ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ. Γενικής Θαλάσσιας Γεωλογίας &

Σχετικά έγγραφα
ΤΜΗΜΑ ΓEΩΛOΓlAΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. (Β. Πελοπόνησος) Λ. Σταματ6πουλος. Οι βόρειες πλαγιές του Παναχαϊκοίι όρους στη Β. Πελοπόννησο καλύπτονται

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 3: Η Ζώνη της Πίνδου. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz)

Η Γεωλογία της περιοχής Λέντα- δυτικών Αστερουσίων

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ & ΓΕΩΦΥΣΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Σχήμα 1.

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

τον Τόμαρο και εκβάλλει στον Αμβρακικό και ο Άραχθος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει επίσης στον Αμβρακικό (Ήπειρος, Ζαγόρι).

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΕΙΡΟΥ ΠΑΡΑΠΕΙΡΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΠΑΤΡΑ-ΤΡΙΠΟΛΗ»

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 2: Η Ζώνη της Τρίπολης. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Ενότητα 8

Λιθοστρωματογραφία. Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο

Γνωρίζοντας τι θα χαρτογραφήσουμε. i) Γεωλογικούς σχηματισμούς (πετρώματα), ii) Επαφές (όρια), iii) Τεκτονικές δομές & στοιχεία, iv) Άλλα

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΣΑΣ ΔΙΑΤΜΗΤΙΚΗΣ ΑΝΤΟΧΗΣ ΤΩΝ ΕΔΑΦΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ

Συσχέτιση Νεοτεκτονικών αμώυ και Σεισμικότητας στην Ευρύτερη Περιοχή ταυ Κορινθιακού Κόλπου (Κεντρική Ελλάδα).

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου

0,5 1,1 2,2 4,5 20,8 8,5 3,1 6,0 14,9 22,5 15,0 0,9

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

ΟΔΗΓΟΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ: ΑΛΕΠΟΧΩΡΙ ΙΣΘΜΙΑ ΝΕΜΕΑ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ. Α/Α ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΦΩΤ. ΠΕΡΙΟΧΗ 1 Π1 Γενική άποψη του ΝΑ/κού τμήματος της περιοχής Φ1

ΠΕΡΙΒΑΛΛΩΝ ΧΩΡΟΣ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ III. Ν. Σαμπατακάκης Καθηγητής Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας Παν/μιο Πατρών

ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΗ ΡΕΥΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ Β. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 6: Η Μεσοελληνική Αύλακα. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ. Φύλλο εργασίας 1 Το φυσικό περιβάλλον της Αφρικής. Ονοματεπώνυμο Τάξη... Ημερομηνία.

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗ ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005

Εξωγενείς. παράγοντες ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΤΑ KOPPEN Το κλίμα μιας γεωγραφικής περιοχής διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από τους 3 παρακάτω παράγοντες: 1) το

Α.3.4. Προκαταρκτική Μελέτη Γεωλογικής Καταλληλότητας

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Δασική Εδαφολογία. Εδαφογένεση

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ

ΙΖΗΜΑΤΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΕΡΥΜAΝΘΟΥ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΠΑΝΙΤΣΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΑΒΡΑΑΜ ΖΕΛΗΛΙΔΗΣ

Αποθέσεις ανθρακικών ορυκτών σε παλαιολίμνες του Ελληνικού χώρου κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου

ΠΑΓΕΤΩΝΕΣ. πηγή:nasa - Visible Earth

Παράκτιοι κρημνοί Γεωμορφές βραχωδών ακτών & Ακτόλιθοι

Συστηματικές διακλάσεις ψαμμιτικών τεμαχών

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

Περιεχόμενα. 2.1 Μορφολογία Γεωλογική σύσταση και δομή Γενικά Γεωλογική-στρωματογραφική διάρθρωση του Ν.

Ευρωπαϊκά Γεωπάρκα. Αγγελική Καμπάνη Βασιλική Καμπάνη Μαρία Καλέλλη Δέσποινα Πάνου

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Ενότητα 7: Περιβάλλοντα Ιζηματογένεσης- Αλλουβιακά ριπίδια. Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ (ΛΑΚΜΟΣ)

Ευρασιατική, Αφρικανική και Αραβική

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ. Dr. Βανδαράκης Δημήτριος Dr. Παυλόπουλος Κοσμάς Καθηγητής

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΧΕΙΜΑΡΡΩΔΩΝ ΡΕΜΜΑΤΩΝ ΜΕΡΟΣ B. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ Δρ. Γ. ΖΑΙΜΗΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ

ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ (1) ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «Γεωμετρία της παραμόρφωσης και κινηματική ανάλυση της Μεσοελληνικής Αύλακας»

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών...

στα τις Επιπτώσεις φαινόµενα από πυρκαγιές προτάσεις αντιµετώπισης τους Λεονάρδος Τηνιακός

ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ

γεώτοπος» ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Γεωεπιστήμες και Γεωπεριβάλλον» «Ανάδειξη παλαιοσεισμολογικής εκσκαφής ως

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

Για να σχηματιστεί το έδαφος Επιδρούν μακροχρόνιες διεργασίες εδαφογένεσης Διαδικασία μετατροπής μητρικού πετρώματος σε έδαφος

ΒΕΖΥΡΙΑΝΟΥ ΙΩΑΝΝΑ Α.Μ

ΙΖΗΜΑΤΑ -ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

Το κλίμα της Ελλάδος. Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία Σ ε λ ί δ α 1

Υλικά και τρόπος κατασκευής χωμάτινων φραγμάτων

Γεωλογία - Γεωγραφία Β Γυμνασίου ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ. Τ μαθητ : Σχολικό Έτος:

ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΒΟΡΕΙΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν.

ΜΑΘΗΜΑ 16 ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΔΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ. Κατολισθήσεις Ταξινόµηση κατολισθήσεων

Κεφάλαιο 1. Γεωμορφολογία Ποταμών Μόνιμη δίαιτα ποταμών Σχηματισμός διατομής ποταμού

ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΕΥΧΟΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ (Τ.Τ.Δ.)

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ "ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΙΓΙΟΥ- ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΠΤΙΚΗ ΓΕΩΤΡΗΣΗ Γ4 ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΕΣ CROSS HOLE"

3. Να αναφέρεις να μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε μια σχολική μονάδα πριν, κατά την διάρκεια και μετά από ένα σεισμό.

Μερικοί παράγοντες ελέγχου της γεωμορφογενετικής εξέλιξης του Πηνειού ποταμού στη Β.Δ. Πελοπόννησο, Ελλάδα.

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗΣ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

1. Το φαινόµενο El Niño

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΡΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος

8ο Πανελλήνιο Συμποσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 657

Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας.

Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός

ΑΣΚΗΣΗ 5 η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ Ι ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΗΡΑΓΓΑΣ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 13: Ζώνη Ροδόπης. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...)

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ 2010 ΜΑΘΗΜΑ: ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ Γεωδυναμικής Γενικής Θαλάσσιας Γεωλογίας & ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΝΟΣ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ Α.Μ.: 653 ΠΑΤΡΑ 2014 0

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ..3 ΣΚΟΠΟΣ 4 1.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ.5 1.2 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΪΑΣ 6 1.3 ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΔΟΜΗ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΪΑΣ 9 1.3.1 Γεωτεκτονική ζώνη Πίνδου.10 1.3.2 Νεογενή και Τεταρτογενείς σχηματισμοί 15 2.1 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ... 17 2.2 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 20 2.3ΣΕΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 26 2.4 ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ.29 3.1 ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ BADLANDS, ΟΡΙΣΜΟΣ -ΓΕΝΙΚΑ 31 3.2 ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ BADLANDS..32 3.3 BADLANDS στην περιοχή μελέτης.34 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 41 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.. 42 1

2

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι βόρειες πλαγιές του Παναχαϊκού όρους στη Β. Πελοπόννησο καλύπτονται από Πλειο - Πλειστοκαινικά λιμναία, θαλάσσια/λιμνοθαλασσια και ποτάμια ιζήματα. Στα ιζήματα αυτά αναπτύσσονται οι γεωμορφές τύπου badlands, που θεωρούνται από τις πιο κλασικές διαβρωσιγενείς γεωμορφές. Η παρουσία των γεωμορφών αυτών είναι αρκετά διαδεδομένη στα Πλειο- Πλειστοκαινικά αργιλικά ιζήματα της περιοχής μελέτης, πλην όμως οι χαρακτήρες τους διαφοροποιούνται από αυτούς των κλασικών badlands. 3

ΣΚΟΠΟΣ Στην παρούσα εργασία εξετάζονται οι παράγοντες που έχουν επηρεάσει την γένεση και την ανάπτυξη των γεωμορφών αυτών (badlands), όπως η λιθολογία, η τεκτονική, η τοπογραφία, το κλίμα και η φυτοκάλυψη της περιοχής. Από τη σύγκριση αυτών των παραγόντων με μερικούς από τους κύριους γεωμορφολογικούς χαρακτήρες των κλασικών badlands προκύπτει, ότι οι σημαντικότερες διαφορές που παρατηρηθήκαν συνδέονται κύρια με την τεκτονική και το κλίμα, καθώς επίσης με τον προσανατολισμό και την κλίση των πρανών. 4

1.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κατά τη διάρκεια του Πλειόκαινου δημιουργήθηκε η τάφρος του Ρίου κατά μήκος προϋπαρχόντων ρηγμάτων ΒΑ-ΝΔ διεύθυνσης, όταν βυθιζόταν η Προαπούλιος ζώνη κάτω από την Πελοπόννησο (Doutsos et al 1988). Στα ανατολικά περιθώρια της τάφρου του Ρίου κατά την διάρκεια του Πλειόκαινου άρχισε να ανοίγει η Κορινθιακή τάφρος. Μεταβολές στην διεύθυνση των τάσεων στην προαναφερθείσα ζώνη κατά τη διάρκεια του Πλειστοκαίνου,οδήγησαν την τάφρο του Ρίου να συμπεριφέρεται σαν ρήγμα μετασχηματισμού μεταξύ των τάφρων της Πάτρας και της Κορίνθου (Doutsos et al., 1988). Η περιοχή μελέτης ακόμη και σήμερα είναι τεκτονικά ενεργή και ανυψώνεται με ένα ρυθμό περίπου 4 mm/y (Stamatopoulos et al., 1994). Δύο κύκλοι ιζηματογένεσης έχουν αναγνωριστεί τόσο στην τάφρο του Ρίου, όσο και στα δυτικά περιθώρια της Κορινθιακής τάφρου. Ένας παλαιότερος, που συνίσταται από εναλλαγές άμμου, πηλού, πηλούχου αργίλου και συμπαγοποιημένης αργίλου, που αποτέθηκαν κατά τη διάρκεια του ανώτερου Πλειόκαινου σε λιμναία και αβαθούς θάλασσας περιβάλλοντα. Ο νεότερος κύκλος ιζηματογένεσης,περιλαμβάνει χονδρόκοκκα ιζήματα, που κάθονται ασύμφωνα στα παλαιότερα. Από ραδιοχρονολογήσεις σε απολιθώματα, που βρέθηκαν στην βάση της δεύτερης ενότητας προκύπτει, ότι τα ιζήματα αυτά αποτέθηκαν κατά τη διάρκεια του Τυρρηνίου (Stamatopoulos et al., 1994, Frydas et al., 1995). 5

Στα αργιλικά Πλειο - Πλειστοκαινικά ιζήματα της τάφρου του Ρίου, προσδιορίστηκε σε χαμηλή περιεκτικότητα σμεκτίτης (Τsolis - Katagas, 1992). Η περιοχή χαρακτηρίζεται από μεσογειακό κλίμα, (Kontopoulos & Stamatopoulos, 1990), δηλαδή από ξηρό και θερμό θέρος και ήπιο βροχερό χειμώνα. Το μέσο ύψος των ετήσιων βροχοπτώσεων στην περιοχή είναι περίπου 680 mm (Voudouris, Κ. et al., 1994). 1.2 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΪΑΣ Ο Νομός Αχαΐας καταλαμβάνει το βορειοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου και βρίσκεται σε 38 19' 50" βόρειο γεωγραφικό πλάτος. 38 15' 00 νότιο γεωγραφικό πλάτος και μεταξύ των μεσημβρινών 21 29' 18" και 22 17' 30". Πρωτεύουσα του νομού είναι η Πάτρα, έχει συνολική έκταση 3209 τετραγωνικών χιλιομέτρων' από τα οποία τα 791 τετραγωνικά χιλιόμετρα αντιστοιχούν σε πεδινά ανάγλυφο, τα 462 τετραγωνικά χιλιόμετρα σε ημιορεινό και τα 1596 τετραγωνικά χιλιόμετρα σε ορεινό. Συνορεύει προς τα ανατολικά με τον νομό Κορινθίας, προς τα νότια με το νομό Αρκαδίας, προς τα νοτιοδυτικά με το νομό Ηλείας, ενώ στα δυτικά βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και βόρεια από το Πατραϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο. Το μεγαλύτερο μέρος του νομού είναι ορεινό και ιδιαίτερα το ανατολικό και νότιο τμήμα του. Στο ανατολικό τμήμα υψώνεται το 6

ορεινό συγκρότημα των Αροανίων (Χελμός 2341 μ.) που είναι ένα από τα ωραιότερα βουνά της Ελλάδας με απότομες πλαγιές και πολλά δάση. Οι παρυφές του Χελμού καταλήγουν στον Κορινθιακό κόλπο και διασχίζονται από βαθιές χαράδρες που έχουν διαμορφωθεί από τα ποτάμια της περιοχής τα οποία διαβρώνουν κατά βάθος εξαιτίας της τεκτονικής ανύψωσης της περιοχής κατά την περίοδο του Τεταρτογενούς. Στα όρια με το νομό Ηλείας υψώνεται ο Ερύμανθος (Ωλονός 2224 μ.) κατάφυτος στο μεγαλύτερο τμήμα του από έλατα και πεύκα. Προς τα βόρεια του Ερύμανθου και ανατολικά των Πατρών υψώνεται το όρος Παναχαϊκό (1926 μ) που στη μεγαλύτερη έκτασή του δεν καλύπτεται από βλάστηση. Ανατολικότερα υψώνονται ο Μπαμπαριάς (1615 μ.) και ο Κλωκός (1779 μ). Στο δυτικό τμήμα του νομού εκτείνεται η μεγάλη πεδιάδα της Αχαΐας με τα χαμηλότερα βουνά Σαντομέρι ή Σκόλλις (965 μ.). Κομποβούνι (760 μ.) και Μόβρη (629μ.). Η κυρία ορεινή πτύχωση του νομού αποτελεί τμήμα της γεωτεκτονικής ενότητας Πίνδου. Η ρηξιγενής όμως τάφρος των κόλπων Πατραϊκού - Κορινθιακού την έχει χωρίσει από τα βουνά της Αιτωλίας. Τα ορεινά συγκροτήματα της ενότητας αυτής στην Αχαΐα είναι το όρος Παναχαϊκό και ο Ερύμανθος που είναι τμήματα του ορεινού άξονα που διασχίζει την Πελοπόννησο με διεύθυνση ΒΔ - ΝΑ. Τα βουνά της Αχαΐας εκτείνονται προς όλες τις διευθύνσεις και δεν αφήνουν μεγάλες πεδινές εκτάσεις. Πεδινές περιοχές αναπτύσσονται μόνο ανάμεσα στα τελευταία αντερείσματα των βουνών και στη θάλασσα. Όμως πολλές, φορές τα βουνά φτάνουν μέχρι την παραλία με αποτέλεσμα να μην απομένει πεδινή παράλια έκταση. 7

Τα ποτάμια του νομού της Αχαΐας έχουν' μικρό μήκος εξαιτίας του ορεινού αναγλύφου που φθάνει ως την θάλασσα με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσουν εκτεταμένες λεκάνες απορροής. Τα ποτάμια της Βορείου Πελοποννήσου έχουν γενικά μορφή χειμάρρων και προκαλούν καταστροφές σε περιόδους βροχών, ιδίως στην παραλιακή ζώνη όπου εκβάλουν. Επίσης προκαλούν διάβρωση των μαλακών ευδιάβρωτων σχηματισμών και σε αρκετές περιπτώσεις κατολισθήσεις. Στον Κορινθιακό κόλπο εκβάλλουν ο Βουραϊκός ποταμός στην περιοχή του Διακοφτού που έχει ας πηγές του στον' Ερύμανθο και τον Χελμό και έχει διαμορφώσει ένα εντυπωσιακό φαράγγι. Ο Σεληνούς ποταμός εκβάλει ανατολικά του Αίγιου και έχει τις πηγές του στον Ερύμανθο. Ο ποταμός Κράθις εκβάλει στην παραλία Ποροβίτσης και έχει τις πηγές του στον Χελμό από όπου αποστραγγίζει και τα νερά της Στυγνός. Ο ποταμός Κριός χύνεται στην Αιγείρα και οι πηγές του βρίσκονται στον Χελμό και ο Φοίνιξ ποταμός καταλήγει στην' παραλία Λαμπιρίου και έχει τις πηγές του στο Παναχαϊκό όρος. Στον' Πατραϊκό κόλπο εκβάλλουν: ο Πείρος στην παραλία Κάτω Αχαΐας ο οποίος πηγάζει από τον' Ερύμανθο και το Παναχαϊκό, ο Γλαύκος δυτικά της Πάτρας, που έχει τις πηγές του στο Παναχαϊκό και ο Βελιτσιάνος δυτικά του Ρίου. Στα όρια του νομού Αχαΐας με τον νομό Ηλείας ρέει το Ρούσηκο ποτάμι και ο αρχαίος ποταμός Λάρισσος που αποτελούσε κατά την αρχαιότητα το όριο μεταξύ Ηλείας και Αχαΐας. Στο νότιο τμήμα του νομού βρίσκονται οι πηγές και ο άνω ρους του ποταμού Ερύμανθου και ο Δορά νιος ποταμός ο οποίος συνεχίζει τον ρου 8

του στην Αρκαδία ως Λάδωνας. Στο βορειοδυτικό άκρο της Αχαΐας κοιτά στο ακρωτήριο Αραξος σχηματίζεται η μικρή λιμνοθάλασσα Καλογριά όπου λειτουργεί ιχθυοτροφείο και νοτιότερα η λίμνη Λάμια. Οι ακτές της Αχαΐας έχουν σχετικά μικρό διαμελισμό. Ανάμεσα στα ακρωτήρια Αραξος και Ρίο σχηματίζεται ο Πατραϊκός κόλπος με το λιμάνι των Πατρών. Ανατολικά του στενού Ρίου - Αντιρρίου στον Κορινθιακό, βρίσκονται το ακρωτήριο Δρέπανο, οι όρμοι Σελιανίτικων και Αίγιου και το ακρωτήρι της Ακράτας. 1.3 ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΔΟΜΗ ΝΟΜΟΥ ΑΧΑΪΑΣ Οι γεωλογικοί σχηματισμοί που συνιστούν την δομή της περιοχής προέρχονται από τις εξωτερικές Ελληνίδες, οι οποίες δομούν το Αλπικό υπόβαθρο και ακολουθούν τα μετα-αλπικά ιζήματα του Νεογενούς και του Πλειστοκαίνου, αλλά και οι Ολοκαινικές αποθέσεις. Σύμφωνα με γεωλογικούς χάρτες, οι ζώνες του αλπικού υποβάθρου που συναντάμε στο νομό είναι οι ζώνες Πίνδου, Τριπόλεως και Ιόνια (Εικόνα 1.1). 9

Εικόνα 1.1.: Γεωτεκτονικής χάρτης της Ελλάδας (Δ. Μουντράκης et al., 1983). 1.3.1 Γεωτεκτονική ζώνη Πίνδου Η ζώνη διακρίθηκε και περιγράφηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Philippson (1898), ο οποίος και την ονόμασε ζώνη Ωλονού-Πίνδου, ωστόσο στη βιβλιογραφία χρησιμοποιείται συχνότερα ο όρος ζώνη Πίνδου (Εικόνα 1.2.). Η ζώνη Πίνδου δομείται από μία Μεσοζωική ακολουθία ανθρακικών και πυριτικών ιζημάτων βαθιάς θάλασσας, των οποίων το συνολικό πάχος δεν ξεπερνά τα 1050 μέτρα. Επί των Μεσοζωικών σχηματισμών αναπτύσσεται η κλαστική ακολουθία 10

του Πινδικού φλύσχη που καλύπτει ένα στρωματογραφικό εύρος από το Παλαιόκαινο έως και το Ολιγόκαινο. Εικόνα 1.2. : Τροποποιημένος χάρτης απεικόνισης ζώνης Πίνδου (Δ. Μουντράκης et al., 1983). Αναλυτικότερα, στη στρωματογραφική διάθρωση της ζώνης διακρίνονται από τους κατώτερους προς τους ανώτερους οι παρακάτω σχηματισμοί (Εικόνα 1.3.): Η κλαστική σειρά Τριαδικού αποτελεί την παλαιότερη ακολουθία ιζημάτων της ζώνης Πίνδου και συνίσταται κυρίως από λεπτοκοκκώδης έως μεσοκκοκώδης ψαμμίτες με παρεμβολές πηλιτικών και αργιλικών στρωμάτων. Εσωτερικά παρουσιάζει 11

ακολουθίες Bouma και γενικά ιζηματογενείς δομές, οι οποίες είναι ενδεικτικές τουρβιδιτικών αποθέσεων. Η ηλικία των σχηματισμών προσδιορίζεται ως Μέσο Τριαδική και το μέγιστο πάχος περίπου στα 100 μέτρα. Εικόνα 1.3. : Στρωματογραφική στήλη των σχηματισμών της ζώνης Πίνδου (Κουκουβέλας et al., 2010). Οι ασβεστόλιθοι Δρυμού αναπτύσσονται επί του κλαστικού Τριαδικού και αποτελούνται κυρίως από τουρβιδιτικούς και ημιπελαγικούς ασβεστολίθους με τοπικές παρεμβολές κερατολίθων και πράσινων πηλιτών. Από την παρουσία πελαγικών διθύρων και κωνοδόντων προσδίδεται η ηλικία 12

Ανώτερου Τριαδικού-Κατώτερου Ιουρασικού και το πάχος του σχηματισμού υπολογίζεται στα 300 μέτρα. Ο σχηματισμός των Ραδιολαριτών είναι ο πιο χαρακτηριστικός ορίζοντας στη Μεσοζωική ακολουθία της ζώνης και περιλαμβάνει τα παρακάτω στρώματα: α) Τους πηλίτες Καστελίου που καταλαμβάνουν την κατώτερη θέση στο σχηματισμό και δομούνται από ποικιλόχρωμους πηλιτικούς ορίζοντες, στους οποίους παρεμβάλλονται κατά θέσεις πολύ μικρού πάχους στρώματα ασβεστολίθων και κερατολίθων, β) το στρώμα των Κερατολίθων, που συνίσταται από διάφορες κερατολιθικές φάσεις ερυθρών και γκρίζων υαλωδών κερατολίθων, αργιλικών κερατολίθων και μαγγανιούχων κερατολίθων, που συνοδεύονται από ασβεστολιθικές και πυριτιούχες πηλιτικές φάσεις και γ) τους ασβεστόλιθους με Calpionella, που επικρατούν ροδόχρουν ασβεστόλιθοι. Η ηλικία του σχηματισμού τοποθετείται στο Μέσο Ιουρασικό-Κάτω Κρητιδικό και έχει μέγιστο πάχος 350 μέτρα. Ο σχηματισμός «Πρώτου Φλύσχη» αποτελείται από εναλλαγές ψαμμιτών και αργίλων με παρεμβολές μαργαϊκών, ωολιθικών ασβεστολίθων και κερατολίθων. Η ηλικία του σχηματισμού τοποθετείται στο Κάτω Κρητιδικό, με βάση απολιθώματα. Το μέγιστο ορατό πάχος του σχηματισμού είναι 100 μέτρα. Οι λεπτοπλακώδεις ασβεστόλιθοι αποτελούνται από πελαγικής φάσης βιομικριτικούς ασβεστόλιθους με κονδύλους και ενδιαστρώσεις πυριτολίθων. Σύμφωνα με τη μικροπανίδα, η ηλικία του σχηματισμού τοποθετείται στο Άνω Κρητιδικό. Το μέγιστο ορατό πάχος των ασβεστόλιθων φτάνει περίπου τα 400 μέτρα. 13

Ο σχηματισμός των μεταβατικών στρωμάτων αποτελείται από εναλλαγές μαργαϊκών ασβεστολίθων, μικρολατυποπαγών ασβεστολίθων, μαργών και ψαμμιτών με κατά τόπους παρεμβολές μαύρων κερατολίθων πλούσιων σε οργανικό υλικό. Ο σχηματισμός έχει ηλικία Άνω Κρητιδική έως Παλαιοκαινική και το πάχος του ξεπερνά τα 100 μέτρα. Ο σχηματισμός του «Πινδικού Φλύσχη» αποτελεί μία τυπικά συνορογενετική κλαστική ακολουθία τουρβιδιτικών δομημένη από εναλλαγές ψαμμιτών, αργίλων και πηλιτών. Μέσα στην ακολουθία μπορούν να διακριθούν τρεις ενότητες. Η κατώτερη ενότητα που εμφανίζεται κυρίως στα δυτικά τμήματα και χαρακτηρίζεται από παχυστρωματώδεις ορίζοντες ψαμμιτών, οι οποίοι εναλλάσσονται με λεπτοστρωματώδεις αργίλους και πηλίτες. Η μεσαία ενότητα η οποία είναι επικρατούσα στην κλαστική ακολουθία, αναπτύσσεται στα κεντρικά τμήματα της ζώνης και αποτελείται από λεπτοστρωματώδεις μαύρους αργίλους και πηλίτες με ενδιαστρώσεις ψαμμιτών. Η ανώτερη ενότητα εμφανίζεται κυρίως στα ανατολικά και χαρακτηρίζεται από μία μονότονη εναλλαγή λεπτοστρωματωδών αργίλων, πηλιτών και ψαμμιτών. Η ηλικία του σχηματισμού τοποθετείται στο όριο Κρητιδικού-Παλαιοκαίνου και σταματά κατά το Ολιγόκαινο.Το πάχος του σχηματισμού κυμαίνεται από λίγες δεκάδες μέτρα έως 3-4 χιλιόμετρα στα ανατολικά. 14

1.3.2 Νεογενή και Τεταρτογενείς σχηματισμοί Το Τεταρτογενές είναι η νεότερη χρονικά περίοδος της ιστορίας της Γης, που άρχισε πριν από 1,8-2 εκατομμύρια χρόνια και συνεχίζει μέχρι σήμερα. Χωρίζεται στο Πλειστόκαινο που είναι το κυριότερο τμήμα του και στο Ολόκαινο που είναι τα τελευταία 10 χιλιάδες χρόνια της ιστορίας της Γης. Το Τεταρτογενές παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα στην κλιματική του κατάσταση με τις διαδοχικές εναλλαγές θερμών και ψυχρών περιόδων (παγετώδεις και μεσοπαγετώδεις περίοδοι). Οι Τεταρτογενείς σχηματισμοί αποτελούν μια μεγάλη ποικιλία θαλάσσιων και χερσαίων αποθέσεων συνήθως χαλαρών. Μεταξύ αυτών μεγάλη εξάπλωση έχουν τα ποταμοχειμάρρια ή δελταϊκά κροκαλοπαγή, άμμοι, χαλίκια, τυρφοχώματα, άργιλοι, τραβερτίνες και κώνοι κορημάτων. Ιδιαίτερη σημασία από τις ηπειρωτικές Τεταρτογενείς αποθέσεις έχουν τα πλευρικά κορήματα των βουνών, τα οποία ανάλογα με το είδος των υλικών τους, το χρώμα τους, το βαθμό συνεκτικότητάς τους κ.τ.λ. μπορούν να προσδιορίσουν διάφορες κλιματικές εποχές του Τεταρτογενούς και κατά συνέπεια να βοηθήσουν στη στρωματογραφική διαίρεση. Επίσης η υψομετρική τους θέση, το μέγεθος των υλικών και ο τρόπος απόθεσης τους βοηθούν στον προσδιορισμό νεοτεκτονικών κινήσεων. Τα Νεογενή ιζήματα σύμφωνα με τον Ρόζο (1989), έχουν την μεγαλύτερη εξάπλωση στον νομό Αχαΐας. Αποτελούνται από θαλάσσιους, λιμνοθαλάσσιους, λιμναίους και χερσαίους σχηματισμούς. Διακρίνονται σε λεπτομερή και αδρομερή ιζήματα. Τα πρώτα δομούνται από αργίλους, μάργες, λεπτόκοκκους και 15

μεσόκοκκους άμμους, το χαρακτηριστικό γνώρισμα των οποίων είναι οι εναλλαγές οριζόντων από μικτές φάσεις των παραπάνω υλικών. Τα δεύτερα ιζήματα αποτελούνται από κροκαλοπαγή ισχυρά συγκολλημένα, αλλά κατά θέσεις με μέτρια συνεκτικότητα. Πρόκειται για ένα πολυγενή σχηματισμό που η σύστασή του αποτελείται από ασβεστολιθικές, κερατολιθικές, ψαμμιτικές κροκάλες, ενώ η συνδετική του ύλη είναι ασβεστοψαμμιτική. 16

2.1 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές του Παναχαικού όρους, βόρεια του ρήγματος της Ελίκης, ΒΔ της μονής Αγίας Ελεούσας Δορυφορική φωτογραφία ευρύτερης περιοχής πατραϊκού κόλπου ( Google Earth) 17

Δορυφορική φωτογραφία περιοχής μελέτης ( Google Earth) 18

Δορυφορική φωτογραφία περιοχής μελέτης ( Google Earth) 19

2.2 ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Η περιοχή μελέτης δομείται από τους γεωλογικούς σχηματισμούς της Πίνδου και τις Πλειο- Πλειστοκαινικής ηλικίας αποθέσεις. Η τεκτονική δομή και η λιθολογία των σχηματισμών της περιοχής έχουν επηρεάσει την εξέλιξη του υδρογραφικού δικτύου και την μορφολογία του αναγλύφου της λεκάνης απορροής του. Η περιοχή δομείται από τη γεωτεκτονική ενότητα Ολωνού - Πίνδου που ανήκει στο χώρο τον εξωτερικών Ελληνίδων ενώ το βόρειο τμήμα της καταλαμβάνεται από Τεταρτογενείς σχηματισμούς. Συγκεκριμένα οι Αλπικοί σχηματισμοί που εμφανίζονται από τους παλαιότερους προς τους νεότερους είναι οι εξής: Ασβεστόλιθοι ηλικίας Ιουρασικού: είναι ερυθρίζοντες. λευκοί,μικροκρυσταλικοί. ωολιθικοί με τρηματοφόρα και ασβεστοφύκη καθώς επίσης και παρεμβολές ερυθρών ραδιολαριτών. Ραδιολαρίτες. ηλικίας Ιουρασικού Κατώτερου Κρητιδικού. Αποτελούνται από ολοπυριτικές στρώσεις μικρού πάχους στο κατώτερο τμήμα τους. Έχουν χρώμα κόκκινο, πράσινο, κίτρινο με συχνές παρεμβολές πυριτικών και γεωδών αργίλων. Το γεώδες τμήμα των ραδιολαριτών είναι πλούσιο σε Ακτηνόζωα. Τόσο οι ολοπυριτικές στρώσεις όσο και οι γεώδεις, συχνά είναι εμπλουτισμένες με μαγγάνιο ή περιέχουν κονδύλους μαγγανίου. Μέσα στη μάζα των ραδιολαριτών και κυρίως στο ενδιάμεσο τμήμα και στην κορυφή τους βρίσκονται τραπεζοειδείς σχηματισμοί μικρολατυποπαγών ασβεστόλιθων. Μέσα στη μάζα των 20

ραδιολαριτών απαντούν διαβασικοί τόφοι που στην περιοχή Κομινάριο έχουν την μεγαλύτερη εμφάνιση. Το μέγιστο πάχος των ραδιολαριτών φτάνει τα 250 m. Η επιφανειακή εξάπλωση του σχηματισμού είναι περιορισμένη. Κερατόλιθοι και ασβεστόλιθοι ηλικίας Κατωτέρου - Ανώτερου Κρητιδικού (Κονιάσιο): Στα κατώτερα στρώματα επικρατούν ερυθροί κερατόλιθοι και εναλλάσσονται με αργιλικούς σχιστόλιθους. Στα ανώτερα στρώματα επικρατούν πολυγενείς μικρολατυποπαγείς ασβεστόλιθοι που εναλλάσσονται με θραύσματα ρουδιστών. Και ο σχηματισμός αυτός καταλαμβάνει μικρή έκταση. Πελαγικοί ασβεστόλιθοι ηλικίας Ανώτερου Κρητιδικού (Κονιάσιο -Μαιστρίχτιο): είναι λεπτοπλακώδεις έως μεσοστρωματώδεις. Το πάχος κάθε πλάκας δεν ξεπερνά τα 15 cm, υπάρχουν παρεμβολές λεπτών στρώσεων από πυριτικό υλικό πάχους 1-2 cm. Στους, πελαγικούς ασβεστόλιθους συχνά παρατηρούνται στρώματα από μικρολατυποπαγεις ασβεστόλιθους που έχουν πάχος 30-50 cm και περιέχουν κομμάτια από ρουδιστές. Στην βάση τους τα στρώματα των πελαγικών ασβεστόλιθοι' είναι πλούσια σε πυριτικό υλικό που ελαττώνεται προοδευτικά και χάνεται τελικά στην κορυφή τους Φλύσχης ηλικίας Μαιστρίχτιου Παλαιόκαινου αποτελείται από στρώματα κυρίως ψαμμιτικά και σπανιότερα μαργαϊκά, που εναλλάσσονται με λεπτοπλακώδεις πελαγικού ς ασβεστόλιθους, πάχους περίπου 50 m. Μέσα στις 21

ασβεστολιθικές πλάκες παρατηρείται συχνά πυριτικό υλικό μαύρου χρώματος.το πάχος αυτού φτάνει τα 500m. και η επιφανειακή έκταση που καταλαμβάνει ο σχηματισμός αυτός είναι περιορισμένη στο νότιο τμήμα, μεγαλύτερη στο κεντρικό - ανατολικό και σχετικά μικρή στο κεντρικό δυτικό της τμήμα. Κυανές μάργες και αμμούχοι άργιλοι ηλικίας Πλειόκαινου Πλειστόκαινου (Αδιαίρετο): Είναι εναλλαγές λεπτόκοκκων ψαμμιτών και κροκαλοπαγών χαλαρής και συχνά ισχυρής συνοχής. Τη μεγαλύτερη έκταση καταλαμβάνουν αποθέσεις Πλειστοκαινικής ηλικίας και πρόκειται για κροκαλοπαγείς, ελαφρώς συνεκτικοποιημένες αποθέσεις μάργες και άμμους. Το πάχος των αποθέσεων αυτών ξεπερνούν τα 100m. Αποτελούν παλαιές αποθέσεις δελταϊκών ριπιδίων που έχουν ανυψωθεί λόγω της τεκτονικής ανόδου της βόρειας Πελοποννήσου. Πλευρικά κορήματα. Είναι Τεταρτογενούς ηλικίας σχηματισμοί και καταλαμβάνουν μία σχετικά μικρή περιοχή στο κέντρο της λεκάνης απορροής. Τα πλευρικά κορήματα είναι μορφές που οφείλονται στην κίνηση υλικών λόγω βαρύτητας. Αποτελούνται από πολύ μικρά γωνιώδη υλικά που είναι και τα παλαιότερα. και από χαλαρά και ασύνδετα που είναι και τα νεώτερα και καλύπτουν τις απόκρημνες πλαγιές των ορεινών όγκων. Η ενότητα της Πίνδου είναι το τυπικότερο κάλυμμα στον Ελλαδικό χώρο (Δ.Παπανικολάου. 1986). Πρόκειται για μία ενότητα με 22

πελαγική ιζηματογένεση από το Τριαδικό μέχρι το Ανώτερο Κρητιδικό (J. J. Fleur)'. 1977). Η μετάβαση από τη βιοχημική στην κλασική ιζηματογένεση γίνεται με μεταβατικά στρώματα στα οποία σταδιακά περιορίζονται οι ασβεστόλιθοι και υπερισχύει το κλαστικό υλικό μέχρι πλήρους επικράτησης του φλύσχη. Η στρωματογραφική της διάρθρωση δεν είναι παντού ίδια αλλά διαφέρει από θέση σε θέση. Όπως φαίνεται στο χάρτη του ΙΓΜΕ οι εμφανίσεις των στρωμάτων της ενότητας της Πίνδου καταλαμβάνουν την μεγαλύτερη έκταση της περιοχής μελέτης. Ενώ όπως φαίνεται στον ίδιο χάρτη το υπόλοιπο της περιοχής καταλαμβάνεται από Τεταρτογενείς σχηματισμούς. 23

24

25

2.3ΣΕΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Ο ρηγματογόνος τεκτονισμός της ευρύτερης περιοχής μελέτης είτε είναι σύγχρονος των αλπικών πτυχωσιγενών δομών, ακολουθώντας τους ίδιους προσανατολισμούς είτε ανεξάρτητος αυτών και συνεπώς μεταγενέστερος με επικρατούσα διεύθυνση ρηγμάτων Α-Δ. Τα εγκάρσια προς τη γεωλογική δομή ρήγματα σχετίζονται με κινήσεις του Μειοκαίνου (DX. Loftus.1996. Καρούμπαλης 1996) Η ευρύτερη περιοχή μελέτης βρίσκεται πολύ κοντά σε τεκτονικές τάφρους όπως η Ελληνική τάφρος υποβύθισης στα δυτικά και η τάφρος του Κορινθιακού κόλπου βόρεια. Αυτές εμφανίζουν μια πρόσφατη γεωδυναμική εξέλιξη με αποτέλεσμα την αυξημένη σεισμική δραστηριότητα στην περιοχή. Στο νομό της Αχαΐας συχνή είναι η εκδήλωση κατολισθητικών φαινομένων ή κινήσεων υλικών στα πρανή. Τα φαινόμενα αυτά εκδηλώνονται σε ευρύ φάσμα σχηματισμών, είτε αυτοί ανήκουν στο Αλπικό υπόβαθρο, είτε στα νεότερα ιζήματα.λόγω της μεγάλης εξάπλωσης των Πλειοκαινικών - Πλειστοκαινικών ιζημάτων και των ιδιαιτέρων στρωματογραφικών τους εναλλαγών στην περιοχή ότι σχεδόν στο σύνολο τους οι κατολισθήσεις συμβαίνουν στα ιζήματα αυτά. Στη δημιουργία ασταθών ζωνών βοήθησαν οι έντονες ανυψώσεις των ιζημάτων, η ρηγματογόνος τεκτονική, η λιθολογική ετερογένεια 26

και η έντονη νεοτεκτονική δραστηριότητα της τάφρου του Κορινθιακού. Ο Κορινθιακός κόλπος θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει ένα ασύμμετρο τεκτονικό βύθισμα, τα δε ρήγματα στα οποία οφείλεται η δημιουργία του είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους σχεδόν κατακόρυφα. Τα επίκεντρα των σεισμικών εστιών, που υπάρχουν κατά μήκος του Κορινθιακού κόλπου, αποδεικνύουν ότι τα ρήγματα είναι ακόμα ενεργά. 27

Βαθυμετρικός χάρτης του Κορινθιακού Κόλπου στον οποίο απεικονίζονται τα μεγαλύτερα ρήγματα (τροποποιημένο από Armijo el. al 1996) Όταν σε μια περιοχή έχει δράσει πρόσφατος τεκτονισμός, αυτός αντανακλά κατευθείαν στη μορφολογία της, όπως συμβαίνει στον Κορινθιακό κόλπο, ο οποίος αποτελεί μία ασύμμετρη τάφρο εγκατακρήμνησης και σχηματίστηκε μετά το Ανώτερο Μειόκαινο. Η βόρεια Πελοπόννησος έχει ανυψωθεί γύρω στα 2000μ, ενώ η νότια και κεντρική Στερεά έχει Βυθιστεί κατά την διάρκεια του Πλειόκαινου και του Τεταρτογενούς. Έχει αναφερθεί ότι οι αποθέσεις Νεογενούς ηλικίας, δεν συναντώνται κατά μήκος των ακτών της νότιας Στερεάς, ενώ παρουσιάζονται εκτενώς στη Β. Πελοπόννησο. Τα νεογενή αποτελούνται από άργιλο, μάργες και άμμο. Επίσης χαρακτηριστική είναι η ανάπτυξη θαλάσσιων αναβαθμίδων κατά μήκος των ακτών της Β. Πελοπόννησου ενώ 28

απουσιάζουν στη νότια Στερεά. Η σχέση μορφολογίας και πρόσφατης τεκτονικής σε αυτήν την περιοχή, φαίνεται από τις επιμήκεις τομές των κύριων κοιτών, των μεγαλύτερων ποταμών' που εκβάλουν στον κόλπο, σε κάθε πλευρά του (V. Sabot and Η. Maronloan 1982). Οι V. Sobot και Η Marokian (1982) έχουν δημιουργήσει δεκατρείς επιμήκεις τομείς ποταμών της Βόρειας Πελοπόννησου και επτά της Νότιας Στερεάς που δείχνουν την ασύμμετρη ανάπτυξη του κόλπου. Αναφέρθηκε ήδη ότι ο Κορινθιακός κόλπος είναι μία ασύμμετρη τεκτονική τάφρος και η ασυμμετρία του. εκφράζεται από την μορφολογία του πυθμένα. Έτσι η ηπειρώτικη κρηπίδα και κατωφέρεια είναι πολύ περιορισμένες σε έκταση στις ακτές της Βόρειας Πελοπόννησου, ενώ είναι πολύ εκτενείς, κατά μήκος των Βόρειων παραλίων του κόλπου (στη Νότια Στερεά). 2.4 ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Οι κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής μελέτης εξετάζονται στα πλαίσια της μελέτης του κλίματος του νομού Αχαΐας. Η Αχαΐα όπως έχει αναφερθεί και σε προηγούμενο κεφάλαιο βρίσκεται στο ΒΔ άκρο της Πελοποννήσου και βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος (δυτικά) και από τους κόλπους Πατραϊκό και Κορινθιακό (βόρεια).το εσωτερικό καλύπτεται από ορεινούς όγκους με μέγιστο υψόμετρο 1500 2000m. Το κλίμα στην περιοχή είναι εύκρατο μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μεσογειακό» στα παράκτια τμήματα και «ηπειρωτικό» στο εσωτερικό και ορεινό τμήμα του νομού. 29

Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι περίπου 17-1SC'C στην παράκτια περιοχή και χαμηλότερη στις ορεινές περιοχές. Το χειμώνα στην περιοχή μελέτης η θερμοκρασία είναι μεγαλύτερη από άλλες περιοχές της Πελοποννήσου γιατί επηρεάζεται περισσότερο από τους δυτικούς ανέμους παρά από τους βόρειους, που είναι ψυχρότεροι, επειδή προστατεύεται από τις οροσειρές της Στερεάς Ελλάδας. Στο ορεινό τμήμα τού νομού Αχαΐας η εποχή του χειμώνα έχει μεγάλη διάρκεια με παγετούς και πολλά χιόνια. 30

3.1 ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ BADLANDS, ΟΡΙΣΜΟΣ - ΓΕΝΙΚΑ Τα Badlands είναι ένα είδος ξηρού εδάφους όπου μαλακότερα ιζηματογενή πετρώματα και εδάφη πλούσια σε άργιλο έχουν εκτενώς διαβρωθεί από τον αέρα και το νερό. Χαρακτηρίζονται από απότομες πλαγιές, ελάχιστη βλάστηση, έλλειψη εδαφικού καλύμματος, και υψηλή πυκνότητα δικτύου απορροής. Φαράγγια, χαράδρες, ρεματιές και άλλες τέτοιες γεωλογικές μορφές είναι κοινές σε badlands. Συχνά είναι δύσκολο να περιηγηθείτε με τα πόδια. Badlands έχουν συχνά μια εντυπωσιακή εναλλαγή χρωμάτων όπου εναλλάσσονται σκούρες μαύρο -μπλε ράβδωσης άνθρακα με ανοιχτόχρωμες αργίλους και κόκκινη σκωρία Τα Badlands χαρακτηρίζονται από λεπτό ως ανύπαρκτο στρώμα εδάφους. Τα προφίλ των badlands σε ξηρά κλίματα είναι πιθανό να μοιάζουν με το ένα το άλλο. Στις περιοχές αυτές, το ανώτερο στρώμα (~ 1-5 cm) συνήθως αποτελείται από προσχώσεις, αργιλικούς σχιστόλιθους, και άμμο. Το στρώμα αυτό μπορεί είτε να αποτελεί μια συμπαγή κρούστα ή μια πιο χαλαρή. Κάτω από το ανώτερο στρώμα βρίσκεται είναι ένα υπόστρωμα (~ 5-10 cm), το οποίο υπέρκειται μιας μεταβατικής στρώσης θραύσματων (~ 10-40 cm), η οποία σε μεγάλο βαθμό αποτελείται από χαλαρά θραύσματα σχιστόλιθου, ακολουθεί ένα στρώμα μια διαβρωμένου σχιστόλιθου. Σε λιγότερο ξηρές περιοχές, ωστόσο, το προφίλ εδαφικό κάλυμμα μπορεί να ποικίλλει σημαντικά. Μερικά badlands δεν έχουν κανένα απολύτως 31

εδαφικό κάλυμμα, και έχουν ως ανώτατο όριο γυμνό βράχο, όπως ψαμμίτη. Άλλοι έχουν ένα εδαφικό κάλυμμα με πηλό, και άλλοι ακόμα έχουν μια βιολογική κρούστα από βρύα ή λειχήνες 3.2 ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ BADLANDS Ο σχηματισμός των Badlands είναι αποτέλεσμα δύο διεργασιών, της απόθεσης και τη διάβρωσης. Η διαδικασία της απόθεσης περιλαμβάνει τη συσσώρευση, με την πάροδο του χρόνου, των στρωμάτων του ορυκτού υλικού. Διαφορετικά περιβάλλοντα, όπως θάλασσες, ποτάμια, ή τροπικές ζώνες, αποθέτουν διαφορετικά είδη αργίλων, ιλύ και άμμο. Για παράδειγμα, οι σχηματισμοί badlands στο Badlands National Park, Νότια Ντακότα, ο σχηματισμός της απόθεσης δημιουργήθηκε σε μια περίοδο 47 εκατομμυρίων ετών εναπόθεσης η οποία διήρκεσε τρεις μεγάλες γεωλογικές περιόδους (η Κρητιδικής Περιόδου, του Άνω Ηώκαινο, και του Ολιγοκαίνου) με αποτέλεσμα σαφή, διακριτά στρώματα ιζημάτων τα οποία χρησιμεύουν ως μια χαρακτηριστική απεικόνιση του νόμου της επαλληλίας. Μόλις τα αποτεθημένα ιζήματα έχουν στερεοποιηθεί, το ιζηματογενές υλικό υπόκειται σε διάβρωση. Οι ακριβείς διαδικασίες της διάβρωσης που λαμβάνει χώρα ποικίλλουν ανάλογα με την σύσταση και την δομή του υλικού της ιζηματογένεσης 32

της Basilicata Η «Calanchi» του Aliano, στην ιταλική περιφέρεια Γεωλογικό Πάρκο στη βορειοδυτική Νεμπράσκα 33

3.3 Σχηματισμοί BADLANDS στην περιοχή μελέτης Από τα προαναφερθέντα στοιχεία προκύπτει ότι η περιοχή μελέτης είναι πρόσφορη για την ανάπτυξη των badlands. Πράγματι οι γεωμορφές αυτές είναι ευρέως διαδεδομένες σε όλα σχεδόν τα αργιλούχα πρανή στην περιοχή μελέτης. Τα badlands, που αναγνωρίστηκαν από παρατηρήσεις στην ύπαιθρο και από αεροφωτογραφίες, μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις ομάδες με κριτήριο τη διεύθυνση έκθεσής τους. Έτσι λοιπόν διαπιστώνεται μία πρώτη ομάδα badlands με διεύθυνση έκθεσης ΝΝΑ, μια δεύτερη ομάδα με Α διεύθυνση και μια τρίτη με ΔΒΔ διεύθυνση. Οι τρεις αυτές διευ- θύνσεις συμπίπτουν απόλυτα με τις διευθύνσεις των ρηγμάτων στην περιοχή (Doutsos et al., 1988) (Σχ. 3.2.1). 34

Σχ. 3.2.1. α. Ροδόγραμμα κατανομής ρηγμάτων στον Δ. Κορινθιακό κατά Doutsos et al. (1988), β. Ροδόγραμμα των διευθύνσεων έκθεσης των badlands στην περιοχή μελέτης. Η σύγκριση δείχνει ότι τα badlands σχετίζονται άμμεσα με τα ρήγματα που υπάρχουν στο Δ. Κορινθιακό. Τα badlands που αναγνωρίστηκαν με διεύθυνση έκθεσης ΝΝΑ βρίσκονται τοπογραφικά ψηλότερα, παρουσιάζουν μία μορφολογία διαφορετική από αυτή των κλασικών badlands και καλύπτονται από βλάστηση.η διαφοροποίηση στη μορφολογία των διαβρωσιγενών αυτών γεωμορφών από τις κλασικές γεωμορφές των badlands συνίσταται στο ότι, οι διαχωριστικές ράχες τους δεν είναι οξύληκτες, αλλά πιο απο- στρογγυλομένες, το κεντρικό τους ρέμα είναι αρκετά βαθύ και οι κλίσεις των πρανών τους αρκετά 35

ομαλές. Έχει παρατηρηθεί ότι γεωμορφές που παρουσιάζουν αυτήν την αποστρογγυλομένη μορφή έχουν δημιουργηθεί σε προϋπάρχουσες κατολισθήσεις (Bisci et al., 1992). Το γεγονός αυτό εξηγείται από το βάθος του κεντρικού ρέματός τους και από την υψηλή τοπογραφική τους θέση, που σε συνδυασμό με την υψηλή υγρασία (λόγω της χαμηλότερης θερμοκρασίας και εξάτμισης απ' ότι στις άλλες πλευρές), ευνοεί τέτοια κατολισθητικά φαινόμενα. Στις γεωμορφές αυτές παρατηρούνται και νεότερα κατολισθητικά φαινόμενα. Οι κατολισθήσεις τόσο οι προϋπάρχουσες όσο και νεότερες είναι τυπικά παραδείγματα κορεσμένων εδαφών. Επιπλέον η αυξημένη υγρασία ευνοεί την ανάπτυξη της βλάστησης. Στις νεότερες κατολισθήσεις δημιουργείται μια δεύτερη γενιά badlands, που και αυτές έχουν σχεδόν τα ίδια μορφολογικά χαρακτηριστικά με τις προαναφερθείσες γεωμορφές. Οι διαφορές που παρατηρούνται σε σχέση με τις προηγούμενες γεωμορφές είναι η απουσία βλάστησης και η απότομη κλίση των πρανών τους, γεγονός που κατά την άποψή μου οφείλεται στο νεαρό της ηλικίας των τελευταίων γεωμορφών και δηλώνει ότι οι μορφές αυτές είναι ακόμη και σήμερα μορφολογικά ενεργές. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από badlands με Α διεύθυνση έκθεσης που έχουν αναπτυχθεί σε Πλειο - Πλειστοκαινικές αργίλους. Η παρουσία των γεωμορφών αυτών δεν είναι και τόσο συχνή στην περιοχή μελέτης. Οι διαχωριστικές τους ράχες είναι οξύληκτες και χαρακτηρίζονται από μεγάλης κλίσης πρανή, σχεδόν κατακόρυφα, που κατά κύριο λόγο έχουν δημιουργηθεί από Πλειο - Πλειστοκαινικά ρήγματα. Η παντελής σχεδόν απουσία της 36

φυτοκάλυψης σ' αυτά τα badlands οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι ακόμη και σήμερα η περιοχή είναι μορφολογικά ενεργή. Τέλος, η τρίτη ομάδα, που αποτελεί και τον κύριο όγκο των γεωμορφών badlands στην περιοχή μελέτης, είναι αυτή με ΔΒΔ διεύθυνση έκθεσης. Η ομάδα αυτή μπορεί να χωριστεί σε δύο υποομάδες Η πρώτη υποομάδα περιλαμβάνει τα badlands με οξύληκτες τις διαχωριστικές τους ράχες, απότομα πρανή και κλίση των στρωμάτων αντίθετη από αυτή των πρανών, τα οποία δεν διαθέτουν μεν φυτοκάλυψη, αλλά βρίσκονται κάτω από ένα καλώς συνεκτικοποιημένο, δηλαδή σκληρό στρώμα (Οι ενεργές αυτές γεωμορφές δεν έχουν καλά ανεπτυγμένες χαραδρώσεις. Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι το ανώτερο σκληρό στρώμα λειτουργεί προστατευτικά και περιορίζει τη διαβρωτική ενέργεια του βρόχινου νερού, επομένως τη ρεματική διάβρωση. Η δεύτερη υποομάδα χαρακτηρίζεται από μέτριας έως μικρής κλίσης πρανή, οξύληκτες διαχωριστικές ράχες και έντονη φυτοκάλυψη. Η φυτοκάλυψη σ' αυτές τις γεωμορφές δικαιολογείται από το γεγονός, ότι η 37

υγρασία στις βόρειες περιοχές είναι μεγαλύτερη απ' ότι στις άλλες, κάτι που ευνοεί την ανάπτυξη της βλάστησης αφ ενός και αφ' ετέρου δεν επιτρέπει την ξήρανση του εδάφους. Η φυτοκάλυψη έχει άμεσο αποτέλεσμα τη διατήρηση της μορφολογίας των πρανών. Ένα μεγάλο μέρος των γεωμορφών αυτών παραδόθηκε στις πυρκαγιές του καλοκαιριού του 1995, με άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της διαβρωτικής ενέργειας του βρόχινου νερού, αποτελέσματα τα οποία θα φανούν με την πάροδο του χρόνου και την δημιουργία νεότερων γεωμορφών τύπου badland. Στην περιοχή μελέτης μετρήθηκαν περίπου 185 γεωμορφές τύπου badlands, εκ των οποίων 50 ανήκουν στην ομάδα με διεύθυνση έκθεσης ΝΝΑ, 20 στην ομάδα με διεύθυνση έκθεσης Α και 115 στην ομάδα με δι- 38

εύθυνση έκθεσης ΔΒΔ. Χαρακτηριστικά badlands της τρίτης ομάδας με το ανώτερο σκληρό στρώμα. 39

Συχνότητα των Badlands( σε απόλυτους αριθμούς) ανάλογα με την διεύθυνση έκθεσης στην μελετηθείσα περιοχή 40

4 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Στις βόρειες πλαγιές του Παναχαϊκού όρους αναγνωρίστηκαν οι ακόλουθες τρεις ομάδες badlands: Η ομάδα με διεύθυνση έκθεσης ΝΝΑ και αποστρογγυλεμένη μορφή, άλλη με διεύθυνση έκθεσης Α και οξύληκτες διαχωριστικές ράχες και τέλος τρίτη με διεύθυνση έκθεσης ΔΒΔ και οξύληκτες τις διαχωριστικές τους ράχες. Η τρίτη ομάδα badlands είναι η συχνότερα απαντώμενη στην περιοχή μελέτης. Τέλος οι κλίσεις των πρανών σε ορισμένα badlands είναι μεγαλύτερες απ' ότι σε άλλα. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα κριτήριο για τον διαχωρισμό των γεωμορφών αυτών σε ενεργά και μη ενεργά badlands. 41

4 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Bisci, C., Dramis, F. & Gentili, B. (1992). Badlands on the Adriatic side of central Italy. Geooekoplus, 3, 55-68. Doutsos, T., Kontopoulos, N., Poulimenos, G. (1988). The Corinth-Patras rift as the initial stage of continental fragmentation behind an active island arc (Greece). Basin Research, 1, 177-190. Doutsos, T., Poulimenos, G. (1992). Geometry and kinematics of active faults and their seismotectonic significance in the western Corinth Patras rift (Greece).-J. Struct. Geol., 1, (6): 689-699. Frydas, D., Kontopoulos, N., Stamatopoulos, L., Guernet, C., Voltaggio, M. (1995). Middle-late Pleistocene sediments in the northwestern Peloponnesus, Greece. A combined study of biostratigraphical, radiochronological and sedimentological results. Berliner geowiss. Abh. E16, 589-605. Kontopoulos, N., Stamatopoulos, L. (1990). A stream-flow controlled wet Late Quaternary alluvial fan, NW Peloponnese, Greece. II Quaternario, 3, n. 1, 61-72. Stamatopoulos, L., Voltaggio, M., Kontopoulos, N. (1994). 230Th/238U Dating of corals from Tyrrhenian marine deposits and the paleogeographic evolution of the western Peloponnesus (Greece). Muenster. Forsch. Geol. Palaont., 76, 345-352. Tsolis - Katagas, P. (1992). Randomly interstratified clay minerals in Plio- Pleistocene sediments of NW Peloponnesus, Greece: origin and distribution. Geologica Balcanica, 22, 75-87. Voudouris, K., Lambrakis, N., Tiniakos, L. (1994). Fluctuations of water balance in Achaia area (NW Peloponnesus, Greece) and impact on groundwater quality. Proc. Restoration and Protection of the Environment II, August 1994, Patras, 140-147. "Badlands" in Chambers's Encyclopædia. London: GeorgeNewnes, 1961, Vol. 2, p. 47. ^ Jump up to:a b c A.J. Parsons and A.D. Abrahams, Editors (2009) Geomorphology of Desert Environments (2nd ed.) Springer Science & Business Media ISBN 978-1402057182 Jump up^ Bryan, R. and A. Yair, 1982a. Perspectives on studies of badland geomorphology. In Badland geomorphology and piping. R. Bryan and A. Yair (eds), 1-3. Norwich: Geo Books. Jump up^ Badlands national park south dakota. (2013, November 07). Retrieved from http://www.nps.gov/badl/index.htm ^ Jump up to:a b http://www.nps.gov/badl/researchers-study-badlands-erosionrates.htm Jump up^ Thomas, D. (2011). Arid zone geomorphology: Process, form and change in drylands. (3rd ed.). Wiley. 42