Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ



Σχετικά έγγραφα
Ο Αλέξιος Γ Μέγας Κομνηνός

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

Γενικά. ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, φιλόλογος

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα ΠΑΙ ΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Το 958 µ.χ.. γεννιέται ο Βασίλειος ο Β, γιος του Ρωµανού και της Θεοφανώς. Γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 14

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι

Βενετοί Μέρος Κωνσταντινούπολης + νησιά + λιμάνια Αιγαίου, Ιονίου

Βηθλεέμ Ιστορικές και θρησκευτικές αξιώσεις

Φιλικές σχέσεις και συγκρούσεις με τους Βούλγαρους και τους Ρώσους Α. Οι Βούλγαροι α μέρος

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

30α. Η τέταρτη σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους

Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

H ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ Γ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

3. Μιχαήλ Η' και Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγοι. α. Η εξωτερική πολιτική του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου

1.3 1.Ποια κατάσταση επικρατούσε στην προϊσλαµική Αραβία; 2.Ποια η δράση του Μωάµεθ µεταξύ ;

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

Σελίδα: 9 Μέγεθος: 56 cm ² Μέση κυκλοφορία: 1030 Επικοινωνία εντύπου:

Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 11: 13ος - μέσα 15ου αι.: Ιστορικό πλαίσιο και Ιστοριογραφία. Γεώργιος Ακροπολίτης: Βίος και Έργο.

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

Το Φρούριο της Καντάρας. Κατεχόμενη Κύπρος

H ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ

Ευρύκλεια Κολέζα ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ ( )

11. Γυναίκες πολεµίστριες και ηρωίδες

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

Το χρονικό κατάρρευσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μ.χ. Λευκή σελίδα

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, φιλόλογος

Ενότητα 19 - Από την 3η Σεπτεμβρίου 1843 έως την έξωση του Όθωνα (1862) Ιστορία Γ Γυμνασίου

Να δώσετε το περιεχόµενο των παρακάτω όρων: α. Οργανικός νόµος 1900 β. Συνθήκη φιλίας και συνεργασίας γ. «Ηνωµένη αντιπολίτευσις»

Γυναίκες πολεµίστριες και ηρωίδες. Έρευνα-επιλογή:Μ. Λόος Μετάφραση: Μ. Σκόµπα Επιµέλεια: Β. Καντζάρα

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ( ). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Ομάδα «Αναποφάσιστοι» : Αθανασοπούλου Ναταλία, Μανωλίδου Εβίτα, Μήτση Βασιλική, Στέφα Αναστασία

Μεγάλο Μετέωρο-Το παλαιότερο και μεγαλύτερο από όλα τα μοναστήρια των Μετεώρων

Χριστιανική Γραμματεία ΙIΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Ακολούθησέ με... στην Καστροπολιτεία του Μυστρά

Εισαγωγή στη Βυζαντινή Φιλολογία

Ακολούθησέ με... στην Καστροπολιτεία του Μυστρά

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 13

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑÏΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1o ΘΕΜΑ

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Κεφάλαιο 9. Η εκστρατεία του ράµαλη ερβενάκια (σελ )

Ε. Τοποθετήστε τους δείκτες σκορ, στη θέση 0 του μετρητή βαθμολογίας. ΣΤ. Τοποθετήστε τον δείκτη χρόνου στη θέση Ι του μετρητή χρόνου.

Bυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι Ενότητα 13: Χρονογραφία της Ύστερης περιόδου. Γεώργιος Σφραντζής: Βίος και Έργο

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ Κ*ΑΤοΡ1Α. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤ*Κ*ΑΤοΡ1Α. Η 3υζαντινή εποχή Γ* - * **-^ Διασυνδέσεις. ΒιΒλιογραφία Τ Τ"*-*

κάντε κλικ στη Τρίτη επιλογή : Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος

Η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΕΡΓΙΑΝΝΙΔΗ ΣΤΑΘΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Μητρ. Βελγίου: «Αναμένοντες τον Πατριάρχη του Γένους»

Κεφάλαιο 1. Από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεµο του 1897 στον Μακεδονικό Αγώνα (σελ )

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΡΑΤΗ ΤΡΑΠΕΖΟΥΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΝΙΚΑΙΑ

Ύλη Β Γυμνασίου ομάδα μαθημάτων Α (τμήμα ένταξης)

H ιστορία του κάστρου της Πάτρας

Ιστορία Α Λυκείου Κωδικός 4459 Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

Αγώνες Ανεξαρτητοποίησης του Πόντου.

ΤΑΞΗ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ-Βουλευτές:

Η Ίδρυση της Ρώμης και η οργάνωσή της. Επιμέλεια Δ. Πετρουγάκη, φιλόλογος

Ο Αρκάς ή Αρκάδας ήταν πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, επώνυμος ήρωας της Αρκαδίας, γενάρχης των Αρκάδων και 3ος μυθικός βασιλιάς της Αρκαδίας.

Ιστορία Β Γυμνασίου - Επαναληπτικές ερωτήσεις εφ όλης της ύλης Επιμέλεια: Νεκταρία Ιωάννου, φιλόλογος

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ π.χ.

Μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση τα ψηφιδωτά που βρίσκονταν στην αψίδα του ναού της Παναγίας της Κανακαριάς στη Λυθράγκωμη.

Φρούρια, Κάστρα Κέρκυρα. Παλαιό Φρούριο

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

1. Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραµµατεία

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Διάλεξη 11 Ο Δέκατος Αιώνας (β μισό): Ρωμανός Β ( ) Νικηφόρος Φωκάς ( ) - Ιωάννης Τσιμισκής ( )

Αρχαία Ρώμη. Ιφιγένεια Λιούπα

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

ΟΜΑΔΑ Α. Α. 1. α. Επιλέξτε τη σωστή απάντηση: 1. Ο αρχηγός της αποστολής κατά το β αποικισμό ονομαζόταν: α) ευγενής β) ιδρυτής γ) οικιστής

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

Σεμνύνεται η πόλη του Διδυμοτείχου όχι μόνο για την πλούσια ιστορία της και τα μοναδικά μνημεία της ή διότι χρημάτισε έδρα βυζαντινών

1 η Αιτία: 2 η Αιτία: 3 η Αιτία:

Η μετεξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους (4 ος -5 ος αι. μ.χ)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

συνέχεια Πτολεμαίος Α Σωτήρ Αρσινόη Β Βερενίκη Αρσινόη Γ Κλεοπάτρα Τρύφαινα Κλεοπάτρα Δ Πτολεμαίος Θ Λάθυρος Κλεοπάτρα Θεά Κλεοπάτρα Γ

ΔΙΑΛΕΞΗ ΕΝΑΤΗ Η ΥΣΤΕΡΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ - Ο ΑΡΧΙΔΑΜΕΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΕΛΠ 11 - ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ onlearn.gr - ελπ - εαπ. Το κράτος που ανέλαβε ο Αλέξανδρος ( 336 πΧ) ήταν στρατιωτικά έτοιμο να εισβάλει στην Περσία Ο Αλέξανδρος συνέχισε

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑΪΟΥ - ΙΟΥΝΙΟΥ. Ονοματεπώνυμο:.. Τμήμα: Αρ.:.

1. Οι Σλάβοι και οι σχέσεις τους με το Βυζάντιο

Κεφάλαιο 8. Η γερµανική επίθεση και ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος (σελ )

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

Transcript:

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ (1204-1461, 1479) Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204-1461) Ένα από τα βυζαντινά κρατίδια που δηµιουργήθηκαν στα εδάφη της καταλυµένης από την Δ Σταυροφορία του 1204 αυτοκρατορίας ήταν αυτό των Κοµνηνών του Πόντου. Η αυτοκρατορία των Κοµνηνών της Τραπεζούντας ιδρύθηκε λίγο πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, από τους αδελφούς Αλέξιο και Δαβίδ Κοµνηνούς, τους εγγονούς του Bυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Κοµνηνού, ο οποίος το 1185 είχε εκθρονιστεί από τον Ισαάκιο Β Άγγελο. Οι λεπτοµέρειες και η ακριβής χρονική στιγµή της ίδρυσης της περιφερειακής αυτής αυτοκρατορίας δεν µας είναι γνωστές. Σύµφωνα µε µία άποψη, οι αδελφοί Αλέξιος και Δαβίδ είχαν από τη νηπιακή τους ηλικία φυγαδευτεί από την Κωνσταντινούπολη στην Ιβηρία (Γεωργία), όπου µεγάλωσαν κοντά στη θεία τους, τη βασίλισσα Θάµαρ (1184-1212), και από εκεί ξεκίνησαν γύρω στο 1204 για να καταλάβουν βυζαντινά εδάφη της βορειοανατολικής Μικράς Ασίας, του Πόντου, και να ιδρύσουν το κράτος τους. Σύµφωνα µε µια άλλη άποψη, οι Αλέξιος και Δαβίδ έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη για την Ιβηρία λίγο πριν από την είσοδο των Σταυροφόρων στη βυζαντινή πρωτεύουσα, το 1204. Σε κάθε περίπτωση το βέβαιο είναι ότι η βασίλισσα της Γεωργίας Θάµαρ παραχώρησε στους δύο ανιψιούς της στρατό και τους βοήθησε να δηµιουργήσουν ένα κρατικό µόρφωµα µε πρωτεύουσα την Τραπεζούντα, λίγο πριν η Κωνσταντινούπολη πέσει στα χέρια των Λατίνων. Ο Αλέξιος και ο Δαβίδ κατέλαβαν την Τραπεζούντα χωρίς αντίσταση. Ο Βυζαντινός διοικητής της περιοχής, ο δούκας Νικηφόρος Παλαιολόγος, παραδόθηκε, ενώ οι ντόπιοι φαίνεται ότι δέχτηκαν µε χαρά τους νεαρούς Κοµνηνούς οι συγκεκριµένοι Κοµνηνοί ήταν εγγονοί του Ανδρόνικου Κοµνηνού που πριν γίνει αυτοκράτορας, το 1185, είχε µε επιτυχία διατελέσει διοικητής στον Πόντο. Το νέο κράτος εγκαθιδρύθηκε στα Ιστορικός χάρτης του 1911 από τον William R. Shepherd που

Η πόλη της Τραπεζούντας: µια βυζαντινή πρωτεύουσα εκτός Κωνσταντινούπολης Οι Μεγάλοι Κοµνηνοί διάλεξαν για πρωτεύουσά τους την Τραπεζούντα για ευνόητους λόγους. Η πόλη ήταν από τις αρχές του 9ου αιώνα πρωτεύουσα θέµατος, άρα ένα οργανωµένο διοικητικό κέντρο των µέσων βυζαντινών χρόνων κι επίσης ένας σηµαντικότατος κόµβος των χερσαίων και των θαλάσσιων εµπορικών δρόµων. Οι περιγραφές των δυτικών περιηγητών αλλά και τα βυζαντινά κείµενα που την περιγράφουν δεν αφήνουν αµφιβολίες για τη σπουδαιότητά της. Από το 1261 και µετά, όταν οι ελπίδες των Τραπεζούντιων για ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης ξεθώριασαν εντελώς, οι Μεγάλοι Κοµνηνοί προσπάθησαν να προσδώσουν στην πόλη τον χαρακτήρα µιας αυτοκρατορικής πρωτεύουσας. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Τραπεζούντα υπήρχε λαµπρό παλάτι, ναός της Αγίας Σοφίας, Τζυκανιστήριο (γήπεδο πόλο) για να ασκούνται οι ευγενείς και αρκετά άλλα µνηµεία που παρέπεµπαν στην Κωνσταντινούπολη. Η Μονή της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα, η οποία ιδρύθηκε Ο Βησσαρίωνας Τραπεζούντιος περιγράφει το παλάτι της Τραπεζούντας Τα οικήµατα των βασιλέων είναι χτισµένα στη σηµερινή ακρόπολη. Και τα ίδια σε τίποτε δεν διαφέρουν από µιαν ακρόπολη, χάρη στην οχυρότητα των τοίχων, στην ποικιλµένη κατασκευή, το µέγεθος και την ωραιότητα. Είσοδο παρέχουν δύο πύλες και µία µικρότερη, ενώ όλο το υπόλοιπο είναι χτισµένο µε ασφάλεια και κρατάει µακριά όσους πλησιάζουν και τους εµποδίζει. Παραπλεύρως του αφέθηκε χώρος ελεύθερος, για να γίνουν εκεί αίθουσες που θα φιλοξενούν όσους υπηρετούν τους βασιλείς. Στο µέσον ακριβώς είναι χτισµένo το παλάτι, µε µία είσοδο, υπερυψωµένη, στην οποία οδηγούν σκαλιά, που κάνουν την είσοδο άνοδο. Ο επισκέπτης συναντά αµέσως µόλις µπει µέσα, στη µια πλευρά, θαλάµους και προθαλάµους µε οµορφιά και µέγεθος σπουδαίο, οι οποίοι χωρούν πολλά άτοµα. Εξώστες περιβάλλουν τους θαλάµους, στραµµένοι σε κάθε κατεύθυνση και εκτεθειµένοι σε όλους του ανέµους. Στην άλλη πλευρά εκτείνεται Μετάλλιο του Καρδινάλιου Βησσαρίωνα (1403-1472) (Εθνικό

αίθουσα σε µήκος απροσµέτρητο και µε κάλλος απαράµιλλο. Το δάπεδο είναι ολόκληρο στρωµένο µε λευκή πέτρα, ενώ η οροφή, που αστράφτει από το χρυσάφι, την ποικιλία των χρωµάτων και τα άνθη της ζωγραφικής τέχνης, άστρα απεικονίζει σε ολόκληρο το θόλο της και καταυγάζεται ως αποµίµηση του ουρανού, ζωγραφισµένη πλούσια και µε µεγάλη πολυτέλεια. Γύρω απ αυτήν, προς τους τοίχους, είναι ζωγραφισµένοι όλοι οι βασιλείς που διοίκησαν την πόλη µας και οι πρόγονοί τους. Είναι επίσης ζωγραφισµένοι οι κίνδυνοι τους οποίους ξεπέρασε η πόλη µας και όσοι επέδραµαν εναντίον της, αλλά εντέλει οι ίδιοι δοκιµάστηκαν. Ψηλότερα από την αίθουσα αυτή και προς την άκρη της φαίνεται θρόνος βασιλικός, σκεπαστός, µε οροφή σε σχήµα πυραµίδας, την οποία στηρίζουν τέσσερις κίονες. Σκεπασµένος επίσης ολόγυρα, ως την οροφή, µε λευκή πέτρα, κρατάει σε απόσταση τους υπηκόους, όπως σε άλλους γίνεται µε κάγκελα. Εκεί ο ίδιος ο βασιλιάς, ολοφάνερα, ασκεί τα καθήκοντά του, δέχεται τους άρχοντες ή συνοµιλεί µε τους πρεσβευτές, ακούγοντας ή παίρνοντας ο ίδιος τον λόγο. Προχωρώντας συναντά κανείς και άλλο θρόνο, τοποθετηµένο πολύ ψηλά, σκεπαστό και στηριζόµενο από στύλους. Σκαλιά οδηγούν το βασιλιά στον θρόνο, ανεβάζοντάς τον ψηλά, και η αίθουσα είναι διακοσµηµένη µε ζωγραφιές. Εκεί είθισται να παραθέτει λαµπρά γεύµατα ο βασιλιάς στους άρχοντες και τους άλλους επιτελείς του. Αριστερά από εκεί µπορεί κανείς να δει πάρα πολλά δωµάτια, ένα από τα οποία διαφέρει από τα υπόλοιπα, καθώς είναι χωρισµένο σε τέσσερα ίσα µέρη και φέρει απεικονίσεις της γενέσεως των όντων, που δείχνουν πώς δηµιουργήθηκε ο άνθρωπος και πώς αργότερα διαχειρίστηκε τον βίο του. Δεξιά υπάρχουν άλλοι θάλαµοι και προθάλαµοι, εξώστες και κοιτώνες και αίθουσες που χωρίζονταν από στοές, καθεµιά από τις οποίες καταλήγει καθέτως σε άλλη, έχοντας διαστάσεις που δεν υπάρχουν αλλού. Βησσαρίωνος «Εγκώµιον εις Τραπεζούντα» µτφρ. Θ. Γεωργιάδης Γ. Κατσιφός. Θεσσαλονίκη 2000, 68-69. Λειψανοθήκη, έργο µεγάλης καλλιτεχνικής και ιστορικής εδάφη των βυζαντινών θεµάτων Χαλδίας, Κολωνείας και Αρµενιάκων και ο Αλέξιος Α έγινε ο πρώτος του αυτοκράτορας του στην Τραπεζούντα, την πρωτεύουσα του θέµατος Χαλδίας. Η στενή συγγένεια των Κοµνηνών της Τραπεζούντας µε την εκθρονισµένη δυναστεία

των Κοµνηνών της Κωνσταντινούπολης και τα «δικαιώµατά τους» στη χρήση του αυτοκρατορικού τίτλου που πήγαζαν από αυτήν, όπως και το γεγονός ότι τον 13ο αιώνα το επώνυµο Κοµνηνός ήταν απολύτως συνδεδεµένο µε την έννοια της νίκης, έκανε τους ηγεµόνες της Τραπεζούντας εκφραστές της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδέας και διεκδικητές του βυζαντινού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Ήταν και αυτοί εκ των πραγµάτων εµπλεγµένοι στον αγώνα για την ανακατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας και την ανασύσταση του διαλυµένου Βυζαντίου. Οι ηγεµόνες της Τραπεζούντας που έφεραν τον τίτλο «πιστός εν Χριστώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωµαίων» βρέθηκαν για αρκετά χρόνια σε αντιπαράθεση µε τους ηγεµόνες της Νίκαιας που έφεραν ακριβώς τον ίδιο τίτλο και θεωρούσαν ότι το δικό τους κράτος ήταν η φυσική συνέχεια της Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας. Αν και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις µεταξύ των βυζαντινών κρατών δεν κράτησαν πάνω από δύο δεκαετίες και έληξαν υπέρ της Νίκαιας, η µεταξύ τους ιδεολογική, πολιτική και θρησκευτική αντιπαράθεση συνεχίστηκε. Το 1261, όταν οι Βυζαντινοί της αυτοκρατορίας της Νίκαιας ανακατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και τα εδάφη τους αποτέλεσαν την ενδοχώρα της αναγεννηµένης Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η θρησκευτική αντιπαράθεση τερµατίστηκε, καθώς η Εκκλησία Τραπεζούντας αναγνώρισε ως κεφαλή της Εκκλησίας το οικουµενικό πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αλλά η πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση εξακολούθησε (έως το 1282) µε αντικείµενο τη χρήση του αυτοκρατορικού τίτλου και ό,τι αυτή σήµαινε. Οι Κοµνηνοί της Τραπεζούντας αποτελούσαν για πολλά χρόνια σοβαρή πηγή ανησυχίας για τους Λασκαρίδες της Νίκαιας αλλά και τους πρώτους Παλαιολόγους αυτοκράτορες, γιατί παρόλο που δεν είχαν καταφέρει να επεκταθούν εδαφικά έως τη βυζαντινή πρωτεύουσα, ήταν συµπαθείς στους πληθυσµούς της Μικράς Ασίας, έφεραν, όχι και πολύ καταχρηστικά, τον τίτλο του Ρωµαίου αυτοκράτορα και είχαν δηµιουργήσει µια βυζαντινή αυτοκρατορία σε εδάφη της παλιάς βυζαντινής επικράτειας. Οι επανειληµµένες προσπάθειες του Μιχαήλ Η Παλαιολόγου να υποχρεώσει τους Τραπεζούντιους ηγεµόνες να εγκαταλείψουν τον τίτλο τους ώστε να υπάρχει ένας µόνο Ρωµαίος αυτοκράτορας στα εδάφη της καταλυµένης αυτοκρατορίας έφεραν κάποιο αποτέλεσµα µόνο το 1282, όταν µεταξύ των δύο δυναστειών, των Κοµνηνών και των Παλαιολόγων, συµφωνήθηκε και τελέστηκε γάµος. Από τότε ο ηγεµόνας της Τραπεζού- Το Οικουµενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σήµερα.

ντας έφερε τον τίτλο «πιστός εν Χριστώ βασιλεύς και αυτοκράτωρ Πάσης Ανατολής, Ιβήρων και Περατείας». Ο Μιχαήλ Η Παλαιολόγος δεν είχε πετύχει απόλυτα τον στόχο του, καθώς στην παλαιά επικράτεια υπήρχε πια µόνο ένας «αυτοκράτωρ Ρωµαίων», αλλά όχι ένας και µόνος αυτοκράτορας. Το επίθετο Κοµνηνός ως συνώνυµο της νίκης και οι Μεγάλοι Κοµνηνοί της Τραπεζούντας Όπως έχει αποδείξει η µελέτη των βυζαντινών πηγών, κειµένων, επιγραφών, σφραγίδων, νοµισµάτων κλπ. το επίθετο Κοµνηνός από τον 12ο αιώνα ήταν συνυφασµένο µε την έννοια της επιτυχηµένης αυτοκρατορικής διακυβέρνησης και της νίκης, σε αντίθεση µε το επίθετο Άγγελος που παρέπεµπε σε ήττα. Οι Άγγελοι ήταν αυτοί που κάλεσαν τους Σταυροφόρους στο Βυζάντιο και έχασαν τον έλεγχο του κράτους. Σε αυτό το πλαίσιο τον 13ο αιώνα ο Θεόδωρος Άγγελος Κοµνηνός Δούκας, ηγεµόνας της Ηπείρου, που ήταν συγγενής των Κοµνηνών αλλά και των Αγγέλων, σε περιπτώσεις νίκης αναφέρεται στις βυζαντινές πηγές ως Θεόδωρος Κοµνηνός Δούκας και σε περιπτώσεις ήττας ως Θεόδωρος Δούκας Άγγελος. Με τον ίδιο τρόπο, Βυζαντινοί αξιωµατούχοι ή άρχοντες που επιθυµούσαν να προσδώσουν κύρος στο όνοµά τους αυτοχαρακτηρίζονταν Κοµνηνοί για να καταδείξουν ότι έχουν συγγένεια µε τη δοξασµένη οικογένεια, µερικές φορές µάλιστα χωρίς καν να έχουν. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, που το 1261 ανακατέλαβε για λογαριασµό του αυτοκράτορα της Νίκαιας την Κωνσταντινούπολη από τα χέρια των Λατίνων ο Στρατηγόπουλος µάλλον δεν είχε συγγένεια µε τους Κοµνηνούς, αλλά µετά το µεγάλο επίτευγµά του χάραξε στη σφραγίδα του µαζί µε το ονοµατεπώνυµό του και το επίθετο Κοµνηνός. Επειδή, λοιπόν, δικαιολογηµένα ή και αδικαιολόγητα, τον 13ο αιώνα πολλοί ονοµάζονταν Κοµνηνοί, οι Κοµνηνοί της Τραπεζούντας, εγγονοί του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Κοµνηνού, αποφάσισαν να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους από όλους τους άλλους Κοµνηνούς, συγγενείς ή µη. Προσέθεσαν λοιπόν στο όνοµά τους τον χαρακτηρισµό «Μεγάλος» για να υποδηλώσουν την αυτοκρατορική τους καταγωγή και ως εκ τούτου και τα δικαιώµατά τους στον αυτοκρατορικό θρόνο.

Η περίοδος της θεµελίωσης (1204-1297) Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της δεν είχε να αντιµετωπίσει µόνο τον Θεόδωρο Λάσκαρη της Νικαίας αλλά και διάφορους άλλους εχθρούς µέσα κι έξω από τα σύνορά της. Εκτός από τις επιθέσεις των Σελτζούκων Τούρκων (1205-6), τις οποίες απώθησαν µε επιτυχία οι Μεγάλοι Κοµνηνοί, ενδέχεται να αντιµετώπισαν και τις κινήσεις ανεξαρτητοποίησης του Θεόδωρου Γαβρά, τοπάρχη Γαβράδες στον Πόντο Η οικογένεια των Γαβράδων απαντάται στις βυζαντινές πηγές από τον 10ο αιώνα. Ο πρώτος γνωστός Γαβράς έλαβε µέρος στο στασιαστικό κίνηµα του Βάρδα Σκληρού το 976 και ονοµαζόταν Κωνσταντίνος. Από τον 11ο έως τον 13ο αιώνα οι πληροφορίες των πηγών για µέλη της οικογένειας είναι όλο και περισσότερες. Από το β µισό του 11ου αιώνα, από το 1067, και έως τα µέσα του 12ου, το 1160, οι διοικητές του θέµατος Χαλδίας προέρχονταν από την οικογένεια των Γαβράδων. Γνωστότερος από όλους ήταν ο σεβαστός και πατρίκιος Θεόδωρος Α Γαβράς που διορίστηκε δούκας Χαλδίας από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Α Κοµνηνό (1081-1118). Ο Θεόδωρος που υπερασπίστηκε τον Πόντο από τους Δανισµενίδες, τους Σελτζούκους και τους Γεωργιανούς και πέθανε σε µάχη κατά των Σελτζούκων Τούρκων (1098) συµπεριλήφθηκε στους αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ένας από τους διαδόχους του στο αξίωµα του δούκα της Τραπεζούντας (1119-40), ο στρατηγός Κωνσταντίνος Γαβράς, κυβέρνησε ως ανεξάρτητος άρχων το θέµα Χαλδίας κατά την περίοδο από το 1126 έως το 1140. Από το β µισό του 12ου αιώνα µέλη της οικογένειας των Γαβράδων απαντώνται και στην υπηρεσία των Σελτζούκων Τούρκων του Ικονίου. Όταν ιδρύθηκε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το 1204, ένας Θεόδωρος Γαβράς µάλλον εξουσίαζε ως ανεξάρτητος άρχοντας στο λιµάνι της Αµισού. Το 1208, όταν ο αγώνας µεταξύ Νίκαιας και Τραπεζούντας έληξε υπέρ της Νίκαιας, ο τοπάρχης Αµισού πρέπει να συµµάχησε µε τον Θεόδωρο Λάσκαρη της Νίκαιας. Οι πληροφορίες των πηγών γι αυτόν τον Θεόδωρο Β Γαβρά είναι λίγες και συγκεχυµένες και γι αυτό αρκετοί από τους νεότερους µελετητές έχουν αµφισβητήσει την ύπαρξή του. Χάλκινα νοµίσµατα της εποχής του Θεόδωρου Γαβρά, τέλη του Λεπτοµέρεια ρόπτρου µε τον βυζαντινό αετό, έµβληµα των

της Αµισού. Το 1214 οι Μεγάλοι Κοµνηνοί αναγκάστηκαν να καταβάλουν φόρο υποτέλειας στον Σελτζούκο σουλτάνο του Ικονίου Καϊκούση Α, ο οποίος πολιόρκησε και κατέλαβε τη Σινώπη. Η κατάσταση φορολογικής υποτέλειας διατηρήθηκε έως το 1223, όταν η Τραπεζούντα αντιµετώπισε άλλη µία επίθεση των Τούρκων από τον σουλτάνο του Ικονίου Καϊκοβάδη Α (1220-37). Το 1231 ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας υποχρεώθηκε να γίνει και πάλι φόρου υποτελής, καθώς µαζί µε τους συµµάχους του Τουρκοπέρσες του κράτους της Χορεσµίας ηττήθηκε από τους Σελτζούκους του Ικονίου και τους συµµάχους τους Αγιουβίδες της Αιγύπτου. Το 1243 ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α Μεγάλος Κοµνηνός (1238-63) κλήθηκε να βοηθήσει τους Σελτζούκους στον αγώνα τους κατά της επέλασης των Μογγόλων. Η κατάσταση της φορολογικής υποτέλειας στην οποία βρισκόταν τον ανάγκαζε να παρέχει στρατιωτική βοήθεια στον Σουλτάνο του Ικονίου. Τον Ιούνιο του 1243 στην περίφηµη µάχη των Σατάλων (κιοσέ-νταγ) Σελτζούκοι και Βυζαντινοί ηττήθηκαν και αναγνώρισαν τη µογγολική κυριαρχία ο αυτοκράτορας υποχρεώθηκε να πληρώνει φόρο υποτέλειας στους Μογγόλους έως το 1253. Η αυτοκρατορία έχασε για άλλη µία φορά την ανεξαρ- Η Μονή του Ιωάννη του Προδρόµου Βαζελώνος στην Τρα- Ασηµένιο νόµισµα του Μανουήλ Α Κοµνηνού (1250- Αυτοκράτορες της Τραπεζούντας την περίοδο της θεµελίωσης του κράτους (1204-1297) Αλέξιος Α (Απρίλιος 1204 - Φεβρουάριος 1222 - συνιδρυτής Δαβίδ, 1204-1212/13) Ανδρόνικος Α Γίδων / Γίδος (γαµπρός Αλέξιου Α, 1222-1235) Ιωάννης Α Αξούχος (γιος Αλέξιου Α, 1235-1238) Μανουήλ Α (αδελφός Ιωάννη Α, 1238-Μάρτιος 1263) Ανδρόνικος Β (γιος Μανουήλ Α, 1263-1266) Γεώργιος (αδελφός Ανδρόνικου Β, 1266-Ιούνιος 1280) Ιωάννης Β (αδελφός Ανδρόνικου Β και Γεώργιου, 1η περίοδος βασιλείας 1280-1284/85) Θεοδώρα (ετεροθαλής αδελφή Ιωάννη Β, 1284/85) Ιωάννης Β (2η περίοδος βασιλείας 1285-16 Μαρτίου 1297) Μολυβδόβουλλο του Δαβίδ Κοµνηνού (1204-1214) αυτο-

τησία της. Στην πραγµατικότητα µάλλον ωφελήθηκε, καθώς επέκτεινε την επικράτειά της όσο ποτέ µέχρι τότε, καταλαµβάνοντας εδάφη των Σελτζούκων στην περιοχή γύρω από τη Βαϋβερδώνα. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1254 και έως το 1265, στην επικράτεια της Τραπεζούντας εντάχθηκε και το σηµαντικό λιµάνι της Σινώπης. Το 1265 η Σινώπη καταλήφθηκε οριστικά από τους υποτελείς των Μογγόλων, τους Σελτζούκους. Τα χρόνια που ακολούθησαν, τα χρόνια δηλαδή της βασιλείας του Γεωργίου Α Μεγάλου Κοµνηνού (1266-80), υπήρξαν ταραγµένα. Ο Γεώργιος αντιτάχθηκε στην απόφαση του Μιχαήλ Η Παλαιολόγου της Κωνσταντινούπολης να προετοιµάσει την ένωση των Εκκλησιών. Η αντίδρασή του, αν και υποστηριζόταν από τον Γάλλο βασιλιά της Νεάπολης και της Σικελίας Κάρολο Α Ανδεγαυό (1266-85) και από τον βασιλιά της Ιβηρίας, µε τον οποίο ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας διατηρούσε στενές επαφές, έβρισκε αντίθετους τους Μογγόλους. Οι Μογγόλοι, που µε τη σειρά τους διατηρούσαν διπλωµατικές σχέσεις µε τους πάπες της Ρώµης, παρεµπόδιζαν την επικοινωνία της Τραπεζούντας µε τον υπόλοιπο κόσµο, µε ολέθρια αποτελέσµατα για το εµπόριο και ως εκ τούτου για τα συµφέροντα της τραπεζουντιακής αριστοκρατίας. Το 1280 οι ντόπιοι άρχοντες συνωµότησαν κατά του αδιάλλακτου αυτοκράτορά τους και φρόντισαν να πέσει στα χέρια των Τουρκοµάνων κατά τη διάρκεια εκστρατείας στην περιοχή νότια της Κελτζηνής. Οι Τουρκοµάνοι παρέδωσαν τον Γεώργιο στους Μογγόλους και εκείνοι τον κράτησαν αιχµάλωτο έως το 1283-4. Τον Γεώργιο διαδέχτηκε στον θρόνο της Τραπεζούντας ο αδελφός του Ιωάννης Β Κοµνηνός (1280-84, 1285-97), ο οποίος µόλις ανέλαβε την εξουσία αποκατέστησε τις σχέσεις του µε το Βυζάντιο των Παλαιολόγων. Η απόφασή του να συνάψει γάµο µε την Ευδοκία Παλαιολογίνα (1282) και να εγκαταλείψει τον τίτλο του Ρωµαίου αυτοκράτορα δυσαρέστησε τους Πόντιους ευγενείς. Το 1281 στασίασε ο άρχοντας Παπαδόπουλος, ενώ τον Απρίλιο του 1282 ο Γεωργιανός βασιλιάς Δηµήτριος Β (1273-89), µάλλον σε συνεννόηση µε την ποντιακή αριστοκρατία, επιτέθηκε στην Τραπεζούντα. Το 1284 85 ο Μανουήλ εκτοπίστηκε προσωρινά από την ετεροθαλή αδελφή του Θεοδώρα Κοµνηνή, αφού προηγουµένως (1284) είχε µάλλον αντιµετωπίσει επίθεση από τον εκθρονισµένο Γεώργιο Μεγάλο Κοµνηνό που είχε πια απελευθερωθεί από τους Μογγόλους. Στη δεύτερη περίοδο βασιλείας του Ιωάννη Β Μεγάλου Κοµνηνού χρονολογούνται οι απαρχές των διπλωµατικών σχέσεων της Τραπεζούντας µε τους πάπες της Ρώµης Η µονή της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα, την οποία έχτισε Εντυπωσιακή τοιχογραφία από το νάρθηκα της Μονής Αγίας Ασηµένιο νόµισµα του Ιωάννη Β Κοµνηνού (1280-1297)

(1291) και οι αρχικές επαφές µε τους Βενετούς και τους Γενουάτες. Η περίοδος της ακµής 1297-1390 Σύµφωνα µε τον συµβατικό χωρισµό της ιστορίας της Τραπεζούντας σε περιόδους, που η σύγχρονη έρευνα έχει επιχειρήσει τα τελευταία χρόνια του 13ου αιώνα αλλά και ο 14ος αιώνας στο σύνολό του συµπίπτουν µε την περίοδο ακµής του περιφερειακού αυτού βυζαντινού κράτους. Η αρχή της περιόδου αυτής συµπίπτει µε τα χρόνια βασιλείας του Αλέξιου Β Μεγάλου Κοµνηνού. Ο Αλέξιος Β (1297-1330) γιος και διάδοχος του Ιωάννη Β, για να απαλλάξει το βασίλειό του από έναν οργισµένο γείτονα, τους Γεωργιανούς, συνήψε γάµο µε µια Γεωργιανή πριγκίπισσα. Έτσι ήταν ελεύθερος να αντιµετωπίσει τις επιθέσεις των Τουρκοµάνων κατά του βασιλείου του (1302, 1315) αλλά και να ασχοληθεί µε τους Βενετούς και τους Γενουάτες, οι οποίοι είχαν αρχίσει να του να δηµιουργούν σοβαρά προβλήµατα. Στα χρόνια των διαδόχων του Αλέξιου Β Μεγάλου Κοµνηνού δυναστικές έριδες και εµφύλιες συγκρούσεις τάραξαν την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Ο διάδοχος του Αλέξιου, Ανδρόνικος Γ (1330-32), δολοφόνησε δύο από τους αδελφούς του για να Ασηµένιο νόµισµα του Αλέξιου Β Κοµνηνού (1297-1330) Αυτοκράτορες της Τραπεζούντας την περίοδο της ακµής (1297-1390) Αλέξιος Β (γιος Ιωάννη Β, 1297-3 Μαΐου 1330) Ανδρόνικος Γ (γιος Αλέξιου Β, 3 Μαΐου 1330 - Ιανουάριος 1332) Μανουήλ Β (γιος Ανδρόνικου Γ, Ιανουάριος - Σεπτέµβριος 1332) Βασίλειος (γιος Αλέξιου Β, 22 Σεπτεµβρίου 1332-6 Απριλίου 1340) Ειρήνη Παλαιολογίνα (πρώτη σύζυγος Βασίλειου, Απρίλιος 1340-17 Ιουλίου 1341) Άννα Αναχουτλού (αδελφή Βασίλειου, 17 Ιουλίου 1341-4 Σεπτεµβρίου 1342) Μιχαήλ (γιος Ιωάννη Β, 1η περίοδος βασιλείας 30 Ιουλίου - 7 Αυγούστου 1341) Ιωάννης Γ (γιος Μιχαήλ, 4 Σεπτεµβρίου 1342-3 Μαΐου 1344) Μιχαήλ (2η περίοδος βασιλείας 3 Μαΐου 1344-13 Δεκεµβρίου 1349) Αλέξιος Γ (γιος Βασιλείου, 22 Δεκεµβρίου 1349-20 Μαρτίου 1390) Για τη Μονή του Αγίου Ευγενίου στην Τραπεζούντα γράφτηκε

εδραιώσει την εξουσία του ενώ όταν, µετά από λίγα χρόνια πέθανε, άφησε ως διάδοχό του τον ανήλικο γιο του. Ο µικρός Μανουήλ (Ιανουάριος-Σεπτέµβριος 1332) εκθρονίστηκε από τον θείο του Bασίλειο (1332-40), τον εν ζωή αδελφό του Ανδρόνικου Γ, που είχε καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη και γύρισε για να διεκδικήσει τον θρόνο του, το 1332. Οι εµφύλιες διαµάχες που ξέσπασαν τότε στην Τραπεζούντα συνεχίστηκαν έως το 1355/56 και είχαν ως κύριους πρωταγωνιστές τα µέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, τις φιλικά διακείµενες προς τους Παλαιολόγους οικογένειες των Σχολάριων και των Καζαβιτών και τις αριστοκρατικές οικογένειες του Πόντου, που δεν έβλεπαν µε καλό µάτι τις κωνσταντινουπολίτικες παρεµβάσεις στην Τραπεζούντα. Ο Βασίλειος Κοµνηνός (1332-40), που είχε ζήσει στην Κωνσταντινούπολη και ήθελε να διατηρήσει σε φιλικό επίπεδο τις σχέσεις µε την αυτοκρατορία των Παλαιολόγων, τον Σεπτέµβριο του 1335 τέλεσε γάµο µε την Ειρήνη, νόθα κόρη του αυτοκράτορα Ασηµένιο νόµισµα του Αλέξιου Γ Κοµνηνού (1349-1390) Γενουάτες και Βενετοί στην Τραπεζούντα Οι Γενουάτες από τις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα είχαν εγκατασταθεί στην Τραπεζούντα, στο λιµάνι της Δαφνούντας. Στις αρχές του 14ου αιώνα απαίτησαν από τους Μεγάλους Κοµνηνούς προνόµια παρόµοια µε εκείνα που είχαν λάβει από τον Μιχαήλ Η Παλαιολόγο το 1261 µε τη συνθήκη του Νυµφαίου. Στα χρόνια του Αλέξιου Β οι Γενουάτες είχαν γίνει ήδη πολύ επιθετικοί. Μάλιστα µεταξύ των ετών 1304 και 1306 προκάλεσαν µεγάλη αναταραχή και βίαια επεισόδια στην Τραπεζούντα. Το 1311 και έως το 1314 ο Αλέξιος Β στην προσπάθειά του να τους ελέγξει ζήτησε βοήθεια από τον εµίρη της Σινώπης. Τραπεζουντιακές και τουρκικές δυνάµεις εξαπέλυσαν τότε επιθέσεις κατά των εγκαταστάσεων των Γενουατών στην περιοχή της Χερσώνας. Τελικά το 1314 και το 1316 ο Αλέξιος αναγκάστηκε να παραχωρήσει προνόµια στους Γενουάτες: δική τους αποβάθρα και τελωνείο στην Τραπεζούντα αλλά και το δικαίωµα να κατοικούν σε δικές τους συνοικίες και να εκκλησιάζονται σε καθολικούς ναούς. Λίγα χρόνια αργότερα (1319) ο Αλέξιος Β σε µια ακόµα προσπάθεια να ανακόψει µε κάθε τρόπο τις όλο και περισσότερες απαιτήσεις των Γενουατών παραχώρησε αντίστοιχα προνόµια και στους Βενετούς. Χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ Κοµνηνού (Μονή

Ανδρόνικου Γ Παλαιολόγου, επιτείνοντας την αντίδραση των Πόντιων αρχόντων. Με την Παλαιολογίνα πριγκίπισσα ο Βασίλειος δεν απέκτησε παιδιά και έτσι, λίγα χρόνια αργότερα, το 1338, παντρεύτηκε την ερωµένη του, την Τραπεζούντια αρχόντισσα Ειρήνη. Η διγαµία του αυτοκράτορα ενόχλησε και την Κωνσταντινούπολη και την Τραπεζούντα, και όταν ο Βασίλειος πέθανε, το 1340, η Ειρήνη Τραπεζούντια και τα παιδιά της εξορίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη από την άκληρη Ειρήνη Παλαιολογίνα που ανέλαβε την εξουσία. Η σύντοµη περίοδος διακυβέρνησης της Παλαιολογίνας (1340-41) ήταν ταραγµένη όπως και τα χρόνια που ακολούθησαν, εφόσον τότε κορυφώθηκε η αντιπαλότητα ανάµεσα στις δύο µερίδες της τραπεζουντιακής αριστοκρατίας. Την ίδια εποχή το κράτος υπέφερε από τους Τουρκοµάνους, που από το 1335 και εξής οργάνωναν επιθέσεις κατά της αυτοκρατορίας (το 1335, 1340, 1344, 1347, 1348, 1355, 1356, 1357, 1359, 1360), αλλά και από την εχθρική συµπεριφορά των Γενουατών. Το 1348 οι Γενουάτες κατέλαβαν και έκαψαν την Κερασούντα, ενώ το 1349 επιτέθηκαν κατά της Τραπεζούντας. Το πρόβληµα µε τους Γενουάτες επέλυσε, λίγο πριν παραιτηθεί από τον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Μιχαήλ (1341, 1344-49). Για να επιτύχει τον σκοπό του ο αυτοκράτορας από τη µια εξαπέλυσε διώξεις και από την άλλη κάλεσε εσπευσµένα τους Βενετούς και τους προέτρεψε να ιδρύσουν αποικία σε τραπεζουντιακό έδαφος. Το πρόβληµα µε τους Τουρκοµάνους αντιµετωπίστηκε εν µέρει και στο µέτρο του δυνατού αργότερα στα χρόνια του Αλέξιου Γ Μεγάλου Κοµνηνού (1349-90), ο οποίος ακολούθησε σε ευρεία κλίµακα την πρακτική των διπλωµατικών γάµων. Η βασιλεία του Αλέξιου Γ Μεγάλου Κοµνηνού (1349-90), αν και δεν ήταν ανέφελη, Ο Αλέξιος Γ Μεγάλος Κοµνηνός ιδρύει τη µονή Διονυσίου του Αγίου Όρους (Σεπτέµβριος 1374) Τον Σεπτέµβριο του 1374, ο Αλέξιος Γ Μεγάλος Κοµνηνός εξέδωσε το ιδρυτικό «Χρυσόβουλλο» της µονής Διονυσίου του Αγίου Όρους. Το «Χρυσόβουλλο», που σώζεται µέχρι σήµερα, φέρει υπογραφή του Αλέξιου αλλά και µικρογραφία που εικονίζει τον ίδιο και τη σύζυγό του. Ως συνεχιστής του έργου των Μακεδόνων αυτοκρατόρων Νικηφόρου Β Φωκά (963-9) και Ιωάννη Α Τσιµισκή (969-76), των ιδρυτών της µοναστικής κοινότητας Η Μονή της Παναγίας Σουµελά, η οποία βρίσκεται σε υψόµετρο Νοτιοδυτική άποψη της Μονής του Αγίου Διονυσίου (Άγιον Η Μονή της Παναγίας Σου- µελά.

του Αγίου Όρους, ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας προσέφερε για την ίδρυση της µονής Διονυσίου 1.000 τραπεζουντιακά αργυρά νοµίσµατα, ένα µεγάλο ποσό για την εποχή, που καταδεικνύει οικονοµική ευρωστία αλλά και την επιθυµία του Τραπεζούντιου µονάρχη να συνδέσει τον εαυτό του και τον τίτλο του µε το λαµπρό βυζαντινό παρελθόν. Η Μονή Διονυσίου έλαβε και πάλι προνόµια από τους Μεγάλους Κοµνηνούς το 1416/17 και το 1429. Για τους αυτοκράτορες της Τραπεζούντας ήταν κοινή πρακτική η ίδρυση και η ενίσχυση µοναστικών καθιδρυµάτων. Σπουδαία µοναστήρια στον Πόντο, όπως εκείνα της Παναγίας Σουµελά, του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, του Χριστού Παντοκράτορος στον Φάρο, ενισχύθηκαν από τους Μεγάλους Κοµνηνούς και αποτέλεσαν κέντρα παιδείας και πνευµατικής παραγωγής. Ο προαύλιος χώρος της Μονής της Παναγίας Σουµελά. έχει χαρακτηριστεί ως η λαµπρότερη περίοδος στην ιστορία της Τραπεζουντιακής αυτοκρατορίας. Ο Αλέξιος, που ανέβηκε ανήλικος στον θρόνο και καταρχήν διοικούσε µε επίτροπο τη µητέρα του Ειρήνη Τραπεζούντια, κατόρθωσε να αντιµετωπίσει µε επιτυχία τους εξωτερικούς εχθρούς και να δώσει τέλος στον εµφύλιο σπαραγµό. Η έντονη διπλωµατική του δραστηριότητα προς τους Ίβηρες (Γεωργιανούς), τους Τουρκοµάνους και τους Βυζαντινούς της Κωνσταντινούπολης, η αντιµετώπιση (1356, 1363/64) των αποστασιών και τα προνόµια που παραχώρησε στους Βενετούς (1364) του χάρισαν µακρόχρονη και µάλλον επιτυχηµένη βασιλεία. Ο Αλέξιος Γ δεν συνέδεσε το όνοµά του µόνο µε µια σχετικά επιτυχηµένη πολιτική αλλά και µε την ανάπτυξη των τεχνών, των γραµµάτων και των επιστηµών στον Πόντο και µε την ενίσχυση µοναστικών κέντρων της Τραπεζούντας αλλά και του Αγίου Όρους. Οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας στα χρόνια της παρακµής (1390-1461) Μανουήλ Γ (γιος Αλέξιου Γ, 1390-1416/17) Αλέξιος Δ (γιος Μανουήλ Γ, 1416/17-26 Απρίλιος 1429) Iωάννης Δ (γιος Αλέξιου Δ, 26 Απριλίου 1429-1458 ή 1460) Δαβίδ Α (αδελφός Iωάννη Δ και επίτροπος ανήλικου Αλέξιου Ε, 1458/60-1461) Ο ποταµός Παναγίας στο όρος Μελά που οδηγεί, ανε- Ένας από τους 66 κώδικες της Μονής Σουµελά που φυλάσ-

Τα χρόνια της παρακµής (1390-1461) Τα τελευταία 70 χρόνια της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας θεωρούνται χρόνια παρακµής. Τα κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου είναι οι εχθρικές επιθέσεις, των Μογγόλων αρχικά και των Οθωµανών στη συνέχεια, και οι προσπάθειες διατήρησης επαφών µε την Κωνσταντινούπολη. Στην εποχή του Μανουήλ Γ (1390-1416/17) οι Οθωµανοί επέκτειναν τις κτήσεις τους σε όλη τη βορειανατολική ακτή της Μικράς Ασίας και κατέλυσαν στο πέρασµά τους τα κράτη των συµµάχων της Τραπεζούντας Τουρκοµάνων εµίρηδων, όπως για παράδειγµα εκείνο των Ασπροπροβατάδων της Αµισού. Παράλληλα, από το 1380, έξω από τα σύνορα του ποντιακού κράτους βρίσκονταν και οι Μογγόλοι µε αρχηγό τον Ταµερλάνο (1370-1405). Το 1392, ο Μανουήλ Γ έχοντας να επιλέξει ανάµεσα σε δύο εχθρούς, Γάµοι πολιτικής σκοπιµότητας µεταξύ Παλαιολόγων και Κοµνηνών στα χρόνια της παρακµής Η διπλωµατία της Τραπεζούντας χρησιµοποίησε, όπως ήδη έχει αναφερθεί, στον µέγιστο βαθµό την πρακτική των επιγαµιών για πολιτικούς λόγους. Κι ενώ οι επιγαµίες µε τους Τουρκοµάνους ήταν για τους Μεγάλους Κοµνηνούς αναπόφευκτη επιλογή, οι επιγαµίες µε τους Βυζαντινούς, στα ύστερα αυτά χρόνια, δεν ήταν τίποτε παραπάνω από µια απόδειξη συγγένειας, σύµπνοιας και ενότητας των αδελφών κρατών που βάδιζαν προς την αναπόφευκτη διάλυση. Γιατί πρέπει να ήταν σαφές στα µάτια των Τραπεζούντιων αυτοκρατόρων ότι η Κωνσταντινούπολη δεν είχε πια κάτι να τους προσφέρει, ούτε υλική-στρατιωτική βοήθεια, ούτε καν την ψευδαίσθηση ότι συµµαχούν µε µια µεγάλη δύναµη. Κάτι αντίστοιχο οπωσδήποτε ίσχυε και για τους Παλαιολόγους της Κωνσταντινούπολης: η Τραπεζούντα δεν µπορούσε να τους είναι πια ιδιαίτερα χρήσιµη. Σε αυτό το κλίµα νυµφεύθηκε ο αυτοκράτορας Μανουήλ Γ Κοµνηνός της Τραπεζούντας την αρχόντισσα Άννα Φιλανθρωπηνή (µετά το 1395), ο γιος του Αλέξιος Δ τη Θεοδώρα Καντακουζηνή (1395), και ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Ιωάννης Η Παλαιολόγος τη Μαρία Μεγάλη Κοµνηνή της Τραπεζούντας (1426/7). Στο πρόσταγµα του 1416, ο Αλέξιος Δ Μεγάλος Κοµνηνός Το Μυθιστόρηµα του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι ο πλου-

προτίµησε να πληρώνει φόρο υποτέλειας στον Ταµερλάνο παρά στους Οθωµανούς. Ο αυτοκράτορας είχε πιθανότατα συνειδητοποιήσει ότι οι Μογγόλοι ήταν λιγότερο επικίνδυνοι για την επικράτειά του καθώς, σε αντίθεση µε τους Οθωµανούς, αυτοί δεν είχαν σκοπό να εγκατασταθούν µονίµως στην περιοχή. Τον 15ο αιώνα η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας κλήθηκε να αντιµετωπίσει λεηλασίες από τους Οθωµανούς, προβλήµατα µε τους Βενετούς και τους Γενουάτες, συγκρούσεις µε Τουρκοµάνους εµίρηδες αλλά και δυναστικές έριδες. Παρά τις διπλωµατικές προσπάθειες και την πολιτική των επιγαµιών που ακολούθησαν, οι τελευταίοι αυτοκράτο- Επιστήµες και πνευµατική παραγωγή στον Πόντο Όπως η Κωνσταντινούπολη και ο Μιστράς, έτσι και η Τραπεζούντα έχει να επιδείξει, ακόµα και στα χρόνια της παρακµής της, ενδιαφέρουσα πνευµατική, επιστηµονική και καλλιτεχνική παραγωγή. Αξιόλογοι λόγιοι, φιλόσοφοι, αστρονόµοι κληρικοί και λαϊκοί, ποντιακής ή κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής, έζησαν και δηµιούργησαν στην Τραπεζούντα από τον 13ο έως και τον 15ο αιώνα. Οι Γρηγόριος Χιονιάδης (13ος αιώνας), Ανδρέας Λιβαδηνός (14ος αιώνας), Ιωάννης Ιωσήφ Λαζαρόπουλος (14ος αιώνας), Κωνσταντίνος Λουκίτης (13ος-14ος αιώνας), Μιχαήλ Πανάρετος (14ος αιώνας), Γεώργιος Χρυσοκόκκης (14ος αιώνας), Γιώργος Αµιρούτζης (15ος αιώνας) είναι µόνο µερικοί από αυτούς. Στη µικρογραφία, η επίσκεψη του Μέγα Αλέξανδρου στην Η σύλληψη και ο θάνατος των τελευταίων Μεγάλων Κοµνηνών Την 26η Μαρτίου... συνελήφθη ο άγιος αφέντης µας και βασιλιάς της Τραπεζούντας Δαβίδ ο Μεγάλος Κοµνηνός και αλυσοδέθηκε στον Πύργο της Αδριανούπολης και την 1η Νοεµβρίου µέρα Κυριακή, την τέταρτη ώρα της νύχτας εκτελέστηκε µε σπαθί αυτός και οι τρεις γιοι του και ο ανιψιός του... στην Κωνσταντινούπολη. «Βραχύ Χρονικό», Εκδ. Α. Παπαδόπουλος-Κεραµεύς: Vizantijskij Vremennik 5 (1898) 680. Ασηµένιο νόµισµα της Θεοδώρας Κοµνηνής (Dumbarton

ρες της Τραπεζούντας δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν την αυτοκρατορία τους. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) και την παράδοση του Μιστρά, (1460/61) για τον Μεχµέτ Β τον Πορθητή ήταν αναγκαίο να καταλάβει την Τραπεζούντα, την τελευταία Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η Τραπεζούντα παραδόθηκε στον µεγάλο στρατό του Πορθητή τον Δεκαπενταύγουστο του 1461 (κατ άλλους τον Σεπτέµβριο του 1461). Ο αυτοκράτορας Δαβίδ, η σύζυγός του Ελένη Καντακουζηνή, οι γιοί του Βασίλειος, Μανουήλ και Γεώργιος και ο ανιψιός του Αλέξιος Ε εκτοπίστηκαν στην Αδριανούπολη, ενώ τους παραχωρήθηκε και ιδιοκτησία στον Στρυµόνα. Το 1463 ο Μεχµέτ πληροφορήθηκε ότι η ανιψιά του αυτοκράτορα Δαβίδ Α, η Θεοδώρα Μεγάλη Κοµνηνή, που το 1458 είχε παντρευτεί τον εµίρη των Ασπροπροβατάδων Ουζούν Χασάν της Άµιδας, έστειλε µια επιστολή στον αιχµάλωτο θείο της, ζητώντας να της στείλει στην Άµιδα ή τον ανιψιό του ή τον γιο του Γεώργιο. Ο σουλτάνος διείδε σε αυτή την πρόσκληση µια µελλοντική διεκδίκηση της περιοχής του Πόντου από τους Μεγάλους Κοµνηνούς και αποφάσισε να απαλλαγεί απ αυτούς. Ο Δαβίδ και η οικογένειά του φυλακίστηκαν στην Αδριανούπολη πρώτα και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκτελέστηκαν µε σουλτανικό διάταγµα την 1η Νοεµβρίου του 1463. Μια τελευταία προσπάθεια ανασύστασης της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας έγινε το 1472, όταν η Θεοδώρα Μεγάλη Κοµνηνή, η γυναίκα του Ουζούν Χασάν της Άµιδας, σε συνεννόηση µε τη Βενετική Δηµοκρατία, προσπάθησε χωρίς επιτυχία να ανακαταλάβει την ποντιακή πρωτεύουσα. Το κράτος του Μορέως: το Δεσποτάτο του Μιστρά (1262-1460/1461) Τα πρώτα χρόνια µετά το 1204 στην Πελοπόννησο το πριγκιπάτο της Αχαΐας Μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας δύο Φράγκοι Σταυροφόροι, ο Γουλιέλµος Σαµπλίτης και ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος, κατέλαβαν την Πελοπόννησο και έγιναν οι πρώτοι πρίγκιπες του κράτους της Αχαΐας. Το πριγκιπάτο, που τυπικά ήταν υποτελές στον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, στην ουσία ήταν ένα ανεξάρτητο κρατίδιο µε έδρα την Ανδραβίδα, το οποίο, έως το 1430 που καταλύθηκε από τους Οθωµανούς, λειτούργησε µε βάση τις φεουδαλικές δοµές της Δύσης: το κρατίδιο

Φράγκοι ηγεµόνες του πριγκιπάτου της Αχαΐας Γουλιέλµος Α Σαµπλίτης 1205-1209, Γοδεφρείδος Α Βιλεαρδουίνος 1209/10-1218 Γοδεφρείδος Β Βιλεαρδουίνος 1218-1245, Γουλιέλµος Β Βιλεαρδουίνος 1246-1278 Κάρολος Α Ανδεγαβός 1278-1285, Κάρολος Β Ανδεγαβός 1285-1289 Ισαβέλλα Βιλεαρδουίνη 1289-1307 (µε τον Φλωρέντιο Aννονικό 1289-1301 και τον Φίλιππο της Σαβοΐας 1301-1307) Φίλιππος Α του Τάραντα 1307-1313, Ματθίλδη Αννονική και Λουδοβίκος Βουργουνδίας 1313-1318 Ιωάννης της Γραβίνας 1318-1333, Αικατερίνη Βαλουά και Ροβέρτος του Τάραντα 1333-1346a Ροβέρτος του Τάραντα 1346-1364, Μαρία των Βουρβώνων 1364-1370 Φίλιππος του Τάραντα 1370-1374, Ιωάννα Α της Νεαπόλεως 1374-1376 Όθων του Μπράουνσβάικ 1376-1377, Ιωαννίτες Ιππότες 1377-1381 Ιάκωβος ντε Μπω 1381-1383, Μαϊώτος του Κοκερέλ 1383-1396 Βόρδος του Αγίου Σουπερανού 1396-1402, Μαρία Ζαχαρία 1402-1404, Ζαχαρίας Κεντυρίων 1404-1432 Τα δυτικά τείχη που ανοικοδο- µήθηκαν στις αρχές του 13ου ήταν χωρισµένο σε βαρωνίες µε διοικητές Φράγκους άρχοντες που διατηρούσαν δικά τους κάστρα και στρατούς. Την υψηλή εποπτεία είχαν βεβαίως οι πρίγκιπες της Αχαΐας, κύριοι ρυθµιστές της πολιτικής και οικονοµικής πραγµατικότητας. Η εκκλησιαστική διοίκηση του κράτους ανατέθηκε σε λατινικές επισκοπές που ιδρύθηκαν σε όλη την επικράτεια, ελέγχονταν από τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο των Πατρών και υπάγονταν στη δικαιοδοσία του Λατίνου πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Οι ορθόδοξοι κληρικοί που εξακολούθησαν να ποιµαίνουν τους ορθόδοξους κατοίκους του κράτους εντάχθηκαν στη δικαιοδοσία των κατά τόπους Λατίνων επισκόπων. Το πριγκιπάτο γνώρισε τη µεγαλύτερη ακµή του στην περίοδο της βασιλείας του Γουλιέλµου Β Βιλεαρδουίνου, ο οποίος οικοδόµησε και τα κάστρα του Μιστρά, της Μάνης και της Μονεµβάσιας. Μετά την περίφηµη µάχη της Πελαγονίας (1259) και την ήττα των Φράγκων, οι Βυζαντινοί συνέλαβαν τον Γουλιέλµο Βιλεαρδουίνο που αναγκάστηκε να στερηθεί τρία σηµαντικά κάστρα της επικράτειάς του, τα οποία, µε αντάλλαγµα την

Η Μονεµβάσια, η Μάνη, το Γεράκι και ο Μιστράς παραδίδονται στον Μιχαήλ Παλαιολόγο...να δώση γαρ του βασιλέως για την ελευτερίαν τους, Το κάστρον της Μονοµβασίας και της µεγάλης Μαΐνης, Το τρίτον κι οµορφότερον του Μυζηθρά το κάστρον, Εις τρόπον γαρ και συµφωνίαν να έβγη µε τον λαόν του, Με όσους κι αν ήσαν µετ αυτόν, µικρούς τε και µεγάλους, Κι όσον απεκατέστησαν τες συµφωνίες εκείνες Εγγράφως τες εποίκασιν κι ωµόσασιν εις αύτες... Το «Χρονικόν του Μορέως» κατά τον κώδικα της Κοπεγχάγης µετά συµπληρώσεων και παραλλαγών εκ του Παρισινού. Εισαγωγή, σηµειώσεις και επεξεργασία υπό Π. Καλονάρου, Αθήνα, ανατύπ. 1989, 183. Η αναπαράσταση κατά τον Α. Ορλάνδο, της νότιας όψης Καντακουζηνοί Πρόκειται για µεγάλη οικογένεια µικρασιατικής πιθανότατα καταγωγής. Ο πρώτος Καντακουζηνός απαντάται στις βυζαντινές πηγές τον 11ο αιώνα. Πρόκειται για έναν στρατηγό του αυτοκράτορα Αλέξιου Α Κοµνηνού, ο οποίος το 1094 στάλθηκε για να αντιµετωπίσει µια επίθεση των Κουµάνων κατά της αυτοκρατορίας. Τον 12ο αιώνα µέλη της οικογένειας των Καντακουζηνών υπηρετούν στον βυζαντινό στρατό και κατέχουν ανώτατα στρατιωτικά αξιώµατα. Οι Καντακουζηνοί συνδέθηκαν στενά µε την Πελοπόννησο από τον 13ο αιώνα και µετά. Ο Καντακουζηνός, µέγας κοντόσταυλος και στρατηγός στα χρόνια του Μιχαήλ Παλαιολόγου, ήταν ο πρώτος που έλαβε τον τίτλο της κεφαλής της Πελοποννήσου το 1262. Ένας ακόµα Καντακουζηνός υπηρέτησε ως διοικητής Πελοποννήσου µεταξύ των ετών 1286-94, ενώ ο Μανουήλ Καντακουζηνός, δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ, διορίστηκε από τον πατέρα του δεσπότης στον Μιστρά το 1349. Έως το 1383/4 µέλη της οικογένειας έφεραν τον τίτλο του δεσπότη του Μορέως. Η Ζ Κ 6 5 1 4 2 3 Β Β 1 Γ Α 1 Γενική κάτοψη, κατά τον Α. Ορλάνδο, των παλατιών: Α= Α

ελευθερία του, παραχώρησε στον Μιχαήλ Παλαιολόγο, τον µετέπειτα αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Από το 1259 η Μονεµβασιά, η Μάνη, το Γεράκι και ο Μυζηθράς (Μιστράς) πέρασαν στα χέρια των Βυζαντινών. Το 1267 το πριγκιπάτο της Αχαΐας αναγκάστηκε να υποταχθεί στο βασίλειο της Σικελίας, ενώ µετά τον θάνατο του Γουλιέλµου, το 1278, η φραγκική κυριαρχία εξασθένησε ακόµα περισσότερο. Η βυζαντινή ηγεµονία του Μιστρά (1262-1348/9) Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261) και η ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας επέτρεψαν στον Μιχαήλ Η Παλαιολόγο να θεωρεί τα κάστρα της Πελοποννήσου, τα οποία είχε αποκτήσει το 1259 µετά τη µάχη της Πελαγονίας, τµήµα της νέας του βυζαντινής επικράτειας. Από το 1262 στα βυζαντινά κάστρα της Πελοποννήσου υπήρχε βυζαντινός στρατός και αυτοκρατορικός διοικητής (µε ετήσια θητεία), που έφερε τον τίτλο «κεφαλή της κατά την Πελοπόννησον χώρας και των κάστρων της βασιλείας». Ο πρώτος που έλαβε το αξίωµα και στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη στην Πελοπόννησο ήταν ο Μιχαήλ Καντακουζηνός. Τα εδάφη της Πελοποννήσου που επανεντάχθηκαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία αποτέλεσαν τον πυρήνα της ηµιανεξάρτητης επικράτειας που αργότερα έγινε γνωστή ως «δεσποτάτο του Μορέως» ή «δεσποτάτο του Μυστρά». Από το 1262 έως το 1278, έτος θανάτου του Γουλιέλµου Β Βιλεαρδουίνου, οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης διόριζαν και έστελναν εκεί κάθε χρόνο έναν διοικητή, την «κεφαλή της κατά την Πελοπόννησον χώρας», ενώ από το 1278 και έως το 1349 «επίτροπο», του οποίου η θητεία διαρκούσε για περισσότερα από ένα χρόνια. Το βυζαντινό «Δεσποτάτο» του Μορέως / Μιστρά (1348-1460/61) Το 1348 ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ Καντακουζηνός απένειµε στον γιο του, Μανουήλ, τον τίτλο του δεσπότη και τον απέστειλε στα βυζαντινά εδάφη της Πελοποννήσου, στο «Δεσποτάτο», που έπαψε να είναι µια αποκλεισµένη επαρχία της αυτοκρατορίας και µετατράπηκε σε ηµιαυτόνοµο κρατικό µόρφωµα υπό βυζαντινή εποπτεία. Η µερική αυτονοµία σήµανε αυξηµένες αρµοδιότητες και ελευθερία κινήσεων για τον διοικητή, στη συγκεκριµένη περίπτωση για τον Δεσπότη Μανουήλ Καντακουζηνό. Ο Μανουήλ έφθασε στην Πελοπόννησο το 1349 και ανέλαβε την εξουσία, αφού πρώτα αντιµετώ- Ο ναός της Αγίας Σοφίας, κτίσµα του Μανουήλ Καντακουζηνού Τα ερειπωµένα παλάτια των δεσποτών και τα αρχοντικά των

πισε µια εξέγερση των ντόπιων αρχόντων που δεν είδαν µε καλό µάτι τον ερχοµό και την αυξηµένη δικαιοδοσία του στην περιοχή. Όταν το 1354 ο Ιωάννης ΣΤ Καντακουζηνός παραιτήθηκε από τον βυζαντινό θρόνο, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε Παλαιολόγος επιχείρησε χωρίς επιτυχία να αντικαταστήσει τον Μανουήλ µε τους Μιχαήλ και Ιωάννη Ασάν. Ο Μανουήλ επικράτησε, διατήρησε το αξίωµα του δεσπότη και κέρδισε τελικά και την αναγνώριση του τίτλου και του αξιώ- µατός του από τον αυτοκράτορα Ιωάννη. Ο Μανουήλ υπήρξε εξαιρετικός ηγεµόνας, ικανός στον πόλεµο αλλά και στη διπλωµατία. Αντιµετώπισε αποφασιστικά τους εχθρούς (Τουρκοµάνους και Καταλανούς), ενώ διατήρησε φιλικές σχέσεις µε τους Λατίνους γείτονές του στην Πελοπόννησο, µε τους πρίγκιπες της Αχαΐας αλλά και µε τους Φράγκους Λουσινιάν, µε τους οποίους συγγένεψε όταν νυµφεύθηκε τη Μαρία Λουσινιάν, κόρη του Γκυ Λουσινιάν (Κωνσταντίνου Β ), του βασιλιά της Μικρής Αρµενίας και µιας βυζαντινής αριστοκράτισσας. Στη δεκαετία του 1360 ο Μανουήλ δεν δίστασε να ενταχθεί σε λατινο-βυζαντινή συµµαχία που αποσκοπούσε στην αντιµετώπιση µιας τουρκικής επίθεσης στην Πελοπόννησο. Με αξιοσηµείωτη σύνεση αντιµετώπισε και τους πρώτους Αλβανούς εποίκους που εµφανίστηκαν στην επικράτειά του: έχοντας επίγνωση των δηµογραφικών προβληµάτων της περιοχής του ενθάρρυνε την έλευσή τους και µε αντάλλαγµα τη συµµετοχή τους στον στρατό τους πρόσφερε γη για να εγκατασταθούν και χωράφια για να καλλιεργήσουν. Το Άγιο Ποτήριο (δεύτερο µισό του 14ου αιώνα), αντι- Δεσπότες του Μορέως Μανουήλ Καντακουζηνός 1348-1380 Ματθαίος Καντακουζηνός 1380-1383 Δηµήτριος Καντακουζηνός 1383 Θεόδωρος Α Παλαιολόγος 1383-1407 Θεόδωρος Β Παλαιολόγος 1407-1443 Θεόδωρος, Κωνσταντίνος και Θωµάς Παλαιολόγοι 1443-1449 Θωµάς και Δηµήτριος Παλαιολόγοι 1449-1460 1460/61: Η οθωµανική κατάκτηση του Μιστρά και της Πελοποννήσου

Από το 1361 στο Δεσποτάτο κατέφυγε, µετά από πολλές περιπέτειες, και ο Ματθαίος Καντακουζηνός, γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ και συναυτοκράτορας στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης (1353-7), ο οποίος βοήθησε τον αδελφό του Μανουήλ στη διοίκηση και τον διαδέχθηκε για λίγο στο αξίωµα του δεσπότη όταν εκείνος πέθανε το 1380. Ο γιος του Μανουήλ Καντακουζηνού, Δηµήτριος, που διαδέχθηκε τον θείο του Ματθαίο, επιχείρησε να αποσπάσει εντελώς το Δεσποτάτο από το βυζαντινό στέµµα. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε απένειµε τότε τον τίτλο του δεσπότη στον δικό του γιο Θεόδωρο Α Παλαιολόγο εγκαινιάζοντας µια νέα περίοδο για το Βυζαντινό κράτος του Μορέως: από τότε και έως το 1460/61, που το Δεσποτάτο καταλύθηκε οριστικά από τους Οθωµανούς, το αξίωµα του δεσπότη λαµβάνουν µόνο µέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας των Παλαιολόγων, στενοί συγγενείς (αδελφοί συνήθως) των εστεµµένων. Ο πρώτος Παλαιολόγος δεσπότης του Μορέως Θεόδωρος Α (1383-1407), νεώτερος γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε, έφθασε στον Μιστρά έπειτα από πολλές προσωπικές περιπέτειες το 1383. Το 1384 παντρεύτηκε τη Βαρθολοµαία, κόρη του Φλωρεντινού ηγεµόνα της Κορίνθου και µετέπειτα (από το 1388) δούκα των Αθηνών Νέριου Ατσαγιόλλι (1371-94), και από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του κλήθηκε να αντιµετωπίσει πολλά προβλήµατα. Ακολουθώντας την τακτική των προκατόχων του, ο Θεόδωρος ενθάρρυνε την εγκατάσταση Αλβανών γεωργών-στρατιωτών στην επικράτειά του οι Αλβανοί µισθοφόροι του προσέφεραν τη βοήθεια που χρειαζόταν για να ελέγχει τους ντόπιους άρχοντες που εµφάνιζαν σταθερά τάσεις ανεξαρτητοποίησης. Ωστόσο, η ένταξη Αλβανών µισθοφόρων στον στρατό του δεσπότη δεν ήταν πάντα η σοφότερη επιλογή, εφόσον και αυτοί στασίαζαν συχνά δηµιουργώντας του επιπλέον προβλήµατα. Στα χρόνια της ηγεµονίας του Θεόδωρου το Δεσποτάτο δέχθηκε επιθέσεις από πάµπολλους εχθρούς. Καταλανοί, Φλωρεντινοί, Ναπολιτάνοι απείλησαν διαδοχικά και επανειληµµένα το κρατίδιο της Πελοποννήσου. Ο δεσπότης πιεσµένος ζήτησε τη βοήθεια των Οθωµανών, που από το 1358/59 επιχειρούσαν επιθέσεις νότια του Ισθµού, αλλά και των Ιωαννιτών Ιπποτών της Ρόδου αλλά δεν πέτυχε και πολλά καθώς όλες οι επιχειρήσεις των συµµάχων του στρέφονταν τελικά εναντίον του. Το 1402, µετά την επέλασή του µέχρι τη Στερεά Ελλάδα, ο Θεόδωρος ζήτησε βοήθεια και από τον Τµήµα της ερειπωµένης πολιτείας, που αποτελεί ένα απέ- Ο τάφος του Θεόδωρου Α Παλαιολόγου, δεσπότη του Ο ναός της Αγίας Σοφίας χτίστηκε το 1350 από τον πρώτο

Μανουήλ Β Παλαιολόγο µε πενιχρά όµως αποτελέσµατα. Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Α, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β διόρισε νέο δεσπότη, τον δευτερότοκο γιο του Θεόδωρο Β (1407-28), ο οποίος ήταν µόλις 12 ετών. Στην περίοδο ανηλικότητας του Θεόδωρου ο Μανουήλ ασχολήθηκε προσωπικά µε τη διακυβέρνηση του Δεσποτάτου και επισκέφθηκε την περιοχή δύο φορές (1408, 1415-16). Κατά τη διάρκεια της δεύτερης επίσκεψής του µάλιστα δραστηριοποιήθηκε έντονα, καθώς επέβλεψε την ανασκευή του Εξαµίλιου Τείχους στον Ισθµό και µια εξέγερση των ντόπιων αρχόντων της Μάνης. Με όπλα τη διπλωµατία και τον πόλεµο, ο Θεόδωρος Β προσπάθησε να επεκταθεί στα εδάφη των Λατίνων της Πελοποννήσου, του Κεντυρίωνα Ζαχαρία της Αχαΐας και του Κάρολου Τόκκο της Κεφαλονιάς (1417-18). Το 1421 παντρεύτηκε µε την Ιταλίδα πριγκίπισσα Κλεόπα Μαλατέστα, ενώ στα επόµενα χρόνια δέχτηκε απανωτές επιθέσεις από τους Οθωµανούς. Η υποδοχή στον Μιστρά του ανταπαιτητή του οθωµανικού θρόνου Μουσταφά εξόργισε τον σουλτάνο των Οθωµανών Μουράτ, ο οποίος έστειλε στον Μοριά τον στρατηγό Τουραχάν Μπέη µε ισχυρά στρατεύµατα. Το Εξαµίλιο τείχος δεν κατόρθωσε να ανακόψει τις τουρκικές επιθέσεις και το 1424 ο Θεόδωρος αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την επικυριαρχία των Οθωµανών. Μετά το 1428 οι νεότεροι αδελφοί του Θεόδωρου Κωνσταντίνος και Θωµάς συµµετείχαν ενεργά στη διακυβέρνηση του Δεσποτάτου, γεγονός που αρχικά οδήγησε σε µεγάλες επιτυχίες. Το 1429/30 ο Κωνσταντίνος Δραγάσης Παλαιολόγος επέκτεινε την κυριαρχία των Βυζαντινών στην Πελοπόννησο και ανακατέλαβε τη φραγκοκρατούµενη έως τότε Πάτρα. Την ίδια εποχή ο γάµος του δεσπότη Θωµά µε την Κατερίνα, κόρη του Κεντυρίωνα Ζαχαρία, του πρίγκιπα της Αχαΐας (1430), έδωσε στους δεσπότες τη δυνατότητα να εντάξουν στο κράτος τους όλες τις κτήσεις των Δυτικών στη βορειοδυτική Πελοπόννησο και στην Αρκαδία. Όµως η έλλειψη οµόνοιας ανάµεσα στους αδελφούς δεσπότες δεν βοήθησε και πολύ στη σταθεροποίηση της πολιτικής κατάστασης και στην αντιµετώπιση του Μουράτ, ο οποίος το 1431 ανέλαβε προσωπικά να επιτεθεί στην Πελοπόννησο. Το 1433 ο Θεόδωρος παραιτήθηκε από το αξίωµα του δεσπότη και µετακινήθηκε στη Σηλυµβρία για να αναλάβει τη διοίκησή της. Ο Μιστράς έµεινε στον Κωνσταντίνο και στον Θωµά που έσπευσαν να οχυρώσουν ξανά το Εξαµίλιο περιµένοντας και νέα επί- Γενική άποψη των παλατιών του Μιστρά από τα βόρεια πριν

Το Δεσποτάτο του Μιστρά, µια «ανεξάρτητη» αυτοκρατορική επαρχία στη λατινοκρατούµενη Ελλάδα Το Δεσποτάτο του Μορέως λειτούργησε ως ηµιανεξάρτητο κράτος ανάµεσα σε Δυτικούς και Τούρκους αλλά και σε άµεση επαφή µε την πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας για δύο αιώνες. Υπήρξε ένα από τα τελευταία προπύργια του βυζαντινού πολιτισµού και ταυτόχρονα ένα ιδιότυπο κρατικό µόρφωµα. Επρόκειτο για µια αυτοκρατορική επαρχία, µε ηµιαυτόνοµη διοίκηση, που δεν ήταν πάντα σε θέση να επικοινωνεί µε τη µητρόπολη. Επεκτάθηκε εδαφικά και επιβίωσε ανάµεσα σε διάφορους και πολλούς εχθρούς µε δυσκολία, προσφέροντας κάθε αντάλλαγµα και χρησιµοποιώντας κάθε µέσο, παρέχοντας φόρους υποτέλειας, τελώντας ατέλειωτους διπλωµατικούς γάµους, συνάπτοντας και καταπατώντας συνθήκες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από την ίδρυσή του, από την εποχή δηλαδή του Μανουήλ Καντακουζηνού, σχεδόν όλοι οι δεσπότες του Μορέως τέλεσαν γάµους µε αλλοεθνείς, µέλη αριστοκρατικών ή βασιλικών οικογενειών της Δύσης και όχι µόνο ο Μανουήλ Καντακουζηνός παντρεύτηκε την Ισαβέλλα Λουσινιάν, ο Θεόδωρος Α Παλαιολόγος τη Βαρθολοµαία Ατσαγιόλι, ο Θεόδωρος Β την Κλεόπα Μαλατέστα (του Ρίµινι), ο Κωνσταντίνος Δραγάσης τη Μανταλένα Θεοδώρα Τόκκο και την Αικατερίνη Γατελούζου (Γκαττιλούζιο), ο Θωµάς την Αικατερίνη, κόρη του Κεντυρίωνα Ζαχαρία της Αχαΐας κ.ο.κ. Κράτος κατά βάση αγροτικό και πολυεθνικό, µε ελάχιστη εσωτερική συνοχή, καθώς λειτούργησε διασπασµένο, το Δεσποτάτο είχε πολλά κοινά µε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Μόνο ο βαθµός της σύνδεσής του µε την αυτοκρατορική Κωνσταντινούπολη το διαχώριζε εντελώς από τα λοιπά εκτός Βυζαντίου βυζαντινά κράτη. Η οικονοµία στην οποία βασίστηκε η λειτουργία του ήταν σχεδόν εξολοκλήρου αγροτική, καθώς οι κύριες πηγές των εισοδηµάτων του προέρχονταν από το εµπόριο λαδιού, κρασιού και σταφίδας και λιγότερο από τις εξαγωγές αλατιού και µεταξιού. Σηµαντική ενίσχυση στην οικονοµία προσέφεραν οι Αλβανοί που εγκαταστάθηκαν εκεί ως αγρότες και µισθοφόροι, έπειτα από παρότρυνση των δεσποτών, από τα µέσα του 14ου αιώνα και εξής.

θεση των Τούρκων. Το 1446 µια ακόµα επίθεση του Μουράτ και των στρατευµάτων του κατέληξε σε ήττα των Βυζαντινών. Οι δεσπότες του Μορέως υποχρεώθηκαν τότε να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στον Τούρκο σουλτάνο. Το 1449 ο δεσπότης Κωνσταντίνος Δραγάσης Παλαιολόγος κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να διαδεχθεί στον βυζαντινό θρόνο τον άκληρο αδελφό του Ιωάννη Η και να γίνει, χωρίς να το ξέρει, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Τα τελευταία χρόνια βυζαντινής δεσποτείας του Μορέως είναι συνδεδεµένα µε τους Θωµά και Δηµήτριο Παλαιολόγο, τους µικρότερους αδελφούς του Κωνσταντίνου Δραγάση που κυβέρνησαν το κράτος τους από τη βορειοδυτική Πελοπόννησο, πιθανώς από το Λεωνίδιο, ο πρώτος και από τον Μιστρά ο δεύτερος. Πρόκειται για χρόνια έσχατης παρακµής. Το 1452 ο Τουραχάν µπέης µε τους γιους του εισέβαλε στον Μιστρά για να εµποδίσει τους δεσπότες να αποστείλουν βοήθεια στον αυτοκράτορα αδελφό τους στην Κωνσταντινούπολη. Το 1453/54 ο τουρκόφιλος Δηµήτριος για να αντιµετωπίσει τους Αλβανούς της επικράτειάς τους, που µε αρχηγό τον Μανουήλ Καντακουζηνό Γκιν είχαν επαναστατήσει, αλλά και τον αδελφό του, κάλεσε ο ίδιος τους Οθωµανούς στον Μιστρά. Με αφορµή την καθυστέρηση της καταβολής των φόρων, οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο δεσποτάτο το 1460. Τις τελευταίες µέρες του Μαΐου ο Μιστράς παραδόθηκε στους Τούρκους, ενώ ο δεσπότης του Δηµήτριος έδωσε την κόρη του Ελένη σύζυγο στον Μεχµέτ τον Πορθητή και έφυγε για την Αδριανούπολη έχοντας εξασφαλίσει για τον εαυτό του µια περιοχή στον Αίνο και µερικά νησιά τη Λήµνο, την Ίµβρο, τη Θάσο και τη Σαµοθράκη. Ταυτόχρονα ο δεσπότης Θωµάς, που µε τα µάτια στραµµένα προς τη Δύση προσέβλεπε από παλιά στη βοήθεια του πάπα και των ιταλικών κρατών, τον Ιούλιο του 1460 έφυγε για την Κέρκυρα και από κει για τη Ρώµη, όπου έζησε µε την οικονοµική υποστήριξη του πάπα µέχρι το τέλος της ζωής του (1464). Τους πρώτους µήνες του 1461 η κατάκτηση των εδαφών του Δεσποτάτου είχε ολοκληρωθεί. Μετά το 1204 η αυτοκρατορία διαµελίστηκε και δηµιουργήθη- Το «Δεσποτάτο» της Ηπείρου (1204-1475) Η Ήπειρος ως ανεξάρτητη ηγεµονία Ένα από τα βυζαντινά κρατίδια που δηµιουργήθηκαν στη βυζαντινή επικράτεια µετά την Δ Σταυροφορία και την κατάλυση της αυτοκρατορίας ήταν η ηγεµονία της Ηπεί-

ρου. Ο ιδρυτής της Μιχαήλ Άγγελος Κοµνηνός Δούκας, νόθος γιος του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα και εξάδελφος των αυτοκρατόρων Ισαάκιου Α και Αλέξιου Γ Αγγέλων, βρισκόταν αρχικά στην υπηρεσία του Βονιφάτιου Μοµφερατικού, του σταυροφόρου βασιλιά της Θεσσαλονίκης. Σύντοµα, ο Μιχαήλ κατέφυγε στην Άρτα, όπου εγκαταστάθηκε και ανέλαβε τη διοίκηση της Ηπείρου. Η περιοχή την οποία εξουσίαζε ο Μιχαήλ µετά τη Δ Σταυροφορία είχε παραχωρηθεί στους Ενετούς, που κατέλαβαν το Δυρράχιο (1205) και την Κέρκυρα (1207), αλλά αδιαφόρησαν για την ενδοχώρα. Ο δούκας έπεισε τους Ενετούς αλλά και τους Λατίνους που είχαν καταλάβει τη Θεσσαλία ότι θα είναι υποτελής τους και θα υπερασπίζεται τα συµφέροντά τους. Στην πραγµατικότητα δεν έγινε υποτελής κανενός, καταπάτησε όλες τις συνθήκες και κατόρθωσε τελικά να εντάξει στην επικράτειά του όλη την Ήπειρο από τη Ναύπακτο έως το Δυρράχιο, µεγάλο µέρος της Θεσσαλίας αλλά και την Κέρκυρα, το 1214. Τον Μιχαήλ διαδέχτηκε ως διοικητής ο ετεροθαλής αδελφός του, Θεόδωρος Κοµνηνός Δούκας. Αυτός σχεδίαζε να χρησιµοποιήσει την ηγεµονία της Ηπείρου ως βάση για να ανακαταλάβει τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη και να ανασυστήσει τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Το 1217 κατόρθωσε να συλλάβει σε ενέδρα τον Πέτρο Κουρτεναί, τον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης που είχε προσπαθήσει να προσεγγίσει την Άρτα. Στη συνέχεια, µε σειρά επιτυχηµένων εκστρατειών, πέτυχε να διώξει εντελώς τους Λατίνους από τη Θεσσαλία, να ανακτήσει τη Μακεδονία από τους Βουλγάρους και να πολιορκήσει τη Θεσσαλονίκη. Η αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης (1227-1244) Το 1224 τα στρατεύµατα της Ηπείρου κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και το 1227 ο Θεόδωρος Άγγελος Κοµνηνός Δούκας στέφθηκε από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδας Δηµήτριο Χωµατιανό «βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωµαίων». Η στέψη του Θεόδωρου θορύβησε την ηγεσία του κράτους της Νίκαιας οι ηγεµόνες της Νίκαιας χρησιµοποιούσαν τον ίδιο αυτοκρατορικό τίτλο από το 1207, είχαν ιδρύσει πατριαρχείο και θεωρούσαν ότι ήταν οι νόµιµοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες που έχασαν για λίγο την πρωτεύουσά τους. Από το 1227 ανάµεσα στις αυτοκρατορίες ξέσπασε διπλωµατικός πόλεµος, ενώ εντάθηκαν και οι προστριβές που από καιρό είχαν εκδηλωθεί µε αφορµή τα εκκλησιαστικά θέµατα, τους διορισµούς των επισκόπων, για τους οποίους ο Θεόδωρος δεν ζητούσε Ο ναός της Μονής της Παναγίας της Βλαχέρνας ένα από τα