Tμήμα Eπιστήμης Διαιτολογίας Διατροφής. Πτυχιακή Εργασία. Θέμα: Αξιολόγηση Φυσικής Δραστηριότητας σε Ενήλικες. Κόλλια Μαρία

Σχετικά έγγραφα
Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958

Μέλη ομάδας: Βασίλης Καρβέλας Κατερίνα Μανιαδάκη Τάσος Κελλάρης Ανδρέας Κατσαρός

Άσκηση, υγεία και χρόνιες παθήσεις

Άσκηση στο Σακχαρώδη Διαβήτη

Συντάχθηκε απο τον/την Παναγιώτης Θεoδωρόπουλος Δευτέρα, 31 Αύγουστος :22 - Τελευταία Ενημέρωση Παρασκευή, 13 Ιούνιος :48

Η ΑΝΤΟΧΗ ΣΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΜΗΤΡΟΤΑΣΙΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ UEFA B

Φυσική δραστηριότητα. Μάνου Βασιλική, Ph.D Διδάσκουσα στο ΤΕΦΑΑ Τρικάλων

ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΣΧ. ΕΤ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ

Τα οφέλη της άσκησης στην υγεία

I) ΒΗΜΑΤΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΙΟΥ

Προπόνηση δύναμης για δρομείς μεγάλων αποστάσεων

Η ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Άσκηση σε Κλινικούς Πληθυσμούς ΜΚ1118

Αποδεδειγμένα από ειδικούς και έρευνες, η καλύτερη προστασία απέναντι στο άγχος και την πίεση της καθημερινότητας είναι η άσκηση. Η προσωπική άσκηση

ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ. ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 1 ου ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ Α2 1 ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΙΑΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΠΑΡΡΑ ΕΛΕΟΝΩΡΑ

Φυσική δραστηριότητα των παιδιών

Μυϊκή αντοχή. Η σχέση των τριών κύριων µορφών της δύναµης (Weineck, 1990) ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΛΕΩΝΙΔΑ ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑΣ ΒΟΥΛΔΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΑΣ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Υπέρταση. Τι Είναι η Υπέρταση; Από Τι Προκαλείται η Υπέρταση; Ποιοι Είναι Οι Παράγοντες Κινδύνου Για Την Υπέρταση;

Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης

Στάση και Συμπεριφορά των Ευρωπαίων Οδηγών και άλλων Μετακινουμένων απέναντι στην Οδική Ασφάλεια

Σοφία Παυλίδου. 13 ο Μετεκπαιδευτικό Σεμινάριο Έδεσσα, Κυριακή, 12 Φεβρουαρίου 2012

ΙΑΤΡΟΦΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ/ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

Εφαρμοσμένη Αθλητική Εργοφυσιολογία

Αξιολόγηση φυσικής δραστηριότητας ασθενών Ν. Γελαδάς

Ιδέες για ένα σωστό πρωινό

Στοιχεία ενεργειακού μεταβολισμού. Αντωνία Ματάλα Σεπτέμβριος 2016

ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. Βασίλης Γιωργαλλάς Καθηγητής Φυσικής Αγωγής

Μεσογειακή Διατροφή Τι γνωρίζουμε για αυτή;

Υπολογισμός των ενεργειακών απαιτήσεων. Αντωνία Ματάλα Σεπτέμβριος 2017

Εφαρμοσμένη Αθλητική Εργοφυσιολογία

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Μαρία Καράντζα- Χαρώνη, MD, FAAP Διευθύντρια Ενδοκρινολογικής Κλινικής- Ιατρείου Ελέγχου Βάρους «Παίδων Μητέρα»

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ

Ο Βασικός μεταβολισμός εξαρτάται από ένα πλήθος παραγόντων όπως:

Τα Οφέλη των Προσαρμοσμένων Διατάσεων σε Καρέκλα στη Διάθεση Γυναικών με Ήπια Νοητική Διαταραχή

ΕΡΓΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΘΛΗΤΩΝ ΜΚ 913

ΦΑΤΟΥΡΟΣ Γ. ΙΩΑΝΝΗΣ, Ph.D. Created with Print2PDF. To remove this line, buy a license at:

ΟΡΕΙΝΗ ΠΟΔΗΛΑΣΙΑ. Υπεύθυνοι καθηγητές: Μπάρπας Κων/νος Αναστασιάδου Αντιγόνη

ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ & ΑΣΚΗΣΗ

Αρχικά θα πρέπει να προσδιορίσουμε τι είναι η παχυσαρκία.

Άσκηση και Καρδιοπάθειες

ή ί Ά ή ς ί ς ί ς ής

Πρόταση Εργομετρικής Αξιολόγησης παιδιών σε Ακαδημίες

ΕΡΓΟΜΕΤΡΙΑ. Τί είναι η εργομετρία;

ΚΑΡΔΙΑΚΟΙ ΚΤΥΠΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ

Θέμα. Σωματική Υγιεινή και. Παιδική Ανάπτυξη

24/1/ ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΩΡΑΙΟΚΑΣΤΡΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

Σχεδιασμός προγραμμάτων άσκησης με στόχο την προαγωγή της υγείας. 4. Άσκηση και καρδιοπάθειες Άσκηση και υπέρταση. 150

Μεταβολικές Ασθένειες & Άσκηση

ΕΝΟΤΗΤΑ Ι: ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. 1. Οφέλη και κίνδυνοι που συνδέονται με τη φυσική δραστηριότητα...39

Ερευνητική εργασία project. 2ο ΕΠΑΛ ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ ΤΜΗΜΑ: Α3 ΣΧ.ΕΤΟΣ «ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ;» Υποθέμα: ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ

δύναμη και προπόνηση δύναμης προπόνηση με βάρη

Νόσος του Αλτσχάιμερ και Σωματική Άσκηση. ~Φωτεινή Λέρα~ ~ΤΕΦΑΑ Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης~

και εφηβική ηλικία Πήδουλας Γεώργιος M.sc Γυμναστής Φυσικής κατάστασης ποδοσφαίρου

Νικηταράς Νικήτας αν. καθηγητής ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ»

Άσκηση στις αναπτυξιακές ηλικίες

Υγεία και Άσκηση Ειδικών Πληθυσμών ΜΚ0958. Περιεχόμενο

«Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες που επηρεάζουν την παχυσαρκία στην προσχολική ηλικία»

ΕΠΕΑΕΚ: ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΤΕΦΑΑ ΠΘ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

Στέργιος Ι. Τραπότσης Χειρουργός Ορθοπαιδικός Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ Διδάσκων ΤΕΦAΑ-ΠΘ

Θ. Λάππα 1, Α. Τσαγκάρη 1, Μ. Σταματοπούλου 1, Ν. Καραλιά 1, Δ. Στεφανή 2,, Κ. Κυρέ 2, Α. Δρόσος 2, Ι. Κυριαζής 3

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Σχεδιασμός, εφαρμογή και καθοδήγηση προγραμμάτων άσκησης

Σακχαρώδης Διαβήτης. Ένας σύγχρονος ύπουλος εχθρός

Χριστοδούλου Αλέξης Καθηγητής Φυσικής Αγωγής - Προπονητής Καλαθοσφαίρισης

Στυλιανή Ανή Χρόνη, Ph.D. Λέκτορας ΤΕΦΑΑ, ΠΘ, Τρίκαλα

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

ΕΡΓΟΜΕΤΡΙΑ. Διάλεξη 6 η. Βασίλειος Σπ. Τράνακας MSc Διαιτολόγος - Διατροφολόγος Καθ. Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού

ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΠΙΕΣΗ (Α.Π.)

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΩΝ & ΟΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ. ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Πέτρος Γαλάνης, MPH, PhD Εργαστήριο Οργάνωσης και Αξιολόγησης Υπηρεσιών Υγείας Τμήμα Νοσηλευτικής, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Καρδιακοί κτύποι στους εφήβους

ΣΥΧΝΕΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ. Άσκηση και τρίτη ηλικία Μάθημα Επιλογής Κωδικός: 005 Εαρινό εξάμηνο 2015

Εισαγωγή στην άσκηση με αντίσταση. Ισομετρική Ενδυνάμωση. Δρ. Φουσέκης Κων/νος. Καθηγητής Εφαρμογών. Kων/νος Φουσέκης, Καθηγητης Εφ.

34 ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΙΞΕΤΕ ΤΕΝΙΣ. Υγεία, fitness, διασκέδαση κάνουν τον αθλητισμό άριστη επιλογή.

ΑΣΚΗΣΗ ΥΓΕΙΑ ΖΩΝΤΑΝΙΑ

Αντοχή. Γρίβας Γεράσιμος

Αδραμερινά Άλκηστις Ειδικευόμενη Ιατρός Παιδιατρικής Κλινικής ΓΝ Δράμας

Π Α Π Α Γ Ι Α Ν Ν Η Ο.

ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΡΚΙΝΟΥ: ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ: ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΡΔΙΑΣ ΑΣΚΗΣΗ & ΚΑΡΔΙΑ

Άσκηση και Αποκατάσταση Νευρομυϊκών Προβλημάτων

Διάλεξη 12η Τραυματισμοί Νωτιαίου Μυελού

ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΣΤΗ ΝΕΑΡΗ ΗΛΙΚΙΑ

«Escape: Μια εκπαιδευτική Αθλητική Πρόκληση για την

ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ Η ΥΠΕΡΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΒΛΑΠΤΕΙ!

17/12/2007. Βασιλική Ζήση, PhD. Ποιότητα ζωής. Είναι ένα συναίσθημα που σχεδόν όλοι καταλαβαίνουμε, αλλά δεν μπορούμε να ορίσουμε (Spirduso, 1995)

ΓΡΙΒΑΣ Γ.

Ενεργειακή Δαπάνη Ηρεμίας

ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΙΟΥΝΙΟΣ 2009

Προπόνηση των άλλων φυσικών ικανοτήτων

ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΩΝ ΗΜΕΡΙΔΑΣ

ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ. Συνεργάτης ΤΕΙ ΛΑΡΙΣΑΣ. Τμήμα Νοσηλευτικής

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ Η ΟΜΑΔΑ ΜΑς : ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΗ, ΚΟΛΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΚΟΤΤΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΛΑΖΑΝΗ ΚΩΝ/ΝΑ Η ΥΠΕΥΘΥΝΗ

ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΜΕ ΣΑΚΧΑΡΩΔΗ ΔΙΑΒΗΤΗ ΤΥΠΟΥ 2.

Η υπέρταση στα παιδιά και στους εφήβους είναι συχνότερο φαινόμενο από ότι πιστεύουν οι περισσότεροι

ΗΥ-SPSS Statistical Package for Social Sciences 1 ο ΜΑΘΗΜΑ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘ. ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ Διδάσκων Τ.Ε.Φ.Α.Α., Π.Θ.

Transcript:

Tμήμα Eπιστήμης Διαιτολογίας Διατροφής Πτυχιακή Εργασία Θέμα: Αξιολόγηση Φυσικής Δραστηριότητας σε Ενήλικες Κόλλια Μαρία Επιβλέπων καθηγητής: Κάβουρας Σταύρος Τριμελής Επιτροπή Κάβουρας Σταύρος Γιαννακούλια Μαρία Νάσσης Γιώργος Αθήνα 2004

Στους εθελοντές αυτής της έρευνας, στη Μαρία Μαράκη και στην Αριστέα Γκιοξάρη για την πολύτιμη βοήθειά τους και στους σεβαστούς μου καθηγητές και γονείς, στους οποίους οφείλω πολλά.

Περίληψη Πολλές επιδημιολογικές έρευνες, έχουν πλέον καταδείξει την αξία της φυσικής δραστηριότητας στην διατήρηση της ευρωστίας στον άνθρωπο και στην αποφυγή πολλών χρόνιων νοσημάτων, όπως είναι ο διαβήτης, η υπέρταση και τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Πολλές μέθοδοι έχουν αναπτυχθεί για τη μέτρηση της φυσικής δραστηριότητας, μεταξύ των οποίων και η χρήση ερωτηματολογίων, που αποτελούν συχνά μέθοδο εκλογής από τους ερευνητές λόγω του χαμηλού τους κόστους και της ευκολίας χορήγησής τους σε μεγάλο αριθμό ατόμων. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να ελεγχθεί η εγκυρότητα του νεοσύστατου ερωτηματολογίου HPAQsh (Harokopio Physical Activity Questionnaire, short form), που αναπτύχθηκε από την ερευνητική ομάδα του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου για τη μέτρηση της φυσικής δραστηριότητας νεαρών ενηλίκων. Για τον έλεγχο αυτό έγινε σύγκριση των δεδομένων του ερωτηματολογίου με τον τριαξονικό επιταχυνσιογράφο RT3. Στην έρευνα συμμετείχαν 80 εθελοντές (38 άνδρες και 42 γυναίκες), ηλικίας από 18 έως 44 ετών. Όλοι οι εθελοντές φόρεσαν τον επιταχυνσιογράφο στη μέση τους, με τη βοήθεια κλιπ ή ειδικής ζώνης για 7 συνεχόμενες μέρες. Στο τέλος των 7 ημερών κάθε εθελοντής συμπλήρωσε ένα ερωτηματολόγιο HPAQ. Ο συντελεστής συσχέτισης Spearman μεταξύ του ερωτηματολογίου και του επιταχυνσιογράφου RT3, βρέθηκε ίσος με r = 0.829 για P = 0.00. Η συσχέτιση αυτή ήταν από τις μεγαλύτερες που έχει βρεθεί για ερωτηματολόγιο όταν συγκρίνεται με επιταχυνσιογράφο, καταδεικνύοντας ότι το HPAQ αποτελεί ένα εξαιρετικά έγκυρο εργαλείο κατάλληλο για να χρησιμοποιηθεί σε επιδημιολογικές μελέτες μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, περαιτέρω έρευνα είναι απαραίτητη για τον έλεγχο της εγκυρότητας του ερωτηματολογίου σε διαφορετικούς πληθυσμούς καθώς και με άλλες μεθόδους.

Εισαγωγή....1 Φυσική δραστηριότητα και υγεία...1 H επίδραση της φυσικής δραστηριότητας στην υγεία...2 Πόσο δραστήριοι πρέπει να είμαστε;..6 Η ορολογία της φυσικής δραστηριότητας...7 Άλλοι συχνά χρησιμοποιούμενοι όροι....9 Είδη φυσικής δραστηριότητας...12 Ευρωστία... 13 Είδη ευρωστίας..14 Τύποι άσκησης...15 Ευρωπαίοι και φυσική δραστηριότητα..16 Αμερικάνοι και φυσική δραστηριότητα....18 Η εκτίμηση της φυσικής δραστηριότητας σε άτομα και πληθυσμούς...19 Μέθοδοι μέτρησης της φυσικής δραστηριότητας..20 Αντικειμενικοί μέθοδοι μέτρησης της φυσικής δραστηριότητας.21 Διπλά Σημασμένο Νερό, ΔΣΝ (Doubly Labelled Water, DLW)..21 Έμμεση Θερμιδομετρία, ΕΘ (Indirect Calorimetry, IC)...23 Μετρητές της Καρδιακής Συχνότητας (Ηeαrt Rate Monitors, HRM)...23 Flex-Heart Rate (Flex-HR) Method...24 Βηματογράφοι (Pedometers).26 Επιταχυνσιογράφοι (Accelerometers)...26 Οι επιταχυνσιογράφοι σε έρευνες με ενήλικες... 30 Υποκειμενικές μέθοδοι μέτρησης της φυσικής δραστηριότητας..33 Ερωτηματολόγια (Questionnaires) 33 Ερωτηματολόγια που συμπληρώνονται από τον ίδιο τον ερωτώμενο (Self- Reported Questionnaires)...33 Ερωτηματολόγια που συμπληρώνονται μέσω συνέντευξης (intervieweradministered questionnaires). 34 Αναφορές με τη συμμετοχή αντιπροσώπου (proxy-reports).34 Ημερολόγια (Diaries).35 Ερωτηματολόγια φυσικής δραστηριότητας για ενήλικες 35 Σκοπός... 37 Μεθοδολογία........38 Αποτελέσματα.. 42 Συζήτηση..43 Βιβλιογραφία....46 Παραρτήματα

ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ Έχει πλέον αποδειχθεί πως η φυσική δραστηριότητα έχει πολλά και σημαντικά οφέλη για την υγεία του ανθρώπου. Δεν βοηθά μόνο στη γενικότερη φυσική ευεξία του ατόμου, αλλά συμβάλλει και στην προστασία από την εμφάνιση διαφόρων νοσημάτων. Το πού θα διοχετευθεί η ενέργεια που έχουμε πάρει από τις τροφές που καταναλώνουμε, εξαρτάται από το πόσο ασκούμαστε ή όχι. Είναι αξιοσημείωτο πως ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία δεν συναντάμε τόσα πολλά άτομα που να διάγουν καθιστική ζωή όσο στον σύγχρονο Δυτικό Κόσμο. Τα αρνητικά αποτελέσματα αυτών των εξελίξεων είναι ήδη εμφανή, κάνοντας επιτακτική την ανάγκη προώθησης ενός περισσότερου φυσικά δραστήριου τρόπου ζωής. H αναβολή ενός εύκολου πράγματος το κάνει δύσκολο, ενώ η αναβολή ενός δύσκολου πράγματος το κάνει ακατόρθωτο. George H. Lorimer

H επίδραση της φυσικής δραστηριότητας στην υγεία Σύμφωνα με πρόσφατη ανασκόπηση που πραγματοποιήθηκε από το CDC (Centers for Disease Control and Prevention), η φυσική δραστηριότητα και η υγεία σχετίζονται άμεσα σε πολλούς και ποικίλους τομείς. Συνολική Θνησιμότητα Υψηλότερα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας έχουν σχετιστεί με χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας τόσο για τους γηραιότερους όσο και για τους νεότερους ενήλικες. Ακόμα και εκείνοι που είναι μετρίως δραστήριοι σε τακτική βάση, έχουν χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας σε σχέση με εκείνους που είναι λιγότερο δραστήριοι. Καρδιαγγειακά Νοσήματα Η τακτική φυσική δραστηριότητα ή η καρδιαγγειακή ευρωστία μειώνουν τον κίνδυνο θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα και κυρίως από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η υπάρχουσα βιβλιογραφία δεν έχει καταλήξει όσον αφορά την σχέση μεταξύ της φυσικής δραστηριότητας και του εγκεφαλικού επεισοδίου. Η φυσική δραστηριότητα παίζει τον ίδιο ρόλο, όπως για παράδειγμα η αποχή από το κάπνισμα, στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης εμφράγματος του μυοκαρδίου. Η τακτική φυσική δραστηριότητα καθυστερεί την ανάπτυξη υπέρτασης και η άσκηση μειώνει την αρτηριακή πίεση σε άτομα με υπέρταση.

Καρκίνος Η τακτική φυσική δραστηριότητα έχει σχετιστεί με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέως εντέρου. Δεν υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ της φυσικής δραστηριότητας και του καρκίνου του ορθού. Επίσης τα δεδομένα δεν επαρκούν ώστε να βγουν συμπεράσματα για τη σχέση της φυσικής δραστηριότητας και του καρκίνου του ενδομητρίου, των ωοθηκών και των όρχεων. Παρά το μεγάλο αριθμό ερευνών στο πεδίο αυτό, τα υπάρχοντα δεδομένα δεν είναι σαφή όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της φυσικής δραστηριότητας και του καρκίνου του μαστού ή του προστάτη. Μη Ινσουλινοεξαρτώμενος Διαβήτης Η τακτική φυσική δραστηριότητα μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης μη ινσουλινοεξαρτώμενου διαβήτη. Οστεοαρθρίτιδα Η τακτική φυσική δραστηριότητα είναι απαραίτητη για την συντήρηση της φυσιολογικής μυϊκής δύναμης καθώς και της δομής και της λειτουργίας των αρθρώσεων. Στα κατάλληλα επίπεδα η φυσική δραστηριότητα δεν σχετίζεται με τραυματισμό των μυών ή την ανάπτυξη οστεοαρθρίτιδας και μπορεί να είναι ευεργετική για πολλά άτομα που πάσχουν από αρθρίτιδα.

Ο πρωταθλητισμός ίσως να συνδέεται με την ανάπτυξη οστεοαρθρίτιδας σε μεγαλύτερη ηλικία, αλλά ο πιθανότερος λόγος της εμφάνισής της είναι οι τραυματισμοί που σχετίζονται με την άθληση. Οστεοπόρωση Η άσκηση που απαιτεί τη μεταφορά βαρών είναι σημαντική για τη φυσιολογική ανάπτυξη του σκελετού κατά τη παιδική ηλικία και την εφηβεία και για την επίτευξη και συντήρηση της μέγιστης οστικής πυκνότητας στους νεαρούς ενήλικες. Δεν έχει καταστεί σαφές εάν οι ασκήσεις αντίστασης ή αντοχής μπορούν να μειώσουν τον αυξημένο ρυθμό με τον οποίο χάνουν οστική μάζα οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες απουσία θεραπείας αντικατάστασης οιστρογόνων. Πτώσεις Υπάρχουν δεδομένα που υποστηρίζουν πως οι ασκήσεις ανάπτυξης της μυϊκής δύναμης και άλλοι τύποι ασκήσεων σε γηραιότερα άτομα, συντηρούν τη δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και μειώνουν τον κίνδυνο πτώσης.

Παχυσαρκία Χαμηλά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας, που οδηγούν στη χρησιμοποίηση λιγότερων θερμίδων από τις καταναλισκόμενες, συμβάλλουν στην ανάπτυξη παχυσαρκίας. Είναι πιθανό η φυσική δραστηριότητα να επιδρά θετικά στην κατανομή του λίπους στο σώμα. Πνευματική Υγεία Η φυσική δραστηριότητα έχει δειχθεί ότι ανακουφίζει τα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους και βελτιώνει τη διάθεση. Η τακτική φυσική δραστηριότητα ίσως να μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης. Περαιτέρω έρευνα χρειάζεται στον τομέα αυτό. Ποιότητα Ζωής που Σχετίζεται με την Υγεία Η φυσική δραστηριότητα εμφανίζεται να βελτιώνει την ποιότητα ζωής που σχετίζεται με την υγεία, βελτιώνοντας τη ψυχική ισορροπία και τη λειτουργικότητα των ατόμων που η κακή κατάσταση της υγείας τους περιορίζει τις δραστηριότητές τους. Ανεπιθύμητες Επιπτώσεις Οι περισσότεροι μυοσκελετικοί τραυματισμοί που σχετίζονται με την άσκηση θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με την σταδιακή αύξηση του επιπέδου δραστηριότητας και την αποφυγή υπερβολικής άσκησης.

Σοβαρά καρδιαγγειακά επεισόδια μπορούν να προκύψουν κατά τη διάρκεια άσκησης, αλλά το καθαρό αποτέλεσμα από την τακτική φυσική δραστηριότητα είναι η μείωση του κινδύνου θνησιμότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα. Η έλλειψη άσκησης έχει τις ίδιες επιπτώσεις στην υγεία όσο και το κάπνισμα ενός πακέτου τσιγάρων την ημέρα Dr. Nick Bushing, College of Family Physicians of Canada Πόσο δραστήριοι πρέπει να είμαστε; Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δεδομένα (PAHO, 2002), συστήνεται στους ανθρώπους κάθε ηλικίας μία μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα (π.χ. γρήγορο περπάτημα) για 30 λεπτά τις περισσότερες ή όλες τις μέρες της εβδομάδας. Ωστόσο αναγνωρίζεται πως μεγαλύτερα οφέλη για την υγεία μπορούν να υπάρξουν από δραστηριότητα μεγαλύτερης έντασης και διάρκειας. Οι ειδικοί συμβουλεύουν άτομα που κάνουν καθιστική ζωή και επιθυμούν να ξεκινήσουν να ασκούνται, να αρχίσουν με άσκηση μέτριας έντασης και μικρής διάρκειας, αυξάνοντας σταδιακά την ένταση και την διάρκεια μέχρι να επιτευχθεί ο επιθυμητός στόχος. Επίσης οι ειδικοί συστήνουν στα άτομα που πάσχουν από χρόνια νοσήματα όπως καρδιοαγγειακά ή σακχαρώδη διαβήτη, να συμβουλεύονται κάποιον ειδικό πριν

ξεκινήσουν κάποιο πρόγραμμα φυσικής δραστηριότητας. Το ίδιο ισχύει και για άνδρες πάνω από την ηλικία των 40 και γυναίκες πάνω από την ηλικία των 50 ετών. Πρόσφατες συστάσεις από ειδικούς προτείνουν παράλληλα με τις ασκήσεις που αυξάνουν την καρδιοαναπνευστική αντοχή, να γίνονται και ασκήσεις που να αυξάνουν τη δύναμη τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα για τους ενήλικες, ώστε να βελτιωθεί η μυοσκελετική υγεία, να διατηρηθεί η αυτοεξυπηρέτηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και να μειωθεί ο κίνδυνος πτώσεων. Σημαντική παράμετρος Τα οφέλη από την άσκηση μειώνονται μέσα σε δύο εβδομάδες εάν η φυσική δραστηριότητα ελαττωθεί σημαντικά, ενώ εξαφανίζονται μέσα σε 2 με 8 μήνες εάν αυτή σταματήσει. Η ορολογία της φυσικής δραστηριότητας Στο σημείο αυτό θα ήταν σημαντικό να τονίσουμε ότι διαφορετικοί άνθρωποι χρησιμοποιούν κοινούς όρους εννοώντας διαφορετικά πράγματα. Συνεπώς για λόγους μεγαλύτερης ενάργειας παρατίθενται κάποιες σημαντικές και ευρέως χρησιμοποιούμενες έννοιες, όπως ορίσθηκαν από τους Caspersen et al. το 1985. Φυσική δραστηριότητα (Physical activity): ορίζεται κάθε κίνηση του σώματος που παράγεται από την συστολή των σκελετικών μυών και έχει ως αποτέλεσμα τη θερμιδική δαπάνη.

Άσκηση (Exercise): είναι μια υποκατηγορία της φυσικής δραστηριότητας και αποτελεί μια δραστηριότητα που είναι σχεδιασμένη, οργανωμένη και επαναλήψιμη. Σωματική ευεξία (Physical fitness): είναι μια σειρά από συμπεριφορές και χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη δυνατότητα που έχει κάποιος να είναι φυσικά δραστήριος. Καρδιοαναπνευστική ευρωστία (Cardio-respiratory fitness): είναι ένα συστατικό της σωματικής ευρωστίας, που σχετίζεται με την υγεία και τη δυνατότητα του κυκλοφορικού και του αναπνευστικού συστήματος να παρέχουν οξυγόνο κατά τη διάρκεια συνεχόμενης φυσικής δραστηριότητας.

Άλλοι συχνά χρησιμοποιούμενοι όροι Θερμίδες: Είναι μέτρο της ενέργειας που προέρχεται από το φαγητό. Είναι επίσης η ποσότητα της ενέργειας που απαιτείται ώστε να ανέβει η θερμοκρασία 1 γραμμαρίου νερού κατά 1 C (1000 θερμίδες = 1 χιλιοθερμίδα). Επειδή τα τρόφιμα κατά κανόνα αποδίδουν πολλές χιλιάδες θερμίδων ανά γραμμάριο, η μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ενέργειας που παρέχουν είναι το πολλαπλάσιο της θερμίδας, η χιλιοθερμίδα (kcal), γνωστή και ως Θερμίδα (Cal) (Ματάλα, 2000). Μεταβολικά Ισοδύναμα (ΜΕΤs-Metabolic equivalents): Το ΜΕΤ είναι μία μονάδα που αντιπροσωπεύει την ενεργειακή δαπάνη ηρεμίας. Οι δραστηριότητες κατηγοριοποιούνται ως πολλαπλάσια του ΜΕΤ ηρεμίας και κυμαίνονται από 0,9 (ύπνος) έως 18 ΜΕΤs (τρέξιμο με ταχύτητα 10,9 μίλια ανά ώρα). (Ainsworth et al., 1993; 2000). Σύμφωνα με την κωδικοποίηση σε ΜΕΤ οι δραστηριότητες κατατάσσονται σε: ΈΝΤΑΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕΤs ΕΛΑΦΡΑ <3 ΜΕΤΡΙΑ 3-6 ΕΝΤΟΝΗ >6 Βασικός Μεταβολικός Ρυθμός (BMR-Basic Metabolic Rate): Ο βασικός μεταβολισμός αντιπροσωπεύει την ελάχιστη ποσότητα ενέργειας που απαιτείται για τη διατήρηση του οργανισμού στη ζωή σε κατάσταση απόλυτης ανάπαυσης. Ο βασικός μεταβολικός

ρυθμός μετράται ενώ το άτομο είναι ξύπνιο, βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης ανάπαυσης και κατά προτίμηση λίγο μετά το πρωινό ξύπνημα και αφού έχουν παρέλθει τουλάχιστον 12 ώρες από τη λήψη τροφής. Ο βασικός μεταβολισμός περιλαμβάνει την ενέργεια που απαιτείται για βιοσύνθεση, την ενεργή μεταφορά μορίων και ιόντων κατά μήκος των βιομεμβρανών, τον καρδιακό παλμό, την αναπνοή και τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος. (Ματάλα, 2000). Δείκτης Μάζας Σώματος (BMI-Body Mass Index): Ο δείκτης μάζας σώματος αποτελεί έναν εύχρηστο και αξιόπιστο τρόπο προσδιορισμού του επιθυμητού σωματικού βάρους και ισούται με το πηλίκο του βάρους ενός ατόμου σε kg προς το τετράγωνο του ύψους του σε m 2. BMI = Βάρος (kg)/ [Ύψος (m)] 2 Οι επιθυμητές τιμές του δείκτη μάζας σώματος κυμαίνονται μεταξύ 18,5 και 25 kg/ m 2. Τιμές ΒΜΙ μεγαλύτερες του 30, υποδηλώνουν παχύσαρκο άτομο. (Ματάλα, 2000). Επίπεδα Φυσικής Δραστηριότητας (PAL-Physical Activity Levels): Οι συντελεστές PAL αναπτύχθηκαν μετά από έρευνες με διπλά σημασμένο νερό (DLW) και χρησιμοποιούνται για τον έμμεσο υπολογισμό των ενεργειακών δαπανών ενός ατόμου με τη βοήθεια κατάλληλων εξισώσεων (Mahan KL and Escott-Stump S.,

2000). Οι συντελεστές αυτοί, χρησιμοποιούνται για να δείξουν τι πολλαπλάσιο του βασικού μεταβολικού ρυθμού (BMR) ενός ατόμου είναι οι ενεργειακές του δαπάνες με βάση το πόσο δραστήριο είναι το άτομο αυτό. Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται περιληπτικά τα PAL που χρησιμοποιούνται για διαφορετικού τύπου συμπεριφορές. Τύπος ημερήσιας δραστηριότητας PAL Καθιστική ζωή 1.2 Ελαφρά Δραστηριότητα 1.4 Μέτριας έντασης δραστηριότητα 1.6 Έντονη Δραστηριότητα 1.7-2.2 Όταν εξετάζουμε τη φυσική δραστηριότητα, είναι πολύ σημαντικό να έχουμε υπόψη μας τα εξής (Paffenbarger et al., 1993): 1) Η άσκηση είναι μια φυσιολογική σωματική λειτουργία. 2) Η καθιστική ή η ληθαργική συμπεριφορά είναι πρόσφατες εξελίξεις του σύγχρονου τρόπου ζωής και δεν αποτελούν ιστορικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους. 3) Η δυνατότητα να είναι κανείς φυσικά δραστήριος, είτε αυτή προσδιορίζεται από την συνολική ενεργειακή δαπάνη είτε από την ένταση της άσκησης, απαιτεί ένα επίπεδο σωματικής ευρωστίας και την απουσία ασθενειών που περιορίζουν την κίνηση.

4) Μεγάλος αριθμός ατόμων στις σύγχρονες κοινωνίες είναι σε τέτοιο σημείο φυσικά αδρανής, ώστε να είναι δυνατόν να εμφανιστούν συμπτώματα γενικότερης εξασθένησης καθώς και χρόνια νοσήματα απειλητικά για τη ζωή. 5) Ένας φυσικά δραστήριος τρόπος ζωής μπορεί να επιφέρει μείωση σε βλαβερές για την υγεία συνήθειες, όπως το κάπνισμα, την κατάχρηση αλκοόλ, την κακή ρύθμιση του σωματικού βάρους, την κακή διατροφή, την άσχημη ψυχολογική κατάσταση, οι οποίες από μόνες τους μπορούν να αποβούν απειλητικές τόσο για την ποιότητα της ζωής όσο και για το προσδόκιμο επιβίωσης. Είδη φυσικής δραστηριότητας Αερόβια: ελαφρά έως έντονη φυσική δραστηριότητα που απαιτεί περισσότερο οξυγόνο από την καθιστική συμπεριφορά και έτσι ευνοεί την καρδιαγγειακή ευρωστία και έχει ευεργετική επίδραση στην υγεία (π.χ. σχοινάκι, ποδήλατο, κολύμβηση, τρέξιμο, ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ). Αναερόβια: έντονη φυσική δραστηριότητα μικρής διάρκειας, που απαιτεί την παραγωγή ενέργειας απουσία επαρκούς ποσότητας οξυγόνου. Οι ενεργειακές αποθήκες ξαναγεμίζουν κατά τη διάρκεια που το άτομο επανέρχεται από την άσκηση. Η αναερόβια δραστηριότητα (π.χ. σπριντ σε αγώνα δρόμου, κολύμβηση, ποδήλατο) απαιτεί μέγιστη προσπάθεια σε μικρό χρονικό διάστημα.

Καθημερινή φυσική δραστηριότητα: φυσική δραστηριότητα που πραγματοποιείται σε καθημερινή βάση (π.χ. περπάτημα, ανεβοκατέβασμα σκαλοπατιών, σκούπισμα, σφουγγάρισμα), η οποία είναι συνήθως χαμηλής έως μέτριας έντασης. Φυσική δραστηριότητα παιχνιδιού: Παιχνίδι που απαιτεί σημαντική ενεργειακή δαπάνη (π.χ. σχοινάκι, κυνηγητό). Ψυχαγωγική φυσική δραστηριότητα: φυσική δραστηριότητα η οποία απαιτεί σημαντική ενεργειακή κατανάλωση και έχει ως κύριο σκοπό τη ψυχαγωγία (π.χ. ποδόσφαιρο, αναρρίχηση). Αθλητική φυσική δραστηριότητα: φυσική δραστηριότητα που περιλαμβάνει ανταγωνισμό, βαθμολογία, κανόνες και το αποτέλεσμά της δεν μπορεί να προβλεφθεί. Τα αθλήματα συνήθως τα χωρίζουμε σε διάφορες κατηγορίες, όπως ατομικά (π.χ. ενόργανη γυμναστική), με δύο παίκτες (π.χ. τένις) και ομαδικά (π.χ. μπάσκετ). Φυσική δραστηριότητα μετακίνησης του σωματικού βάρους: φυσική δραστηριότητα που απαιτεί από τα άτομα τη μετακίνηση του βάρους τους (π.χ. σχοινάκι, περπάτημα, ενόργανη, βόλεϊ) και συμβάλλει στην ανάπτυξη υγιών οστών στα παιδιά και στους εφήβους. Σημείωση:

Η φυσική δραστηριότητα προσδιορίζεται από τη διάρκεια, την ένταση και τη συχνότητα: Διάρκεια είναι ο χρόνος που καταναλώνει το άτομο για να εκτελέσει μια φυσική δραστηριότητα. Ένταση είναι ο ρυθμός της ενεργειακής κατανάλωσης. Συχνότητα είναι ο αριθμός των επαναλήψεων μιας συγκεκριμένης φυσικής δραστηριότητας μέσα σε ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. 1 εβδομάδα). Ευρωστία Η άσκηση έχει ευεργετικές επιδράσεις στους ανθρώπους όλων των ηλικιών. Η φυσική δραστηριότητα συμβάλλει στην ευρωστία, μία κατάσταση στην οποία οι φυσικές επιδόσεις των ατόμων βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής τους. Kαρδιοαναπνευστική ευρωστία είναι η ικανότητα του κυκλοφορικού και του αναπνευστικού συστήματος του ανθρώπου να προμηθεύουν τον οργανισμό την απαραίτητη ενέργεια για την πραγματοποίηση των διαφόρων δραστηριοτήτων. Είδη ευρωστίας Φυσική ευρωστία: Ένα σύνολο φυσικών επιδόσεων, που σχετίζονται με την ικανότητα ενός ατόμου να πραγματοποιεί διάφορες δραστηριότητες με επιτυχία, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο τραυματισμού. Φυσική ευρωστία που σχετίζεται με την υγεία: ένα επίπεδο υγείας που μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης

ασθενειών που σχετίζονται με την καθιστική ζωή. Εδώ περιλαμβάνεται η καρδιοαναπνευστική αντοχή η μυϊκή δύναμη και αντοχή, η ευλυγισία και η ισορροπημένη σύσταση σώματος. Φυσική ευρωστία που σχετίζεται με τις ικανότητες: συνηθισμένοι παράμετροι της υγείας (π.χ. ευλυγισία, ισορροπία, συντονισμός, ταχύτητα, δύναμη, αντανακλαστικά) που διευκολύνουν την συμμετοχή σε αθλήματα και άλλες δραστηριότητες. Τύποι άσκησης Καλλισθενική: ισοτονική άσκηση που επιβαρύνει τους μυς (π.χ. πους απς, πλευρική ανύψωση των κάτω άκρων) αναγκάζοντάς τους να λειτουργήσουν σε ανώτερο επίπεδο από το συνηθισμένο. Ευλυγισίας: άσκηση που έχει σχεδιαστεί ώστε να τεντώνει τους μυς και τους τένοντες ώστε να αυξηθεί η ευλυγισία και το εύρος των κινήσεων (π.χ. προσπάθεια να αγγίξει κανείς το πάτωμα με τα χέρια ενώ τα πόδια παραμένουν αλύγιστα, τέντωμα του ενός

χεριού ψηλά και λύγισμα του κορμού προς την αντίθετη πλευρά). Συγκεκριμένες ασκήσεις ευλυγισίας χρειάζεται να πραγματοποιηθούν για κάθε μέλος του σώματος. Ισοκινητική: ασκήσεις μυϊκής ευρωστίας στις οποίες συνήθως ελέγχεται η ταχύτητα της κίνησης ώστε να είναι δυνατή η καταβολή της μέγιστης δύναμης σε όλο το εύρος της κίνησης. Ισομετρική: άσκηση μυϊκής ευρωστίας που για την πραγματοποίησή της πρέπει η ποσότητα της δύναμης να ισοδυναμεί με την ποσότητα της αντίστασης (π.χ. άσκηση πίεσης με τα χέρια σε τοίχο). Ισοτονική: άσκηση μυϊκής ευρωστίας (π.χ. άρση βαρών) κατά την οποία η ποσότητα της δύναμης που ασκείται είναι σταθερή σε όλο το εύρος της κίνησης και περιλαμβάνει μυϊκές συστολές και διαστολές. Μυϊκής ευρωστίας: άσκηση που είναι σχεδιασμένη ώστε να αυξάνει τη μυϊκή δύναμη και αντοχή. Συνηθισμένα είδη ασκήσεων μυϊκής ευρωστίας περιλαμβάνουν ισοκινητικές, ισομετρικές και ισοτονικές ασκήσεις. Συγκεκριμένες ασκήσεις χρειάζεται να πραγματοποιηθούν για κάθε μεγάλη ομάδα μυών. ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα με την έρευνα των Martinez-Gonzalez et al., 2001, που έγινε σε 15 ευρωπαϊκές χώρες, είχαμε τα ακόλουθα αποτελέσματα. Οι χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα αυτή ήταν οι εξής: Αυστρία Βέλγιο Γαλλία Γερμανία Δανία Ελλάδα Ιρλανδία Ισπανία Ιταλία Λουξεμβούργο Μεγάλη Βρετανία Ολλανδία Πορτογαλία Σουηδία Φινλανδία Στην έρευνα συμμετείχαν περίπου 1000 ενήλικες από κάθε χώρα, Συνολικά 15.239 άτομα, ηλικίας 15 ετών και άνω. Τα άτομα αυτά συμπλήρωσαν μέσω συνέντευξης ένα ερωτηματολόγιο που μετρούσε την φυσική δραστηριότητα, το σωματικό βάρος και την κατάσταση υγείας. Το μέγεθος της φυσικής δραστηριότητας, κατά την διάρκεια του ελεύθερου χρόνου, εκτιμήθηκε με την βοήθεια των μεταβολικών ισοδυνάμων (ΜΕΤ s) για κάθε δραστηριότητα. Οι βόρειες χώρες έδειξαν να έχουν μεγαλύτερα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας από τις νότιες (Πίνακας 1). Υψηλότερα επίπεδα δραστηριότητας παρουσίασε η Φινλανδία (91,1%) ενώ χαμηλότερα η Πορτογαλία (40,7%). Στην Ελλάδα η άσκηση κάποιας φυσικής δραστηριότητας στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου εκτιμήθηκε στο 60,4% του πληθυσμού. Οι άνδρες ήταν περισσότερο φυσικά δραστήριοι από τις γυναίκες, σε χρόνο και ένταση. Και στα δύο φύλα υπήρξε μεγαλύτερη θετική συσχέτιση μεταξύ της φυσικής δραστηριότητας με τους μη-καπνιστές και το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο. Επίσης, βρέθηκε αρνητική συσχέτιση μεταξύ της φυσικής δραστηριότητας και του δείκτη μάζας σώματος ( BMI).

Πίνακας 1 % Φ.Δ. - ΕΥΡΩΠΗ Μεγάλη Βρετανία Σουηδία Ισπανία Πορτογαλία Ολλανδία Λουξεμβούργο Ιταλία Ιρλανδία Ελλάδα Γερμανία Γαλλία Φινλανδία Δανία Βέλγιο Αυστρία 0 20 40 60 80 100 Από την έρευνα φάνηκε πως τα επίπεδα της φυσικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου είναι χαμηλά, ενώ υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των διαφόρων χωρών. Τα αποτελέσματα αυτά για τον ευρωπαϊκό πληθυσμό, είναι παρόμοια με τις εκτιμήσεις που έχουν γίνει για τους κατοίκους των Ηνωμένων Πολιτειών. Η έρευνα αυτή αποτελεί ένα πρώτο βήμα για να προσδιοριστούν οι στρατηγικές που θα πείσουν τον πληθυσμό να αυξήσει την φυσική του δραστηριότητα. ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα που έχει δημοσιεύσει το CDC (Centers for Disease Control and Prevention) για τους Αμερικανούς ενήλικες, έχουμε τα ακόλουθα στοιχεία: 1) Περίπου το 15% των Αμερικανών συμμετέχει σε έντονη φυσική δραστηριότητα (από 3 φορές την εβδομάδα τουλάχιστον για 20 λεπτά) κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου τους.

2) Περίπου το 22% του ενήλικου πληθυσμού ασκείται τακτικά (5 φορές την εβδομάδα για 30 λεπτά τουλάχιστον)κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου τους. 3) Περίπου το 25% των ενηλίκων δεν ανέφερε καμία φυσική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου τους. 4) Η έλλειψη φυσικής δραστηριότητας είναι συνηθέστερη στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες, στους μαύρους και τους Ισπανούς σε σχέση με τους λευκούς και στους ασθενέστερους οικονομικά σε σχέση με τους πιο ευκατάστατους. 5) Οι πιο δημοφιλείς φυσικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου είναι το περπάτημα και η κηπουρική. Η εκτίμηση της φυσικής δραστηριότητας σε άτομα και πληθυσμούς Γιατί χρειάζεται μεγαλύτερη ακρίβεια στους τρόπους μέτρησης της Φ.Δ. Απλές επιδημιολογικές έρευνες της φυσικής δραστηριότητας, έχουν αποδειχτεί επαρκείς στο να καταδείξουν την σχέση της με πολλά χρόνια νοσήματα.. Παρόλα αυτά σπάνια κατατάσσουν τη φυσική δραστηριότητα σε διάφορες κατηγορίες, ώστε να έχουν καλύτερη αξιολόγηση της δραστηριότητας και των αποτελεσμάτων της. Το να ρίξουμε

περισσότερο φως στο προστατευτικό ρόλο της άσκησης ως προς την εκδήλωση νοσημάτων θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα προς την ανάπτυξη μιας σωστής παρεμβατικής πολιτικής στον τομέα της δημόσιας υγείας. Αυτή η ακρίβεια μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αξιόπιστα και έγκυρα εργαλεία μέτρησης που να εκτιμούν αντικειμενικά και ποσοτικά το επίπεδο της φυσικής δραστηριότητας, που απαιτείται ώστε να έχουμε συγκεκριμένο θετικό αντίκτυπο στην υγεία του ανθρώπου. Επίσης ο συνδυασμός διαφόρων εγκύρων μεθόδων θα οδηγούσε στην καλύτερη εκτίμηση της φυσικής δραστηριότητας και αποτελεί ένα σημαντικό πεδίο για έρευνα. Στον παρακάτω πίνακα παρατίθενται 5 λόγοι που καθιστούν σημαντική τη βελτίωση των μεθόδων εκτίμησης της φυσικής δραστηριότητας στις επιδημιολογικές μελέτες (Wareham and Rennie, 1998). Για τον εντοπισμό του χαρακτηριστικού εκείνου της φυσικής δραστηριότητας, που είναι σημαντικό για ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα στην υγεία. Για να εκτιμηθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια το μέγεθος του αποτελέσματος. Για να γίνουν διασταυρούμενες πολιτισμικές συγκρίσεις. Για την παρακολούθηση παροδικών τάσεων όσον αφορά τη φυσική δραστηριότητα. Για την παρακολούθηση του αποτελέσματος κάθε παρέμβασης. Πρόσφατα, μια επιτροπή ειδικών της υγείας (National Institutes of Health Expert Panel) εξέφρασε την ανησυχία της για την αποτυχία παλαιότερων ερευνών να παρέχουν

αξιόπιστες εκτιμήσεις της φυσικής δραστηριότητας (Wing, 1999) εξαιτίας κυρίως των δυσκολιών μέτρησης της φυσικής δραστηριότητας σε πραγματικές συνθήκες.(meijer et al, 1991). Είναι πλέον εμφανής η ανάγκη για καινούργια και καλύτερα εργαλεία εκτίμησης της φυσικής δραστηριότητας, που να αξιολογούν τη φυσική δραστηριότητα στην καθημερινή ζωή των ατόμων, του αντίκτυπου των περιβαλλοντικών αλλαγών και των προγραμμάτων παρέμβασης από φορείς της δημόσιας υγείας στον τομέα αυτό. Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των χρησιμοποιούμενων μεθόδων για την μέτρηση της φυσικής δραστηριότητας, έχει καταστεί δύσκολη για τους ερευνητές η επιλογή του καταλληλότερου τρόπου μέτρησής της στην κάθε περίπτωση (Schutz et al., 2001). Γι αυτόν το λόγο είναι σημαντική η κατηγοριοποίηση και η αξιολόγηση των διαφόρων σύγχρονων μεθόδων. ΔΙΠΛΑ ΣΗΜΑΣΜΕΝΟ ΝΕΡΟ, ΔΣΝ (DOUBLY LABELLED WATER, DLW) Το 1985, οι επιτροπές FAO/WHO/UNU που ασχολούνται με την κατανάλωση ενέργειας πρότειναν οι ενεργειακές απαιτήσεις να βασίζονται σε εκτιμήσεις της ενεργειακής δαπάνης και όχι της ενεργειακής πρόσληψης. Ωστόσο η μέτρηση της ενεργειακής δαπάνης αποτέλεσε ένα επίπονο έργο, εξαιτίας της δυσκολίας εκτίμησης της φυσικής δραστηριότητας, που αποτελεί το πιο ευμετάβλητο συστατικό της ημερήσιας ενεργειακής δαπάνης. Στο πρόβλημα αυτό δόθηκε μια πολύ ικανοποιητική λύση στις αρχές του 1950 από τον Nathan Lifson (Lifson and McClintock, 1966), που ανέπτυξε τη τεχνική του ΔΣΝ.

Μέθοδος: Με αυτή τη μέθοδο, χορηγείται από το στόμα μία ποσότητα νερού το οποίο είναι σημασμένο με δευτέριο ( 2 Η) και 18 Ο. Τις επόμενες 5 με 14 μέρες το δευτέριο αποβάλλεται από το σώμα με τη μορφή νερού, ενώ το 18 Ο αποβάλλεται από το σώμα με τη μορφή νερού και CO 2. Κάτω από σταθερές συνθήκες η διαφορά μεταξύ των δύο ποσοστών ελάττωσης ισοδυναμεί με τη συνολική παραγωγή του CO 2. Έπειτα η ενεργειακή κατανάλωση υπολογίζεται από το παραγόμενο CO 2 με τη χρήση εξισώσεων της έμμεσης θερμιδομετρίας. Το πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι ότι δε χρειάζεται να γίνει συλλογή του εκπνεόμενου CO 2, αλλά απλή περιοδική συλλογή ούρων ώστε να προσδιοριστεί το ποσοστό του σταθερού ισοτόπου που έχει απομείνει στο σώμα. Συνεπώς οι συμμετέχοντες μπορούν να κινούνται ελεύθερα και να ασχολούνται με τις συνηθισμένες τους δραστηριότητες. Πλεονεκτήματα: Είναι μη επεμβατική μέθοδος. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί εύκολα σε εθελοντές, που εξετάζονται σε φυσιολογικές συνθήκες, για μία περίοδο 4-20 ημερών. Έχει ελάχιστες παρενέργειες και η ακρίβειά της στη θερμιδική κατανάλωση των ενηλίκων υπολογίζεται ότι απέχει από την πραγματική μόλις 3-4% (Shoeller et al., 1984). Μειονεκτήματα: 1) Τα ισότοπα είναι δύσκολο να τα πάρουμε, πολύ ακριβά (το κόστος μπορεί να φτάσει και τα 1800$ ανά άτομο; Irwin et al., 2001) και συνεπώς ακατάλληλα για μεγάλες μελέτες. 2) Πρέπει να κρατούνται ακριβή ημερολόγια κατανάλωσης τροφίμων κατά τη διάρκεια της μέτρησης των ενεργειακών δαπανών. 3) Μετρήσεις μπορούν να ληφθούν το λιγότερο μετά την πάροδο τριών ημερών (Klein et al, 1984), συνεπώς είναι δυνατή μόνο η μέτρηση της συνολικής ενεργειακής

κατανάλωσης. Επομένως, με αυτή τη μέθοδο είναι αδύνατο να διερευνηθούν ημερήσιες ή ωριαίες ενεργειακές δαπάνες (Sirard and Pate, 2001). Εφαρμογές: Η μέθοδος του ΔΣΝ έχει χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση των ενεργειακών απαιτήσεων σε βρέφη, παιδιά, ενήλικες άνδρες και γυναίκες σε διάφορες συνθήκες, από συνθήκες πλήρους ανάπαυσης έως συνθήκες ακραίων σωματικών ασκήσεων. Επίσης η μέθοδος αυτή έχει χρησιμοποιηθεί για την μέτρηση των ενεργειακών απαιτήσεων ασθενών. Επιπλέον το ΔΣΝ έχει χρησιμοποιηθεί και για την εκτίμηση των ενεργειακών απαιτήσεων παχύσαρκων ατόμων. (Shoeller, 1999). ΕΜΜΕΣΗ ΘΕΡΜΙΔΟΜΕΤΡΙΑ, ΕΘ (INDIRECT CALORIMETRY, IC) Μέθοδος: Με τη βοήθεια ειδικού μηχανήματος μετράται η κατανάλωση Ο 2 και η παραγωγή CO 2. Πλεονεκτήματα: Η ΕΘ κατά τη διάρκεια ανάπαυσης ή άσκησης θεωρείται ακριβής και αξιόπιστη μέθοδος μέτρησης της ενεργειακής δαπάνης για χρονικά διαστήματα περιορισμένης διάρκειας. Μειονεκτήματα: Η μέθοδος αυτή, εξαιτίας των μηχανημάτων που απαιτούνται για τις μετρήσεις τα οποία δε μεταφέρονται εύκολα, αδυνατεί να μετρήσει τη φυσική δραστηριότητα σε πραγματικές συνθήκες. Συνεπώς έχει περιορισμένες εφαρμογές σε επιδημιολογικές μελέτες (Sirard and Pate, 2001). Εφαρμογές: Έχει χρησιμοποιηθεί για να μετρήσει την αξιοπιστία μετρητών της καρδιακής συχνότητας, βηματoγράφων και επιταχυνσιογράφων (Sallis et al., 1990; Eston et al., 1998; Bitar et al, 1996).

ΜΕΤΡΗΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ (ΗΕΑRT RATE MONITORS, HRM) Μέθοδος: Στηρίζεται στη γραμμική σχέση (μέχρι ενός σημείου) μεταξύ της καρδιακής συχνότητας (ΚΣ) και της ενεργειακής κατανάλωσης (ΕΚ) (κατανάλωση οξυγόνου (VO 2 )) (Spurr et al, 1988). Η μέθοδος αυτή μπορεί να δώσει αποτελέσματα μεγαλύτερης ακρίβειας,,όταν η σχέση μεταξύ της ΕΚ και της ΚΣ προσδιοριστεί ξεχωριστά για κάθε άτομο. Τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτής της μεθόδου είναι (Schutz et al., 2001): Πλεονεκτήματα: Είναι μη επεμβατική μέθοδος, απαιτεί ελάχιστη πειραματική επιβάρυνση και το κόστος της τη καθιστά κατάλληλη για μελέτες μικρού έως μέτριου μεγέθους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση της φυσικής δραστηριότητας σε πραγματικές συνθήκες (Spurr et al., 1997). Δίνει αρκετά αξιόπιστα αποτελέσματα (Strath et al., 2000; 2001; Ekelund et al., 2002). Μειονεκτήματα: 1) Η γραμμική συσχέτιση μεταξύ της ΕΚ και της ΚΣ παύει να υφίσταται στα επίπεδα ηρεμίας και στα πολύ υψηλά επίπεδα δραστηριότητας (κοντά στη μέγιστη κατανάλωση οξυγόνου VO 2max ). 2) Η σχέση μεταξύ της ΕΚ και της ΚΣ έχει δειχθεί να έχει σημαντική διακύμανση από άτομο σε άτομο. Με άλλα λόγια, εξαιτίας της διαφορετικής ευρωστίας και του γενετικού υποβάθρου κάθε ατόμου η σχέση αυτή δεν είναι ίδια για όλους. 3) Η ΚΣ επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες πέρα από την κίνηση του σώματος. Ψυχολογικό και περιβαλλοντικό στρες, η καφεΐνη και άλλες ουσίες, η ώρα της ημέρας, η

θέση του σώματος, κ.ά. μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την ΚΣ (Livingstone et al., 1992, Parker et al., 1989 & Maas et al., 1989). Ως αποτέλεσμα, η καταγραφή της ΚΣ μπορεί να έχει αρκετές διακυμάνσεις και να προσφέρει μη αξιόπιστες εκτιμήσεις της ενεργειακής κατανάλωσης (Maffeis et al., 1995, Davidson et al., 1997 & McCrory et al., 1997). FLEX-HEART RATE (flex-hr) METHOD Στη δεκαετία του 1980 ο Spurr και οι συνεργάτες του, εντοπίζοντας τα προβλήματα της μέτρησης της ΚΣ σε σχέση με την ΕΚ, ανέπτυξαν μια νέα μέθοδο γνωστή ως flex-hr. Αυτή η μέθοδος περιλαμβάνει τη χρήση των ξεχωριστών για κάθε άτομο σχέσεων μεταξύ της ΚΣ και της ΕΚ. Έτσι για κάθε άτομο μετράται η ΚΣ και η ΕΚ σε συνθήκες ανάπαυσης και σε υπολειπόμενα του μεγίστου προγράμματα άσκησης. Σκοπός είναι να προσδιοριστούν οι ουδοί που διακρίνουν την ΕΚ σε κατάσταση ηρεμίας και σε κατάσταση πολύ έντονης άσκησης (Spurr, 1990). Αυτό το σημείο διαφοροποίησης είναι γνωστό ως το flex-hr, που τυπικά προσδιορίζεται ως ο μέσος όρος της υψηλότερης τιμής ΚΣ ανάπαυσης και της χαμηλότερης τιμής ΚΣ έντονης άσκησης. Για ΚΣ μεγαλύτερες από το σημείο flex, ο υπολογισμός της ΕΚ στηρίζεται σε ατομικές γραμμικές συσχετίσεις της ΚΣ και της ΕΚ που αντιστοιχεί στις τιμές της άσκησης. Για ΚΣ μικρότερες ή ίσες του σημείου flex, η ΕΚ προσδιορίζεται από το μέσο όρο των τριών στάσεων ανάπαυσης (Spurr et al, 1988). Με αυτόν τον τρόπο επιλύεται το πρόβλημα της μη γραμμικής συσχέτισης μεταξύ της ΚΣ και της ΕΚ σε πολύ χαμηλά ή σε πολύ υψηλά επίπεδα δραστηριότητας.

Η μέθοδος αυτή σε σχέση με την έμμεση θερμιδομετρία έχει βρεθεί ότι είναι αρκετά ακριβής σε ομαδικό επίπεδο (±2-3%). Σε ατομικό επίπεδο η απόκλιση ήταν μεγαλύτερη (15-20%) (Spurr et al, 1998). Πλεονεκτήματα: Είναι αρκετά ακριβής μη επεμβατική μέθοδος, απαιτεί ελάχιστη επιβάρυνση όσον αφορά τον ερευνητή και τους συμμετέχοντες και το κόστος της την καθιστά εύχρηστη για μελέτες μικρού έως μέτριου μεγέθους. (Wareham and Rennie, 1998; Leonard et al.,2003). Μειονεκτήματα: Η μέθοδος αυτή απαιτεί τον υπολογισμό των ατομικών ΚΣ/VO2 ώστε να αποφευχθούν λάθη από την ανάμιξη ψυχολογικών ή περιβαλλοντικών στρεσογόνων παραγόντων (Sirard and Pate, 2001). ΒΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ (PEDOMETERS) Οι βηματογράφοι είναι σχετικά απλές ηλεκτρονικές συσκευές, που χρησιμοποιούνται για τη χιλιομετρική μέτρηση διανυθέντων αποστάσεων με τα πόδια και τον αριθμό των βημάτων σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα αυτής της μεθόδου είναι (Sirard and Pate, 2001): Πλεονεκτήματα: Αρκετές μελέτες έχουν δείξει υψηλή εγκυρότητα και αξιοπιστία (Le Masurier and Tudor-Locke, 2003; Shneider et al., 2003; 2004; Welk et al., 2003). Οι βηματογράφοι είναι σχετικά φτηνοί, μπορούν να επανα-χρησιμοποιηθούν, παρέχουν αντικειμενικές μετρήσεις και δεν έχουν παρενέργειες. Μειονεκτήματα: Οι βηματογράφοι μπορούν να μετρήσουν μόνο αριθμό βημάτων κατά την πειραματική περίοδο και όχι την ένταση ή το είδος της δραστηριότητας.

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΙΟΓΡΑΦΟΙ (ACCELEROMETERS) Οι επιταχυνσιογράφοι αποτελούν πιο εξελιγμένες συσκευές που μετρούν τις επιταχύνσεις που παράγονται από την σωματική κίνηση. Σε αντίθεση με το μηχανισμό με ελατήρια των βηματογράφων, οι επιταχυνσιογράφοι χρησιμοποιούν πιεσο-ηλεκτρικούς μετατροπείς και μικροεπεξεργαστές που μετατρέπουν τις καταγραφόμενες επιταχύνσεις σε μετρήσιμες ψηφιακές αναφορές που ονομάζονται μετρήσεις (counts). Ο Westerterp (1999) έκανε ανασκόπηση των εργαστηριακών ερευνών, που εξέταζαν την εγκυρότητα διαφόρων μοντέλων επιταχυνσιογράφων, στη μέτρηση της φυσικής δραστηριότητας, με τη χρήση έμμεσης θερμιδομετρίας σε ενήλικες εθελοντές. Οι συντελεστές συσχέτισης Pearson κυμαίνονταν από r = 0.25 έως 0.91. Η μεγάλη αυτή διακύμανση οφείλεται στη χρήση διαφορετικών μοντέλων, στη διαφορετική τοποθέτησή τους (π.χ. μέση, καρπό, αγκώνα) και στο είδος των δραστηριοτήτων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της πειραματικής διαδικασίας. Τους επιταχυνσιογράφους μπορούμε γενικά να τους διαχωρίσουμε σε μονοαξονικούς και τριαξονικούς. Οι μονοαξονικοί επιταχυνσιογράφοι μετρούν επιταχύνσεις σε ένα μόνο επίπεδο, ενώ οι τριαξονικοί σε τρία:κάθετο, πρόσθιο-οπίσθιο και μέσο-πλευρικό (Freedson and Miller, 2000). Η αρχή στην οποία βασίζονται οι επιταχυνσιογράφοι στηρίζεται στο ότι οι επιταχύνσεις που παράγονται στον επιταχυνσιογράφο είναι ανάλογες της παραγόμενης μυϊκής δύναμης (Melanson and Freedson, 1996). Συνήθως οι αισθητήρες κινήσεων φοριούνται στη μέση και είναι μικρές και μη επεμβατικές συσκευές όπως οι βηματογράφοι. Διαφέρουν από τους τελευταίους στο ότι μπορούν να αποθηκεύσουν δεδομένα για παροδικούς τύπους δραστηριοτήτων και διαφορετικών εντάσεων (Freedson and Miller, 2000). Τα διάφορα μοντέλα φυσικής δραστηριότητας

καταγράφονται στη μνήμη της συσκευής, η οποία έχει τη δυνατότητα να αποθηκεύει διαφορετικών ειδών δραστηριότητες, οι οποίες μπορούν αργότερα να αναλυθούν (Kohl et al., 2000). O επιταχυνσιογράφος Caltrac (Muscle Dynamics Fitness Network, Torrence, CA), δεν μπορεί να δώσει στιγμιαίες (temporal) μετρήσεις φυσικής δραστηριότητας αλλά μπορεί να προγραμματιστεί να δώσει είτε την ενεργειακή δαπάνη ή μετρήσεις δραστηριότητας (activity counts) για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, που ξεπερνούν μία συγκεκριμένη ουδό ενεργειακής δαπάνης, η οποία έχει προσδιοριστεί από συγκεκριμένες εξισώσεις ανάλυσης (Kohl et al, 2000). O επιταχυνσιογράφος Computer Science and Applications, Inc. (Shalimar, FL) λειτουργεί καταγράφοντας τις επιταχύνσεις μεταξύ 0.05-2 G, φιλτράροντας τις δονήσεις που δεν οφείλονται στο άτομο που τον φοράει (Swartz et al., 2000). H δαπάνη μπορεί επίσης να προσδιοριστεί από την μετατροπή των μετρήσεων (counts) σε μεταβολικά ισοδύναμα (ΜET s). Ακόμη, πολλοί συγγραφείς έχουν αναπτύξει διάφορες εξισώσεις ανάλυσης που να μετατρέπουν τις μετρήσεις των επιταχυνσιογράφων σε εκτιμήσεις της ενεργειακής δαπάνης (Swartz et al., 2000; Hendelman et al.,2000; Freedson et al., 1998). Οι μονοαξονικοί επιταχυνσιογράφοι δεν μπορούν να ανιχνεύσουν τις περισσότερες από τις κινήσεις του άνω μέρους του σώματος, τις περιστροφικές κινήσεις, τη μεταφορά βαρών, καθώς και τη βάδιση σε επικλινές έδαφος. Οι τριαξονικοί επιταχυνσιογράφοι μετράνε τις επιταχύνσεις σε τρία επίπεδα:κάθετο, πρόσθιο-οπίσθιο και μέσο-πλευρικό. Γιαυτό τον λόγο είναι χρήσιμοι στη καταγραφή δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν κινήσεις προς τα: μπρος, πίσω, δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω (Masse et al., 1999). O τριαξονικός επιταχυνσιογράφος Tritrac-R3D

μπορεί, όπως και ο CSA, να αποθηκεύσει δεδομένα για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, συνεπώς μπορεί να καταγράψει διάφορα μοντέλα φυσικής δραστηριότητας. Ωστόσο έρευνα των Leenders et al., το 2001, έδειξε πως ο μέσος όρος της φυσικής δραστηριότητας που μετράται από τον Tritrac και τον CSA, ήταν κατά 35% και 59% αντίστοιχα μικρότερος σε σχέση με τις μετρήσεις με διπλά σημασμένο νερό. Ο επιταχυνσιογράφος Tritrac μπορεί να δώσει μετρήσεις ξεχωριστά για κάθε άξονα, αλλά και συνολικές (Freedson and Miller, 2000), που θεωρητικά δεν μπορούν να ανιχνευθούν από τους μονοαξονικούς επιταχυνσιογράφους. O επιταχυνσιογράφος Tritrac, όπως και οι άλλοι επιταχυνσιογράφοι, πρέπει να συνδεθεί με ηλεκτρονικό υπολογιστή ώστε να δώσει τα αποτελέσματα. Πρέπει να σημειωθεί πως οι επιταχυνσιογράφοι είναι αξιοσημείωτα πιο ακριβοί από τους βηματογράφους (π.χ. περίπου 800$ σε σχέση με τα 40$ ανά συσκευή). Πλεονεκτήματα: Οι επιταχυνσιογράφοι αποτελούν ένα αντικειμενικό, χωρίς παρενέργειες (non-reactive) και επανα-χρησιμοποιήσιμο εργαλείο για τη μέτρηση της φυσικής δραστηριότητας. Το μικρό τους μέγεθος επιτρέπει στα άτομα που τους φοράνε να ασχολούνται με τις καθημερινές τους δραστηριότητες χωρίς καμία ενόχληση. Συνεπώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την συλλογή δεδομένων για διαστήματα ημερών, εβδομάδων ακόμα και μηνών (Westerterp, 1999). Επίσης, μοντέλα που διαθέτουν εσωτερικό ρολόι (συμβατό με τον πραγματικό χρόνο) επιτρέπουν τη διάκριση μοντέλων φυσικής δραστηριότητας (Melanson and Freedson, 1996). Οι επιταχυνσιογράφοι διευκολύνουν την μέτρηση της συνολικής φυσικής δραστηριότητας και μπορούν να διακρίνουν ακόμα και μικρές διαφορές στα επίπεδα φυσικής

δραστηριότητας των ατόμων, καθώς και διαφορές του επιπέδου δραστηριότητας μεταξύ διαφορετικών ατόμων. Μειονεκτήματα: Έχουν περιορισμένη δυνατότητα να εκτιμήσουν δραστηριότητες που δεν προϋποθέτουν την κίνηση του κορμού. Επίσης, ένα σημαντικό μειονέκτημα των επιταχυνσιογράφων είναι η αδυναμία τους να ανιχνεύσουν: την ενεργειακή δαπάνη του άνω μέρους του σώματος, εκτός και εάν ο επιταχυνσιογράφος τοποθετηθεί στα άνω άκρα, τη μεταφορά βάρους (στατική εργασία) ή την κίνηση σε μαλακό ή επικλινές έδαφος (Bouten et al., 1994; Hendelman et al, 2000; Sherman et al, 1998). Βασικά η ακρίβειά τους περιορίζεται στην εκτίμηση των ενεργειακών δαπανών έντονων δραστηριοτήτων, που περιλαμβάνουν μετακίνηση. Συνεπώς, είναι αναμενόμενη η καλύτερη καταγραφή από τους επιταχυνσιογράφους δραστηριοτήτων όπως το περπάτημα σε σχέση με άλλες δραστηριότητες, όπως το καθάρισμα του σπιτιού ή οι δουλειές στον κήπο (Hendelman et al, 2000). Επιπρόσθετα, επειδή η σχέση των μετρήσεων των επιταχυνσιογράφων με την ενεργειακή κατανάλωση εξαρτάται από τον τύπο της δραστηριότητας που πραγματοποιείται, οι εκτιμήσεις των ενεργειακών δαπανών δραστηριοτήτων, οι οποίες γίνονται υπό εργαστηριακές συνθήκες, μπορεί να μην ισχύουν για δραστηριότητες που πραγματοποιούνται κάτω από φυσιολογικές συνθήκες (Hendelman et al, 2000). Οι επιταχυνσιογράφοι σε έρευνες με ενήλικες Οι επιταχυνσιογράφοι έχουν χρησιμοποιηθεί σε πολλές έρευνες για την εκτίμηση της φυσικής δραστηριότητας σε ενήλικες (Παράρτημα 1). Τέσσερις έρευνες εξέτασαν μεμονωμένα τη χρήση του επιταχυνσιογράφου Computer Science and Applications (CSA) (Miller et al., 1994; Ainsworth et al., 2000; Swartz et al., 2000), ενώ άλλες έρευνες

εξέτασαν τον συνδυασμό της χρήσης διαφόρων αισθητήρων κινήσεων (Bassett et al., 2000; Hendelman et al., 2000 ; Melanson and Freedson, 1995; Welk et al., 2000). Τα άτομα που εξετάστηκαν, σε όλες τις έρευνες, φόρεσαν τους επιταχυνσιογράφους στη μέση, με εξαίρεση δύο ερευνών όπου φορέθηκε ο επιταχυνσιογράφος CSA στον καρπό (Swartz et al., 2000; Melanson and Freedson, 1995) και στον αγκώνα (Melanson and Freedson, 1995). Στις περισσότερες περιπτώσεις, ιδίως όταν η φυσική δραστηριότητα μετρώνταν για διάστημα αρκετών ημερών, τα άτομα κρατούσαν παράλληλα και ημερολόγια δραστηριότητας όπου κατέγραφαν το είδος και τη διάρκεια των δραστηριοτήτων τους στη διάρκεια που δεν φόραγαν τους επιταχυνσιογράφους. Οι Masse et al. (1999) μέτρησαν τη φυσική δραστηριότητα χρησιμοποιώντας τους επιταχυνσιογράφους Tritrac και CSA, για διάστημα 3 ημερών. Μία έρευνα από τους Levin et al. (1999) συνιστά για την λήψη αξιόπιστων μετρήσεων από τον επιταχυνσιογράφο Caltrac, 6-9 επαναλαμβανόμενες μετρήσεις ανά δύο ημέρες. Παρόλα αυτά, αυτή η προσέγγιση δεν είναι εφικτή για μελέτη σε πληθυσμούς. Οι επιταχυνσιογράφοι παρέχουν διαφορετικούς βαθμούς ακρίβειας που εξαρτώνται από το είδος της κάθε συσκευής (McCormack and Giles-Corti, 2002). Ο CSA φαίνεται να έχει χαμηλή με μέτρια συσχέτιση, για μέτριας και υψηλής έντασης δραστηριότητες, με ένα ημερολόγιο και ένα ερωτηματολόγιο καταγραφής της φυσικής δραστηριότητας (Ainsworth et al., 2000). Ο CSA φαίνεται να είναι πιο ακριβής όταν φοριέται στη μέση, με μια μικρή βελτίωση στην ακρίβεια, όταν ένας επιπρόσθετος επιταχυνσιογράφος φοριέται στον αγκώνα (Swartz et al., 2000).

Οι επιταχυνσιογράφοι CSA και Tritrac παρουσιάζουν μέτριες με υψηλές συσχετίσεις με την κατανάλωση οξυγόνου (π.χ. έμμεση θερμιδομετρία) τόσο για το περπάτημα όσο και για πιο έντονες δραστηριότητες όπως το κούρεμα του γκαζόν, το σκούπισμα και το φύτεμα ριζών (r = 0.77, και r = 0.89) (Hendelman et al., 2000). Υψηλότερες συσχετίσεις βρέθηκαν μεταξύ του Tritrac και του τρεξίματος σε διάδρομο, που ήταν ελαφρά υψηλότερες από εκείνες που βρέθηκαν μεταξύ του CSA και του τρεξίματος σε διάδρομο (Welks et al., 2000). Η ίδια έρευνα βρήκε υψηλή αξιοπιστία εξέτασης-επανεξέτασης τόσο για τον Τritrac (r = 0.96) όσο και για τον CSA (r = 0.85). O επιταχυνσιογράφος Caltrac, παρουσιάζει καλή εγκυρότητα σε σχέση με την κατανάλωση οξυγόνου (r = 0.85), τη μέτρηση της καρδιακής συχνότητας (r = 0.76) και τη ταχύτητα μετακίνησης σε διάδρομο (r = 0.92) (Melanson and Freedson, 1995). H εξίσωση εκτίμησης της ενεργειακής κατανάλωσης του Caltrac έχει δειχθεί να είναι έγκυρη (r = 0.79) σε σχέση με ένα επταήμερο ημερολόγιο καταγραφής της φυσικής δραστηριότητας στους ενήλικες (Miller et al., 1994). Συνοπτικά, ο CSA, o Caltrac και ο Tritrac παρουσιάζουν μέτρια με υψηλή εγκυρότητα για μέτριας έντασης δραστηριότητες, όπως είναι το περπάτημα, σε σύγκριση με άλλες αντικειμενικές και υποκειμενικές μεθόδους καταγραφής της φυσικής δραστηριότητας. Ένας επιταχυνσιογράφος δίνει τα πιο έγκυρα αποτελέσματα όταν φοριέται στη μέση. Ο επιταχυνσιογράφος RT3, αποτελεί ένα καινούργιο και πολλά υποσχόμενο εργαλείο. Από μετρήσεις των Powell και Rowlands το 2004, βρέθηκε ότι η αξιοπιστία του επιταχυνσιογράφου RT3 είναι καλή, ωστόσο υπάρχει διαφορά στις καταγραφές μεταξύ διαφορετικών συσκευών, η οποία αυξάνεται όσο αυξάνεται η ένταση της δραστηριότητας. Επίσης έδειξαν πως πιο αξιόπιστες είναι οι καταγραφές στον κάθετο

άξονα σε σύγκριση με τους άλλους δύο (Powell and Rowlands, 2003, 2004). Οι Rowlands et al. το 2004, εξέτασαν την εγκυρότητα των μετρήσεων του επιταχυνσιογράφου RT3. Έπειτα από μελέτες σε παιδιά και ενηλίκους που συσχέτισαν τις μετρήσεις του επιταχυνσιογράφου με την πρόσληψη οξυγόνου για ένα εύρος δομημένων και μη δραστηριοτήτων βρέθηκε r = 0.87 για τα παιδιά και r = 0.85 για τους ενήλικες. Επίσης από έρευνα των DeVoe και Gotshall το 2003, βρέθηκε πως ο επιταχυνσιογράφος RT3 δεν είναι ευαίσθητος σε αλλαγές του επιπέδου του εδάφους (περπάτημα σε ανωφέρεια ή κατωφέρεια).επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί πως ο επιταχυνσιογράφος RT3, όπως και οι υπόλοιποι αισθητήρες κινήσεων δεν μπορεί να ανιχνεύσει τη μεταβολική δαπάνη που σχετίζεται με τη στάση, τις κινήσεις του άνω μέρους του σώματος και τη στατική εργασία (Basset et al, 2000). ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ (QUESTIONNAIRES) Τα ερωτηματολόγια αποτελούν μια ευρέως αποδεκτή μέθοδο μέτρησης της φυσικής δραστηριότητας ιδιαίτερα όταν περιέχουν πληροφορίες που μπορούν κατηγοριοποιηθούν και να ομογενοποιηθούν. Επίσης, ένα καλό ερωτηματολόγιο πρέπει να είναι εύκολο στη χρήση, σύντομο, να ακολουθεί τις επιδημιολογικές αρχές και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μελέτες πολλών ατόμων. Επιπλέον, πολύ σημαντική είναι και η χρήση ενός αξιόπιστου συστήματος ανάλυσης των δεδομένων που να επιτρέπει την ερμηνεία τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (Paffenbarger et al, 1993).

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΝ ΕΡΩΤΩΜΕΝΟ (SELF-REPORTED QUESTIONNAIRES) Πλεονεκτήματα: Η μέθοδος αυτή είναι σχετικά οικονομική. Συνεπώς είναι κατάλληλη για να χρησιμοποιηθεί σε μεγάλο αριθμό δείγματος, χωρίς να αποτελεί ιδιαίτερη επιβάρυνση για τον ερευνητή ή για τους συμμετέχοντες. Μειονεκτήματα: Το βασικό μειονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι η αναπόφευκτη υποκειμενικότητα στις απαντήσεις των ερωτώμενων όσον αφορά την συμπεριφορά τους. Θέματα όπως η λανθασμένη ανάκληση πληροφοριών, η εσκεμμένη παραπληροφόρηση ή η επιθυμία να δοθούν απαντήσεις κοινωνικά αποδεκτές, υπεισέρχονται πάντα σε τέτοιου είδους μεθόδους. ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕΣΩ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ (INTERVIEWER-ADMINISTERED QUESTIONNAIRES) Πλεονεκτήματα: Είναι μια μέθοδος σχετικά οικονομική, που ίσως αυξάνει την ακρίβεια στην συμπλήρωση ορισμένων δεδομένων. Μειονεκτήματα: Αυξάνει το κόστος και την επιβάρυνση για τον ερευνητή, καθώς και την πιθανότητα «κατευθυνόμενων» ή περισσότερο κοινωνικά αποδεκτών απαντήσεων. ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ (PROXY-REPORTS)

Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται για παιδιά και εφήβους, όπου παράλληλα με τις δικές τους απαντήσεις, ζητούνται για σύγκριση και απαντήσεις από τους δασκάλους ή τους γονείς (Halverson and Waldrop, 1973; Manios et al., 1998). Πλεονεκτήματα: Με αυτή τη μέθοδο οι ερευνητές μπορούν να αποφύγουν λάθη που προέρχονται από τους γνωσιολογικούς περιορισμούς των παιδιών. Μειονεκτήματα: Τα χαρακτηριστικά και οι προκαταλήψεις του δεύτερου ερωτώμενου προσώπου μπορούν να αποτελέσουν μια ακόμα πηγή σφάλματος (Murphey et al., 1988; Rajmil et al., 1999). Επίσης ο δεύτερος ερωτώμενος μπορεί να βοηθήσει περισσότερο στην καλύτερη εκτίμηση των αντικειμενικών απαντήσεων (π.χ. το χρώμα των ματιών) παρά σε υποκειμενικές ερωτήσεις (π.χ. τη φυσική δραστηριότητα) (Whiteman et al., 1997). ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ (DIARIES) Τα ημερολόγια καταγραφής της φυσικής δραστηριότητας από ενήλικες, χρησιμοποιούνται πάντα σε συνδυασμό με κάποια άλλη μέθοδο και αποτελούν ένα αξιόπιστο εργαλείο που βοηθά στην καλύτερη εκτίμηση της φυσικής δραστηριότητας. ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΑΣ ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΕΣ Εδώ θα σχολιαστούν μερικά από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα ερωτηματολόγια φυσικής δραστηριότητας για ενήλικες, για τα οποία έχουν γίνει έρευνες που να

εξετάζουν την εγκυρότητα των μετρήσεών τους σε σύγκριση με τα αποτελέσματα που παίρνουμε από επιταχυνσιογράφους. Από τα 11 αυτά ερωτηματολόγια (Παράρτημα 2) τα 3 συμπληρώνονται από τον ίδιο τον ερωτώμενο (Baecke et al., 1982; Godin & Shephard, 1985; Ainsworth et al., 1993), 3 μπορούν να συμπληρωθούν και από τον ίδιο τον ερωτώμενο αλλά και μέσω συνέντευξης (Paffenbarger et al., 1978; Shapiro et al., 1965), ενώ 5 έχουν σχεδιαστεί για να συμπληρώνονται μόνο μέσω συνέντευξης (Taylor et al., 1987; Kriska et al., 1990; Jacobs et al., 1989; 2*Sallis et al., 1985). Όλες οι έρευνες που εξέτασαν την εγκυρότητα αυτών των ερωτηματολογίων χρησιμοποίησαν ομάδες ατόμων και των δύο φύλλων. Οι συντελεστές συσχέτισης που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό της εγκυρότητάς τους ήταν οι Pearson ή Spearman. Από τα ερωτηματολόγια που εξετάζονται εδώ, τις υψηλότερες συσχετίσεις μεταξύ αυτών και των επιταχυνσιογράφων παρουσιάζει το Modifiable Activity Questionnaire (ΜΑQ) των Kriska et al. (1990). Τα υπόλοιπα παρουσιάζουν μέτριες (<0.6) έως μικρές συσχετίσεις, ενώ σε 4 από αυτά υπήρξαν ακόμα και αρνητικές συσχετίσεις για κάποιες υποκατηγορίες τους (Taylor et al., 1987; Baecke et al., 1982; Ainsworth et al., 1993; Paffenbarger et al., 1978). Το ερωτηματολόγιο Stanford Usual Activity των Sallis et al. (1985) παρουσίασε αρνητική συσχέτιση σε σύγκριση με τον επιταχυνσιογράφο Caltrac. Σε όλες τις έρευνες το μοντέλο επιταχυνσιογράφου που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Caltrac, εκτός από την έρευνα των Mader et al. (2002) για το ερωτηματολόγιο International Physical Activity όπoυ χρησιμοποιήθηκε ο επιταχυνσιογράφος CSA (Computer Science Application).

Το ερωτηματολόγιο International Physical Activity, μετράει δραστηριότητες μέτριας και υψηλής έντασης, το περπάτημα, καθώς και την καθιστική συμπεριφορά. Το Paffenbarger Physical Activity μετράει τα οικοδομικά τετράγωνα που διανύει ένα άτομο ημερησίως, το ρυθμό της βάδισης, το ανεβοκατέβασμα σκαλοπατιών, τα αθλήματα που συμμετείχε το άτομο στη διάρκεια του τελευταίου έτους, δραστηριότητες διαφόρων εντάσεων και τον ύπνο. Περιέχει επίσης και μια κλίμακα πάνω στην οποία το άτομο σημειώνει την ένταση της προσπάθειας που καταβάλλει, όποτε αθλείται. Το ερωτηματολόγιο Health Insurance Plan of New York, αποτελείται από δύο κατηγορίες που αξιολογούν τη φυσική δραστηριότητα του ατόμου στη δουλειά και εκτός αυτής. Το Μinnesota Leisure-Time Physical Activity υπολογίζει τη φυσική δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου, κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους. Το Baecke Questionnaire of Habitual Physical Activity, περιλαμβάνει τρεις κατηγορίες (δουλειά, αθλήματα, ελεύθερο χρόνο) που προστίθενται ώστε να δώσουν το σύνολο της φυσικής δραστηριότητας. Το ερωτηματολόγιο Godin Leisure-Time Exercise μετράει την συχνότητα με την οποία το άτομο πραγματοποιεί δραστηριότητες ήπιας, μέτριας ή υψηλής έντασης κατά τη διάρκεια των τελευταίων 7 ημερών. Το Modifiable Activity Questionnaire εκτιμά τη φυσική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου και κατά τη διάρκεια της δουλειάς, καθώς και την καθιστική συμπεριφορά. Το ερωτηματολόγιο CARDIA, μετρά δραστηριότητες διαφόρων εντάσεων, που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους. Στο ερωτηματολόγιο Lipid Research Clinics, το άτομο καλείται να δηλώσει εάν θεωρεί τον εαυτό του λιγότερο ή περισσότερο δραστήριο από άλλα άτομα ταυτόσημης ηλικίας και φύλου κατά τη διάρκεια της δουλειάς και εκτός αυτής. Επίσης ερωτάται εάν συμμετέχει σε κάποια έντονη δραστηριότητα για τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. Το

Stanford Usual Activity Questionnaire μετρά αλλαγές στην συμπεριφορά (π.χ. προτιμάτε το περπάτημα αντί της οδήγησης για μικρές αποστάσεις) καθώς και τη συμμετοχή του ατόμου σε δραστηριότητες διαφόρων εντάσεων. Το Seven-Day Physical Activity Recall υπολογίζει την ένταση της φυσικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της μέρας (πρωί, μεσημέρι, απόγευμα) για τις τελευταίες 7 ημέρες και έπειτα εξετάζει, εάν η φυσική δραστηριότητα που πραγματοποιήθηκε την εβδομάδα για την οποία ερωτήθηκε το άτομο αποτελεί τυπική συμπεριφορά. Σκοπός της παρούσης έρευνας ήταν να ελεγχθεί η εγκυρότητα του ερωτηματολογίου HPAQsh (Harokopio Physical Activity Questionnaire, short form), που αποτελεί ένα ερωτηματολόγιο φυσικής δραστηριότητας για ενήλικες, που αναπτύχθηκε από την ερευνητική ομάδα του τμήματος διατροφής και άσκησης του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου. Για τον έλεγχο αυτό έγινε σύγκριση των δεδομένων του ερωτηματολογίου με τον τριαξονικό επιταχυνσιογράφο RT3. Εθελοντές. Στη παρούσα έρευνα έλαβαν μέρος 80 εθελοντές (38 άνδρες και 42 γυναίκες) ηλικίας από 18 έως 44 ετών. Τα χαρακτηριστικά των εθελοντών παρουσιάζονται συνοπτικά στον πίνακα που ακολουθεί.

Περιγραφικά στοιχεία Ν Ελάχιστο Μέγιστο Μέσος όρος ΤυπικήΑπόκλ. ΗΛΙΚΙΑ 80 18 44 28.23 6.31 ΒΑΡΟΣ 80 45.9 113.0 68.480 15.118 ΎΨΟΣ 80 1.55 1.97 1.7231 9.380E-02 BMI 80 17.93 30.40 22.7907 3.0334 Ερωτηματολόγιο. Το ερωτηματολόγιο HPAQ που εξετάστηκε αναπτύχθηκε πρόσφατα από την ερευνητική ομάδα του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, με στόχο να αποτελέσει ένα εύχρηστο εργαλείο εξέτασης της φυσικής δραστηριότητας νεαρών ενηλίκων. Αποτελείται από μία σελίδα, ώστε να είναι σύντομο και εύκολο στη συμπλήρωσή του. Συμπληρώνεται από τον ίδιο τον ερωτώμενο και εξετάζει τη φυσική δραστηριότητα των προηγούμενων 7 ημερών. Το ερωτηματολόγιο χωρίζεται σε τρεις ενότητες μετρώντας τη φυσική δραστηριότητα στη δουλειά, στο σπίτι και για ψυχαγωγία. Σε κάθε δραστηριότητα ζητείται από τον ερωτώμενο να υπολογίσει τη διάρκειά της σε λεπτά ή ώρες ανά ημέρα, ή ώρες ανά εβδομάδα. Το HPAQ εξετάζει τη φυσική δραστηριότητα μέσα στο πλαίσιο το οποίο πραγματοποιήθηκε. Για παράδειγμα, άλλα ερωτηματολόγια ζητούν από τον ερωτώμενο να υπολογίσει πόση απόσταση ή ώρες περπατά ημερησίως. Η ερώτηση με αυτή τη μορφή δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Αντίθετα, το HPAQ εξετάζει το περπάτημα σε ξεχωριστές ενότητες, όπως κατά τη διάρκεια της εργασίας, για τη μετακίνηση από και προς τη δουλειά και για ψυχαγωγία. Με αυτόν τον τρόπο βοηθά τον ερωτώμενο να κάνει μια ακριβέστερη ανάκληση. Το HPAQ εξετάζει τον χρόνο που δαπανάται σε επίπονες, μέτριες και ελαφρές δραστηριότητες, καθώς και τον ύπνο. Επίσης το ερωτηματολόγιο εξετάζει ποια είναι η βασική απασχόληση του ερωτώμενου και ποιο το κύριο μέσο μετακίνησής του.

Επιταχυνσιογράφος RT3. Ο επιταχυνσιογράφος RT3 (Stayhealthy, Inc., Monrovia, CA) είναι μία μικρή (68*48*18mm) ελαφριά συσκευή (65.2g) που λειτουργεί με μπαταρίες και χρησιμοποιείται ως πειραματικό εργαλείο για τη μέτρηση της φυσικής δραστηριότητας στους ανθρώπους. Μπορεί να φορεθεί στη μέση με τη βοήθεια ενός κλιπ. Ανάλογα με το πρόγραμμα που έχει επιλεγεί, μπορεί να αποθηκεύσει δεδομένα έως και 21 ημερών, τα οποία μπορούν στη συνέχεια να περαστούν σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή για ανάγνωση και επεξεργασία. Ο αισθητήρας του RT3 είναι ευαίσθητος στις επιταχύνσεις στους 3 άξονες του χώρου. Ο Χ είναι ο κάθετος άξονας, ο Υ ο πρόσθιοοπίσθιος και ο Ζ ο μέσο-πλευρικός. Η επιτάχυνση μετράται περιοδικά, μετατρεπόμενη σε μία ψηφιακή απεικόνιση που μετατρέπεται σε «μετρήσεις δραστηριότητας» (activity counts), οι οποίες στη συνέχεια αποθηκεύονται στη μνήμη. Ο επιταχυνσιογράφος RT3 έχει 4 τύπους λειτουργίας: το πρόγραμμα 1 μετρά και αποθηκεύει μετρήσεις (counts) ανά δευτερόλεπτο, για κάθε άξονα ξεχωριστά, το πρόγραμμα 2 μετρά και αποθηκεύει μετρήσεις, ανά δευτερόλεπτο, συνδυάζοντας και τους 3 άξονες (Vector Magnitude, Vm = [X 2 + Y 2 + Z 2 ] 0.5 ), το πρόγραμμα 3 μετρά και αποθηκεύει μετρήσεις ανά λεπτό, για κάθε άξονα ξεχωριστά και το πρόγραμμα 4 μετρά και αποθηκεύει μετρήσεις ανά λεπτό, συνδυάζοντας και τους 3 άξονες. Τα δύο τελευταία προγράμματα μετρούν με μικρότερη λεπτομέρεια τη φυσική δραστηριότητα, ωστόσο είναι πιο οικονομικά στη χρήση της μνήμης, επιτρέποντας τη διεξαγωγή μετρήσεων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Στη παρούσα έρευνα χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα 3.