ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ/ ΜΗ-ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΡΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Σχετικά έγγραφα
«Η τροπικότητα στην Νέα Ελληνική» Ανάλυση βάσει του Επικοινωνιακού Δοµολειτουργικού Προτύπου

Η ρηματική όψη στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας

Σταυρούλα Τσιπλάκου Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας

ΤΑ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ ΦΩΝΗ ΣΥΖΥΓΙΑ ΔΙΑΘΕΣΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΒΑΘΜΙΔΑ ΠΟΙΟΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Μοντέλα γλωσσικής επεξεργασίας: σύνταξη

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΠΡΟΤΑΣΗ. Η οργανωμένη ομάδα λέξεων που εκφράζει μόνο ένα νόημα, με σύντομη συνήθως διατύπωση, λέγεται πρόταση.

Ηγεσία. Ενότητα 1: Εισαγωγικές έννοιες. Δρ. Καταραχιά Ανδρονίκη Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής

5. Γενικά συμπεράσματα σχόλια ανοικτά ερωτήματα

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΙΚΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΦΩΝΗΤΙΚΗ-ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ (Ι)

ΠΕΡΙ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ. Μαρία Καλδρυμίδου

PRAGMATIQUE ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Αγγελική Αλεξοπούλου

Γιούλη Χρονοπούλου Μάιος Αξιολόγηση περίληψης

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

[Ένας φίλος που...τρώγεται]

ΡΗΜΑΤΑ. Στην πρώτη περίπτωση κάποιος ενεργεί (ρήμα) και η ενέργειά του αυτή ασκείται σε ένα άλλο πρόσωπο ή πράγμα έξω από αυτόν.

Κείµενο Οι γυναίκες διδάσκουν και οι άνδρες διοικούν

Δείκτες εισαγωγής συμπληρωματικών προτάσεων στη Νέα Ελληνική ως Γ2: πειραματική προσέγγιση με ρωσόφωνους μαθητές

Η ΜΕΣΩ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ Φρειδερίκη ΜΠΑΤΣΑΛΙΑ Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Ελένη ΣΕΛΛΑ Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα

Για κάθε φάση του σχεδίου διδασκαλίας προτείνονται δύο στάδια δραστηριοτήτων:

Σχεσιακές παραβάσεις στην υπερνεωτερικότητα: Ο διυποκειμενικός εαυτός στη μυστική πλευρά των σχέσεων: Βιωμένες. εμπειρίες εξωδυαδικών σχέσεων

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΕΙΚΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ -

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΣΤΟ CLOUD COMPUTING ΜΑΘΗΣΙΑΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

Η Επίδραση της Συγκίνησης ης στη Λήψη Ατομικών Αποφάσεων

ΤΕΧΝΟΓΛΩΣΣΙΑ VIII ΛΟΓΙΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: ΜΑΪΣΤΡΟΣ ΓΙΑΝΗΣ, ΠΑΠΑΚΙΤΣΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΣΚΗΣΗ: ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΕΚΦΡΑΣΕΩΝ (Β )

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

8. Η γλώσσα ως κώδικας επικοινωνίας

Γενικές Παρατηρήσεις. Μη Κανονικές Γλώσσες - Χωρίς Συµφραζόµενα (1) Το Λήµµα της Αντλησης. Χρήση του Λήµµατος Αντλησης.

ΜΕΘΟΔΟΙ & ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ ΙΙ «ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΣΧΕΣΗ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΜΕΝΟΥ»

ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΤΩΝ ΒΡΕΦΩΝ

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ

ΓΛΩ 386 Ζητηματα Νεοελληνικής Σύνταξης

Ορισµένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι χρειαζόµαστε µίνιµουµ 30 περιπτώσεις για να προβούµε σε κάποιας µορφής ανάλυσης των δεδοµένων.

Καλές και κακές πρακτικές στη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ξένης γλώσσας. Άννα Ιορδανίδου ΠΤΔΕ Παν/μίου Πατρών

[Ένας φίλος που...τρώγεται]

Σηµειώσεις στις σειρές

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. 5η Ενότητα: Συζητώντας για την εργασία και το επάγγελμα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Εισαγωγικά κείμενα

Η εκμάθηση μιας δεύτερης/ξένης γλώσσας. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

A μέρος Σεμιναρίου. Λευκωσία Οκτωβρίου 2008 Μαρία Παναγή- Καραγιάννη

Πώς Διηγούμαστε ή Αφηγούμαστε ένα γεγονός που ζήσαμε

Κείµενο [Οι διαδικτυακές επαφές στο περιβάλλον του Facebook]

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

Στοιχείαδιδακτικής. Στόχοι μαθήματος φύλλα εργασίας ΒΙΟΛΟΓΙΑ. Γεωργάτου Μάνια ΣχολικήΣύμβουλοςΠΕ04

Ο Γραπτός λόγος στο Νηπιαγωγείο

H γλώσσα θεωρείται ιδιαίτερο σύστηµα,

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΟΥΜΕ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ενότητα 2 η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ


Απλές ασκήσεις για αρχάριους μαθητές 5

ιδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε µικτές τάξεις Περιλήψεις

Holton, D., P. Mackridge & E. Φιλιππάκη-Warburton. Γραμματική της ελληνικής γλώσσας.

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

ΟΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ. 10/7/2006 Λύσανδρος Τσούλος Χαρτογραφία Ι 1

ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Κατερίνα Κασιμάτη Επίκ. Καθηγήτρια, Γενικό Τμήμα Παιδαγωγικών Μαθημάτων Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.

Πώς να διαβάζεις στο σπίτι γρήγορα και αποτελεσματικά για μαθητές τάξης Teens 2 & 3 (B & C Senior)

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Σχολικό έτος: ΤΜΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ. Προτεινόμενος Προγραμματισμός κατά ενότητα

Γνωστικές δοµές και συναίσθηµα Ειδικές Πηγές: Το φαινόµενο πολυπλοκότητας ακρότητας (Linville, 1982)

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΝΓ

Η περίληψη δεν είναι ξεχωριστό γραμματειακό είδος αλλά ένας τρόπος συνοπτικής απόδοσης προϋπάρχοντος κειμένου δια της οποίας επιδιώκεται:

"Γλώσσα και γλωσσικές ποικιλίες"

ΑΜΑΛΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΗ, University of California, San Diego (UCSD)

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ & ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΛΟΓΟΥ Το Διαδικαστικό Μοντέλο

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Νεοελληνική Γλώσσα Γ Λυκείου

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Εισηγήτρια: Μ. Παραδιά

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Β τάξη. Κειµενικοί στόχοι Λεξικογραµµατικοί στόχοι Γραπτά µηνύµατα του περιβάλλοντος

Εισαγωγικά στοιχεία για την Kοινωνιογλωσσολογία

Εισαγωγή στις τεχνικές παρουσιάσεων

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» Τοµέας Νέων Ελληνικών. ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2018 Εξεταστέα Ύλη Νεοελληνικής Γλώσσας

ΜΑΡΙΑ Α. ΔΡΑΚΑΚΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ 6 ΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Ν.ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Περιληπτικά, τα βήματα που ακολουθούμε γενικά είναι τα εξής:

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ Χ --Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΡΦ, ΠΡΦ, ΕΦ, ΟΦ

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

Ενότητες Α και Β (Α' Μέρος). Από τη γραμμικότητα στη συστατικότητα. Δομή και συστατικότητα. Δομικοί κανόνες.

Ρηματική άποψη. (Aspect of the verb) Α. Θέματα και άποψη του ρήματος (Verb stems and aspect)

Κείµενο [Δηµοσιογραφικός λόγος και ρατσισµός]

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

Ποιό(τητα) της ενέργειας και ρηματική όψη στις σχολικές γραμματικές της ελληνικής

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΕΤΗΣΙΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Στερεότυπα και προκαταλήψεις. Το σύνολο των χαρακτηριστικών που πιστεύεται ότι καθορίζουν µια οµάδα ανθρώπων ονοµάζονται στερεότυπα.

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

Φροντιστήρια "ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ" 1. Οδηγίες για την αξιολόγηση των φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο

Πέτρος Κλιάπης 3η Περ. Ημαθίας

ΟΙ ΕΡΩΤΗΣΕ1Σ III: ΟΙ ΚΛΙΜΑΚΕΣ]

Η επιστήµη της γλωσσολογίας και η µετασχηµατιστική γραµµατική

Υλικά: κρουστό μουσικό όργανο, μεγάλα χαρτιά γραφήματος, κηρομπογιές. Το εργαστήριο απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας 7-10 ετών και τους γονείς τους

O μετασχηματισμός μιας «διαθεματικής» δραστηριότητας σε μαθηματική. Δέσποινα Πόταρη Πανεπιστήμιο Πατρών

Θέµατα που θα αναπτυχθούν ΣΤΙΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ. Που εστιάζονται οι έρευνες; Επιδηµιολογία - Συµπεριφορά

Νικηφόρου Βρεττάκου: «ύο µητέρες νοµίζουν πως είναι µόνες στον κόσµο» (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σ )

Επίπεδο: Πιθανή διάρκεια: Διδακτικό υλικό:

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Δρ. Μαρία Καραγιάννη Σύμβουλος Αγωγής Υγείας Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού

Transcript:

ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ/ ΜΗ-ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΙΑ ΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΡΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Ευγενία Βασιλάκη ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Abstract In this paper I attempt to account for instances of the use of imperfective Imperative verb forms when reference is made to the immediate situation, i.e. when a habitual interpretation does not seem plausible. Within the framework provided by Langacker s Cognitive Grammar, the Imperative mood is considered as a grounding predication in terms of which the process profiled by the verb stem is construed perfectively in its prototypical use. The choice of the imperfective form as a result of imposing an immediate scope on the profiled process allows it to coincide with the time of speaking and could be further interpreted as indicating intellectual and emotional involvement on behalf of the speaker. Λέξεις - κλειδιά προστακτική, γειωτική κατηγόρηση, συνοπτική/ µη-συνοπτική άποψη, εµπλοκή οµιλητή 1. Προστακτική και ρηµατική άποψη: ερευνητικά ερωτήµατα Η συµπεριφορά των ρηµατικών τύπων της Προστακτικής σε σχέση µε τη διάκριση της γραµµατικής κατηγορίας της άποψης (aspect) µας έχει απασχολήσει ιδιαίτερα στα πλαίσια µιας ευρύτερης έρευνας για την Προστακτική στα Νέα Ελληνικά. Σε προηγούµενη ανακοίνωση (Βασιλάκη 2002) µε βάση έρευνα ελέγχου γραµµατικότητας (grammaticality judgment test) σε φυσικούς οµιλητές των Ελληνικών, επιχειρήσαµε να διαπιστώσουµε κατά πόσο τα χρονικά επιρρήµατα ή οι επιρρηµατικές φράσεις που υπάρχουν στην πρόταση δεσµεύουν τις επιλογές των οµιλητών ως προς τη ρηµατική άποψη των προστακτικών ρηµατικών τύπων. Οι δοµές που ελέγξαµε ήταν του τύπου γράφε/ γράψε τώρα// γράφε/ γράψε δυο ώρες κάθε µέρα κτλ. Όπως ήταν αναµενόµενο, η συνεµφάνιση ρηµατικού τύπου Προστακτικής µε επιρρηµατικά που δηλώνουν διάρκεια ή (αόριστη) επανάληψη (όλη την ώρα, µια ώρα τη µέρα, πότε πότε ) οδηγούσε τους οµιλητές σε απόλυτο σχεδόν ποσοστό στην επιλογή µη-συνοπτικού τύπου (πρόσεχε, γράφε ), ενώ η παρουσία επιρρηµατικών που δηλώνουν ένα χρονικό σηµείο είτε στο άµεσο είτε στο απώτερο µέλλον (αύριο το πρωί/ το βράδυ, την επόµενη φορά ) οδηγούσε κατά κανόνα στην επιλογή του συνοπτικού τύπου. Όταν, ωστόσο, υπήρχαν στην πρόταση επιρρηµατικά που δηλώνουν ένα παροντικό χρονικό σηµείο (τώρα, αυτή τη στιγµή) οι οµιλητές σε σηµαντικό ποσοστό έκριναν αποδεκτούς τόσο το συνοπτικό όσο και το µη-συνοπτικό τύπο του ρήµατος: Πρόσεχε τα λόγια σου τώρα/ Πρόσεξε τα λόγια σου τώρα. Η τάση αυτή παρουσιάστηκε εντονότερη στους αρνητικούς τύπους (µη διαβάζεις/ µη διαβάσεις) και στα ρήµατα της Βα συζυγίας (ρήµατα σε αω: ξύπνα/ ξύπνησε). Εκ πρώτης όψεως φαίνεται λοιπόν ότι η καταρχήν διάκριση της άποψης, η θεώρηση δηλαδή της εσωτερικής σύστασης του γεγονότος ως µη-αποπερατωµένου/ επαναλαµβανόµενου ή συνοπτικά ιδωµένου ισχύει και στην Προστακτική. Με βάση ωστόσο τόσο τις γραµµατικές 1

περιγραφές (Μπαµπινιώτης-Κοντός 1967, Mackridge 1990, Κλαίρης-Μπαµπινιώτης et al. 1999) όσο και την έρευνα που αναφέραµε, προκύπτουν κάποια ερωτήµατα αναφορικά µε τις περιπτώσεις εκείνες που η παραπάνω διάκριση φαίνεται να παρουσιάζει µια ελαστικότητα στη γλωσσική χρήση. Συγκεκριµένα: α) γιατί οι οµιλητές χρησιµοποιούν το µη-συνοπτικό τύπο Προστακτικής σε περιπτώσεις που ο συνοπτικός τύπος θα ήταν εξίσου -αν όχι περισσότερο- αναµενόµενος αλλά και εξίσου αποδεκτός: (α) Λέγε τώρα τι θέλεις/ Πες τώρα τι θέλεις και β) γιατί ειδικά η Προστακτική φαίνεται να εµφανίζεται ως προνοµιακό περιβάλλον όπου η διάκριση της άποψης, η οποία µε µεγάλη αυστηρότητα διατρέχει όλο το ρηµατικό σύστηµα της Νέας Ελληνικής, µπορεί κατά κάποιο τρόπο να εξαλειφθεί ή έστω να ατονήσει ως προς την πρωτοτυπική της λειτουργία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι κάτι ανάλογο δεν ισχύει για τους τύπους µε «να», τους παραδοσιακά αποκαλούµενους τύπους Υποτακτικής, οι οποίοι σύµφωνα µε τις Γραµµατικές µπορούν να χρησιµοποιηθούν σε πολλές περιπτώσεις αντί της Προστακτικής: αλλά (α) Λέγε τώρα τι θέλεις/ Πες τώρα τι θέλεις (β)*να λες τώρα τι θέλεις/ Να πεις τώρα τι θέλεις Στην παρούσα ανακοίνωση θα επιχειρήσουµε να απαντήσουµε στα παραπάνω ερωτήµατα µε βάση το θεωρητικό πλαίσιο που µας προσφέρει η Γνωστική Γραµµατική (Cognitive Grammar) του Langacker (1987, 1991a, 1991b). Ειδικότερα θα επιχειρήσουµε χρησιµοποιώντας τους τεχνικούς όρους που παρέχει το συγκεκριµένο θεωρητικό µοντέλο, να περιγράψουµε τόσο την Προστακτική ως έγκλιση όσο και τη διάκριση της άποψης ως γραµµατικής κατηγορίας, ώστε να ερµηνεύσουµε πώς η ιδιαίτερη φύση της συγκεκριµένης έγκλισης µπορεί να επηρεάσει την επιλογή της ρηµατικής άποψης σε κάποια περιβάλλοντα χρήσης. 2. Η Προστακτική ως γειωτική κατηγόρηση Με βάση τη θεωρία κάθε παρεµφατικός ρηµατικός τύπος (finite clause) πρέπει να είναι γειωµένος (grounded): η έννοια της γείωσης (ground) αναφέρεται στο λεκτικό γεγονός (speech event), στους συµµετέχοντες σε αυτό καθώς και στις άµεσες συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτό λαµβάνει χώρα, όπως για παράδειγµα ο χρόνος και ο τόπος της εκφώνησης. Υπ αυτή την έννοια τόσο ο χρόνος ως γραµµατική κατηγορία όσο και οι δείκτες τροπικότητας (τα modals των αγγλικών στην ανάλυση του Langacker) χαρακτηρίζονται γειωτικές κατηγορήσεις (grounding predications): η παρουσία τους είναι υποχρεωτική προκειµένου να καταστεί ο ρηµατικός τύπος παρεµφατικός i. Επιπλέον (Langacker 1991b), η έννοια της γείωσης προϋποθέτει όχι µόνο τις φυσικές συνθήκες του λεκτικού γεγονότος αλλά και την ψυχολογική κατάσταση των συµµετεχόντων, περιλαµβάνοντας παράγοντες όπως οι επιθυµίες και ο 2

επικοινωνιακός στόχος του οµιλητή, οι προσδοκίες του ακροατή, η κοινή γνώση του τρέχοντος συνοµιλιακού χώρου όπως επίσης και τα συναισθήµατα και οι κοινωνικές σχέσεις του ενός απέναντι στον άλλο. Αυτές οι ψυχολογικές πλευρές της γείωσης είναι ο χώρος (locus) όπου εντοπίζεται η προσλεκτική ισχύς (illocutionary force) του εκφωνήµατος και προσφέρουν τα γνωστικά πεδία που απαιτούνται για το χαρακτηρισµό των λεκτικών πράξεων. Η λεκτική πράξη της εντολής, για παράδειγµα, ενεργοποιεί την ιδέα ότι ο οµιλητής κατονοµάζει µια ενέργεια µε στόχο ο ακροατής να καταλάβει ότι είναι κατά συνέπεια υποχρεωµένος να ικανοποιήσει τον οµιλητή εκτελώντας την εν λόγω ενέργεια. Η θεωρία περιγράφει την Προστακτική των αγγλικών (τον προτασιακό τύπο, imperative sentence type) ως γειωτική κατηγόρηση της διαδικασίας (process) που περιγράφεται από το ρήµα. Στην περίπτωση αυτή η έννοια της γείωσης αποκτά µια διευρυµένη σηµασία, ώστε να ενσωµατώνει τόσο το γνωστικό µοντέλο/ σχήµα της εντολής ως λεκτικής πράξης (την προσλεκτική δηλαδή ισχύ του εκφωνήµατος) όσο και τις σηµασιολογικές λειτουργίες της γείωσης της προβαλλόµενης διαδικασίας. Θεωρούµε ότι στα Ελληνικά το ρόλο αυτής της γειωτικής κατηγόρησης (imperative predication) παίζει η γραµµατική κατηγορία της Προστακτικής ως έγκλισης, η οποία γειώνει τη διαδικασία που περιγράφεται από το ρηµατικό θέµα τόσο στο λεκτικό γεγονός όσο και στο χώρο της τροπικότητας. Ο ρηµατικός τύπος της Προστακτικής δίνει µορφολογικά τόσες πληροφορίες όσες ακριβώς απαιτεί το γνωστικό σχήµα της εντολής: διακρίνει αριθµό αλλά δεν διαφοροποιείται ως προς το πρόσωπο (έχει τύπους µόνο στο β πρόσωπο) γιατί το γνωστικό µοντέλο που χαρακτηρίζει τη λεκτική πράξη της εντολής ταυτίζει σαφώς την προσδιοριζόµενη έννοια (trajector) της διαδικασίας που προστάζεται (πιο απλά, το υποκείµενο του ρήµατος) µε τον ακροατή. εν διακρίνει χρόνο γιατί, εφόσον το γνωστικό µοντέλο της εντολής προσδιορίζει ότι η ενέργεια που προστάζεται δεν έχει ακόµη υλοποιηθεί, και είναι εποµένως ακόλουθη χρονικά της στιγµής της εκφώνησης, δεν υπάρχει καµιά ανάγκη να εκφραστεί κάτι τέτοιο ρητά µέσω µιας γειωτικής κατηγόρησης. Υποθέτουµε ότι η διάκριση του αριθµού (ενικός vs. πληθυντικός) έχει να κάνει µε τις γενικότερες έννοιες που επιλέγει να εκφράσει γραµµατικά η κάθε γλώσσα (στα αγγλικά η διάκριση αυτή έτσι κι αλλιώς δεν γραµµατικοποιείται σε καµιά περίπτωση). Πολύ λογική επίσης φαίνεται η υπόθεση ότι στα ελληνικά η γραµµατική κατηγορία της έγκλισης γειώνει τη ρηµατική διαδικασία στο πεδίο της επιστηµικότητας (epistemic domain), όπως αντίστοιχα τα τροπικά ρήµατα των αγγλικών, αποδίδοντας στην Προστακτική το µέγιστο βαθµό δεοντικής τροπικότητας που τη χαρακτηρίζει (Ιακώβου 1999). Τι συµβαίνει όµως όσον αφορά τη διάκριση της άποψης; 3. Συνοπτικές και µη-συνοπτικές διαδικασίες στην Προστακτική Πρωτοτυπικά, µε βάση το γνωστικό µοντέλο που επικαλείται η ανάλυση που µας προσφέρει η Γνωστική Γραµµατική, δίνοντας µια εντολή ο οµιλητής επιθυµεί από τον ακροατή την εκτέλεση της διαδικασίας που προστάζεται. Είναι λογικό ότι, σε ένα πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, δεν ενδιαφέρει τον οµιλητή ο τρόπος υλοποίησης της εντολής από τον ακροατή, η διαδικασία 3

θεωρείται στο σύνολό της, µε αρχή και τέλος, ανεξάρτητα από την εσωτερική της σύσταση ή το πώς εκτυλίσσονται οι εσωτερικές της φάσεις, θεωρείται δηλαδή συνοπτικά. Μπορούµε τότε να ισχυριστούµε ότι στην πρωτοτυπική της σηµασία η Προστακτική θεωρεί το γεγονός συνοπτικά και κατ επέκταση ότι ο βασικός ή ουδέτερος τύπος της Προστακτικής είναι ο συνοπτικός. Στο σηµείο αυτό χρειάζεται µια διευκρίνιση σε σχέση µε τον όρο «βασικός» ή «ουδέτερος». Θα µπορούσαµε να χαρακτηρίσουµε το συνοπτικό τύπο «unmarked», από τη στιγµή όµως που τα κριτήρια για το τι είναι χαρακτηρισµένο και τι όχι ποικίλουν (ανάλογα µε τη θεωρητική αντιµετώπιση και τις επιµέρους γλωσσικές πραγµατώσεις που κάθε φορά εξετάζονται), θα χρησιµοποιήσουµε τον όρο «default» ή «ουδέτερος» τύπος, ακολουθώντας τον Dahl Osten (1985): ο όρος «default» χρησιµοποιείται αντί για τον όρο «unmarked» για να εκφράσει τη γενικότερη ιδέα ότι αποτελεί τον εναλλακτικό τύπο που δίνει την αίσθηση ότι είναι πιο συνηθισµένος, πιο κανονικός, λιγότερο εξειδικευµένος από τον άλλο/ άλλους. Ο όρος δηλαδή αναφέρεται στη σηµασία ή στη χρήση και όχι στην έκφραση ή στη µορφή της κατηγορίας. Για να επανέλθουµε στο συλλογισµό µας, αν η Προστακτική πρωτοτυπικά θεωρεί την πράξη συνοπτικά, για ποιο λόγο η γλώσσα διατηρεί τη διάκριση της άποψης και στην Προστακτική; Τα ρήµατα -ή κατά την ορολογία της Γνωστικής Γραµµατικής- οι διαδικασίες (processes) διακρίνονται σε συνοπτικές (perfective) και µη-συνοπτικές (imperfective) µε κριτήριο την εσωτερική τους σύσταση και τη δέσµευση τους (bounding) εντός των ορίων του πεδίου θεώρησης της έννοιας (scope of predication). Οι συστατικές φάσεις µιας συνοπτικής διαδικασίας χαρακτηρίζονται από τη µεταβολή τους στο χρόνο, εποµένως παρουσιάζουν εσωτερική διαφοροποίηση. Επιπλέον, στο πεδίο θεώρησης της έννοιας περικλείονται τα δύο άκρα της διαδικασίας, δηλαδή η αρχική και η τελική φάση ii. Από την άλλη πλευρά, οι µη-συνοπτικές διαδικασίες περιγράφουν την επέκταση στο χρόνο µιας σταθερής κατάστασης, όπου οι συστατικές της φάσεις εκλαµβάνονται ως οµοιογενείς και τόσο η αρχική όσο και η τελική φάση τίθενται εκτός των ορίων του πεδίου θεώρησης. Ως συνέπεια αυτού του ορισµού, οποιοδήποτε τµήµα (σειρά διαδοχικών φάσεων) µιας µησυνοπτικής διαδικασίας µπορεί να εκληφθεί ως έγκυρο και αντιπροσωπευτικό της όλης διαδικασίας. Με άλλα λόγια, ακόµα κι αν περιορίσουµε το πεδίο θεώρησης της διαδικασίας σε ένα πιο άµεσο πεδίο (immediate scope), το µόρφωµα (configuration) που προκύπτει είναι αποδεκτό και ορθά δοµηµένο. Η ανάλυση του Langacker αφορά αυτό που συνήθως ορίζεται ως λεξικό ποιόν ενεργείας των ρηµάτων (Aktionsart) υποστηρίζοντας ότι η γραµµατική τους συµπεριφορά απορρέει ως φυσική συνέπεια της εννοιολογικής τους δοµής. Η ίδια η θεωρία της Γνωστικής Γραµµατικής ωστόσο, η οποία δεν αποδέχεται αυστηρή κατάτµηση των επιπέδων στη γλώσσα αλλά θεωρεί ότι τόσο το λεξικό όσο και η γραµµατική αποτελούν ένα συνεχές συµβολικών σχηµάτων µε µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό σχηµατικότητας και κοινή εννοιολογική βάση, µας καλύπτει απόλυτα να µεταφέρουµε τη διάκριση του συνοπτικού/ µη-συνοπτικού από τη λεξική σηµασία στη γραµµατική κατηγορία της άποψης. Ανάλογη ανάλυση έχει προταθεί και από τη Νικηφορίδου (2002) για τη χρήση µη- 4

συνοπτικών ρηµατικών τύπων στην αφήγηση (free indirect style) και την ερµηνεία τους ως προς την υποκειµενικότητα και τις συνθήκες αληθείας. Στην παρούσα ανακοίνωση δεν θα εξετάσουµε κατά πόσο η συγκεκριµένη αντιµετώπιση της άποψης εφαρµόζεται µε επιτυχία σε ολόκληρο το ρηµατικό σύστηµα της Νέας Ελληνικής. Θα επιχειρήσουµε απλά να αξιοποιήσουµε τις δυνατότητες που προσφέρει το συγκεκριµένο µοντέλο προκειµένου να ερµηνεύσουµε γιατί και πώς οι οµιλητές χρησιµοποιούν µησυνοπτικούς τύπους στην Προστακτική όταν αναφέρονται στο άµεσο χωροχρονικό παρόν. 4. Μη-συνοπτικοί τύποι Προστακτικής: αµεσότητα και εµπλοκή του οµιλητή Με βάση τη µέχρι τώρα ανάλυση, αν θεωρήσουµε ότι σε σχέση µε τη γραµµατική τουλάχιστον κατηγορία της άποψης, η διαφορά µεταξύ συνοπτικού και µη-συνοπτικού έγκειται στο κατά πόσο τα όρια της διαδικασίας που περιγράφεται από το ρηµατικό θέµα περικλείονται ή όχι στο πεδίο θεώρησής της, η επιβολή ενός πιο περιορισµένου, άµεσου πεδίου θεώρησης σε µια συνοπτική διαδικασία µπορεί να την κάνει να συµπέσει χρονικά µε τη στιγµή της εκφώνησης. Πιο αναλυτικά, η επιβολή ενός άµεσου πεδίου θεώρησης, καθώς αποκλείει την αρχική και την τελική φάση της διαδικασίας και θεωρεί τις συστατικές της φάσεις αφαιρετικά (σε ένα ιεραρχικά ανώτερο επίπεδο οργάνωσης) ως οµοιογενείς, «από-συνοπτικοποιεί» τη διαδικασία, καθιστά δηλαδή το ρηµατικό τύπο µη-συνοπτικό. Με αυτόν τον τρόπο επιτρέπει στο (άµεσο πλέον) πεδίο θεώρησης της προβαλλόµενης διαδικασίας να συµπέσει χρονικά µε τη στιγµή της εκφώνησης, εστιάζοντας έτσι όλη την προσοχή µας σ αυτό που διαδραµατίζεται τη δεδοµένη χρονική στιγµή «µπροστά στα µάτια µας». Έτσι ερµηνεύονται οι περιπτώσεις εκείνες για τις οποίες οι Mackridge (1990) και οι Holton et al. (1999) υποστηρίζουν ότι η µη-συνοπτική Προστακτική µπορεί να χρησιµοποιηθεί για πράξεις που βρίσκονται σε εξέλιξη ή ο οµιλητής τις βλέπει ως άµεσα επικείµενες: 1. (α) (πριν διασχίσει κάποιος το δρόµο): Πρόσεχε! (β) (υπαγορεύοντας κάτι): Γράφε: 2610. (γ) (στο τραπέζι): Τρώγε τώρα και µου τα λες αργότερα Με το ίδιο σχήµα µπορούµε να ερµηνεύσουµε και τη σαφή τάση να χρησιµοποιείται ο µησυνοπτικός τύπος σε περιπτώσεις άρνησης, για να απαγορεύσουµε ή να αποτρέψουµε κάτι. Ακολουθώντας την πρόταση του Βελούδη (1987), ως αρνητικό τύπο, ισοδύναµο της µονολεκτικής Προστακτικής, θεωρούµε τον τύπο µε απλό «µη» (µη φεύγεις/ µη φύγεις). Στη γλωσσική χρήση είναι πολύ συνηθισµένο να θέλουµε να απαγορεύσουµε ή να αποτρέψουµε κάποιον από κάποια ενέργεια τη στιγµή που τη βλέπουµε να εκτυλίσσεται ή τη θεωρούµε ως αµέσως επικείµενη: (βλ. και Τζάρτζανος 1946) 2. (α) (την ώρα που ο ακροατής ετοιµάζεται να φύγει): Μη βγαίνεις έτσι έξω µε τέτοιο κρύο! (β) (την ώρα που ο ακροατής τρώει τα νύχια του): Μην τρως τα νύχια σου! (γ) (την ώρα που ο ακροατής ανάβει το δέκατο τσιγάρο): Μην καπνίζεις άλλο! 5

Επιβάλλοντας ωστόσο αυτό το άµεσο πεδίο θεώρησης, ο οµιλητής υιοθετεί µια εσωτερική, πιο κοντινή οπτική σ αυτό που περιγράφει η διαδικασία: σαν να βλέπει κανείς το γεγονός να ξεδιπλώνεται λίγο λίγο και όχι στην ολότητά του/ σαν µια µοναδική οντότητα (Langacker 1991b και Νικηφορίδου 2002). Το υπονόηµα της εσωτερικής οπτικής είναι πολύ στενά συνδεδεµένο µε το µη-συνοπτικό τρόπο θεώρησης της πράξης σε πολλές κλασικές µελέτες σχετικά µε τη ρηµατική άποψη iii. Ο µη-συνοπτικός τύπος εποµένως µεταφέρει µια έννοια αµεσότητας (immediacy) που προκύπτει ως αποτέλεσµα της εγγύτητας (proximity): η εγγύτητα είναι φυσική απόρροια του περιορισµού της οπτικής γωνίας σε ένα µικρότερο τµήµα ενός µεγαλύτερου πεδίου (Langacker 1993). Η εγγύτητα αυτή µε τη σειρά της συνεπάγεται την εµπλοκή του οµιλητή: παραπέµπουµε (όπως η Νικηφορίδου 2002) στην Emanatian (1997), σύµφωνα µε την οποία στα αγγλικά (αλλά και στα ελληνικά) η εµπλοκή γίνεται µεταφορικά αντιληπτή ως εγγύτητα. Η (µεταφορική) απόσταση του σκεπτόµενου από το υπό σκέψη αντικείµενο αποτελεί δείκτη για το βαθµό εµπλοκής του (λογικής ή/ και συναισθηµατικής) iv αλλά και την ικανότητα να εκφέρει ορθή κρίση γι αυτό. Η ίδια η φύση της Προστακτικής ως γραµµατικού µέσου έκφρασης της εντολής προϋποθέτει δέσµευση από την πλευρά του οµιλητή ότι επιθυµεί (ή δεν επιθυµεί σε περιπτώσεις απαγόρευσης) την διεκπεραίωση της εντολής εκ µέρους του ακροατή. Παράλληλα, ο οµιλητής δεσµεύεται ως προς την πίστη του ότι αφενός ο ίδιος έχει την εξουσία να δώσει τέτοια εντολή, αφετέρου ότι ο ακροατής είναι σε θέση να τη διεκπεραιώσει. Υποθέτουµε εποµένως ότι ένας ορισµένος βαθµός εµπλοκής, λογικής και συναισθηµατικής, ενυπάρχει ήδη στις δοµές µε Προστακτική: σύµφωνα µε την ανάλυση του Langacker είναι αυτές οι ψυχολογικές παράµετροι που ενσωµατώνονται στο γνωστικό µοντέλο της εντολής ως λεκτικής πράξης. Η υιοθέτηση µιας εσωτερικής κοντινής οπτικής -που επιτυγχάνεται µε τον περιορισµό του πεδίου θεώρησης της διαδικασίας όταν ο οµιλητής χρησιµοποιεί µη-συνοπτικό ρηµατικό τύπο στην Προστακτική- λειτουργεί µε εµφατικό τρόπο, ενισχύοντας τη συναισθηµατική κατά κύριο λόγο εµπλοκή του οµιλητή στο γλωσσικό γεγονός. Λογική και συναισθηµατική εµπλοκή µε βάση τη µεταφορά της απόστασης (Distance metaphor) αποτελούν στην ουσία ένα συνεχές, όπου ο µικρότερος βαθµός απόστασης συνεπάγεται µεγαλύτερο βαθµό συναισθηµατικής εµπλοκής. Κάτω από αυτή την έννοια της εµπλοκής µπορούµε να εντάξουµε τόσο τις περιγραφές που µας δίνουν οι Γραµµατικές και οι σχετικές µελέτες για τη χρήση του µησυνοπτικού τύπου της Προστακτικής σε περιπτώσεις αναφοράς στο άµεσο χωροχρονικό παρόν όσο και τις διαισθήσεις των φυσικών οµιλητών. Έτσι, ο Mackridge (1990:199) και οι Παναγοπούλου-Τλούπα (1995:10) θεωρούν ότι ο µη-συνοπτικός τύπος δίνει συχνά την εντύπωση ότι είναι «λιγότερο ευγενικός και πιο οικείος» από το συνοπτικό, ενώ οι Κλαίρης- Μπαµπινιώτης υποστηρίζουν ότι συχνά οι µη-συνοπτικοί και οι συνοπτικοί τύποι δεν διαφέρουν ουσιαστικά ως προς την άποψη αλλά µόνο «υφολογικά ή ως προς την έµφαση» (1999:37). Παράλληλα, φυσικοί οµιλητές που ρωτήθηκαν αν και τι είδους διαφορά καταλαβαίνουν µεταξύ δοµών όπως (3) 6

3. (α) Τρώγε το φαΐ σου (β) Φάε το φαΐ σου έδωσαν χαρακτηρισµούς όπως «πιο επιτακτικό», «πιο έντονο» για το α (µη-συνοπτικό) και «πιο τυπικό» αλλά και «πιο αµέτοχο» για το β (συνοπτικό). Να επισηµάνουµε βέβαια ότι ο ανάλογος επιτονισµός µπορεί να διαφοροποιήσει σηµαντικά την ερµηνεία που δίνεται, αλλά προς το παρόν (και µε συνείδηση των κινδύνων που ενέχονται) δεν τον λαµβάνουµε υπόψη στην ανάλυσή µας. Η ιδέα της οικειότητας επαληθεύεται αν επιχειρήσουµε να χρησιµοποιήσουµε µησυνοπτικό τύπο σε περιβάλλοντα µε δείκτες ευγένειας, όπως ο αποκαλούµενος «πληθυντικός ευγενείας» 4. (α) Προχωρήστε λίγο µπροστά, κύριε Αναγνωστόπουλε! (β)* Προχωράτε λίγο µπροστά, κύριε Αναγνωστόπουλε! (σαν Προστακτική και όχι σαν ερώτηση) αλλά (γ) Προχωράτε ρε! Το «λέγετε» ως τυπική απάντηση στο τηλέφωνο φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση, αν και είναι ένα θέµα κατά πόσον ο τύπος συγχρονικά τουλάχιστον γίνεται αντιληπτός ως Προστακτική του «λέω» (ισοδύναµο µε το «λέτε») ή ως παγιωµένη φράση (όπως το «ορίστε»). Οι κλητικές προσφωνήσεις που συνοδεύουν τους µη-συνοπτικούς τύπους χαρακτηρίζονται επίσης από µεγάλο βαθµό οικειότητας/ συναισθηµατικής εµπλοκής: 5. (α) Λέγε, ρε παιδί µου! (β) Έλα, παιδάκι µου, τρώγε (γ) «Λέγε, ρε µαλακισµένο, εσύ δεν τα έσπαγες;» (Κυριακάτικη, 20/07/03) (δ) «Πρόσεχε ρε τις ποδάρες σου. Πρόσεχεεεε!» (Ελευθεροτυπία, 10/06/02) Συναισθηµατική εµπλοκή σηµαίνει συναισθηµατική στάση που δεν είναι ουδέτερη: ενεργητική συµµετοχή, ανυποµονησία, αγανάκτηση 6. (α) Λέγε τι έγινε! Πεθαίνω να µάθω λεπτοµέρειες (β) Γράφε να τελειώνουµε/ Σκάσε και γράφε! (γ) Τέλειωνε να φύγουµε! Βαρέθηκα πια! (δ) «Κουµπάρε, ο κουµπάρος είναι κλέφτης. Πρόσεχε µην του δώσεις τη δουλειά των 100 δισ. γιατί θα βρεθείς µπλεγµένος» (Ελευθεροτυπία, 21/04/03) (ε) «Ώστε εσύ θέλεις τώρα να γράψεις θέµα µε τίτλο Γκάλης και Σιγάλας ; Γράφε λοιπόν: Καµία σχέση!» (Κυριακάτικη, 8/12/02) Στα παραπάνω παραδείγµατα οι ρηµατικοί τύποι κατά κανόνα ανήκουν σε ρήµατα που οι Γραµµατικές κατατάσσουν στην Α συζυγία (βαρύτονα). Ο λόγος που επιλέξαµε τα παραπάνω ρήµατα έχει να κάνει µε την παρατήρηση (Παναγοπούλου-Τλούπα 1995) ότι ο οµιλητής έχει αυτή τη δυνατότητα επιλογής της ρηµατικής άποψης στην Προστακτική (όταν η πράξη 7

αναφέρεται στο παρόν ή στο άµεσο µέλλον) ειδικά µε τα ρήµατα της Βα συζυγίας (ρήµατα σε αω). Έχουµε υποστηρίξει (Βασιλάκη 2002) ότι για λόγους που σχετίζονται τόσο µε τη φύση και τη σηµασία της Προστακτικής διαγλωσσικά όσο και µε µορφοφωνολογικές παραµέτρους, βασικός τύπος για τα ρήµατα σε αω φαίνεται ότι τείνει να γίνει ο τύπος σε α (αγάπα, µίλα κτλ.) δηλαδή ο µη-συνοπτικός. Έτσι οι προστακτικοί τύποι αυτών των ρηµάτων παρουσιάζουν πολύ µεγαλύτερη ευελιξία ως προς την επιλογή της άποψης. Αυτό ωστόσο δεν σηµαίνει ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή της άποψης στην Προστακτική αφορούν µόνο τα ρήµατα αυτά. Οι περιορισµοί που τίθενται σχετίζονται, όπως είναι λογικό και αναµενόµενο, µε την εγγενή λεξική σηµασία των ρηµάτων και φυσικά µε το λεξικό ποιόν ενεργείας τους (βλ. σχετική συζήτηση Μόζερ 1994). Αφήσαµε τελευταίες τις περιπτώσεις που ο µη-συνοπτικός τύπος της Προστακτικής χρησιµοποιείται µε επαναληπτική σηµασία (για µια γενική προσταγή που αφορά έναν ακαθόριστο αριθµό από µελλοντικές ενέργειες, Mackridge 1990). Η υπόθεση εργασίας στην οποία στηρίχτηκε η µέχρι τώρα ανάλυσή µας είναι ότι στην πρωτοτυπική της σηµασία η Προστακτική ως έγκλιση γειώνει τη διαδικασία που περιγράφεται από το ρήµα στο χωροχρονικό παρόν του λεκτικού γεγονότος και τη θεωρεί συνοπτικά. Τότε, ακόµη και ένας µη-συνοπτικός τύπος όπως: 7. (α) Τρώγε το φαγητό σου (για) να µεγαλώσεις σύµφωνα µε φυσικούς οµιλητές, φαίνεται να αφήνει ανοιχτή τόσο την αναφορά στο άµεσο χωροχρονικό παρόν (το παιδί κάθεται στο τραπέζι και τρώει ή δεν τρώει ) όσο και την επαναληπτική ερµηνεία. Για να αποκλειστεί η πρώτη περίπτωση, πρέπει να υπάρχουν επιπλέον πληροφορίες στην πρόταση, όπως για παράδειγµα επιρρηµατικά που οδηγούν σε επαναληπτική ερµηνεία: 7. (β) Τρώγε κάθε µέρα όλο το φαγητό σου (για) να µεγαλώσεις Η τελευταία πρόταση, όπως παρατήρησαν φυσικοί οµιλητές, φαίνεται να βρίσκεται πιο κοντά στις δοµές µε «να» 7. (γ) Να τρως κάθε µέρα όλο το φαγητό σου (για) να µεγαλώσεις Μήπως τότε δεν έχουµε να κάνουµε µε «πραγµατικές» Προστακτικές, µήπως -για να χρησιµοποιήσουµε πιο τεχνική ορολογία- η κατηγόρηση της Προστακτικής (η οποία ενσωµατώνει το γνωστικό σχήµα της εντολής και τη γείωση στα χωροχρονικά συµφραζόµενα) στις περιπτώσεις αυτές δεν χρησιµοποιείται στην πρωτοτυπική της σηµασία αλλά επεκτείνεται σηµασιολογικά για να εκφράσει άλλες συγγενείς κατευθυντικές λειτουργίες, όπως συµβουλή, προτροπή κτλ.; Ο προβληµατισµός παραµένει προς το παρόν ανοιχτός για περαιτέρω διερεύνηση. 8

5. Συµπεράσµατα Τι απαντήσεις στα ερωτήµατα που θέσαµε αρχικά µπορεί να µας προσφέρει τελικά η περιγραφή που επιχειρήθηκε µε βάση τη Γνωστική Γραµµατική του Langacker; Αν θεωρήσουµε τη µορφολογική κατηγορία της Προστακτικής ως έγκλισης στα Νέα Ελληνικά γειωτική κατηγόρηση, τότε ο ρηµατικός τύπος που χαρακτηρίζεται ως Προστακτική πρωτοτυπικά προβάλλει τη διαδικασία που περιγράφεται από το ρήµα ως γειωµένη στο λεκτικό γεγονός, στις άµεσες δηλαδή χωροχρονικές συνθήκες της επικοινωνίας και τη θεωρεί συνοπτικά. Από την άλλη πλευρά, ο µη-συνοπτικός τύπος επιβάλλοντας ένα ακόµη πιο άµεσο πεδίο θεώρησης, παράγει µια χαρακτηρισµένη δοµή µε µεγαλύτερο σηµασιολογικό φορτίο που οδηγεί σε µια πιο ειδική θεώρηση της ρηµατικής διαδικασίας. Έχει υποστηριχθεί (Βελούδης 1987) ότι η διατήρηση της Προστακτικής ως έγκλισης µε µορφολογική οντότητα σχετίζεται µε το ενδιαφέρον της Νέας Ελληνικής να δηλώνει την αµεσότητα: «Η Προστακτική έχει διατηρηθεί (και δεν είναι τυχαίο ότι αυτό συνέβη στο β ενικό κυρίως) ως µηχανισµός γραµµατικοποίησης της αµεσότητας στις καταφατικές εκφορές» (1987:297). Η χρήση προστακτικού ρηµατικού τύπου δηλώνει άµεση χρονική και τοπική επαφή µε την περίσταση της εκφώνησης: αυτό ακριβώς που η Γνωστική Γραµµατική ορίζει ως γείωση στο λεκτικό γεγονός. Υποστηρίζουµε λοιπόν ότι η διατήρηση της αποψιακής διάκρισης στην Προστακτική παρέχει στους οµιλητές τη δυνατότητα αύξησης του βαθµού της αµεσότητας (που εγγενώς τελικά χαρακτηρίζει την Προστακτική), κατά κάποιον τρόπο «αµεσοποιεί την αµεσότητα», ώστε η ούτως ή άλλως δεδοµένη εµπλοκή του οµιλητή να προβάλλεται ακόµα πιο εµφατικά, να γίνεται κατά κάποιο τρόπο το επίκεντρο (focus) του λεκτικού γεγονότος. Έτσι ερµηνεύεται πολύ λογικά γιατί η Προστακτική προσφέρεται ως προνοµιακό περιβάλλον για τη συγκεκριµένη, χαρακτηρισµένη χρήση της µη-συνοπτικής άποψης: εφόσον πρωτοτυπικά η διάκριση της άποψης δεν ενδιαφέρει, οι οµιλητές εκµεταλλεύονται ένα µηχανισµό που η γλώσσα τους προσφέρει µε µια ειδικότερη σηµασία για να αποδώσουν λεπτότερες σηµασιολογικές ή (αν ακολουθήσουµε µια πιο παραδοσιακή ορολογία) πραγµατολογικές διαφοροποιήσεις. Σηµειώσεις i Η γείωση, ωστόσο, παρά τον καθοριστικό ρόλο που παίζει, υπόκειται σε µια καθαρά υποκειµενική θεώρηση, δεν περιλαµβάνεται δηλαδή στο άµεσο πεδίο θεώρησης της εκάστοτε έννοιας που προβάλλεται. Έτσι αν και µπορεί να παραµένει άρρητη και απαρατήρητη, η γείωση διαγράφεται στη µη ρητά εκπεφρασµένη εκ µέρους του οµιλητή κατανόηση της συµβατικής βάσης του εκφωνήµατός του. ii Ακόµα και σε περιπτώσεις που οι εσωτερικές φάσεις της διαδικασίας θα µπορούσαν να εκληφθούν ως οµοιογενείς, αυτές θεωρούνται ως ξεχωριστά επεισόδια µε αρχή και τέλος (bounded episodes) τα οποία µπορεί να επαναλαµβάνονται αλλά δεν µπορούν να θεωρηθούν ως ένα συνεχές. iii Ενδεικτικά, αναφέρουµε µόνο την παρατήρηση του Seiler (1952, στη Μόζερ 1994:52) ότι εφόσον η διάκριση µεταξύ των δύο απόψεων βασίζεται στη διαφορετική στάση του υποκειµένου ως προς τη ρηµατική ενέργεια, η µη-συνοπτική άποψη χαρακτηρίζεται από τη συµµετοχή του υποκειµένου ενώ η συνοπτική από την έλλειψη συµµετοχής. 9

iv Η εµπλοκή µπορεί να είναι λογική (intellectual) αλλά και συναισθηµατική (emotional): το γνωστικό µοντέλο µε βάση το οποίο λειτουργούµε υπονοεί ότι η συναισθηµατική σχέση µε κάποιον ή κάτι µας τοποθετεί πλησιέστερα σε αυτό από ό,τι η διανοητική σχέση: η διαφορά µεταξύ της συναισθηµατικής και της λογικής εµπλοκής φαίνεται να είναι ποσοτική και όχι ποιοτική. Βιβλιογραφία Βασιλάκη, Ευγενία. 2002. «Πρόσεχε τα λόγια σου/ Πρόσεξε τα λόγια σου. Η διάκριση της άποψης του ρήµατος στην Προστακτική στα Νέα Ελληνικά». Ανακοίνωση στο 2 ο ιεθνές Συνέδριο για τη ιδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως Ξένης Γλώσσας. Αθήνα 27-28 Σεπτεµβρίου 2002. Βελούδης, Γιάννης. 1987. «*µη φύγω, µη φύγεις, (*) µη φύγει.../ να µη φύγω, να µη φύγεις, να µη φύγει... ή η γραµµατικοποίηση της αµεσότητας». Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 8. Θεσ/νίκη. 293-309. Dahl, Osten. 1985. Tense and aspect systems. Oxford-New York: Basil Blackwell. Emanatian, Michele. 1997. «The Spatialization of Judgement». Discourse and perspective in cognitive linguistics. ed. by Liebert W. A., Redeker G. and Waugh L. 131-147. Amsterdam/ Philadelphia: John Benjamins. Ιακώβου, Μαρία. 1999. Τροπικές κατηγορίες στο ρηµατικό σύστηµα της Νέας Ελληνικής. Αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήµιο Αθηνών. Langacker, Ronald W. 1987. Foundations of cognitive grammar. Vol. I. Theoretical prerequisites. Stanford CA: Stanford University Press. 1991a. Concept, image and symbol: the cognitive basis of grammar. Berlin-New York: Mouton de Gruyter. 1991b. Foundations of cognitive grammar. Vol. II. Descriptive application. Stanford CA: Stanford University Press. 1993. «Universals of Construal». In Proceedings of the 19 th annual meeting of the Berkeley Linguistics Society. Berkeley CA: BLS. 447-463. 1997. «Consciousness, Construal, and Subjectivity». Language structure, discourse and the access to consciousness. ed. by Stamenov M. 49-75. Amsterdam/ Philadelphia: John Benjamins. Μόζερ, Αµαλία. 1994. Ποιόν και Απόψεις του ρήµατος. Αθήνα: Παρουσία. Παράρτηµα αρ. 30. Νικηφορίδου, Κική. 2002. «Γραµµατική σηµασία και υποκειµενικότητα». Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα, 22. Θεσ/νίκη. 484-494. Παναγοπούλου, Ευαγγελία & Τλούπα, Σαπφώ. 1995: «Αγαπούσα-αγάπησα, θα/να αγαπώθα/να αγαπήσω, αγάπα-αγάπησε... Η ρηµατική όψη». Γλωσσικές Εφαρµογές, 1. Σχολείο της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. ΑΠΘ. 9-11. Γραµµατικές Holton, David, Mackridge, Ρeter, Φιλιππάκη-Warburton, Ειρήνη. 1999. Γραµµατική της Ελληνικής Γλώσσας. Μετάφραση Βασίλης Σπυρόπουλος. Αθήνα: Πατάκης. Πρώτη έκδοση πρωτοτύπου 1997: Routledge. 10

Κλαίρης Χρήστος, Μπαµπινιώτης Γεώργιος και συνεργάτες. 1999. Γραµµατική της Νέας Ελληνικής. οµολειτουργική-επικοινωνιακή. ΙΙ. Το Ρήµα. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. Mackridge, Ρeter. 1990. Η Νεοελληνική Γλώσσα. Περιγραφική ανάλυση της Νεοελληνικής Κοινής. Μετάφραση Κώστας Ν. Πετρόπουλος. Αθήνα: Πατάκης. Πρώτη έκδοση πρωτοτύπου 1985: Oxford University Press. Μπαµπινιώτης, Γεώργιος & Κοντός, Παναγιώτης. 1967. Συγχρονική Γραµµατική της Κοινής Νέας Ελληνικής. Θεωρία-Ασκήσεις. Αθήνα. Τζάρτζανος, Αχιλλέας. 1946 1, 1996. Νεοελληνική Σύνταξις (της κοινής δηµοτικής). Τοµ. Α. Θεσ/νίκη: Αφοί Κυριακίδη. 11