ΠΡΩΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΚΕΙΜΕΝΟ: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Όνειρο στο κύμα

Σχετικά έγγραφα
Κατεύθυνσης. Απαντήσεις Θεμάτων Πανελληνίων Εξετάσεων Ημερησίων & Γενικών Λυκείων

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Β ΤΑΞΗ ΚΕΙΜΕΝΟ. Πέµπτη 19 Νοεµβρίου Αγαπητή Κίττυ,

Αποδεικτικές Διαδικασίες και Μαθηματική Επαγωγή.

Έννοια. Η αποδοχή της κληρονομίας αποτελεί δικαίωμα του κληρονόμου, άρα δεν

23/2/07 Sleep out Πλατεία Κλαυθμώνος

ΚΛΑΔΟΣ: ΠΕ11 ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ. Επιμέλεια Θεμάτων: Μεταξά Ελευθερία. Θέματα.

ΑΣΕΠ 2000 ΑΣΕΠ 2000 Εμπορική Τράπεζα 1983 Υπουργείο Κοιν. Υπηρ. 1983

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Α1) Ορισμένα από τα βασικά θέματα της Επτανησιακής. Σχολής που εντοπίζουμε στο παραδοθέν χωρίο είναι:

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΣΤΟ ΙΑΤΡΕΙΟ. Με την πιστοποίηση του αποκτά πρόσβαση στο περιβάλλον του ιατρού που παρέχει η εφαρμογή.

ΘΕΜΑ: Διαφορές εσωτερικού εξωτερικού δανεισμού. Η διαχρονική κατανομή του βάρους από το δημόσιο δανεισμό.

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείµενο από το πρωτότυπο (στ ) ΧΟΡΟΣ ηλοῖ τὸ γέννηµ' ὠµὸν ἐξ ὠµοῦ πατρὸς 471 τῆς παιδὸς εἴκειν δ'οὐκ ἐπίσταται κακοῖς.

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. Εαρινό Εξάμηνο

ΜΑΘΗΜΑ: ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείµενο από το πρωτότυπο ( )

Το εγχειρίδιο του καλού κηπουρού

Ας υποθέσουμε ότι ο παίκτης Ι διαλέγει πρώτος την τυχαιοποιημένη στρατηγική (x 1, x 2 ), x 1, x2 0,

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ. Με την πιστοποίηση του έχει πρόσβαση στο περιβάλλον του φαρμακείου που παρέχει η εφαρμογή.

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΕΥΘΥΓΡΑΜΜΗ ΟΜΑΛΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΡΙΩΡΗ ΓΡΑΠΤΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ A ΛΥΚΕΙΟΥ. Ονοματεπώνυμο Τμήμα

HY 280. θεμελιακές έννοιες της επιστήμης του υπολογισμού ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ. Γεώργιος Φρ.

Ημέρα 3 η. (α) Aπό την εργασιακή διαδικασία στη διαδικασία παραγωγής (β) Αξία του προϊόντος και αξία της εργασιακής δύναμης

Ταξινόμηση των μοντέλων διασποράς ατμοσφαιρικών ρύπων βασισμένη σε μαθηματικά κριτήρια.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ 595 μ.χ.

Κείµενο διδαγµένο Κείµενο από το πρωτότυπο

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2014 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Το κράτος είναι φτιαγμένο για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το κράτος. A. Einstein Πηγή:

HISTÒRIA DE LA LLENGUA GREGA: DEL GREC CLÀSSIC AL GREC MODERN MORFOLOGIA DELS PRONOMS PERSONALS (teoria, praxi, autoavaluació) 2015

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Ιωάννου διαμόρφωσε τη δική του συγγραφική φυσιογνωμία. Με υλικό

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΜΑΘΗΜΑ: ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΚΘΕΣΗ Α ΛΥΚΕΙΟΥ. Επιμέλεια θεμάτων και απαντήσεων: Μεταξά Ελευθερία. Κείμενο

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΡΟΣΟΡΜΙΣΗΣ, ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ, ΠΡΥΜΝΟΔΕΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΙΜΕΝΙΣΜΟΥ ΣΚΑΦΩΝ ΣΕ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. (ΛΙΜΑΝΙΑ κ.λπ.) ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ

«ΔΙΑΚΡΙΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ»

Μονάδες α. Να γράψετε στο τετράδιό σας τον παρακάτω πίνακα σωστά συµπληρωµένο.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2008

Η ανισότητα α β α±β α + β με α, β C και η χρήση της στην εύρεση ακροτάτων.

Αναγνώριση Προτύπων. Σήμερα! Λόγος Πιθανοφάνειας Πιθανότητα Λάθους Κόστος Ρίσκο Bayes Ελάχιστη πιθανότητα λάθους για πολλές κλάσεις

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

Θέμα: «Ακλήρωτο θέμα 2008» Συντάκτης: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΑΒΛΑΔΩΡΑΚΗ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΝΤΑΣ Πολιτικοί Επιστήμονες

- 1 - Ποιοι κερδίζουν από το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών; Γιατί η άμεση ανταλλαγή αγαθών, ορισμένες φορές, είναι δύσκολο να

ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

Ελένη Δημητρίου ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ. Μετάφραση. Ελένη Δημητρίου. Πειραματικό Λύκειο Αναβρύτων

Φυσική Β Λυκείου Θετικής & Τεχνολογικής Κατεύθυνσης Παναγόπουλος Γιώργος Φυσικός

2. Κατάθεσε κάποιος στην Εθνική Τράπεζα 4800 με επιτόκιο 3%. Μετά από πόσο χρόνο θα πάρει τόκο 60 ; α) 90 ημέρες β) 1,5 έτη γ) 5 μήνες δ) 24 μήνες

( ιμερείς) ΙΜΕΛΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Α Β «απεικονίσεις»

Ημέρα 4 η (α) Αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης. (β) Η απόλυτη υπεραξία. Αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης

Γιάννης Ι. Πασσάς. Γλώσσα. Οι λειτουργίες της γλώσσας Η γλωσσική 4εταβολή και ο δανεισ4ός

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείμενο από το πρωτότυπο (στίχοι )

Eισηγητής: Μουσουλή Μαρία

Εισαγωγή στααστικάυδραυλικάέργα

Εισαγωγικά. 1.1 Η σ-αλγεβρα ως πληροφορία

ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. Διδακτική ενότητα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ σελ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Β ΤΑΞΗ. ΘΕΜΑ 1ο

Οι γέφυρες του ποταμού... Pregel (Konigsberg)

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. Διδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους Πολιτικά Θ 2.1 4

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2013 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Εισαγωγή στα αστικά υδραυλικά έργα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ. Εαρινό Εξάμηνο

Αναγνώριση Προτύπων. Σημερινό Μάθημα

Η Ηθική της Γης. του Aldo Leopold

ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Η ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ. Άσκηση με θέμα τη μεγιστοποίηση της χρησιμότητας του καταναλωτή

Οι Τρείς «Διαστάσεις» για το Σώμα (Eugene T. Gendlin)

ΠΡΟΒΑΛΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ FOUCAULT ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

"Η απεραντοσύνη του σύμπαντος εξάπτει τη φαντασία μου. Υπάρχει ένα τεράστιο σχέδιο, μέρος του οποίου ήμουν κι εγώ".

Επίσης, καθώς το κρύο θα υποχωρεί, βγάλτε πάλι έξω όσα φυτά μεταφέρατε στο σπίτι για να τα προστατέψατε από την παγωνιά.

ΘΕΜΑ: Aποτελεσματικότητα της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε μια ανοικτή οικονομία

20 Γιά νά σέ κοιµηθῶ παράνοµα Καί νά βρίσκω βαθιά στήν ἀγκαλιά σου Κοµµάτια πέτρες τά λόγια τῶν Θεῶν Κοµµάτια πέτρες τ' ἀποσπάσµατα τοῦ Ἡράκλειτου.

τεσσάρων βάσεων δεδομένων που θα αντιστοιχούν στους συνδρομητές

Προτεινόμενα θέματα. στο μάθημα. Αρχές οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων. ΟΜΑΔΑ Α: Ερωτήσεις Σωστού Λάθους.

ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ: ΠΩΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΕΡΘΟΥΝ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΘΕΜΑ. Μορφές δημόσιου δανεισμού. Σύνταξη: Παπαδόπουλος Θεοχάρης, Οικονομολόγος, MSc, PhD Candidate

To παιχνίδι την Αρχαία Ελλάδα

Προτεινόμενα θέματα. στο μάθημα. Αρχές οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων. ΟΜΑΔΑ Α: Ερωτήσεις Σωστού Λάθους.

Παλαιά ιαθήκη: Μυθολογία των Εβραίων ή Βίβλος της Εκκλησίας;

ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ

Βιωματική Απόκριση. (Άρθρο του Eugene Gendlin) ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ. Βιωμένο νόημα

ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΙΑ 1

Eισηγητής: Μουσουλή Μαρία

Νεοελληνική Λογοτεχνία Γ Λυκείου Μές στούς Προσφυγικούς Συνοικισμούς

2 Η ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΟΛΥΜΠΙΑ Α ΦΥΣΙΚΗΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

{ i f i == 0 and p > 0

BACCALAURÉATS GÉNÉRAL ET TECHNOLOGIQUE

γραπτή εξέταση στo μάθημα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

21/11/2005 Διακριτά Μαθηματικά. Γραφήματα ΒΑΣΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ : ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΙ Δ Ι. Γεώργιος Βούρος Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Φροντιστήριο «ΕΠΙΛΟΓΗ» Ιατροπούλου 3 & Χρυσ. Παγώνη 12 - Καλαμάτα τηλ.: & 96390

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΚΑΙ. 10 βήματα για να κόψεις το κάπνισμα

Παραδείγµατα ερωτήσεων ανοικτού τύπου και σύντοµης απάντησης. Εισαγωγή: Ο Σωκράτης διηγείται τη συζήτησή του µε τον Πρωταγόρα σε έναν φίλο του.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ

Πτώση και σωτηρία. Πτώση και σωτηρία

Transcript:

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΑ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Φιλολογική επιμέλεια θεμάτων και απαντήσεων: Ντίνια Μαρία, φιλόλογος ΠΡΩΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΚΕΙΜΕΝΟ: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Όνειρο στο κύμα Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κι έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του Κράτους του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου. Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κι εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κι αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον. Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός και τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη, κι έκαμνε τρις το σημείον του Σταυρού κι έλεγεν: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλοι οι ξένοι κι οι διαβάτες και τα πετεινά τ ουρανού και να πάρω κι εγώ τον κόπο μου!». Εγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος κι έβαλλα εις έφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω. Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ιδία δια να θειαφίση, ν αργολογήση, να γεμίση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρύγηση, αν έμενε τίποτε δια τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.

Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποίοι, επί τη προφάσει ότι εφύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλλιτέρας οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλό. Ήσαν τρομεροί ανταγωνισταί δι εμέ. Το κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπάνω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμοκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου. Ήμην «παραγυιός», αντί μισθού πέντε δραχμών το μήνα, τας οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις έξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές δια τσαρούχια και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα ωνόμαζαν οι καλόγηροι. Μόνον διαρκή γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον κυρ Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον. Ο κυρ Μόσχος εκατοίκει εις την εξοχήν, εις έναν ωραίον μικρόν πύργον, μαζί με την ανεψιάν του την Μοσχούλαν, την οποίαν είχεν υιοθετήσει, επειδή ήτο χηρευμένος και άτεκνος. Την είχε προσλάβει πλησίον του, μονογενή, ορφανήν εκ κοιλίας μητρός, και την ηγάπα ως να ήτο θυγάτηρ του. Ο κυρ Μόσχος είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξείδια. Έχων εκτεταμένον κτήμα εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να του πωλήσουν τους αγρούς των, ηγόρασεν ούτω ο χτώ ή δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα περιετοιχισεν όλα ομού και απετέλεσεν εν, μέγα δια τον τόπον μας κτήμα, με πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτασιν. Ο περίβολος δια να κτισθή εστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα ή όσα ήξιζε το κτήμα αλλά δεν τον έμελλε δι αυτά τον κυρ Μόσχον, θέλοντα να έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι εαυτόν και δια την ανεψιάν του. Έκτισεν εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, με δυο πατώματα, εκαθάρισε και περιεμάζευσε τους εσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοιξε και πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου δια το πότισμα. Διήρεσε το κτήμα εις τέσσερα μερη εις άμπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με αιμασιάς ή μποστάνια. Εγκατεστάθη εκεί, κι έζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος τής θαλάσσης, κι ενώ ο επάνω τοίχος έφθανεν ως την κορυφήν του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: Α. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των έργων του Παπαδιαμάντη, μεταξύ άλλων, αποτελεί και το γεγονός ότι η έμφαση δίνεται περισσότερο στον εξωτερικό χώρο, παρά στον εσωτερικό. Με αφορμή το απόσπασμα που σας δίνεται, να σχολιάσετε το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, τεκμηριώνοντας την απάντησή σας με κατάλληλα παραδείγματα. [ΜΟΝΑΔΕΣ 15] Β1. Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη διακρίνονται από πλούτο εκφραστικών μέσων. Να εντοπίσετε δύο σημεία του αποσπάσματος στα οποία χρησιμοποιείται η αντίθεση και να σχολιάσετε τη λειτουργία της. [ΜΟΝΑΔΕΣ 20] Β2. Ο Κ. Στεργιόπουλος παρατηρεί πως ο Παπαδιαμάντης «με βάση την ηθογραφία, ανοίγεται προς πολλές κατευθύνσεις, ανακατεύοντας τα ηθογραφικά στοιχεία άλλοτε με στοιχεία κοινωνικά, άλλοτε με ψυχογραφικά δημιουργώντας ένα θαυμαστό κράμα, όπου οι λυρικές και ποιητικές προεκτάσεις εναλλάσσονται με τους ρεαλιστικούς τόνους». Συμφωνείτε με την άποψη αυτή; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. [ΜΟΝΑΔΕΣ 20] Γ. «Η τελευταία χρονιά... του έτους 187...»: Με βάση το πιο πάνω χωρίο να σχολιάσετε το επίθετο «φυσικός» και την ιδιαίτερη σημασία που αποκτά στο διήγημα. [ΜΟΝΑΔΕΣ 25] Δ. Να συγκρίνετε τα δύο αποσπάσματα των διηγημάτων του Παπαδιαμάτη εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει τους ήρωές του. [ΜΟΝΑΔΕΣ 20] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Τ αγνάντεμα Επάνω στον βράχον της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους το εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδώτρας. Όλον τον χειμώνα παπάς δεν ήρχετο να το λειτουργήση. Ο βορράς μαίνεται και βρυχάται ανά το πέλαγος το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι ο βράχος υψώνει την γην

του, γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένο βαθειά στην γην, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού, στεφανώνει την κορυφήν του. Όλον τον χρόνον παπάς δεν εφαίνετο και καλόγηρος δεν ήρχετο να δοξολογήση. Μόνον την ημέραν των Φώτων κατέβαινεν από το ύψος του βραχώδους βουνού, από το λευκόν μοναστηράκι του Αγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, με φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιά και κυματίζοντα βαθειά γένεια, ένας γέρων ιερεύς, «ως νεοττός της άνω κοιλιάς των Αγγέλων» ίνα λειτουργήση το παλαιόν λησμονημένον ερημοκκλήσι. Εκεί ήρχοντο τρεις τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, αλειτούργητοι, αλιβάνιστοι, ήρχοντο με τις φαμίλιες των, τις ανέβγαλτες και άπραχτες, με τα βοσκόπουλά των τ αχτένιστα και άνιφτα, που δεν είξευραν να κάνουν το σταυρό τους, δια να αγιασθούν και να λειτουργηθούν εκεί και εις την απόλυσιν της λειτουργίας ο γηραιός παπάς με τους πτερυγίζοντας βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά, και την βαθείαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω τον μέγαν απλωτόν αιγιαλόν, ανάμεσα εις αγρίους θαλασσοπλήκτους χους, δια να φωτίση κι αγιάση τα αφώτιστα κύματα. Τον άλλον καιρόν ήρχοντο, συνήθως την άνοιξιν, γυναίκες ναυτικών και θυγατέρες, κάτω από την χώραν, με σκοπόν ν ανάψουν τα κανδήλια και να παρακαλέσουν την Παναγίαν την Κατευοδώτριαν να οδήγηση και κατευοδώση τους θαλασσοδαρμένους συζύγους και τους πατέρας των. Ωραίες κοπέλλες με υποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, με τραχηλιές ψηλοκεντημένες, με τους χυτούς βραχίονας και τα στήθη τα γλαφυρά, ήρχοντο να ικετεύσουν δια τα αδελφάκια των, που εθαλασσοπνίγοντο δι αυτάς, δια να τις φέρουν προικιά από την Πόλιν, στολίδια από την Βενετιάν, κειμήλια από την Αλεξάνδρειαν. «Πάντα να ρχωνται, πάντα να φέρνουν». Βοϊδάκια λογικά, που ώργωναν αντί της ξηράς την θάλασσαν φρόνιμα, όπως τα δυο εκείνα τέκνα της ιερείας της Δήμητρος, τα μακαρισθέντα. Νεαραί γυναίκες ρεμβάζουσαι και μητέρες συλλογισμένοι ήρχοντο δια να καθίσουν και αγναντέψουν. ΠΡΩΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ: Α. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των έργων του Παπαδιαμάντη είναι η έμφαση που δίνεται περισσοτερο στον εξωτερικό χώρο, παρά στον εσωτερικό. Συγκεκριμένα, παρατηρούμε ότι ο τόπος, όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες του Παπαδιαμάντη, με άλλα λόγια το σκηνικό μέσα στο οποίο ξετυλίγεται η δράση των διηγημάτων του, είναι κατά πρώτο, βέβαια, λόγο ο τόπος της γεννήσεώς του, η Σκιάθος, «νησί ελληνικό», αλλά και η Αθήνα, δεύτερή του πατρίδα, όπου έζησε «υπέρ το ήμισυ της ζωής του».

Τη Σκιάθο ο Παπαδιαμάντης την περιγράφει από κάθε δυνατή πλευρά και με τόσο πιστό και αναπαραστατικό τρόπο, ώστε ο αναγνώστης του να μπορεί εύκολα να ταυτίσει το σκηνικό πολλών διηγημάτων με τα πραγματικά σκιαθίτικα τοπία. Τα τελευταία παρουσιάζονται στο κείμενο άλλοτε πανοραμικά, από ένα υψηλότερο ή μακρύτερο σημείο θέασης και άλλοτε με μεγεθυντική και σχεδόν φωτογραφική εστίαση σε χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελεί η περιγραφή του περιβάλλοντος, όπου ζούσε ο νεαρός βοσκός, το οποίο περιγράφεται με εκπληκτική περιγραφική δεινότητα. Δίνεται η τοπιογραφία της περιοχής, στην οποία υπήρχαν βουνά, βουνοκορφές και λόγγοι, φαράγγια και κοιλάδες, και από την άλλη ο γιαλός, η πετρώδης ακτή, το χείλος της θαλάσσης και το πέλαγος. Αναφέρονται επίσης τοπωνύμια της περιοχής (της Σκιάθου), όπως η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα. («Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν»). Κάθε τι από τους εξωτερικούς αλλά και τους εσωτερικούς σκιαθίτικους τόπους και χώρους αξιοποιείται από τον συγγραφέα για τις διαφορετικές κάθε φορά σκηνογραφικές ανάγκες του διηγήματος καθώς και όλα τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα και τα ονόματά τους: το λιμάνι και το χωριό, τα νησάκια και οι όρμοι, οι αμμουδιές και οι βράχοι, τα βουνά και οι ρεματιές («Οι λόγγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός και τα βουνά»), τα μοναστήρια και τα ξωκκλήσια, τα σπίτια, τα μαγαζιά του λιμανιού και οι ταβέρνες, τα κοιμητήρια και οι καλύβες των βοσκών, οι κήποι και οι σπηλιές. Στο απόσπασμα που μας δίνεται, εξάλλου, διακρίνει κανείς περιγραφές της ποικιλίας της χλωρίδας με τους άγριους θάμνους και τις αγριελιές αλλά και με τις καλλιέργειες, τα χωράφια και τα μποστάνια, τους ελαιώνες, τα αμπέλια κτλ. Ακόμα και μερικά φυσικά φαινόμενα περιγράφονται, όπως ο άνεμος και η τρικυμία («εξωθούμενα από τας τρικυμίας», «με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου»). Ειδικά η θάλασσα, στοιχείο αναπόσπαστο του νησιού και της ζωής των κατοίκων του, είναι επίμονα και με ποικίλους τρόπους παρούσα («του πελάγους», «το κτήμα ήτον παρά το χείλος της θαλάσσης»). Κοντά στα φυσικά στοιχεία, την εικόνα συμπληρώνουν και κάποιες εργασίες των γεωργών, όπως το όργωμα, η σπορά, το θειάφισμα, το βλαστολόγημα, ο τρύγος, καθώς και μερικά πρόσωπα που ζουν και κινούνται στο χώρο (γεωργοί, αγροφύλακες κ. ά.). Είναι σημαντικό, επίσης, να αναφέρουμε ότι ακόμα κι ο εσωτερικός κόσμος, ο οποίος δεν περιγράφεται με τέτοια έμφαση, προκύπτει από τον εξωτερικό. Ο Παπαδιαμάντης βλέπει τη φύση με το έμπειρο μάτι του ανθρώπου της υπαίθρου. Ακόμα και οι τύποι των έργων του μας γίνονται

πιο γνώριμοι από τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά. Ενδεικτικό παράδειγμα στο απόσπασμα αποτελεί η περιγραφή κάποιων εξωτερικών χαρακτηριστικών του βοσκού («Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός»). Ο έξω κόσμος του Παπαδιαμάντη παρουσιάζεται συμβολοποιημένος και αποκτά βάθος: η ύλη από τη μια πλευρά και το μυστήριό της από την άλλη. Η φύση του πλούσια και ζωντανή αποτελεί την προβολή του εσωτερικού του κόσμου πάνω στη φύση ή καθρέφτισμα του φυσικού του κόσμου μέσα του. Γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι για τον Παπαδιαμάντη ακέραιος είναι μόνο ο φυσικός κόσμος, όπως εκείνος τον έζησε στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Σκιάθο. Έμεινε ακέραιος, γιατί ακέραιος ήταν τότε και ο κόσμος ο δικός του. Από εκεί και οι αδιάκοπες περιγραφές, το περιγραφικό του πάθος, όπως παρατηρεί ο Στεργιόπουλος. Β1. Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη διακρίνονται για τον πλούτο των εκφραστικών τους μέσων, στοιχείο που καταδεικνύεται και από το συγκεκριμένο απόσπασμα. Παρομοιώσεις και μεταφορές κυριαρχούν στο απόσπασμα προσδίδοντας ιδιαίτερη λογοτεχνική χάρη. Αξιοπρόσεκτο εκφραστικό μέσο αποτελεί και η αντίθεση, η οποία μάλιστα εξυπηρετεί και συγκεκριμένη λειτουργία. Ειδικότερα, στις τελευταίες παραγράφους του αποσπάσματος, με την περιγραφή του κυρ Μόσχου, περνάμε από την αναφορά ανώνυμων προσώπων στην ονομαστική και πληρέστερη παρουσίαση προσώπων με περισσότερες πληροφορίες. Επιπλέον, από την περιγραφή ανοιχτών χώρων στην παρουσίαση ενός χώρου περιγραφόμενου με φροντίδα, ενός χώρου απρόσιτου, του κτήματος του κυρ Μόσχου. Μεταξύ άλλων στοιχείων που δίνονται για το πρόσωπο αυτό δηλώνεται και η οικονομική και κοινωνική του κατάσταση («μικρόν άρχοντα»), ο οποίος είχε ένα τεράστιο παραθαλάσσιο κτήμα με αμπελώνα, οπωροφόρα, κάθε λογής καλλιέργειες. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την οικονομική κατάσταση των απλών χωρικών που ζουν και κινούνται στον ίδιο τόπο («του γεωργού», «της πτωχής χήρας»). Οι αντιθέσεις αυτές έχουν στόχο να υποδηλώσουν τη διαφορά ανάμεσα στον πλούσιο άρχοντα και στους φτωχούς χωρικούς της υπαίθρου, αλλά και την κοινωνική και οικονομική διαφορά ανάμεσα στον ίδιο τον αφηγητή και στη Μοσχούλα, την ανιψιά του πλούσιου θείου, που γίνεται έτσι πιο απόμακρη. Έχει, επομένως, δικαιωθεί η άποψη ότι με την αναφορά στον πλούσιο κυρ Μόσχο από τη μια και σε κάποιους αγρότες από την άλλη, με την πληροφορία ότι ζει σε ένα απέραντο κι απρόσιτο κτήμα, την απομόνωσή του από όλους και τις παρανομίες των αγροφυλά

κων, ο συγγραφέας προβάλλει τη διαφορά ανάμεσα στον πλούτο και την φτώχεια. Επιπλέον, προβάλλονται οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε πλούσιους και σε φτωχούς, καθώς επίσης και οι αυθαιρεσίες των οργάνων του νόμου. Β2. Ο Παπαδιαμάντης, ξεκινώντας από την ηθογραφία, επεκτείνεται σε πολλές κατευθύνσεις, όπως η ανάμειξη στοιχείων κοινωνικών με ηθογραφικά. Όλα τούτα συντίθενται σε διηγήματα που τα χαρακτηρίζουν οι λυρικές και ποιητικές, προεκτάσεις οι οποίες εναλλάσσονται με το ρεαλισμό. Με αφορμή το απόσπασμα που μας δίνεται είναι σκόπιμο να διακρίνουμε τέτοιου είδους στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη θέση αυτή. Στο απόσπασμα που εξετάζουμε συγκεκριμένα, τα γεγονότα της αφήγησης του παρελθόντος του αφηγητή τοποθετούνται σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο και μας αφήνουν να διακρίνουμε έναν κοινωνικό προβληματισμό, ο οποίος βέβαια δε φτάνει στα όρια της καταγγελίας. Έτσι, ο συγγραφέας αναφέρεται από τη μια στον πλούσιο κυρ Μόσχο αλλά και σε κάποιους φτωχούς αγρότες, ή στο απέραντο και απρόσιτο κτήμα του που περικλεινόταν από πέτρινο περίβολο. Ακόμα, στην απομόνωσή του από τον υπόλοιπο κόσμο, αφού δεν πήγαινε συχνά στην κωμόπολη και ήθελε να ζει σε ξεχωριστό βασίλειο και από την άλλη πλευρά στις παρανομίες των αγροφυλάκων. Άλλοτε πάλι, όπως παρατηρούν μελετητές, προβάλλονται στοιχεία ψυχογραφικά, δοσμένα επίσης από τον Παπαδιαμάντη με βάση πάντα την ηθογραφία. Στο δοθέν απόσπασμα, λόγου χάριν, μέσα από τις εκτενείς περιγραφές του φυσικού τοπίου της υπαίθρου, στοιχείο που διακρίνει την ηθογραφία, δίνεται η κατάσταση απόλυτης ευτυχίας και ξεγνοιασιάς του νεαρού βοσκού. Προβάλλεται έντονα ο στενός δεσμός, σχεδόν η ταύτιση του βοσκού με τη φύση και η αγάπη του γι αυτή. Αυτό το βλέπουμε από συγκεκριμένα χωρία, όπως στη φράση: «εφαινόμην κι εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους». Όμως, πέρα από το δεσμό με τη φύση υπάρχει κάτι πιο σημαντικό, που τονίζεται σε πολλά σημεία της αφήγησης και είναι η κυριαρχία που αισθάνεται ο ίδιος πάνω στη φύση (ιδιαίτερα στην περιοχή της «δικαιοδοσίας» του) και η απόλυτη ελευθερία που νιώθει μέσα σ αυτό το περιβάλλον («το κατάμερον εκείνο... ήτον ιδικόν μου», «όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου», «η άμπελος... ήτον κτήμα ιδικόν μου»). Η ελευθερία αυτή γίνεται πράξη με την ανεξέλεγκτη «νομή» και «κάρπωση» των προϊόντων των ξένων χωραφιών και αμπελώνων. Όλα αυτά προκύπτουν μέσα από την ηθογραφία, την πιστή απεικόνιση της ζωής, των ηθών και εθίμων της ελληνικής υπαίθρου.

Οι ρεαλιστικοί εξάλλου τόνοι που διακρίνουμε στο απόσπασμα γίνονται εμφανείς από τα πρόσωπα των έργων του, που είναι καθημερινοί άνθρωποι, συχνά υπαρκτά πρόσωπα, όπως ο γεωργός, η φτωχή χήρα, οι αγροφύλακες, οι μοναχοί και άλλοι. Επίσης, οι χώροι κατονομάζονται, ο Μέγας Γιαλός, η Πλατάνα και άλλοι. Οι «μύθοι» στα διηγήματα είναι ιστορίες της ζωής. Ο Παπαδιαμάντης, παρουσιάζοντας στα σκιαθίτικα διηγήματά του τη ζωή της μικρής κοινωνίας του τόπου του, διαγράφει με πολλές λεπτομέρειες τη φτώχεια των ανθρώπων, την αθλιότητα της μίζερης ζωής τους, την απομόνωσή τους, τις σκληρές συνθήκες της εργασίας τους, την αγριότητα του σκιαθίτικου χειμώνα. Σ αυτά οι κριτικοί έχουν παρατηρήσει μια ποιητική και μια λυρική διάθεση, γνωρίσματα που έχουν τη βάση τους στη θητεία του στο ρομαντισμό, στη θρησκευτικότητά του, στα ανεκπλήρωτα πάθη του και στη νοσταλγία για τη χαμένη αθωότητά του. Τόσο οι ποιητικές, όσο και οι λυρικές προεκτάσεις είναι έκδηλες στο «Όνειρο στο κύμα», και ιδιαίτερα στο απόσπασμα που μας δίνεται. Σχήματα λόγου όπως παρομοιώσεις: «εφαινόμην κι εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους... έκαμναν να είναι σγουρά (τα μαλλιά μου) όπως οι θάμνοι κι αι αγριελαίαι», «την ηγάπα ως να ήτο θυγάτηρ του», αλλά και μεταφορές: «με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον, παρά το χείλος της θαλάσσης», κάνουν αισθητή την ποιητική δυνατότητα του συγγραφέα. Τέλος, στην ενότητα περιγράφεται με λεπτομέρειες ο χώρος του βοσκού, το «κατάμερόν του» και το μεγάλο κτήμα του κυρ Μόσχου (ο χώρος της Μοσχούλας). Μέσα στην περιγραφή δίνονται πολλές εικόνες, από τις οποίες ξεχωρίζουν δύο για την κίνηση και το λυρισμό τους: η εικόνα των μαλλιών του βοσκού, που ανέμιζαν και η εικόνα με την οποία παρομοιάζονται τα μαλλιά: εκείνη των θάμνων και των αγριελιών, που λύγιζαν με το φύσημα των ανέμων, «τας οποίας εκύρτωναν (οι δύο άνεμοι) με το ακούραστον φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον». Δίκαια, επομένως, υποστηρίζεται από τον Κ. Στεργιόπουλο πως ο Παπαδιαμάντης με βάση την ηθογραφία, ανοίγεται προς πολλές κατευθύνσεις, ανακατεύοντας τα ηθογραφικά στοιχεία άλλοτε με στοιχεία κοινωνικά και άλλοτε με ψυχογραφικά, δημιουργώντας ένα θαυμαστό κράμα, όπου οι λυρικές και ποιητικές προεκτάσεις εναλλάσσονται με τους ρεαλιστικούς τόνους. Γ. Ο αφηγητής δηλώνει ότι το καλοκαίρι του έτους 187... ήταν η τελευταία χρονιά που «ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος». Ο προσδιορισμός «φυσικός» εκφράζει τον άνθρωπο που ζει μέσα στη φύση. Εδώ λανθάνει η αγάπη του νεαρού βοσκού για τη φύση αλλά και η φυσιολατρία του Παπαδιαμάντη, που καταφάσκει στη ζωή μέσα στη φύση, η οποία, με την

απλότητα και την αθωότητά της, βοηθάει τον άνθρωπο να πλησιάσει πιο κοντά στο Θεό. Ο στενός δεσμός, σχεδόν η ταύτιση του βοσκού με τη φύση και η αγάπη του γι αυτή φαίνεται καθαρά και παρακάτω, στη φράση «εφαινόμην κι εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δυο τούτους ανέμους», αλλά και σε άλλα χωρία του αποσπάσματος. Όμως, πέρα από το δεσμό με τη φύση, υπάρχει κάτι πιο σημαντικό, που τονίζεται σε πολλά σημεία της αφήγησης: η κυριαρχία που αισθάνεται ο ίδιος πάνω στη φύση, ιδιαίτερα στην περιοχή της «δικαιοδοσίας» του, και η απόλυτη ελευθερία που νιώθει μέσα σ αυτό το περιβάλλον: «το κατάμερόν εκείνο... ήτον ιδικόν μου... όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου... η άμπελος... ήτον κτήμα ιδικόν μου». Η σχέση, λοιπόν, του αφηγητή με τη φύση είναι άρρηκτη, είναι σχέση ταυτότητας. Χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Ελύτης ότι ο τρόπος που παρατηρεί ο Παπαδιαμάντης τη φύση συνιστά ένα είδος θρησκείας. Ο έξω κόσμος του Παπαδιαμάντη παρουσιάζεται συμβολοποιημένος και αποκτά βάθος: η ύλη από τη μια πλευρά και το μυστήριό της από την άλλη. Η φύση του πλούσια και ζωντανή αποτελεί την προβολή του εσωτερικού του κόσμου πάνω στη φύση ή καθρέφτισμα του φυσικού του κόσμου μέσα του. Για τον Παπαδιαμάντη ακέραιος είναι μόνο ο φυσικός κόσμος, όπως εκείνος τον έζησε στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Σκιάθο. Έμεινε ακέραιος, γιατί ακέραιος ήταν τότε και ο κόσμος ο δικός του. Πιο συγκεκριμένα, το φυσικό στοιχείο παραμένει ακέραιο και αναλλοίωτο επειδή είναι δημιούργημα του Θεού, που δεν υφίσταται καμιά φθορά από τον πειρασμό. Ο Παπαδιαμάντης, λοιπόν, ξαναβρίσκει στη φύση, στον αναλλοίωτο αυτό κόσμο, ό,τι έχει αλλοιωθεί μέσα του. Συνδυάζει και συμφιλιώνει το χριστιανικό με το παγανιστικό στοιχείο. Μάλιστα, ο Κυριάκος Πλησής παρατηρεί ότι η σχέση του Παπαδιαμάντη με τη φύση δεν είναι μονάχα αισθητική, αλλά κυρίως ηθική. Θεωρείται, όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο συγγραφέας του ανοιχτού χώρου. Τοποθετεί τα δρώμενα στον ανοιχτό χώρο, τη φύση. Φύση και άνθρωπος αλληλεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται. Η φύση είναι εκείνη που καθορίζει τα δρώμενα, αλλά και τα δρώμενα επενεργούν στο ήθος της φύσης. Έτσι, ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεκόψει από τη φύση χωρίς σοβαρές συνέπειες. Αν ξεκόψει, το αντίτιμο είναι η φθορά του και η αλλοτρίωση. Ο άνθρωπος όσο μένει «φυσικός», όσο βρίσκεται σε συνεχή διάλογο και σχέση με τη φύση είναι αθώος. Αν χαθεί η αθωότητα αυτή, χάνεται και η επικοινωνία του με το Θεό. Η φύση λοιπόν έχει άμεση σχέση και με το θρησκευτικό στοιχείο, εκπροσωπεί τον κόσμο του πνεύματος και της αθωότητας, τον κόσμο του εξαγνισμού.

Δ. Και τα δυο αποσπάσματα από το διηγήματα του Παπαδιαμάντη, μεταξύ άλλων, παρουσιάζουν τον τρόπο που κινούνται και δρουν πρόσωπα, ήρωες που συνυπάρχουν με τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων αυτών. Όσον αφορά το «Όνειρο στο κύμα», δευτερεύοντα πρόσωπα που συναντάμε είναι ο γεωργός που οργώνει το χωράφι του («του γεωργού μόνον... τον κόπο μου», η «πτωχή χήρα», οι μισθωτοί της δημαρχίας, οι αγροφύλακες, οι καλόγηροι της μονής του Ευαγγελισμού, ο κυρ Μόσχος). Αντίστοιχα, στο «Αγνάντεμα» έχουμε πάλι την παρουσίαση κάποιων προσώπων, όπως ο «γέρων ιερεύς», οι βοσκοί, τα παιδιά τους, οι γυναίκες των ναυτικών και οι κόρες τους, ωραίες κοπέλες με «υποκάμισα κόκκινα μεταξωτά». Συγκρίνοντας τα δυο αυτά αποσπάσματα εντοπίζουμε κοινά στοιχεία ως προς τον τρόπο που παρουσιάζονται οι ήρωες αυτοί. Όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα προέρχονται από την αντικειμενική πραγματικότητα, καθώς αυτή έχει περάσει στην ανάμνηση. Ο ώριμος αφηγητής στο «Όνειρο στο κύμα» αναπολεί το ευτυχισμένο παρελθόν στη φύση, το οποίο αποτελείται από το φυσικό περιβάλλον και τα πρόσωπα που κινούνται σε αυτό. Ο αφηγητής στο «Αγνάντεμα» από απόσταση πάλι παρουσιάζει τους ήρωες που κινούνται στο ίδιο με αυτόν περιβάλλον. Ο φτωχός γεωργός, η χήρα, οι καλόγεροι της Μονής στο «Όνειρο στο κύμα» αλλά και ο παπάς, οι βοσκοί, οι κοπέλες στο «Αγνάντεμα» που κατευθύνονται στην εκκλησία της περιοχής, είναι άνθρωποι που ζουν και κινούνται σε ένα άκρως ρεαλιστικό, πραγματικό περιβάλλον, κοντά στα πρωταγωνιστικά πρόσωπα και προέρχονται από το χώρο των αναμνήσεων του αφηγητή. Αυτό αποτελεί άλλο ένα κοινό στοιχείο του τρόπου που ο συγγραφέας παρουσιάζει τους ήρωές του. Κατά κύριο λόγο τον κόσμο των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, τον αποτελούν οι απλοϊκοί άνθρωποι, οι αγνοημένοι, οι φτωχοί. Αυτοί κινούνται είτε στη Σκιαθίτικη κοινωνία είτε στην Αθηναϊκή συνοικία. Στην προκειμένη περίπτωση κινούνται στην επαρχιακή κοινωνία του νησιού. Αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, επίσης, οι ήρωες στον Παπαδιαμάντη σύμβολα, αποκτούν μια καθολικότητα. Παραδοσιακοί τύποι από την ελληνική πραγματικότητα κυριαρχούν στα έργα του. Έχουμε έτσι τον παπά, το ναυτικό, την κόρη, τον απλό χωρικό, πρόσωπα που απαντώνται και στα δύο αποσπάσματα και είναι απλοί, λαϊκοί τύποι ανθρώπων που κινούνται στην επαρχιακή κοινωνία της Σκιάθου. Παρά ταύτα, μέσα στην αντικειμενικότητα τούτη περνά η προσωπική αίσθηση και συγκίνηση του συγγραφέα. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε και στα δύο αποσπάσματα, καθώς μέσα από την παρουσίαση των ανθρώπων αυτών προβάλλονται σκέψεις, συναισθήματα του ίδιου

του συγγραφέα ή του αφηγητή, όπως για παράδειγμα η αγανάκτησή του κι η οργή του για τους αγροφύλακες στο «Όνειρο στο κύμα» ή ο θαυμασμός του για τις όμορφες κοπέλες στο «Αγνάντεμα». Υπάρχει κατά βάθος μέσα στο αντικείμενο η έκφραση του υποκειμένου, η διάχυση της ατομικής του ψυχής, όπως χαρακτηριστικά παρατηρούν μελετητές, όπως ο Γ. Θεμελής. Τα πρόσωπα, ενώ έχουν δική τους, ρεαλιστικά δοσμένη, υπόσταση και ανεξαρτησία, είναι συνάμα και κατά κάποιο τρόπο «σύμβολα» του υποκειμένου. Υπάρχει μια βαθύτερη σύμπτωση ή συμφωνία ανάμεσα στο συγγραφέα και στα πλάσματά του. Έχουν τις ιδέες του, τις αντιλήψεις του, τη νοοτροπία του, το πάθος του, την πίστη, τη μελαγχολία, την αδράνεια, όλο τον ιδιότυπο ψυχικό πλούτο του, σαν να είναι άλλες τόσες περιπτώσεις αποχρώσεων του προσώπου του. Μια άλλη σημαντική παρατήρηση σχετικά με τον τρόπο παρουσίασης των ηρώων του Παπαδιαμάντη αποτελεί το γεγονός ότι δίνεται προτεραιότητα στη γυναικεία παρουσία. Στο έργο του κυριαρχεί η μορφή της γυναίκας. Ο τύπος του κοριτσιού από τη μια, ο τύπος της γριάς από την άλλη. Και στο «Όνειρο στο κύμα» έχουμε τη φτωχή χήρα από τη μια, τη νέα Μοσχούλα από την άλλη, αλλά και στο «Αγνάντεμα» η γυναικεία φιγούρα είναι έντονη στους δευτερεύοντες αυτούς χαρακτήρες. Ο τύπος της κόρης, της νέας αντιπροσωπεύει την υποταγή και εγκαρτέρηση, στοιχεία καθαρά χριστιανικά. Οι κοπέλες, οι γυναίκες, οι αδελφές των ναυτικών, οι κόρες τους απευθύνονται στην Παναγία για βοήθεια και κατευόδωση των ναυτικών που έχουν στην οικογένειά τους. Οι άντρες, από την άλλη πλευρά, δεν είναι πολλοί στα έργα του ως κυρίαρχοι τύποι, δεν εμβαθύνει ο Παπαδιαμάντης σε αυτούς. Οι κυριότεροι τύποι ανδρών είναι ο βοσκός, ο ναυτικός, ο κληρικός, ο γέροντας, πρόσωπα που απαντώνται και στα δύο αποσπάσματα. ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΚΕΙΜΕΝΟ: Κωνσταντίνος Καβάφης Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή 595 μ. Χ. Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά. Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, που κάπως ξέρεις από φάρμακα νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι. Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως, που κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: Α. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης ανήκει λογοτεχνικά στη γενιά του 1880, στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή, ωστόσο ακολουθεί διαφορετικό δρόμο στην ποίηση, κάτι που τον τοποθετεί στο μεταίχμιο μεταξύ παραδοσιακής και νεότερης ποίησης, ενώ έχει χαρακτηριστεί «γενάρχης της σύγχρονης ποίησης». Από ποια στοιχεία του ποιήματος επιβεβαιώνεται αυτό; [ΜΟΝΑΔΕΣ 15] Β1. α. Στο ποίημα υπάρχει εναλλαγή μεταξύ α και β ενικού προσώπου. Τι εξυπηρετεί η εναλλαγή αυτή από άποψη περιεχομένου; β. Να χαρακτηρίσετε τη γλώσσα και το ύφος του ποιητή αναφερόμενοι σε συγκεκριμένα στοιχεία του ποιήματος. [ΜΟΝΑΔΕΣ 20] Β2. «Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι»: Να σχολιάσετε το στίχο από άποψη δομής και περιεχομένου. [ΜΟΝΑΔΕΣ 25] Γ. Έχει επισημανθεί για τον Καβάφη ότι «η ποίηση είναι γι αυτόν μια υψηλή παρηγοριά, που κατευνάζει το άλγος της φθοράς με τη μνημονική αναδρομή» (Σωτήρης Τριβιζάς «Μελαγχολία του Ιάσωνα Κλεάνδρου», Τομές, αρ. 77 78, Οκτ. Νοέμ., 1981, σ. 48 49). Να εξετάσετε κατά πόσο επαληθεύεται η άποψη αυτή στο συγκεκριμένο ποίημα. [ΜΟΝΑΔΕΣ 20] Δ. Στηριζόμενοι από τη μια στο ποίημα του Καβάφη κι από την άλλη στο ποίημα του Μίμνερμου που ακολουθεί να σχολιάσετε πώς παρουσιάζεται στους δύο ποιητές το πρόβλημα του εφήμερου της νιότης. [ΜΟΝΑΔΕΣ 20] Τα νιάτα φεύγουν γρήγορα, Κι εμείς, όπως τα φύλλα που γεννάει η πολυανθισμένη εποχή της άνοιξης, όταν ευθύς με τις ακτίνες του ήλιου αυξάνουν, όμοιοι με αυτά, για ελάχιστο χρόνο,

απ τα λουλούδια της νιότης ευχαρίστηση νιώθουμε, χωρίς να γνωρίσουμε απ τους θεούς ούτε κακό ούτε καλό. Αλλά οι Μοίρες έχουν σταθεί δίπλα μας μαύρες, η μια κρατώντας το τέλος των πονεμένων γηρατειών και η άλλη του θανάτου. Λίγο χρόνο διαρκεί της νιότης ο καρπός, όσο διασκορπίζεται στη γη ο ήλιος. Μα όταν πια προσπεράσει κι αυτό το όριο της ηλικίας, καλύτερο είναι να πεθάνει κανείς αμέσως παρά να ζήσει γιατί πολλά κακά μες στην ψυχή γεννιούνται άλλοτε το σπίτι ταλαιπωρείται απ τα βάσανα και της φτώχειας τ αποτελέσματα είναι οδυνηρά κι άλλος πάλι στερείται από παιδιά, και αυτά πάρα πολύ ποθώντας οδεύει κάτω απ τη γη στον Άδη Άλλος αρρώστια έχει που του φθείρει τη ζωή και κανείς δεν υπάρχει απ τους ανθρώπους, που πολλές συμφορές να μην του δίνει ο Δίας. ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ: Α. Ο Καβάφης λογοτεχνικά ανήκει στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή και κυρίως στη «γενιά του 1880», όπου δεσπόζει η μορφή τού Κ. Παλαμά. Ωστόσο, παρά την ηγετική φυσιογνωμία του Κ. Παλαμά, κανείς δεν απομακρύνθηκε περισσότερο από τη «βαριά σκιά» του, όσο ο Καβάφης. Εγκατεστημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ακολουθεί ένα διαφορετικό δρόμο στην ποίηση, απορρίπτοντας τα καθιερωμένα. Πιο συγκεκριμένα, ο Κ. Καβάφης απέδωσε με ρεαλισμό το νεότερο άνθρωπο, που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα της ανίας, την αντιηρωική στάση στα εθνικά καλέσματα και κυρίως από το αίσθημα της τραγικής μοναξιάς. Αυτό γίνεται έκδηλο από το ποίημα που εξετάζουμε, αν αναλογιστούμε ότι αναφέρεται στο πέρασμα της νιότης, στην καταφυγή στην ποίηση για παρηγοριά από τη θλίψη και τη μοναξιά που επέρχεται με τα γεράματα. Αλλά και από μορφολογική άποψη το ποίημα είναι χαλαρό κι όχι αυστηρό, όσον αφορά το μέτρο και τη φόρμα. Παράλληλα, ο Καβάφης ως νεωτεριστής στρέφεται προς την πεζολογία, κάτι που αποδεικνύεται και από το συγκεκριμένο ποίημα. Ο στίχος σε κάποια σημεία αποκτά πεζολογικό ύφος, όπως «που κάπως ξέρεις από φάρμακα... τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη... πού κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή.»

Παράλληλα, ένα άλλο χαρακτηριστικό του ποιητή που τον καθιστά «γενάρχη της σύγχρονης ποίησης» είναι ότι καταφέρνει και καταλύει τις χρονικές συμβάσεις. Ειδικά ο τίτλος του ποιήματος με την εκτενή του έκταση αφενός, με την αναφορά σε κάποιο δήθεν υπαρκτό πρόσωπο που είναι ποιητής κι αφετέρου με τον τυχαίο χρονικό προσδιορισμό καταργεί κάθε χρονική σύμβαση. Ο αναγνώστης έτσι εκλαμβάνει το ποίημα ως ένα έργο του οποίου το θέμα είναι διαχρονικό και καθολικό. Η ατομική μοίρα των προσώπων (ιστορικά ψευδοϊστορικά) έχει διαχρονικές προεκτάσεις. Επιπλέον, ο Καβάφης χρησιμοποιεί την ειρωνεία, κάτι που παρατηρείται και στο δοθέν ποίημα, όπου η ειρωνεία του καταντά αυτοσαρκασμός, αφού ταυτίζεται με τον ψευδοϊστορικό ποιητή του και, αν δεν αναποδογυρίζει πλήρως το νόημα του ποιήματος, μετριάζει αρκετά την επιθυμητή λύτρωση. Οι λέξεις «κάπως», «δοκιμές», «για λίγο» και η διπλή σημασία της λέξης «Λόγος» οδηγούν αργά αλλά βασανιστικά το ποίημα στη σφαίρα της απαισιοδοξίας. Επίσης δημιουργείται έντεχνα και ένα κλίμα ασφυξίας και αδιεξόδου, που συνάδει με γενικότερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ποίησης, όπως επισημάναμε ήδη. Εγκατεστημένος, λοιπόν, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου αυτός ο ιδιότυπος ποιητής ακολουθεί ένα διαφορετικό δρόμο στην ποίηση και εγκαινιάζει τη νεότερη ποίηση, στοιχείο που τον κατέστησε «γενάρχη» της, όπως παρατήρησαν μελετητές του. Β1. α) Στο ποίημα υπάρχει εναλλαγή μεταξύ α και β ενικού προσώπου. Αρχικά το α ενικό πρόσωπο («μου»... «δεν έχω» ) φορτίζει το ποίημα σε δραματικότητα και αισθητική συγκίνηση. Μελετητές έχουν παρατηρήσει ότι η αφήγηση γίνεται «εκ των έσω» και εστιάζεται στο προσωπικό δράμα με τη χρήση του πρώτου ενικού προσώπου. Δεν κρατά καμία αισθητική απόσταση και αντικειμενικότητα, οδηγώντας στο συναισθηματισμό και στην προσωπική, στην οδυνηρή εξομολόγηση μιας ατομικής δραματικής κρίσης. Από την άλλη πλευρά έχουμε και δεύτερο ενικό πρόσωπο («σε»... «ξέρεις») που διαπλέκεται με το πρώτο πρόσωπο. Το δεύτερο πρόσωπο («εις σε Τέχνη της Ποιήσεως») δημιουργείται για να φτάσει ο ποιητής στην ιδιότυπή του υποβολή. Η σύζευξη πρώτου και δεύτερου προσώπου, τέλος, δημιουργεί μια ισορροπία μεταξύ της διανοητικότητας και της τρυφερής συγκίνησης. Έτσι, το ποίημα αποφεύγει την παγίδα του ρηχού συναισθηματισμού και της φτηνής αισθηματολογίας, όπως χαρακτηριστικά έχει παρατηρήσει και ο Π. Μπήαν. Επιπλέον, φορτίζεται η επικοινωνία του ποιητή με την Τέχνη του μέσα από ένα φανταστικό διάλογο που στην ουσία είναι εσωτερικός μονόλογος. Παράλληλα, προσδίδεται στην επικοινωνία αυτή θεατρικότητα. Η ποίηση του Κ. Καβάφη γίνεται

«προσωποποιητική», δηλαδή οι έννοιες φορούν προσωπεία, γίνονται ήρωες του οράματος. Το ποίημα κερδίζει σε ζωντάνια, αμεσότητα και δραματικότητα. β) Η γλώσσα του Κ. Καβάφη είναι ένα αδιάλυτο κράμα δημοτικής και καθαρεύουσας. Θεωρείται ότι χρησιμοποιεί μια ιδιότυπη Αλεξανδρινή, δημοτική με λόγιους και πολίτικους τύπους. Πολλές φορές συναντάμε λέξεις καθημερινές, αντιποιητικές, έτσι ώστε ο τόνος να είναι πεζολογικός. Αυτό μπορούμε να το παρατηρήσουμε και στο ποίημα («Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου, «ποιητού εν Κομμαγηνή»), αφού οι τύποι που κυριαρχούν στον τίτλο ανήκουν στη λόγια γλώσσα. Επίσης, «τα φάρμακα», «μαχαίρι» είναι λέξεις καθημερινές, αντιποιητικές που προσδίδουν πεζολογικό τόνο. Όσον αφορά το ύφος του ποιητή, παρατηρούμε ότι είναι διαυγές, σαφές, με ακρίβεια στη διατύπωση. Τα νοήματα προκύπτουν ξεκάθαρα, ενώ τα εκφραστικά μέσα (προσωποποιήσεις: «Τέχνη της Ποιήσεως», «Φαντασία», «Λόγω», μεταφορές: «φρικτό μαχαίρι», «νάρκης του άλγους», υπερβατό: «νάρκης του άλγους δοκιμές», σχήμα υπαλλαγής: «είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι» αντί «είναι φρικτή πληγή από μαχαίρι») προσδίδουν ζωντάνια κι αμεσότητα. Παράλληλα, παρατηρούμε μια λεπτή ειρωνεία, όπως στο στίχο «που κάπως ξέρεις από φάρμακα», που τονίζει τον απαισιόδοξο τόνο του, την υπαρξιακή αγωνία του. Β2. Ο στίχος αυτός φέρει το θεματικό βάρος του ποιήματος ενώ συγχρόνως δομικά έχει συγκεκριμένη λειτουργικότητα. Αρχικά, ο ποιητής επισημαίνει ότι η φθορά που επέρχεται με το χρόνο είναι πληγή από φριχτό μαχαίρι. Ο πόνος δηλαδή που συνεπάγονται τα γεράματα παρομοιάζονται με την πληγή που προκαλεί ένα μαχαίρι. Η πληγή είναι φριχτή γιατί είναι από τη μια πλευρά εξωτερική. Έχουμε αναφορά στις σωματικές αλλαγές, όπως στις ρυτίδες και τη σωματική φθορά. Από την άλλη πλευρά, η πληγή θεωρείται και εσωτερική, καθώς έχουμε αναφορά σε ψυχολογικές διεργασίες που φέρνουν οι σωματικές αλλαγές, όπως η αγωνία, η ανασφάλεια, η μελαγχολία. Δομικά ο στίχος αυτός έχει συγκεκριμένη λειτουργικότητα. Επαναλαμβάνεται σε δύο καίρια σημεία του ποιήματος κι επιτείνει νοηματικά την έμφαση που δίνεται στον πόνο του ποιητή για την επερχόμενη φθορά του χρόνου. Η επανάληψη του δεύτερου στίχου τη δεύτερη φορά έχει μια ιδιαίτερη διαφορά: την παύλα ( ). Ο Σεφέρης πρόσεξε πρώτος την τάση αυτή του ποιητή, ενώ μίλησε και για «σπασμένη στιχουργική του Καβάφη», για στίχους δηλαδή οι οποίοι είναι γεμάτοι από συγκοπές ή εγκοπές που προσδίδουν ένα είδος σιωπής στο ρυθμό του ποιητή. Η σιωπή

του Κ. Καβάφη αποτελεί έκφραση της απόγνωσής του, του δραματικού του τόνου, ενώ παράλληλα δίνει αφορμή για στοχασμό και προβληματισμό του αναγνώστη για θέματα διαχρονικά και καθολικά, όπως η φθορά του χρόνου, το εφήμερο της ανθρώπινης νιότης. Τέλος, η επανάληψη του στίχου αυτού εξυπηρετεί τη μετάβαση από τη μια στροφή του ποιήματος στην άλλη και το σχήμα υπαλλαγής («είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι» αντί «είναι φρικτή πληγή από μαχαίρι») προσθέτει αισθητικό αποτέλεσμα. Γ. Η ποίηση για τον Καβάφη είναι ένα είδος παρηγοριάς που έχει τη δυνατότητα να κατευνάζει τον πόνο και τη θλίψη που του προκαλεί η φθορά και η παρακμή με μέσο την αναδρομή στο παρελθόν, τη «μνημονική αναδρομή», όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά από τον Σ. Τριβιζά. Το ποίημα «Μελαγχολία Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή 595 μ. Χ.» αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα επαλήθευσης της παραπάνω άποψης. Αρχικά, ο ποιητής αδυνατεί να αντιμετωπίσει και να αποδεχτεί τα γηρατειά με απάθεια. Υπερευαίσθητος μπροστά στη φθορά του χρόνου εκφράζει την υπαρξιακή αγωνία του. Πληγώνεται και σπαράζει από το δέρμα του που ρυτιδώνεται, χάνει το νεανικό του σφρίγος, γίνεται πλαδαρό. Η κινητική δραστηριότητά του μειώνεται, οι ορμές και οι ερωτικές επιθυμίες κάμπτονται. Πληγώνεται να βλέπει τις ρυτίδες του, ενώ φοβάται το άσπρισμα των μαλλιών, την εξασθένιση της όρασης, που αποτελεί και το κυριότερο ποιητικό του εργαλείο. Η κατάθλιψη, η μελαγχολία, η έλλειψη υπομονής και καρτερίας χαρακτηρίζουν τον ήρωα που δεν έχει «εγκαρτέρησι καμιά». Προσπέφτει και προστρέχει στην Τέχνη για παρηγοριά και ίαση από τα ανυπόφερτα γηρατειά. Ο Κ. Καβάφης, λοιπόν, βλέπει και την τέχνη ως ανακούφιση και κάθαρση σύμφωνα με την αριστοτελική θεωρία. Η τέχνη μετουσιώνει την αποστροφή και τη φρίκη της ζωής μας, όπως αυτό το ποίημα για τα γηρατειά, σε αισθητικό καλλιτέχνημα, προκαλώντας στον ποιητή την κάθαρση απέναντι στο ενοχλητικό του συναίσθημα. Η Τέχνη του Κ. Καβάφη είναι «δοκιμή νάρκης του άλγους», δηλαδή απόπειρα κατευνασμού, καταπράυνσης του πόνου. Μάλιστα, από πολύ νωρίς οι μελετητές του Κ. Καβάφη επισήμαναν ότι, όταν χρησιμοποιεί τη λέξη «Τέχνη» με κεφαλαίο «Τ», εννοεί πάντα την ερωτική τέχνη, τα ποιήματα με θέμα τον έρωτα. Η καταφυγή του Κ. Καβάφη στην τέχνη σχετίζεται με την ερωτική μνήμη. Αυτό το νόημα έχει και το ρήμα «προστρέχω» που σημαίνει ανατρέχω, αφού ο ποιητής συντριμμένος από τη γήρανση του σώματος και την αναστολή των ερωτικών επιθυμιών καταφεύγει για παρηγοριά στις ερωτικές αναμνή

σεις του παρελθόντος, που αποτελούν και τη δεξαμενή της ποίησής του, στα ερωτικά ποιήματά του. Αυτό αποδεικνύει πως η μνήμη αποτελεί τον τρόπο, το μέσο να κατευνάσει τον πόνο που του προξενεί η επερχόμενη γήρανση. Ο ποιητής ζητά από την τέχνη τη λύτρωση από τον πόνο της «φρικτής πληγής», μέσα από τη φαντασία. Άρα, η μνημονική φαντασία στην εποχή του γήρατος και της φθοράς λειτουργεί ως αναπόληση, ονειροπόληση των παλαιών ερωτικών στιγμών και ως η προσφιλέστερη πηγή της έμπνευσής του. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο του ποιήματος, ειδικά από το στίχο στον οποίο έχουμε αναφορά σε δύο έννοιες που προσωποποιεί και θεοποιεί ο ποιητής. Τη Φαντασία και το Λόγο. Η φαντασία είναι δημιουργική, παράγει εσωτερικές εικόνες και τις μεταπλάθει. Αποτελεί τη βασική προϋπόθεση της ωριμότητας στην καλλιτεχνική δημιουργία. Παράλληλα είναι και μνημονική, αφού οι εικόνες είναι πιστές αναπαραστάσεις των αντικειμένων. Είναι, λοιπόν, κατανοητή η άποψη του μελετητή που υποστηρίζει ότι ο συγκεκριμένος ποιητής κατευνάζει τον πόνο και τη θλίψη που του προκαλεί η φθορά και η παρακμή με μέσο την αναδρομή στο παρελθόν, τη «μνημονική αναδρομή». Δ. Θέμα του Καβαφικού ποιήματος είναι η προσφυγή του ποιητή στην τέχνη του, προκειμένου να κατευνάσει τον πόνο του από τα γηρατειά που πλησιάζουν, αλλά και η απελπισία του για την αδυναμία της ποίησης να παρηγορήσει τον πόνο του αυτό. Θέμα, αντίστοιχα, του ποιήματος του Μίμνερμου είναι το γοργό πέρασμα της νιότης και ο ερχομός των άχαρων γηρατειών. Ως προς το περιεχόμενο, λοιπόν, τα δύο αυτά ποιήματα έχουν περίπου κοινό θεματικό άξονα, την επερχόμενη παρακμή και πτώση από την αδυσώπητη δύναμη του χρόνου και τα συναισθήματα που αυτή προκαλεί. Στο ποίημα του Καβάφη το θέμα αυτό προβάλλεται ποικιλοτρόπως. Ο μακροσκελής τίτλος αρχικά δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να αποστασιοποιηθεί από μια ατομική κατάσταση και να συλλάβει τον αιώνιο, διαχρονικό χαρακτήρα του ποιήματος, να προβληματιστεί και να ευαισθητοποιηθεί, καθώς η γήρανση, η φθορά, η μοναξιά, η απογοήτευση της κρίσιμης ηλικίας άφορα και τον ίδιο. Η διαχρονικότητα του θέματος διαπερνά και το ποίημα του Μίμνερμου, καθώς τα νιάτα που φεύγουν γρήγορα και το παράπονο για την παρακμή των γηρατειών είναι ένα θέμα που αγγίζει την ευαισθησία πολλών ποιητών. Το καθολικό παράπονο των γερόντων για τα νιάτα που έφυγαν τόσο γρήγορα, όπως και η νοσταλγία για την εποχή της νεότητας που έχει περάσει, εκφράζεται και

στη νεότερη και στην προγενέστερη λογοτεχνική παραγωγή, όπως για παράδειγμα και στα δημοτικά τραγούδια. Το πρόβλημα του εφήμερου της νιότης στον Καβάφη, πέρα από τη διαχρονικότητα και την καθολικότητα που ενέχει, προβάλλεται και μέσα από τα έντονα συναισθήματα του ποιητή. Ο ποιητής αδυνατεί να αντιμετωπίσει και να αποδεχτεί τα γηρατειά με απάθεια και πληγώνεται, επειδή χάνει το νεανικό του σφρίγος. Τα συναισθήματα που τον διακατέχουν είναι η κατάθλιψη, η μελαγχολία, η έλλειψη υπομονής και καρτερίας («Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά»). Κάτι ανάλογο παρατηρούμε και στον Μίμνερμο, αφού και σε αυτό το ποίημα έχουμε κλιμάκωση των συναισθημάτων. Στην αρχή έκδηλη πίκρα για το εφήμερο της ζωής των ανθρώπων, ύστερα βαθιά μελαγχολία για το γρήγορο και ανεπίστρεπτο πέρασμα της νεότητας και τέλος θλίψη για το κατάντημα του ανθρώπου κατά την περίοδο των γηρατειών. Η νιότη, με τον ψυχολογικό νόμο της αντίθεσης, φέρνει στο μυαλό τα γεράματα και τις δυσάρεστες συνέπειές τους. Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο οι ποιητές παρουσιάζουν το πρόβλημα του εφήμερου της νιότης είναι τα διάφορα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούν. Ο Καβάφης χρησιμοποιεί τη μεταφορά: «φρικτό μαχαίρι» που, με την επανάληψή της σε δυο καίρια σημεία του ποιήματος, αναδεικνύει εντονότερα τη δυσαρέσκεια που προκαλείται στον ποιητή από την επίθεση του χρόνου. Το σχήμα υπαλλαγής, εξάλλου, «είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι» (αντί «είναι φρικτή πληγή από μαχαίρι») προστίθεται για να φανεί και μορφικά ο πόνος του ανθρώπου που απειλείται από τον χρόνο. Αλλά και η μεταφορά «νάρκης του άλγους» εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό σε συνδυασμό με το υπερβατό («νάρκης του άλγους δοκιμές»). Αντίστοιχα, και ο Μίμνερμος χρησιμοποιεί διάφορα εκφραστικά μέσα για να προβάλει το ίδιο θέμα. Οι άνθρωποι παρομοιάζονται με τα φύλλα των δέντρων, η σύντομη περίοδος της εφηβείας παρομοιάζεται με τη λάμψη του ήλιου. Οι Κήρες εμφανίζονται σαν δυο σκυθρωπές γυναίκες που ρυθμίζουν τα γεράματα και το θάνατο τα δυο δεινά που χτυπούν όλους τους ανθρώπους, η ηλικία της εφηβείας παρουσιάζεται σαν πρόσωπο που διαρκεί πολύ λίγο η ζωή του. Ο τόνος, τέλος, και των δύο ποιημάτων αποτελεί, επίσης, έναν τρόπο προβολής του εφήμερου της νεανικής ηλικίας, αφού είναι και στα δυο ποιήματα νοσταλγικός και ευδιάκριτα απαισιόδοξος, ενώ το ύφος σοβαρό και μελαγχολικό, κάτι που προκύπτει από όλα όσα επισημάναμε.

ΤΡΙΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΚΕΙΜΕΝΟ: Μανόλης Αναγνωστάκης Στον Νίκο Ε... 1949 Φίλοι Που φεύγουν Που χάνονται μια μέρα Φωνές Τη νύχτα Μακρινές φωνές Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση Ερείπια Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες Εφιάλτες, Στα σιδερένια κρεβάτια Όταν το φως λιγοστεύει Τα ξημερώματα. (Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;) (Παρενθέσεις, 1949) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: Α. Ο Αναγνωστάκης ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών. Να αναφέρετε τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποίησης των ποιητών της γενιάς αυτής, τα οποία απαντώνται και στο συγκεκριμένο ποίημα. [ΜΟΝΑΔΕΣ 15] Β1. Η δομή του ποιήματος έχει τέσσερις συγκεκριμένους αρμούς. Να τους εντοπίσετε και να τους σχολιάσετε. [ΜΟΝΑΔΕΣ 20]

Β2. Ο Γ. Παγανός υποστήριξε ότι: «Ο χαρακτήρας της ποίησης του Αναγνωστάκη είναι εξομολογητικός, επεξεργάζεται μνήμες, βιώματα». Επαληθεύεται η παραπάνω άποψη από το ποίημα; [ΜΟΝΑΔΕΣ 20] Γ. «(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)»: Να σχολιάσετε τον παραπάνω στίχο και να αναφερθείτε στο λόγο για τον οποίο το ποίημα συγκαταλέγεται στα ποιήματα για την ποίηση. [ΜΟΝΑΔΕΣ 25] Δ. Το ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού εκφράζει την άποψη του ποιητή για το ρόλο της ποίησης. Ποια είναι η αντίληψη αυτή και με ποιο τρόπο επιτυγχάνεται; Μιχάλης Κατσαρός Όταν Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση να πλημμυρίζει τα σαλόνια όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω. Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη όταν ακούω να γελούν όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω. Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή θ ανοίξω το στόμα μου θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια οι νέοι έξαλλοι θ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα. ΤΡΙΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ: Α. Ο Αναγνωστάκης ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά και μάλιστα στην καλούμενη κοινωνική ή πολιτική ή αντιστασιακή ποίηση. Τα χαρακτηριστικά της ποίησης της συγκεκριμένης γενιάς είναι ο συλλογικός χαρακτήρας, αφού ταυτίζεται ο ποιητής με το λαό και εκφράζει την αντίστασή του ενάντια στον εξωτερικό εχθρό ή την ανελεύθερη εξουσία, τον αγωνιστικό και επαναστατικό τόνο στην ποίησή του, τη συντροφικότητα, τη ρομαντική πίστη στο όραμα. Οι αντιστασιακοί ποιητές προτιμούν το ρεαλιστικό αντίκρισμα της πραγματικότητας και προτάσσουν τον κοινωνικό ρόλο του δημιουργού. Επίσης, χαρακτηριστικά των μεταπολεμικών ποιητών, από άποψη κυρίως θεματικής, αποτελούν το γεγονός ότι μειώνονται οι ηρωικοί τόνοι, καταγράφεται η συμπόνια για το νεκρό αντίπαλο, την πείνα, τις εκτελέσεις, αλλά και αποχρωματίζονται κομματικά οι ήρωες. Δηλώνεται ένα στοιχείο έστω έμμεσο αμφισβήτησης. Αμφισβητείται η σκοπιμότητα της στρατευμένης τέχνης, επιζητείται η αυτονομία της Τέχνης, η ελεύθερη έκφραση και ο προβληματισμός πάνω σ αυτήν, χωρίς, βέβαια, να χάσει τον κοινωνικό της ρόλο. Έτσι, οι ποιητές αυτοί νιώθουν αδυναμία να παρακολουθήσουν με το έργο τους τις απαιτήσεις της εποχής, βρίσκοντας μάλιστα μια γλώσσα που θα διασφάλιζε την επικοινωνία με το λαό, χωρίς, παράλληλα, να υποβιβαστεί η αισθητική αξία του ποιητικού τους λόγου. Τέτοια χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι εύκολο κανείς να διακρίνει και στο ποίημα του Αναγνωστάκη. Αρχικά, παρατηρούμε ότι ο ποιητής ταυτίζεται με το λαό κι εκφράζει την αντίστασή του ενάντια στην κατάπιεστική εξουσία του δυνάστη. Αυτό είναι εμφανές από το όλο πνεύμα που διαπερνά το ποίημα. Ο ποιητής με αφορμή ένα ατομικό βίωμα, μέσα στις φοβερές φυλακές βαρυποινιτών του Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο) της Θεσσαλονίκης το 1949, αναφέρεται σε μια κατάσταση συλλογική που απασχολεί όλους, σε μια εποχή που οι κοινωνικές συνθήκες είναι εφιαλτικές, τον τελευταίο χρόνο του εμφυλίου. Η ζοφερή κατάσταση, μάλιστα, της εποχής του εμφυλίου αποτυπώνεται στο ποίημα με τις εικόνες των φίλων που φεύγουν και χάνονται, τις μακρινές φωνές της τρελής μάνας στους έρημους δρόμους, το κλάμα του παιδιού στην ερημιά, τα ερείπια που άφησε ο εμφύλιος σπαραγμός, τις τρυπημένες σάπιες σημαίες, τα σιδερένια κρεβάτια της φυλακής, το φως που λιγοστεύει τα ξημερώματα, εμπειρίες και βιώματα εφιαλτικά που ανάγονται σε συλλογικό επίπεδο.

Άλλο στοιχείο, που αποτελεί χαρακτηριστικό της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και απαντάται στο ποίημα του Αναγνωστάκη, είναι η έντονη συντροφικότητα που προβάλλεται. Ας μην παραβλέπουμε αρχικά τον τίτλο του ποιήματος. Ο τίτλος προσδιορίζει τον αποδέκτη του ποιητικού μηνύματος και το χρόνο. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο «Νίκος Ε...» είναι ο συναγωνιστής του ποιητή Νίκος Ευστρατιάδης. Σε προφορική δήλωσή του, ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανέφερε ότι το ποίημα αφιερώνεται στον πολιτικό του σύντροφο Νίκο Ευστρατιάδη. Συνεπώς, ο τίτλος είναι αφιέρωση προς ένα σύντροφο. Αλλά και αναφορές στο ποίημα, όπως «Φίλοι, Που φεύγουν, Που χάνονται μια μέρα», κάνουν έκδηλο το πνεύμα συντροφικότητας. Τέλος, άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ποιήματος που αποδεικνύει την ένταξη του Αναγνωστάκη στην πρώτη μεταπολεμική γενιά είναι η ρομαντική πίστη στο όραμα, στο χρέος του ποιητή. Το στοιχείο αυτό γίνεται έντονο προς το τέλος του ποιήματος με τον παρένθετο στίχο ρητορικό ερώτημα που εκφράζει το παραπάνω χρέος. Στον καταληκτικό αυτό στίχο, ο Αναγνωστάκης θέτει το ζήτημα της αποστολής των ποιητών σε συνθήκες παραβίασης κάθε έννοιας ανθρώπινου δικαιώματος. Αυτός ο στίχος τοποθετεί την ποίηση μπροστά στο χρέος που έχει, καθώς υποχρέωση των ποιητών και ασφαλώς και του ίδιου είναι να μη σιωπήσουν και να καταγγείλουν τα εγκλήματα του πολιτικού καθεστώτος και του εμφυλίου. Β1. Τέσσερα άναρθρα ουσιαστικά αποτελούν τους δομικούς αρμούς του ποιήματος. Ειδικότερα, με την αναφορά «Φίλοι» ο ποιητής αποδεικνύεται «φιλέταιρος». Προτάσσει την εικόνα και το αντίστοιχο θέμα της απώλειας των φίλων και των συντρόφων, οι οποίοι είτε σκοτώθηκαν στον πόλεμο είτε εκτελέστηκαν κατά τον εμφύλιο. Οι μορφές των φίλων μένουν χαραγμένες στη μνήμη του ποιητή, αφού μοιράστηκε μαζί τους κοινές ιδέες και κοινούς αγώνες για την ελευθερία της χώρας και την εδραίωση της δημοκρατίας. Μετά την αναφορά στους νεκρούς ο ποιητής αναφέρεται στους ζωντανούς με τις «Φωνές». Μακρινές φωνές ακούονται τη νύχτα, φωνές που η αγωνία της ατέλειωτης νύχτας τους δίνει συγκεκριμένη μορφή. Δύο οπτικοακουστικές εικόνες δίνουν το στίγμα της ζοφερής πραγματικότητας. Από τη μια πλευρά μια απελπισμένη μάνα τριγυρνά στους έρημους δρόμους φωνάζοντας απεγνωσμένα (αναζητώντας ή θρηνώντας το παιδί της) κι από την άλλη ένα εγκαταλελειμμένο παιδί κλαίει χωρίς απάντηση, καθώς κανείς δε βρίσκεται να το παρηγορήσει και να το προστατέψει.

Στη συνέχεια, έχουμε το τρίτο άναρθρο ουσιαστικό που εξυπηρετεί τη δομή του ποιήματος, τα «ερείπια». Αποτυπώνει την καταστροφή και την ερήμωση που προκάλεσε η αδελφοκτόνος σύγκρουση με μία μόνο λέξη. Οι υλικές καταστροφές, εκτός από τις χιλιάδες ανθρώπινες απώλειες, υπήρξαν ανυπολόγιστες. Χωριά λεηλατήθηκαν και ερημώθηκαν, πόλεις έγιναν το επίκεντρο αιματηρών οδομαχιών. Επί τρεις, τουλάχιστον, δεκαετίες ο ελληνικός λαός αντιμετώπιζε τις συνέπειες που συσσώρευσε ο εμφύλιος, σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Η τέταρτη εικόνα αναφέρεται στις εκτελέσεις των θανατοποινιτών, που γίνονταν τα ξημερώματα. Δομικά αυτό εξυπηρετείται με το στίχο «Εφιάλτες». Οι θανατοποινίτες ζουν τις εφιαλτικές στιγμές της τελευταίας τους νύχτας στα «σιδερένια κρεβάτια» των κελιών τους την ώρα που το φως της ζωής τους λιγοστεύει, δηλαδή τα ξημερώματα. Δημιουργεί, μάλιστα, ο στίχος μια σαφή νοηματική αντίθεση: κάθε πρωί, όταν το φως του ήλιου ανέτειλε για τον κόσμο, δηλαδή δυνάμωνε, οι θανατοποινίτες έβλεπαν να λιγοστεύει το φως της δικής τους ζωής. Ο ποιητής τους βλέπει να φεύγουν από το παράθυρο του κελιού και περιμένει τη σειρά του. Β2. Ο Γ. Παγανός υποστήριξε ότι ο χαρακτήρας της ποίησης του Αναγνωστάκη είναι εξομολογητικός, ότι επεξεργάζεται μνήμες, βιώματα. Το ίδιο το ποίημα επαληθεύει την παραπάνω άποψη από πλευράς μορφής αλλά και περιεχομένου. Όσον αφορά τη μορφή του ποιήματος παρατηρούμε ότι η γλώσσα εκφράζει την οδυνηρή ατμόσφαιρα της εποχής του εμφυλίου πολέμου, που έζησε ο ποιητής. Οι πιο χαρακτηριστικές λέξεις που δηλώνουν κάτι τέτοιο είναι οι ακόλουθες: «φεύγουν», «χάνονται», «νύχτα», «μακρινές», «τρελής», «έρημους», «κλάμα», «χωρίς απάντηση», «ερείπια», «τρυπημένες», «σάπιες», «εφιάλτες», «σιδερένια κρεβάτια», «λιγοστεύει». Το ύφος, εξάλλου, του ποιήματος είναι εξομολογητικό. Ο Αναγνωστάκης αποφασίζει να γράψει γιατί αισθάνεται την ανάγκη να επικοινωνήσει, να αποτυπώσει τον αντίκτυπο που έχουν στην ψυχή του οι δραματικές καταστάσεις του εμφυλίου σπαραγμού και να εκφράσει τον ψυχικό πόνο που γεννά η μοναξιά του κελιού και η αίσθηση του μελλοθανάτου. Το ύφος, επιπλέον, αποπνέει και ανθρωπιά, αφού ο ποιητής δείχνει ενδιαφέρον για την αγωνία των φυλακισμένων και θανατοποινιτών καθώς και για το σπαραγμό των παιδιών και των μανάδων που βιώνουν αυτές τις τραγικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Και, ακόμα, ανθρωπιά δηλώνει το ότι για όλα αυτά θα μιλήσει ο ποιητής με πόνο. Οι εικόνες περιγράφουν παραστατικά, επίσης, τη ζοφερή κατάσταση της εποχής του εμφυλίου: οι φίλοι που φεύγουν και χάνονται (εικόνα κινητική), οι μακρινές φωνές της τρελής μάνας στους έρημους δρόμους