Τµήµα Π. Ιωάννου & Θ. Αποστολάτου 20/5/2000 Μηχανική ΙI Αδιαβατικά αναλλοίωτα Είδαµε ότι όταν η Χαµιλτονιανή συνάρτηση δεν εξαρτάται άµεσα από το χρόνο τότε αυτή διατηρείται κατά την κίνηση και εποµένως η τροχιά του συστήµατος βρίσκεται επί της επιφανείας. Στην περίπτωση συστηµάτων ενός βαθµού ελευθερίας (διδιάστατου χώρου φάσεων) η σταθερότητα της Χαµιλτονιανής αποτελεί και λύση του προβλήµατος της τροχιάς του συστήµατος: η τροχιά είναι εκείνη η καµπύλη στο χώρο των φάσεων της οποίας κάθε σηµείο αντιστοιχεί στη σταθερή τιµή της Χαµιλτονιανής. Είναι η καµπύλη που ικανοποιεί τη µαθηµατική σχέση. Αν όµως η Χαµιλτονιανή εξαρτάται από το χρόνο, πράγµα το οποίο συµβαίνει αν το σύστηµα που µελετάµε δέχεται εξωτερικές επιδράσεις τις οποίες επιβάλλουµε, τότε η κίνηση δεν µπορεί να περιγραφεί τόσο απλά. Η Χαµιλτονιανή τότε δεν είναι ολοκλήρωµα της κίνησης, δηλαδή δεν διατηρείται. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιµο να µπορέσουµε να χρησιµοποιήσουµε τα όσα γνωρίζουµε για τη συµπεριφορά του συστήµατος όταν η Χαµιλτονιανή είναι ανεξάρτητη του χρόνου. Όπως αντιλαµβάνεται κανείς αυτό δεν είναι γενικά δυνατό. Υπάρχουν όµως δύο περιπτώσεις για τις οποίες η άντληση πληροφοριών από τη συµπεριφορά του χρονικά ανεξάρτητου συστήµατος είναι δυνατή. Η πρώτη περίπτωση, ευρέως ενδιαφέροντος, είναι όταν το σύστηµα είναι περιοδικό και η χρονική µεταβολή της Χαµιλτονιανής γίνεται σε χρόνους πολύ βραδύτερους σε σύγκριση µε την περίοδο του συστήµατος. Η µεταβολή του συστήµατος λέγεται τότε αδιαβατική. Για αυτή την περίπτωση έχει αναπτυχθεί µια πολύ χρήσιµη θεωρία η οποία αρχίζει από µία παρατήρηση του Boltzmann, την οποία ο Bohr απεκάλεσε αρχή της µηχανικής µετασχηµατιστικότητας (mechanical transformability), και την οποία αργότερα ο Ehrenfest απεκάλεσε αδιαβατικό θεώρηµα. Το θεώρηµα αυτό βρήκε δόκιµη εφαρµογή στα πρώτα βήµατα της κβαντικής µηχανικής όταν ο Bohr και ο Sommerfeld είχαν προτείνει τον κβαντισµό ποσοτήτων της µορφής. Σύµφωνα µε τη θεωρία των Bohr Sommerfeld, ποσότητες της µορφής παίρνουν διακριτές τιµές. Έχουµε ήδη δείξει ότι για ένα περιοδικό σύστηµα µε χρονικά ανεξάρτητη Χαµιλτονιανή, το είναι η επιφάνεια που περιγράφει η κλειστή τροχιά του συστήµατος στο χώρο των φάσεων. Τι συµβαίνει όταν το σύστηµα εξαρτάται ασθενώς από το χρόνο; Είναι δυνατό να παραµένει το σταθερό; Το αδιαβατικό θεώρηµα το οποίο αποδεικνύει ότι αν η Χαµιλτονιανή µεταβάλλεται αδιαβατικά, έδωσε θετική απάντηση στο ερώτηµα που είχε ανακύψει, και η ποσότητα που µένει σταθερή, δηλαδή το ολοκλήρωµα κατά µήκος µιας κλειστής (ή σχεδόν
κλειστής αφού αλλάζει η ενέργεια) διαδροµής στο χώρο των φάσεων ονοµάστηκε αδιαβατικό αναλλοίωτο (adiabatic invariant). Η δεύτερη περίπτωση για την οποία µπορούµε να αντλήσουµε πληροφορίες από το χρονικά ανεξάρτητο σύστηµα είναι όταν η µεταβολή της Χαµιλτονιανής είναι περιοδική µε περίοδο πολύ µικρότερη από το χρόνο εξέλιξης του συστήµατος. Σε αυτή την περίπτωση η ταχεία µεταβολή της Χαµιλτονιανής αλληλοαναιρείται και η συµπεριφορά του συστήµατος ακολουθεί τη θεωρία που ανέπτυξε ο Kapitza (βλ. Μηχανική Landau, κεφάλαιο 30). Η αδιαβατική θεωρία έχει πολλές εφαρµογές σε πολλά κλασσικά προβλήµατα, π.χ. η κίνηση των πλανητών επηρεάζεται από τη µεταβολή της µάζας του Ήλιου. Αλλά η αλλαγή της µάζας του Ήλιου είναι πολύ βραδεία σε σύγκριση µε την περίοδο περιστροφής των πλανητών - η µάζα αλλάζει κατά ένα παράγοντα της τάξης του ανά έτος, οπότε στο ηλιακό σύστηµα η αδιαβατική θεώρηση είναι θεµιτή. Σε µικροσκοπικές κλίµακες τα άτοµα σε ένα δοχείο χαµηλής πίεσης προσκρούουν στα τοιχώµατα του δοχείου µε περίοδο της τάξης των 10-5 -10-4 s, αν λοιπόν ο όγκος του δοχείου µεταβάλλεται σε χρόνους τάξης 1s παρατηρούµε ότι οι αλλαγές που επέρχονται πρέπει να εµπίπτουν στο αδιαβατικό θεώρηµα. Οι εφαρµογές του αδιαβατικού θεωρήµατος είναι αναρίθµητες σε όλους τους τοµείς της φυσικής. Για παράδειγµα στη Μετεωρολογία πρέπει πολλές φορές να υπολογίσουµε τη συµπεριφορά κυµάτων σε µέσα των οποίων ο δείκτης διάθλασης µεταβάλλεται είτε µε τον χρόνο είτε µε τη θέση. Αν η µεταβολή του δείκτη διάθλασης είναι βραδεία ως προς τη περίοδο του κύµατος και η χωρική µεταβολή είναι µηδαµινή σε ένα µήκος κύµατος, τότε µπορεί να εφαρµοσθεί η αδιαβατική θεωρία στη µετάδοση του κύµατος. Πριν αποδείξουµε το αδιαβατικό θεώρηµα θα δείξουµε µε ένα απλό παράδειγµα την ισχύ του. Θεωρούµε µια µπάλα µοναδιαίας µάζας η οποία ανακλάται ελαστικά στα τοιχώµατα ενός δοχείου. Το ένα τοίχωµα το αριστερό θεωρείται ακίνητο ενώ το απέναντί του πλησιάζει το πρώτο µε ταχύτητα (κάτι σαν έµβολο που συµπιέζει το χώρο κίνησης της µπάλας). Θεωρούµε µονοδιάστατη κίνηση. Εάν τότε η ποσότητα 1 είναι, όπου η απόσταση µεταξύ των τοιχωµάτων και η ταχύτητα της µπάλας. Η κίνηση του σωµατιδίου στο χώρο των φάσεων για δεδοµένη ενέργεια του σωµατιδίου παρουσιάζεται στο σχήµα. 1 Η διαίρεση µε 2π γίνεται για φορµαλιστικούς λόγους, ώστε αν η q θεωρηθεί ως µια γωνία που εκτελεί ένα πλήρη κύκλο κατά µήκος µιας κλειστής διαδροµής, η ποσότητα J να θυµίζει τη µορφή της µέσης τιµής. Η διαίρεση αυτή οδήγησε και στην εισαγωγή στην κβαντοµηχανική του νέου συµβόλου.
Έστω τώρα ότι τα τοιχώµατα πλησιάζουν µε ταχύτητα ώστε το σύστηµα να µεταβάλλεται ελάχιστα στον χαρακτηριστικό χρόνο του συστήµατος (τον χρόνο που αντιστοιχεί σε ένα πήγαινε-έλα της µπάλας). Η ταχύτητα της µπάλας πλέον δεν παραµένει σταθερά. Εάν η ταχύτητα της µπάλας πριν από την -οστή κρούση µε το κινούµενο τοίχωµα είναι και αµέσως µετά από τη -οστή κρούση είναι, επειδή το µέτρο της σχετικής ταχύτητας της µπάλας ως προς το τοίχωµα είναι σταθερή, θα είναι και συνεπώς : εποµένως εύκολα βλέπει κανείς ότι η ταχύτητα µετά την n οστή κρούση θα είναι. (1) Έστω ότι η απόσταση µεταξύ των τοιχωµάτων, όταν συµβαίνει η -οστή κρούση µε το κινούµενο τοίχωµα, είναι και ο χρόνος µεταξύ της -οστής και της - οστής κρούσης µε το κινούµενο τοίχωµα είναι απόστασης µεταξύ των τοιχωµάτων στο διάστηµα. Τότε θα ισχύει ότι η µείωση της είναι ενώ παράλληλα το σωµατίδιο στο χρόνο έχει διανύσει απόσταση, κινούµενο µε ταχύτητα και συνεπώς Είναι εύκολο να συνδέσει κανείς τις δύο τελευταίες σχέσεις, χρησιµοποιώντας και τον αναγωγικό τύπο (1) για τις ταχύτητες για να καταλήξει στον αναγωγικό τύπο όπου η αρχική ταχύτητα κίνησης της µπάλας. Η παραπάνω αναγωγική σχέση εύκολα καταλήγει στη γενική σχέση.,, (2) αν γράψει κανείς τα διαδοχικά, προσέχοντας λίγο τη µορφή του ( ). Ορίζουµε τώρα ως δραστική µεταβλητή (action variable) την ποσότητα υπολογισµένο στην κλειστή διαδροµή από την n-οστή κρούση της µπάλας στο ακλόνητο τοίχωµα µέχρι τη (n+1)-οστή κρούση στο ίδιο τοίχωµα. Από τις σχέσεις (1) και (2) συνεπάγεται ότι, (3) όπου (η τιµή του επικαµπυλίου ολοκληρώµατος από την εκκίνηση της µπάλας από το ακλόνητο τοίχωµα µέχρι την πρώτη της κρούση µε αυτή). Θέλουµε να εκτιµήσουµε τη µεταβολή της δραστικής αυτής µεταβλητής όταν τα τοιχώµατα
κινούνται αδιαβατικά δηλαδή όταν. Ας κάνουµε ένα πείραµα. Έστω ότι, και. Στον παρακάτω πίνακα παραθέτουµε την κινητική ενέργεια της µπάλας και την απόσταση µεταξύ των τοιχωµάτων τη στιγµή αµέσως µετά τη n-οστή κρούση µε το κινούµενο τοίχωµα, καθώς και την τιµή της κατά την κλειστή διαδροµή που εµπεριέχει την προαναφερθείσα κρούση µε το κινούµενο τοίχωµα (τα J υπολογίζονται µεταξύ δύο διαδοχικών κρούσεων µε το ακλόνητο τοίχωµα). 1 0.99 0.52 1 10 0.83 0.72 0.9835 50 0.50 2.00 0.9900 100 0.33 4.50 0.9934 500 0.09 60.50 0.9982 1000 0.05 220.50 0.9990 Παρατηρούµε ότι παρότι µετά από 1000 κρούσεις η ενέργεια της µπάλας έχει αυξηθεί κατά 220 φορές και η απόσταση µεταξύ των τοιχωµάτων έχει σχεδόν µηδενισθεί η δράση έχει παραµείνει σχεδόν σταθερή. Το καταπληκτικό αυτό αποτέλεσµα είναι το αδιαβατικό θεώρηµα. Αξίζει να δοκιµάσετε και µε µεγαλύτερες τιµές της για να διαπιστώσετε ότι το θεώρηµα έχει πολύ ευρεία ισχύ. Στη περίπτωση αυτή επειδή τα τοιχώµατα πλησιάζουν η περίοδος της κίνησης µικραίνει και η αδιαβατικότητα της κίνησης γίνεται ολοένα και πιο ακριβής. Τι θα συµβεί αν τα τοιχώµατα αντί να πλησιάζουν, αποµακρύνονται; Τότε συν τω χρόνο η κίνηση της µπάλας θα είναι ολοένα και πιο βραδεία οπότε η αποµάκρυνση του τοιχώµατος θα αρχίσει να γίνεται συγκρίσιµη µε αυτή της µπάλας. Το καταπληκτικό είναι ότι και σε αυτή την περίπτωση, τουλάχιστον µέχρι να καταστούν συγκρίσιµοι οι χαρακτηριστικοί χρόνοι της µπάλας και της µετακίνησης του τοιχώµατος, η δράση παραµένει σχεδόν αναλλοίωτη. Δοκιµάστε το! (Υπάρχει κάποιος γρήγορος τρόπος να µετατρέψετε τις προηγούµενες σχέσεις στις αντίστοιχες για το εν λόγω πρόβληµα.) Η γενική απόδειξη του αδιαβατικού θεωρήµατος είναι δύσκολη και συνήθως δυσνόητη όπως παρουσιάζεται στα διάφορα βιβλία Μηχανικής. Θα καταφύγουµε σε µια απόδειξη η οποία παρουσιάζει γενικότερη από το αδιαβατικό θεώρηµα ισχύ και είναι πιο παραστατική στην επιχειρηµατολογία της. Ας θεωρήσουµε ένα σύστηµα, πολλών εν γένει βαθµών ελευθερίας, το οποίο περιγράφεται από µια Χαµιλτονιανή η σταθερότητα της οποίας καθορίζει µια κλειστή υπερεπιφάνεια στο χώρο των φάσεων. Το ότι η επιφάνεια είναι κλειστή σηµαίνει απλώς ότι έχουµε θεωρήσει ένα σύστηµα περιορισµένο να κινείται εντός συγκεκριµένων διαστηµάτων σε όλους τους βαθµούς ελευθερίας του χωρίς κατ ανάγκη να σηµαίνει ότι η κίνηση είναι περιοδική. (Στην περίπτωση ενός βαθµού ελευθερίας η υπερεπιφάνεια είναι µια κλειστή καµπύλη που περιγράφει τη διαδροµή του συστήµατος στον χώρο των φάσεων και η κίνηση είναι κατ ανάγκη περιοδική.) Ας υποθέσουµε επιπλέον ότι η Χαµιλτονιανή που περιγράφει το σύστηµα, εκτός των ορµών και των θέσεων, εξαρτάται και από κάποια παράµετρο η οποία όµως µεταβάλλεται µε πολύ αργό ρυθµό σε σχέση µε όλους τους χαρακτηριστικούς χρόνους του συστήµατος, δηλαδή τον εκάστοτε χρόνο που απαιτείται ώστε κάθε συντεταγµένη τού συστήµατος να διαγράψει έναν πλήρη «κύκλο».
Ορίζουµε τη χρονική στιγµή την υπερεπιφάνεια που αντιστοιχεί σε µια ορισµένη τιµή της παραµέτρου και τιµή της Χαµιλτονιανής, και υπολογίζουµε τον όγκο του χωρίου που περικλείεται από αυτήν την υπερεπιφάνεια. Με τη πάροδο του χρόνου η υπερεπιφάνεια αυτή θα εξελιχθεί σε µια νέα επιφάνεια η οποία όµως σύµφωνα µε το θεώρηµα του Liouville (το οποίο ισχύει και όταν η Χαµιλτονιανή συνάρτηση έχει άµεση χρονική εξάρτηση) θα περικλείει τον ίδιο όγκο µε την αρχική. Το περιεχόµενο του αδιαβατικού θεωρήµατος είναι ότι οι επιφάνειες που διαµορφώνονται µε την πάροδο του χρόνου αντιστοιχούν και σε επιφάνειες σταθερής τιµής της Χαµιλτονιανής συνάρτησης. Σε σύστηµα ενός βαθµού ελευθερίας αυτό συνεπάγεται ότι το εµβαδόν που περικλείεται από τη καµπύλη, το οποίο για δεδοµένο δίδεται από το κλειστό επικαµπύλιο ολοκλήρωµα κατά µήκος της καµπύλης :, σύµφωνα µε το αδιαβατικό θεώρηµα είναι µια σταθερή ποσότητα. (Το εµβαδόν του χωρίου είναι το επικαµπύλιο ολοκλήρωµα διότι µπορούµε να λύσουµε την, ως προς ). Αρκεί λοιπόν να δείξουµε ότι όλα τα σηµεία που αποτελούν την υπερεπιφάνεια για κάποιο και µία χρονική στιγµή εξελίσσονται σε σηµεία τα οποία κείνται στην επιφάνεια ύστερα από τόσο χρόνο ώστε το να έχει λάβει την τιµή, όπου το δεν εξαρτάται από τα αρχικά αλλά µόνο από το χρόνο που έχει διέλθει. Λαµβάνουµε τα σηµεία που αποτελούν την υπερεπιφάνεια για κάποιο και. Εάν το δεν ήταν χρονικά εξαρτώµενο τότε τα θα διέτρεχαν την υπερεπιφάνεια αυτή σταθερής ενεργείας. Το όµως µεταβάλλεται, και συνεπώς η τιµή της Χαµιλτονιανής συνάρτησης κατά µήκος της τροχιάς που διαγράφει κάθε σηµείο που ξεκίνησε από την υπερεπιφάνεια δεν παραµένει σταθερή. Η αλλαγή της τιµής της Χαµιλτονιανής για τα σηµεία της τροχιάς που ξεκινά από κάποιο σηµείο της επιφανείας προσδιορίζεται από την: Έτσι η µεταβολή της ενέργειας του συστήµατος που ξεκίνησε από το σηµείο σε ένα χρονικό διάστηµα, θα είναι, όπου σηµειώνουµε ότι η αλλαγή αυτή εξαρτάται από το σηµείο. Θα θεωρήσουµε ότι, όπου η µεγαλύτερη από τις περιόδους για τις διάφορες συντεταγµένες του συστήµατος, αλλά ότι ταυτόχρονα το είναι πολύ µικρότερο από τον χαρακτηριστικό χρόνο µεταβολής του λ. Σε χρόνο τ η δεν έχει µεταβληθεί σηµαντικά, δηλαδή, οπότε στο αντίστοιχο χρονικό διάστηµα το µπορεί να εκληφθεί ως σταθερό.,
όπου κατά το χρονικό διάστηµα, είναι η µέση τιµή της ως προς µία περίοδο, η οποία είναι ανεξάρτητη από το αρχικό σηµείο. Συνεπώς στον παραπάνω υπολογισµό της µέσης τιµής αφαιρούµε την εξάρτηση του αποτελέσµατος από το συγκεκριµένο αρχικό σηµείο και έτσι αποδεικνύουµε ότι σε αδιαβατικές αλλαγές η µεταβολή της τιµής της Χαµιλτονιανής είναι ίδια για όλα τα σηµεία. Έτσι όλα τα σηµεία της αρχικής υπερεπιφάνειας µετά από χρόνο, θα βρεθούν σε µια άλλη υπερεπιφάνεια που θα χαρακτηρίζεται πάλι από συγκεκριµένη ενέργεια. Το θεώρηµα Liouville πλέον εξασφαλίζει την σταθερότητα του όγκου που περικλείει αυτή η υπερεπιφάνεια.