ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΧΘΟΝΟΥ ΕΙΔΟΥΣ CALLINECTES SAPIDUS (DECAPODA: BRACHYURA) ΣΤΟΝ OΡΜΟ ΜΕΘΩΝΗΣ (ΘΕΡΜΑΪΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ): ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Κεβρεκίδης, Κ. 1, Αβράμογλου, Κ. 2, Ευσταθιάδης Ι. 2, Χ. Χιντήρογλου 2 1 Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας-Θράκης, Θεσσαλονίκη, Ναυαρίνου 28 - Καραολή & Δημητρίου, 551 31 Καλαμαριά, kosmkevrekidis@yahoo.com 2 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Βιολογίας, Τομέας Ζωολογίας, Πανεπιστημιούπολη, 540 06 Θεσσαλονίκη, chintigl@bio.auth.gr Περίληψη Παρουσιάζονται τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης του πληθυσμού του αλλόχθονου είδους Callinectes sapidus (μπλε καβούρι) στον Όρμο Μεθώνης (Θερμαϊκός κόλπος). Τα αρσενικά παρουσίασαν μεγαλύτερο εύρος μεγέθους (μήκος κεφαλοθώρακα) και υπερείχαν σε μέγεθος έναντι των θηλυκών. Νεαρά άτομα και των δύο φύλων εμφανίσθηκαν κυρίως τον Ιούλιο. Η αφθονία του είδους εμφανίζει διακυμάνσεις μηνιαίες στο χώρο (βάθος, περιοχή) και στο χρόνο (μήνα). Τα περισσότερα άτομα συλλέχθηκαν σε βάθη 0,5 m και 1 m (κυρίως αρσενικά), ενώ τα περισσότερα θηλυκά στο σταθμό κοντά στις εκβολές του ποταμού Αλιάκμονα. Η αναπαραγωγική περίοδος φαίνεται ότι τοποθετείται την άνοιξη και το καλοκαίρι. Το υψηλότερο ποσοστό παρουσίας ωοφόρων θηλυκών καταγράφηκε το Μάιο. Η συνολική αναλογία φύλου ( / ) υπολογίσθηκε σε 1:2,78. Εξαιτίας των σημαντικών προβλημάτων που προκαλεί η αύξηση της αφθονίας του είδους στην παράκτια αλιεία και στη μυδοκαλλιέργεια προτείνονται διαχειριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της. Λέξεις κλειδιά: μπλε καβούρι, δομή πληθυσμού, αναλογία φύλου, αφθονία, αναπαραγωγική περίοδος, Όρμος Μεθώνης. POPULATION ASPECTS OF THE ALLOCHTHONOUS SPECIES CALLINECTES SAPIDUS (DECAPODA: BRACHYURA) IN METHONI BAY (THERMAIKOS GULF): PRELIMINARY RESULTS Kevrekidis, K 1., Avramoglou, K 2., Efstathiadis, J. 2, Ch. Chintiroglou 2 1 Peripheral Administration of Macedonia-Thrace, Thessaloniki, Navarinou 28-Karaoli & Dimitriou, 551 31 Kalamaria 2 Aristotel University of Thessaloniki, Scholl of Biology, Dept. of Zoology, University campus, BO Box 134, 54 006 Thessaloniki Abstract Preliminary data on the population aspects of the allochthonous species Callinectes sapidus (blue crab) in Μethoni Bay (Thermaikos Gulf) is presented. Μales attained a larger size than females with most young individuals appearing in July. Abundance varies with month, depth and sub-area. Individuals in large numbers, mainly males, were collected at depths of 0,5 m and 1 m whereas most females were collected at the station near Aliakmon estuary. Sex ratio ( / ) was estimated at 1:2.78. Reproductive period appears to occur in spring and summer. Most females bearing eggs were recorded in May. Due to significant problems that the species causes for mussel culture and the artisanal fishery, managerial measures are proposed for the prevention of further increase in the abundance of the species in the gulf. Keywords: blue crab, population structure, sex ratio, abundance, reproductive period, Methoni Bay. 1. Εισαγωγή Το είδος Callinectes sapidus Rathbun (μπλέ καβούρι) προέρχεται από τον Δυτικό Ατλαντικό Ωκεανό και η παρουσία του έχει καταγραφεί σε πολλές παράκτιες περιοχές της Μεσογείου, ιδιαίτερα στην ανατολική λεκάνη της (www.ciesm.org.atlas). Το καβούρι είναι ένα από τα πιο επιτυχημένα αλλόχθονα δεκάποδα καρκινοειδή ως προς τον βαθμό εγκλιματισμού, εγκατάστασης, εξάπλωσης αλλά και διαχρονικής παρουσίας του στις Ελληνικές θάλασσες (Serbetis
1959, Holthuis 1961, Κinzelbach 1965, Riedl 1983, Pancucci-Papadopoulou et al. 2005, Κεβρεκίδης 2010). Η παρουσία του C. sapidus έχει καταγραφεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας 1940 στον Θερμαϊκό (Serbetis 1959), ενώ η αφθονία του στον κόλπο παρουσιάζει διαχρονικά σημαντικές διακυμάνσεις. Σύμφωνα με αναφορές αλιέων του Όρμου Μεθώνης αύξηση της αφθονίας του είδους παρουσιάσθηκε κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, όπου σημειώθηκε και αντίστοιχη σημαντική εμπορική εκμετάλλευση. Παρόλα αυτά, από τότε μέχρι πρόσφατα, ο πληθυσμός του καβουριού παρέμεινε σχετικά σε χαμηλά επίπεδα. Από την άνοιξη του 2009 έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση του πληθυσμού του στον Θερμαϊκό, ιδιαίτερα στον Όρμο Μεθώνης και στα εκβολικά συστήματα των ποταμών Αξιού και Αλιάκμονα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στην παράκτια αλιεία και στη μυδοκαλλιέργεια στον κόλπο (π.χ. καταστροφή των δικτιών, θήρευση καλλλιεργούμενων μυδιών) (Κεβρεκίδης 2010). Σύμφωνα με τα στοιχεία της ιχθυόσκαλας Θεσσαλονίκης η ετήσια παραγωγή του είδους για το 2010 προσέγγισε τους 84 τόνους (www.etanal.gr). Tα τελευταία δύο χρόνια το καβούρι παρουσιάζει μια ιδιαίτερα δυναμική εξάπλωση στον Θερμαϊκό κόλπο, καθώς ο πληθυσμός του αυξήθηκε σε εντυπωσιακά επίπεδα. Η παρουσία του διαπιστώθηκε νότια ως τον ποταμό Πηνειό αλλά και στο βορειο-ανατολικό Αιγαίο, ως την εκβολική περιοχή του ποταμού Έβρου (Δρ. Α. Μόγιας, προσ. επικ.), περιοχές στις οποίες το είδος είχε καταγραφεί και παλαιότερα (Serbetis 1959, Enzeross et al. 1997). Η παρούσα εργασία παρουσιάζει τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης του πληθυσμού του C. sapidus στην περιοχή του Θερμαϊκού κόλπου με απώτερο στόχο την κάλυψη σημαντικών πτυχών της βιολογίας και της οικολογίας του, καθώς, παρά την πληθώρα των δεδομένων για την συγκεκριμένη περιοχή (π.χ. Voultsiadou et al. 2011), τα στοιχεία κρίνονται ιδιαίτερα περιορισμένα. 2. Υλικά-Μέθοδοι Δειγματοληψίες του είδους C. sapidus πραγματοποιήθηκαν τον Μάρτιο, Μάιο, Ιούλιο και Σεπτέμβριο 2011 στον Όρμο Μεθώνης. Επιλέχθηκαν 5 σταθμοί σε βάθη 0,5 m (Στ1), 1 m (Στ2), 3 m (Στ3), 5 m (Στ4) και ένας σε απόσταση 150 m και σε βάθος 3,5 m από τις εκβολές του ποταμού Αλιάκμονα (Στ5). Σε κάθε σταθμό τοποθετήθηκαν την προηγούμενη ημέρα κάθε δειγματοληψίας 5 ζευγάρια νταούλια και καταγράφηκε η θερμοκρασία ( 0 C), η αλατότητα (psu) και το διαλυμένο οξυγόνο (mg/l) στην επιφάνεια της θάλασσας. Τον Μάρτιο δεν συλλέχθηκαν δείγματα από τους σταθμούς Στ3, Στ4 και Στ5. Στο εργαστήριο έγινε μέτρηση του αριθμού ατόμων του είδους που συλλέχθηκαν, μέτρηση του μήκους κεφαλοθώρακα (ΜΚ) με τη βοήθεια ηλεκτρονικού παχύμετρου με ακρίβεια 0,01 mm, διάκριση του φύλου και διαπίστωση της παρουσίας αυγών στα θηλυκά άτομα. Άτομα με ΜΚ < 35 mm (που αντιστοιχεί σε πλάτος κεφαλοθώρακα: < 60 mm) θεωρήθηκαν ως νεαρά (Laughlin 1982, Wilcox 2004). 3. Αποτελέσματα Φυσικοχημικές παράμετροι: Η θερμοκρασία κυμάνθηκε από 15,4 0 C (Μάρτιος) ως 28,2 0 C (Ιούλιος), η αλατότητα από 26,2 psu (Mάιος) ως 37 psu (Μάρτιος), ενώ το διαλυμένο οξυγόνο από 8,7 ως 18,96 mg/l. Συνολικά συλλέχθηκαν 397 άτομα, 293 και 104. Το μέσο μήκος κεφαλοθώρακα (±τυπική απόκλιση) των αρσενικών και θηλυκών ατόμων ήταν 63,56±9,67 mm και 56,56±8,8 mm, αντίστοιχα. Το μικρότερο άτομο που συλλέχθηκε ήταν θηλυκό, ενώ το μεγαλύτερο αρσενικό (, εύρος ΜΚ: 26,17-82,6 mm) (, εύρος ΜΚ: 26,08-69,26 mm). Η κατανομή του μήκους κεφαλοθώρακα (ΜΚ) των αρσενικών και θηλυκών ατόμων του C. sapidus παρουσιάζεται στην Εικόνα 1. Η αφθονία του είδους εμφανίζει διακυμάνσεις μηνιαίες στον χώρο (βάθος, περιοχή) και στον χρόνο (μήνα). Στους κοινούς σταθμούς όλων των δειγματοληψιών (Στ1, Στ2) ο μεγαλύτερος αριθμός ατόμων συλλέχθηκε τον Ιούλιο (Ν = 183) και ο μικρότερος τον Μάρτιο (Ν = 42) (Εικ. 2). Ο μικρότερος αριθμός ατόμων συλλέχθηκε στον Στ4 (5 m, Ν = 45), ενώ ο μεγαλύτερος στον Στ1 (0,5 m, Ν = 114). Στον Στ5, που βρίσκεται κοντά στις εκβολές του Αλιάκμονα, συλλέχθηκε μεγα-
Εικόνα 1. Κατανομή του μήκους κεφαλοθώρακα (ΜΚ) των θηλυκών και αρσενικών ατόμων του Callinectes sapidus που συλλέχθηκαν στον Όρμο Μεθώνης. Εικόνα 2. Χρονική μεταβολή του αριθμού ατόμων του Callinectes sapidus που συλλέχθηκαν στους σταθμούς δειγματοληψίας στον Όρμο Μεθώνης. Εικόνα 3. Χωρική μεταβολή του αριθμού των αρσενικών και θηλυκών ατόμων του Callinectes sapidus που συλλέχθηκαν στους σταθμούς δειγματοληψίας στον Όρμο Μεθώνης. λύτερος αριθμός ατόμων από ότι στον σταθμό Στ3 (57 και 87 άτομα αντίστοιχα), παρότι το βάθος στους δύο σταθμούς είναι παρόμοιο (3-3,5 m). Οι σταθμοί Στ1 και Στ2 χαρακτηρίζονταν από την αφθονία θαλάσσιων μακροφύτων. Τα αρσενικά επικρατούν στα μικρότερα βάθη (0,5 m, 1 m, και 3 m), ενώ τα θηλυκά αυξάνουν την παρουσία τους κοντά στις εκβολές του Αλιάκμονα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Σεπτέμβριο συλλέχθηκαν 11 μόνο θηλυκά εκ των οποίων τα 10 στον σταθμό Στ5 (Εικ. 3). Η συνολική αναλογία φύλου ( / ) υπολογίσθηκε σε 1:2,78. Νεαρά άτομα (26,08-32,1 mm ΜΚ) συλλέχθηκαν κυρίως τον Ιούλιο σε βάθος 3 m (Στ 3). Παρόλα αυτά, το μικρότερο νεαρό άτομο (26,08 mm ΜΚ) που συλλέχθηκε στην παρούσα μελέτη αλιεύθηκε τον Μάρτιο σε βάθος 0,5 m. Η αναπαραγωγική περίοδος φαίνεται ότι τοποθετείται την άνοιξη και το καλοκαίρι. Τα υψηλότερα ποσοστά ωοφόρων θηλυκών καταγράφηκαν τον Μάιο (75%) και τον Ιούλιο (26%). Ελάχιστα ωοφόρα θηλυκά βρέθηκαν τον Μάρτιο, ενώ κανένα δεν συλλέχθηκε τον Σεπτέμβριο (Εικ. 4).
Εικόνα 4. Χρονική μεταβολή του ποσοστού ωοφόρων θηλυκών του Callinectes sapidus κατά την περίοδο μελέτης στον Όρμο Μεθώνης. 4. Συζήτηση Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία το είδος Callinectes sapidus (μπλέ καβούρι) παρουσιάζει μια σειρά από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: ευρύαλο, ευρύθερμο, πολύ καλός κολυμβητής, ανθεκτικό, παμφάγο, ικανός θηρευτής, ενώ αποτελεί λεία λίγων μόνο ειδών. Ακόμη χαρακτηρίζεται από υψηλή αύξηση και γονιμότητα, ωρίμανση των γονάδων του σε μικρή ηλικία και σχετικά μικρή διάρκεια ζωής (Churchill 1919, Tagatz 1968, Guillory 1997, Zohar et al. 2008). Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να εξηγήσουν πιθανώς τη σημαντική αύξηση της αφθονίας του καβουριού και την επικράτησή του στη μακροβενθική πανίδα του Όρμου Μεθώνης, σε συνδυασμό όμως και με τις κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες που ευνοούν την επιβίωση και την αύξηση του πληθυσμού του. Η παρουσία του C. sapidus στον Όρμο Μεθώνης και στις εκβολές του ποταμού Αλιάκμονα θα πρέπει να θεωρηθεί ως αναμενόμενη, καθώς είναι γνωστό ότι το είδος απαντά σε σύνθετα εκβολικά συστήματα και σε γειτονικές εύτροφες περιοχές με σχετικά χαμηλή αλατότητα, καθώς και σε λιμνοθάλασσες και σε όρμους που χαρακτηρίζονται από την παρουσία έντονης υδρόβιας βλάστησης (Stagg & Whilden 1997). Η αυξημένη αφθονία του ζώου και ιδιαίτερα των αρσενικών κυρίως στoυς σταθμούς Στ1 (0,5 m) και Στ2 (1 m), θα πρέπει να αποδοθεί στην αφθονία θαλάσσιων μακροφύτων. Σύμφωνα με τους Perkins-Visser et al. (1991) στις περιοχές διανομής του είδους η βλάστηση βοηθά στην αύξηση και στην επιβίωση των νεαρών ατόμων του, ενώ σε εργαστηριακές συνθήκες έχει δειχθεί ότι τα θηλυκά προτιμούν την αραιή, ενώ τα αρσενικά την πυκνή βλάστηση (Williams et al. 1990). Είναι γνωστό ότι η θερμοκρασία επιδρά στην επιβίωση του καβουριού. Ειδικότερα έχει αναφερθεί ότι σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες ως και το 56% του πληθυσμού μπορεί να πεθάνει (Sharov et al. 2003). Έχει επίσης αναφερθεί ότι η θερμοκρασία επιδρά σημαντικά στην αύξηση, διαφοροποιώντας το εύρος και τη συχνότητα των εκδύσεων, σε σχέση όμως με το μέγεθος και την ηλικία του ζώου (Tagatz 1968, Leffler 1972). Σε εργαστηριακές συνθήκες έχει δειχθεί ότι η αύξηση είναι υψηλότερη σε θερμοκρασίες 27 0 C και 34 0 C και μικρότερη στους 20 0 C, 15 0 C και 13 0 C (Leffler 1972). Στο πλαίσιο του κύκλου ζωής του το καβούρι μεταναστεύει σε μεγαλύτερα βάθη κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Την περίοδο αυτή το ζώο εισέρχεται στο διαθέσιμο μαλακό υπόστρωμα, οι μεταβολικές διαδικασίες του μειώνονται σημαντικά, ενώ η αύξηση είναι ελάχιστη (Bunnell & Miller 2005, Zohar et al. 2008, Brylawski & Miller 2011). Τα παραπάνω μπορεί να εξηγήσουν σε ένα βαθμό τον μικρό σχετικά αριθμό ατόμων που αλιεύθηκαν στους σταθμούς Στ1 και Στ2 τον Μάρτιο (Ν = 42, μέση θερμοκρασία 15,4 0 C) και τον Μάιο (Ν = 29, μέση θερμοκρασία 22,8 0 C) σε σύγκριση με τον Ιούλιο (Ν = 76, μέση θερμοκρασία 28,4 0 C) και τον Σεπτέμβριο (Ν = 57, μέση θερμοκρασία 25,3 0 C). Η υψηλότερη αλιευσιμότητα το καλοκαίρι πιθανώς να συνδέεται και με τη μεγαλύτερη κινητικότητα του είδους, καθώς αυτή συνδέεται με την υψηλή θερμοκρασία στα δεκάποδα καρκινοειδή (Hartnoll 2001). Στoν Όρμο Μεθώνης τα αρσενικά παρουσίασαν μεγαλύτερο εύρος μεγέθους (ΜΚ) και υπερείχαν σε μέγεθος έναντι των θηλυκών. Σύμφωνα με τους Pereira et al. (2009) τα αρσενικά άτομα του C. sapidus αποκτούν μεγαλύτερο μέγεθος και βάρος από τα θηλυκά. Επιπλέον, σύμφωνα με τους Ferreira & D'Incao (2008) το ασυμπτωτικό πλάτος κεφαλοθώρακα των
αρσενικών είναι μεγαλύτερο από αυτό των θηλυκών, αν και υπολόγισαν παρόμοιο ρυθμό αύξησης (k) και για τα δύο φύλα. Στην παρούσα μελέτη η μεγαλύτερη αφθονία των θηλυκών καταγράφηκε στον σταθμό κοντά στις εκβολές του Αλιάκμονα (Στ5) (βάθος 3,5 m). Παρόλα αυτά ο μεγαλύτερος αριθμός ωοφόρων θηλυκών παρατηρήθηκε τον Μάιο σε όλα τα βάθη, με εξαίρεση τον σταθμό Στ4 (5 m), και ιδιαίτερα στον σταθμό Στ2 (βάθος 1 m). Aντίθετα τον Ιούλιο σχεδόν όλα τα θηλυκά που έφεραν αυγά συλλέχθηκαν στον σταθμό κοντά στις εκβολές του Αλιάκμονα. Είναι γνωστό ότι το είδος κατά τη διάρκεια του σύνθετου κύκλου ζωής του επιδεικνύει συγκεκριμένες εποχικές και χωρικές μεταναστεύσεις με σκοπό τη σύζευξη και την αναπαραγωγή. Μέσα από πειράματα ιχνηθέτησης αποδείχθηκε ότι στο είδος πραγματοποιείται μία σημαντική μετανάστευση ενός μόνου φύλου, αυτή των ώριμων θηλυκών (μετά τη σύζευξη), με σκοπό την αναπαραγωγή (Steele 1991). Γενικά η αναπαραγωγή πραγματοποιείται σε περιοχές με σχετικά υψηλή αλατότητα, ενώ αντίθετα η σύζευξη σε περιοχές με μικρή αλατότητα. Επιπλέον το βάθος και η απόσταση από την είσοδο του όρμου είναι τα πιο σημαντικά κριτήρια αφθονίας των ώριμων θηλυκών ατόμων (Jensen 2004), ενώ η επιλογή του ενδιαιτήματος συνδέεται με την πυκνότητα των ατόμων. Σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα στον Όρμο Μεθώνης η αναπαραγωγή του καβουριού φαίνεται να αρχίζει στο τέλος της άνοιξης και να διατηρείται έως και το καλοκαίρι. Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας έδειξε ότι η κορύφωση της αναπαραγωγικής δραστηριότητας διαφοροποιείται σε σχέση με το γεωγραφικό πλάτος. Στον Όρμο Chesapeake (ΗΠΑ) πραγματοποιείται όλο το καλοκαίρι με κορύφωση τον Ιούλιο (McConaugha et al. 1983). Στη Βόρεια και νότια Carolina η αναπαραγωγή πραγματοποιείται από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο, με κορύφωση από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο (Williams 1965). Στη Florida από τον Φεβρουάριο έως τον Οκτώβριο, με κορύφωση από τον Μάρτιο έως τον Σεπτέμβριο (Tagatz 1968). Τα τελευταία 2,5 χρόνια η αφθονία του καβουριού στον Θερμαϊκό, και ιδιαίτερα στον Όρμο Μεθώνης και στα εκβολικά συστήματα των ποταμών Αλιάκμονα και Αξιού, σημείωσε σημαντική αύξηση. Σήμερα, παρά την εμπορική αξία και την έντονη αλίευση του, η πραγματική συμβολή (αν και σταθερή) στο εισόδημα των αλιέων είναι μικρή, ενώ παράλληλα η παρουσία του δημιουργεί έντονα προβλήματα στην παράκτια αλιεία και στη μυδοκαλλιέργεια στον κόλπο. Επιπλέον, επειδή φαίνεται ότι έχει ήδη συμβάλει στην τροποποίηση της ποιοτικής και ποσοτικής σύνθεσης της μακροβενθικής πανίδας των περιοχών παρουσίας του, τίθεται πλέον καθολικά το ζήτημα αντιμετώπισης της αύξησης του πληθυσμού του. Έτσι, με βάση τα προκαταρκτικά αποτελέσματα, η αντιμετώπιση της αύξησης της αφθονίας του είδους θα μπορούσε να εστιαστεί: 1. Στην εύρεση του βάθους και των περιοχών αναπαραγωγής του είδους με σκοπό την αλίευση του αναπαραγωγικού αποθέματος, ενδεχομένως και με άλλα αλιευτικά εργαλεία. 2. στην άρση της απαγόρευσης χρήσης του εργαλείου νταούλια για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, όπως προβλέπεται στο ΠΔ 68/2009 ( Περί κανονισμού αλιείας στους κόλπους Θεσσαλονίκης και Θερμαϊκού ), περίοδο όπου φαίνεται να εκτείνεται η αναπαραγωγική δραστηριότητα του είδους. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει πως ο εισβολέας Callinectes sapidus θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με μεθοδικότητα και ορθολογικά μέσα διαχείρισης. Για μια αποτελεσματική όμως διαχείριση προς όφελος όλων των κοινωνικών εταίρων η γνώση της δομής και λειτουργίας του πληθυσμού του κρίνεται ιδιαίτερα επιτακτική. 5. Βιβλιογραφικές αναφορές Κεβρεκίδης, Κ., 2010. Callinectes sapidus (Decapoda, Brachyura): ένα αλλόχθονο είδος στον Θερμαϊκό κόλπο. Αλιευτικά Νέα, 340: 44-49 (Ιανουάριος 2010). Brylawski, B.J., Miller, T.J., 2006. Temperature-dependent growth of the blue crab (Callinectes sapidus): a molt process approach. Canadian Journal of Fisheries and Aquatic sciences, 63: 1298-1308. Bunnell, D.B, T.J. Miller., 2005. An individual-based modeling approach to spawning-potential pre-recruit models: an application to blue crab (Callinectes sapidus) in Chesapeake Bay. Canadian Journal of Fisheries and Aquatic Sciences, 62: 2560 2572. Churchill, E.P., Jr., 1919. Life history of the blue crab. Bulletin of the Bureau of Fisheries, 36: 95-128. Ferreira, L.S., D'Incao, F., 2008. Growth of Callinectes sapidus (Crustacea, Decapoda, Portunidae) in the estuary of the Patos Lagoon, RS, Brazil. Iheringia Serie Zoologia, 98: 70-77. Enzeross, R., Enzeross, L., & Bingel, F., 1997. Occurrence of the blue crab, Callinectes sapidus (Rathbun, 1896) (Crustacea, Brachyura) on the Turkish Mediterranean and the adjacent Aegean coast and its size distribution in the bay of Iskenderun. Turkish Journal of Zoology, 21: 113-1222. Jensen, O.P., 2004. Spatial ecology of blue crab (Callinectes sapidus) in Chesapeake Bay. University of Maryland, 166 pp. Guillory, V., 1997. Status of the Louisiana blue crab resource. p. 1-27. In: On coastal Fishing 97: use of Louisian s blue crab resource. Louisiana State University.
Hartnoll, R.G., 2001. Growth in Crustacea-twenty years on. Hydrobiologia, 449: 111-222. Holthuis, L.B., 1961. Report on a collection of Crustacea Decapoda and Stomatopoda from Turkey and the Balkans. Zoologische Verhandelingen, Leiden, 47: 1-67. Kinzelbach, R., 1965. Die blaue schwimmkrabbe (Callinectes sapidus) ein neuburger im Mittelmeer. Natur und Museum, 95: 293-296. Laughlin, R.A., 1982. Feeding habits of the blue crab, Callinectes sapidus Rathbun, in the Apalachicola estuary, Florida. Bulletin of Marine Science, 32: 807-822. Leffler, C.W., 1972. Some effects of temperature on the growth and metabolic rate of juvenile blue crabs, Callinectes sapidus, in the laboratory. Marine Biology, 14: 104-110. McConaugha, J.R., Johnson, D.F., Provenzano, A.J., & Maris, R.C., 1983. Seasonal distribution of larvae Callinectes sapidus in the waters adjacent to Chesapeake Bay. Journal of Crustacean Biology, 3: 582-591. Pancucci-Papadopoulou A., Kevrekidis, K., Corsini, M. & Simboura, N., 2005. Changes in species: invasion of exotic species. pp. 336-342. In: SoHelME. State of the Hellenic marine environment. E. Papathanassiou & A. Zenetos (Eds). HCMR Publications, Athens. Pereira, M.J.,Branco, J.O.,Christoffersen, M.L., Freitas, F.J., Fracasso, H.A.A. & Pinheiro, T.C., 2009. Population biology of Callinectes danae and Callinectes sapidus (Crustacea:Brachyura:Portunidae) in the south-western Atlantic. Journal of the marine Biological Association of the United Κingdom, 89: 1341-1351. Perkins-Visser, E., Wolcott, D.G. & Wolcott, D. L., 1991. Nursery role of seagrass beds: enhanced growth of juvenile blue crabs (Callinectes sapidus Rathbun). Journal of Experimental Marine Biology and Ecology, 153: 1-14. Riedl, R., 1983. Fauna and Floras des Mittelmeers, Paul Parey, Berlin & Hamburg, 836 pp. Seitz, R.D., Lipcius, R.N. & Seebo, M.S., 2005. Food availability and growth of the blue crab in seagrass and unvegetated nurseries of Chesapeake Bay. Journal of Experimental Marine Biology and Ecology, 319: 57-68. Serbetis, C., 1959. Un nouveau crustace comestible en Mer Egge Calinectes sapidus Rathbun (Decapoda Brach.). Proceedings General Fisheries Council Mediterranean, 5: 505-507. Sharov,Α.F., Vølstad J.H, G. R. Davis, B. & Davis, K., 2003. Abundance and exploitation rate of the blue crab (Callinectes sapidus) in Chesapeake Bay. Bulletin of marine science, 72(2): 543 565. Stagg, C. & Whilden, M., 1997. The history of Chesapeake Bay s blue crab (Callinectes sapidus): fisheries and management. Investigaciones Marinas Valparaiso, 25: 93-104. Steele, P., 1991. Population dynamics and migration of the blue crab, Callinectes sapidus (Rathbun), in the eastern Gulf of Mexico. p 241-244. In: Proceedings of 40 th Gulf & Carribbean Fisheries Institute. Tagatz, M.E., 1968. Growth of juvenile blue crabs, Callinectes sapidus Rathbun, in the St. Johns River, Florida. Fisheries Bulletin, 67: 17-33. Turner, H., Wolcott, D., Wolcott, T. & Hines, A., 2003. Post-mating behavior, intramolt growth, and onset of migration to Chesapeake Bay spawning grounds by adult female blue crabs, Callinectes sapidus Rathbun. Journal of Experimental Marine Biology and Ecology, 295: 107-130. Voultsiadou, Ε., Fryganiotis, C., Porra, M., Damianidis, P. & Chintiroglou, C.C., 2011. Diversity of invertebrate discards in small and medium scale Aegean Sea fisheries. The Open Marine Biology Journal, 5: 73-81 Wilcox, W.M., 2004. Blue crab (Callinectes sapidus) Ecology: Review and discussion regarding Tisbury Great Pond. 64 p. Williams, A.B, 1965. Marine decapods crustaceans of the Carolinas. US Fish Wild Service Fisheries Bulletin, 65: 1-298. Williams, A.H., Coen, L. & Stoelting, M.S., 1990. Seasonal abundance, distribution, and habitat selection of juvenile Callinectes sapidus (Rathbun) in the northern Gulf of Mexico. Journal of Experimental Marine biology Ecology, 137: 165-183. Zohar, Υ., Hines, Α., Zmora, Ο., Johnson, G.Ε., Lipcius, Ν.R., Seitz, D.R., Eggleston, D.E., Place, A.R., Schott, E.J., Stubblefield, J.H. & Chung, J. S., 2008. The Chesapeake Bay Blue Crab (Callinectes sapidus): A multidisciplinary approach to responsible stock replenishment. Reviews in Fisheries Science, 16: 24-34.