ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Η σημασία της Οδηγίας 2004/35/ΕΚ σχετικά με τη περιβαλλοντική ευθύνη για την διαχείριση των παράκτιων οικοσυστημάτων

Σχετικά έγγραφα
Χρήσιμες Ερωτήσεις- Απαντήσεις για την Περιβαλλοντική Ευθύνη. Σε ποιες περιπτώσεις εφαρμόζεται η ευθύνη για περιβαλλοντική ζημιά;

«Οι συνέπειες από την εφαρμογή της νομοθεσίας για την Περιβαλλοντική Ευθύνη στην Ελληνική Βιομηχανία»

Ευθύνη των ρυπαινόντων και η επιστροφή του περιβαλλοντικού κόστους

Εκπαιδευτικό Σεμινάριο: «Περιβαλλοντικό Δίκαιο και Περιβαλλοντικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» Ηράκλειο, 11 Μαρτίου 2017

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ. Περιβαλλοντική ρβ Ευθύνη και

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ. ELD Implementation in Europe and Greece. Μαργαρίτα Καραβασίλη. Margarita Karavasili

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΑΣ

Εισήγηση της Οργανωτικής Επιτροπής

ΠΔ 148/2009: Περιβαλλοντική ευθύνη για την πρόληψη-αποκατάσταση των ζημιών στο περιβάλλον

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ (ΤΕΕ, )

εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου για την

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

d-d be6f- 7e7a2c858b73&surveylanguage=EL&serverEnv=

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Επιτροπή Νομικών Θεμάτων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας. Συντάκτρια γνωμοδότησης (*) : Eva Lichtenberger

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

GREEN LINE Ευθύνη για το περιβάλλον

Δρ Παναγιώτης Μέρκος, Γενικός Επιθεωρητής

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ο ΗΓΙΑ 2004/35/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. της 21ης Απριλίου 2004

Γιώργος Δ. Κωνσταντινόπουλος Δικηγόρος παρ Αρείω Πάγω Ειδικός Εμπειρογνώμονας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε περιβαλλοντικά έργα και αξιολογήσεις

NOMOΣ ΥΠ ΑΡΙΘ. 3937/2011 Διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις Άρθρο 3 Εθνικό σύστηµα προστατευόµενων περιοχών 2. Το Υπουργείο Περιβάλλοντ

Γενικές πληροφορίες σχετικά με τον συμμετέχοντα στη διαβούλευση

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΦΥΣΗ 2000, Λεωφόρος Μεσογείων 119, Αθήνα ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΦΥΣΗ 2000

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4154, 31/12/2007 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΖΗΜΙΑΣ ΝΟΜΟΣ.

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 68/

Χρηματοοικονομική ασφάλεια & περιβαλλοντική ευθύνη: η εφαρμογή του άρθρου 57 του Ν. 4042/2012

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις ειδικές παραμέτρους για κάθε επιχείρηση

Κατευθυντήριες γραμμές για τα όρια των συμβάσεων

ΟΡΙΣΜΟΣ, ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΩΦΕΛΗ ΤΗΣ ΕΕΠΠ

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την παράταση της περιόδου ανάκαμψης σε περίπτωση έκτακτων αντίξοων καταστάσεων

(Ψηφίσματα, συστάσεις και γνωμοδοτήσεις) ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΑ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης για την Ολοκληρωμένη Διαχείριση Παράκτιων Περιοχών

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 1 Δεκεμβρίου 2015 (OR. en)

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Νομοθεσία για τη φύση: Κατάσταση εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη φύση Προτάσεις για τη βελτίωση εφαρμογής τους

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 110/39

Χ. Βλ. Γκόρτσος Επίκ. Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου Γενικός Γραμματέας ΕΕΤ

Νομοθεσία για τη φύση: Κατάσταση εφαρμογής των ευρωπαϊκών οδηγιών για τη φύση Προτάσεις για τη βελτίωση εφαρμογής τους

Ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης: οδηγία IPPCΗ

5665/1/07 REV 1 CZV/ag,mks DG C I

Απόφαση του Συμβουλίου της 25ης Απριλίου 2002 για την έγκριση, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, του Πρωτοκόλλου του Κυότο στη Σύμβαση-Πλαίσιο

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ & ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Πρόταση Επιτροπής Φύση Διαχείριση προστατευόμενων περιοχών μη υπαγόμενων σε φορείς διαχείρισης

ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΖΗΜΙΩΝ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ράση της ΕΕ στον τοµέα της πετρελαϊκής έρευνας και εξόρυξης στην Ευρώπη

Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση Στρατηγική ΜΠΕ Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη. Δρ Σταυρούλα Τσιτσιφλή

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Πρόταση Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Δρ. Κλεονίκη Πουϊκλή Δικηγόρος Course Director in Environmental Law / ERA-Academy of European Law

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. του ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ & ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ «Περιβαλλοντικά Προβλήματα & Δίκαιο» ΜΑΘΗΜΑ 3

TREE.2 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 14 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0434 (COD) PE-CONS 17/19 AVIATION 13 PREP-BXT 28 CODEC 212

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Όπως ήδη σας έχουμε γνωρίσει (α σχετικό μας) η κάθε κατά περιφέρεια ΠΕΑΠΖ αρμόδια:

Η εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους 2015 δείχνει πλεόνασμα ύψους ,74 ευρώ που προκύπτει από:

Οδηγία για την Περιβαλλοντική Ευθύνη Μια κριτική προσέγγιση. Γιώργος Μπάλιας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Ηράκλειο, 9 Σεπτεμβρίου 2017

Τελικές κατευθυντήριες γραμμές

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

ΕΤΗΣΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 29 Σεπτεμβρίου 2017 (OR. en)

III ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 9 Ιουνίου 2009 (15.06) (OR. en) 10772/09 ECOFIN 429 UEM 158 EF 89 RC 9

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/2174(INI) για την ασφάλιση έναντι φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών (2013/2174(INI))

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Η Συνδικαλιστική Οργάνωση-Μέρος ΙΙΙ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Bρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2000 (OR. en) 5685/00 ιοργανικός φάκελος : 96/0304 (COD) LIMITE ENV 22 CODEC 68

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Ε.Κ.Π.Α.Α. ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΕΙΦΟΡΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ. Οδηγία Πλαίσιο για τη Θαλάσσια Στρατηγική Υποχρεώσεις των κρατών μελών

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για τον καθορισμό της σύνθεσης της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ D. Marine Environmental Awareness

ΓΣΕΕ-GREENPEACE-ATTAC Ελλάς

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0461(COD) της Επιτροπής Ανάπτυξης

Τελικές κατευθυντήριες γραμμές

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Δημόσια διαβούλευση σχετικά με την ενδεχόμενη αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 764/2008 περί αμοιβαίας αναγνώρισης

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟY ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

3. Πολιτική και διαδικασίες διακυβέρνησης προϊόντων (1η, 2η, 3, 4η και 12η κατευθυντήριες γραμμές)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 18 Μαρτίου 2016 (OR. en)

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 28ης Φεβρουαρίου 2012

Άρθρο 1 Πεδίο εφαρμογής 4. Άρθρο 2 Αγωγές παραλείψεως 5. Άρθρο 3 Φορείς νομιμοποιούμενοι προς έγερση αγωγής 5. Άρθρο 4 Ενδοκοινοτικές παραβάσεις 6

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ,

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 61/

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η σημασία της Οδηγίας 2004/35/ΕΚ σχετικά με τη περιβαλλοντική ευθύνη για την διαχείριση των παράκτιων οικοσυστημάτων Επιβλέπων καθηγητής: Κοντογιάννη Αρετή Υποβάλλεται από: Καπλαντζή Αγάπη ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2011

Περιεχόμενα ΕΙΣΑΓΩΓΗ...3 1. Η οδηγία περιβαλλοντικής ευθύνης...4 1.1 Γενικά.4 1.2 Ειδικά θέματα.5 1.3 Η χρήση οικονομικών μεθόδων στην Οδηγία 9 2. Η εφαρμογή της οδηγίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση...14 3. Η μεταφορά της Οδηγίας στην Ελλάδα..20 4. Περιβαλλοντική ευθύνη και ο ασφαλιστικός τομέας...23 5. Η άποψη των ενδιαφερόμενων φορέων...38 6. Συμπεράσματα...45 Παραρτήματα Βιβλιογραφία...54 2

Εισαγωγή Η οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει ως κύριο στόχο την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας. Αποτελεί ένα κοινό πλαίσιο το οποίο βασίζεται στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και καθιστά οικονομικά υπεύθυνο τον φορέα εκμετάλλευσης του οποίου η δραστηριότητα προκάλεσε περιβαλλοντική ζημία. Στην παρούσα έκθεση παρουσιάζονται οι διατάξεις και οι υποχρεώσεις που απορρέουν για τους φορείς εκμετάλλευσης καθώς και τα καθήκοντα των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Ωστόσο θίγονται και τα υπάρχοντα προβλήματα βάσει της οδηγίας. Τα κράτη μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης είχαν στην διάθεση τους τρία χρόνια για να μεταφέρουν την οδηγία στο εθνικό τους δίκαιο. Κατά την εφαρμογή της οδηγίας παρουσιάστηκαν ορισμένες δυσκολίες, γίνεται αναφορά σε αυτές και στις απόψεις των άμεσα ενδιαφερόμενων όπως είναι οι φορείς εκμεταλλεύσεις και οι ασφαλιστικές εταιρείες. Πιο αναλυτικά παρουσιάζονται οι απόψεις των φορέων εκμετάλλευσης και τα μέτρα που έχουν λάβει προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις υποχρεώσεις τους βάσει της οδηγίας. Επιπλέον, παρουσιάζονται τα εκτελεστικά όργανα και οι λειτουργίες που έχουν οι αρμόδιες αρχές στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο της εργασίας γίνεται αναφορά στα περιβαλλοντικά προβλήματα τα οποία αποτελούν μείζονα θέματα που καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα. Η παγκόσμια άνοδος της στάθμης της θάλασσας σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες έχουν σημαντικές επιπτώσεις τόσο στον κοινωνικοοικονομικό τομέα όσο και στον ασφαλιστικό κλάδο. Το ενδιαφέρον της Οδηγίας της περιβαλλοντικής ευθύνης για την διαχείριση των παράκτιων οικοσυστημάτων έγκειται στον συνυπολογισμό των οικοσυστημάτων αυτών στην κατηγορία «ύδάτινα οικσουστήματα» της Κοινοτικής Οδηγίας για τους Υδάτινους Πόρους. 3

1. Η οδηγία περιβαλλοντικής ευθύνης 1.1 Γενικά Η οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου έχει ως κύριο στόχο την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας. Ως περιβαλλοντική ζημία ορίζεται η ζημία που προκαλείται στα προστατευόμενα είδη και τα φυσικά τους ενδιαιτήματα καθώς και η ζημία στους χερσαίους και υδάτινους πόρους. Γενικότερα το περιβάλλον θεωρείται αυτοτελές έννομο αγαθό το οποίο προστατεύεται από τους κοινοτικούς μηχανισμούς. H οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη αποτελεί ένα κοινό πλαίσιο το οποίο βασίζεται στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και ως εκ τούτου η δραστηριότητα του φορέα εκμετάλλευσης που προκάλεσε την περιβαλλοντική ζημιά ή τον άμεσο κίνδυνο ανάλογης ζημιάς τον καθιστά οικονομικά υπεύθυνο. Με αυτό τον τρόπο οι φορείς εκμετάλλευσης παρακινούνται να λαμβάνουν μέτρα για την πρόληψη περιβαλλοντικής ζημίας, προκειμένου να μειωθούν οι οικονομικές τους ευθύνες. Ουσιαστικά η παραπάνω αρχή αποσκοπεί κυρίως σε αποδοτικότερα επίπεδα πρόληψης όταν o φορέας της επιχείρησης θέτει το περιβάλλον σε κίνδυνο. Όσον αφορά την αποκατάσταση του περιβάλλοντος, στόχος της οδηγίας είναι να επιτευχθούν οι συνθήκες της αρχικής κατάστασης πριν γίνει η ζημιά στο περιβάλλον. Η έκδοση της οδηγίας σύμφωνα με το προοίμιό της οφείλεται στο γεγονός ότι πολυάριθμες τοποθεσίες έχουν υποστεί ρύπανση, γεγονός που συνεπάγει σοβαρούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία ενώ κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται θεαματική επιτάχυνση της απώλειας της βιοποικιλότητας. Γι αυτόν τον λόγο η ευρωπαϊκή κοινότητα δίνει έμφαση στην προστασία του περιβάλλοντος ώστε να παρέχεται καλύτερη ποιότητα ζωής τόσο στις σημερινές όσο και στις μελλοντικές γενεές. Η οδηγία καλύπτει τα είδη και τους φυσικούς οικοτόπους που προστατεύονται από την οδηγία 79/409/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 2ας Απριλίου 1979 περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών, την οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας και την οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του 4

Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων. Η οδηγία αποσκοπεί στην πρόληψη και αποκατάσταση της περιβαλλοντικής ζημιάς δηλαδή επικεντρώνεται στην οικολογική ζημία και δεν ασχολείται με την «παραδοσιακή ζημία» που περιλαμβάνει υλικές ζημίες, σωματικές βλάβες και οικονομικές ζημίες. Όπως αναφέρεται και παραπάνω ο φορέας εκμετάλλευσης είναι υπεύθυνος για την πρόληψη περιβαλλοντικών ζημιών και σε περίπτωση που ήδη έχει συμβεί η ζημιά θα πρέπει να διατάξει μέτρα αποκατάστασης. Ουσιαστικά επωμίζεται το κόστος των απαραίτητων μέτρων πρόληψης ή αποκατάστασης. Κατά το άρθρο 2 παρ. 6, ως «φορέας εκμετάλλευσης» νοείται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, το οποίο εκμεταλλεύεται ή ελέγχει την επαγγελματική δραστηριότητα ή, όταν αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, στο οποίο έχει μεταβιβασθεί αποφασιστική οικονομική αρμοδιότητα, ενώ κατά το ίδιο άρθρο 2 παρ. 7 ως «επαγγελματική δραστηριότητα» νοείται οποιαδήποτε δραστηριότητα που ασκείται στο πλαίσιο οικονομικής δραστηριότητας ή επιχείρησης, ανεξαρτήτως εάν αυτή είναι ιδιωτική ή δημόσια, κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα. 1.2 Ειδικά θέματα Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας σύμφωνα με το άρθρο 3 διακρίνονται δύο κατηγορίες καλυπτόμενων δραστηριοτήτων. Η πρώτη αναφέρεται στην περιβαλλοντική ζημία που προκαλεί η άσκηση οποιασδήποτε από τις επαγγελματικές δραστηριότητες που απαριθμούνται στο Παράρτημα III και σε οποιαδήποτε επικείμενη απειλή τέτοιας ζημίας συνεπεία οποιασδήποτε εκ των δραστηριοτήτων αυτών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων δραστηριοτήτων είναι η λειτουργία εγκαταστάσεων που προϋποθέτουν άδεια, σύμφωνα με την οδηγία 96/61/ΕΚ, οι διαδικασίες διαχείρισης αποβλήτων συμπεριλαμβανομένης της συλλογής, της μεταφοράς, της ανάκτησης και της διάθεσης των αποβλήτων και των επικινδύνων αποβλήτων. Επιπλέον περιλαμβάνεται η εποπτεία αναλόγων διαδικασιών καθώς και της 5

συνεχόμενης μέριμνας για τους χώρους διάθεσης, που προϋποθέτουν άδεια ή καταχώρηση σύμφωνα με την οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί των στερεών αποβλήτων και της οδηγίας 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου, για τα επικίνδυνα απόβλητα, όλες οι απορρίψεις σε εσωτερικά επιφανειακά ύδατα, για τις οποίες απαιτείται προηγούμενη άδεια σύμφωνα με την οδηγία 76/464/ΕΟΚ, η παραγωγή, χρήση, αποθήκευση, κατεργασία, ταφή, απελευθέρωση στο περιβάλλον και μεταφορά εντός της περιμέτρου της επιχείρησης επικινδύνων ουσιών κ.α. 1 Η δεύτερη κατηγορία δραστηριοτήτων αναφέρεται στη ζημία προστατευόμενων ειδών και φυσικών οικοτόπων που προκαλείται από την άσκηση οποιασδήποτε επαγγελματικής δραστηριότητας πέρα από αυτές που απαριθμούνται στο Παράρτημα III και σε οποιαδήποτε επικείμενη απειλή τέτοιας ζημίας συνεπεία οποιασδήποτε εκ των δραστηριοτήτων αυτών όταν ο φορέας εκμετάλλευσης ενέργησε εκ δόλου ή εξ αμελείας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η οδηγία ισχύει για τις ζημιές που προκύπτουν από γεγονότα ή εκπομπές που συνέβησαν μετά τις 30 Απριλίου του 2007. Ωστόσο το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δεν καλύπτει τα γεγονότα που οφείλονται σε ένοπλη σύγκρουση, φυσικές καταστροφές, εχθροπραξίες, εμφύλιο πόλεμο ή εξέγερση, σε δραστηριότητες οι οποίες έχουν ως κύριο σκοπό την εξυπηρέτηση της εθνικής άμυνας ή της διεθνούς ασφάλειας. Επιπλέον η οδηγία δεν εφαρμόζεται σε συμβάν που έχει ως πεδίο εφαρμογής του διεθνείς συμβάσεις που αναφέρονται στο παράρτημα IV 2 π.χ. για τη ρύπανση από πετρέλαιο και σε δραστηριότητες που καλύπτονται από τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας. Σημαντική και διευκρινιστική θεωρείται η παρ. 5 του άρθρου 4 κατά την οποία η οδηγία εφαρμόζεται σε περιβαλλοντική ζημία ή επικείμενη απειλή τέτοιας ζημίας λόγω διάχυτης ρύπανσης, μόνο εφόσον είναι δυνατόν να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και των δραστηριοτήτων μεμονωμένων φορέων εκμετάλλευσης. Η οδηγία δίνει έμφαση στην προληπτική δράση. Σε περίπτωση που δεν έχει συμβεί ακόμη η περιβαλλοντική ζημιά αλλά υπάρχει απειλή περιβαλλοντικής ζημίας τότε ο φορέας εκμετάλλευσης που την προξένησε υποχρεώνεται να αναλάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να αποφευχθεί η ζημία. Όταν ο φορέας εκμετάλλευσης δεν συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις του ή δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ή δεν υποχρεούται να αναλάβει τις δαπάνες, τότε ενημερώνει την αρμόδια αρχή και λαμβάνει η 6

ίδια αυτά τα προληπτικά μέτρα. Ο φορέας εκμετάλλευσης που δεν έχει ενεργήσει εκ δόλου ή εξ αμελείας δεν επωμίζεται το κόστος των μέτρων αποκατάστασης. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που η ζημιά είναι αποτέλεσμα εκπομπών ή γεγονότων για τα οποία έχει δοθεί ρητή άδεια ή δεν είναι γνωστή η εν δυνάμει καταστροφική φύση όταν πραγματοποιήθηκε το αντίστοιχο συμβάν ή η εκπομπή. Κάτω από τις υπόλοιπες συνθήκες το κόστος επιβαρύνει τον φορέα. Σε περίπτωση που αυτός δεν καταβάλει τα έξοδα τότε αναλαμβάνει η αρμόδια αρχή να τα καλύψει και εντός μιας πενταετίας υποχρεούται ο φορές να καταβάλει το κόστος. Όταν η επικείμενη απειλή περιβαλλοντικής ζημίας δεν εξαλείφεται παρά τα προληπτικά μέτρα που λαμβάνει ο φορέας εκμετάλλευσης τότε αυτός πρέπει να ενημερώνει άμεσα την αρμόδια αρχή για την επικρατούσα κατάσταση. Συμφώνα με την ρύθμιση 13 της οδηγίας κρίνεται ως υπεύθυνος ο φορέας εκμετάλλευσης που προκάλεσε την περιβαλλοντική ζημία ή την άμεση απειλή πρόκλησής μόνο εφόσον αυτός έχει εντοπισθεί, η ζημία είναι συγκεκριμένη και ποσοτικά μετρήσιμη και εφόσον υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιάς και του εντοπισμένου ρυπαντή. Ο ρόλος της αρμόδιας αρχής στην παρούσα οδηγία παίζει καθοριστικό αφού έχει αρκετά καθήκοντα προκειμένου να εφαρμοστούν όσον το δυνατό καλύτερα οι διατάξεις της. Βάσει της οδηγίας κάθε κράτος μέλος ορίζει την ή τις αρμόδιες αρχές που αναλαμβάνουν τα καθήκοντα. Η αρμόδια αρχή μπορεί ανά πάσα στιγμή να απαιτήσει από τον φορέα εκμετάλλευσης την παροχή πληροφοριών για τυχόν απειλή περιβαλλοντικής ζημίας ή για περιπτώσεις που υπάρχουν υποψίες για επικείμενη απειλή και απαιτεί από τον φορέα εκμετάλλευσης να λάβει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα. Μπορεί να δώσει εντολές στον φορέα εκμετάλλευσης για τα αναγκαία προληπτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν ή να λάβει η ίδια τα αναγκαία προληπτικά μέτρα. Η αρμόδια αρχή ενεργεί η ίδια προληπτικά όταν ο φορέας εκμετάλλευσης δεν συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις του ή αν αυτός δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ή δεν υποχρεούται δυνάμει της οδηγίας να αναλάβει τις σχετικές δαπάνες. Εάν το περιβάλλον έχει ήδη υποστεί τη ζημία τότε ο φορέας εκμετάλλευσης ενημερώνει άμεσα την αρμόδια αρχή σχετικά με την κατάσταση. Ταυτόχρονα 7

υποχρεούται να λάβει όλα τα εφικτά μέτρα για τον άμεσο έλεγχο, περιορισμό, απομάκρυνση ή άλλου είδους διαχείριση των συγκεκριμένων ρύπων προκειμένου να περιορισθεί ή να προληφθεί η περαιτέρω περιβαλλοντική ζημία και κατά συνέπεια οι δυσμενείς συνέπειες για την ανθρώπινη υγεία και την υποβάθμιση των υπηρεσιών που παρέχουν οι φυσικοί πόροι. Ο φορέας εκμετάλλευσης πρέπει να υποβάλει τα πιθανά μετρά αποκατάστασης στην αρμόδια αρχή και μετά από έγκριση της να εφαρμοστούν ή να καθοριστούν νέα μέτρα αποκατάστασης από αυτήν. Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από τον φορέα εκμετάλλευσης συμπληρωματικές πληροφορίες για τη ζημία, να λάβει αυτά τα μέτρα, να δώσει εντολές στον φορέα εκμετάλλευσης για τα μέτρα αποκατάστασης που πρέπει να ληφθούν ή να λάβει η ίδια όλα τα εφικτά μέτρα. Η αρμόδια αρχή απαιτεί να λαμβάνονται τα μέτρα αποκατάστασης από τον φορέα εκμετάλλευσης. Εάν ο φορέας εκμετάλλευσης δεν συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις του ή δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ή δεν υποχρεούται δυνάμει της παρούσας οδηγίας να αναλάβει τις δαπάνες τότε η αρμόδια αρχή λαμβάνει η ίδια αυτά τα μέτρα αποκατάστασης. Εάν συντρέχουν πλείστες περιπτώσεις περιβαλλοντικής ζημιάς, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίζει ποία περίπτωση περιβαλλοντικής ζημιάς πρέπει να αποκατασταθεί πρώτα. Η αρμόδια αρχή για την λήψη της παραπάνω απόφασης έχει ως βασικά κριτήρια την φύση, την έκταση, τη σοβαρότητα των διαφόρων περιπτώσεων ζημίας και τις δυνατότητες φυσικής ανάκαμψης. Συμφώνα με το Παράρτημα ΙΙ της οδηγίας τα καταλληλότερα μέτρα για να εξασφαλιστεί η αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημιάς των υδάτων ή των προστατευόμενων ειδών ή των φυσικών οικοτόπων είναι τρία. Ως πρωτογενής αποκατάσταση χαρακτηρίζεται κάθε μέτρο αποκατάστασης που έχει ως αποτέλεσμα την επαναφορά των φυσικών πόρων ή/και υπηρεσιών που υπέστησαν ζημία στην ή προς την αρχική τους κατάσταση. Όταν οι φυσικοί πόροι ή/και υπηρεσίες που υπέστησαν ζημία δεν επανέρχονται στην αρχική τους κατάσταση, τότε επιχειρείται συμπληρωματική αποκατάσταση. Στόχος της συμπληρωματικής αποκατάστασης είναι η παροχή φυσικών πόρων ή/και υπηρεσιών, ενδεχομένως και σε διαφορετική τοποθεσία, παρεμφερούς επιπέδου με εκείνους που θα παρέχονταν εάν η τοποθεσία που υπέστη τη βλάβη είχε επανέλθει στην αρχική της κατάσταση. Αναλαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα μέσω οποιασδήποτε δράσης που αντισταθμίζει τις προσωρινές απώλειες φυσικών πόρων και 8

υπηρεσιών έως ότου επιτευχθεί η πλήρης ανάκαμψη. Η αντιστάθμιση αυτή συνίσταται σε συμπληρωματικές βελτιώσεις των προστατευόμενων οικοτόπων και ειδών ή του ύδατος, είτε στην τοποθεσία που υπέστη ζημία είτε σε διαφορετική τοποθεσία και δεν περιλαμβάνει οικονομική αντιστάθμιση σε μέλη του κοινού. Εάν δεν επαναφερθεί το περιβάλλον στην αρχική του κατάσταση μέσω της πρωτογενής αποκατάστασης τότε αναλαμβάνεται συμπληρωματική αποκατάσταση. Επιπλέον, αναλαμβάνεται αντισταθμιστική αποκατάσταση για τις προσωρινές απώλειες. Η αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας όσον αφορά τη ζημία των υδάτων ή των προστατευόμενων ειδών ή φυσικών οικοτόπων, οδηγεί στην εξάλειψη οποιουδήποτε σημαντικού κινδύνου που έχει δυσμενείς συνέπειες στην ανθρώπινη υγεία. 1.3 Η χρήση οικονομικών μεθόδων στην Οδηγία Σύμφωνα με το άρθρο «προϋποθέσεις και περιορισμοί εφαρμογής οικονομικών μεθόδων για την ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας 2004/35/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη» η περίπτωση της πρωτογενούς αποκατάστασης θέτει προβλήματα τεχνικής φύσης στις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εκτίμηση και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να αποκατασταθεί η περιβαλλοντική ζημιά αφού υπάρχει πρόβλημα τεχνογνωσίας των περιβαλλοντικών επιστημών (μηχανικής, οικολογίας, βιολογίας κτλ), η αποζημίωση των θιγομένων είναι ένα πρόβλημα αποζημίωσης in natura και η ανάκτηση του κόστους στη βάση της αρχής ο ρυπαίνων πληρώνει απαιτεί την επιβάρυνση του υπεύθυνου φορέα εκμετάλλευσης με το κόστος της αποκατάστασης. Ιδιαίτερα προβλήματα οικονομικής φύσης παρουσιάζονται στις περιπτώσεις της συμπληρωματικής και της αντισταθμιστικής αποκατάστασης. Ως προσωρινές απώλειες νοούνται «οι απώλειες οι οποίες οφείλονται στο γεγονός ότι οι φυσικοί πόροι ή/και υπηρεσίες που υπέστησαν ζημία δεν μπορούν να επιτελέσουν τις οικολογικές τους λειτουργίες ή να παρέχουν υπηρεσίες σε άλλους φυσικούς πόρους ή στο κοινό έως ότου τα πρωτογενή ή συμπληρωματικά μέτρα αρχίσουν να παράγουν αποτέλεσμα». Σύμφωνα με την οδηγία δεν συνίσταται οικονομική αντιστάθμιση στο κοινωνικό σύνολο αλλά μόνο ως προς το περιβάλλον. Ωστόσο για να καθοριστεί η κλίμακα των συμπληρωματικών και αντισταθμιστικών μέτρων πρέπει να γίνει χρήση οικονομικών 9

μεθόδων αποτίμησης της ζημιάς στο βαθμό που το κόστος των μέτρων αποκατάστασης πρέπει να είναι ισοδύναμο προς την εκτιμώμενη οικονομική αξία των απολεσθέντων φυσικών πόρων / υπηρεσιών. Η Οδηγία 2004/35/ΕΚ αναφέρει ρητά ότι δεν πρέπει να ληφθούν περαιτέρω μέτρα αποκατάστασης εάν το κόστος αποκατάστασης είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τα περιβαλλοντικά οφέλη (Παράρτημα ΙΙ, 1.3.3). Θα πρέπει να αποσαφηνιστεί η έννοια «δυσανάλογου κόστους» σε σχέση με τα περιβαλλοντικά οφέλη για να εφαρμοστούν οι οικονομικές μέθοδοι αποτίμησης της ζημίας και να χρησιμοποιείται κατά τη διαδικασία δικαστικών προσφυγών. Ωστόσο παρουσιάζονται ορισμένα προβλήματα προκειμένου να καθοριστεί η κλίμακα των αντισταθμιστικών και συμπληρωματικών μέτρων. Ουσιαστικά απαιτείται ο προσδιορισμός του είδους και της κλίμακας των κατάλληλων δράσεων για να αποκατασταθούν οι φυσικοί πόροι στους οποίους έχει επέλθει περιβαλλοντική ζημία. Οι δράσεις αυτές πρέπει να είναι τέτοιες ώστε το προεξοφλημένο σύνολο των νέων υπηρεσιών από τα συμπληρωματικά και αντισταθμιστικά έργα αποκατάστασης να ισούται με το προεξοφλημένο σύνολο των προσωρινών και μόνιμων απωλειών. Με αυτόν τον τρόπο αυτό θεωρείται ότι οι απώλειες οικοσυστημικών υπηρεσιών αντισταθμίζονται πλήρως από τις νέες παρεχόμενες οικοσυστημικές υπηρεσίες μέσω των έργων αποκατάστασης. Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε η δικαιούμενη αποζημίωση είτε θα υπέρ- είτε θα υπό-αποζημιώνονται. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η διαδικασία προσδιορισμού της κατάλληλης κλίμακας των έργων αποκατάστασης απαιτεί τον προσδιορισμό εναλλακτικών τεχνικών επιλογών για μέτρα αποκατάστασης και της κλίμακας των προαναφερθέντων τεχνικών επιλογών, η οποία εξασφαλίζει την δέουσα αποκατάσταση οικοσυστημικών υπηρεσιών. Επιπλέον απαιτείται η διάκριση της πλέον επιθυμητής επιλογής αποκατάστασης που βασίζεται στην αρχή της αποτελεσματικότητας κόστους και πιθανών άλλων κριτήριων. Πέρα από την Ευρωπαϊκή ένωση υπάρχει αρκετά αναπτυγμένη νομοθεσία περί περιβαλλοντικής ευθύνης στις ΗΠΑ και αυτό θα βοηθήσει τόσο στην ενημέρωση όσο και στην ανάπτυξη κατάλληλων οικονομικών μεθόδων αποτίμησης της ζημιάς, παίρνοντας την απαραίτητη εμπειρία και χρησιμοποιώντας τα ίδια μεθοδολογικά εργαλεία. Η πιο διαδεδομένη μέθοδος για την αποτίμηση της ζημιάς είναι η Ανάλυση Ισοδυναμίας Οικοτόπων (Habitat Equivalency Analysis, HEA) και γίνεται η προσέγγιση πόρο-προς-πόρο (resource-to-resource) ή υπηρεσία-προς-υπηρεσία (service-to-service). 10

Ουσιαστικά αυτή η μέθοδος συγκρίνει τις λειτουργίες των οικοτόπων. Η Ανάλυση Ισοδυναμίας Οικοτόπων αναπτύχθηκε από την National Oceanographic and Atmospheric Administration (NOAA) των ΗΠΑ ως μέθοδος ποσοτικοποίησης των απωλειών υπηρεσιών από φυσικούς πόρους και υπολογισμού της κλίμακας των αντισταθμιστικών μέτρων τα οποία απαιτούνται για να αποκατασταθούν οι περιβαλλοντικές απώλειες. Τόσο οι απωλεσθείσες όσο και οι επανακτηθείσες υπηρεσίες προεξοφλούνται στην παρούσα αξία τους: η κατάλληλη κλίμακα των μέτρων είναι αυτή που εξισώνει τις δύο παρούσες αξίες. Η Ανάλυση Ισοδυναμίας Οικοτόπων προτείνεται και από την οδηγία ενώ σε περίπτωση που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί προτείνονται εναλλακτικές τεχνικές αποτίμησης. Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο σε απλές περιπτώσεις και όχι όταν πρόκειται για σύνθετες όπως είναι η αποκατάσταση ρυπασμένων περιοχών από τοξικά απόβλητα. Ακόμα όμως και σε απλές περιπτώσεις, οι απαιτήσεις σε δεδομένα είναι εντυπωσιακές, και συνεπώς τα τελικά αποτελέσματα πολύ ευαίσθητα σε εναλλακτικές τιμές των παραμέτρων (Dunford et al 2004). Μεθοδολογικά, η ορθότητα της Ανάλυσης Ισοδυναμίας Οικοτόπων εξαρτάται ουσιαστικά από την ισχύ των παρακάτω υποθέσεων (Dunford et al 2004) : (1) Ορίζεται εξαρχής μια κοινή μονάδα μέτρησης των οικοσυστημικών λειτουργιών τόσο του υποβαθμισμένου αρχικού οικοτόπου όσο και του αντισταθμιστικού οικοτόπου (ο οποίος πρόκειται να εμπλουτισθεί για την παροχή αντισταθμιστικών υπηρεσιών) (2) Η μεταβολή της αξίας του υποβαθμισμένου αρχικού οικοτόπου ισούται με την σχετική μεταβολή της ποσότητας υπηρεσιών του μετά την ζημιά (δηλ. εάν ο αρχικός οικότοπος παρέχει μετά την ζημιά 60% των αρχικών υπηρεσιών του ετησίως, τότε η αξία του οικοτόπου είναι 60% της αρχικής του αξίας ετησίως) (3) Η αξία του αντισταθμιστικού οικοτόπου μετά την ολοκλήρωση των μέτρων αναβάθμισης, ισούται με την σχετική ποσότητα υπηρεσιών που παρέχει (δηλ. εάν ο αντισταθμιστικός οικότοπος μετά την ολοκλήρωση των μέτρων αναβάθμισης του παρέχει 75% του μέγιστου ποσού υπηρεσιών του ετησίως, τότε η αξία του είναι 75% της μέγιστης αξίας του ετησίως) 11

στον χρόνο (4) Η πραγματική μοναδιαία αξία του αρχικού οικότοπου παραμένει σταθερή (5) Η πραγματική μοναδιαία αξία του αντισταθμιστικού οικοτόπου πριν τα έργα αποκατάστασης παραμένει σταθερή στον χρόνο, σε σχέση με την πραγματική μοναδιαία αξία του στο μέγιστο επίπεδο λειτουργίας του. Οι παραπάνω υποθέσεις είναι κρίσιμες για την ισχύ της Ανάλυση Ισοδυναμίας Οικοτόπων, αλλά και για κάθε προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος της κλιμάκωσης των αντισταθμιστικών μέτρων σε φυσικούς και όχι αξιακούς όρους. Ο λόγος είναι απλός: επιτρέπουν την αμοιβαία αναίρεση ( απλοποίηση ) των αξιακών μεγεθών στον τύπο που ορίζει την απαιτούμενη κλίμακα των μέτρων αποκατάστασης. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω εάν δεν μπορεί να γίνει χρήση της Ανάλυσης Ισοδυναμίας Οικοτόπων τότε χρησιμοποιούνται διαφορετικές τεχνικές αποτίμησης. Βρίσκεται στην δικαιοδοσία της αρμόδιας αρχής να υποδείξει την μέθοδο οικονομικής αποτίμησης προκειμένου να καθοριστούν τα απαραίτητα αντισταθμιστικά και συμπληρωματικά μέτρα. Εάν μπορεί να γίνει η αποτίμηση των απωλεσθέντων πόρων ή/και υπηρεσιών αλλά δεν είναι δυνατή η αποτίμηση των φυσικών πόρων ή/και υπηρεσιών αποκατάστασης κατά την διάρκεια ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος ή με εύλογο κόστος, τότε η αρμόδια αρχή μπορεί να επιλέγει μέτρα αποκατάστασης το κόστος των οποίων είναι ισοδύναμο προς την εκτιμούμενη οικονομική αξία των απωλεσθέντων φυσικών πόρων ή/και υπηρεσιών. Όσον αφορά την ρύπανση του εδάφους λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλισθεί τουλάχιστον η μη ύπαρξη σημαντικών κινδύνων που έχουν αρνητικές συνέπειες στην ανθρώπινη υγεία. Οι συγκεκριμένοι ρύποι απομακρύνονται, ελέγχονται, περιορίζονται ή μειώνονται από το ρυπασμένο έδαφος λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα χρήση του ή την εγκεκριμένη μελλοντική χρήση του κατά τη στιγμή που επήλθε η ζημία. Κατά την διαδικασία αξιολόγησης κινδύνων λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά και η λειτουργία του εδάφους, ο τύπος και η συγκέντρωση των επιβλαβών ουσιών, παρασκευασμάτων, οργανισμών ή μικροοργανισμών, ο κίνδυνος και η πιθανότητα διασποράς τους. Η χρήση διαπιστώνεται με βάση τις ρυθμίσεις για τη χρήση της γης ή άλλες σχετικές ρυθμίσεις που ίσχυαν, ενδεχομένως, όταν επήλθε η 12

ρύπανση. Εάν δεν υπάρχουν οι παραπάνω σχετικές ρυθμίσεις τότε η χρήση της περιοχής καθορίζεται από την φύση της έχοντας ως απώτερο σκοπό την μελλοντική ανάπτυξη της. Η οδηγία έχοντας ως στόχο την προστασία του περιβάλλοντος παρέχει το δικαίωμα σε κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο που επηρεάζεται ή ενδέχεται να επηρεασθεί από την περιβαλλοντική ζημία να υποβάλει οποιεσδήποτε παρατηρήσεις στην αρμόδια αρχή και αυτή από το μέρος της να αναλάβει δράση. Έτσι, κατά το άρθρο 13 παρ. 1, «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο: επηρεάζεται ή ενδέχεται να επηρεασθεί από περιβαλλοντική ζημιά ή έχει επαρκές συμφέρον από τη λήψη απόφασης σχετικά µε περιβαλλοντική ζημιά δικαιούται να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με την περιβαλλοντική ζημία στην αρμόδια αρχή και αυτή να αναλάβει δράση. Όμως αναγνωρίζει ότι υπάρχουν συμφέροντα από την πλευρά των ιδιωτών και προβλέπει ότι οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος θα πρέπει να διαθέτουν και να πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζει το εθνικό δίκαιο του εκάστοτε κράτους. Με αυτόν τον τρόπο τους δίνεται η δυνατότητα να συμβάλλουν δεόντως στην αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας. Το αίτημα για ανάληψη δράσης πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις σχετικές πληροφορίες και στοιχεία που θεμελιώνουν τους ισχυρισμούς για την περιβαλλοντική ζημία. Εφόσον τα στοιχεία της αίτησης αποδεικνύουν την περιβαλλοντική ζημία τότε η αρμόδια αρχή εξετάζει το αίτημα και δίνει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο φορέα εκμετάλλευσης να γνωστοποιήσει τις απόψεις του όσον αφορά την αίτηση για ανάληψη δράσης και τις συνοδευτικές παρατηρήσεις. Επίσης, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η αρμόδια αρχή οφείλει να ενημερώσει τα πρόσωπα που της υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με την απόφασή της να δεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα και πρέπει να αιτιολογεί δεόντως αυτή της την απόφαση. Η οδηγία περαιτέρω προβλέπει ότι τα άτομα και οι οργανώσεις μπορούν να ζητήσουν προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου για τον έλεγχο τόσο ως προς την διαδικασία όσο και ως προς την ουσία της νομιμότητας των αποφάσεων και των ενεργειών της αρμόδιας αρχής εφόσον αυτές θεωρούνται παράνομες. 13

2. Η εφαρμογή της οδηγίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση Η απόφαση για την οδηγία της περιβαλλοντικής ευθύνης όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημιάς εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στις 21 Απριλίου του έτους 2004 και η προθεσμία για τη μεταφορά της στα κράτη μέλη ήταν μέχρι της 30 Απριλίου του έτους 2007. Ουσιαστικά τα κράτη μέλη είχαν τρία χρόνια για να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, οι οποίες πρέπει να αναφέρονται ρητά στην οδηγία και να ανακοινωθεί στην Επιτροπή το κείμενο των σχετικών διατάξεων. Ωστόσο η μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών καθυστέρησε να πραγματοποιηθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεταφορά της οδηγίας στην Ελλάδα που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβριο του έτους 2009. Παρόλα αυτά το άρθρο 14 παρ. 2 της οδηγίας είχε την απαίτηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει έκθεση μέχρι τον Απρίλιο του 2010 σχετικά με την αποτελεσματικότητα της οδηγίας όσον αφορά την πραγματική αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών, τη διαθεσιμότητα της ασφάλισης και άλλων χρηματοοικονομικών εγγυήσεων που καλύπτουν τις απαιτήσεις της οδηγίας καθώς και τα έξοδα και τους όρους που διέπουν τα παραπάνω. Επιπλέον, στην έκθεση αναφέρονταν και άλλα προτεινόμενα είδη ασφαλείας για τις δραστηριότητες που καλύπτονται από το παράρτημα III της οδηγίας. Η Επιτροπή θα υποβάλλει άλλη μια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο πριν από τις 30 Απριλίου του 2014 η οποία θα περιλαμβάνει τυχόν κατάλληλες προτάσεις τροποποίησης. Αντίστοιχα τα κράτη μέλη πρέπει να υποβάλλουν έκθεση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέχρι τις 30 Απριλίου του έτους 2013 που θα περιλαμβάνει πληροφορίες και στοιχεία που έχουν αποκτηθεί κατά την διάρκεια της εφαρμογής της οδηγίας. 3 Στο πλαίσιο της έκθεσης σχετικά με την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της οδηγίας για την περιβαλλοντική ευθύνη και τα συναφή οικονομικά θέματα ασφάλειας που έπρεπε να παραδοθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο πραγματοποιήθηκε μια ημερίδα στις Βρυξέλλες τον Ιούλιο του 2009. Η ημερίδα βασίστηκε σε μια μελέτη που διεξήχθη το 2008 με θέμα «η χρηματοοικονομική ασφάλεια στην οδηγία περιβαλλοντικής ευθύνης» και είχε ως στόχο να παρέχει μια αρχική εικόνα της πρακτικής εφαρμογής της οδηγίας για τη περιβαλλοντική ευθύνη, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα χρηματοοικονομικής 14

ασφάλειας. Τα αποτελέσματα που διεξήχθησαν από την παραπάνω μελέτη αποτέλεσαν τις καλύτερες διαθέσιμες πληροφορίες για την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η ημερίδα χρησιμοποιήθηκε ως πλατφόρμα για τις διάφορες ομάδες ενδιαφερομένων, προκειμένου να συναντηθούν και να συζητήσουν τόσο για την εφαρμογή της οδηγίας όσο και για τις επιπτώσεις της. Τα κράτη μέλη ως εμπειρογνώμονες της οδηγίας, οι ασφαλιστές, οι αντασφαλιστές, οι χρηματομεσίτες, οι σύμβουλοι των εναλλακτικών μέσων χρηματοοικονομικής ασφάλειας, οι φορείς εκμετάλλευσης καθώς και άλλοι ενδιαφερόμενοι φορείς όπως οι μη κυβερνητικές οργανώσεις κλήθηκαν να ανταλλάξουν τις εμπειρίες τους. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ως εμπειρογνώμονες της οδηγίας ήρθαν σε επαφή, προκειμένου να αναβαθμίσουν και να συμπληρώσουν τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της μελέτης με θέμα "Χρηματοοικονομική ασφάλεια στην οδηγία περιβαλλοντικής ευθύνης το 2008". Υπάρχουν τμήματα της μελέτης που περιλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά της μεταφοράς της οδηγίας στις εθνικές νομοθεσίες και τις απόψεις για τα διάφορα μέσα χρηματοοικονομικής ασφάλειας δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα ασφαλιστικά προϊόντα. Στη διαβούλευση που έγινε μεταξύ των κρατών μελών συμμετείχε ένας σχετικά μικρός αριθμός αυτών. Συγκεκριμένα έλαβαν μέρος στην συζήτηση η Αυστρία, το Βέλγιο (περιοχή των Βρυξελλών), η Βουλγαρία, η Κύπρος, η Εσθονία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ουγγαρία, η Ιρλανδία, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Σλοβακία και η Σουηδία. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.1 της οδηγίας, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν μέτρα για να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη μέσων και αγορών χρηματοοικονομικής ασφάλειας, εκ μέρους των κατάλληλων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών φορέων, συμπεριλαμβανομένων χρηματοπιστωτικών μηχανισμών σε περίπτωση αφερεγγυότητας, με στόχο να καταστεί δυνατή η χρήση χρηματοοικονομικών εγγυήσεων από τους φορείς εκμετάλλευσης προκειμένου να καλύψουν τις ευθύνες τους. Η οδηγία επιτρέπει ένα μεγάλο βαθμό ευελιξίας κατά την μεταφορά της στα κράτη μέλη και συνεπώς αυτά έχουν κάνει πλήρη χρήση κατά την εφαρμογή της. Κατά την μεταφορά της οδηγίας παρουσιάστηκαν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των κρατών. Αναφορικά, πέντε κράτη μέλη δήλωσαν ότι δεν προβλέπουν εξέλιξη στις εξαιρέσεις (Αυστρία, Γερμανία, Ουγγαρία, την Ιρλανδία και τη Σουηδία.) και έξι από 15

αυτά δεν προβλέπουν άδεια για τις εξαιρέσεις (Αυστρία, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ιρλανδία και Σουηδία). Η Ισπανία υποστηρίζει πως η εξέλιξη της τεχνολογίας και η άδεια επιτρέπουν στους φορείς εκμετάλλευσης να ανακτήσουν το κόστος μόλις υλοποιηθούν πλήρως οι ζημιές αλλά δεν τους απαλλάσσει από τη λήψη τους. Η Ολλανδία από την άλλη πλευρά δεν προβλέπει αυτές τις εξαιρέσεις αλλά δίνει τη δυνατότητα για κάποια διακριτική ευχέρεια στο πλαίσιο της λογικής. Επίσης, ορισμένα από τα κράτη μέλη όπως η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Πολωνία, η Κύπρος, το Βέλγιο, η Ουγγαρίας και η Ισπανία εισήγαγαν ένα ευρύτερο πεδίο εφαρμογής που αφορά την βιοποικιλότητα σε σχέση με αυτό που καθορίζεται από την οδηγία. Τέλος, η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Εσθονία, η Ουγγαρία και η Πολωνία θέσπισε ως υποχρέωση της αρμόδιας αρχής να λαμβάνει τα διορθωτικά μέτρα εάν ο φορέας δεν μπορεί να εντοπιστεί ή δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τα απαραίτητα μέτρα. Ένα ακόμα θέμα που τέθηκε υπό συζήτηση αφορούσε τους κύριους λόγους που εμποδίζουν την περαιτέρω ανάπτυξη της οδηγίας. Περισσότερα από τα μισά κράτη μέλη (Βουλγαρία, Κύπρος, Εσθονία, Γαλλία, Ιρλανδία, Πολωνία, και Ισπανία) θεωρούν ότι τα κύρια εμπόδια για την περαιτέρω ανάπτυξη της περιβαλλοντικής ασφαλιστικής αγοράς στις χώρες τους είναι η έλλειψη γνώσης τόσο από τους φορείς εκμετάλλευσης όσο και από την πλευρά των χρηματομεσιτών. Ως επιπλέον εμπόδια θεωρήθηκαν η έλλειψη των δεδομένων σχετικά με τη συχνότητα και την έκταση των ζημιών, η πολιτική αντίσταση που υπάρχει για την επιπλέον επιβολή επιβαρύνσεων στις επιχειρήσεις καθώς και οι δυσκολίες στον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των κινδύνων. Η εκτίμηση των περιβαλλοντικών ζημιών και οι αποφάσεις που καλούνται να πάρουν οι αρμόδιες αρχές για να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα πρόληψης και αποκατάστασης αποτελούν μείζον πρόβλημα. Πολλά κράτη μέλη επισημαίνουν σε κείμενα του ερευνητικού προγράμματος REMEDE (Resource Equivalency Methods for Assessing Environmental Damage) (μέθοδοι ισοδυναμίας των πόρων για την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών ζημιών στην ΕΕ) την ανάπτυξη κατάλληλων κατευθυντήριων γραμμών ή μοντέλων που θα χρησιμοποιηθούν για τον τρόπο υπολογισμού του κόστους της αντισταθμιστικής αποκατάστασης, την εκτίμηση των κινδύνων και την αποτίμηση των ζημιών στους φυσικούς πόρους. Τα περισσότερα κράτη μέλη που ερωτήθηκαν δεν έχουν τέτοιες κατευθυντήριες γραμμές ή μοντέλα, ωστόσο η Γαλλία προσπαθεί να αναπτύξει κατευθυντήριες γραμμές 16

που αφορούν την εκτίμηση των περιβαλλοντικών ζημιών προκειμένου να κατανοηθούν οι απαιτήσεις της οδηγίας. Αυτή η αναπτυσσόμενη κατευθυντήρια γραμμή διακρίνεται σε δυο μέρη. Το πρώτο μέρος θα απευθύνεται στις αρμόδιες αρχές προκειμένου να τους βοηθήσει στην αποτίμηση των ζημιών και το δεύτερο μέρος θα απευθύνεται στις επιχειρήσεις. Η Ισπανία στην παρούσα κατάσταση προσπαθεί να αναπτύξει και κατά συνέπεια να παρέχει μια μέθοδο για να καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να εκτιμηθεί η ζημιά συμπεριλαμβάνοντας και τις ζημιές στη βιοποικιλότητα καθώς και την αποκατάσταση της. Επίσης θα περιλαμβάνονται διατάξεις σχετικά με τον υπολογισμό της αντισταθμιστικής αποκατάστασης. Προκειμένου να αποκτηθούν περαιτέρω γνώσεις για την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής ασφαλιστικής αγοράς πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις με τον ασφαλιστικό κλάδο. Πιο αναλυτικά συμμετείχαν οι ασφαλιστές, οι αντασφαλιστές και οι χρηματομεσίτες. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, διεξήχθησαν δεκατρείς συνεντεύξεις με τους ασφαλιστές, μια με έναν αντασφαλιστή και δύο με χρηματομεσίτες. Ορισμένες ασφαλιστικές εταιρείες της Γαλλίας και της Σλοβακίας δηλώσαν ότι τα προϊόντα τους καλύπτουν όλες τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας, όμως αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις απόψεις των ασφαλιστών και των χρηματομεσιτών που ερωτήθηκαν κατά την διάρκεια της μελέτης οι οποίοι ισχυρίζονταν πως αυτό δεν ισχύει για τα περισσότερα προϊόντα. Για να αναπτυχθούν τα απαραίτητα ασφαλιστικά προϊόντα πρέπει να υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με την πιθανότητα και το μέγεθος της ζημίας ώστε ο κίνδυνος να θεωρείται ασφαλίσιμος. Οι περισσότεροι ασφαλιστές δεν καλύπτουν όλες τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα III της οδηγίας. Οι ασφαλιστικές εταιρείες αποκλείουν συνήθως ορισμένες δραστηριότητες στο πλαίσιο των πολιτικών τους για τις οποίες υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες που αφορούν τις συχνότητες και τη σοβαρότητα των ζημιών. Οι γενετικώς τροποποιημένοι οργανισμοί και η διαχείριση των αποβλήτων συχνά εξαιρούνται από το πεδίο κάλυψης των προϊόντων. Επίσης οι δραστηριότητες που δεν απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ καλύπτονται από ορισμένες ασφαλιστικές εταιρείες κάτω από ειδικές συνθήκες. Μόνο τέσσερις ασφαλιστικοί φορείς καλύπτουν όλες τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας. 17

Προκειμένου να αξιολογηθεί η κατάσταση που επικρατεί στον ασφαλιστικό τομέα σε σχέση με τις υποχρεώσεις που διέπονται από την οδηγία ρωτήθηκαν κατά πόσο τα υπάρχοντα ασφαλιστικά προϊόντα μπορούν να καλύψουν τα ακόλουθα γεγονότα. Αυτά αφορούσαν τα ξαφνικά και τυχαία γεγονότα, την σταδιακή ρύπανση, την πρωτογενή αποκατάσταση, τη συμπληρωματική αποκατάσταση, την αντισταθμιστική αποκατάσταση, τις διασυνοριακές ζημίες και την περιβαλλοντική ζημία που προκαλείται από την εξέλιξη της τεχνολογίας ή επιτρέπεται ρητά αρμόδιες δραστηριότητες (σε χώρες όπου η ζημίες δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας) Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η κάλυψη διαφέρει σημαντικά μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών. Οι περισσότερες ασφαλιστικές εταιρίες προσφέρουν κάλυψη για την αιφνίδια και τυχαία ρύπανση ενώ ελάχιστες ασφαλιστικές προσφέρουν κάλυψη για την σταδιακή ρύπανση. Επί του παρόντος αναπτύσσονται μερικά νέα προϊόντα με σκοπό να ανταποκριθούν όσο το δυνατόν περισσότερο στις απαιτήσεις της οδηγίας καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο και τη σταδιακή ρύπανση πέρα από την ξαφνική και τυχαία ρύπανση όπως στην περίπτωση του προϊόντος Ecosphere που αναπτύχθηκε από την εταιρεία AXA Corporate Solutions, ή του προϊόντος EnviroPro που αναπτύχθηκε από την εταιρεία AIG. Ένα μεγάλο μέρος των περιβαλλοντικών ευθυνών που διέπονται από την οδηγία καλύπτονται από ορισμένες ασφαλιστικές εταιρείες ή από εξειδικευμένα αυτόνομα προϊόντα που αναπτύχθηκαν. Ωστόσο, τα προϊόντα που προσφέρουν κάλυψη για τις υποχρεώσεις της οδηγίας δεν είναι ακόμα διαθέσιμα. Πράγματι, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχουν ασφαλιστικά προϊόντα για ορισμένους κινδύνους αφού οι οικονομικές τους συνέπειες δεν μπορούν να προβλεφθούν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων κινδύνων είναι η περίπτωση ζημίας που προκαλείται από γενετικώς τροποποιημένους οργανισμούς και η ζημία στην βιοποικιλότητα όταν χρειάζεται αντισταθμιστική αποκατάσταση. Στις παραπάνω περιπτώσεις υπάρχει περιορισμένη εμπειρία από τους ασφαλιστές και αυτό αποτελεί ένα βασικό πρόβλημα. Κατά την διάρκεια της μελέτης τέθηκε υπό συζήτηση και το θέμα για την διαθεσιμότητα της αντασφάλισης. Όλοι οι ασφαλιστές δήλωσαν ότι μπορεί να υπάρχει αντασφαλιστική κάλυψη δεδομένου ότι δεν υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες στην επιβολή προστίμων αντασφάλισης προκειμένου να καλυφθούν οι ευθύνες που διέπονται από την οδηγία. Ωστόσο για να πραγματοποιηθεί η αντασφαλιστικη κάλυψη χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα και πρέπει να λυθούν κάποια από τα παραπάνω προβλήματα. 18

Η εκτίμηση της τρέχουσας απορρόφησης των ασφαλιστικών προϊόντων κυμαίνεται από "απογοητευτική" έως "πολύ καλή". Τα προϊόντα είναι ακόμη πολύ καινούργια και δεν γίνεται να κριθεί σε απόλυτο βαθμό η απορρόφησης τους. Παρόλα αυτά οι χημικοί τομείς και οι τομείς που ασχολούνται με την διαχείριση αποβλήτων έχουν την μεγαλύτερη απορροφητικότητα στις ασφαλιστικές τους συμβάσεις. Πιστεύεται πως η αύξηση της απορρόφησης που σχετίζεται με τα ασφαλιστικά προϊόντα θα επέλθει εάν γίνει ενημέρωση για την οδηγία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Με αυτόν τον τρόπο, τόσο οι φορείς εκμετάλλευσης όσο και οι χρηματομεσίτες θα αναγκαστούν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους, οι οποίες πηγάζουν από την οδηγία. Το δεύτερο και τρίτο πιο σημαντικό μέτρο για την αύξηση της απορρόφησης θεωρείται ότι είναι η αύξηση του επιπέδου προσόντων των χρηματομεσιτών και η βελτίωση της επικοινωνίας των αρμόδιων αρχών. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν πληροφορίες που αφορούν τις περιπτώσεις της οδηγίας και να δημιουργηθούν βάσεις δεδομένων για την καθιέρωση των βέλτιστων πρακτικών στη διαχείριση των περιστατικών ενώ παράλληλα οι ασφαλιστές είναι πρόθυμοι να συλλέξουν και αυτοί πληροφορίες σχετικά με τη βελτίωση του υπολογισμού των κινδύνων. Οι ασφαλιστές βλέπουν την απουσία των περιπτώσεων ως έναν από τους κύριους λόγους για να αποτραπούν από την παραγωγή καλύτερων εκτιμήσεων του οικονομικού κινδύνου. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, να αποτραπεί η περαιτέρω ανάπτυξη των προϊόντων τους. Κάποιοι ασφαλιστές ανέφεραν ότι ένα σύστημα όπως το ευρωπαϊκό σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης ονομαζόμενο RAPEX, το οποίο επιτρέπει την ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με τα επικίνδυνα καταναλωτικά προϊόντα μέσω κεντρικών σημείων επαφής αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για την επιτροπή. Οι πληροφορίες που θα συλλέγονται, μπορούν φυσικά να διαφέρουν, αλλά η ανάγκη για μια τέτοια πανευρωπαϊκή βάση δεδομένων έχει τονιστεί πολλές φορές. Μέχρι στιγμής, η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων για τις περιπτώσεις της οδηγίας έχει επιβραδυνθεί λόγω του μικρού αριθμού των περιπτώσεων που έχουν αναφερθεί από τα διάφορα κράτη μέλη. Η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο ανάφεραν κάποια πιθανά περιστατικά περιβαλλοντικής ζημιάς. 19

Μια άλλη πτυχή της δημόσιας διαβούλευσης, πέρα από την ασφάλιση, ήταν η συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις οικονομικές λύσεις ασφαλείας της οδηγίας. Μέχρι τώρα έχουν συγκεντρωθεί λίγες πληροφορίες για αυτό το θέμα. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι τραπεζικές εγγυήσεις θεωρούνται ως οι πιο σημαντικές εναλλακτικές λύσεις για τα ασφαλιστικά προϊόντα που έχουν σκοπό να καλύψουν τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο της οδηγίας. Τα αποτελέσματα που παρουσιαστήκαν παραπάνω δεν αντικατοπτρίζουν το πλήρες φάσμα των πορισμάτων που προήλθαν από αυτές τις διαβουλεύσεις, αλλά μόνο τα πιο πλήρη και σημαντικά για αυτήν την ημερίδα. 3. Η μεταφορά της οδηγίας στην Ελλάδα Η οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ετέθη σε ισχύ στις 30 Απριλίου 2004 και τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν στην διάθεση τους τρία χρόνια για να μεταφέρουν την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο. Ωστόσο, αρκετά κράτη μέλη καθυστέρησαν να την μεταφέρουν. Ανάμεσα σε αυτά τα κράτη μέλη είναι και η Ελλάδα η οποία μετέφερε την οδηγία τον Σεπτέμβριο του 2009 στο εθνικό της δίκαιο. Οι διατάξεις της οδηγίας θέτονται σε ισχύ από τον Σεπτέμβριο του 2009 και καταργείται οποιαδήποτε διάταξη που αντίκειται μερικώς ή συνολικά στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή ανάγεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτήν. Οι απαιτήσεις που εκρέουν από την οδηγία αφορούν όλα τα κράτη μέλη όμως στην εφημερίδα της ελληνικής κυβερνήσεως διευκρινίζονται τα εκτελεστικά όργανα και οι λειτουργίες τους. Το άρθρο 6 της εφημερίδας της ελληνικής κυβερνήσεως ορίζει ως αρμόδια αρχή το Υπουργείο Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) και τις Περιφέρειες. Πιο αναλυτικά το ΥΠΕΚΑ καθίσταται αρμόδιο όταν η ζημία ή η επικείμενη απειλή ζημίας επηρεάζει φυσικούς πόρους ή υπηρεσίες εθνικής σημασίας καθώς και για την προστασία ή/και διαχείριση αυτών ή όταν η ζημία επηρεάζει φυσικούς αποδέκτες ή υπηρεσίες, που εκτείνονται στα διοικητικά όρια περισσότερων της μιας Περιφέρειας ή στην επικράτεια άλλων όμορων κρατών μελών. Αντίστοιχα οι Περιφέρειες θεωρούνται αρμόδιες όταν η ζημία ή η άμεση απειλή ζημίας επηρεάζει φυσικούς πόρους ή υπηρεσίες που βρίσκονται μέσα στα διοικητικά τους όρια και δεν εμπίπτουν με τις αρμοδιότητες του ΥΠΕΚΑ. Ωστόσο οι αρμόδιες υπηρεσίες οφείλουν να ενημερώνουν το ΥΠΕΚΑ για 20

οποιαδήποτε περιβαλλοντική ζημιά και για τα μέτρα που πάρθηκαν (λήψης) υποβάλλοντας σχετικές εκθέσεις που θα περιλαμβάνουν τις πληροφορίες και τα στοιχεία που περιγράφονται στο παράρτημα VI του άρθρου 21 2. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, το ΥΠΕΚΑ συντονίζει όλες τις εμπλεκόμενες συναρμόδιες αρχές και τους φορείς τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο για να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα πρόληψης και αποκατάστασης. Για την πρόληψη και την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών υπάρχει αυτοτελές συντονιστικό γραφείο υπαγόμενο απ ευθείας στον Υπουργό του ΠΕΚΑ, το ονομαζόμενο «Συντονιστικό Γραφείο Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικών Ζημιών» (ΣΥΓΑΠΕΖ). Στο Γραφείο αυτό ανατίθεται η εποπτεία και ο έλεγχος εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος διατάγματος και ο συντονισμός των σχετικών δράσεων των αρμόδιων Υπηρεσιών Περιβάλλοντος σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο καθώς και των συναρμόδιων φορέων του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα που κατά περίπτωση εμπλέκονται σε θέματα εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου. Το Συντονιστικό Γραφείο προσδιορίζει τις δράσεις που θα πρέπει να αναληφθούν σε επίπεδο πρόληψης και αποκατάστασης της ζημίας και τις εισηγεί στον Υπουργό του ΥΠΕΚΑ. Στις αρμοδιότητες του υπάγεται η σύσταση και η υποβολή της έκθεσης στην ευρωπαϊκή επιτροπή μέχρι της 30 Απριλίου του 2013. Συνεργάζεται αυτοτελώς ή μέσω του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης ΕΚΠΑΑ, με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών καθώς και με επιστημονικούς φορείς για την συγκέντρωση επιστημονικών ή άλλων πληροφοριών δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο μια τράπεζα πληροφοριών που αφορά ζητήματα πρόληψης και αποκατάστασης των περιβαλλοντικών ζημιών. Προκειμένου να υποστηριχτεί το έργο του ΣΥΓΑΠΕΖ συστήνεται μια γνωμοδοτική επιτροπή για την πρόληψη και την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών που ονομάζεται «Επιτροπή Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικών Ζημιών» (ΕΑΠΕΖ). Η ΕΑΠΕΖ συγκροτείται από εκπροσώπους των εκάστοτε αρμόδιων Υπηρεσιών Περιβάλλοντος του Υπουργείου ΠΕΚΑ, του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ) και κατά περίπτωση από εκπροσώπους των Υπουργείων Οικονομίας και Οικονομικών, συμπεριλαμβανομένου του Γενικού Χημείου του Κράτους, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Μεταφορών και Επικοινωνιών, Υγείας 21

και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Πολιτισμού και Εμπορικής Ναυτιλίας, εφόσον λόγω αρμοδιότητας εμπλέκονται σε θέματα εφαρμογής του παρόντος διατάγματος. Στις συνεδριάσεις της ΕΑΠΕΖ μπορεί, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, να καλούνται για να εκθέσουν τις απόψεις τους, εκπρόσωποι άλλων αρμόδιων φορέων του δημόσιου τομέα, εκπρόσωποι επιστημονικών οργάνων, ιδρυμάτων ή οργανισμών, όπως του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ), του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου, του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Ερευνών (Σ.Μ.Ε.), του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής και Γεωργικής Έρευνας (ΕΘ.Ι.Α.Γ.Ε.), του Εθνικού Κέντρου Βιοτόπων Υγροτόπων (Ε.Κ.Β.Υ.), της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, καθώς και εκπρόσωποι Περιβαλλοντικών Οργανώσεων που εκ του καταστατικού τους δραστηριοποιούνται σε εθνική κλίμακα. Με απόφαση του Υπουργού ΠΕΚΑ καθορίζεται ο τρόπος σύγκλησης των μελών της ΕΑΠΕΖ, η λειτουργία της, ο τρόπος λήψης αποφάσεων καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εκτέλεση του έργου της. Μια αντίστοιχη γνωμοδοτική επιτροπή έχει συγκροτηθεί για την πρόληψη και την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών σε κάθε περιφέρεια και φέρει τις ίδιες αρμοδιότητες με την ΕΑΠΕΖ μόνο που στην προκειμένη περίπτωση λειτουργεί σε τοπικό επίπεδο και υποχρεούται να ενημερώνει το ΥΠΕΚΑ για οποιαδήποτε δράση έχει ληφθεί στα πλαίσια της οδηγίας. Αυτή η επιτροπή καλείται «Περιφερειακή Επιτροπή Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικών Ζημιών» (ΠΕΑΠΖ). Η οδηγία περιβαλλοντικής ευθύνης βασίζεται στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Ουσιαστικά καθιστά οικονομικά υπεύθυνο τον φορέα εκμετάλλευσης για την λήψη των απαραιτήτων μέτρων πρόληψης και αποκατάστασης. Αυτό βεβαία ισχύει εφόσον έχει εντοπισθεί ο φορέας εκμετάλλευσης, η ζημία είναι συγκεκριμένη και υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της δραστηριότητας του φορέα εκμετάλλευσης και της περιβαλλοντικής ζημιάς ή της άμεσης απειλής τέτοιας ζημιάς. Στο άρθρο 11 γίνεται αναφορά στην αρμοδιότητα που έχει το ΥΠΕΚΑ να ανακτήσει τις δαπάνες από τον φορέα εκμετάλλευσης με τις οποίες η ιδία επιβαρύνθηκε προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι δράσεις αποκατάστασης και πρόληψης. Η ανάκτηση των δαπανών γίνεται μέσω ασφαλιστικής κάλυψης ή άλλων χρηματοοικονομικών εγγυήσεων. Ο ακριβής καθορισμός των δαπανών γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών ΠΕΚΑ και Οικονομίας και Οικονομικών μετά από εισήγηση 22

του ΣΥΓΑΠΕΖ και τη γνώμη της ΕΑΠΕΖ ή μετά από εισήγηση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας. Η είσπραξη των δαπανών πρόληψης και αποκατάστασης είναι υποχρεωτική και καταθέτεται υπέρ του Δημοσίου. Σε περίπτωση θανάτου ή εξαφάνισης του φορέα εκμετάλλευσης, η σχετική υποχρέωση επιβαρύνει τους διαδόχους του. 4. Περιβαλλοντική ευθύνη και ο ασφαλιστικός τομέας Στα πλαίσια των περιβαλλοντικών προβλημάτων που υπάρχουν σε παγκόσμιο επίπεδο πραγματοποιήθηκε έρευνα με θέμα «τα οριακά σημεία στο κλιματικό σύστημα της γης και οι συνέπειες τους στον ασφαλιστικό κλάδο» υπό την αιγίδα της ασφαλιστικής εταιρείας Allianz σε συνεργασία με την μη κυβερνητική οργάνωση WWF. Οι κλιματικές αλλαγές που προκύπτουν από τις εκπομπές του CO 2 και άλλων αερίων του θερμοκηπίου θεωρείται ευρέως ως η μεγαλύτερη περιβαλλοντική πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος. Επίσης αντιπροσωπεύει μια από τις μεγαλύτερες κοινωνικές και οικονομικές απειλές που αντιμετωπίζει ο πλανήτης και η ευημερία της ανθρωπότητας. Μέχρι σήμερα η πολιτική εστίαζε στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής έχοντας ως στόχο την «πρόληψη της επικίνδυνης ανθρωπογενούς παρέμβασης στο κλιματικό σύστημα της γης». Δεν υπάρχει παγκόσμια συμφωνία ή επιστημονική ομοφωνία για την οριοθέτηση του «επικίνδυνου» από το «αποδεκτό» στην κλιματική αλλαγή αλλά ο περιορισμός της παγκόσμιας μέσης αύξησης της θερμοκρασίας στους 2 C έχει αποτελέσει σημαντικό στόχο των διεθνών και εθνικών υπεύθυνων φορέων. Η προέλευση και η επιλογή αυτού του ορίου των 2 C δεν είναι απόλυτα σαφές αλλά έχει οριστεί από τις αξιολογήσεις των επιπτώσεων στα διάφορα επίπεδα της αύξησης της θερμοκρασίας σύμφωνα με τα στοιχεία της Έκθεσης Αξιολόγησης UNFCCC 4 (AR4). Με λίγες εξαιρέσεις, αυτές οι εκτιμήσεις παρουσιάζουν μια σταδιακή και ομαλή αύξηση στην κλίμακα και επισημαίνουν τη σοβαρότητα των επιπτώσεων λόγω αύξησης της θερμοκρασίας. Στην πραγματικότητα η κλιματική αλλαγή πιθανόν να έχει ομαλή μετάβαση στο μέλλον όμως υπάρχει ένας αριθμός κατώτατων ορίων ο οποίος μόλις ενεργοποιηθεί είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές στο επίπεδο των επιπτώσεων. Η ύπαρξη των εν λόγω ορίων ή «οριακών σημείων» όταν δεν 23

αντανακλούν τις πραγματικές συνθήκες ή την πολιτική προσαρμογής τότε έχει σοβαρές συνέπειες στους ανθρώπους και στο περιβάλλον. Η φράση «οριακά σημεία» αποτυπώνει τη διαισθητική αντίληψη ότι μια μικρή αλλαγή μπορεί να κάνει μια μεγάλη διαφορά για ορισμένα συστήματα. Ο όρος «οριακό στοιχείο» έχει εισαχθεί για να περιγράψει τα τμήματα της μεγάλης κλίμακας του γήινου συστήματος που θα μπορούσε να ανατρέξει σε κάποιο παρελθοντικό οριακό σημείο και στη συνέχεια να παρατηρηθεί η μετάβαση του σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Στη γενική του μορφή, ο ορισμός των οριακών σημείων μπορεί να εφαρμοστεί οποιαδήποτε στιγμή κατά την εξελικτική ιστορία της Γης ακόμα και μελλοντικά. Οι κλιματικές αλλαγές αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικές επιπτώσεις στο πρώτο μισό αυτού του αιώνα επηρεάζοντας τόσο τον κοινωνικοοικονομικό τομέα όσο και τον ασφαλιστικό κλάδο. Όλα τα στοιχεία του γήινου συστήματος αλληλεπιδρούν μεταξύ τους ανεξάρτητα από το αν η σχέση αυτή εμφανίζεται ισχυρή ή όχι. Υπάρχει ωστόσο ένα ζευγάρι οριακών στοιχείων που παρουσιάζει ιδιαίτερα ισχυρή σχέση αλληλεξάρτησης με άλλες μεταβλητές. Το πρώτο οριακό στοιχείο είναι η θερμόαλη κυκλοφορία του Ατλαντικού (Atlantic thermohaline circulation THC) και το δεύτερο η νότια διακύμανση του Ελ Νίνιο (El Niño southern oscillation ENSO). Η θερμόαλη κυκλοφορία μερικές φορές ονομάζεται «ωκεάνια ζώνη μεταφοράς» και έχει μεγάλη επίδραση στο κλίμα. Η κατάρρευση της θερμόαλης κυκλοφορίας είναι ένα αρχέτυπο παράδειγμα οριακού στοιχείου που αν κοπεί η συνένωση σε ένα δυναμικό οριακό σημείο τότε τα βαθιά νερά του Βορείου Ατλαντικού δεν θα σχηματίζονται στη Θάλασσα του Λαμπραντόρ. Οι καλύτερες δυνατές εκτιμήσεις δείχνουν ότι για την κατάρρευση της θερμόαλης κυκλοφορίας απαιτείται τουλάχιστον 3-5 C αύξηση της θερμοκρασίας μέσα σε αυτό τον αιώνα. Η IPCC AR4 θεωρεί αυτό το όριο αρκετά απομακρυσμένο και η μετάβαση της κυκλοφορίας της θερμότητας θα χρειαστεί κατά πάσα πιθανότητα άλλα 100 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Ωστόσο τα μοντέλα της IPCC AR4 προβλέπουν την αποδυνάμωση της θερμόαλης κυκλοφορίας αυτόν τον αιώνα. Αυτό θα έχει παρόμοια αν και μικρότερά αποτελέσματα με αυτά της πλήρους κατάρρευσης. Η κατάρρευση της θερμόαλης κυκλοφορίας του Ατλαντικού θα έχει την τάση να κρυώσει τον Βόρειο Ατλαντικό και να ζεστάνει τον Νότιο Ωκεανό προκαλώντας μια 24