μικρές ποσότητες άλλων λιπιδίων (μονο- και διακυλογλυκερόλες, φωσφολιπίδια, κηροί, ελεύθερα λιπαρά οξέα, λιπαρές αλκοόλες, καροτενοειδή, στερόλες, τοκοφερόλες και υδρογονάνθρακες), λιποδιαλυτών βιταμινών, πρωτεϊνών, υδατανθράκων, πτητικών ενώσεων που συνεισφέρουν στο άρωμα, φαινολών και χλωροφυλλών. Τα λιπίδια του ελαιολάδου μπορούν να διακριθούν σε αυτά που βρίσκονται στο σαπωνοποιήσιμο κλάσμα του ελαίου (ελεύθερα λιπαρά οξέα και διάφορα ακυλολιπίδια, όπως οι μονο-, δι- και τριακυλογλυκερόλες, οι κηροί, τα φωσφολιπίδια κ.ά.) και σε αυτά που βρίσκονται στο μη σαπωνοποιήσιμο κλάσμα του ελαίου (υδρογονάνθρακες, λιπαρές αλκοόλες, στερόλες, τοκοφερόλες και καροτενοειδή).
Η σύσταση του κλάσματος των σαπωνοποιήσιμων λιπιδίων του ελαιολάδου σε λιπαρά οξέα εμφανίζει μεγάλες διακυμάνσεις που εξαρτώνται από την ποικιλία και τις συνθήκες καλλιέργειας των ελαιοδένδρων, καθώς και από το κλίμα της περιοχής στην οποία αναπτύσσονται τα ελαιόδενδρα. Το ελαιόλαδο είναι έλαιο εξαιρετικά πλούσιο στο μονοακόρεστο ελαϊκό οξύ (18:1). Άλλα λιπαρά οξέα που απαντούν στα τριγλυκερίδια του ελαιολάδου είναι το παλμιτικό οξύ (16:0), το λινελαϊκό οξύ (18:2), το στεατικό οξύ (18:0) και το παλμιτελαϊκό οξύ (16:1). Σε πολύ χαμηλό ποσοστό στο σύνολο των λιπαρών οξέων απαντούν και ορισμένα άλλα λιπαρά οξέα. Σε ό,τι αφορά τη σύσταση του ελαιολάδου σε τριακυλογλυκερόλες, οι κυριότερες από αυτές είναι: η ΕΕΕ (43,5%), η ΠΕΕ (18,4%), η ΕΕΛ (6,8%), η ΠΕΛ (5,9%) και η ΣΕΕ (5,1%), όπου Π είναι το παλμιτικό οξύ, Ε το ελαϊκό οξύ, Λ το λινελαϊκό οξύ και Σ το στεατικό οξύ. Τα μη σαπωνοποιήσιμα συστατικά του ελαιολάδου, που συχνά αναφέρονται ως δευτερεύοντα ή ήσσονα συστατικά, μελετήθηκαν αρχικά στο ασαπωνοποίητο κλάσμα του ελαιολάδου. Για να παραληφθεί το κλάσμα αυτό γίνεται σαπωνοποίηση του ελαιολάδου και εκχυλίζεται το προϊόντ της σαπωνοποίησής του με διαιθυλαιθέρα. Σύσταση παρθένου και εξευγενισμένου ελαιολάδου σε μη σαπωνοποιήσιμα συστατικά Μη σαπωνοποιήσιμα συστατικά Παρθένο ελαιόλαδο (mg/kg) Εξευγενισμένο ελαιόλαδο (mg/kg) Υδρογονάνθρακες 2000 120 Σκουαλένιο 1500 150 β-καροτένιο 300 120 Αλειφατικές αλκοόλες 200 100 Τερπενικές αλκοόλες 3500 2500 Στερόλες 2500 1500 Τοκοφερόλες 150 100 Φαινόλες και παράγωγά τους 350 80 Το ελαιόλαδο, όπως και όλα τα εδώδιμα λίπη και έλαια, πρέπει να πληρεί τους όρους του άρθρου 70 του ΚΤΠ. Στο άρθρο αυτό, όπου δίνονται οι ορισμοί για το τι είναι εδώδιμα λίπη και έλαια και αναφέρονται οι επιτρεπόμενες διεργασίες για την παραγωγή τους, περιλαμβάνονται και διατάξεις σχετικές με ειδικούς όρους που πρέπει να πληρούν. Σύμφωνα με τους όρους αυτούς όλα τα εδώδιμα λίπη και έλαια πρέπει να εμφανίζουν άμεμπτους οργανοληπτικούς χαρακτήρες και να διατίθενται αυτούσια στην κατανάλωση (η διάθεσή τους με τη μορφή μιγμάτων απαγορεύεται και η πράξη αυτή θεωρείται ως νοθεία). Η περιεκτικότητά τους σε ορισμένα βαρέα μέταλλα (σίδηρο, χαλκό, μόλυβδο, αρσενικό) δεν πρέπει να υπερβαίνει τα καθορισμένα μέγιστα όρια. Το ίδιο ισχύει για τα υπολείμματα διαλυτών, σαπώνων και τοξικών ουσιών (π.χ. εντομοκτόνων). Η παρουσία των τελευταίων σε επίπεδα υψηλότερα από 1 mg/kg τα καθιστά μη βρώσιμα ή επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. Σε αρκετά εδώδιμα λίπη και έλαια επιτρέπεται η χρήση ορισμένων προσθέτων που αναφέρονται ρητά. Ειδικότερες προδιαγραφές για τις διάφορες κατηγορίες του ελαιολάδου, σύμφωνα με την τελευταία τροποποίηση του Κανονισμού 2569/91 της ΕΕ (Κανονισμός 1989/2003 της ΕΕ) που ισχύει από 1.11.2003, αναφέρονται στη συνέχεια.
Προδιαγραφές για όλες τις κατηγορίες του ελαιολάδου Σύσταση σε λιπαρά οξέα (% κ.β. στο σύνολο των λιπαρών οξέων): Ελαϊκό οξύ (55,0-83,0), παλμιτικό οξύ (7,5-20,0), λινελαϊκό οξύ (3,5-21,0), στεατικό οξύ (0,5-5,0), παλμιτελαϊκό οξύ (0,3-3,5), λινολενικό οξύ ( 0,9), αραχιδικό οξύ ( 0,6), μυριστικό οξύ ( 0,5), εικοσενοϊκό οξύ ( 0,4), δεκαεπτανοϊκό οξύ ( 0,3), δεκαεπτενοϊκό οξύ ( 0,3), βεχενικό οξύ ( 0,2) και λιγνοκηρικό οξύ ( 0,2). Περιεκτικότητα σε ολικές στερόλες: 1.000 mg/kg. Σύσταση σε στερόλες (% κ.β. στο σύνολο των στερολών): β-σιτοστερόλη ( 93), καμπεστερόλη ( 4), στιγμαστερόλη (λιγότερη από την καμπεστερόλη), χοληστερόλη ( 0,5) και βρασσικαστερόλη ( 0,1). Περιεκτικότητα σε ερυθροδιόλη και ουβαόλη: 4,5% στο σύνολο των στερολών και των τριτερπενικών διαλκοολών. Περιεκτικότητα σε ολικούς αλογονωμένους διαλύτες: 0,2 mg/kg. Περιεκτικότητα σε επιμέρους αλογονωμένους διαλύτες: 0,1 mg/kg. Προδιαγραφές για τις επιμέρους κατηγορίες του ελαιολάδου Κατηγορία ελαιολάδου Οξύτητα % (σε ελαϊκό οξύ) Αριθμός Υπεροξειδίων meq O 2 /kg Κ 232 Κ 270 ΔΚ Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο 0,8 20 2,50 0,22 0,01 Παρθένο ελαιόλαδο 2,0 20 2,60 0,25 0,01 Λαμπάντε ελαιόλαδο > 2,0 - - - - Εξευγενισμένο ελαιόλαδο 0,3 5-1,10 0,16 Ελαιόλαδο 1,0 15-0,90 0,15 Κατηγορία ελαιολάδου Κηροί mg/kg Κορεσμένα οξέα στη θέση 2 των τριγλυκεριδίων (%) Στιγμασταδιένια mg/kg Διαφορά ECN 42 (HPLC-Θ) Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο 250 1,5 0,15 0,2 Παρθένο ελαιόλαδο 250 1,5 0,15 0,2 Λαμπάντε ελαιόλαδο 300 1,5 0,50 0,3 Εξευγενισμένο ελαιόλαδο 350 1,8-0,3 Ελαιόλαδο 350 1,8-0,3 Κατηγορία ελαιολάδου Άθροισμα trans ισομερών ελαϊκού οξέος Άθροισμα trans ισομερών λινελαϊκού και λινολενικού
(% λιπαρών οξέων) οξέος (% λιπαρών οξέων) Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο 0,05 0,05 Παρθένο ελαιόλαδο 0,05 0,05 Λαμπάντε ελαιόλαδο 0,10 0,10 Εξευγενισμένο ελαιόλαδο 0,20 0,30 Ελαιόλαδο 0,20 0,30 Σύσταση και προδιαγραφές πορτοκαλοχυμού Ο πορτοκαλοχυμός αποτελείται από νερό, σάκχαρα (γλυκόζη, φρουκτόζη και σακχαρόζη), πηκτίνες, ελεύθερα αμινοξέα, αμίνες, ένζυμα, οργανικά οξέα, καροτενοειδή, τριτερπενοειδείς ενώσεις, ανόργανα άλατα, βιταμίνες, φαινολικές ενώσεις και πτητικές οσμηρές ενώσεις. Ο πορτοκαλοχυμός πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 127 του ΚΤΠ, να έχει: ειδικό βάρος σε θερμοκρασία 15 o C 1,042 (αντιστοιχεί σε 5,5 o Βé ή σε 10,5 ο Brix), περιεκτικότητα σε τέφρα από 0,30 έως 0,45%, περιεκτικότητα σε ολικά σάκχαρα (ως ιμβερτοσάκχαρο) 10%, λόγο αναγόντων σακχάρων προς σακχαρόζη 0,8, αριθμό φορμόλης από 1,0 έως 1,8, οξύτητα, εκφρασμένη σε άνυδρο κιτρικό οξύ από 0,7 έως 2,0%, και περιεκτικότητα σε ολικό θειώδες οξύ 10 mg/l (ΠΔ 526/83). Κατά την χρωματογραφική εξέταση του πορτοκαλοχυμού πρέπει να διαπιστώνεται η παρουσία των κύριων αμινοξέων (προλίνη, αργινίνη, ασπαραγίνη, ασπαραγινικό οξύ, γ-αμινοβουτυρικό οξύ, σερίνη, γλουταμινικό οξύ και αλανίνη) και η απουσία γλυκίνης.