ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2016 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ) Α1. Από τον ιδιαίτερο και πολύ προσωπικό χαρακτήρα γραφής του Ιωάννου δε θα μπορούσαν να απουσιάζουν και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στον τρόπο που αποδίδει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Έτσι, μεταξύ άλλων η γραφή του χαρακτηρίζεται από την λεπτή παρατήρηση, το σχόλιο και την ανεπιτήδευτη γραφή. Λεπτή παρατήρηση: η αναλυτική περιγραφή των χαρακτηριστικών κάθε διαφορετικής εθνοτικής πληθυσμιακής ομάδας της Θεσσαλονίκης, καθώς δίνει αναλυτικά βασικά χαρακτηριστικά προσώπου, σώματος και δέρματος, τα οποία πιστεύει ότι διακρίνουν την κάθε «φυλή» και την κάνουν να ξεχωρίζει: «Η αλήθεια πάντως είναι περιοχές του Μοναστηριού». Σχόλιο: η τεχνική των παρεκβάσεων κατά την οποία ο αφηγητής καταγράφει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, δημιουργεί έντονους σχολιασμούς για κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της τότε κοινωνίας. Έτσι, στο απόσπασμα «Κι όμως τα τελευταία χρόνια νομίζω» ο Ιωάννου σχολιάζει την αδιαφορία και την εχθρότητα με την οποία το επίσημο κράτος αντιμετωπίζει τους προσφυγές. Ανεπιτήδευτη γραφή: η εξομολογητική διάθεση του συγγραφέα, η έντονη έκφραση προσωπικών συναισθημάτων και γενικότερα η αμεσότητα της αφήγησης οδηγούν σε μια άμεση βιωματική και υπαρξιακή γραφή που καθιστά τη γλώσσα του έργου ανεπιτήδευτη, απλή και καθημερινή: «Ολομόναχος, ξένος παντάξενος παραπονιάρικο βόμβο». Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά καθιστούν τα έργα του Ιωάννου διαχρονικά και πιο επίκαιρα από ποτέ. * ΠΡΟΣΟΧΗ * : Η εκφώνηση απαιτούσε απλή αναφορά παραδειγμάτων/χωρίων του κειμένου (χωρίς σχολιασμό) που θα πιστοποιούν τα δοθέντα χαρακτηριστικά.
Β1. Είναι γνωστό ότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο Ιωάννου έζησε στη Θεσσαλονίκη. Γι αυτό, η Θεσσαλονίκη αποτελεί πηγή έμπνευση γι αυτόν και η παρουσία της είναι διάχυτη σε όλα του σχεδόν τα πεζογραφήματα. Στο συγκεκριμένο πεζογράφημα, μέσω της εξομολογητικής του διάθεσης και της βιωματικής καταγραφής εκφράζεται με ποικίλους τρόπους η αγάπη και η αφοσίωσή του προς τη «γενέτειρά» του, παρόλο που δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα της πόλης αλλά με σχολαστικότητα δίνει τα γεωγραφο-τοπογραφικά της πόλης αναφερόμενος σε συνοικίες, δρόμους. Πιο συγκεκριμένα, στην πρώτη παράγραφο αναφέρεται σε ένα ορισμένο καφενείο προσφυγικής συνοικίας «Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ αυτήν την πόλη όπως κι εγώ». Έτσι, γίνεται αντιληπτό ότι αναφέρεται στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα στην καλή πλευρά της πόλης, που υπάρχουν ακόμα οι συνοικίες, οι γνήσιοι άνθρωποι, τα παραδοσιακά στοιχεία. Ακόμα, στο απόσπασμα «Ολομόμαχος βόμβο» γίνεται έμμεση αναφορά στη μεγαλούπολη Θεσσαλονίκη, καθώς αναφέρεται στους μεγάλους δρόμους της «χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες». Από αυτό το σημείο ξεκινά να παρουσιάζει την αρνητική πλευρά της Θεσσαλονίκης ως μεγαλούπολη, στην οποία επικρατεί αποξένωση, απομόνωση και μαζοποίηση τόσο των ανθρώπων όσο και της αρχιτεκτονικής της. Έπειτα, σχετικά με τον χρόνο, αυτός συνδέεται με τον άξονα του χώρου και μαζί με τον εσωτερικό προσωπικό του κόσμο διαμορφώνουν και εξελίσσουν τα έργα του Ιωάννου. Εδώ αξίζει να τονιστεί ότι η περιπλάνηση του ήρωα στην πόλη γίνεται ένα απογευματάκι της δεκαετίας του 1960. Ειδικότερα, η Θεσσαλονίκη συνδέεται με το έργο χρονικά με την περίοδο της προσφυγιάς και τον ερχομό των προσφύγων και στη Θεσσαλονίκη. Έτσι, η δεύτερη παράγραφος «Η αλήθεια πάντως περιοχές του Μοναστηριού» αποτελεί ένα πρώτο δείγμα καταγραφής του χρόνου στη Θεσσαλονίκη, αφού ο συγγραφέας αναλύει τις εθνοτικές πληθυσμιακές ομάδες που έφτασαν στην πόλη μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τη συνθήκη της Λοζάνης και διαμόρφωσαν την πληθυσμιακή της σύνθεση καθιστώντας την πολυπολιτισμική. Τέλος, στην προτελευταία παράγραφο «Εγώ όμως από τώρα οι αταξίες» φανερώνεται μια ακόμα αναφορά σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο της Θεσσαλονίκης, αυτή της δεκαετίας του 60 κατά την οποία ξεκινά η αλλοτρίωση της φυσιογνωμίας και της παράδοσης των πόλεων κατά τον Ιωάννου. Έτσι, αυτός ο
αρχιτεκτονικός και ρυμοτομικός εκμοντερνισμός της πόλης οδηγεί σε μαζοποίηση, παρακμή και αλλοτρίωση των ανθρώπινων σχέσεων. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι η βαθιά μνήμη και τα βιώματα του Ιωάννου είναι άμεσα συνυφασμένα με την πόλη της Θεσσαλονίκης, την οποία υπεραγαπά και γι αυτό τολμά να παρουσιάσει ακόμα και την αρνητική, πάντα γι αυτόν, πλευρά της. Β2α) α 5 β 7 γ 6 δ 2 ε 3 Περισσεύουν από τη στήλη Α οι αριθμοί 1 & 4 Β2β) Το συγκεκριμένο έργο ακολουθεί πολλές ιδιομορφίες ως προς την αφήγηση και την πλοκή του. Πιο συγκεκριμένα η πλοκή είναι σε γενικές γραμμές χαλαρή και οργανώνεται κυρίως με βάση τους συνειρμούς και τις σκέψεις που κάνει ο αφηγητής κατά τη διάρκεια μιας απογευματινής βόλτας. Η αφήγηση, επομένως, είναι ευθύγραμμη χωρίς αναχρονίες κι ο αφηγητής αρχίζει την αφήγηση μίμηση μπροστά στο καφενείο. Έτσι, όλη η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη («Στέκομαι και κοιτάζω», «όπου κι να είμαι», «όταν τους μπερδεύω») και η εστίαση, όπως συνήθως συμβαίνει στα έργα του Ιωάννου, είναι εσωτερική μονοεστιακή (μονομερής αφήγηση). Τα πάντα, δηλαδή, μας δίνονται από μια οπτική γωνία, εκείνη του αφηγητή, μέσα από τη δική του όραση, τις δικές του σκέψεις και τα δικά του συναισθήματα. Στο συγκεκριμένο μάλιστα πεζογράφημα ο αφηγητής δεν παρακολουθεί μόνο από κοντά όσα εξιστορεί «Στέκομαι και κοιτάζω», αλλά μετέχει κι ο ίδιος σε όσα αφηγείται. Θεωρείται, λοιπόν, εξωδιηγητικός, αλλά και ομοδιηγητικός και δραματοποιημένος, άλλοτε δρώντας μέσα στο ίδιο χρονικό πλαίσιο και μαζί με τα υπόλοιπα πρόσωπα της αφήγησης και άλλοτε παρουσιαζόμενος να έχει κοινά βιώματα μ αυτά.
Τέλος, εξαίρεση αποτελεί ένα μικρό τμήμα της αφήγησης που διατυπώνεται σε β πρόσωπο ενικού αριθμού «να κοιτάζεις», «να συζητάς», «να διαισθάνεσαι», χωρίς να αλλάζει όμως η οπτική γωνία του αφηγητή ούτε και η μορφή εξομολογητικού μονολόγου που χαρακτηρίζει το κείμενο. Γ1α) Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, προβληματίζουν τον πεζογράφο δύο βασικές έννοιες, το «αίμα» και η «πατρίδα». Πράγματι, όντας και ο ίδιος πρόσφυγας θίγει το ζήτημα της καταγωγής των προσφύγων, αφού γι αυτόν η πατρίδα είναι κάτι πιο βαθύ και ουσιαστικό γι αυτό άλλωστε, την συνδέει με το αίμα, δηλαδή τις ρίζες κάθε ανθρώπου. Για τον αφηγητή η πατρίδα δεν είναι υποχρεωτικά ο τόπος όπου γεννιέται και μεγαλώνει κανείς, η γενέτειρά του ή έστω η χώρα όπου ζει ως πολίτης και αναπτύσσει κοινωνικούς, ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς, αλλά ο τόπος όπου απλώνονται βαθιά οι ρίζες του. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για ένα παιδί προσφύγων που συνήθως μεγαλώνει με έναν μόνιμο πόθο: να γνωρίσει τον τόπο όπου γεννήθηκαν οι γονείς του, τον τόπο που νοσταλγεί, δηλαδή την αληθινή του πατρίδα. Μ αυτήν δένεται με δεσμούς αίματος και «λαχτάρας», όχι μόνο επειδή είναι ο τόπος καταγωγής των προγόνων του, αλλά και ένας ολόκληρος πολιτισμός. Γ1β) Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, ο Ιωάννου θίγει ένα καίριο για την εποχή του πρόβλημα, αυτό της αστικοποίησης που οδηγεί στην αλλοτρίωση της παράδοσης των μεγαλουπόλεων. Βασικό παράπονό του είναι η αδιαφορία των κατοίκων της Θεσσαλονίκης για τον συνάνθρωπό τους, αφού, όπως χαρακτηριστικά τονίζει, αποφεύγει ο ένας τον άλλον και γενικότερα υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας. Γι αυτό, αυτή η αίσθηση της μοναξιάς τον οδηγεί σε έντονες συναισθηματικά καταστάσεις: παράπονο, ζήλια και καχυποψία. Δε νιώθει τους ανθρώπους σαν συμπολίτες, αλλά σαν τυποποιημένες φιγούρες μιας «πολιτισμένης» πόλης, στην οποία κυριαρχούν η συμβατικότητα στις σχέσεις, η αδιαφορία, οι κλειστές πόρτες, η ανωνυμία, η μαζοποίηση, ο φόβος για τον διπλανό και η απομόνωση. Κι όλα αυτά, μάλιστα, με το παραπάνω, αφού αντιμετωπίζει ειρωνικά αυτή τη μορφή «πολιτσμού» των ανθρώπινων σχέσεων. Έτσι, μέσω αυτής της εξομολογητικής διάθεσης και του αδιεξόδου, κατηγορεί τον σύγχρονο πολιτισμό για ηθική παρακμή της κοινωνίας.
Δ1. ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ Η αναφορά στη Θεσσαλονίκη ως βασική προσφυγική πόλη, αφού ο Ιωάννου αναλύει τις εθνοτικές ομάδες που έφτασαν και ο Δεύτος αναφέρει ότι η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη ανοιχτή σε όλους και γνωρίζει από προσφυγιά. Η έντονη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργείται και στους δύο ήρωες για τον ξεριζωμό τους και τον τόπο (πατρίδα) που αφήνουν πίσω. Ιωάννου: «Δεν έχει σημασία αυτή η λαχτάρα;» Δεύτος: «Καταλάβαιναν καλύτερα ψυχολογικό πρόβλημα» ΔΙΑΦΟΡΕΣ Μπορεί να αναφέρονται και τα δύο έργα στη Θεσσαλονίκη, αλλά στον Ιωάννου η αναφορά είναι έμμεση, αφού η πόλη υπονοείται, ενώ στον Δεύτο η Θεσσαλονίκη δηλώνεται ακόμα και με χαρακτηρισμούς («νύφη του Θερμαϊκού») Ο διαφορετικός χαρακτηρισμός των ανθρώπων της πόλης Ιωάννου: «Μέσα στους ξένους και στα ξένα οι αταξίες» Δεύτος: «Είχε παράδοση η πόλη οι περισσότεροι» Η αντιμετώπιση των προσφύγων από το ελληνικό κράτος, αφού ο Ιωάννου αναφέρει ότι τους εκμεταλλεύτηκε, ενώ ο Δεύτος ελπίζει στη βοήθειά του. Ιωάννου: «Κι όμως τα τελευταία χρόνια νομίζω» Δεύτος: «Δεν ξέραμε όμως την ελπίδα!» Επιμέλεια: Σόρτση Σοφία