Το Στίγµα στην πολιτισµική µειονότητα των Τσιγγάνων. Ερευνητικά δεδοµένα Λάγιος Βασίλειος, Εκπ/κός, Μεταπτυχιακός φοιτητής Π.Τ..Ε., Παν. Πατρών Summary The following paper examines the percipience held by the cultural group of the gypsies about their feelings, experiences and impressions they have developed through the behavior of other students in interactive situations. In particular, we examined if the cultural minority of the gypsies considers itself as stigmatized and marginal by causing to others prejudices and stereotypes. We also examined how two other factors, the age and the place of living, influence that percipience. In the research participated forty three gypsy students of the elementary schools of the regions Kato Achaia and Sageika. The students were given a questionnaire with Likert type questions. The results showed that a great percentage of the students becomes conscious of these facts. They also revealed that age does not influence this percipience while the place of living affects some of the variables. They also raise the need for further research of other factors that influence this consciousness. 1. Εισαγωγή Η σηµερινή πραγµατικότητα καθιστά αναγκαία τη συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση ατόµων µε διαφορετική κοινωνική υποδοµή. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα να δηµιουργούνται καταστάσεις ευνοϊκών προϋποθέσεων για κάποια άτοµα και δυσµενών για κάποια άλλα. Έτσι άτοµα µε διαφορετικά πολιτισµικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν µπορούν να καταλάβουν την κοινωνική πραγµατικότητα, είναι πολύ πιθανό να εµπλακούν σε µια διαδικασία που καθιερώνει µια αρνητική σχέση για αυτά. Η αρνητική αντιµετώπιση ενός ατόµου από τον περίγυρό του, φανερώνει µια κατάσταση κοινωνικής αλληλεπίδρασης αρνητικού περιεχοµένου, η οποία αποτελείται από δύο διαδικασίες. Τη διαδικασία του ορισµού και τη διαδικασία της µεταχείρισης. Οι δύο αυτές διαδικασίες αποδίδονται µε τον όρο στιγµατισµός. Ο όρος αυτός δεν περιγράφει µια στιγµιαία απόδοση µιας ετικέτας, αλλά µια διαδικασία ταξινόµησης και αντιµετώπισης του ατόµου[1]. 2. Αποσαφήνιση του όρου στίγµα. Ο όρος «στίγµα» προέρχεται από την αρχαία ελληνική πρακτική να σχεδιάζουν σηµάδια στο σώµα ώστε να φανερώνουν κάτι το κακό, να δηλώνουν την µειωτική του θέση, ώστε τα υπόλοιπα άτοµα να αποφεύγουν αυτό που είχε τα σηµάδια, ιδιαίτερα στους δηµόσιους χώρους[2]. Αυτά ήταν σηµάδια για να ξεχωρίσουν κάποια άτοµα από την υπόλοιπη κοινωνία, να τα περιθωριοποιήσουν, να τα εξοστρακίσουν. Η λέξη στίγµα προέρχεται από τη αρχαία ελληνική λέξη στίζω, που σηµαίνει χαράζω, σκαλίζω. Στη σύγχρονη χρήση του όρου το στίγµα συνδέεται µε ποιοτικά χαρακτηριστικά του ατόµου, που το υποβαθµίζουν στα µάτια των άλλων, ενώ συγχρόνως επηρεάζει και τον τρόπο µε τον οποίο το ίδιο το άτοµο βλέπει τον εαυτό του. Στίγµα είναι ένα χαρακτηριστικό ενός ατόµου που είναι αντίθετο σε κάποιο πρότυπο της κοινωνίας, όπου το πρότυπο ορίζεται σαν µια κοινή προσδοκία κατά την οποία ένα άτοµο πρέπει να συµπεριφέρεται µε συγκεκριµένο τρόπο σε µια συγκεκριµένη χρονική περίοδο. Η αδυναµία
επιβεβαίωσης των κοινωνικών προσδοκιών[3], ερµηνεύεται στην ουσία ως καταπάτηση των κανόνων της κοινωνικής συνάντησης. Το στίγµα αποτελεί µια κοινωνική κατασκευή που εµπλέκει τουλάχιστο δύο θεµελιώδης συνιστώσες: 1) την αναγνώριση της διαφοροποίησης που βασίζεται σε κάποια χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν και 2) µια επακόλουθη κατηγοριοποίηση και υποτίµηση του ατόµου[4]. Η κοινωνία επινοεί κατηγορίες, κατατάσσει τα άτοµα στις κατηγορίες αυτές και αποδίδει συγκεκριµένες σηµασίες σε ένα συγκεκριµένο φάσµα γνωρισµάτων, καθορίζοντας κάποια ως φυσιολογικά και συνηθισµένα και κάποια άλλα ως αφύσικα και απαξιωτικά[5]. Πρόκειται για έναν µηχανισµό που κατηγοριοποιεί τα άτοµα που απειλούν ή εµποδίζουν τη επιτυχηµένη κοινωνική λειτουργία, τους προσάπτει ετικέτες, που παροτρύνει τα µέλη µιας οµάδας να αρνηθούν να δώσουν ευκαιρίες σε αυτούς και να τους αποκλείσουν από την οµάδα αν αυτό είναι αναγκαίο[6]. Οι στιγµατισµένοι καταλαµβάνουν ένα µεγάλο φάσµα δυσχερών θέσεων. Πρόκειται για άτοµα µε σωµατικές αναπηρίες, χρόνια πάσχοντες, πρώην κατάδικους, αλκοολικούς, ναρκοµανείς, οµοφυλόφιλους, πόρνες, αγράµµατους, µέλη εθνικών και θρησκευτικών µειονοτήτων, άτοµα χαµηλών κοινωνικών τάξεων, άτοµα µε ακραία πολιτική συµπεριφορά, άτοµα µε ιδιάζουσα προφορά[7],, µη ελκυστικά πρόσωπα, παραµορφωµένα πρόσωπα, άτοµα µε ειδικές ανάγκες, παχύσαρκους, διανοητικά καθυστερηµένα άτοµα, τυφλούς και διανοητικά άρρωστους[8]. Όλοι παρεκκλίνουν κοινωνικά για το λόγο ότι διαφοροποιούνται από τα κυρίαρχα κανονιστικά πρότυπα περί ταυτότητας και ανατρέπουν τις προσδοκίες των υπόλοιπων µετεχόντων στην κοινωνική αλληλεπίδραση ως προς τα γνωρίσµατα που θα έπρεπε να κατέχουν. Αυτή η παρέκκλιση αποτελεί την αιτιολογία για την κοινωνική τους περιθωριοποίηση και τον περιορισµό των ευκαιριών. Τα µέλη των παραπάνω οµάδων παρατηρούνται, κρίνονται, αξιολογούνται και κατατάσσονται σε βαθµίδες ανάλογα µε το βαθµό απόκλισης από τις κοινωνικές προσδοκίες και τα κοινωνικά πρότυπα[9]. Μια από τις οµάδες, σύµφωνα µε τις παραπάνω κατηγορίες, που θεωρούνται στιγµατισµένες αποτελεί και η οµάδα των Τσιγγάνων, οι οποίοι αποτελούν µια πολιτισµική µειονότητα. Οι Τσιγγάνοι θεωρούνται στιγµατισµένοι, από την κυρίαρχη οµάδα µιας κοινωνίας, επειδή οι διαφορετικές αντιλήψεις τους και οι διαφορετικοί ηθικοί κώδικές τους, συντήρησαν κατά το πέρασµα των αιώνων την επιφυλακτικότητα των άλλων οµάδων που τους κράτησαν στο χώρο του περιθωρίου. Στο πλαίσιο ενός αναπτυσσόµενου κράτους και µιας οµογενοποιηµένης κοινωνίας, µια διαφορετική κουλτούρα είναι απαγορευµένη. Οι πολιτιστικές διαφορές µεταλλάσσονται σε κοινωνικές αντιθέσεις και οδηγούν στην απόρριψη και τη σύγκρουση. Η διαφορετικότητα αυτή των Τσιγγάνων δεν επέτρεψε την άρση των διαχωριστικών γραµµών και την ενσωµάτωσή τους και τους καθήλωσε στο χώρο του περιθωρίου, στην αποµόνωση και στην γκετοποίηση. Το ερώτηµα που τίθεται είναι πώς βιώνουν οι ίδιοι αυτά τα φαινόµενα. Νιώθουν αυτή την περιθωριοποίηση, επηρεάζονται από αυτή, έχουν µε λίγα λόγια συνείδηση του στίγµατός τους; Η συνείδηση στίγµατος απεικονίζει µια σκέψη κάποιου ατόµου ή οµάδας ότι προκαλεί στερεότυπα σε µια εξω-οµάδα[10], ανεξάρτητα από την πραγµατική του συµπεριφορά. Οι καθηµερινές συγκρούσεις των µελών της στιγµατισµένης οµάδας µε τα µέλη της κυρίαρχης οµάδας είναι πιθανό να περιλαµβάνουν στερεότυπα και προκαταλήψεις που κατευθύνονται είτε σε αυτούς προσωπικά είτε στην οµάδα τους γενικότερα[11]. εδοµένου ότι η επαφή των Ελλήνων και των Τσιγγάνων µαθητών είναι συχνή στο χώρο του σχολείου, είναι πιθανό για τα στιγµατισµένα µέλη της οµάδας των Τσιγγάνων να αντιµετωπίσουν αυτές τις προκαταλήψεις σε καθηµερινή βάση.
3. Μεθοδολογία έρευνας 3.1. είγµα Σαράντα τρεις τσιγγάνοι µαθητές δηµοτικού σχολείου πήραν µέρος στην έρευνα αυτή. Οι µαθητές φοιτούσαν σε δηµοτικά σχολεία του Ν. Αχαΐας, στην περιοχή της Κάτω Αχαΐας και στην περιοχή των Σαγεΐκων. Η ηλικία των µαθητών κυµαινόταν από 10 έως 14 έτη (mean age = 11,28, sd= 1,098) 3.2. Ερευνητικό εργαλείο Για τη διαπίστωση της συνείδησης ή όχι του στίγµατος χρησιµοποιήθηκε ένα ερωτηµατολόγιο µε ερωτήσεις τύπου Likert (από το 1 = Ποτέ έως το 6= Πάντα). Στην αρχή υπήρχαν ερωτήσεις δηµογραφικού τύπου όπου αναφέρονταν στο φύλο, στην ηλικία και την τάξη που φοιτούσαν και στη συνέχεια υπήρχαν 16 ερωτήσεις όπου οι µαθητές συµπλήρωναν ότι αισθάνονταν ότι τους ταίριαζε πιο πολύ. Οι ερωτήσεις 1 έως 9 αφορούσαν το πώς ένιωθαν οι ίδιοι και οι ερωτήσεις 10 έως 16 τις εµπειρίες και τις εντυπώσεις που είχαν σχηµατίσει από τη συµπεριφορά των άλλων µαθητών. 3.3. Στατιστική ανάλυση Τα δεδοµένα που συγκεντρώθηκαν αναλύθηκαν µε τη βοήθεια του Statistical Package for Social Sciences. Οι ερωτήσεις του ερωτηµατολογίου κωδικοποιήθηκαν βάζοντας µπροστά από καθεµία το γράµµα Τ. Από τον υπολογισµό των µέσων όρων των απαντήσεων που έδωσαν οι τσιγγάνοι µαθητές, όπως φαίνεται από τον πίνακα 1, παρατηρούµε ότι οι ερωτήσεις 1-9 κυµαίνονται από 3,02 έως 4,72 και οι ερωτήσεις 10-16 από 1,63 έως 3,88. Για τις ανάγκες της παρούσας αναφοράς χρησιµοποιήθηκαν ενδεικτικά µόνο πέντε µεταβλητές, οι Τ1, Τ3, Τ12, Τ13 και Τ14. Πίνακας 1. Μέσοι όροι απαντήσεων των Τσιγγάνων µαθητών 4. Αποτελέσµατα Ο πίνακας 2 περιγράφει τα ποσοστά των απαντήσεων που έδωσαν οι µαθητές στην ερώτηση «Με επηρεάζει η γνώµη που έχουν οι άλλοι γύρω από τους τσιγγάνους» Πίνακας 2. Αποτελέσµατα απαντήσεων των µαθητών στην ερώτηση Τ1 %
Χαρακτηριστικό είναι ότι όσο η κλίµακα των απαντήσεων φανερώνει επιρροή τόσο µεγαλώνει το ποσοστό της επιλεγµένης απάντησης από της µαθητές. Οι απαντήσεις των συµµετεχόντων µαθητών καταλαµβάνουν το 34,88% στη διαβάθµιση «συχνά» και το 30,23% στη διαβάθµιση «πάντα». Παρατηρούµε λοιπόν πως το 65,11% των µαθητών επηρεάζεται σε µεγάλο βαθµό από τη γνώµη που έχουν οι άλλοι γύρω από την πολιτισµική τους ταυτότητα. Στον πίνακα 3 παρουσιάζονται οι απαντήσεις που έδωσαν οι µαθητές στην ερώτηση «Αισθάνοµαι ότι οι Έλληνες σκέφτονται ότι είµαι τσιγγάνος όταν κάνουν παρέα µαζί µου». Και εδώ η γενική εικόνα των απαντήσεων είναι παραπλήσια µε αυτή των απαντήσεων στην ερώτηση 1. Στις τρεις πρώτες διαβαθµίσεις των απαντήσεων υπάρχει ένα ποσοστό 4,65% των µαθητών που έχει κάνει αυτήν την επιλογή. Στη συνέχεια τα ποσοστά αυξάνονται. Πίνακας 3. Αποτελέσµατα απαντήσεων των µαθητών στην ερώτηση Τ3 % Το 18,60% των µαθητών έχει απαντήσει «µερικές φορές», το 34,88% «συχνά» και το 32,56% «πάντα». Και εδώ ένα µεγάλο ποσοστό της τάξης του 67,44% έχει την αίσθηση ότι η παρουσία τους δηµιουργεί σκέψεις στους άλλους. Στον πίνακα 4 περιγράφονται οι απαντήσεις των τσιγγάνων µαθητών στην ερώτηση «Οι Έλληνες µαθητές µε καλούν σπίτι τους όταν κάνουν κάποια γιορτή». Εδώ οι απαντήσεις «συχνά» και «πάντα» απουσιάζουν από τις επιλογές των µαθητών. Το 6,98% και το 9,30% των µαθητών απάντησαν «µερικές φορές» και «λίγες φορές» αντίστοιχα.. Πίνακας 4. Αποτελέσµατα απαντήσεων των µαθητών στην ερώτηση Τ12 %
Το 23,26% απάντησε «σπάνια» ενώ το 60,47% απάντησε «ποτέ». ηλαδή 6 στους 10 από τους τσιγγάνους µαθητές δεν έχουν ποτέ προσκληθεί σε σπίτι άλλου µαθητή, 2 έχουν προσκληθεί σπάνια και 2 κάποιες φορές. Στον πίνακα 5 παρουσιάζεται η σύγκριση των ερωτήσεων 13, «Οι Έλληνες µαθητές παίζουν µαζί µου στο χ σχολείο» ( = 3,88) και 14 «Οι Έλληνες µαθητές παίζουν µαζί χ µου εκτός σχολείου» ( = 1,81). Και οι δύο ερωτήσεις έχουν να κάνουν µε το παιχνίδι µεταξύ των µαθητών µε τη διαφοροποίηση ότι η ερώτηση 13 αφορά το παιχνίδι στο σχολείο ενώ η 14 το παιχνίδι έξω από τον χώρο του σχολείου. Τα αποτελέσµατα των απαντήσεων µεταξύ των δύο ερωτήσεων είναι σχεδόν αντίστροφα. Πίνακας 5. Σύγκριση αποτελεσµάτων απαντήσεων των µαθητών στις ερωτήσεις Τ13 & Τ14 % Την απάντηση «ποτέ» επέλεξε το 23,26% των µαθητών στην ερώτηση 13 ενώ το 53,49% στην ερώτηση 14. Σχετική ισορροπία υπάρχει στην απάντηση «λίγες φορές» την οποία έχει επιλέξει το 9,30% των µαθητών στην ερώτηση 13 και το 11,63% στην ερώτηση 14. Στην απάντηση «Πάντα» το 34,88%, δηλαδή 1 στους 3 µαθητές του δείγµατος έχει επιλέξει αυτή τη διαβάθµιση στην ερώτηση 13 ενώ στην ερώτηση 14 µόλις 1 µαθητής, 2,33% έχει απαντήσει ότι παίζει πάντα και µε Έλληνες µαθητές εκτός σχολείου. Στη συνέχεια τέθηκαν δύο ερωτήµατα. Το πρώτο ήταν αν οι τσιγγάνοι µαθητές όλων των τάξεων βιώνουν αυτά τα φαινόµενα ή αν η συνειδητοποίηση αυτών αρχίζει και εξελίσσεται ανάλογα µε την ηλικία. Αν δηλαδή υπάρχει διαφορά στη συνειδητοποίηση του στίγµατος µεταξύ των µαθητών µε διαφορετική ηλικία. Γράφηµα 1. Μέσοι όροι ανά ηλικία
Στην αρχή έγινε µια σύγκριση των µέσων όρων µεταξύ των κατηγοριών της ανεξάρτητης µεταβλητής και των εξαρτηµένων, όπως φαίνεται από το παραπάνω γράφηµα. Το δεύτερο ερώτηµα ήταν αν υπάρχει διαφορά στη συνειδητοποίηση του στίγµατος µεταξύ των µαθητών από διαφορετικό τόπο διαµονής. Όπως έχει αναφερθεί οι µαθητές του δείγµατος διέµεναν στην περιοχή της Κάτω Αχαΐας και των Σαγεΐκων. Και σε αυτήν την περίπτωση έγινε µια σύγκριση των µέσων όρων µεταξύ των κατηγοριών της ανεξάρτητης µεταβλητής και των εξαρτηµένων, όπως φαίνεται από το παρακάτω γράφηµα. Γράφηµα 2. Μέσοι όροι ανά τόπο διαµονής Από την σύγκριση των µέσων όρων βλέπουµε ότι σε ορισµένες περιπτώσεις υπάρχουν διαφορές µεταξύ των µέσων όρων των διαφόρων κατηγοριών των ανεξάρτητων µεταβλητών.
Τώρα αποµένει να δούµε αν είναι στατιστικά σηµαντικές οι διαφορές των µέσων όρων σε επίπεδο στατιστικής σηµαντικότητας α=0,05 Για το λόγο αυτό χρησιµοποιούµε τον έλεγχο χ2 (chi-square). Η υπόθεσή µας ήταν ότι δεν υπάρχει σχέση µεταξύ των απαντήσεων των µαθητών και των µεταβλητών ηλικία και τόπος διαµονής. Η0 : χ2 = 0 Πίνακας 6. Έλεγχος chi-square µεταξύ των µέσων όρων των απαντήσεων Από τον πίνακα 8 φαίνεται ότι υπάρχει στατιστικά σηµαντική διαφορά στις µεταβλητές Τ3 και Τ13 µεταξύ των µαθητών από διαφορετικό τόπο διαµονής, αφού p <.05. 5. Συµπεράσµατα Τα αποτελέσµατα της παρούσας έρευνας αναδεικνύουν το πώς οι τσιγγάνοι µαθητές αντιλαµβάνονται και βιώνουν τα φαινόµενα που προκαλούνται κατά την διαντίδρασή τους µε τους άλλους µαθητές στο χώρο του δηµοτικού σχολείου. Η διαντίδραση είναι µια διαρκής διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος ορίζει τον ρόλο του, την ταυτότητά του βάση της συµπεριφοράς των άλλων απέναντί του[12]. Σύµφωνα µε τη θεωρία της συµβολικής αλληλεπίδρασης το άτοµο δεν έχει απλά ένα ρόλο, αλλά µια δυναµική συµµετοχή σε κάθε κοινωνική κατάσταση, µε σκοπό την κατάκτηση συγκεκριµένων στόχων της ζωής. Για την κατάκτηση αυτών των στόχων υπάρχει ανάγκη για ανθρώπινη συµβίωση και επικοινωνία. Η συµβίωση πραγµατοποιείται µε δραστηριότητες µεταξύ των ατόµων που ονοµάζονται αλληλεπιδράσεις. Οι αλληλεπιδράσεις αυτές λειτουργούν ποικιλοτρόπως. Στο χώρο της κοινωνίας η έννοια χρησιµοποιείται µε το νόηµα της αµοιβαίας επιρροής ατόµων στην οµάδα και µεταξύ των οµάδων και των διαφοροποιήσεων που απορρέουν από αυτή την επίδραση. Οι δραστηριότητες αυτές µαζί µε τις διαδικασίες που διέπουν την επικοινωνία µεταξύ των ατόµων διαµορφώνουν την ταυτότητα του ατόµου[13]. Σκοπός της έρευνας αυτής ήταν να ερµηνεύσει αν οι τσιγγάνοι µαθητές συνειδητοποιούν ότι η πολιτιστική τους ταυτότητα δηµιουργεί στους άλλους προκαταληπτικές και στερεοτυπικές στάσεις απέναντί τους µέσω ερωτήσεων οι οποίες αφορούσαν το πώς ένιωθαν οι ίδιοι και ποιες εµπειρίες και εντυπώσεις είχαν σχηµατίσει από τη συµπεριφορά των άλλων µαθητών. Επίσης προσπαθούσε να αναλύσει την επίδραση της ηλικίας και του τόπου διαµονής στην συνειδητοποίηση αυτή. Από τα αποτελέσµατα της έρευνας προκύπτει ότι ένα µεγάλο ποσοστό των τσιγγάνων µαθητών συνειδητοποιεί τα φαινόµενα αυτά. Αυτό δεν προκύπτει µόνο από τα δεδοµένα που παρουσιάστηκαν, αφού η γενικότερη ανάλυση των δεδοµένων οδηγεί σε αυτό το συµπέρασµα. Ως προς την επίδραση της ηλικίας στη συνειδητοποίηση αυτή δεν υπάρχει συνάφεια, αφού τα παιδιά από την ηλικία των 10 έως την ηλικία των 14 ετών έχουν δώσει σχεδόν ίδιες απαντήσεις. Ο τόπος διαµονής παίζει κάποιο ρόλο, σηµαντικό σε κάποιες περιπτώσεις και µη σηµαντικό σε κάποιες άλλες. Η επιλογή των δύο περιοχών δεν έγινε τυχαία. Στην περιοχή της Κάτω Αχαΐας το οικονοµικό και κοινωνικό υπόβαθρο των τσιγγάνων είναι κατά πολύ υψηλότερο από αυτό των κατοίκων των Σαγεΐκων. Αυτό ίσως παίζει κάποιο ρόλο στις αλληλεπιδράσεις µεταξύ
τσιγγάνων και Ελλήνων, θέµα όµως το οποίο είναι για διερεύνηση σε µελλοντική ίσως έρευνα. Ολοκληρώνοντας, τα αποτελέσµατα της παρούσας έρευνας περιορίζονται από το γεγονός πώς η έρευνα διεξήχθη σε δύο µόνο περιοχές του Ν. Αχαΐας, µε µικρό δείγµα µαθητών κάτι που µπορεί να µην είναι αντιπροσωπευτικό άλλων περιοχών ή µεγαλύτερου αριθµού δείγµατος. Παρουσιάζει όµως σε πρώτη φάση το πώς βιώνουν οι τσιγγάνοι µαθητές τα φαινόµενα που δηµιουργούνται γύρω τους και πώς επηρεάζουν αυτά, τη συµπεριφορά και τα συναισθήµατά τους. Αναδεικνύει επίσης την ανάγκη για µια σχολική εκπαίδευση, διαπολιτισµικού χαρακτήρα όπου θα αναγνωρίζεται η γλωσσική και πολιτισµική διαφορετικότητα των µαθητών και θα καταργούνται οι διακρίσεις, µια και προβάλλονται τα στοιχεία της αλληλοκατανόησης, της αλληλεγγύης, της αλληλο-αποδοχής, της ισονοµίας, της δικαιοσύνης και της ισοπολιτείας[14], µε σκοπό την άρση των προκαταλήψεων και των στερεότυπων απέναντι σε πρόσωπα και πολιτισµούς και την υπέρβαση κάθε µορφής εθνοκεντρικής αντιµετώπισης, πραγµατοποιώντας µια εκπαιδευτική διαδικασία που να δίνει ουσία στα ανθρώπινα δικαιώµατα προωθώντας την κατανόηση και τη συνεργασία µεταξύ των λαών που έχουν µια κοινή αντίληψη για την πρόοδο και την ειρήνη. Βιβλιογραφία Ελληνόγλωσση Γεωργογιάννης, Π. (1996), Θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας, Τόµος II, Αθήνα: Gutenberg ήµου, Η. Γ. (1996), Απόκλιση Στιγµατισµός. Αφοµοιωτική θεωρητική προσέγγιση στο σχολείο, Αθήνα: Gutenberg Ζωγράφου, Α. (2003), ιαπολιτισµική αγωγή στην Ευρώπη και την Ελλάδα, Αθήνα: Τυπωθήτω Ξενόγλωσση Crocker, J, Voelkl K, Testa, M, Major, B. (1991), Social Stigma: The Affective Consequences of Attributional Ambiguity, American Psychological Association, Vol. 60, Issue 2. Crocker, J., Major. B., (1989), Social Stigma and Self Esteem: The Self Protective Properties of Stigma, Psychological Review Vol. 96, Issue 4 Dovidio, J., Major, B., Crocker, J., (2000), Stigma: Introduction and Overview, In: Heatherton, T., Kleck, R., Hebl, M., Hull, J., The Social Psychology of Stigma, New York: The Guilford Press. Goffman, E. (2001), Στίγµα Σηµειώσεις για τη διαχείριση της φθαρµένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Hargreaves, D. (1975), Interpersonal Relations and Education, Student Edition, London: Routledge and Kegan Paul. Heatherton, T, Kleck, R, Hebl, M, Hull, J. (2000), The Social Psychology of Stigma, New York: The Guilford Press. Jones, E, Farina, A, Hastorf, A, Markus, H, Miller, D, Scott, R. (1984), Social Stigma, The Psychology of Marked Relationships, New York: Freeman. Katz, I. (1981), Stigma: A Social Psychological Analysis. Hillsdale, New Jersey: Erlbaum. Oyserman, D., Swim, J. (2001), Stigma: An Insider's View, Journal of Social Issues, Vol. 57, Issue 1 Pinel, E. (2002), Stigma Consciousness in Intergroup Contexts: The Power of Conviction, Journal of Experimental Social Psychology, Vol. 38. Pinel, E., (1999), Stigma consciousness: The Psychological legacy of social stereotypes. Journal of Personality and Social Psychology, Vol 76. Whitehead, E, Carlisle, C, Watkins, C, Mason. T. (2001), Stigma and the Social Exclusion in Healthcare, London: Routledge.
[1] ήµου, Η. Γ. (1996), Απόκλιση Στιγµατισµός. Αφοµοιωτική θεωρητική προσέγγιση στο σχολείο, Αθήνα: Gutenberg, σ.σ. 193-199 [2] Goffman, E. (2001), Στίγµα Σηµειώσεις για τη διαχείριση της φθαρµένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 63 [3] Goffman, E. (2001), Στίγµα Σηµειώσεις για τη διαχείριση της φθαρµένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 13 [4] Dovidio, J., Major, B, Crocker, J. (2000), Stigma: Introduction and Overview, In: Heatherton, T., Kleck, R., Hebl, M, Hull, J., The Social Psychology of Stigma, New York, The Guilford Press, σ. 3 [5] Goffman, E. (2001), Στίγµα Σηµειώσεις για τη διαχείριση της φθαρµένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 16 [6] Heatherton, T, Kleck, R, Hebl, M, Hull, J.(2000), The Social Psychology of Stigma, New York, The Guilford Press, σ. 36 [7] Goffman, E. (2001), Στίγµα Σηµειώσεις για τη διαχείριση της φθαρµένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 16 [8] Crocker, J, Major, B. (1989), Social Stigma and Self Esteem: The Self Protective Properties of Stigma, Psychological Review Vol. 96, Issue 4, σ.σ. 608-630 [9] Goffman, E. (2001), Στίγµα Σηµειώσεις για τη διαχείριση της φθαρµένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ.σ. 13-16 [10] Pinel, E. (1999), Stigma consciousness: The Psychological legacy of social stereotypes. Journal of Personality and Social Psychology, Vol 76, σ.σ. 114-128 [11] Oyserman, D, Swim, J. (2001), Stigma: An Insider's View, Journal of Social Issues, Vol. 57, Issue 1 σ.σ. 1-14. [12] Hargreaves, D. (1975), Interpersonal Relations and Education, Student Edition, London: Routledge and Kegan Paul, σ. 5 [13] Γεωργογιάννης Π. (1996), Θεωρίες της Κοινωνικής Ψυχολογίας, Τόµος II, Αθήνα: Gutenberg, σ.σ. 56-58. [14] Ζωγράφου, Α. (2003), ιαπολιτισµική Αγωγή στην Ευρώπη και την Ελλάδα, Αθήνα: Τυπωθήτω, σ. 34.