ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
Χ. Βλ. Γκόρτσος. Επίκουρος Καθηγητής ιεθνούς

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Credit Value at Risk

Μάθημα: Διαχείριση Ρίσκου

Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής. Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση

Πληροφορίες εποπτικής φύσεως σχετικά µε την κεφαλαιακή επάρκεια της. ΚΑΠΠΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ., τους κινδύνους που αναλαµβάνει

Οι ιδιαιτερότητες των λοιπών επιχειρηματικών κλάδων ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2. Αποτίμηση (επιμέτρηση) και απομείωση σύμφωνα με το IFRS 9

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Πρόγραμμα Σπουδών: Διοίκηση Επιχειρήσεων & Οργανισμών Θεματική Ενότητα: ΔΕΟ 41 Αγορές Χρήματος & Κεφαλαίου. Ακαδημαϊκό έτος:

Asset & Wealth Management Α.Ε.Π.Ε.Υ.

Συνέπειες της Εφαρμογής του πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ Γ02Α ΚΑΙ Γ02Β: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. ΕΓΓΡΑΦΟ ΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΙΙΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝ ΥΝΟΥ Οκτώβριος 2004

Ο ΗΓΙΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗΣ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

Επίπτωση στις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις των Τραπεζών βάσει του Νέου Εποπτικού Πλαισίου (Βασιλεία ΙΙ) ως προς τις Μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Value at Risk (VaR) και Expected Shortfall

Δηµοσιοποιήσεις σύµφωνα µε το Παράρτηµα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε µε την Απόφαση 9/572/23.12.

ΣΥΝΟΛΟ (Α) 7, Β. ΜΕΙΟΝ: ΣΥΝΟΛΟ ΑΦΑΙΡΟΥΜΕΝΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (Β) 2, Γ. ΣΥΝΟΛΟ ΒΑΣΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ (Α-Β) 4,

ALPHA BANK CYPRUS LTD

ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΚΙΝ ΥΝΟΣ. Ανάπτυξη Ολοκληρωµένου Συστήµατος Μέτρησης και ιαχείρισης Πιστωτικού Κινδύνου

Οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις στο περιβάλλον της Βασιλείας ΙΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΕΙΔΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Στρατηγικές και διαδικασίες για τη διαχείριση κινδύνων.

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕΠΕΥ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ 9/459/ ΤΟΥ Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

Πίνακας της ειδικής δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων του stress test. Συνολικά Βασικά Ίδια Κεφάλαια (Tier 1) Συνολικά Εποπτικά Κεφάλαια 6.

Συνολικά Βασικά Ίδια Κεφάλαια (Tier 1) Συνολικό Σταθμισμένο Ενεργητικό ,10% ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων (%) 1

CREDIT RISK - BASEL II & CRD

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

Δημοσιοποιήσεις σύμφωνα με το Παράρτημα 1 της Απόφασης 9/459/2007 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όπως τροποποιήθηκε με την Απόφαση 9/572/23.12.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 ΜΕΤΡΗΣΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Υποδείγματα Κινδύνου Πτώχευσης (Default Risk Models)

Στο στάδιο ανάλυσης των αποτελεσµάτων: ανάλυση ευαισθησίας της λύσης, προσδιορισµός της σύγκρουσης των κριτηρίων.

Επιπλέον, το ιοικητικό Συµβούλιο, ορίζει Υπεύθυνο ιαχείρισης Κινδύνων µε συγκεκριµένες αρµοδιότητες.

Στατιστικές Έννοιες (Υπολογισμός Χρηματοοικονομικού κινδύνου και απόδοσης, διαχρονική αξία του Χρήματος)

(3) Η Κεντρική Τράπεζα δημοσιοποιεί επεξήγηση της διαδικασίας αναγνώρισης, καθώς και κατάλογο των επιλέξιμων εξωτερικών. Αναγνώριση εξωτερικών

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

MANAGEMENT OF FINANCIAL INSTITUTIONS

Το Νέο Πλαίσιο για την Κεφαλαιακή Επάρκεια. (Basel II)

Στατιστικές Έννοιες (Υπολογισμός Χρηματοοικονομικού κινδύνου και απόδοσης, διαχρονική αξία του Χρήματος)

ΚΙΝ ΥΝΟΣ ΑΓΟΡΑΣ: ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ Ι ΡΥΜΑΤΑ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝ ΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2014

Οι λειτουργίες του. ιδακτικοί στόχοι. χρήµατος. Αναφορά των ιδιοτήτων του. Αναφορά στα είδη του χρήµατος. Κατανόηση της λειτουργίας του

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ & ΑΝΑΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

ΠΜΣ στην Αναλογιστική Επιστήμη και Διοικητική Κινδύνου. Πιστωτικός Κίνδυνος. Διάλεξη 3: Υποδείγματα πιστωτικού κινδύνου,

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

Marfin Popular Bank: Οικονομικά αποτελέσματα εννεαμήνου 2010

І. Αποκάλυψη πληροφοριών σχετικά με τους σκοπούς και την πολιτική του επενδυτικού μεσολαβητή σε σχέση με τη διαχείριση των κινδύνων.

ΗΛΙΑΣ Α. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΑΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΟΠΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

Αναγνώριση Κινδύνων. Στα επόµενα σενάρια αναγνωρίστε πιο από τα παρακάτω είδη κινδύνου δηµιουργείται για την Τράπεζα (µε τον πιο «προφανή» τρόπο)

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:

Πληροφορίες εποπτικής φύσεως σχετικά µε την κεφαλαιακή επάρκεια της. ΚΑΠΠΑ Χρηµατιστηριακή Α.Ε.Π.Ε.Υ., τους κινδύνους που αναλαµβάνει καθώς

Περιεχόμενα. Το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2011

ΤΕΙ ΚΡΗΤΗΣ, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΤΜΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ & ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: Ο ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΑΙ

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ:

Πληροφορίες εποπτικής φύσεως σχετικά µε την κεφαλαιακή επάρκεια της. ΚΑΠΠΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ. στις , τους κινδύνους που

Πληροφορίες εποπτικής φύσεως σχετικά µε την κεφαλαιακή επάρκεια της. ΚΑΠΠΑ Χρηµατιστηριακή Α.Ε.Π.Ε.Υ., τους κινδύνους που αναλαµβάνει καθώς

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

2 Άρθρο 1 Υποχρέωση δηµοσιοποίησης πληροφοριών 1. Οι πληροφορίες του Παραρτήµατος Ι της παρούσας Απόφασης δηµοσιοποιούνται από τις Επιχειρήσεις Παροχή

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές). 1 β Πρωτογενείς αγορές είναι οι αγορές στις οποίες:

ΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝ ΥΝΟΥΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΑΧΕΙΡiΣΗ ΤΟΥΣ. 31/12/2013

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΙΘΜ. 123/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 8/459/ του ιοικητικού Συµβουλίου

Δημοσιοποίηση στοιχείων Πυλώνα ΙΙΙ για τη χρήση που έληξε

Αποτελέσματα Εννεαμήνου 2008

Διαχείριση Κινδύνου Risk Management

ΤΕΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ. ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: κ. ΣΧΟΙΝΙΩΤΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ: ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗ

ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΕΠΑΡΚΕΙΑ, ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ:

CFS ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΕΠΕΥ ΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. 9/459/ ΑΠOΦΑΣΗ ΤΟΥ Σ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

Αγορές (Χαρακτηριστικά Αγορών Κεφαλαίου, Οργανωμένες Αγορές, Πρωτογενείς Αγορές).

Argus Stockbrokers Limited

ALPHA BANK CYPRUS LTD

ICAP GROUP S.A. ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ Δ01 - Δ20, Δ29, Δ30: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΓΟΡΑΣ - ΠΔ/ΤΕ

ΜΙΔΑΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.Π.Ε.Υ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ. Τµήµα Μηχανικών Παραγωγής και ιοίκησης. Τοµέας Οργάνωσης και ιοίκησης

ΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΣΤΗ ΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. ιπλωµατική Εργασία

Πραγματοποιείται με την κατάταξη των στοιχείων κατά κατηγορίες για μια σειρά ετών. Η σύγκριση των στοιχείων με παρελθόντα στοιχεία αυξάνει την

ΟΜΙΛΟΣ MARFIN POPULAR BANK ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΙΑΜΗΝΙΑ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ ΟΣ ΕΥΡΩΣΥΣΤΗΜΑ. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ Νο 18 Κοινοποιείται και στις ιοικήσεις των Πιστωτικών Ιδρυµάτων (12)

Σύγκριση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με τα αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Περιεχόμενα. Μάρτιος 1999

ΟΜΙΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΜΗΝΙΑ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 30 ΙΟΥΝΙΟΥ 2008 ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΟΜΙΛΟΥ Για την εξαµηνία που έληξε στις 30 Ιουνίου 2009 ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΠΜΣ στην Αναλογιστική Επιστήμη και Διοικητική Κινδύνου. Πιστωτικός Κίνδυνος. Διάλεξη 1: Εκτιμώντας τις πιθανότητες αθέτησης από τις τιμές της αγοράς

(7,7) (3,7) 109,7% Δικαιώματα μειοψηφίας (0,7) (0,4) Καθαρά κέρδη που αναλογούν στους μετόχους 41,7 40,0 4,3%

Έκθεση Φερεγγυότητας & Χρηματοοικονομικής Κατάστασης Ομίλου - Σύνοψη

Αποτελέσματα Γ Τριμήνου 2014

BLACKROCK GLOBAL FUNDS. Αριθμός Εμπορικού Μητρώου Λουξεμβούργου B 6317

ΔΙΕΘΝΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

«Τεχνικές διαχείρισης τραπεζικών κινδύνων και αξιολόγησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων»

Περιεχόμενα 9. Περιεχόμενα

Προκαταρκτικά Οικονοµικά Αποτελέσµατα έτους 2015 της Alpha Bank Cyprus Ltd [ ]

Πρόγραµµα Σπουδών: ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ

Αρθρο: Χρηματοδότηση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ) : Επιπτώσεις από την εφαρμογή από τις Τράπεζες, της συνθήκης της Βασιλείας ΙΙ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII: ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ (TRADING)

Επιτροπή Διαχειρίσεως Κινδύνων. (Risk Management Committee) Κανονισμός Λειτουργίας

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ. Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής. Συντάκτης: Δημήτριος Κρέτσης

3.2 Ισοζύγιο πληρωµών

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΟΜΙΛΟΥ Για το έτος που έληξε στις 31 εκεµβρίου 2010 ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ιπλωµατική εργασία Κριτική διερεύνηση των ασκήσεων προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων στα πλαίσια της διεθνούς βιβλιογραφίας: Μελέτη της επίδρασης των αποτελεσµάτων των ασκήσεων στις τιµές των τραπεζικών µετοχών. Τσαλίκης Γεώργιος ΑΕΜ: 2044 Επιβλέπουσα καθηγήτρια: ρ. Κοσµίδου Κυριακή Ιανουάριος 2012 Θεσσαλονίκη

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ιπλωµατική εργασία Κριτική διερεύνηση των ασκήσεων προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων στα πλαίσια της διεθνούς βιβλιογραφίας: Μελέτη της επίδρασης των αποτελεσµάτων των ασκήσεων στις τιµές των τραπεζικών µετοχών. Τσαλίκης Γεώργιος ΑΕΜ: 2044 Εξεταστική επιτροπή: Επιβλέπουσα: Μέλη: Κυριακή Κοσµίδου Χαράλαµπος Σπαθής ηµήτριος Κουσενίδης ii

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ο συγγραφέας θα ήθελε να ευχαριστήσει θερµά την επιβλέπουσα καθηγήτρια Κυριακή Κοσµίδου καθώς και τον υποψήφιο διδάκτορα Κωνσταντίνο Μουτσιάνα για την πολύτιµη βοήθεια τους στην εκπόνηση αυτής της διπλωµατικής εργασίας. iii

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Τις τελευταίες δεκαετίες η αυξηµένη µεταβλητότητα των αγορών σε συνδυασµό µε την ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας και την χρήση σύνθετων χρηµατοοικονοµικών προϊόντων έχει αναγάγει την διαχείριση των κινδύνων που αντιµετωπίζουν οι οργανισµοί και κυρίως τα πιστωτικά ιδρύµατα σε µείζον θέµα. Η διαχείριση των τραπεζικών κινδύνων συνίσταται στην αξιολόγηση των κινδύνων που αντιµετωπίζει µια τράπεζα και στην εφαρµογή των κατάλληλων διαδικασιών ώστε οι κίνδυνοι αυτοί να µειωθούν. Ένα από τα εργαλεία της διαχείρισης τραπεζικών κινδύνων είναι και οι ασκήσεις προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress testing). Κύριο χαρακτηριστικό τους αποτελεί το γεγονός ότι αξιολογούν την ανθεκτικότητα των τραπεζών αλλά και ολόκληρου του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος συνολικά κάτω από ακραίες αλλά ικανές να συµβούν συνθήκες. Στην παρούσα διπλωµατική εργασία επιχειρείται µια προσέγγιση των ασκήσεων προσοµοίωσης σε θεωρητικό επίπεδο αλλά και σε ζητήµατα που σχετίζονται µε την εφαρµογή τους. Αρχικά γίνεται µια αναφορά στους σηµαντικότερους κινδύνους που αντιµετωπίζουν τα πιστωτικά ιδρύµατα και στις βασικότερες µεθόδους διαχείρισης τους. Στην συνέχεια, ακολουθεί µια θεωρητική προσέγγιση των ασκήσεων και των χρησιµοποιούµενων µεθοδολογιών, ενώ στα επόµενα κεφάλαια παρουσιάζονται οι ασκήσεις στα πλαίσια του προγράµµατος αξιολόγησης του χρηµατοπιστωτικού τοµέα (Financial Sector Assessment Program) του ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου (International Monetary Fund), οι πανευρωπαϊκές ασκήσεις που διεξήχθησαν την τριετία 2009-2011 και η αµερικανική άσκηση του 2009, συγκρίνοντας τις δυο τελευταίες αναφορικά µε την µεθοδολογία που χρησιµοποιήθηκε και τα αποτελέσµατα τους. Τέλος, πραγµατοποιείται µια µελέτη γεγονότος µε σκοπό να εξετασθεί η αντίδραση των αγορών στην ανακοίνωση των αποτελεσµάτων των τραπεζών, οι οποίες συµµετείχαν στην ευρωπαϊκή άσκηση του 2011 που διεξήχθη από την ΕΒΑ, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται από την απόδοση των µετοχών των τραπεζών σε 6 ευρωπαϊκές χώρες. iv

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ...7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΕΙ Η ΚΙΝ ΥΝΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ Ι ΡΥΜΑΤΩΝ..9 2.1. Η επιτροπή της Βασιλείας....10 2.1.1. Βασιλεία Ι.10 2.1.2. Βασιλεία ΙΙ...12 2.2. Πιστωτικός κίνδυνος 14 2.2.1. Βασιλεία ΙΙ και πιστωτικός κίνδυνος...15 2.2.2. Μοντέλα βαθµολόγησης πιστωτικού κινδύνου (credit scoring)..20 2.2.2.α) Μοντέλα Γραµµικής Πιθανότητας..20 2.2.2.β) Μοντέλο Logit.21 2.2.2.γ) Μοντέλο Probit....22 2.2.2.δ) ιακριτική Ανάλυση 22 2.2.3. Μοντέλα Πιστοληπτικής διαβάθµισης (credit rating)..24 2.2.3.α) Το µοντέλο του Merton....24 2.2.3.β) Το µοντέλο KMV.....24 2.2.3.γ) Το Υπόδειγµα CreditMetrics....25 2.3. Κίνδυνος αγοράς.. 27 2.3.1. Κίνδυνος επιτοκίων.. 27 2.3.1.α) Υποδείγµατα διάρκειας....28 2.3.1.β) Υπόδειγµα Ανοίγµατος....30 2.3.2. Συναλλαγµατικός κίνδυνος..31 2.3.2.α) ιαχείριση συναλλαγµατικού κινδύνου...31 2.3.3. Βασιλεία ΙΙ και κίνδυνος αγοράς.32 2.4. Κίνδυνος ρευστότητας.....33 2.4.1. ιαχείριση κινδύνου ρευστότητας....34 2.4.2.Κρίση ρευστότητας σε επίπεδο χρηµατοοικονοµικού συστήµατος.35 2.4.3.Βασιλεία ΙΙ και κίνδυνος ρευστότητας..36 2.5. Λειτουργικός κίνδυνος.36 2.5.1. ιαχείριση λειτουργικού κινδύνου...38 2.5.2. Βασιλεία ΙΙ και λειτουργικός κίνδυνος.39 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΑΚΡΑΙΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ...40 3.1. Εισαγωγή..40 3.2. Value-at-risk και stress testing.41 3.3. Πεδία εφαρµογής ασκήσεων προσοµοίωσης...45 3.3.1. Bottom-up προσέγγιση.46 3.3.2. Top-down προσέγγιση..47 3.4. Περιορισµοί και αδυναµίες των ασκήσεων προσοµοίωσης. 48 3.5. οµή των ασκήσεων προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων..51 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: STRESS TESTING ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ FSAP 57 4.1. Το πρόγραµµα FSAP. 57 4.2. Ασκήσεις που πραγµατοποιήθηκαν στην Ελλάδα.... 61 4.2.1. Άσκηση 2005 61 4.2.2. Άσκηση 2009...63 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΣΚΗΣΕΩΝ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΣΕ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΗΠΑ....65 5.1. Ασκήσεις προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων στην Ευρώπη.. 65 5.1.1. Άσκηση 2009 66 5.1.2. Άσκηση 2010 69 5.1.3. Άσκηση 2011 74 5.2. Ασκήσεις προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων στις ΗΠΑ... 80 5.3. Σύγκριση ασκήσεων σε Ευρώπη και ΗΠΑ..84 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙ ΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΣΤΗΝ ΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ 2011...88 6.1. Εισαγωγή...88 6.2. Στόχος Μελέτης....89 6.3. Περιγραφή της διαδικασίας µελέτης γεγονότος...91 6.3.1. Ορισµός του εξεταζοµένου γεγονότος.91 6.3.2. Κριτήρια επιλογής δείγµατος...92 6.3.3. Κανονικές και µη κανονικές αποδόσεις..93 6.3.4. ιαδικασία εκτίµησης αναµενόµενων αποδόσεων...96 6.3.5. Έλεγχος υποθέσεων..97 2

6.3.6. Αποτελέσµατα µελέτης 97 6.3.7. Ερµηνεία αποτελεσµάτων και συµπεράσµατα...98 6.4. Αδυναµίες µεθοδολογίας µελέτης γεγονότων..98 6.5. Event Study ανά χώρα..99 6.5.1. Ελλάδα..99 6.5.2. Γαλλία. 104 6.5.3. Μεγάλη Βρετανία...108 6.5.4. Γερµανία.112 6.5.5. Ισπανία...116 6.5.6. Ιταλία..120 6.5.7. Σύγκριση Σωρευτικών Μέσων µη Κανονικών Αποδόσεων τραπεζικών µετοχών ανά χώρα. 124 6.6. Συµπεράσµατα 126 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: ΕΠΙΛΟΓΟΣ...129 ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 131 ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ....133 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΙΝΑΚΩΝ Πίνακας 1: Επίδραση µεταβολής ισοτιµιών στην καθαρή συναλλαγµατική θέση µιας τράπεζας...32 Πίνακας 2: Βασικά χαρακτηριστικά bottom-up και top-down προσέγγισης...45 Πίνακας 3: Εξέλιξη των ασκήσεων προσοµοίωσης του FSAP στην Ευρώπη. 59 Πίνακας 4: είκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας Τραπεζών ανά σενάριο 63 Πίνακας 5: Μεταβολές σε βασικές µακροοικονοµικές µεταβλητές (Ευρωπαϊκή Άσκηση 2009)..67 Πίνακας 6: Μεταβολές σε τιµές ακινήτων (Ευρωπαϊκή Άσκηση 2009)..68 Πίνακας 7: Μεταβολές σε βασικές µακροοικονοµικές µεταβλητές (Ευρωπαϊκή Άσκηση 2010)..70 Πίνακας 8: Μείωση της αξίας των Ευρωπαϊκών κρατικών οµολόγων (Ευρωπαϊκή Άσκηση 2010)..70 Πίνακας 9: Τράπεζες που χρειάζονται κεφαλαιακή ενίσχυση (Ευρωπαϊκή Άσκηση 2010) 72 3

Πίνακας 10: Αποτελέσµατα Ελληνικών τραπεζών (Ευρωπαϊκή Άσκηση 2010).72 Πίνακας 11: Μεταβολές σε βασικές µακροοικονοµικές µεταβλητές (Ευρωπαϊκή Άσκηση 2011)..75 Πίνακας 12: Μείωση της αξίας των Ευρωπαϊκών κρατικών οµολόγων (Ευρωπαϊκή Άσκηση 2011)..75 Πίνακας 13: Τράπεζες που χρειάζονται κεφαλαιακή ενίσχυση (Ευρωπαϊκή Άσκηση 2011).77 Πίνακας 14: Αποτελέσµατα Ελληνικών τραπεζών (Ευρωπαϊκή Άσκηση 2011).78 Πίνακας 15: Μεταβολές σε βασικές µακροοικονοµικές µεταβλητές (Αµερικάνικη Άσκηση 2009)..81 Πίνακας 16: Αποτελέσµατα τραπεζών µε βάση το δυσµενές σενάριο (Αµερικάνικη Άσκηση 2009)..82 Πίνακας 17: Σύγκριση SCAP και Ευρωπαϊκών Stress Test. 87 Πίνακας 18: Σύγκριση αποτελεσµάτων SCAP και Ευρωπαϊκών Stress Test..88 Πίνακας 19: Μέση Μη Κανονική Απόδοση των 6 Ελληνικών Τραπεζών..99 Πίνακας 20: Μη Κανονική Απόδοση των Ελληνικών Τραπεζών την ηµέρα δηµοσιοποίησης των αποτελεσµάτων 100 Πίνακας 21: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των 6 Ελληνικών Τραπεζών για το διάστηµα (-10,+10) 101 Πίνακας 22: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των 6 Ελληνικών Τραπεζών για το διάστηµα (-1,+1) 103 Πίνακας 23: είκτης Core Tier 1 Γαλλικών Τραπεζών.104 Πίνακας 24: Μέση Μη Κανονική Απόδοση των 3 Γαλλικών Τραπεζών..104 Πίνακας 25: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των 3 Γαλλικών Τραπεζών για το διάστηµα (-10,+10).106 Πίνακας 26: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των 3 Γαλλικών Τραπεζών για το διάστηµα (-1,+1) 108 Πίνακας 27: είκτης Core Tier 1 Βρετανικών Τραπεζών κάτω από το δυσµενές σενάριο...108 Πίνακας 28: Μέση Μη Κανονική Απόδοση των 4 Βρετανικών Τραπεζών..109 Πίνακας 29: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των 4 Βρετανικών Τραπεζών για το διάστηµα (-10,+10)....110 Πίνακας 30: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των 4 Βρετανικών Τραπεζών για το διάστηµα (-1,+1)....112 4

Πίνακας 31: είκτης Core Tier 1 Γερµανικών Τραπεζών κάτω από το δυσµενές σενάριο...113 Πίνακας 32: Μέση Μη Κανονική Απόδοση των 2 Γερµανικών Τραπεζών..113 Πίνακας 33: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των 2 Γερµανικών Τραπεζών για το διάστηµα (-10,+10)....114 Πίνακας 34: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των 2 Γερµανικών Τραπεζών για το διάστηµα (-1,+1) 116 Πίνακας 35: είκτης Core Tier 1 Ισπανικών Τραπεζών κάτω από το δυσµενές σενάριο...117 Πίνακας 36: Μέση Μη Κανονική Απόδοση των 5 Ισπανικών Τραπεζών...117 Πίνακας 37: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των 5 Ισπανικών Τραπεζών για το διάστηµα (-10,+10) 118 Πίνακας 38: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των 5 Ισπανικών Τραπεζών για το διάστηµα (-1,+1) 120 Πίνακας 39: είκτης Core Tier 1 Ιταλικών Τραπεζών κάτω από το δυσµενές σενάριο... 121 Πίνακας 40: Μέση Μη Κανονική Απόδοση των 5 Ιταλικών Τραπεζών...121 Πίνακας 41: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των 5 Ιταλικών Τραπεζών για το διάστηµα (-10,+10). 122 Πίνακας 42: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των 5 Ιταλικών Τραπεζών για το διάστηµα (-1,+1) 124 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ιάγραµµα 1: Συχνότητα εµφάνισης αναµενόµενων και µη αναµενόµενων ζηµιών..18 ιάγραµµα 2: Καµπύλη κατανοµής ζηµιών.19 ιάγραµµα 3: Κατανοµή αποδόσεων αγοράς και πιστωτικού χαρτοφυλακίου...26 ιάγραµµα 4: Καµπύλη κατανοµής των ζηµιών για επίπεδο εµπιστοσύνης 99%...42 ιάγραµµα 5: Ιστόγραµµα συχνοτήτων εµφάνισης γεγονότων µε βάση πραγµατικά στοιχεία αγοράς 43 ιάγραµµα 6: Κατανοµή αποδόσεων µε παχιά άκρα (fat tails)...44 5

ιάγραµµα 7: ιαδικασία ανάπτυξης άσκησης προσοµοίωσης για τον πιστωτικό κίνδυνο.56 ιάγραµµα 8: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των Ελληνικών τραπεζών 103 ιάγραµµα 9: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των Γαλλικών τραπεζών...107 ιάγραµµα 10: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των Βρετανικών τραπεζών 111 ιάγραµµα 11: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των Γερµανικών τραπεζών 115 ιάγραµµα 12: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των Ισπανικών τραπεζών 119 ιάγραµµα 13: Σωρευτική µέση µη κανονική απόδοση των Ιταλικών τραπεζών....123 ιάγραµµα 14: Σύγκριση Σωρευτικών µέσων µη κανονικών αποδόσεων τραπεζικών µετοχών ανά χώρα.. 125 6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα πιστωτικά ιδρύµατα διαδραµατίζουν αναµφισβήτητα κυρίαρχο ρόλο στην παγκόσµια οικονοµική δραστηριότητα επιτελώντας την βασικότατη λειτουργία της βελτίωσης της κατανοµής των πόρων από τις πλεονασµατικές χρηµατοοικονοµικές µονάδες στις ελλειµµατικές. Η ύπαρξη ενός αποτελεσµατικού και κυρίως σταθερού χρηµατοπιστωτικού τοµέα είναι προαπαιτούµενο για την υγιή λειτουργία και ανάπτυξη του χρηµατοοικονοµικού συστήµατος. Κατά τον ορισµό της επιτροπής χρηµατοπιστωτικής σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος ως χρηµατοπιστωτική σταθερότητα νοείται µια κατάσταση στην οποία το συνολικό χρηµατοπιστωτικό σύστηµα (που αποτελείται από τον τοµέα των τραπεζών και λοιπών πιστωτικών οργανισµών, τις αγορές χρήµατος, πιστώσεων και κεφαλαίων και τις υποδοµές των αγορών) διαθέτει ισχυρές αντοχές και επαρκείς αντιστάσεις στους απροσδόκητους κραδασµούς ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα αποδιοργάνωσης του συστήµατος σε βαθµό που θα διακύβευε την αποτελεσµατική κατανοµή των αποταµιευτικών πόρων και την οµαλή ροή χρήµατος και δανειακών κεφαλαίων προς τις κοινωνικά επωφελέστερες χρήσεις και δραστηριότητες (Τράπεζα της Ελλάδος, 2009). Τις τελευταίες δεκαετίες οι τραπεζικές εργασίες έχουν διευρυνθεί σηµαντικά δηµιουργώντας ένα πολύ πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον που συνοδεύτηκε µε την εισαγωγή νέων τραπεζικών προϊόντων. Για τον λόγο αυτό το φαινόµενο του κινδύνου διαδραµατίζει ολοένα και σηµαντικότερο ρόλο στη σύγχρονη οικονοµική πραγµατικότητα δηµιουργώντας την ανάγκη αποτελεσµατικότερης διαχείρισής του από τα πιστωτικά ιδρύµατα. Η πρακτική της ιαχείρισης Τραπεζικών Κινδύνων εξελίχθηκε ταχύτατα από το τέλος της δεκαετίας του 1970 έως σήµερα λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που οδήγησαν σε αύξηση των τραπεζικών δραστηριοτήτων αλλά και των κινδύνων που αυτές ελλοχεύουν. Οι βασικότερες αιτίες αυτής της εξέλιξης είναι η ολοένα και αυξανόµενη απελευθέρωση των αγορών, η αύξηση του όγκου και της ταχύτητας κυκλοφορίας κεφαλαίων, η δηµιουργία σύνθετων χρηµατοοικονοµικών προϊόντων καθώς και η ευρύτατη χρήση της τεχνολογίας σε επίπεδο διαχείρισης κεφαλαίων και πληροφόρησης. (Οράτης, 2001) Για τους παραπάνω λόγους, και σε συνδυασµό µε τη πρόσφατη οικονοµική κρίση που διανύουµε, η σηµασία της παρακολούθησης της ευρωστίας του τραπεζικού συστήµατος είναι πολύ σηµαντική. Η αποτελεσµατική εκτίµηση και διαχείριση του 7

κινδύνου που αντιµετωπίζουν οι τράπεζες δεν είναι κρίσιµη µόνο για την λειτουργία των τραπεζών ή για το χρηµατοπιστωτικό σύστηµα αλλά και για ολόκληρη την οικονοµία συνολικά. Στην παγκοσµιοποιηµένη αγορά του σήµερα η αστοχία µιας και µόνο τράπεζας θα µπορούσε ενδεχοµένως να έχει σηµαντικές συνέπειες για διεθνείς οργανισµούς σε όλη την υφήλιο. Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι η κατάρρευση της µικρής σχετικά γερµανικής τράπεζας Herstatt εξαιτίας άστοχων θέσεων σε προθεσµιακές πράξεις συναλλάγµατος που προκάλεσε µια άνευ προηγουµένου αναστάτωση στη διεθνή τραπεζική αγορά καταδεικνύοντας την ανάγκη διεθνούς συνεργασίας στον τοµέα της τραπεζικής εποπτείας. (Παπαδογιάννης, 2007) Στο νέο αυτό περιβάλλον αποτελεί αναγκαιότητα η ανάπτυξη σύγχρονων και αποτελεσµατικών συστηµάτων µε τα οποία θα αξιολογείται και θα διαχειρίζεται ο κίνδυνος που απορρέει από τις τραπεζικές εργασίες. Οι ασκήσεις προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων στα πιστωτικά ιδρύµατα µπορούν να παρέχουν χρήσιµες πληροφορίες για την έκθεση κινδύνου µιας τράπεζας ή ολόκληρου του τραπεζικού συστήµατος βοηθώντας στελέχη και εποπτικές αρχές να λάβουν σηµαντικές αποφάσεις. Τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη των ασκήσεων αυτών έχει αυξηθεί σηµαντικά και αποτελούν αναπόσπαστο κοµµάτι της διαδικασίας διαχείρισης τραπεζικών κινδύνων. Πέρα από τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύµατα ασκήσεις διοργανώνονται και από εποπτικούς φορείς µε σκοπό την αξιολόγηση της χρηµατοπιστωτικής σταθερότητας. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως η δηµοσιοποίηση των αποτελεσµάτων των ασκήσεων και κυρίως των Πανευρωπαϊκών Ασκήσεων προσοµοίωσης το 2010 και 2011 και των Αµερικανικών Ασκήσεων το 2009 - έδωσε στους ενδιαφερόµενους σηµαντική πληροφόρηση αναφορικά µε την ευρωστία του τραπεζικού συστήµατος και του κάθε ιδρύµατος ξεχωριστά. Η πληροφόρηση αυτή είναι ένα βήµα εµπρός στην προσπάθεια αύξησης της εµπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστηµα παγκοσµίως που είχε πληγεί σηµαντικά από την κρίση του 2008. Στόχος της συγκεκριµένης εργασίας είναι η ανάδειξη της χρησιµότητας, των χρησιµοποιούµενων µεθοδολογιών και των κινδύνων που αναλύουν οι ασκήσεις προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων, καθώς και η παρουσίαση των σηµαντικότερων ασκήσεων που έλαβαν χώρα τα προηγούµενα έτη. Ακόµα, στο ερευνητικό κοµµάτι µελετάται η αντίδραση των αποδόσεων των τραπεζικών µετοχών στην ανακοίνωση των αποτελεσµάτων της πανευρωπαϊκής άσκησης του 2011. Με 8

αυτό τον τρόπο αξιολογείται και ο βαθµός στον οποίο έδωσαν σηµασία στα αποτελέσµατα και στην καινούργια πληροφόρηση αγορές και επενδυτές. Στο κεφάλαιο 2 αναφέρονται συνοπτικά οι κυριότεροι κίνδυνοι που αντιµετωπίζουν τα πιστωτικά ιδρύµατα, οι χρησιµοποιούµενες τεχνικές διαχείρισης τους, καθώς και οι προτάσεις της επιτροπής της Βασιλείας για καθέναν από αυτούς. Στην συνέχεια, στο κεφάλαιο 3 αναλύεται η χρησιµότητα των ασκήσεων, οι χρησιµοποιούµενες µεθοδολογίες και γενικότερα όλο το πλαίσιο που διέπει τις ασκήσεις προσοµοίωσης. Στο επόµενο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι ασκήσεις προσοµοίωσης στα πλαίσια του προγράµµατος αξιολόγησης του χρηµατοπιστωτικού τοµέα (Financial Sector Assessment Program) του ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου και ειδικότερα οι ασκήσεις που έγιναν στην Ελλάδα το 2005 και 2009. Στο 5 ο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι πανευρωπαϊκές ασκήσεις που έλαβαν χώρα την τριετία 2009-2011 και η αµερικανική άσκηση του 2009, ενώ επιχειρείται µια συγκριτική ανάλυση των ασκήσεων αυτών αναφορικά µε τα αποτελέσµατα και τις χρησιµοποιούµενες µεθοδολογίες. Τέλος, στο κεφάλαιο 6 πραγµατοποιείται µια µελέτη της αντίδρασης των αποδόσεων των ευρωπαϊκών τραπεζικών µετοχών στην δηµοσιοποίηση των αποτελεσµάτων της πανευρωπαϊκής άσκησης του 2011 που έγινε στις 15 Ιουλίου του ίδιου έτους µε την µεθοδολογία µελέτης γεγονότος (event study methodology). Ο λόγος που εξετάζεται η αντίδραση των τραπεζικών µετοχών είναι για να αξιολογηθεί η ποιότητα της πληροφορίας που δόθηκε στην δηµοσιότητα και η εµπιστοσύνη που δείχνουν αγορές και επενδυτές στις ασκήσεις προσοµοίωσης. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΕΙ Η ΚΙΝ ΥΝΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ Ι ΡΥΜΑΤΩΝ Οι τραπεζικές εργασίες υπόκεινται σε διάφορες µορφές κινδύνων τους οποίους η κάθε τράπεζα θα πρέπει να αναλύει και να προσπαθεί να αντιµετωπίσει. Η διαχείριση των τραπεζικών κινδύνων αποτελεί αναµφισβήτητα ένα νευραλγικό κοµµάτι του τραπεζικού συστήµατος. Ειδικότερα τις τελευταίες δεκαετίες ο συγκεκριµένος τοµέας εξελίχθηκε ταχύτατα προσφέροντας πληθώρα επιλογών όσον αφορά την διάκριση, ποσοτικοποίηση και αντιµετώπιση τους. Παρακάτω αναφέρονται οι βασικές πηγές κινδύνων που αντιµετωπίζουν τα πιστωτικά ιδρύµατα, καθώς και οι προτάσεις της επιτροπής της Βασιλείας αναφορικά µε την διαχείριση τους. 9

2.1. Η επιτροπή της Βασιλείας Οι προηγούµενες δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από µεγάλη µεταβλητότητα στις διεθνείς αγορές µε δυσµενείς συνέπειες στην κερδοφορία και σταθερότητα των πιστωτικών ιδρυµάτων. Έτσι, το 1974 συστάθηκε η Επιτροπή Βασιλείας µε µέλη της τις κεντρικές τράπεζες και άλλες εποπτικές αρχές από τα κράτη-µέλη του Group of Ten. Η Επιτροπή συνεδριάζει τακτικά τέσσερις φορές ετησίως. Τα µέλη αντιπροσωπεύονται από την κεντρική τράπεζά τους ή από την αρχή που είναι αρµόδια για την εποπτεία των τραπεζικών επιχειρήσεων. εν πρόκειται για έναν διεθνή οργανισµό, αλλά για µια «de facto» οργάνωση χωρίς νοµική προσωπικότητα που λειτουργεί µε την υποστήριξη της γραµµατείας της Τράπεζας ιεθνών ιακανονισµών (Bank of International Settlements), η οποία εδρεύει στην πόλη Βασιλεία. (Κοσµίδου, 2011) Οι κανόνες που περιέχονται στις εκθέσεις της δεν έχουν νοµική ισχύ, αλλά αποσκοπούν στην βέλτιστη δυνατή λειτουργία του διεθνούς τραπεζικού συστήµατος. Στόχοι της Επιτροπής της Βασιλείας είναι η διασφάλιση της σταθερότητας του διεθνούς χρηµατοπιστωτικού συστήµατος, καθώς και η διαµόρφωση ίσων όρων ανταγωνισµού µεταξύ των διεθνώς δραστηριοποιηµένων τραπεζών. (Γκόρτσος, 2008) 2.1.1. Βασιλεία Ι Η Βασιλεία Ι (1988) αφορούσε την κεφαλαιακή επάρκεια των χρηµατοπιστωτικών ιδρυµάτων. Η ανάγκη ύπαρξης κεφαλαιακής επάρκειας απορρέει από τη γενικότερη παγκόσµια οικονοµική αστάθεια που επικράτησε τη δεκαετία του 1980 σε συνδυασµό µε την αύξηση της πολυπλοκότητας των χρηµατοοικονοµικών πρακτικών, την εισαγωγή των παραγώγων χρηµατοοικονοµικών προϊόντων και την αυξανόµενη απελευθέρωση των αγορών. Η Επιτροπή της Βασιλείας πρότεινε ένα σύστηµα κεφαλαιακής µέτρησης, της φερεγγυότητας των τραπεζών. Το σύστηµα αυτό εισήγαγε την εφαρµογή ενός πλαισίου µέτρησης του πιστωτικού κινδύνου για τα εντός και εκτός ισολογισµού στοιχεία του ενεργητικού (σταθµισµένο ενεργητικό), θέτοντας ταυτόχρονα ένα ελάχιστο όριο απαιτούµενων εποπτικών κεφαλαίων ίσο µε 8% του σταθµισµένου ενεργητικού. ηλαδή, για δάνεια ενός συγκεκριµένου ύψους τουλάχιστον το 8% θα πρέπει να προέρχεται από τα ίδια κεφάλαια της. Αντιστρόφως, για ένα συγκεκριµένο 10

ύψος ιδίων κεφαλαίων µια τράπεζα µπορεί να χορηγήσει δάνεια ύψους το πολύ 12,5 φορές τα ίδια κεφάλαια της. Η αρχική Συµφωνία της Βασιλείας συµπληρώθηκε µε την ενσωµάτωση των κινδύνων της αγοράς (Ιανουάριος 1996) και εµπλουτίστηκε µε την εισαγωγή εναλλακτικών µεθόδων µέτρησης των αναλαµβανοµένων κινδύνων. (Ζοπουνίδης και Λιαδάκη, 2006) Οι σταθµίσεις των στοιχείων του ενεργητικού είναι τυποποιηµένες και ίδιες για όλες τις τράπεζες και αναφέρονται στον αναλαµβανόµενο από αυτά πιστωτικό κίνδυνο. Πιο συγκεκριµένα για τα στοιχεία εντός ισολογισµού: Μετρητά, χρυσός και απαιτήσεις προς κυβερνήσεις ΟΟΣΑ σταθµίζονται µε 0% Απαιτήσεις προς τράπεζες ΟΟΣΑ σταθµίζονται µε 20% Στεγαστικά δάνεια µε υποθήκες σταθµίζονται µε 50% Λοιπές απαιτήσεις σταθµίζονται µε 100% Για τα στοιχεία εκτός ισολογισµού: Αχρησιµοποίητες υποχρεώσεις αρχικής διάρκειας κάτω του έτους σταθµίζονται µε 0% Ενέγγυες πιστώσεις εµπορικών συναλλαγών Άλλες υποχρεώσεις που σχετίζονται µε εµπορικές συναλλαγές σταθµίζονται µε 50% Λοιπά στοιχεία εκτός ισολογισµού σταθµίζονται µε 100% (Χαρδούβελης, ιάλεξη στο Πανεπιστήµιο Πειραιώς) Παρά τις θετικές επιπτώσεις του πλαισίου στην ευρωστία των τραπεζών, η Βασιλεία Ι δέχθηκε σηµαντική κριτική. Το πλαίσιο ήταν αρκετά τυποποιηµένο επιτρέποντας µικρές διαφοροποιήσεις κατά τράπεζα και δεν κάλυπτε τις καινοτοµίες που παρουσιάσθηκαν στην αγορά, ενώ η διαφοροποίηση του πιστωτικού κινδύνου κρίθηκε ως µη αποτελεσµατική. (Καλφάογλου, 2006 Β) Μετά την δηµοσιοποίηση του Συµφώνου της Βασιλείας, αρκετές χώρες που δεν ήταν µέλη της Επιτροπής της Βασιλείας ακολούθησαν τις οδηγίες αυτές και εφάρµοσαν τις συγκεκριµένες πρακτικές. Παρά το γεγονός ότι οι οδηγίες της Βασιλείας Ι απευθύνονταν σε αναπτυγµένες χώρες και η εφαρµογή τους σε αναπτυσσόµενες χώρες ενδεχοµένως να είχε αρνητικά αποτελέσµατα, πολλές αναδυόµενες αγορές θεώρησαν πως η Βασιλεία Ι είναι µια ευκαιρία να δείξουν πως διαθέτουν σταθερότητα και ευρωστία µε στόχο να διεκδικήσουν φθηνότερο χρήµα. 11

Μάλιστα τα συγκεκριµένα πρότυπα ακολουθήθηκαν σε πάνω από 100 χώρες παγκοσµίως δηµιουργώντας ανησυχία και σκεπτικισµό στο κατά πόσο είναι ασφαλές να υιοθετούνται από οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυµα. Ακόµα, οι σταθµίσεις που προέβλεπε η Βασιλεία Ι αρχικά αναφέρονταν αποκλειστικά στην έκθεση στον πιστωτικό κίνδυνο και δεν λαµβάνονταν υπόψιν άλλοι κίνδυνοι που σχετίζονται µε την λειτουργία των τραπεζών. Η µη ύπαρξη µεγάλων διαφοροποιήσεων των κεφαλαιακών απαιτήσεων ανάλογα µε το ύψος του κινδύνου έδωσε το έναυσµα σε πολλές τράπεζες να προσπαθήσουν να αποκοµίσουν κέρδη εκµεταλλευόµενες τον διαφορετικό πιστωτικό κίνδυνο σε τοποθετήσεις διαφόρων χωρών του ΟΟΣΑ. Πιο συγκεκριµένα, παρότι υπήρχαν σηµαντικές διαφορές στο µέγεθος του πιστωτικού κινδύνου µεταξύ των τοποθετήσεων στις χώρες του ΟΟΣΑ, σύµφωνα µε την Βασιλεία Ι η έκθεση σε δανεισµό προς αυτές τις χώρες σταθµίζεται µε ποσοστό 0%. Κάτι τέτοιο είχε ως άµεση συνέπεια την αντικατάσταση των στοιχείων του χαρτοφυλακίου που έχουν χαµηλή απόδοση µε στοιχεία που ενσωµατώνουν υψηλότερο κίνδυνο. Έτσι ένα πιστωτικό ίδρυµα που επιθυµεί να µεγιστοποιήσει τα κέρδη του θα επέλεγε να χορηγήσει πιστώσεις που ενσωµατώνουν υψηλότερους κινδύνους αλλά ανήκουν στην ίδια κατηγορία στάθµισης. (Griffith-Jones and Spratt, 2001) Η Επιτροπή της Βασιλείας βλέποντας πως η Βασιλεία Ι δεν έχει πλέον την απαιτούµενη επάρκεια να αντιµετωπίσει τις νέες προκλήσεις στο χρηµατοπιστωτικό σύστηµα, ξεκίνησε τη διαδικασία αναθεώρησής της, µε τη δηµοσιοποίηση του πρώτου Συµβουλευτικού Κειµένου τον Ιούνιο του 1999. (Μυλωνάς, 2008) 2.1.2. Βασιλεία ΙΙ Η Βασιλεία ΙΙ αποτελεί ένα βήµα µπροστά στην ορθολογική σύνδεση κινδύνου και απόδοσης. Η έκδοση του τελικού κειµένου πραγµατοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2004 µε αναθεωρήσεις και επιβολή νέων κανόνων εποπτείας. Κατά κύριο λόγο, η Βασιλεία ΙΙ σε σύγκριση µε την προηγούµενη κατάσταση αναβαθµίζει σηµαντικά τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου και εισάγει την έννοια του λειτουργικού κινδύνου. Το νέο πλαίσιο προβλέπει πιο εξελιγµένες µεθόδους υπολογισµού των κεφαλαιακών απαιτήσεων βάσει κινδύνου και ενδυναµώνει τα κίνητρα για πιο 12

ρεαλιστική µέτρηση των κινδύνων των πιστωτικών ιδρυµάτων και βέλτιστη επιλογή των στοιχείων του ενεργητικού. (Τράπεζα της Ελλάδος, 2008) Οι προτάσεις της Βασιλείας ΙΙ βασίζονται σε τρεις πυλώνες που επιτρέπουν σε τράπεζες και εποπτικές αρχές να αξιολογούν κατάλληλα τους κινδύνους που αντιµετωπίζουν τα πιστωτικά ιδρύµατα. Πρώτος Πυλώνας: Ελάχιστα όρια κεφαλαιακής επάρκειας. Στην Βασιλεία ΙΙ, ενώ δεν επιχειρείται κάποια διαφοροποίηση του ήδη υπάρχοντος πλαισίου αναφορικά µε τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών και τον υπολογισµό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του κινδύνου αγοράς, εντούτοις τροποποιείται σηµαντικά η αντιµετώπιση του πιστωτικού κινδύνου και προβλέπονται κεφαλαιακές απαιτήσεις για την κάλυψη του λειτουργικού κινδύνου. Αναφορικά µε τον πιστωτικό κίνδυνο εισάγεται η χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων, ενώ τράπεζες οι οποίες έχουν προχωρηµένες ικανότητες µέτρησης πιστωτικών κινδύνων θα έχουν την δυνατότητα να χρησιµοποιούν µηχανισµούς εσωτερικής βαθµολόγησης των πιστωτικών κινδύνων. Για τον πιστωτικό κίνδυνο προτείνονται η τυποποιηµένη προσέγγιση και η προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθµίσεων (Θεµελιώδης και Εξελιγµένη), ενώ για τον λειτουργικό κίνδυνο η προσέγγιση του βασικού δείκτη, η τυποποιηµένη προσέγγιση και οι εξελιγµένες µέθοδοι µέτρησης. Ο δείκτης κεφαλαιακής επαρκείας στην Βασιλεία ΙΙ λαµβάνει υπόψιν και τις τρεις µορφές κίνδυνων και είναι ο εξής: Eποπτικά Ίδια Κεφάλαια = ΠΚ + 12,5*(ΛΚ + ΚΑ) ΚΕ (2.1) Όπου ΠΚ: Το σταθµισµένο κατά τον πιστωτικό κίνδυνο Ενεργητικό ΛΚ: Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον λειτουργικό κίνδυνο ΚΑ: Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον κίνδυνο αγοράς εύτερος πυλώνας: Εποπτικές διαδικασίες ανασκόπησης και αξιολόγησης Οι διατάξεις του δεύτερου πυλώνα εστιάζουν στην µεταχείριση κινδύνων που δεν αντιµετωπίζονται στο πλαίσιο του πρώτου πυλώνα, π.χ. κίνδυνος εισοδήµατος 13

επιτοκίων, µεγάλα χρηµατοδοτικά ανοίγµατα, κίνδυνος ρευστότητας, στρατηγικός κίνδυνος. Επίσης αναφέρεται στην αντιµετώπιση συγκεκριµένων παραγόντων που δεν µπορούν να ελεγχθούν από µια τράπεζα (πχ. διακυµάνσεις οικονοµικού κύκλου), και στον έλεγχο του κατά πόσο πληρούνται οι συγκεκριµένες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση των εξελιγµένων µεθόδων. Τρίτος Πυλώνας: Πειθαρχία της αγοράς Ο τρίτος πυλώνας αφορά την πειθαρχία της αγοράς και την δηµοσιοποίηση χρηµατοοικονοµικών πληροφοριών από τα πιστωτικά ιδρύµατα, ούτως ώστε να µπορούν οι επενδυτές να έχουν ολοκληρωµένη εικόνα της κεφαλαιακής επάρκειας και των κινδύνων που αναλαµβάνουν. Πιο αναλυτικά, σκοπός του τρίτου πυλώνα είναι να παρέχονται στους συµµετέχοντες στην αγορά οι αναγκαίες πληροφορίες για τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα πιστωτικά ιδρύµατα και για τις διαδικασίες διαχείρισής τους. Μάλιστα κάποιες από τις υποχρεώσεις δηµοσιοποίησης αποτελούν προϋπόθεση για τη χρήση ορισµένων µεθόδων. Οι υποχρεώσεις δηµοσιοποίησης αφορούν τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα πιστωτικά ιδρύµατα, τις διαδικασίες διαχείρισής τους και την ποιότητα των στοιχείων των ιδίων κεφαλαίων που χρησιµοποιούνται για την κάλυψη των κινδύνων. Με την Βασιλεία ΙΙ περιορίζονται σε µεγάλο βαθµό αυθαιρεσίες και υποκειµενικότητες από πλευράς δανειστών βοηθώντας στην αποτελεσµατικότερη κατανοµή των κεφαλαίων. Η κριτική εστιάζεται κατά κύριο λόγο στην πολυπλοκότητα των προτάσεων που αφορούν κυρίως τον πρώτο Πυλώνα, καθώς και σε κάποια εποπτικά κενά που ενδεχοµένως να οδηγήσουν τα πιστωτικά ιδρύµατα σε αποφυγή διακράτησης κεφαλαίων, ενώ έχει εκφραστεί παράλληλα δυσπιστία αναφορικά µε την αντικειµενικότητα των εκτιµήσεων των οίκων αξιολόγησης. (Ζοπουνίδης και Λεµονάκης, 2009) 2.2. Πιστωτικός κίνδυνος Ο πιστωτικός κίνδυνος ορίζεται ως ο κίνδυνος αθέτησης των υποχρεώσεων των πιστούχων µιας τράπεζας και είναι άµεσα συνδεδεµένος µε την φύση των δραστηριοτήτων της, καθώς προκύπτει από την παραδοσιακή λειτουργία των 14

τραπεζών να µεταφέρουν κεφάλαια από τις πλεονασµατικές οικονοµικές µονάδες στις ελλειµµατικές. (Αγγελόπουλος, 2010) Ο πιστωτικός κίνδυνος µπορεί να διακριθεί στις εξής κατηγορίες: στον κίνδυνο αθέτησης (default risk), στον κίνδυνο έκθεσης (exposure risk) και στον κίνδυνο ανάκτησης (recovery risk). Ο κίνδυνος αθέτησης εκφράζει τον κίνδυνο αθέτησης της υπόσχεσης από την πλευρά του δανειολήπτη και είναι µία πολύ σηµαντική διάσταση του πιστωτικού κινδύνου. Σε αυτή την περίπτωση ο δανειολήπτης δεν µπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις του σχετικά µε τις αναµενόµενες οφειλές του. Ο κίνδυνος αυτός µετράται µε την Πιθανότητα Αθέτησης (Probability of Default) που εκφράζει την πιθανότητα µη αποπληρωµής των υποχρεώσεων των δανειοληπτών. Ο κίνδυνος έκθεσης περιγράφει την εναποµένουσα οφειλή του δανειολήπτη και µετράται µε το συγκεκριµένο ποσό (µέγεθος αξίας ανοίγµατος) που οφείλεται στο δανειστή κατά τη στιγµή της αθέτησης (Exposure at Default). Πρακτικά αναφέρεται στο συνολικό ύψος που ένα πιστωτικό ίδρυµα είναι εκτεθειµένο σε κίνδυνο. Ο κίνδυνος ανάκτησης περιγράφει το ποσό που θα καταφέρει εν τέλει να εισπράξει ο δανειστής. Το ποσοστό της συνολικής οφειλής που θα εισπραχθεί ονοµάζεται ποσοστό ανάκτησης (recovery rate), ενώ το ποσοστό της συνολικής οφειλής που δε θα εισπραχθεί ονοµάζεται απώλεια δεδοµένης της αθέτησης (loss given default). Το ποσοστό αυτό εξαρτάται από την αξία των εξασφαλίσεων της τράπεζας έναντι των δανειοληπτών της. 2.2.1. Βασιλεία ΙΙ και πιστωτικός κίνδυνος Η Βασιλεία ΙΙ αναβαθµίζει σηµαντικά τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου. Για την εκτίµηση του προτείνονται δυο βασικές προσεγγίσεις, η τυποποιηµένη προσέγγιση (Standardized Approach) και η προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθµίσεων (Internal Ratings Based Approach). Τυποποιηµένη Προσέγγιση Η τυποποιηµένη προσέγγιση είναι η πιο απλή από τις προτεινόµενες µεθοδολογίες της Βασιλείας ΙΙ για τον υπολογισµό των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Αποτελεί πρακτικά βελτίωση της µέχρι πρότινος ισχύουσας µεθοδολογίας 15

αντικατοπτρίζοντας µε µεγαλύτερη ακρίβεια τις µεταβολές του πιστωτικού κινδύνου. Αντίθετα µε την Βασιλεία Ι, όπου το βασικό κριτήριο καθορισµού των συντελεστών στάθµισης του πιστωτικού κινδύνου είναι η διάκριση µεταξύ χωρών µελών και µη του ΟΟΣΑ, στην Βασιλεία ΙΙ οι εν λόγω συντελεστές προσδιορίζονται µε τη χρήση των εκτιµήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας των αντισυµβαλλοµένων από οίκους αξιολόγησης. Οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο υπολογίζονται σε τρία στάδια. Αρχικά, κατηγοριοποιούνται οι απαιτήσεις µε βάση την ιδιότητα του αντισυµβαλλοµένου και το είδος της συναλλαγής διακρίνοντας τες σε εντός και εκτός ισολογισµού στοιχεία. Στην συνέχεια γίνεται η αντιστοίχιση του κατάλληλου συντελεστή ανάλογα µε τον βαθµό πιστοληπτικής αξιολόγησης της κάθε απαίτησης ξεχωριστά. Ανάλογα µε την κατηγορία της κάθε απαίτησης προβλέπονται και πέντε συντελεστές στάθµισης (0%, 20%, 50%, 100%, 150%). Τέλος, γίνεται η στάθµιση των επιµέρους απαιτήσεων µε τον κατάλληλο συντελεστή στάθµισης σύµφωνα µε τον βαθµό αξιολόγησης τους. Η στάθµιση των απαιτήσεων ενός πιστωτικού ιδρύµατος εξαρτάται από τη φύση του αντισυµβαλλόµενου (κράτη, πιστωτικά ιδρύµατα, εταιρείες, ιδιώτες), το είδος της απαίτησης (στεγαστικά δάνεια, καταναλωτικά δάνεια, οµόλογα) και την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του οφειλέτη από τους εξωτερικούς οίκους αξιολόγησης. Οι εγχώριες εποπτικές αρχές έχουν την δυνατότητα να αποφασίσουν την ευνοϊκότερη µεταχείριση για τις απαιτήσεις µιας τράπεζας έναντι της χώρας όπου αυτή εδρεύει. (Χαραλαµπίδης, 2001) Προσέγγιση των Εσωτερικών Συστηµάτων ιαβάθµισης Η προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθµίσεων είναι µια καινοτόµος µέθοδος υπολογισµού του πιστωτικού κινδύνου που προτείνεται κάτω από το πλαίσιο κεφαλαιακής επάρκειας της Βασιλείας ΙΙ για τα πιστωτικά ιδρύµατα. Η συγκεκριµένη προσέγγιση αποτελείται από δυο επιµέρους µεθοδολογίες, την Θεµελιώδη και την Εξελιγµένη. (Κοσµίδου, 2011) Οι τράπεζες µπορούν να χρησιµοποιήσουν την µέθοδο µόνο ύστερα από έγκριση των αρµόδιων εποπτικών αρχών και εφόσον έχει διαπιστωθεί ότι τα συστήµατα που εφαρµόζουν για την διαχείριση και διαβάθµιση των ανοιγµάτων τους ανταποκρίνονται σε συγκεκριµένα κριτήρια. 16

Αντίθετα µε την διακριτή συνάρτηση των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας της τυποποιηµένης προσέγγισης µε τους συντελεστές στάθµισης, η προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθµίσεων χρησιµοποιεί µία συνεχή συνάρτηση συντελεστών στάθµισης. Η χρησιµοποίηση αυτής της µεθόδου δίνει την δυνατότητα στις τράπεζες να αναπτύξουν δικά τους µοντέλα για να εκτιµήσουν την πιθανότητα αθέτησης του αντισυµβαλλοµένου (Probability of Default) για κάθε πελάτη χωριστά ή για µια οµάδα πελατών. Ακόµα απαιτείται ο υπολογισµός συγκεκριµένων παραµέτρων κινδύνου, οι οποίοι είναι: η ποσοστιαία ζηµία σε περίπτωση αθέτησης (Loss Given Default), η έκθεση έναντι του αντισυµβαλλοµένου (Exposure At Default) και η εναποµένουσα ληκτότητα (Maturity). (Ζοπουνίδης και Λεµονάκης, 2009) Κατά την Θεµελιώδη Προσέγγιση οι τιµές της PD καθορίζονται από την ίδια την τράπεζα ενώ οι υπόλοιποι συντελεστές από την εποπτική αρχή. Αντίθετα στην Εξελιγµένη Προσέγγιση όλοι οι συντελεστές πιστωτικού κινδύνου µπορούν να εκτιµηθούν από την τράπεζα εφόσον πληροί συγκεκριµένες προϋποθέσεις. Για να εκτιµηθούν οι PD, LGD και EAD θα πρέπει το εκάστοτε πιστωτικό ίδρυµα να έχει δεδοµένα τουλάχιστον πέντε ετών. Ένα πιστωτικό ίδρυµα δεν µπορεί να γνωρίζει από πριν τις ζηµίες που θα υποστεί σε ένα συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα. Μπορεί όµως να προβλέψει το µέσο επίπεδο των ζηµιών από τις πιστώσεις που έχει χορηγήσει. Οι ζηµίες αυτές ονοµάζονται Αναµενόµενες Ζηµίες (Expected Losses) και είναι ίσες µε το γινόµενο της πιθανότητας αθέτησης για κάθε βαθµίδα κατάταξης πιστούχων, του υπολοίπου των ισχυόντων δανείων σε περίπτωση αθέτησης και του ποσοστού του ανοίγµατος που θα απολεσθεί σε περίπτωση αθέτησης του πιστούχου. (Ζοπουνίδης και Λεµονάκης, 2009) ηλαδή EL = PD x LGD x EAD (2.2) Οι ζηµίες που υπερβαίνουν τα αναµενόµενα επίπεδα θεωρούνται ως Μη Αναµενόµενες (Unexpected Losses) και παρά το γεγονός πως δεν µπορούν να προβλεφθούν εκ των προτέρων τα πιστωτικά ιδρύµατα οφείλουν να διατηρούν τα απαραίτητα κεφάλαια για την κάλυψη τους. Στο παρακάτω διάγραµµα φαίνεται η απόκλιση των πραγµατοποιηθέντων ζηµιών σε σχέση µε τις αναµενόµενες σε µια συγκεκριµένη χρονική περίοδο. 17

ιάγραµµα 1: Συχνότητα εµφάνισης αναµενόµενων και µη αναµενόµενων ζηµιών Πηγή: Basel Committee on Banking Supervision, An Explanatory Note on the Basel II IRB Risk Weight Functions, July 2005 Όπως παρατηρείται, οι πραγµατοποιηθείσες ζηµίες είναι το άθροισµα των αναµενόµενων και µη αναµενόµενων ζηµιών. Η διακεκοµµένη γραµµή αναφέρεται στο µέσο ύψος ζηµίας για την χρονική αυτή περίοδο. Όπως είναι εµφανές και από την κατανοµή συχνοτήτων δεξιά, µεγαλύτερη συχνότητα εµφάνισης παρουσιάζουν οι µικρού ύψους ζηµίες παρά οι µεγαλύτερες µε την κατανοµή να εµφανίζει θετική ασυµµετρία. Οι τράπεζες φυσικά δεν γνωρίζουν πότε θα πραγµατοποιηθούν µεγάλου ύψους ζηµίες και εποµένως οφείλουν να διαθέτουν αρκετό κεφάλαιο για να ανταποκριθούν σε αυτή την περίπτωση. Στην πράξη το απαραίτητο κεφάλαιο θα πρέπει να καλύπτει το σηµαντικότερο τµήµα ζηµιών και για ένα µεγάλο διάστηµα εµπιστοσύνης, ούτως ώστε η πιθανότητα το ύψος κεφαλαίου να µην επαρκεί να είναι πολύ µικρή όπως φαίνεται και στο παρακάτω σχήµα: 18

ιάγραµµα 2: Καµπύλη κατανοµής ζηµιών Πηγή: (Basel Committee on Banking Supervision: An Explanatory Note on the Basel II IRB Risk Weight Functions, July 2005) Η καµπύλη απεικονίζει την κατανοµή ζηµιών. Η πιθανότητα οι ζηµίες να υπερβαίνουν το άθροισµα EL και UL και εποµένως η τράπεζα να µην µπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις της είναι η µικρή περιοχή στα δεξιά της καµπύλης. Οι βασικές µέθοδοι εκτίµησης του πιστωτικού κινδύνου είναι η credit scoring (Βαθµολόγηση Πιστωτικού Κινδύνου) και η credit rating ( ιαβάθµιση Πιστωτικού Κινδύνου). Η πρώτη χρησιµοποιείται για την χρηµατοδότηση ιδιωτών και µικρών επιχειρήσεων ενώ η δεύτερη για µεγαλύτερες επιχειρήσεις. Η µέθοδος credit scoring ουσιαστικά βαθµολογεί και κατατάσσει τους δανειολήπτες σε περιοχές κινδύνου βάσει κριτήριων αξιολόγησης. Η µέθοδος credit rating διεξάγεται από εξειδικευµένα στελέχη και λαµβάνει υπόψιν στοιχεία που δεν θα ήταν εφικτό να ενσωµατωθούν σε ένα πληροφοριακό σύστηµα. (Αγγελόπουλος, 2010) Τα µοντέλα βαθµολόγησης του πιστωτικού κίνδυνου (credit scoring) χρησιµοποιούν δεδοµένα από χαρακτηριστικά των δανειοληπτών για να εκτιµήσουν την πιθανότητα αθέτησης του κάθε πιστούχου ταξινοµώντας τους σε µια κατηγορία πιστοληπτικής ικανότητας. Με αυτό τον τρόπο µια τράπεζα είναι σε θέση να υπολογίσει καλύτερα προβλέψεις για αναµενόµενες µελλοντικές ζηµίες και να απορρίψει αφερέγγυους δανειστές. Ανάλογα αν ο δανεισµός αναφέρεται σε ιδιώτες ή επιχειρήσεις αξιολογούνται χαρακτηριστικά όπως το εισόδηµα, τα περιουσιακά 19

στοιχεία, το επάγγελµα ή χρηµατοοικονοµικοί δείκτες και κερδοφορία. Συνήθως στα περισσότερα µοντέλα credit scoring η βαθµολόγηση διαµορφώνεται µε τέτοιο τρόπο που να δείχνει την ποιότητα της αναµενόµενης συµπεριφοράς του δανειολήπτη - όσο µεγαλύτερο είναι το σκορ του, τόσο υψηλότερη είναι η πιθανότητα να αποδειχθεί φερέγγυος. Τα πλεονεκτήµατα τέτοιων συστηµάτων είναι ότι βασίζονται σε αντικειµενικά κριτήρια και, αφού αναπτυχθούν, είναι απλά και γρήγορα στην χρήση τους διευκολύνοντας την διαδικασία χορήγησης δανείων ενώ ενδείκνυνται σε περιπτώσεις µικρών και οµοιογενών οµάδων πιστούχων. (Καλφάογλου, 1999) Οι βασικές τεχνικές που χρησιµοποιούνται για την ανάπτυξη αυτών των µοντέλων είναι οι Παραµετρικές Τεχνικές και οι Μη Παραµετρικές Τεχνικές. Οι παραµετρικές τεχνικές περιλαµβάνουν στατιστικές και οικονοµετρικές µεθόδους. Παραδείγµατα τέτοιων µεθόδων είναι η Γραµµική ιακριτική Ανάλυση, το γραµµικό υπόδειγµα πιθανότητας, το λογιστικό υπόδειγµα πιθανότητας και το κανονικό υπόδειγµα πιθανότητας. Οι Μη Παραµετρικές Τεχνικές έχουν αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες και πλεονεκτούν σε σχέση µε τις παραµετρικές µεθόδους καθώς µπορούν να προσαρµόζονται είτε ως γραµµικά είτε ως µη γραµµικά υποδείγµατα, ανάλογα µε τα χρησιµοποιούµενα δεδοµένα. Παραδείγµατα τέτοιων τεχνικών είναι τα Νευρωνικά ίκτυα, η Μηχανική Μάθηση, τα Έµπειρα Συστήµατα, η Ασαφής Λογική, η Πολυκριτήρια Ανάλυση και οι Μηχανές ιανυσµάτων Υποστήριξης. (Ζοπουνίδης και Λεµονάκης, 2009) 2.2.2. Μοντέλα βαθµολόγησης πιστωτικού κινδύνου (credit scoring) Τα µοντέλα βαθµολόγησης της φερεγγυότητας των πιστούχων είναι ποσοτικά υποδείγµατα που χρησιµοποιούν συγκεκριµένα χαρακτηριστικά των υποψήφιων δανειστών για να προσδιορίσουν ένα σκορ που εκτιµά την πιθανότητα αθέτησης ή να τους κατατάξουν σε κατηγορίες ανάλογα µε την φερεγγυότητα τους. Τα βασικά µοντέλα που χρησιµοποιούνται για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας από τα πιστωτικά ιδρύµατα είναι τα εξής: 2.2.2.α) Μοντέλα Γραµµικής Πιθανότητας: Τα µοντέλα γραµµικής πιθανότητας χρησιµοποιούν δεδοµένα της πιστοληπτικής συµπεριφοράς δανειοληπτών ώστε να εκτιµήσουν την πιθανή συµπεριφορά του κάθε δανειολήπτη αναφορικά µε την 20

εξόφληση του δανείου του. Η χρησιµοποιούµενη συνάρτηση γραµµικής πιθανότητας είναι της µορφής: n Z i = β X ij +ε j= 1 ij (2.3) όπου Χ ij είναι οι µεταβλητές που αντιστοιχούν στις ποσοτικές πληροφορίες για τον i δανειολήπτη και β ij είναι ο συντελεστής της µεταβλητής j. Σε ένα απλό γραµµικό µοντέλο η Ζ παίρνει τιµές 1, αν ο δανειζόµενος έχει αθετήσει την πληρωµή δανείου, και 0 αν όχι. Αν ληφθούν υπόψιν οι εκτιµήσεις β ij και πολλαπλασιαστούν µε την υπό εξέταση µεταβλητή Χ ij για έναν δανειολήπτη i, εξάγεται η βαθµολογία Z για τον συγκεκριµένο δανειολήπτη. Το Ζ µπορεί να µεταφραστεί ως η πιθανότητα ο δανειολήπτης i να αθετήσει την υπόσχεση πληρωµής του δανείου του µε 1-Ζ την πιθανότητα ο i να είναι φερέγγυος. Το βασικότερο µειονέκτηµα έχει να κάνει µε το γεγονός ότι συχνά οι εκτιµώµενες πιθανότητες πέφτουν έξω από το διάστηµα 0 έως 1. (Ζοπουνίδης και Λεµονάκης, 2009) Ακόµα, σηµαντική κριτική έχει δεχθεί και το γεγονός ότι χρησιµοποιείται γραµµική σχέση µεταξύ των µεταβλητών, που στην πράξη πολύ δύσκολα ισχύει, καθώς και ότι τα µοντέλα αυτά στηρίζονται σε παρελθοντικά δεδοµένα µε αποτέλεσµα σε περιόδους κρίσης, όπου υπάρχει ταχύτατη µεταβολή των χρηµατοοικονοµικών δεδοµένων, να είναι αµφίβολη η προγνωστική τους ικανότητα. (Trueck and Rachev, 2009) 2.2.2.β) Μοντέλο Logit: Το µοντέλο Logit περιορίζει το εκτιµώµενο διάστηµα για την πιθανότητα αθέτησης της υποχρέωσης µεταξύ του 0 και του 1. Η πιθανότητα αθέτησης εκτιµάται από µια συνάρτηση της µορφής: F(Z i ) 1 1+ e = - Z i (2.4) Όσο το Ζ αυξάνεται η τιµή του e -Z προσεγγίζει το 0. Αντίστοιχα όσο η τιµή του Ζ µειώνεται (όπως είδαµε παραπάνω µπορεί να πάρει και αρνητικές τιµές) η τιµή του e -Z αυξάνεται µειώνοντας την τιµή του κλάσµατος. Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει δυνατότητα το αποτέλεσµα της F(Z), το οποίο εκτιµά την πιθανότητα αθέτησης, να είναι έξω από το διάστηµα 0 έως 1. Τα λογιστικά υποδείγµατα πιθανότητας χρησιµοποιήθηκαν για πρώτη φορά ως µέσο πρόβλεψης πτώχευσης τραπεζών από 21

τον Martin (1977) και ως µέσο πρόβλεψης πτώχευσης επιχειρήσεων από τον Ohlson (1980). (Ζοπουνίδης, 1998) 2.2.2.γ) Μοντέλο Probit: Το µοντέλο probit συνιστά µια διαφορετική προσέγγιση στην λογιστική παλινδρόµηση, καθώς µπορεί να χρησιµοποιηθεί η αθροιστική κανονική κατανοµή για να τυποποιηθεί η σχέση F(Z). Όπως και στα µοντέλα Logit καθορίζεται µια γραµµική συνάρτηση Ζ και στην συνέχεια κανονικοποιείται βάσει της τυπικής κανονικής κατανοµής συµφωνά µε τον τύπο: F( Z) = 1 e 2π 1 - Z 2 2 (2.5) Τα µοντέλα logit και probit συνήθως δίνουν παρόµοια αποτελέσµατα. Ωστόσο, τα άκρα της logit διαφέρουν από τα άκρα της probit κατανοµής και ενδεχοµένως να δώσουν διαφορετικά αποτελέσµατα. Στην βιβλιογραφία οι µελέτες που χρησιµοποιούν µοντέλα logit είναι σηµαντικά περισσότερες από ότι αυτές που χρησιµοποιούν µοντέλα probit. (Ζοπουνίδης, 1998) 2.2.2.δ) ιακριτική Ανάλυση: Κατά την διαδικασία διακριτικής ανάλυσης αφού έχουν αρχικά συλλεχθεί δεδοµένα από µια οµάδα πληθυσµών, προσδιορίζεται από τα στοιχεία του δείγµατος ένας κανόνας που εκτιµά την µεγαλύτερη δυνατή διάκριση σε νέα δείγµατα. Η διακριτική ανάλυση προσδιορίζει έναν γραµµικό συνδυασµό µεταβλητών που θα ταξινοµεί τις παρατηρήσεις µεταξύ ενός αριθµού καθορισµένων οµάδων. Στην περίπτωση που η ταξινόµηση αφορά δύο κατηγορίες, η συνάρτηση παίρνει την εξής µορφή: N Z = a + i= 1 b i g i (2.6) Όπου g i είναι τα διάφορα κριτήρια που περιγράφουν τις δραστηριότητες, α ο σταθερός όρος και b i οι συντελεστές των κριτηρίων στην συνάρτηση. Για να υπολογισθεί ο σταθερός όρος καθώς και το διάνυσµα b θα πρέπει τα δεδοµένα να ακολουθούν την πολυµεταβλητή κανονική κατανοµή και οι πίνακες διακύµανσης - συνδιακύµανσης να είναι ίσοι. Ο σταθερός όρος και οι συντελεστές υπολογίζονται ως εξής: 22

1 b = Σ (µ 1 µ 2 ) και b α µ 1 + µ ) 2 = ( 2 (2.7 & 2.8) Όπου µ i είναι το διάνυσµα µε τις µέσες τιµές των κριτηρίων για τις εναλλακτικές της κατηγορίας i και Σ είναι ο πίνακας διακύµανσης- συνδιακύµανσης µεταξύ των κατηγοριών. Η ταξινόµηση της κάθε επιχείρησης πραγµατοποιείται βάσει του σκορ διάκρισης Ζ της κάθε επιχείρησης, όπως αυτό υπολογίζεται από τη διακριτική συνάρτηση. Σαν εναλλακτική της γραµµικής διακριτικής ανάλυσης στην περίπτωση που οι πίνακες διακύµανσης- συνδιακύµανσης δεν είναι ίσοι χρησιµοποιείται η Τετραγωνική διακριτική ανάλυση. Η µορφή της τετραγωνικής συνάρτησης που χρησιµοποιείται είναι η εξής: Z = N N N α + b i gi+ c ijgig j (2.9) i= 1 i= 1 j= 1 Οι συντελεστές και ο σταθερός όρος υπολογίζονται µε τους εξής τύπους: b ' 1 ' = 2( µ Σ µ Σ 1 1 2 1 2 ) c -1 1 = Σ 1 Σ 2 (2.10 & 2.11) = 1Σ Σ µ lnσσ ' 1 ' 1 1 α µ 1 µ 1 µ 2 2 2 1 2 (2.12) (Ζοπουνίδης και Λεµονάκης, 2009) Παράλληλα µε τα εσωτερικά τους υποδείγµατα τα πιστωτικά ιδρύµατα χρησιµοποιούν τις υπηρεσίες εξειδικευµένων οίκων αξιολόγησης (credit rating agencies), όπως η Standard & Poor s, Fitch, Moody s κοκ. Οι οίκοι αξιολόγησης εκτιµούν την πιστοληπτική ικανότητα των δανειζοµένων (ιδιώτες, επιχειρήσεις, κράτη), καθώς επίσης και τα χρεόγραφα που εκδίδουν οι δανειζόµενοι, µε σκοπό να αντιµετωπίσουν οι δανειστές το µειονέκτηµα της ασύµµετρης πληροφόρησης κατά το δανεισµό. Η διαδικασία αξιολόγησης βασίζεται στην ανάλυση των κινδύνων κάθε πιθανού πιστούχου. Κάθε οίκος αξιολόγησης έχει αναπτύξει το δικό του σύστηµα διαβάθµισης για τις επιχειρήσεις και τα κρατικά οµόλογα. Η Fitch Ratings ανέπτυξε ένα σύστηµα αξιολόγησης το οποίο υιοθέτησε και η Standard & Poor s, ενώ το σύστηµα αξιολόγησης της Moody s είναι λίγο διαφορετικό. Οι οίκοι αξιολόγησης συµβολίζουν µε γράµµατα τις αξιολογήσεις τους σε µια κλίµακα από τον περισσότερο έως τον λιγότερο πιστοληπτικά αξιόπιστο. Συχνά µπορεί να προστεθεί 23

ένα σύµβολο + ή ούτως ώστε να δηλωθούν διαφορές µεταξύ κατάταξης (π.χ. ΑΑ+, CCC-). 2.2.3. Μοντέλα Πιστοληπτικής διαβάθµισης (credit rating) Για την αξιολόγηση µεγάλων επιχειρήσεων από τις τράπεζες συνήθως χρησιµοποιούνται οι εκτιµήσεις των οίκων αξιολόγησης, των οποίων οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις αντιστοιχούν σε βαθµίδες πιστωτικής ποιότητας. Τα πιο σηµαντικά µοντέλα πιστοληπτικής διαβάθµισης είναι το µοντέλο του Merton, το µοντέλο KMV και το υπόδειγµα CreditMetrics. 2.2.3.α) Το µοντέλο του Merton: Η µελέτη του Merton το 1974 εισάγει για πρώτη φορά την ερµηνεία της µετοχής ως ένα Ευρωπαϊκό δικαίωµα προαίρεσης των µετόχων πάνω στα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης µε τιµή εξάσκησης και χρόνο λήξης που να είναι ίσα µε την ονοµαστική αξία και χρόνο ωρίµανσης των υποχρεώσεων της αντίστοιχα. Έτσι τα υποδείγµατα τύπου Merton βασίζονται στην θεωρία τιµολόγησης των δικαιωµάτων προαίρεσης, όπως αυτή θεµελιώθηκε από τους Black & Scholes και αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Merton και αργότερα από διαφόρους ερευνητές. Όταν η αξία της επιχείρησης υπερβαίνει την αξία του χρέους της κατά το χρόνο ωρίµανσης, οι µέτοχοι είναι σε θέση να εξασκήσουν το δικαίωµα προαίρεσης. Εάν η αξία της εταιρείας είναι µικρότερη της αξίας του χρέους, οι µέτοχοι δεν εξασκούν το δικαίωµα προαίρεσης, οπότε η επιχείρηση περνάει στους πιστωτές, ενώ οι µετοχές έχουν µηδενική αξία. Παρά τον εξαιρετικά καινοτόµο χαρακτήρα του το συγκεκριµένο υπόδειγµα παρουσιάζει σηµαντικές ατέλειες, καθώς υποθέτει µια απλή κεφαλαιακή δοµή που δεν ανταποκρίνεται στην πραγµατικότητα, ότι δηλαδή η αξία των στοιχείων της επιχείρησης ακολουθεί την κανονική κατανοµή και ότι οι αγορές κεφαλαίου είναι αποτελεσµατικές. (Χριστοδουλάκης, 2004) 2.2.3.β) Το µοντέλο KMV: Η εταιρία KMV χρησιµοποιώντας την προσέγγιση του Merton ανέπτυξε µια σειρά από µοντέλα πιστωτικού κινδύνου. Έτσι το υπόδειγµα KMV στηρίζει την λογική του στην θεωρία τιµολόγησης των δικαιωµάτων προαίρεσης και εφαρµόζεται για να προβλέπει πιθανότητες αθέτησης για τις µεγάλες εταιρίες και τράπεζες που είναι εισηγµένες σε οργανωµένες χρηµατιστηριακές 24

αγορές. Αρχικά, εκτιµάται η αγοραία αξία του ενεργητικού της εταιρείας και η µεταβλητότητά του µέσω της χρηµατιστηριακής της αξίας. Έτσι εντοπίζεται το σηµείο αθέτησης της εταιρίας, το οποίο και χρησιµοποιείται σε συνάρτηση µε την αξία του µετοχικού της κεφαλαίου και την µεταβλητότητα της αποδοτικότητας του ενεργητικού υπολογίζοντας την αξία της εταιρίας καθώς και την µεταβλητότητα της. Στην συνέχεια, υπολογίζεται το σηµείο αθέτησης της εταιρείας βάσει των υποχρεώσεών της και καθορίζεται η αναµενόµενη αξία της εταιρίας βάσει της τρέχουσας αξίας της. Με την χρήση αυτών των τιµών υπολογίζεται ένα µέτρο το οποίο µετρά τον αριθµό τυπικών αποκλίσεων από την αναµενόµενη αξία της εταιρείας στο σηµείο αθέτησης, το οποίο και θα επιφέρει πτώση της αξίας της κάτω από το σηµείο αθέτησης D- απόσταση από την αθέτηση (Distance to Default, DD). Τέλος, χρησιµοποιώντας τη βάση δεδοµένων της KMV υπολογίζεται η πιθανότητα αθέτησης βασισµένη σε ιστορικά στοιχεία. (Ζοπουνίδης και Λεµονάκης, 2009) 2.2.3.γ) Το Υπόδειγµα CreditMetrics: Το υπόδειγµα CreditMetrics βασίζεται στην µέθοδο της αξίας σε κίνδυνο (VaR). Σχεδιάστηκε από την εταιρία J.P. Morgan το 1997 και αποτελεί ένα πολύ χρήσιµο εργαλείο για τον καθορισµό και την µέτρηση του πιστωτικού κινδύνου ενός χαρτοφυλακίου. (Dowd, 2002) Ένα τέτοιο χαρτοφυλάκιο µπορεί να αποτελείται από δάνεια, κρατικά οµόλογα, παράγωγα κοκ. Το συγκεκριµένο µοντέλο υπολογίζει την αξία του χαρτοφυλακίου σε κάθε περίπτωση µεταβολής της πιστοληπτικής ικανότητας του κάθε πιστούχου. Επιπλέον, υπολογίζει τη µεταβλητότητα της αξίας του χαρτοφυλακίου και όχι µόνο την αναµενόµενη ζηµία. Το υπόδειγµα CreditMetrics µπορεί να ποσοτικοποιήσει τον κίνδυνο σε επίπεδο ενός πιστωτικού προϊόντος και σε επίπεδο χαρτοφυλακίου. (Saunders and Allen, 2010) Για τον υπολογισµό του κινδύνου για ένα πιστωτικό προϊόν καθορίζεται ένα σύστηµα πιστοληπτικής διαβάθµισης µε συγκεκριµένες κατηγορίες και πιθανότητες µετάβασης από τη µια κατηγορία στην άλλη µέσα σε έναν συγκεκριµένο χρονικό ορίζοντα οι οποίες συγκεντρώνονται σε ένα πίνακα µεταβολών της πιστοληπτικής διαβάθµισης. Οι πίνακες αυτοί δηµοσιεύονται από ανεξάρτητους οίκους πιστοληπτικής διαβάθµισης ή δηµιουργούνται από τα εσωτερικά µοντέλα της κάθε τράπεζας. Για την ποσοτικοποίηση του κινδύνου σε επίπεδο χαρτοφυλακίου προκύπτουν κάποιες αδυναµίες. Μια εξ αυτών αποτελεί το γεγονός ότι οι αποδόσεις της αγοράς 25

θεωρούνται συµµετρικές και ακολουθούν (ως ένα βαθµό) την κανονική κατανοµή. Οι πιστωτικές αποδόσεις ωστόσο, ακολουθούν ασύµµετρη κατανοµή και πιο συγκεκριµένα χαρακτηρίζονται από υψηλή κύρτωση και µεγάλη συγκέντρωση τιµών στα άκρα - µεγαλύτερη δηλαδή πιθανότητα επίτευξης ενός σχετικά µικρού κέρδους σε συνδυασµό µε µια µικρή πιθανότητα εµφάνισης µεγάλης ζηµιάς όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραµµα: ιάγραµµα 3: Κατανοµή αποδόσεων αγοράς και πιστωτικού χαρτοφυλακίου Πηγή: Altman E., Managing Credit Risk: The Challenge for the New Millennium, Stern School of Business, New York University, 2002 Για το λόγο αυτό το υπόδειγµα CreditMetrics χρησιµοποιεί τόσο την τυπική απόκλιση όσο και ένα ποσοστό της αθροιστικής κατανοµής (percentile level) που εκφράζει την µικρότερη δυνατή αξία που µπορεί να πάρει ένα δανειακό χαρτοφυλάκιο για µια προκαθορισµένη πιθανότητα πραγµατοποίησης. (Altman, 2002) Τέλος, για την διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου συνήθης πρακτική είναι και η διενέργεια ασκήσεων προσοµοίωσης ακραίων καταστάσεων. Ο πιο διαδεδοµένος τρόπος αξιολόγησης του πιστωτικού κινδύνου µε την χρήση stress test είναι η υιοθέτηση σεναρίων σύµφωνα µε τα οποία η πιστωτική ικανότητα των οφειλετών κλονίζεται. Έτσι τιµές µεταβλητών, όπως οι PD, LGD και EAD, σε ένα δανειακό χαρτοφυλάκιο αυξάνονται ανεβάζοντας παράλληλα τις µη αναµενόµενες ζηµίες. Για 26