Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΙΣ ΦΥΣΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ. ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΚΑΡΥΑ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΝΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΟ ΟΜΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ ΠΑΤΡΩΝ. Β ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ, ΕΛΛΑ Α. Λεωνίδας Σταµατοπουλος 1 1 Πανεπιστήµιο Πατρών, Τµήµα Γεωλογίας, Τοµέας Γενικής Θαλάσσιας Γεωλογίας και Γεωδυναµικής. 265 00 Ρίο Πάτρα, 2610 997674, leonstan@upatras.gr Περίληψη Οι φυσικές καταστροφές, σε εθνική και παγκόσµια κλίµακα αυξάνονται τα τελευταία χρόνια σαν επακόλουθη συνέπεια των κλιµατολογικών αλλαγών. Οι κοινωνικοοικονοµικές επιπτώσεις που προκύπτουν από ένα τέτοιο γεγονός είναι µεγάλες και δυσµενείς. Στο πεδίο των φυσικών καταστροφών ανήκουν και τα κατολισθητικά φαινόµενα, τα οποία, είναι άµεσα συνδεδεµένα µε παράγοντες που επηρεάζουν την αστάθεια των πρανών. Τέτοιοι παράγοντες θεωρούνται η σεισµική, η τεκτονική και η ηφαιστειακή δραστηριότητα, τα µετεωρολογικά φαινόµενα, η διάβρωση και η ανθρώπινη παρέµβαση. Κάθε γεωµορφή εµπερικλείει έναν µικρό ή µεγάλο βαθµό επικινδυνότητας ανάλογα µε τις συνθήκες που επικρατούν και επηρεάζουν την συγκεκριµένη ή την ευρύτερη περιοχή. Η επικινδυνότητα αυτή συνδέεται άµεσα µε την αστάθεια λόγω εξέλιξης αυτής της ίδιας γεωµορφής σε συνδυασµό και µε τις µορφοκλιµατικές αλλαγές που επικρατούν. Οι επιπτώσεις από την επικρατούσα αστάθεια της περιοχή έχει σαν επακόλουθο αποτέλεσµα κοινωνικοοικονοµικές ζηµίες όπως απώλεια ζωής, ιδιοκτησίας ή υπηρεσιών. Τα κατολισθητικά φαινόµενα που προκλήθηκαν από τις έντονες βροχοπτώσεις τον Φεβρουάριο του 1999 στις περιοχές Καρυα και Πλατάνι και τον εκέµβριο του 2001 στην Καρυά αντίστοιχα, του πολεοδοµικού συγκροτήµατος Πατρών (Β /κή Πελοπόννησος) καταδεικνύουν την αναγκαιότητα της συνδροµής της γεωµορφολογίας στις φυσικές καταστροφές. Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι να υπογραµµίσει τη σηµασία της γεωµορφολογίας, ως αντικειµενικού επιστηµονικού κλάδου, που καλείται να διαδραµατίσει ενεργό ρόλο µέσα από την µελέτη και τον καθορισµό του βαθµού αστάθειας των γεωµορφών, στις φυσικές καταστροφές και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον. THE ROLE OF GEOMORPHOLOGY IN ASSESSING NATURAL HAZARD: EXAMPLES FROM THE LANDSLIDES IN KARYA AND PLATANI, URBAN AREA OF PATRAS. NW PELOPONNESE, GREECE. Leonidas Stamatopoulos 1 1 University of Patras, Department of Geology, Division of Physical Geology, Marine Geology and Geodynamics. 265.00 Rio Patras, 2610.997674, leonstan@upatras.gr Abstract Natural hazards, on a national and international scale, have increased in the last years as a consequence of climatic changes resulting in an unfavourable impact on socio-economic conditions. Catastrophic phenomena related to slope instability are natural hazards originating from seismic, tectonic and volcanic activity, as well as, from erosional and meteorological events, and human intervention. Depending on the dominant conditions in a particular or a regional domain every geomorphological structure inherently encompasses a certain degree of vulnerability. This inherent vulnerability depends on the instability that is introduced by the evolution of the geomorphological structure due to prevailing morpho-climatic conditions and may have sever repercussions on the socio economic conditions of a due to domains such as loss of life, property and services. The importance of a geomorphological studies in assessing natural hazards due to slope instability was brought into focus with recent landslide event that occurred in the Patras urban area (NW Peloponnese) and particular in the Karya and Platani areas in February 1999 and in the Karya area in December 2001. Using these examples of catastrophic landslides phenomena, the present work aims illustrate the important role that Geomorphology play as an independent discipline in assessing the degree of form instability and consequent natural hazard with its impact on the environment. Λέξεις κλειδιά: Γεωµορφολογία, φυσικές καταστροφές, κατολισθήσεις, Β /κή Πελοπόννησος Key words : Geomorphology, natural hazards, landslides, NW Peloponnese 1. Εισαγωγή Σκοπός της παρούσης εργασίας είναι να υπογραµµίσει τη σηµασία της γεωµορφολογίας, ως αντικειµενικού επιστηµονικού κλάδου, που καλείται να διαδραµατίσει ενεργό ρόλο µέσα από τη µελέτη και τον καθορισµό του βαθµού αστάθειας των γεωµορφών, στις φυσικές καταστροφές και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον.
Για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων αναφέρονται παραδείγµατα από τις κατολισθήσεις που εκδηλώθηκαν στο Πλατάνι τον Φεβρουάριο του 1999 και στην Καρυά τον Φεβρουάριο του 1999 και τον εκέµβριο του 2001.Οι πιο πάνω περιοχές ανήκουν στο πολεοδοµικό συγκρότηµα των Πατρών, Β /κή Πελοπόννησος (Σχήµα 1). Σχήµα 1. Απλοποιηµένο γεωλογικό σκαρίφηµα µε τα Πλειο-Πλειστοκαινικά Ιζήµατα ( από Doutsos & Kokkalas, 2001) και οι περιοχές των παραδειγµάτων που εκδηλώθηκαν τα κατολισθητικά φαινόµενα. 2. Φυσικές καταστροφές και γεωµορφολογική επικινδυνότητα Η γεωµορφολογική επικινδυνότητα ορίζεται ως ο κίνδυνος που προέρχεται από οποιαδήποτε αλλαγή µιας γεωµορφής και έχει επιπτώσεις στη σταθερότητα µιας περιοχής µε άµεσες δυσµενείς κοινωνικοοικονοµικές επιπτώσεις στην διαβίωση του ανθρώπου (Schumm, 1988). Η επικινδυνότητα ορίζεται συνήθως από τους γεωµορφολόγους ως πιθανότητα εκδήλωσης ενός καταστροφικού γεγονότος σε µια συγκεκριµένη περιοχή σε χρονικό διάστηµα που να έχει άµεσες επιπτώσεις λόγω απωλειών ζωής ή ζηµίες σε ιδιοκτησίες ή καταστροφή δικτύων. (Varnes et al, 1984). Η έννοια του γεωµορφολογικού κινδύνου είναι άµεσα συνδεδεµένη µε την αστάθεια των γεωµορφών. Είναι εποµένως σκόπιµο να καθοριστεί η έννοια της αστάθειας των γεωµορφών. Κάθε γεωµορφή που δεν βρίσκεται σε ισορροπία µε το φυσικό περιβάλλον και που τείνει να αποκαταστήσει µια ισορροπία µε την τροποποίησή της (µορφοποίησή της) είναι ασταθής. Όλες οι γεωµορφές που εξελίσσονται µε έναν τρόπο που µπορεί να ενοχλήσει τις ανθρώπινες δραστηριότητες, παραδείγµατος χάριν, µια κατολίσθηση ή πληµµύρα ενός ποταµού, είναι ασταθείς. Από εννοιολογικής απόψεως, η αστάθεια των γεωµορφών µπορεί να προσδιοριστεί µε τις ακόλουθες διαδικασίες (Panizza & Piacente, 1978): α. µε την ανάλυση των αιτιών που προκαλούν την αστάθεια, προσδιορίζοντας αν αυτά είναι φυσικά, ανθρωπογενή ή και τα δύο και β. µε την µελέτη των αποτελεσµάτων και συνεπειών της αστάθειας. Με άλλα λόγια αυτό που απαιτείται είναι µια µελέτη των δύο προαναφερθέντων γεωµορφολογικών παραµέτρων στο παρελθόν καθώς και η µελέτη των τάσεων εξέλιξης των γεωµορφών στο µέλλον. Επιπλέον, η αστάθεια πρέπει να εξεταστεί σε σχέση µε τα φαινόµενα που την προκαλούν. εν µπορεί κάποιος να µιλά για αστάθεια µε απόλυτους όρους, δεδοµένου ότι µια περιοχή µπορεί να αποδειχθεί ασταθής όσον αφορά µια ορισµένη διαδικασία (π.χ. µετακινήσεις πρανών) και σταθερή όσον αφορά άλλες (π.χ. ποτάµια διάβρωση). Η ένδειξη του τύπου της αστάθειας µπορεί επίσης να προσφέρει τα απαραίτητα στοιχεία για την επιλογή των καταλληλότερων µεθόδων αντιµετώπισής της (Panizza,1975). Μεταξύ των φυσικών αιτιών που ευνοούν ή αποτρέπουν την αστάθεια, θα µπορούσαν να αναφερθούν οι : γεωλογικές, υδρογεωλογικές, τοπογραφικές, κλιµατολογικές αιτίες, καθώς και αιτίες που σχετίζονται µε τη φυτοκάλυψη και τα δάση. Ωστόσο δεν µπορεί κανείς να αγνόηση και τα αίτια που προκαλούνται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως είναι η καλλιέργεια, η γεωργία, τα τεχνικά έργα, και οι άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, δεδοµένου ότι όλα αυτά επιδρούν στο περιβάλλον. Το αποτέλεσµα της ανάλυσης όλων των προαναφερθέντων φυσικών και ανθρωπογενών παραµέτρων που συµβάλουν στην γεωµορφολογική αστάθεια καταγράφονται και παρουσιάζονται, σε συνδυασµό µε προηγούµενα ιστορικά στοιχεία γεωµορφολογικής αστάθειας, σε έναν γεωµορφολογικό χάρτη. εδοµένου ότι µερικές από τις παραµέτρους παραµένουν σταθερές όπως η λιθολογία, η βαρύτητα και άλλες µεταβάλλονται όπως οι ανθρώπινες δραστηριότητες, η νεοτεκτονική, το ύψος των βροχοπτώσεων, από τον συγκεκριµένο
χάρτη θα είναι δυνατό να καθοριστούν µια σειρά µεταβλητών που συµβάλουν στη γεωµορφολογική αστάθεια και να υπογραµµίζουν την «τρωτότητα» προκειµένου να προβλεφθούν καταστροφικά φαινόµενα για µια ορισµένη περιοχή. 3. Βιβλιογραφικές αναφορές των κατολισθητικών φαινόµενων στον Ελλαδικό χώρο και στο νοµό Αχαΐας Η εκδήλωση κατολισθητικών φαινοµένων στον Ελλαδικό χώρο αλλά και στο νοµό Αχαΐας είναι συχνή, µε αποτέλεσµα, πολλές φορές, να δηµιουργούνται σοβαρά προβλήµατα από κοινωνικοοικονοµικής πλευράς, αφού επηρεάζουν την οικιστική ανάπτυξη, αλλά και τις κατασκευές στις περιοχές εκεί όπου αυτά εκδηλώνονται. Οι µηχανισµοί εκδήλωσης και µέτρα τα αποκατάστασης των κατολισθητικών φαινοµένων τόσο στον Ελλαδικό χώρο όσο και στο νοµό Αχαΐας έχουν µελετηθεί από πολλούς ερευνητές όπως οι, ούτσος & Καµηλάρης (1984), Koukis (1988), Κούκης & Ζίούρκας (1989), Ζιούρκας & Κουκης (1989), Ρόζος (1991), Koukis & Ziourkas (1991), Koukis et al. (1994), Koukis et al. (1996). Κατά τους πιο πάνω ερευνητές τα φαινόµενα αυτά εκδηλώνονται σε ένα ευρύ φάσµα σχηµατισµών, είτε αυτοί ανήκουν στο αλπικό υπόβαθρο, είτε σε Πλειοκαινικά και Πλειστοκαινικά ιζήµατα δηµιουργώντας επισφαλείς συνθήκες µε σηµαντικές επιπτώσεις. Αναφερόµενοι στα αίτια της εκδήλωσης διαπιστώνουν ότι είναι ποικίλα. Όπως σεισµικότητα, τεκτονική δραστηριότητα, δοµή, λιθολογία, τοπογραφία, κλιµατολογικές συνθήκες, βλάστηση και οι ανθρώπινες δραστηριότητες. Η γενική διαπίστωση οπό τις παραπάνω αναφορές είναι ότι κάθε περίπτωση αστάθειας των πρανών εντάσσεται συνήθως, σε ευρύτερες ζώνες, που ανήκουν σε γεωτεκτονικές δοµές επιρρεπείς στην ολίσθηση. Επιπλέον προτείνεται από τους Koukis & Ziourkas (1991) ένας τεχνικογεωλογικός χάρτης των περιοχών, µε την κατανοµή και την συχνότητα κατολισθητικών φαινοµένων στον Ελλαδικό χώρο. Ο συγκεκριµένος χάρτης χωρίζει την χώρα σε δυο τµήµατα. Στο δυτικό όπου και παρουσιάζει το µεγαλύτερο βαθµό εµφάνισης των φαινοµένων και το ανατολικό. Η µελέτη των προηγούµενων γεγονότων πρέπει να οδηγήσει σε καλύτερη κατανόηση του µεγέθους, της συχνότητας και του αντίκτυπου των φαινοµένων που απεικονίζουν τη γεωµορφολογική αστάθεια. Μια σύγκριση των παρόντων διεργασιών µε τις γεωµορφολογικές διεργασίες του παρελθόντος θα οδηγήσει σε µια εκτίµηση της εξελικτικής τάσης της αστάθειας των πρανών. Μια τέτοια µελέτη πρέπει επίσης να παρέχει µια αναδηµιουργία της γεωµορφολογικής ιστορίας των καταστρεπτικότερων γεγονότων που εµφανίζονται στην περιοχή προκειµένου να αξιολογείται η γεωµορφολογική αστάθεια. 4. Παραδείγµατα από τα κατολισθητικά φαινόµενα στις περιοχές Καρυά και Πλατάνι του πολεοδοµικού συγκροτήµατος Πατρών Μετά από παρατεταµένες και έντονες βροχοπτώσεις, το Φεβρουάριο του 1999 εκδηλώθηκαν κατολισθητικά φαινόµενα στις περιοχές Καρυά και Πλατάνι του πολεοδοµικού συγκροτήµατος Πατρών. Τα φαινόµενα αυτά στην περιοχή της Καρυάς εκδηλώθηκαν σε ασβεστολιθικά και σχιστοκερατολιθικά κορήµατα προερχόµενα από τους υπερκείµενους σχηµατισµού της ζώνης Ολονού Πίνδου µε αποτέλεσµα την καταστροφή του κεντρικού επαρχιακού δρόµου που εξυπηρετεί πολλούς οικισµούς στην περιοχή (Σχήµα 2). Κατά τους Κούκη & Σαµπατακάκη (1999) οι κατολισθητικές κινήσεις που εκδηλώθηκαν στην περιοχή της Καρυάς οφείλονται στη συνεπίδραση µιας σειράς παραγόντων που είναι οι ακόλουθοι:η γεωµετρία του πρανούς, ή ύπαρξη αφθονίας κορηµάτων στο πρανές από τους υπερκείµενους σκληρούς αλλά τεκτονικά ισχυρά καταπονηµένους σχηµατισµούς του υποβάθρου, οι υποκείµενοι σχηµατισµοί των κορηµάτων που είναι οι πρακτικά στεγανοί σχηµατισµοί του φλύσχη και ή παρουσία περίσσειας νερού στα κορήµατα, λόγω έξαρσης των βροχοπτώσεων. Εδώ θα πρέπει να υπογραµµιστεί το εξής, ότι κατά πληροφορίες των κατοίκων του οικισµού, το 1964 είχαν εκδηλωθεί κατολισθητικά φαινόµενα που κατέστρεψαν τον οικισµό και ανάγκασαν τους κατοίκους να µεταφερθούν στην περιοχή του νέου Σουλίου. Οι κατολισθητικές κινήσεις που εκδηλώθηκαν σε Άνω Πλειστοκαινικά (Σταµατόπουλος & αλ. 2004) ποτάµια και λιµναία/λιµνοθαλάσια ιζήµατα στην περιοχή του Πλατανίου είχαν σαν αποτέλεσµα την καταστροφή του δρόµου που συνδέει τον εν λόγω οικισµό µε άλλους οικισµούς της περιοχής αυτής, την καταστροφή ενός νεόκτιστου σπιτιού καθώς την καταστροφή γεωργικών καλλιεργειών (Σχήµα 3). Οι Κούκης & Σαµπατακάκης (1999) αναφέρουν ότι οι κατολισθητικές κινήσεις που εκδηλώθηκαν στην περιοχή είχαν σαν αιτία τις έντονες και µεγάλης διάρκειας βροχοπτώσεις. Οι συγκεντρώσεις επιφανειακών και υπόγειων νερών προς την κατολισθαίνουσα ζώνη ήταν ιδιαίτερα αυξηµένες λόγω της γεωλογικής δοµής της περιοχής και της ανθρώπινης παρέµβασης µε τη διαµόρφωση του δρόµου δηµιουργήθηκαν σηµαντικές επιφανειακές απορροές σε σηµαντικές ποσότητες προς την κατολισθαίνουσα ζώνη. Στην περιοχή υπάρχουν εµφανείς ενδείξεις προϋπαρχόντων ερπυστικών φαινοµένων γεγονός που διαπιστώνεται και από τους προαναφερθέντες ερευνητές. Τον εκέµβριο του 2001 εκδηλώθηκαν νέα κατολισθητικά φαινόµενα στην δυτική πλευρά των ήδη επανεπεξεργασµένων υλικών από την προϋπάρχουσα κατολίσθηση του 1991 στην περιοχή της Καρυάς. Αποτέλεσµα των κατολισθητικών κινήσεων του 2001 ήταν να συµπαρασύρουν στην κίνησή τους και να καταστρέψουν ένα διώροφο σπίτι που πιθανά να ήταν θεµελιωµένο σε υλικά της κατολίσθησης του 1964, και να ξανακαταστρέψουν, τον πρόσφατα διαµορφωµένο δρόµο µετά την κατολίσθηση του 1999 που εξυπηρετεί πολλούς οικισµούς στην περιοχή(σχήµα 4).
Σχήµα 2. Εικόνες από τον κατεστραµµένο δρόµο αριστερά µε τα βέλη και άποψη της κατολίσθησης δεξιά µε τις διακεκοµµένες γραµµές. Σχήµα 3. Εικόνες από τον κατεστραµµένο δρόµο, αριστερά και το κατεστραµµένο νεόκτιστο σπίτι δεξιά µε το βέλος. Σχήµα 4. Εικόνες από το κατεστραµµένο διώροφο σπίτι από τις κατολισθητικές κινήσεις του 2001 στην περιοχή της Καρυάς Σύµφωνα µε τους Κούκη & Σαµπατακάκη (2003) καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση του φαινοµένου έπαιξαν πέραν από το µορφολογικό ανάγλυφο, τα νερά των βροχοπτώσεων της χειµερινής εκείνης περιόδου. Το ύψος της βροχόπτωσης τον εκέµβριο του 2001 ήταν 2245 mm. Κατά τον Varnes (1984) τα κατολισθητικά φαινόµενα είναι εκείνα που ευκολότερα µπορούν να προβλεφθούν και να αποφευχθούν µεταξύ των φυσικών καταστροφών, φτάνει να λαµβάνονται υπόψη ορισµένες βασικές αρχές για την αξιολόγηση του κινδύνου από τα κατολισθητικά φαινόµενα όπως οι ακόλουθες: Το παρελθόν και το παρόν είναι το κλειδιά για το µέλλον. Σύµφωνα µε την αρχή του οµοιοµορφισµού, οι περιοχές που χαρακτηρίζονται από γεωλογικές, γεωµορφολογικές και υδρολογικές συνθήκες που ευνόησαν ή προκάλεσαν κατολισθητικά φαινόµενα στο παρελθόν, ή στο παρόν, είναι πολύ πιθανό να είναι ευάλωτες και στο µέλλον. Παρόλα αυτά η απουσία στο παρελθόν και στο παρόν φαινοµένων κατολίσθησης δεν προδιαγράφει την εµφάνισή τους στο µέλλον. Κατά συνέπεια, οι λεπτοµερείς έρευνες στο χώρο και το χρόνο κατολισθητικών κινήσεων έχουν σηµασία για την αξιολόγηση του κινδύνου. Επιπλέον, οι ανθρώπινες δραστηριότητες και οι κλιµατολογικές αλλαγές, που είναι µεταβλητές και επηρεάζουν το µορφογενετικό ισοζύγιο, δεν πρέπει να αγνοούνται επίσης.
Οι κυριότερες συνθήκες που µπορούν να προκαλέσουν κατολισθητικά φαινόµενα είναι δυνατόν να προσδιοριστούν. Η γνώση των σχετικών µορφογενετικών διαδικασιών που ενέχονται για τις µετακινήσεις των πρανών, είναι στοιχειώδης. Αυτό σηµαίνει ότι, από την στιγµή που είναι γνωστοί οι γεωλογικοί οι µορφολογικοί παράγοντες και οι διεργασίες που ενέχονται, µπορεί να γίνει µια ποιοτική ή ηµιποσοτική αξιολόγηση της συµβολής των στον υπολογισµό του βαθµού επικινδυνότητας. Η ανάλυση όλων των προαναφερθέντων φυσικών και ανθρωπογενών παραµέτρων που συµβάλλουν στην γεωµορφολογική αστάθεια καταγράφηκαν και παρουσιαστικαν, σε συνδυασµό µε προηγούµενα ιστορικά στοιχεία γεωµορφολογικής αστάθειας, σε έναν γεωµορφολογικό χάρτη (Stamatopoulos 1999), ο οποίος θα έπρεπε να αποτελέσει το βασικό εργαλείο για τον έλεγχο των φυσικών διεργασιών και των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Στα προαναφερθέντα παραδείγµατα είναι σαφές ότι ο κίνδυνος από την εκδήλωση κατολισθητικών κινήσεων δεν είχε αξιολογηθεί σε σχέση µε τους παράγοντες και τους µηχανισµούς που επηρεάζουν την εξέλιξη του ανάγλυφου. Με αποτέλεσµα να αγνοηθούν οι παράµετροι που καθορίζουν τη γεωµορφολογική αστάθεια, να µην εκτιµηθεί η τρωτότητα προκειµένου ή να µην δοθούν οικοδοµικές άδειες ή να γίνουν, όπου ήταν δυνατόν, τα ανάλογα γεωτεχνικά έργα προκειµένου να αποφευχθούν οι κοινωνικοοικονοµικές επιπτώσεις. 5. Συµπεράσµατα Από τα προαναφερθέντα παραδείγµατα γίνεται σαφές ότι, η ανάλυση για την αξιολόγηση του κινδύνου πρέπει να είναι βασισµένη σε µια γεωµορφολογική έρευνα που θα δίνει µια γενική εικόνα της δραστηριότητας των µορφογενετικών διαδικασιών κατά το παρελθόν και το παρόν. Η µελέτη των γεγονότων του παρελθόντος συγκριτικά µε τις παρούσες διεργασίες πρέπει να µας οδηγήσει σε µια καλύτερη κατανόηση για το µέγεθος, την συχνότητα και τον κοινωνικοοικονοµικού αντίκτυπο των φαινοµένων που απεικονίζουν. Έτσι η σύγκριση και η σωστή αξιολόγηση των γεγονότων που προέρχονται από την ανάλυση των αιτίων και των αποτελεσµάτων πρέπει να οδηγήσουν σε µια σύνθεση, σχετικά µε την αστάθεια και εποµένως στη γεωµορφολογική αξιολόγηση του κινδύνου για µια περιοχή. Εν ολίγοις, πρέπει να οδηγήσει σε αποφάσεις σχετικά µε την «τρωτότητα» (vulnerability) για την πρόληψη καταστροφικών φαινόµενων σε µια ορισµένη περιοχή. Βιβλιογραφία ούτσος Θ., Καµιλάρης Χ., 1984: Οι κατολισθήσεις του Νοµού Αχαίας, µηχανισµός-παταστροφές-έργα προστασίας. Ορυκτός Πλούτος, 30,45-60. Doutsos, T. & Kokkalas, S., 2001: Stress and deformation patterns in Aegean region. Journal of Structural Geology. 23, 455-472. Ζίουρκας, Κ., & Κούκης, Γ., 1989: Κατολισθητικά φαινόµενα στο Νοµό Ευρυτανίας. Πολυµεταβλητή ανάλυση δεδοµένων. ελτίο Κ.Ε..Ε., 1-2, 15-30. Koukis, G., 1988: Slope deformation phenomena related to the engineering geological conditions in Greece. Proceedings 5th Inter. Symp. on Landslides, 2, 1187-1192, Switzerland. Κούκης, Γ., & Ζίουρκας, Κ., 1989: Κατολισθητικές κινήσεις στον Ελληνικό χώρο -Στατιστική θεώρηση. Ορυκτός πλούτος, 58, 39-58. Koukis, G., Ziourkas, K., 1991: Slope instability phenomena in Greece. A statistical analysis. Bulletin of the Int. Assoc. of Engineering Geology, 43, 47-60. Koukis, G., Tsiambaos, G., & Sabatakakis, N., 1994: Slope movements in the Greek territory: A statistical approach. Proceedings 7th International Congress, IAEG, 4621-4628, Lisboa Portugal. Koukis, G., Tsiambaos, G., & Sabatakakis, N., 1996: Landslides in Greece: Research, evolution and quantitative analysis. Proceedings 7th International Symposium on Landslides, 1935 1940, Trondhein, Norway. Κούκης Γ. & Σαµπατακάκης Ν., 1999: Ερευνα κατολισθητικών φαινοµένων στις περιοχές των οικισµών Πλατάνι και Καρυά. ιατύπωση προτάσεων για την αντιµετώπιση αυτών. Αδηµοσίευτη Μελέτη του Τοµέα Εφαρµοσµένης Γεωλογίας και Γεοφυσικής, Τµήµα Γεωλογίας. Πανεπιστήµιο Πατρών. Κούκης Γ. & Σαµπατακάκης Ν., 2003: Έρευνα σχετικά µε την παρακολούθηση και οριοθέτηση της κατολισθαίνουσας περιοχής Καρυάς. Αδηµοσίευτη Μελέτη του Τοµέα Εφαρµοσµένης Γεωλογίας και Γεοφυσικής, Τµήµα Γεωλογίας. Πανεπιστήµιο Πατρών. Panizza, Μ., 1975: Ricerche di geomorfologia applicata alia pianificazione territoriale. Mem. Soc. Geol. It., 14. Panizza, M., & Piacente, S., 1978: Messa a punto concettuale per la realizzazione di una cartografia applicata alla stabilita del territorio. Geogr. Fis. Din. Quat., 1, 25-27. Ρόζος,., 1991: Τεχνικογεωλογικές συνθήκες στο νοµό Αχαΐας - Γεωµηχανικοί χαρακτήρες των Πλειοτιλειστοκαινικών ιζηµάτων. ΙΓΜΕ ΑΘΗΝΑ Ν ο 16. Schumm, S.A. 1988. Geomorphic hazards problems of prediction. Zeitschrift fur Geomorphologie, Supp. Vol. 67, 17-24. Stamatopoulos, L., 1999: Implication of landslides on the slope evolution in semi - arid areas: sliding examples triggered by the February 1991 rainfall in NW Peloponnesus, Greece. In. 1 st Conference Advances on Natural Hazards Mitigation Experiences from Europe and Japan. November 1999, Athens & Santorini, Greece. Σταµατόπουλος Λ., Κοντόπουλος Ν., Voltaggio Μ.. και Βranca Μ.., 2004: Χρονολόγηση µε την µέθοδο του U/Th σε θαλάσσιες / λιµνοθάλασσιες αποθέσεις της Β /ΚΗΣ Πελοποννήσου, Ελλάδα. ελτίο της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας τοµ. XXXVI, 2004. Πρακτικά 10 ου ιεθνούς Συνεδρίου, Θεσ/νίκη Απρίλιος 2004
Varnes, D.J. et Commission on Landslides and Other Mass Movements on Slopes 1984: International Association of Engineering Geology. Landslide Hazard Zonation: a Review of Principles and Practice. UNESCO Press, Paris.