Η ΑΓΓΕΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ Η ΟΠΤΙΚΗ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΑΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΡΑΓΟΕΙ ΙΤΙ ΩΝ. ΠΟΤΕ ΤΙΣ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ; Ρουβάς Αλέξανδρος Επιµελητής Β Πανεπιστηµιακής Οφθαλµολογικής Κλινικής Αθηνών Π.Γ.Ν. ΑΤΤΙΚΟΝ Οι απεικονιστικές µέθοδοι όπως η φλουοροαγγειογραφία, η αγγειογραφία µε ινδοκυανίνη και η οπτική τοµογραφία αλληλουχίας (ΟCT) δεν είναι απαραίτητες στη διάγνωση των περισσότερων ραγοειδίτιδων όπως είναι η τοξοπλάσµωση, η νεκρωτική ερπητική αµφιβληστροειδίτιδα και η αµφιβληστροειδίτιδα από κυτταροµεγαλοϊό, γιατί η διάγνωση µπορεί να τεθεί τόσο από την τυπική κλινική εικόνα όσο και από τις ορολογικές εξετάσεις. Στις άτυπες περιπτώσεις η πρώτη επιλογή θα είναι πάλι ο εργαστηριακός έλεγχος προς τα πιθανά αίτια της συγκεκριµένης ραγοειδίτιδας παρά η αγγειογραφία. Όµως οι παραπάνω απεικονιστικές µέθοδοι χρησιµευουν στο να: α) επιβεβαιώσουν τα παραπάνω κλινικά ευρήµατα (π.χ. σε µία αµφιβληστροειδίτιδα από κυτταροµεγαλοϊό) β) ανιχνεύσουν επιπλοκές όπως η ανάπτυξη χοριοειδικής νεοαγγείωσης σε µία π.χ. έρπουσα χοριοειδοπάθεια ή σε µία πολυεστιακή ραγοειδίτιδα (M.F.C.) γ) παρακολουθήσουµε αγγειογραφικά την µετάπτωση µίας ενεργούς αγγειίτιδας που βρίσκεται σε θεραπευτική αγωγή σε ανενεργό αγγειίτιδα. Συγκεκριµένα η φλουοροαγγειογραφία χρησιµεύει στο αν µία αγγειίτιδα είναι ενεργός ή όχι ή ακόµα αν είναι ισχαιµική ή όχι που αυτό έχει µεγάλη αξία ως προς την πρόγνωση της τελικής οπτικής οξύτητας ανεξαρτήτως θεραπευτικής αντιµετώπισης κι αυτό γιατί οι αγγειίτιδες που συνοδεύονται από κυστεοειδές οίδηµα της ωχράς µε σοβαρή ισχαιµία της αναγγείου ζώνης του κεντρικού βοθρίου δεν εµφανίζουν αισιόδοξο αποτέλεσµα ως προς την αποκατάσταση της όρασης ανεξαρτήτως θεραπευτικής προσέγγισης ( Εικ.1) 1
Α Β Εικ.1 Α) Ενεργός αγγειίτιδα µε οίδηµα της ωχράς( βέλος). Β) Στις πρώιµες λήψεις δεν παρατηρείται ισχαιµία της αναγγείου ζώνης, άρα θα εχουµε ευνοϊκή πρόγνωση ως προς την τελική οπτική οξύτητα µε την εκαστοτε θεραπευτικη αγωγη 2
Συγκεκριµένα όταν η αγγειίτιδα δεν συνοδεύεται από ισχαιµία της αναγγείου ζώνης (F.A.Z.) το ποσοστό των ασθενών που θα έχει οπτική οξύτητα < 1/10 θα είναι 5 % στην 5ετία ενώ στην αντίθετη περίπτωση (µε ισχαιµία αµφ/δούς) το ποσοστό φτάνει στο 34 % των περιπτώσεων δηλ. 1 στους 3 ασθενείς. Ακόµα, η φλουοροαγγειογραφία µπορεί να απεικονίσει περιφερικές νεοαγγειώσεις ( seafans) αµφιβληστροειδούς σε διάφορες ραγοειδίτιδες ( π.χ. σαρκοείδωση, ΣΕΛ, Εales, διάµεση ραγοειδίτιδα) και που σηµαίνει άµεση θεραπευτική αντιµετώπιση για την πρόληψη των κινδύνων µαζικής υαλοειδικής αιµορραγίας µε σηµαντική απότοµη πτώση της όρασης. Ακόµα, τόσο η φλουοροαγγειογραφία όσο και η αγγειογραφία µε ινδοκυανίνη µπορούν να χρησιµεύσουν στη διαφοροδιάγνωση µίας φλεγµονώδους εστίας από µία χοριοειδική νεοαγγείωση( π.χ. τοξοπλάσµωση, χοριοειδοπάθεια των εσώτερων στοιβάδων-p.i.c., πολυεστιακη χοριοειδοπαθεια-mfc) (Εικ.2.) ή ακόµα, και κυρίως η φλουοροαγγειογραφία,, αν µία αµφιβληστροειδική νεοαγγείωση οφείλεται σε φλεγµονώδη ή ισχαιµικά αίτια. Τέλος, η ύπαρξη ή όχι όψιµου υπερφθορισµού της οπτικής θηλής ( Hot Disc) σηµατοδοτεί την παρουσία ή όχι αντίστοιχα ενεργούς ραγοειδίτιδας, πράγµα χρήσιµο στην παρακολούθησή της µε τα εκάστοτε θεραπευτικά σχήµατα. 3
FA ΠΡΩΙΜΗ FA ΟΨΙΜΗ Α HOT-DISK ICG ΠΡΩΙΜΗ OS ICG ΜΕΣΑΙΑ Φ. OS ICG ΟΨΙΜΗ OD Β Chorioretinal scars Γ Εικ.2 Α) Πολυεστιακή χοριοειδοπαθεια- MFC. Η πρωιµη φάση της φλουοροαγγειογραφίας δείχνει πολλαπλούς υπερφθορισµούς που στις όψιµες φάσεις αυξάνουν σε ένταση που θα µπορούσε να είναι και χοριοειδική νεοαγγείωση. Β) Η αγγειογραφία µε ινδοκυανίνη, στις όψιµες φάσεις, δείχνει µόνο µία περιοχή εστιακού υπερφθορισµού (Hot spot) µε διάσπαρτους υποφθορισµούς (βέλη) υποδεικνύοντας έτσι την πραγµατική χοριοειδική νεοαγγείωση. Γ) Η οπτική τοµογραφία αλληλουχίας (O.C.T.) επιβεβαιώνει τα αγγειογραφικά ευρήµατα υποδεικνύοντας υγρό στην έσω και έξω κοκκιώδη στοιβάδα του αµφιβληστροειδούς και ατροφία του µελαγχρου επιθηλίου στην περιοχή των υποφθορισµών της αγγειογραφίας µε ινδοκυανίνη. 4
Η οπτική τοµογραφία αλληλουχίας ( O.C.T.) χρησιµεύει τόσο στην ανατοµική εκτίµηση του οιδήµατος της ωχράς (σε ποιες στοιβάδες του αµφιβληστροειδούς εντοπίζεται το οίδηµα) αλλά και στην ποσοτική µέτρησή του ( Εικ.2Γ).Η τελευταία χρησιµεύει και ως δείκτης αποτελεσµατικότητας της θεραπείας για το οίδηµα της ωχράς που έχει άµεσο αντίκτυπο στην όραση του ασθενούς. H αγγειογραφία µε ινδοκυανίνη είναι εξέταση εκλογής για την µελέτη των ραγοειδίτιδων µε συµµετοχή του χοριοειδούς ( Birdshot, πολλαπλές λευκές εφήµερες κηλίδες, πολυεστιακή ραγοειδίτιδα, A.M.P.P.E, έρπουσα χοριοειδοπάθεια, χοριοειδοπάθεια των εσώτερων στοιβάδων) που σαφέστατα συµβάλλει σηµαντικά στη διάγνωσή τους, ενώ είναι αναποτελεσµατική στην παθολογία των αγγείων του αµφιβληστροειδούς. Βέβαια, απαραίτητη προϋπόθεση για την αξιόπιστη διενέργεια των παραπάνω εξετάσεων είναι τα διαυγή διαθλαστικά µέσα. Η πασουσία καταρράκτη ή έντονων συνεχειών του κορικού χείλους της ίριδας µε το οπίσθιο περιφάκιο που δεν επιτρέπουν τη µυδρίαση ή η ύπαρξη έντονης υαλίτιδας, καθιστούν τις παραπάνω εξετάσεις αδύνατες και τότε η διάγνωση στηρίζεται στο ιστορικό, στην κλινική εξέταση και στον εργαστηριακό ελεγχο. Συµπερασµατικά λοιπόν, η φλουοροαγγειογραφία, η αγγειογραφία µε ινδοκυανίνη και η οπτική τοµογραφία αλληλουχίας συνδυάζονται αρµονικά µε την κλινική εξέταση και τον εργαστηριακό έλεγχο στην προσπάθεια των κλινικών οφθαλµιάτρων για την διάγνωση και παρακολούθηση µε το εκάστοτε θεραπευτικό σχήµα της εκάστοτε ραγοειδίτιδας. Η φλουοροαγγειογραφία δε µε τις πρώιµες λήψεις σχετικά µε την ακεραιότητα του περιβοθρικού δακτυλίου µπορεί να συµβάλλει στην πρόγνωση της οπτικής οξύτητας στο ραγοειδιτικό οίδηµα της ωχράς. 5