Ευγενία B. Γκιντώνη Ψυχολόγος, MSc., MEd., c.phd.
Νοητική ανάπτυξη του νηπίου: Η περίοδος της προσυλλογιστικής σκέψης (3 ο ως 6 ο έτος) Αποτελείται από 2 επιμέρους περιόδους: - Προεννοιολογική σκέψη (3 ο -4 ο έτος) - Διαισθητική σκέψη (5 ο -6 ο έτος) Κατά την περίοδο αυτή, αρχίζει η συμβολική λειτουργία και η γλώσσα καθώς επίσης αρχίζει να λειτουργεί και η φαντασία. Το παιδί αρχίζει να γίνεται ικανό να παράγει εσωτερικά σύμβολα (εικόνες, λέξεις) τα οποία αντιπροσωπεύουν αντικείμενα και συμβάντα ακόμα και όταν απουσιάζουν από το αντιληπτικό του πεδίο.
Στην ηλικία αυτή γίνεται μετάπλαση του συγκεκριμένου εξωτερικού κόσμου σε πνευματικό, σε εσωτερικό κόσμο της σκέψης. Η σκέψη από αντιληπτική γίνεται παραστατική. Μια αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού που φανερώνει την έναρξη της συμβολικής λειτουργίας είναι η ανακλητική μνήμη και το συμβολικό παιχνίδι. Η εμφάνιση της συμβολικής λειτουργίας συμπίπτει χρονολογικά με την εμφάνιση της γλώσσας της οποίας ο ρόλος είναι αποφασιστικός για την ανάπτυξη της συμβολικής σκέψης.
Η εμφάνιση της συμβολικής λειτουργίας αποτελεί σημαντικότατο αναπτυξιακό επίτευγμα του νηπίου. Η χρήση συμβόλων προσδίδει στη σκέψη λειτουργική ευκαμψία και πλαστικότητα. Το νήπιο όταν συναλλάσσεται με τα πρόσωπα και τα πράγματα δεν περιορίζεται πλέον σε εξωτερικές εκδηλώσεις, σε κινητικούς χειρισμούς όπως συνέβαινε κατά την αισθησιοκινητική περίοδο αλλά μπορεί να τα χειρίζεται εσωτερικά στο νου. Μπορεί πλέον να σκέπτεται για αυτά. Η συμβολική λειτουργία αποτελεί τη βάση της τυπικής λογικής η οποία επιτρέπει τη συναγωγή νοητικών συλλογισμών οι οποίοι εμφανίζονται στα 12 έτη.
Το νήπιο χρησιμοποιεί προέννοιες Προέννοιες είναι οι πρώτες αφελείς σημασίες που αποδίδει το παιδί στις λέξεις που χρησιμοποιεί. Π.χ. το νήπιο μπορεί βασιζόμενο σε προσωπικές, τυχαίες, μονομερείς συμπτώσεις να αποκαλέσει γενικευτικώς, «Ασπρούλη» το όνομα του μικρού σκύλου που έχουν στο σπίτι τους-κάθε άλλο σκύλο, ακόμη και κάθε άλλο μικρόσωμο ζώο. Η να ονομάσει «Μιχάλη» το όνομα του ταχυδρομικού διανομέα του χωριούκάθε άτομο που φοράει πηλίκιο (αξιωματικό, εισπράκτορα λεωφορείου), κλπ.
Η προεννοιολογική αδυναμία της προσχολικής περιόδου οφείλεται στο γεγονός ότι το νήπιο δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει ότι τα αντικείμενα ανήκουν σε κατηγορίες και ότι κάθε κατηγορία έχει μέλη. Δεν έχει οργανώσει ακόμη στη σκέψη του τα αντικείμενα σε ομάδες που διαφέρουν μεταξύ τους και δεν έχει κατανοήσει ακόμη ότι τα αντικείμενα που ανήκουν στην ίδια ομάδα, παράλληλα με τα κοινά χαρακτηριστικά, έχουν και διαφορετικά χαρακτηριστικά που τα κάνουν ξεχωριστές ατομικές περιπτώσεις.
Από το μερικό στο μερικό χωρίς επαρκή λογικό σύνδεσμο. Ο μεταγωγικός συλλογισμός είναι ατελής μορφή συλλογισμού με προέννοιες, αυθαίρετες κρίσεις κατ αναλογία από προέννοια σε προέννοια. Π.χ. «Δεν κοιμήθηκα ακόμη, έτσι δεν είναι απόγευμα ακόμη», «Ο μπαμπάς ζεσταίνει νερό άρα θα ξυριστεί». Οι αυθαίρετες γενικεύσεις της μεταγωγικής σκέψης μειώνονται, καθώς το παιδί αναπτύσσει ένα σύστημα επαρκούς οργάνωσης και ταξινόμησης των αντικειμένων στη σκέψη του (5 ο -6 ο έτος).
Το νήπιο έχει την τάση να αντιλαμβάνεται και να ερμηνεύει τα αντικειμενικά φαινόμενα με βάση αποκλειστικά και μόνο την προσωπική του σκοπιά. Είναι ανίκανο να πάρει τη θέση-το ρόλοάλλου προσώπου, να κατανοήσει την άποψη κάποιου άλλου. Δεν πρόκειται για εγωισμό, αλλά για μια γνωστική αδυναμία του νηπίου, μια τάση του να μεταφράζει τα πάντα με βάση τα προσωπικά του βιώματα. Κέντρο του κόσμου για το νήπιο είναι ο εαυτός του.
Η προσοχή του επικεντρώνεται σε ένα μόνο στοιχείο σε μια μόνο πλευρά του προβλήματος, και δε συνυπολογίζει άλλες ουσιώδεις. Το χαρακτηριστικό το οποίο αιχμαλωτίζει την προσοχή του παιδιού είναι συνήθως ένα περίοπτο αντιληπτικό στοιχείο που στιγμιαία κυριάρχησε στην αντίληψη του παιδιού. Το παιδί της προσχολικής ηλικίας δεν είναι ικανό να αντιληφθεί τον εξισορροπητικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η αλλαγή ενός άλλου στοιχείου. Σκέπτεται με βάση ένα μοναδικό αντιληπτικό στοιχείο και αλλοιώνει την πραγματικότητα.
Το νήπιο κατά την ορολογία του Piaget δε μπορεί να «αποκεντρωθεί», να μην εστιάζει σε ένα μοναδικό στοιχείο, να συνυπολογίζει πολλές διαστάσεις συγχρόνως και να εξετάζει την αλληλεπίδρασή τους. Το νήπιο αντιλαμβάνεται τα συμβαίνοντα μόνο σε στατικές καταστάσεις, σε διαδοχικές σαφώς διαχωρισμένες καταστάσεις, και όχι σε αλληλένδετους μετασχηματισμούς. Δεν έχει την εσωτερική ευελιξία να βασίσει τη σκέψη του στις αλλαγές, αλλά μόνο στο αποτέλεσμα.
Οι νοητικές ενέργειες των μεγαλύτερων παιδιών και των ενηλίκων μπορούν να κινούνται αμφίδρομα. Το παιδί της σχολικής ηλικίας ενώ ακολουθεί μια σειρά νοητικών μετασχηματισμών, μπορεί σε οποιαδήποτε στιγμή της διαδικασίας, να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία και να επανέλθει στο αρχικό σημείο εκκίνησης. Το νήπιο δεν έχει ακόμα αποκτήσει αμφιδρομικότητα στη σκέψη. Δε μπορεί να αντιληφθεί ότι κάθε ενέργεια έχει και την αντίθετή της, την ενέργεια που την ακυρώνει και ότι κάθε ενέργεια εξισορροπείται από μια άλλη. Οι νοητικές του πράξεις δεν έχουν αναστρεψιμότητα κατά την ορολογία του Piaget.
Η διαισθητική περίοδος είναι μέρος της προσυλλογιστικής σκέψης, αλλά με έντονη την παρουσία της συμβολικής λειτουργίας. Το παιδί παραμένει ακόμα δέσμιο των αντιληπτικών δεδομένων, πολλά όμως αρνητικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης περίοδου (εγωκεντρισμός, μεταγωγικός συλλογισμός, έλλειψη αναστρεψιμότητας) αρχίζουν να παρακμάζουν. Τρεις βασικές λειτουργίες εμφανίζονται κατά τη διαισθητική περίοδο: α)η ικανότητα του παιδιού να σχηματίζει λογικές κατηγορίες, β)η ικανότητα να διακρίνει σχέσεις, γ)η ικανότητα να χειρίζεται αριθμητικές έννοιες.
Έτσι το παιδί στη φάση αυτή μπορεί να ταξινομεί αντικείμενα με βάση κάποια ομοιότητά τους. Αν του δοθούν κάποια σχήματα θα προσπαθήσει να τα ταξινομήσει με βάση κάποιο κοινό χαρακτηριστικό τους. Ακόμη όμως στις ταξινομήσεις του χρησιμοποιεί μια μόνο διάσταση. Π.χ. Το κουτάλι και το φτυάρι είναι όμοια, το γάλα είναι άσπρο, ο καφές είναι μαύρος. Ομοίως το παιδί αρχίζει να χρησιμοποιεί αριθμούς και να τοποθετεί πράγματα σε ακολουθίες με βάση την ποσότητά τους (σειροθέτηση). Μπορεί να αριθμήσει διάφορα πράγματα και να παραγάγει ένα άθροισμα διαφορετικών πραγμάτων.
Η διαισθητική περίοδος είναι ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην προεννοιολογική σκέψη (3 ο -4 ο έτος) της προσυλλογιστικής περιόδου και στην περίοδο των συγκεκριμένων συλλογισμών (7 ο -10 ο έτος). Ονομάζεται διαισθητική, γιατί το παιδί μπορεί διαισθητικά, με μια συνολική θεώρηση του προβλήματος, να βρίσκει τη λογική λύση, χωρίς ακόμη να δείχνει ότι έχει επίγνωση της διαδικασίας που ακολούθησε, ή να μπορεί τη διαδικασία αυτή να μας την περιγράψει γλωσσικώς.
Αρχίζει δηλαδή κατά τη διαισθητική περίοδο να συμπεριφέρεται με τρόπο λογικό, όπως τα μεγαλύτερα παιδιά και οι ενήλικοι, αλλά δεν μπορεί ακόμη να μας δώσει πλήρη απολογισμό της πορείας που ακολουθεί κάθε φορά για να βρει τη σωστή λύση.
Ο κόσμος γύρω μας αποτελείται από ένα απέραντο πλήθος ποικίλων ερεθισμάτων, τα οποία αδιάκοπα κατακλύζουν τις αισθήσεις μας. Ο άνθρωπος κατορθώνει να βάλει στο χάος τάξη και να το αντιμετωπίζει με ακρίβεια, συνέπεια και αποτελεσματικότητα μέσω του συστήματος λογικώς οργανωμένων εννοιών που αναπτύσσει. Έννοια είναι ένας συμβολικός τρόπος για να υποδηλώσουμε διάφορες ομοιότητες μεταξύ πραγμάτων όπως για παράδειγμα- (προσώπων, αντικειμένων, καταστάσεων, γεγονότων) που είναι ως προς τα άλλα τους χαρακτηριστικά διαφορετικά.
Οι έννοιες δηλώνονται με λέξεις και είναι προϊόν λογικής σκέψης. Ο σχηματισμός μιας έννοιας απαιτεί τουλάχιστον 2 λογικές διεργασίες, την αφαίρεση και τη γενίκευση. Η αφαίρεση είναι η επιμεριστική και επιλεκτική διαδικασία με την οποία εντοπίζονται στοιχεία ομοιότητας μεταξύ διαφορετικών αντικειμένων. Η γενίκευση είναι η συνένωση των προηγούμενων εμπειριών και η παραγωγή κανόνα που εφαρμόζεται σε κάθε νέα ομοειδή εμπειρία.
Οι έννοιες αποτελούν το σύνδεσμο ανάμεσα στο άτομο και στο περιβάλλον του. Με τις έννοιες το άτομο βάζει τάξη στο πλήθος των εμπειριών του. Είναι το στημόνι της πνευματικής ζωής.
Οι έννοιες ως προσωπικό δημιούργημα παρουσιάζουν διαφορές από άτομο σε άτομο. Οι διαφορές αυτές αναφέρονται: α) Στο βαθμό εγκυρότητας της έννοιας και στο κατά πόσο η έννοια αυτή είναι αξιοποιήσιμη ως όργανο σκέψης. Οι πρώτες έννοιες του νηπίου έχουν περιεχόμενο προσωπικό. Βαθμιαία γίνονται λιγότερο εγωκεντρικές και κατατείνουν στην κοινή σημασία. Επιπλέον, το νήπιο δε μπορεί να παραγάγει αυθόρμητα έννοιες και να τις αξιοποιήσει στην επίλυση προβλημάτων. Η ικανότητα αυτή αρχίζει από το 7 ο έτος και έπειτα.
Η οργάνωση των εννοιών ακολουθεί 2 κατευθύνσεις: Την οριζόντια και την κάθετη οργάνωση. Η οριζόντια περιλαμβάνει έννοιες με ίδια περίπου περιεκτικότητα ενώ η κάθετη περιλαμβάνει έννοιες που βαθμιαία γίνονται πιο περιεκτικές. Οι πρώτες έννοιες του παιδιού είναι οριζόντιας οργάνωσης και μάλιστα έννοιες ευρύτατες, αδιαφοροποίητες, αόριστες (προέννοιες). Πρόκειται για έννοιες προσωπικές και συγκεκριμένες, προσδεδεμένες στα συγκεκριμένα αντικείμενα και στα εμπειρικά τους χαρακτηριστικά όπως τα έχει προσωπικά αντιληφθεί το ίδιο το παιδί.
Έννοιες με ανώτερο βαθμό οργάνωσης (κάθετη οργάνωση) παρουσιάζονται στο τέλος της προσχολικής ηλικίας, οπότε το παιδί αρχίζει να σκέπτεται όχι πλέον μόνο με τα ίδια τα πράγματα, αλλά με τις ιδιότητές τους. Με την είσοδο του παιδιού στο σχολείο οι έννοιες αρχίζουν να γίνονται σαφείς και ιεραρχημένες. Η τάση αυτή για ιεραρχική οργάνωση των εννοιών θα συνεχιστεί σε όλες τις επόμενες ηλικίες.
Η αφαίρεση του κοινού χαρακτηριστικού και η ταξινόμηση σε ομάδες με βάση κάθε φορά το κοινό χαρακτηριστικό ακολουθεί την εξής εξελικτική πορεία: Αρχικά το παιδί σχηματίζει συγκεκριμένες λειτουργικές ενότητες, τα λεγόμενα μορφολογικά συναθροίσματα. Αργότερα, προβαίνει σε μερική κατηγοριοποίηση, δηλαδή ταξινομεί σε κατηγορίες με βάση ένα ή/και δύο χαρακτηριστικά μερικά μόνο αντικείμενα ενώ τα άλλα τα αγνοεί. Τέλος μπορεί να προβαίνει σε κατηγοριοποιήσεις ολικές με βάση ένα ή/και δύο χαρακτηριστικά.
Στο 4 ο -5 ο έτος, το παιδί δεν έχει κατακτήσει πλήρως την ταξινόμηση, γιατί δεν έχει αναπτύξει αυτό που αποκαλεί ο Piaget συμπερίληψη σε ομάδα, δηλαδή την ικανότητα να συνενώνει τάξεις και να σχηματίζει συμπεριληπτικές τάξεις, να σχηματίζει το ΟΛΟ ενώ συγχρόνως να αντιλαμβάνεται και τα ΜΕΡΗ. Οι κυριότερες διαστάσεις της κατηγοριοποίησης είναι: α)φυσικές ιδιότητες, β)λειτουργικά χαρακτηριστικά, γ)σχέσεις μέσα σε ένα γενικότερο σύστημα ιεραρχημένων σχέσεων.
Η γλώσσα μπορεί να διαδραματίσει ρόλο μεσολαβητικό, διάμεσο, στο σχηματισμό εννοιών. Έχει διαπιστωθεί ότι: Α) Το νήπιο ως το 3 ο έτος περίπου δε μπορεί να παραγάγει αυθόρμητα λέξεις και να τις χρησιμοποιήσει ως διάμεσο στη λύση προβλημάτων. Ακόμη και αν του υποδειχτεί τη στιγμή εκείνη η λέξη, δε μπορεί να την αξιοποιήσει. Β) Παιδιά 4 και 5 ετών δε μπορούν να παραγάγουν τις κατάλληλες λέξεις αυθόρμητα. Μπορούν όμως να τις αξιοποιήσουν αν τους υποδειχθούν εκείνη τη στιγμή. Γ) Στο 7 ο έτος το παιδί μπορεί πλέον αυθόρμητα να επικαλείται και να χρησιμοποιεί γλωσσικά στηρίγματα στη λύση προβλημάτων.
Η γλωσσική ανάπτυξη παρουσιάζει καταπληκτικές προόδους και αλλαγές. Ο τηλεγραφικός λόγος της βρεφικής ηλικίας υφίσταται ουσιώδεις βελτιώσεις: Χρησιμοποιούνται όλα τα μέρη του λόγου, η γραμματική δομή γίνεται πολύπλοκη και η άρθρωση ευχερής. Ήδη από το 4 ο έτος χρησιμοποιούνται πλήρεις προτάσεις κατά το πρότυπο των ενηλίκων. Τα γραμματικά λάθη αναφέρονται κυρίως σε υπεργενίκευση γραμματικών κανόνων που το ίδιο το παιδί έχει εξαγάγει από τη γλωσσική του εμπειρία.
Ο λόγος του νηπίου είναι εγωκεντρικός: Χρησιμοποιείται για να εκφράσει επιθυμίες, ανάγκες, προθέσεις και εμπειρίες, χωρίς άμεση αναφορά στις αντιδράσεις που θα προκαλέσει στον ακροατή. Μορφή εγωκεντρικού λόγου είναι η επανάληψη (το παιδί επαναλαμβάνει τις λέξεις κάποιου άλλου), ο μονόλογος (το παιδί ομιλεί κανονικά, χωρίς να είναι παρών άλλος στον ίδιο χώρο να το ακούει), ο συλλογικός μονόλογος (παιδιά που βρίσκονται στον ίδιο χώρο ομιλούν κανονικά χωρίς να καταβάλλουν καμία προσπάθεια να γίνουν κατανοητά).
Περί το 7 ο έτος η γλωσσική παραγωγή του παιδιού αρχίζει να γίνεται επικοινωνιακός λόγος, κοινωνικοποιημένος λογος. Ο Piaget υποστηρίζει ότι, με την πάροδο της ηλικίας, ο εγωκεντρικός λόγος ελαττώνεται και τη θέση του παίρνει ο κοινωνικοποιημένος λόγος. Ο Vygotsky διαφωνεί με τον Piaget ότι ο εγωκεντρικός λόγος είναι κατώτερη μορφή λόγου, ο οποίος μειώνεται με την πάροδο της ηλικίας. Σε σειρά πειραμάτων, διαπίστωσε ότι ο εγωκεντρικός λόγος για το νήπιο είναι ό,τι είναι ο εσωτερικός λόγος για τον ενήλικα.
Η γλώσσα δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη διανόηση. Η λέξη χρησιμοποιείται για να εκφράσει εννοιολογικά σχήματα, στο σχηματισμό των οποίων δεν είναι απαραίτητη. Η χρήση της γλώσσας διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της συμβολικής σκέψης, γιατί η γλώσσα έχει ένα πλούσιο και οργανωμένο σύστημα συμβόλων.
Η γλώσσα εκτός του επικοινωνιακού της χαρακτήρα διαδραματίζει και καθοδηγητικό ρόλο στις νοητικές και κινητικές λειτουργίες. Πειράματα έχουν δείξει ότι το νήπιο από το 5 ο έτος μπορεί να χρησιμοποιήσει το λόγο ως μέσο υπόμνησης και ως οδηγό στη συμπεριφορά του. Δε μπορεί να παράγει μόνο του τις κατάλληλες λέξεις αυθορμήτως, μόνο όταν του υποδειχθούν από άλλον. Η αυθόρμητη και αυτοδύναμη χρήση της γλώσσας στην επίλυση προβλημάτων αρχίζει στο 7 ο έτος.
Έρευνες έδειξαν ότι τα παιδιά που περνούν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους σε περιβάλλον, όπου η ποιότητα και η ποσότητα των εμπειριών και των ευκαιριών για μάθηση είναι πενιχρά, παρουσιάζουν μια συνεχώς αυξανόμενη μείωση των νοητικών και γλωσσικών τους ικανοτήτων, με σοβαρές επιπτώσεις για τη μετέπειτα σχολική και επαγγελματική τους επίδοση. Το νηπιαγωγείο και ο παιδικός σταθμός μπορούν να χρησιμεύσουν ως μέσα για μια έγκαιρη και σκόπιμη αντισταθμιστική παρέμβαση.