ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΗΜΑΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΩΝ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ Νίκος Βέργης Πανεπιστήμιο Κρήτης

Σχετικά έγγραφα
PRAGMATIQUE ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Αγγελική Αλεξοπούλου

Βιολογική εξήγηση των δυσκολιών στην ανθρώπινη επικοινωνία - Νικόλαος Γ. Βακόνδιος - Ψυχολόγ

Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΗ ΛΕΚΤΙΚΗ. ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 3. Δημιουργία και Βελτίωση Κοινωνικού Εαυτού

Η ΜΕΣΩ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Φρειδερίκη ΜΠΑΤΣΑΛΙΑ Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ελένη ΣΕΛΛΑ Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα

ΜΕΘΟΔΟΙ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΙΙ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ»

Άδειες Χρήσης. Μοντέλο προαγωγής προγραμμάτων αγωγής υγείας μέσω της φυσικής αγωγής. Χρηματοδότηση. Σκοποί ενότητας. Οι παρακάτω θεωρίες

You cannot NOT communicate δεν μπορείς να ΜΗΝ επικοινωνείς!!!(paul Watzlawick)

Πολιτισμική μάθηση. Κοινωνικές δεξιότητες Πολιτισμικές αντιλήψεις Διαπολιτισμική επικοινωνία Διαπολιτισμική διαμεσολάβηση

Γνώση του εαυτού μας

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Α.Μ.: 09/061. Υπεύθυνος Καθηγητής: Σάββας Μακρίδης

2 Composition. Invertible Mappings

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 7 2/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΠΜΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΙΑ - ΔΙΑΤΡΟΦΗ, ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΙΑΣ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ, ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ CYPRUS COMPUTER SOCIETY ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΜΑΘΗΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ 19/5/2007

Ναπολέων Μήτσης: Αποσπάσματα κειμένων για τη σχέση γλώσσας και πολιτισμού

knowledge shared information definiteness anaphoric given old Prince +32/ +

Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: ΣΟΦΙΑ ΑΡΑΒΟΥ ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ

Τ.Ε.Ι. ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ & ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

ST5224: Advanced Statistical Theory II

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

þÿ Á±½Äà Å, šåá¹±º Neapolis University þÿ Á̳Á±¼¼± ¼Ìù±Â ¹ º à Â, Ç» Ÿ¹º ½ ¼¹ºÎ½ À¹ÃÄ ¼Î½ º±¹ ¹ º à  þÿ ±½µÀ¹ÃÄ ¼¹ µ À»¹Â Æ Å

Τι μας εμποδίζει να συμπεριφερθούμε φιλικά προς το περιβάλλον?

Η οργάνωση της γνώσης ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ

ΚΕΙΜΕΝΑ Ι 1. 1 Τα κείμενα που ακολουθούν συνοδεύουν και υποβοηθούν τη μελέτη των αντίστοιχων

GEORGE BERKELEY ( )

ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΕ ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ CLOUD COMPUTING ΜΑΘΗΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

Πτυχιακή Εργασία Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕ ΣΤΗΘΑΓΧΗ

Ordinal Arithmetic: Addition, Multiplication, Exponentiation and Limit

Επικοινωνία προπονητή-αθλητών

ΠΕΡΙ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ. Μαρία Καλδρυμίδου

Συστήματα Γνώσης. Θεωρητικό Κομμάτι Μαθήματος Ενότητα 2: Βασικές Αρχές Αναπαράστασης Γνώσης και Συλλογιστικής

Risk Management & Business Continuity Τα εργαλεία στις νέες εκδόσεις

Στερεότυπα και προκαταλήψεις. Το σύνολο των χαρακτηριστικών που πιστεύεται ότι καθορίζουν µια οµάδα ανθρώπων ονοµάζονται στερεότυπα.

Σχεδιασμός βελτίωσης της σχέσης μεταξύ διοίκησης ΑΈΙ και πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης. Ιωάννης Κλαψόπουλος. 1. Εισαγωγή Η

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ CHAT ROOMS

Παρουσίασε τον εαυτό σου στον κόσμο

6.1. Dirac Equation. Hamiltonian. Dirac Eq.

Επικοινωνία, Μάθηση και Προσεγγίσεις Αποτελεσματικής Διδασκαλίας Λευκωσία 26 Φεβρουαρίου 2014

Phys460.nb Solution for the t-dependent Schrodinger s equation How did we find the solution? (not required)

Παρουσιάσεις με Αντίκτυπο (High Impact Presentations) Χαρίκλεια Τσαλαπάτα 11/10/2017

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ιαταραχές επικοινωνίας στον αυτισμό

ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ. ΤΗΣ ΔΟΜΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΩΣΥΡ κυρίως μετά τη δεκαετία του 60

Δείκτες Επικοινωνιακής Επάρκειας Κατανόησης και Παραγωγής Γραπτού και Προφορικού Λόγου Γ1/Γ2 ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΙΓ' ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ

CHAPTER 25 SOLVING EQUATIONS BY ITERATIVE METHODS

Μέρος Β /Στατιστική. Μέρος Β. Στατιστική. Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εργαστήριο Μαθηματικών&Στατιστικής/Γ. Παπαδόπουλος (

Παρουσιάσεις με Αντίκτυπο (High Impact Presentations) Χαρίκλεια Τσαλαπάτα 19/10/2015

e-seminars Διοικώ 1 Επαγγελματική Βελτίωση Seminars & Consulting, Παναγιώτης Γ. Ρεγκούκος, Σύμβουλος Επιχειρήσεων Εισηγητής Ειδικών Σεμιναρίων

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

A μέρος Σεμιναρίου. Λευκωσία Οκτωβρίου 2008 Μαρία Παναγή- Καραγιάννη

Μεταπτυχιακή εργασία : Μελέτη της εξέλιξης του προσφυγικού οικισμού της Νέας Φιλαδέλφειας με χρήση μεθόδων Γεωπληροφορικής.

Παραγωγή προφορικού λόγου

Dynamic types, Lambda calculus machines Section and Practice Problems Apr 21 22, 2016

Ας συστηθούμε. Νίκος Πολίδης. Business & Life NLP Coach, Soft-Skills Trainer. info@polidis.gr.

ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΤΩΝ ΒΡΕΦΩΝ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΥΓΕΙΑΣ. Πτυχιακή εργασία

Assalamu `alaikum wr. wb.

EDUS265 Εκπαιδευτική Τεχνολογία

Ασαφής Λογική (Fuzzy Logic)

Η φύση της προκατάληψης (Allport, 1954).

2. Μοντέλα Ερευνας Γενικά Μοντέλα έρευνας

Finite Field Problems: Solutions

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

Συνεργατικές δραστηριότητες για την εξ αποστάσεως επιμόρφωση/υποστήριξη περιθαλπόντων ασθενών με νόσο Alzheimer

Fractional Colorings and Zykov Products of graphs

Αναερόβια Φυσική Κατάσταση

Αζεκίλα Α. Μπνπράγηεξ (Α.Μ. 261)

Εισαγωγή στην Πληροφορική

Προσωπική Aνάπτυξη. Ενότητα 4: Συνεργασία. Juan Carlos Martínez Director of Projects Development Department

C.S. 430 Assignment 6, Sample Solutions

the total number of electrons passing through the lamp.

A8-0206/136

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΗΜΟΣΙΑΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟ ΙΟΙΚΗΣΗΣ Β ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΤΜΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΕΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Θέµα:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΑΜΕΣΕΣ ΞΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ

Το ταξίδι στην 11η διάσταση

Σχέσεις, Ιδιότητες, Κλειστότητες

Εκπαιδευτική Τεχνολογία και Θεωρίες Μάθησης

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 6: Η σημασία των ερωτήσεων στην εκπαιδευτική διαδικασία

Η γεφύρωση της οικονομικής θεωρίας και της εφαρμοσμένης οικονομικής ανάλυσης: η χρησιμότητα μίας ενημερωμένης οικονομικής Βιβλιοθήκης

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

Η Θεωρία του Piaget για την εξέλιξη της νοημοσύνης

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ

þÿ ÀÌ Ä º± µä À ¹ ¼ ½

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

þÿµ½ ÃÇ»¹º  ² ±Â ÃÄ ÃͳÇÁ þÿ ¼ ĹºÌ ÃÇ»µ

Jordi Alsina Iglesias. Υποψήφιος διδάκτορας. Πανεπιστήμιο Βαρκελώνης

Αξιολογήστε την ικανότητα του μαθητή στην κατανόηση των προφορικών κειμένων και συγκεκριμένα να:

ΠΕΡΙΛΗΨΗ. Είναι γνωστό άτι καθημερινά διακινούνται δεκάδες μηνύματα (E~mail) μέσω του διαδικτύου

Προβλήματα, αλγόριθμοι, ψευδοκώδικας

Transcript:

ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΗΜΑΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΩΝ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ Νίκος Βέργης Πανεπιστήμιο Κρήτης nickvergis@yahoo.co.uk Abstract For the most part, so far, the proponents of Relevance Theory have been dealing with factual knowledge in analyzing utterances. What is proposed here is that, if one puts social knowledge in the place of factual knowledge, one may then discover a parallel level of relevance connected, this time, to the social meaning of linguistic forms and not only with the facts they convey. In what follows, I will try to show how a propositionally oriented model of pragmatics can accommodate the social dimension of language. Several technical concepts of Relevance Theory are introduced, which are meant to define the inferential mechanisms by which the hearer finds a verbal stimulus (ir)relevant. In the inferential process, a verbal stimulus that conveys social meaning interacts with social assumptions situated in the hearer s context. The cognitive effects produced by this interaction in the hearer s mind determine the relevance degree of the stimulus. 1. Εισαγωγή Θα κάνω κάποιες προτάσεις για τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικά σημασιοδοτημένες γλωσσικές εκφράσεις επιτυγχάνουν συνάφεια. Λέγοντας Κοινωνικά Σημασιοδοτημένες Εκφράσεις (εφεξής ΚΣΕ) εννοώ γλωσσικές μονάδες που το νόημά τους διαμεσολαβείται από αναπαραστάσεις εξωγλωσσικών κοινωνικών κατηγοριών, όπως η εξουσία, οι κοινωνικοί ρόλοι, η ιδιότητα του ανήκειν σε μια ομάδα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κτλ. Είναι, με άλλα λόγια, γλωσσικές μονάδες ή και συνδυασμοί μονάδων που έρχονται στο νου του αποδέκτη πάντα με ένα χαρακτηρισμό διαμεσολαβημένο από την κοινωνική κατηγοριοποίηση. Οι ΚΣΕ, όταν χρησιμοποιούνται σε μια περίσταση σύμφωνα με αυτό που θεωρείται από τον ακροατή ως προσδοκώμενη ή αμαρκάριστη λεκτική συμπεριφορά, δημιουργούν τουλάχιστον συνάφεια με την έννοια της συνάφειας σε ένα συμφραζόμενο (relevance in a context) σε ένα πιο αφηρημένο επίπεδο αλλά όχι συνάφεια για ένα άτομο (relevance to an individual), όπως την ορίζουν οι Sperber & Wilson (1995: 122, 265). Δεν ανιχνεύονται θετικά γνωσιακά αποτελέσματα (positive cognitive effects), αλλά ενισχύονται παραδοχές στο συμφραζόμενο του ακροατή με ελάχιστη προσπάθεια από την πλευρά του. 661

Επίσης, οι ΚΣΕ μπορούν να δημιουργήσουν αποτελέσματα παρόμοια με αυτά που περιγράφονται υπό τον όρο ποιητικά αποτελέσματα (poetic effects) των Sperber & Wilson (1995: 222), με άλλα λόγια η συνάφεια επιτυγχάνεται μέσα από ένα αριθμό ασθενών υπονοημάτων (weak implicatures). Τέλος, η χρήση ΚΣΕ μπορεί να δημιουργήσει συνάφεια με την έννοια της συνάφειας για ένα άτομο, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, και κατά συνέπεια αποτελέσματα, από την άποψη ότι τροποποιείται το γνωσιακό περιβάλλον του ακροατή, ο οποίος έχει προηγουμένως αναγνωρίσει την πρόθεση του ομιλητή. 2. Συμφραζόμενο και κοινωνικές παραδοχές H πρώτη πρόταση που γίνεται εδώ είναι ότι υπό αμαρκάριστες συνθήκες οι ΚΣΕ δημιουργούν τουλάχιστον συνάφεια σε ένα συμφραζόμενο (relevance in a context), στο συμφραζόμενο του ακροατή. Τι είναι όμως συμφραζόμενο στο πλαίσιο της Θεωρίας της Συνάφειας; Οι Sperber & Wilson (1995: 15-16) απαντούν: (1) «Ένα συμφραζόμενο είναι μια ψυχολογική κατασκευή, ένα υποσύνολο των παραδοχών του ακροατή για τον κόσμο. [...] Με αυτή την έννοια, ένα συμφραζόμενο δεν περιορίζεται σε πληροφορίες για το άμεσο φυσικό περιβάλλον ή τα εκφωνήματα που έχουν προηγηθεί: στην ερμηνεία μπορεί να παίζουν ρόλο προσδοκίες για το μέλλον, επιστημονικές υποθέσεις ή θρησκευτικές πεποιθήσεις, αναμνήσεις, γενικές πολιτισμικές παραδοχές, υποθέσεις για τις σκέψεις που μπορεί να φιλοξενεί ο ομιλητής» 1 [δική μου η πλαγίωση]. Στο συμφραζόμενο θα μπορούσαν ίσως να φιλοξενούνται επιπλέον αντιλήψεις για την κοινωνική κατηγοριοποίηση (το κύρος, τους κοινωνικούς ρόλους, την ιεραρχία, την εξουσία που αποδίδουμε ως ιδιότητες στον εαυτό μας και τους άλλους αλλά και τις συσχετίσεις στις οποίες προχωρούμε αναφορικά με αυτές τις παραμέτρους ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους). Επίσης, μπορούν να περικλείονται μεταναπαραστάσεις (meta-representations) που αφορούν τη χρήση των γλωσσικών εκφράσεων (βλ. Zegarac, 1998) αλλά και αναπαραστάσεις που συνδέουν τη γλώσσα με κοινωνικές κατηγορίες (βλ. Cargile et al., 1994). Στο συμφραζόμενο δηλαδή μπορούν να περιληφθούν και τα προϊόντα της κυψέλης που ονομάζεται Κοινωνική Νόηση (Social Cognition). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι κοινωνικές παραδοχές δεν υπόκεινται σε τροποποίηση τόσο εύκολα όσο άλλου είδους παραδοχές (Janney & Arndt, 1992). Αν, για παράδειγμα, μια κοινωνική παραδοχή μου επιτάσσει να χρησιμοποιώ συγκεκριμένους γλωσσικούς τύπους που προορίζονται για συναλλαγές με ανώτερούς μου (π.χ. πληθυντικό 1 Αυτό, όπως και όλα τα αποσπάσματα που ακολουθούν, είναι μεταφρασμένα από το συντάκτη του κειμένου. 662

ευγένειας, ίσως συγκεκριμένες προσφωνήσεις κτλ.), αυτή η παραδοχή μου δεν πρόκειται να τροποποιηθεί αν ακούσω έναν συνάδελφό μου να χρησιμοποιεί ενικό προς τον κοινό μας προϊστάμενο. Η ένδειξη δηλαδή της χρησιμοποίησης μιας λεκτικής συμπεριφοράς που δε συνάδει με την κοινωνική μου παραδοχή δεν πρόκειται να αποδυναμώσει το περιεχόμενο της ίδιας της παραδοχής. Πρέπει επίσης να δούμε τις κοινωνικές παραδοχές ως αναπαραστάσεις που έχουν βαθμούς προσβασιμότητας. Οι Sperber & Wilson (1995: 77) λένε ότι «ως αποτέλεσμα ενός είδους συνήθειας, όσο πιο πολύ επεξεργάζεται μια αναπαράσταση ένα άτομο, τόσο πιο προσβάσιμη γίνεται. Ως εκ τούτου, όσο μεγαλύτερη είναι η συχνότητα της επεξεργασίας που εμπλέκεται στο σχηματισμό μιας παραδοχής και όσο πιο συχνά έχει το άτομο πρόσβαση σε αυτή, τόσο μεγαλύτερη είναι η προσβασιμότητά της». Εφόσον και οι κοινωνικές παραδοχές φιλοξενούνται στη μνήμη, πρέπει να έχουν κάποιους περιορισμούς προσβασιμότητας. Όσο πιο συχνά το άτομο τις επεξεργάζεται, τόσο πιο εύκολα ανακαλούνται και τόσο πιο προσβάσιμες γίνονται. Οι κοινωνικές παραδοχές ενός ατόμου διαμορφώνουν ένα σύνολο. Αυτό το σύνολο ωστόσο ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος από αυτό δεν το αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος ως ιδιοσυγκρασιακό. Αντίθετα, θεωρεί ότι είναι κοινό στους ανθρώπους που θεωρούνται μέλη του πολιτισμού του, της ομάδας του κτλ., θεωρεί με άλλα λόγια ότι υπάρχει αμοιβαιότητα στα κοινωνιογνωσιακά περιβάλλοντα. Δεν είναι απίθανο φυσικά να διαθέτει και μια θεωρία για τις κοινωνικές παραδοχές άλλων πολιτισμικών συστημάτων ή κοινωνικών ομάδων εντός του ίδιου του πολιτισμού του. 3. Συμφραστική Συνάφεια Αλλά ας έρθουμε τώρα στο αρχικό ζήτημα. Είπαμε ότι οι ΚΣΕ δημιουργούν τουλάχιστον συνάφεια σε ένα συμφραζόμενο (relevance in a context) σε ένα πιο αφηρημένο επίπεδο. Ας δούμε πώς ορίζουν αυτή την έννοια οι Sperber & Wilson (1995: 122): (2) «Μια παραδοχή είναι συναφής σε ένα συμφραζόμενο αν, και μόνο αν, έχει κάποιο συμφραστικό αποτέλεσμα σε αυτό το συμφραζόμενο». Τώρα, το συμφραστικό αποτέλεσμα (contextual effect) έχει το εξής περιεχόμενο: (3) «Το {P} (όπου P είναι μια λογική πρόταση) έχει ένα "συμφραστικό αποτέλεσμα" στο {C} (όπου C είναι το συμφραζόμενο) αν μπορεί κανείς να συναγάγει μια λογική πρόταση Q από την ένωση του {P} με το {C} που δεν μπορεί να συναχθεί μόνο από το {P} ή μόνο από το {C}, ή αν το {P} αποδυναμώνει ή ενισχύει παραδοχές στο {C}». (O'Neill 1988/9: 243, που το παραθέτει από το Sperber & Wilson, 1986: 107-117, δική μου η πλαγίωση). 663

Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι δύο στενοί φίλοι που ηλικιακά είναι γύρω στα 25 συναντιούνται και λέει ο ένας στον άλλο: (4) Πώς πάει, ρε μαλάκα; Σύμφωνα με την πρόταση που γίνεται εδώ, ένα στοιχείο του εκφωνήματος, η έκφραση μαλάκας 2, θα μπορούσε να θεωρηθεί συναφές στο συμφραζόμενο του ακροατή (ή συμφραστικά συναφής), γιατί δημιουργεί συμφραστικά αποτελέσματα σε αυτό το συμφραζόμενο (Στο Σχήμα αντιπροσωπεύει το Βαθμό 2 Συνάφειας). Το μαλάκας ας θεωρήσουμε ότι είναι το P ανακαλεί στο μυαλό του ακροατή μια κοινωνική παραδοχή. Το περιεχόμενο αυτής της παραδοχής είναι ότι (4α) «Το μαλάκας είναι μια ανεπίσημη προσφώνηση η οποία χρησιμοποιείται μεταξύ συνομήλικων πιο συχνά νέων που θεωρείται ότι έχουν μεγάλη οικειότητα μεταξύ τους» 3. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι η πρόσβαση σε αυτή την παραδοχή είναι αρκετά υψηλή και με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται η γρήγορη και επεξεργαστικά «ανέξοδη» ανάκλησή της. Από την άλλη, έχουμε ένα συμφραζόμενο (το C) το οποίο περιλαμβάνει, εκτός από την (4α) που πυροδοτείται από το P, πληροφορίες από το άμεσο περιβάλλον του ακροατή, οι οποίες εννοείται ότι διαμεσολαβούνται από την κοινωνική κατηγοριοποίηση 4. Αυτές οι πληροφορίες ή παραδοχές περιλαμβάνουν για παράδειγμα: (4β) ότι ο ακροατής ταυτίζει τον ομιλητή που εκφώνησε το (4) ως ένα πρόσωπο με το οποίο έχουν μεγάλη οικειότητα και είναι συνομήλικοι, (4γ) ότι η συνομιλία λαμβάνει χώρα σε μια ανεπίσημη περίσταση. Επίσης το C περιλαμβάνει και πληροφορίες που βρίσκονται στη μνήμη και ενεργοποιούνται από το άμεσο περιβάλλον. Όπως: 2 Φυσικά, κατά την κατασκευή του ρητήματος (explicature) έχει επιλυθεί από τον ακροατή η αμφισημία που αφορά την έκφραση μαλάκας και έχει επιλεχθεί η σημασία του δείκτη οικειότητας. 3 Η διατύπωση μπορεί να φαίνεται αρκετά φορμαλιστική για να φιλοξενείται ακριβώς με αυτό τον τρόπο στο νου του ακροατή, αλλά σκοπός εδώ είναι να δούμε τις βασικές παραμέτρους της παραδοχής. Πάντως, ένα ζήτημα για περαιτέρω έρευνα είναι η ad hoc δόμηση των κοινωνικών εννοιών, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο αναπαριστά ο κάθε άνθρωπος τις κοινωνικές έννοιες. 4 Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε τον Jackendoff (1992): A person will be represented twice in conceptual structure: in the spatial domain, which encodes physical appearance of the body but also in the social domain, which encodes personhood. 664

(4δ) (ο ακροατής πιστεύει) ότι ο ομιλητής θεωρεί τον ακροατή ως πρόσωπο με το οποίο έχει μεγάλη οικειότητα, (4ε) (ο ακροατής πιστεύει) ότι ο ομιλητής μοιράζεται με τον ακροατή το (4α). Όλες αυτές είναι παραδοχές που περικλείονται στο συμφραζόμενο (C) του ακροατή. Τώρα, ποια η σχέση του P με το C; Ποια η σχέση, με άλλα λόγια, της έκφρασης μαλάκας με τις παραδοχές 4α, 4β, 4γ, 4δ και 4ε; Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ότι το P ενισχύει με έμμεσο τρόπο τις παραδοχές στο C. Μέσα από την αλληλεπίδραση των παραδοχών στο C, σίγουρα δεν μπορεί να εξαχθεί ένα Q, μια νέα δηλαδή λογική πρόταση. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι το P δημιουργεί τις προϋποθέσεις που θα κάνουν την (4α) να ενισχύσει άλλες παραδοχές, επομένως μπορούμε να αξιοποιήσουμε το δεύτερο μέρος του ορισμού («Το P έχει ένα "συμφραστικό αποτέλεσμα" στο {C}... αν το {P} αποδυναμώνει ή ενισχύει παραδοχές στο {C}»). Η χρήση της έκφρασης μαλάκας από τον ομιλητή ενισχύει την παραδοχή (4δ) που βρίσκεται στο συμφραζόμενο του ακροατή. Αν λοιπόν ενισχύονται κάποιες παραδοχές στο συμφραζόμενο C και αυτό γίνεται με τη βοήθεια του P, τότε η έκφραση μαλάκας είναι τουλάχιστον συμφραστικά συναφής. Μπορεί ο βαθμός συνάφειας να μην είναι τόσο υψηλός αφού δεν εξάγεται ένα Q, αλλά παρ όλα αυτά αυτή η ΚΣΕ παραμένει συναφής στο συμφραζόμενο του ακροατή. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις πρόσθετες συνθήκες του ορισμού: (5) «Συνθήκη 1: Μια παραδοχή είναι συναφής σε ένα συμφραζόμενο στο βαθμό που τα συμφραστικά της αποτελέσματα είναι μεγάλα. Συνθήκη 2: Μια παραδοχή είναι συναφής σε ένα συμφραζόμενο στο βαθμό που η προσπάθεια που απαιτείται για την επεξεργασία της σε αυτό το συμφραζόμενο είναι μικρή» (Sperber & Wilson 1995: 125). Αν και η έκφραση «μεγάλα» της πρόσθετης Συνθήκης 1 είναι ασαφής μέσα στην ευρύτητά της, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι όσο πιο μεγάλα τα συμφραστικά αποτελέσματα, τόσο πιο μεγάλη η συνάφεια, πράγμα που σημαίνει ότι, αν απλώς ενισχύονται κάποιες παραδοχές του συμφραζομένου, το αποτέλεσμα δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Από την άλλη, αυτό δικαιολογείται αν λάβουμε υπόψη μας το βαθμό επεξεργαστικής προσπάθειας, όπως προβλέπει η Συνθήκη 2. Στο παραπάνω παράδειγμα, δεχτήκαμε ότι η επεξεργαστική προσπάθεια για την ανάκληση της κοινωνικής παραδοχής που σχετίζεται με το μαλάκας είναι μικρή. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μια αρκετά ισορροπημένη κατάσταση σε ό,τι αφορά προσπάθεια και αποτέλεσμα. Πολύ μικρό κόστος, ανάλογα μικρό αποτέλεσμα. 665

Αυτή είναι η κατάσταση πραγμάτων που υποθέτουμε ότι ισχύει σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι συνομιλητές θεωρούν, ή για την ακρίβεια ο ακροατής θεωρεί ότι ο ίδιος και ο ομιλητής θεωρούν με ισχυρό τρόπο ότι μοιράζονται τις ίδιες κοινωνικές παραδοχές, σε αμαρκάριστες συνθήκες. Συνεπώς, αυτό που διαπιστώνεται είναι ένας σχετικά χαμηλός βαθμός συνάφειας. 4. Υπάρχει μη συναφής γλωσσικός τύπος; Ωστόσο, ένα κρίσιμο ερώτημα είναι «Πότε μια ΚΣΕ δεν είναι συναφής;». Ας υποθέσουμε ότι είμαι ένας υπάλληλος που μπαίνει στο γραφείο του εργοδότη του και του απευθύνει το (4) (4) Πώς πάει, ρε μαλάκα; Τρία πράγματα μπορούν να συμβούν στο μυαλό του εργοδότη μου: Πρώτον, ο εργοδότης μου είναι πιθανό να μην έχει στο συμφραζόμενό του την παραδοχή (4α) (Σχήμα Βαθμός 0 Συνάφειας). Σε αυτή την περίπτωση και υπό την προϋπόθεση ότι δε μου αποδίδει πρόθεση, δε γίνονται οι υπολογισμοί που χρειάζεται, δεν αλληλεπιδρούν οι παραδοχές στο συμφραζόμενό του, για να οδηγηθεί σε ενίσχυση κάποιων παραδοχών. Με άλλα λόγια, αν δεν υπάρχει η βασική παραδοχή, δεν μπορεί να συνδυαστεί ολόκληρη ή στοιχεία της με άλλες παραδοχές στο συμφραζόμενό του (από το άμεσο περιβάλλον του ή από τη μνήμη) για να υπάρξει έστω συμφραστική συνάφεια του τύπου που περιγράψαμε παραπάνω. Δεύτερον, είναι δυνατόν να οδηγηθεί σε συμπερασμό (inference), αλλά πρέπει να αξιοποιήσει μια διαφορετική έννοια της έκφρασης μαλάκας, και πιο συγκεκριμένα αυτή που έχει να κάνει με το προσβλητικό περιεχόμενό της και επιπλέον να αποδώσει πρόθεση στον ομιλητή. Αυτό είναι μάλλον λιγότερο πιθανό, γιατί ολόκληρο το εκφώνημα ακούγεται ούτως ή άλλως περίεργο αν προϋποθέσουμε αυτή τη σημασία του λεξήματος. Αλλά ας υποθέσουμε ότι διαθέτει την παραδοχή (4α) (Σχήμα Βαθμός 1 Συνάφειας). Βέβαια, όταν λέμε ότι διαθέτει την παραδοχή, δεν εννοούμε αναγκαστικά ότι την αξιοποιεί πρακτικά στις συνομιλιακές συναλλαγές του με ανθρώπους τα χαρακτηριστικά των οποίων συμπίπτουν με το περιγραφικό περιεχόμενο της παραδοχής. Μπορεί απλώς να τη φιλοξενεί ως παραδοχή που θεωρεί ότι ανήκει σε άλλη κοινωνική ηλικιακή ομάδα. Ο συνδυασμός που θα κάνει με τις παραδοχές από το άμεσο περιβάλλον (ότι εγώ που εκφώνησα το (4) δεν ταυτίζομαι με ένα πρόσωπο με το οποίο έχει μεγάλη οικειότητα ούτε τηρείται η ηλικιακή προϋπόθεση) οδηγεί σε μια ασυμβατότητα ανάμεσα στην (4α) και τις υπόλοιπες παραδοχές. Εδώ, σημαντικός επίσης είναι ο συσχετισμός ανάμεσα στο αποτέλεσμα και στην επεξεργαστική προσπάθεια. Είπαμε ότι στην προηγούμενη περίπτωση μεταξύ των 666

δύο φίλων η ανάκληση της παραδοχής (4α) είναι αρκετά ανέξοδη, αφενός επειδή χρησιμοποιείται συχνά και αφετέρου επειδή αλληλεπιδρά εύκολα με τις άλλες παραδοχές. Εν προκειμένω, θεωρούμε ότι η επεξεργαστική προσπάθεια είναι μεγάλη γιατί ο βαθμός της συνήθους ενεργοποίησης τής (4α) είναι πολύ μικρός. Εδώ η έννοια του σεναρίου (script 5 ) (βλ. Schank & Abelson, 1977) είναι πολύ σημαντική από την άποψη ότι το σενάριο ενεργοποιεί συναφείς παραδοχές οι οποίες ανακαλούνται πολύ πιο εύκολα από ό,τι άσχετες προς αυτό παραδοχές. Το σενάριο της συνάντησης ενός υπαλλήλου με τον εργοδότη του σίγουρα δεν περιλαμβάνει τουλάχιστον σε κάποια πολιτισμικά συστήματα παραδοχές όπως η (4α). Από την άλλη, το αποτέλεσμα είναι μηδαμινό. Συνεπώς, ο εξαιρετικά χαμηλός βαθμός συνάφειας που έχει το λεκτικό ερέθισμα για τον εργοδότη μου οφείλεται εν πολλοίς στην ασυμμετρία ανάμεσα στην προσπάθεια και το αποτέλεσμα. 5. Συνάφεια για ένα άτομο, ασθενή υπονοήματα και ποιητικά αποτελέσματα Οι παραπάνω περιπτώσεις νομίζω ότι αντιπροσωπεύουν μια πιο αφηρημένη κατάσταση όπου ανιχνεύεται συνάφεια στο συμφραζόμενο του ακροατή, η οποία διαφοροποιείται από την έννοια της συνάφειας για ένα άτομο (relevance in an individual). Οι Sperber & Wilson (1995: 265) προσπαθούν, ειδικά στη δεύτερη έκδοση της Relevance Theory, να είναι σαφείς: «Τα πράγματα αλλάζουν όταν περνάμε από τη συνάφεια σε ένα συμφραζόμενο στη συνάφεια για ένα άτομο (ή γενικότερα σε οποιοδήποτε γνωσιακό σύστημα). Τα συμφραστικά αποτελέσματα για ένα άτομο είναι γνωσιακά αποτελέσματα [...]. Αντιπροσωπεύουν αλλαγές στις αντιλήψεις του». Η έννοια της συνάφειας για ένα άτομο ορίζεται ως εξής: (6) «Οποιαδήποτε παραδοχή είναι συναφής για ένα άτομο κάποια στιγμή, αν και μόνο αν έχει θετικό γνωσιακό αποτέλεσμα (positive cognitive effect 6 ) σε ένα ή περισσότερα συμφραζόμενα που είναι προσβάσιμα σε αυτόν εκείνη τη στιγμή» (Sperber & Wilson, 1995: 265). Μπορούν οι ΚΣΕ να δημιουργήσουν αυτού του είδους τη συνάφεια; Νομίζω ότι είναι δυνατόν να δημιουργηθεί κάτι που πλησιάζει σε αυτήν, από την άποψη ότι ο ακροατής παράγει συμπερασμούς και αυτή η διαδικασία θα μπορούσε ίσως να σχετιστεί με την 5 Όπως λένε οι Schank & Abelson (1977: 41), A script is a structure that describes appropriate sequences of events in a particular context. A script is made up of slots and requirements about what can fill those slots. The structure is an interconnected whole, and what is in one slot affects what can be in another. Scripts handle stylized everyday situations [...]. Thus a script is a predetermined, stereotyped sequence of actions that defines a well-known situation. 6 Όπως σημειώνουν οι Wilson & Sperber (2004), A positive cognitive effect is a worthwhile difference to the individual s representation of the world a true conclusion, for example. False conclusions are not worth having. They are cognitive effects, but not positive ones. 667

παραγωγή ασθενών υπονοημάτων (weak implicatures) όπως τίθεται από τους S&W. Εδώ όμως πρέπει να κάνουμε μια παρέκβαση, για να ξεκαθαρίσουμε πρώτα τι είναι ένα υπονόημα και έπειτα σε τι συνίσταται ένα ασθενές υπονόημα: (7) «Ένα υπονόημα είναι μια συμφραστική παραδοχή [...] την οποία ένας ομιλητής, καθώς θέλει το εκφώνημά του να είναι πρόδηλα συναφές, θέλει πρόδηλα να την κάνει συναφή για τον ακροατή» (Sperber & Wilson, 1995: 194). Στον παραπάνω ορισμό δύο παράμετροι λειτουργούν καθοριστικά: η έννοια της προδηλότητας (manifestness) και η έννοια της πρόθεσης (intention). Αντίθετα, αυτό που συμβαίνει με το ασθενές υπονόημα είναι ότι χάνεται κάθε έννοια προδηλότητας και πρόθεσης. Ας δούμε ένα παράδειγμα, που δανειζόμαστε από τους Sperber & Wilson. (8) Γιάννης: Θα οδηγούσες μια Μερσεντές; Μαρία: Δε θα οδηγούσα οποιοδήποτε ακριβό αυτοκίνητο. Στο εκφώνημά της η Μαρία, ενώ «παρέχει βέβαιες ενδείξεις ότι θεωρεί τη Μερσεντές ακριβό αυτοκίνητο και θα αρνούνταν να οδηγήσει ένα τέτοιο, παρέχει λιγότερο βέβαιες ενδείξεις ότι θα αρνούνταν να οδηγήσει μια Ρολς Ρόις» (Sperber & Wilson, 1995: 198). Ας φανταστούμε τώρα ότι ο Γιάννης πιστεύει το (9): (9) Οι άνθρωποι που δε θα οδηγούσαν ακριβό αυτοκίνητο δε θα πήγαιναν ούτε σε κρουαζιέρα. (10) Η Μαρία δε θα πήγαινε σε κρουαζιέρα. «Είναι αμφίβολο», λένε οι Sperber &Wilson, «ότι η Μαρία έχει ενθαρρύνει τον Γιάννη να περιλάβει την προκείμενη στο (9) για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα στο (10)». Αυτό που δείχνουν τα παραπάνω είναι ότι «δεν υπάρχει ξεκάθαρο σημείο τομής ανάμεσα σε παραδοχές που υποστηρίζονται με ισχυρό τρόπο από τον ακροατή και σε παραδοχές που παράγονται από το εκφώνημα αλλά για τις οποίες οι ακροατές έχουν την αποκλειστική ευθύνη (Sperber & Wilson, 1995: 199). Συνεπώς, τα ασθενή υπονοήματα είναι εκείνα για την εξαγωγή των οποίων τη μεγαλύτερη ευθύνη παίρνει ο ακροατής. Αναδύεται λοιπόν ενός είδους απροσδιοριστία που νομίζω ότι είναι χαρακτηριστική των ΚΣΕ όταν χρησιμοποιούνται σε μια περίσταση όπου οι ομιλητές εισέρχονται στη συνομιλία με διαφορετικά σύνολα παραδοχών ή καλύτερα όπου η βεβαιότητα που εικάζεται και από τους δύο συνομιλητές ότι διατηρείται για την ύπαρξη αμοιβαίων κοινωνιογνωσιακών περιβαλλόντων δεν υφίσταται στο βαθμό που υφίσταται 668

ανάμεσα στα μέλη που προέρχονται από την ίδια ομάδα ή ανάμεσα σε ανθρώπους που διάφοροι παράγοντες τους έχουν οδηγήσει να διατηρούν υψηλό βαθμό βεβαιότητας για την αμοιβαιότητα των περιβαλλόντων τους. Clearly, the weaker the implicatures, the less confidence the hearer can have that the particular premises or conclusions he supplies will reflect the speaker s thoughts, and this is where the indeterminacy lies (Sperber & Wilson, 1995: 200). Ας δούμε τώρα ένα παράδειγμα όπου η έννοια του ασθενούς υπονοήματος είναι καθοριστική (Σχήμα Βαθμός 3 Συνάφειας). Ας υποθέσουμε ότι αναζητώ σπίτι. Συναντιέμαι με την ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος που είναι υποψήφιο για ενοικίαση. Η ιδιοκτήτρια, μια ηλικιωμένη γυναίκα γύρω στα 70, μου λέει: (11) Το σπίτι είναι μόνο για φοιτητάς. Έστω ότι η ομιλήτρια έχει πρόθεση να παραγάγει το γλωσσικό τύπο φοιτητάς. Ξεκινάει από μια παραδοχή ότι η χρήση λόγιων τύπων συνηθίζεται από μορφωμένους ανθρώπους. Αυτό μπορεί να συνδέεται με τη σειρά του με μια σειρά παράγωγων στερεοτυπικών παραδοχών ότι οι μορφωμένοι άνθρωποι έχουν την εκτίμηση των υπολοίπων, είναι σεβαστοί, αξιόπιστοι κτλ. Επίσης, μπορεί να θεωρεί ότι αυτή την παραδοχή τη μοιράζομαι εγώ ο συνομιλητής της, ανήκει δηλαδή στο αμοιβαίο κοινωνιογνωσιακό μας περιβάλλον. Αυτό στο οποίο στοχεύει η ομιλήτρια είναι να παραχθούν στο μυαλό μου αυτές οι παράγωγες παραδοχές ώστε να την αντιμετωπίσω με σεβασμό, να την εμπιστευτώ σε όσα θα μου πει σε σχέση με το σπίτι κτλ. Αν υποθέσουμε ότι διαθέτω τις ίδιες παραδοχές με την ομιλήτρια και οδηγηθώ στο συμπέρασμα ότι η ίδια είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος τον οποίο θεωρώ σεβαστό, αξιόπιστο κτλ. όλα από τα οποία θα μπορούσαν ίσως να θεωρηθούν ασθενή υπονοήματα, τότε η ομιλήτρια έχει επιτύχει κάτι που μοιάζει με το ποιητικό αποτέλεσμα (poetic effect) των Wilson & Sperber (1995: 222): (12) «Ποιητικό αποτέλεσμα είναι το ιδιότυπο αποτέλεσμα ενός εκφωνήματος που επιτυγχάνει τη συνάφειά του μέσα από μια σειρά ασθενών υπονοημάτων». Οι Sperber & Wilson λένε ότι τα ποιητικά αποτελέσματα δε δημιουργούν ακριβώς γνωσιακά αποτελέσματα αλλά μάλλον κοινές εντυπώσεις, και σημειώνουν: «Δεν προσθέτουν εντελώς νέες παραδοχές που είναι με ισχυρό τρόπο πρόδηλες σε αυτό το περιβάλλον. Αντίθετα, αυξάνουν την προδηλότητα πολλών ασθενώς πρόδηλων παραδοχών. Εκφωνήματα με ποιητικά αποτελέσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ακριβώς για να δημιουργήσουν μια αίσθηση συναισθηματικής παρά γνωσιακής αμοιβαιότητας» (1995: 224). 669

Γεγονός είναι ότι, αν επιτευχθούν τέτοιου είδους αποτελέσματα στο νου μου, τότε η ομιλήτρια έχει διαμορφώσει το λεκτικό της ερέθισμα (φοιτητάς) με τρόπο συναφή για εμένα. Έχει καταφέρει να τροποποιήσει το γνωσιακό μου περιβάλλον από την άποψη ότι την αντιμετωπίζω διαφορετικά από ο,τι στην αρχή της συνομιλίας. Η βασική διαφορά αυτής της περίπτωσης σε σχέση με τις προηγούμενες είναι ότι υπάρχει η πρόθεση της ομιλήτριας να κάνει στοιχεία του λεκτικού ερεθίσματός της συναφή για εμένα προκειμένου να αλλάξει η αντίληψή μου απέναντί της, και αυτό το κάνει αξιοποιώντας την υπόθεση ότι υπάρχει αμοιβαιότητα στο κοινωνιογνωσιακό περιβάλλον. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ΚΣΕ μπορούν να παραγάγουν ποιητικά αποτελέσματα, με την έννοια που περιγράψαμε παραπάνω. Δε δημιουργούν βέβαιη γνώση γιατί βασίζονται σε ασθενείς συμπερασμούς, επομένως η έννοια του θετικού γνωσιακού αποτελέσματος δεν έχει εδώ εφαρμογή. 6. Η μετάδοση της συνάφειας Ας δούμε τώρα μια τελευταία περίπτωση κατά την οποία τηρούνται οι προϋποθέσεις που μας φέρνουν πιο κοντά σε αυτό που θεωρείται επικοινωνία στο πλαίσιο της ΘΣ, μια περίπτωση όπου θα μπορούσε να θεωρηθεί μια ΚΣΕ ότι μεταδίδει κάποιο μήνυμα (Σχήμα Βαθμός 4 Συνάφειας). Για να συμβαίνει αυτό, σημαίνει ότι αφενός υπάρχει πρόθεση από την πλευρά του ομιλητή και αφετέρου αναγνωρίζεται αυτή η πρόθεση από τον ακροατή. Έστω ότι εγκαινιάζω μια συνομιλία με έναν άγνωστο χρησιμοποιώντας πληθυντικό ευγένειας. Και ο συνομιλητής μου επίσης χρησιμοποιεί συμμετρικό πληθυντικό. Κάποια στιγμή αποφασίζω να περάσω σε ενικό. Με αυτή την πράξη έχω την πρόθεση να μεταδώσω ένα μήνυμα στον ακροατή μου, το μήνυμα ότι τον αντιμετωπίζω με λιγότερο τυπικούς όρους από όσο στην αρχή της συνομιλίας μας. Βασίζομαι στην υπόθεση ότι ο ακροατής φιλοξενεί μια παραδοχή στο μυαλό του ότι ο πληθυντικός ευγένειας συνδέεται με έννοιες όπως η τυπικότητα και ο ενικός με έννοιες όπως η οικειότητα. Υποθέτω επίσης ότι θα αξιοποιήσει αυτή την παραδοχή στο συμφραζόμενό του και θα τη συνδυάσει με άλλες για να οδηγηθεί σε συμπερασμούς που έχουν να κάνουν με τη στάση μου απέναντι στον ίδιο. Βέβαια, κι εδώ όπως και στην προηγούμενη περίπτωση είναι ασθενείς οι συμπερασμοί. Το πρόβλημα που υπάρχει εδώ έχει να κάνει με την αναγνώριση της πρόθεσής μου από τον ακροατή να του μεταδώσω ένα μήνυμα, που είναι βασική προϋπόθεση στη Θεωρία της Συνάφειας για την επίτευξη επικοινωνίας. Στη Θεωρία της Συνάφειας η αναγνώριση της πρόθεσης συνδέεται με την καταδεικτικότητα (ostensibility) του λεκτικού ή άλλου τύπου ερεθίσματος. Πιστεύω ότι σε αυτή την περίπτωση η αλλαγή από πληθυντικό σε ενικό λειτουργεί για τον ακροατή ως ένδειξη για την αναγνώριση της πρόθεσής μου. Αυτό ακριβώς είναι και το χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί αυτή την περίπτωση από τις προηγούμενες. Αν λοιπόν τροποποιηθεί το περιβάλλον του ακροατή μου προς την κατεύθυνση τού να θεωρήσει ότι εγώ ως ομιλητής έχω μια πιο φιλική ή λιγότερο τυπική στάση απέναντί του από ό,τι είχα στην αρχή της συνομιλίας 670

μας, και αυτό έχει γίνει γιατί εγώ είχα την πρόθεση και έχει αναγνωριστεί αυτή από τον ίδιο, τότε έχει μεταδοθεί ένα μήνυμα. 7. Σύνοψη Αν τα παραπάνω ανταποκρίνονται ως ένα σημείο στα πράγματα, οι ΚΣΕ είναι διαβαθμισμένα συναφείς: Σε χαμηλό επίπεδο, ανιχνεύεται η συνάφεια των ΚΣΕ σε ένα συμφραζόμενο ως μια πιο αφηρημένη κατασκευή και απλώς με ελάχιστη προσπάθεια από την πλευρά του ακροατή επιβεβαιώνονται κάποιες παραδοχές που θεωρούνται, με υψηλό βαθμό βεβαιότητας, αμοιβαίες. Έπειτα, ανιχνεύεται συνάφεια μέσω της παραγωγής ποιητικών αποτελεσμάτων. Πολλά ασθενή υπονοήματα βοηθούν ώστε να διαμορφωθεί ένα αμοιβαίο περιβάλλον περισσότερο εντυπώσεων παρά γνώσης. Αυτό οφείλεται στη σύνδεση των ΚΣΕ με επιπλέον κοινωνικά νοήματα. Τέλος, οι ΚΣΕ μπορούν να έχουν συνάφεια και να μεταδίδουν μηνύματα, πράγμα που μας φέρνει κοντά σε αυτό που ορίζεται ως επικοινωνία με τους όρους της Θεωρίας της Συνάφειας. 671

Σχήμα. Οι βαθμοί συνάφειας των ΚΣΕ Βαθμός 0 Συνάφειας Λεκτικό ερέθισμα Καμία αλληλεπίδραση με τις παραδοχές στο C του ακροατή Βαθμός 1 Συνάφειας Λεκτικό ερέθισμα Πυροδότηση παραδοχής Αλληλεπίδραση με κάποια από τις παραδοχές στο C. Μεγάλη επεξεργαστική προσπάθεια. Γενική ασυμβατότητα με τις υπόλοιπες παραδοχές. Βαθμός 2 Συνάφειας Λεκτικό ερέθισμα Πυροδότηση παραδοχής Αλληλεπίδραση με τις παραδοχές. Μικρή επεξεργαστική προσπάθεια. Συμβατότητα. Βαθμός 3 Συνάφειας Πρόθεση ομιλητή να τροποποιήσει το περιβάλλον του ακροατή Λεκτικό ερέθισμα Πυροδότηση παραδοχής Αλληλεπίδραση με τις παραδοχές. Συμπερασμοί Τροποποίηση περιβάλλοντος ακροατή Βαθμός 4 Συνάφειας Πρόθεση ομιλητή να τροποποιήσει το περιβάλλον του ακροατή Λεκτικό ερέθισμα Πυροδότηση παραδοχής Αναγνώριση πρόθεσης από τον ακροατή Αλληλεπίδραση με τις παραδοχές. Συμπερασμοί Τροποποίηση περιβάλλοντος ακροατή 672

Βιβλιογραφία Cargile, A.C., H. Giles, E.B. Ryan & J.J. Bradac (1994) Language attitudes as a social process: A conceptual model and new directions. Language and Communication 14, 211-236. Escandell-Vidal, V. (1996) Towards a cognitive approach to politeness. In K. Jaszczolt & K. Turner (eds), Contrastive Semantics and Pragmatics (Vol. II). Oxford: Pergamon Press. Escandell-Vidal, V. (1998) Politeness: A relevant issue for Relevance Theory. Revista Alicantina de Estudios Ingleses 11, 45-57. Escandell-Vidal, V. (2004) Norms and Principles. Putting social and cognitive pragmatics together. In R. Marquez-Reiter & M.E. Placencia (eds), Current Trends in the Pragmatics of Spanish. Amsterdam: John Benjamins. Jackendoff, R. (1992) Languages of the Mind. Cambridge, MA: MIT Press. Janney, R.W. & H. Arndt (1992) Intracultural tact vs Intercultural tact. In R.J. Watts, S. Ide & K. Ehlich (eds), Politeness in Language. Studies in its history, theory and practice. Berlin: Mouton de Gruyter. Jary, M. (1998a) Relevance Theory and the communication of Politeness. Journal of Pragmatics 30: 1-18. Jary, M. (1998b) Is Relevance Theory Asocial?. Revista Alicantina de Estudios Ingleses 11, 91-103. O'Neill, J. (1988-89) Relevance and Pragmatic Inference. Theoretical Linguistics 15, 241-261. Sperber, D. (1996) Explaining culture. Oxford: Blackwell. Sperber, D. & L. Hirschfeld (2006) Culture and Modularity. In T. Simpson, P. Carruthers, St. Laurence & St. Stich (eds), The Innate Mind: Culture and Cognition. Oxford: Oxford University Press. Sperber, D. & D. Wilson (1986) Relevance: Communication and Cognition. Oxford: Blackwell. Sperber, D. & D. Wilson (1995) Relevance: Communication and Cognition (2 nd Edition). Oxford: Blackwell. Schank, R. & R. Abelson (1977) Scripts, plans, goals and understanding. An inquiry into human knowledge structures. Hillsdale, NJ: Erlbaum. Wilson, D. & D. Sperber (2004) Relevance Theory In G. Ward & L. Horn (eds), Handbook of Pragmatics. Oxford: Blackwell, 607-632. Wilson, D. & D. Sperber (1993) Linguistic Form and Relevance. Lingua 90, 1-25 Zegarac, V. l. (1998) What is phatic communication?. In V. Rouchota & A.H. Jucker (eds), Current issues in Relevance Theory. Amsterdam: John Benjamins. 673