ΠΕΡΙΛΗΨΗ 1 ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία ξεκίνησε αποβλέποντας στη συλλογή στοιχείων αναφορικά µε τα συστήµατα ύδρευσης. Σκοπός ήταν να γίνει κατανοητή η λειτουργία ενός τέτοιου συστήµατος, µέσα από την οργανωµένη δοµή µίας επιχείρησης ύδρευσης. Ως βάση, αρχικά επελέγη η ηµοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης Ηρακλείου. Πρόκειται για µία επιχείρηση που χωροθετείται σε µία ευαίσθητη περιοχή, λαµβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για µία νησιωτική περιοχή µε ιδιάζουσα συνεπώς µορφολογία και ανάπτυξη υδροφόρων οριζόντων, αλλά ταυτόχρονα µεγαλούπολη, µε µεσογειακό κλίµα, χαρακτηρίζεται από χαµηλά ποσοστά βροχοπτώσεων και µεγάλη ηλιοφάνεια. Επίσης, σηµαντική είναι η γεωγραφική θέση της, η οποία την καθιστά κέντρο ανάπτυξης έντονης εµπορικής και τουριστικής δραστηριότητας. Η συλλογή στοιχείων αναφορικά µε τη λειτουργία της αποκαλούµενης.ε.υ.α.ηρακλείου, οδηγεί στην κατανόηση της λειτουργίας ενός συστήµατος ύδρευσης γενικότερα. Το συµπέρασµα από την διερεύνηση αυτή είναι ότι τα στοιχεία που συνιστούν ένα δίκτυο το οποίο ανταποκρίνεται α) µε τον καλύτερο δυνατό τρόπο στις απαιτήσεις των καταναλωτών, β) πληροί όλες τις προδιαγραφές για τις οποίες σχεδιάστηκε και γ) η διαχείρισή του είναι οικονοµικά συµφέρουσα, είναι τα ακόλουθα: επάρκεια πίεσης και παροχής για τους καταναλωτές, διακίνηση υγειονολογικά σωστού νερού, περιορισµένες κατά το δυνατό µη τιµολογηθείσες ποσότητες νερού, σωστή συντήρηση, σύντοµος χρόνος επανάκαµψης, επάρκεια προσωπικού και τέλος ύπαρξη ενός πλήρους προγράµµατος λειτουργίας. Με την ουσιαστική βοήθεια των εργαζοµένων της δηµοτικής επιχείρησης έγινε εφικτή η συγκέντρωση σηµαντικής πληροφορίας σχετικά µε τα ανωτέρω ζητήµατα. υστυχώς, η συγκέντρωση όλων των απαιτούµενων στοιχείων για µία ολοκληρωµένη προσέγγιση του λειτουργικού επιπέδου του συστήµατος ύδρευσης της πόλης του Ηρακλείου, δεν κατέστη δυνατή. Περιοριστικούς παράγοντες αποτέλεσαν κυρίως η µη καταγραφή από την ίδια την επιχείρηση δεδοµένων, η µη πλήρης ή η πρόσφατη καταγραφή αυτών γεγονός που εµπόδιζε τη χρήση τους ως στοιχεία αναφοράς και η µη αξιοποιήσιµη µορφή των δεδοµένων. Πάραυτα, µία γενική και σε ορισµένες
ΠΕΡΙΛΗΨΗ 2 παραµέτρους, για παράδειγµα στην εκτίµηση του µη-κοστολογηµένου νερού, ουσιαστική ανάλυση επετεύχθη. Ταυτόχρονα µε την ανάλυση του συστήµατος του Ηρακλείου, για τη δυνατότητα συγκριτικής αξιολόγησης, επελέγη να αναλυθεί και ένα δεύτερο σύστηµα. Η επιλογή δεν ήταν τυχαία. Αντιθέτως υπήρξαν συγκεκριµένοι λόγοι για τους οποίους το Συµβούλιο Υδατοπροµήθειας της Λεµεσού αποτέλεσε την τελική επιλογή. Καταρχάς για λόγους οµοιότητας των δύο συστηµάτων, όπως ότι εξυπηρετούν µεσογειακές πόλεις µε το ίδιο κλίµα, η γεωγραφική θέση τους είναι σηµαντική και ότι πρόκειται για νησιωτικές µεγαλουπόλεις, µε παρόµοια πληθυσµιακά δεδοµένα. Επιπλέον, καθώς η.ε.υ.α. Ηρακλείου αντιπροσωπεύει τα ελληνικά δεδοµένα, ενώ το Σ.Υδατοπροµήθειας Λεµεσού τα κυπριακά, ήταν σαν µία πρόκληση η σύγκριση δύο συστηµάτων ύδρευσης υπό το πρίσµα διαφορετικών πολιτικών και συνεπώς διαφορετικών δοµών διαχείρισης. Η συλλογή των ανάλογων στοιχείων για το σύστηµα της Λεµεσού, παρουσίασε επίσης δυσκολίες. Φυσικά, επειδή σκοπός ήταν η σύγκριση των δύο συστηµάτων, καταβλήθηκε προσπάθεια ώστε οι συλλεγόµενες πληροφορίες να είναι του ίδιου περιεχοµένου, δηλαδή να αναφέρονται και να προσδιορίζουν τις ίδιες παραµέτρους µε το σύστηµα του Ηρακλείου, για να είναι συγκρίσιµες. Αυτό, αποδείκτηκε στην πράξη ότι ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, εφόσον αναφερόµαστε σε συστήµατα διαφορετικών πόλεων και χωρών, έστω και αν επιτελούν το ίδιο έργο. Κατεγράφησαν, λοιπόν, διαφορετικότητες ως προς τον τρόπο και τις αρχές λειτουργίας, τη συλλογή και οργάνωση των δεδοµένων καθώς και το νόµισµα που χρησιµοποιείται. Το σηµαντικότερο εµπόδιο όλων, όµως, υπήρξε η απόσταση από την πηγή των πληροφοριών. Παρόλο που υπήρξε ουσιαστική η συµβολή του Προϊσταµένου των Τεχνικών Υπηρεσιών για την παροχή πληροφοριακού υλικού της επιχείρησης, δεν κατέστη εφικτή µία πλήρης συγκέντρωση των απαιτούµενων στοιχείων για την επιδιωκόµενη ανάλυση. Μετά τη συλλογή των στοιχείων αναφορικά µε τα πληθυσµιακά δεδοµένα των δύο πόλεων, τις πηγές υδροδότησης και τα έργα ύδρευσής τους, τον αριθµό των εργαζοµένων στους φορείς ύδρευσης της κάθε πόλης, τη µελλοντική πολιτική, την παραγόµενη ποσότητα νερού, τον αριθµό των υδροµετρητών, τη µη-κοστολογηµένη
ΠΕΡΙΛΗΨΗ 3 ποσότητα νερού, την τιµολογιακή πολιτική, την πολιτική ευαισθητοποίησης του καταναλωτικού κοινού, τη πολιτική διαχείρισης των διαρροών κ.λπ., έπρεπε να βρεθεί µία µεθοδολογία για την συγκριτική αξιολόγηση των συστηµάτων ύδρευσης των πόλεων του Ηρακλείου και της Λεµεσού. Με την προσεκτική και εκτενή βιβλιογραφική έρευνα περί συστηµάτων ύδρευσης και συγκεκριµένα κριτηρίων και δεικτών που έχουν προταθεί από επιστήµονες όπως o Loucks (2002), η Alegre (1997) και (1999), ο Mays (1999), οι Moy, Cohon και ReVelle (1986) και οι Stedinger, Loucks και Hashimoto (1982), για το χαρακτηρισµό του επιπέδου λειτουργίας των συστηµάτων ύδρευσης, δηµιουργήθηκε το κατάλληλο υπόβαθρο για τη µεθοδολογία της ανάλυσης των εν λόγω συστηµάτων. Επελέγησαν έξι κατηγορίες κριτηρίων, οι οποίες αναλύθηκαν εκτενώς και είναι οι εξής: Αξιοπιστία, Αποδοτικότητα, Προσαρµοστικότητα, Χρόνος Επανάκαµψης, Τρωτότητα και Επάρκεια. Τα παραπάνω κριτήρια-εκτιµητές είναι χρήσιµα στην επιλογή λειτουργικών πολιτικών και εν τέλει στη διαµόρφωση ενός αποδοτικού συστήµατος υδατικών πόρων. Κάθε κριτήριο χαρακτηρίζεται από ένα αριθµό δεικτών. Αυτοί εκφράζουν το επίπεδο της πραγµατικής απόδοσης που έχει επιτευχθεί σε µία συγκεκριµένη περιοχή κατά τη διάρκεια µιας ορισµένης χρονικής περιόδου, αφήνοντας περιθώρια για σύγκριση µε τους στόχους που έχουν τεθεί και απλοποιώντας τη σύνθετη ανάλυση. Οι δείκτες απόδοσης, όπως µπορούν να χαρακτηριστούν, µπορούν να εφαρµοστούν στα διάφορα επίπεδα σχεδιασµού, κατασκευής ή λειτουργίας ενός συστήµατος, ενώ η χρήση τους αποτελεί τη βάση για την εκτίµηση της απόδοσης στο σύνολο ή τα επιµέρους τµήµατα αυτού. Σε κάθε δείκτη αποδόθηκε µία µαθηµατική έκφραση ώστε να γίνει η αξιολόγηση κάθε συστήµατος ξεχωριστά αλλά και µεταξύ τους. Με τον τρόπο αυτό συγκρίνονται οι αριθµητικές τιµές που αποδίδουν οι δείκτες. Η απλοποιηµένη µορφή τους ήταν ένα σηµαντικό βήµα για τη χρήση τους στην πράξη, αφού θα έπρεπε να εισάγουµε τις πληροφορίες που είχαν οµαδοποιηθεί ήδη για κάθε σύστηµα στο σύνολο των δεικτών για να γίνει τελικά η αξιολόγηση και η σύγκριση.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ 4 Και κατά τη διαδικασία αυτή παρουσιάστηκαν αρκετές δυσκολίες στην ανάλυση. Συγκεκριµένα, υπήρξαν δυσκολίες α) στην εκτίµηση του πληθυσµού, αφού οι τρόποι πρόβλεψης παρουσιάζουν ευαισθησία σε πολλούς παράγοντες (απρόβλεπτα γεγονότα και εξελίξεις αναφορικά µε οικονοµικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις δύνανται να έχουν ουσιαστική επίπτωση επί του µελλοντικού πληθυσµού για αυτό και αποκλείστηκαν από τη µελέτη µας), β) στην ανεύρεση συγκεκριµένων δεδοµένων για τη χρησιµοποίησή τους στους δείκτες απόδοσης και στη σύγκριση δεδοµένων αφού δεν ταυτιζόταν πλήρως το περιεχόµενο των συλλεγόµενων πληροφοριών και γ) τα κριτήρια είχαν πολλούς τρόπους εκτίµησης και το κυριότερο στην πράξη η εκτίµησή τους δεν ήταν πάντα µία εύκολη ή και ακόµα δυνατή διαδικασία. Μία επισκόπηση της βιβλιογραφίας αποδεικνύει ότι δεν υπάρχουν γενικά αποδεκτοί ορισµοί και τρόποι εκτίµησης για έννοιες όπως για παράδειγµα της αξιοπιστίας και της βιωσιµότητας ενός δικτύου διανοµής νερού. Για το λόγο αυτό, η τελική µορφή των δεικτών που πρόκειται να προσδιορίσουν τα έξι επιλεγµένα κριτήρια καθορίστηκαν λαµβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως να είναι εφαρµόσιµοι σε συστήµατα µε διαφορετικά χαρακτηριστικά και επίπεδα ανάπτυξης, να είναι εύκολα κατανοητοί, να υπάρχουν πληροφορίες για τον προσδιορισµό τους. Τελικός στόχος της παρουσίασης των αποτελεσµάτων, έπειτα από την αξιολόγηση και τη σύγκριση τους στο παρόντα χρόνο, ήταν η καταγραφή της διαχρονικής τους εξέλιξης. Από την προσοµοίωση της λειτουργίας του συστήµατος για µία πολλαπλή χρονική περίοδο τελικά προκύπτει η βιωσιµότητα ή όχι του συστήµατος. Ας σκεφτούµε µία αναπτυξιακή διαδικασία η οποία να είναι βιώσιµη. Θα πρέπει ο µέσος όρος της ευηµερίας των µελλοντικών γενεών να µην είναι µικρότερος από τον αντίστοιχο των προηγούµενων. Μία απόφαση είναι βιώσιµη όταν εγγυάται ότι δεν υπάρχουν µακροπρόθεσµες µειώσεις στο επίπεδο ευµάρειας των µεταγενέστερων γενεών. Κατά αυτόν τον τρόπο, τελικά, θα µπορεί να χαρακτηριστεί το κάθε σύστηµα ως σύνολο κατά πόσο είναι βιώσιµο ή όχι. Η εργασία αποτελείται συνολικά από 7 κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο είναι εισαγωγικό.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ 5 Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται αρχικά µία παρουσίαση του υφιστάµενου νοµικού πλαισίου, αναφορικά µε τη χρήση των υδατικών πόρων για υδρευτικούς σκοπούς, και των φορέων που χρεώνονται την ευθύνη της ύδρευσης. Εν συνεχεία γίνεται µία συνοπτική παρουσίαση της πολιτικής ύδρευσης, κάνοντας αναφορές στους διαθέσιµους υδατικούς πόρους, στην προστασία και στην κοστολόγηση του νερού. Τέλος, αναφέρονται οι κυριότεροι λόγοι των προβληµάτων στις σύγχρονες µεγαλουπόλεις και οι πλέον επείγουσες προκλήσεις του 21 ου αιώνα, όπως η βιώσιµη διαχείριση των υδατικών πόρων. Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται µία λεπτοµερής παρουσίαση διάφορων εννοιών, απαραίτητων για την κατανόηση της ανάλυσης που θα ακολουθήσει στα επόµενα κεφάλαια. Η ολοκληρωµένη διαχείριση των υδατικών πόρων, οι δείκτες λειτουργίας των δικτύων ύδρευσης, η έννοια της βιωσιµότητας των υδατικών πόρων και η µέτρηση αυτής, εισάγουν τον αναγνώστη στο αντικείµενο της εργασίας και τον προϊδεάζουν για τον επιδιωκόµενο στόχο. Ακολουθεί η ανάλυση της υπάρχουσας κατάστασης, αναφορικά µε τη διαχείριση των πόρων που προορίζονται για υδρευτικούς σκοπούς, τόσο της πόλης του Ηρακλείου (κεφάλαιο 4), όσο και της πόλης της Λεµεσού (κεφάλαιο 5). Έγινε προσπάθεια ώστε τα στοιχεία που παρατίθενται για τις δύο πόλεις να είναι αξιόπιστα, συγκρίσιµα και επαρκή, ούτως ώστε να υπάρχει η δυνατότητα επεξεργασίας τους. Αυτό δεν ήταν εύκολο να επιτευχθεί απόλυτα, πάραυτα πιστεύεται ότι τα δεδοµένα που εν τέλει συλλέχθηκαν, κυρίως από εσωτερικές πηγές της ΕΥΑ Ηρακλείου και του Σ.Υδατοπροµήθειας της Λεµεσού, ήταν ικανά για την συνέχιση της ανάλυσης. Στο επόµενο κεφάλαιο γίνεται η επιλογή των κριτηρίων και των δεικτών, οι οποίοι θα περιγράψουν τα συστήµατα ύδρευσης (µε τον όρο σύστηµα δεν εννοείται µονάχα το τεχνικό µέρος του δικτύου ύδρευσης, αλλά εµπεριέχονται κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονοµικές διαστάσεις του όρου). Στο κεφάλαιο έξι, οι επιλεγµένοι δείκτες παίρνουν µαθηµατική µορφή για να είναι εφικτή η αξιολόγηση και η σύγκριση των προκυπτόντων αποτελεσµάτων. Από την προσοµοίωση της λειτουργίας του συστήµατος για µία πολλαπλή χρονική περίοδο τελικά προκύπτει η βιωσιµότητα ή όχι του συστήµατος. Αυτή η εκτίµηση, καθώς και η διαδικασία σύγκρισης και αξιολόγησης πραγµατοποιείται στο κεφάλαιο επτά, όπου και
ΠΕΡΙΛΗΨΗ 6 συνοψίζονται τα κυριότερα αποτελέσµατα και σχολιάζονται οι δυνατότητες επέκτασης της παρούσας µελέτης. Αξίζει να γίνει µία επιγραµµατική αναφορά στα κυριότερα συµπεράσµατα και ευρήµατα της εργασίας αυτής: ο δείκτης «Κατάσταση Λειτουργίας του ικτύου» για το δίκτυο του Ηρακλείου αποδίδει 5.39 βλάβες/ km/ yr, για το έτος 2001, όταν το αποδεκτό επίπεδο λειτουργίας κυµαίνεται µεταξύ 0.10 και 1.00 βλάβες/ km/ yr. Για την ίδια χρονιά, στο δίκτυο της Λεµεσού αντιστοιχούν 2.96 βλάβες/ km/ yr. Συνεπώς, και τα δύο δίκτυα λειτουργούν εκτός των επιτρεπόµενων ορίων. Για να αναστραφεί αυτή η κατάσταση µελλοντικά και τα δίκτυα να λειτουργούν βιώσιµα θα πρέπει να αναληφθούν ενέργειες που θα στοχεύουν στη µείωση της τιµής του δείκτη 3a µε το χρόνο και αυτό γίνεται εφικτό γενικά όταν α) ο συνολικός αριθµός των βλαβών παρουσιάζει µείωση µε τα χρόνια, ενώ το µήκος του δικτύου παραµένει σταθερό ή αυξάνεται και β) το µήκος του δικτύου αυξάνεται µε την ταυτόχρονη σταθεροποίηση του αριθµού των βλαβών ή/ και τη µείωση αυτών τα δύο δίκτυα, αναφορικά µε την ποιότητα του παρεχόµενου πόσιµου νερού, λειτουργούν βιώσιµα σύµφωνα µε τα υπάρχοντα δεδοµένα και προϋποθέσεις (απουσία ατυχηµάτων που θα έχουν επίπτωση στην ποιότητα του νερού ή/και µη ορθολογικών εφαρµογών όπως υπεράντληση). Συγκεκριµένα ο δείκτης «Ποιότητα Νερού» εκτιµάται 0.38 στην περίπτωση του δικτύου του Ηρακλείου και 0.07 στην περίπτωση του δικτύου της Λεµεσού, για το έτος 2002, όταν είναι αποδεκτές τιµές κάτω της µονάδας. Μελλοντικές εκτιµήσεις αποτυπώνουν επίσης µία θετική εικόνα το δίκτυο της Λεµεσού είναι αποδοτικό, εν αντιθέσει µε του Ηρακλείου στο οποίο εάν δε ληφθούν άµεσα και δραστικά µέτρα περιορισµού των παρουσιαζόµενων απωλειών (πραγµατικές και πλασµατικές) θα εξακολουθεί να µη λειτουργεί βιώσιµα. Σύµφωνα µε το «Γραµµικό είκτη», ο οποίος θεωρείται περισσότερο αξιόπιστος, για το 2001 το δίκτυο του Ηρακλείου έχει απώλειες 36.48 m 3 / km/ d και της Λεµεσού 8.16 m 3 / km/ d. Το πρώτο δηλαδή, βρίσκεται σε µη αποδεκτά επίπεδα, ενώ το δεύτερο σε αποδεκτά. Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι τιµές του γραµµικού δείκτη για κάθε έτος από το 1988 έως και το 2001, δείχνουν ότι το δίκτυο ύδρευσης της Λεµεσού λειτουργεί ικανοποιητικά. Εν αντιθέσει µε το
ΠΕΡΙΛΗΨΗ 7 δίκτυο ύδρευσης του Ηρακλείου του οποίου το επίπεδο λειτουργίας, για την ίδια χρονική περίοδο, είναι µη αποδεκτό για όλα τα έτη όσον αφορά τη σχέση µεταξύ παρεχόµενης και ζητούµενης ποσότητας νερού, η σύγκριση των δύο δικτύων βάσει του δείκτη «Κατανάλωση Νερού» δείχνει ότι τόσο το δίκτυο Ηρακλείου (τιµή δείκτη 0.8) όσο και το δίκτυο Λεµεσού (0.9) βρίσκονται σε ικανοποιητικά επίπεδα σήµερα (2001). Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί ώστε η κατάσταση αυτή να διατηρηθεί και στο µέλλον κατά τέτοιον τρόπο ώστε πιθανή αύξηση της παρεχόµενης ποσότητας να µην οδηγήσει σε ανορθολογική χρήση του νερού η µελέτη του δικτύου της Λεµεσού δείχνει ότι ο δείκτης «Επάρκεια Προσωπικού» είναι σταθερός την τελευταία πενταετία, η αντιστοιχία αριθµού καταναλωτών ανά εργαζόµενο είναι µεγαλύτερη από του δικτύου του Ηρακλείου (481 έναντι 446), το οποίο βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη συγκριτικά θέση λαµβάνοντας επιπλέον υπόψη ότι στο δίκτυο του Ηρακλείου το προσωπικό είναι περισσότερο εξειδικευµένο. Η βιώσιµη λειτουργία των δικτύων, µε γνώµονα την αύξηση του εξυπηρετούµενου πληθυσµού, επιβάλλει την αύξηση του προσωπικού και των δύο επιχειρήσεων µελλοντικά, σε συνδυασµό µε την κατάλληλη εξειδίκευση και εκπαίδευση αυτών