Αφιέρωµα «200 χρόνια από την γέννηση του Φρεντερίκ Σοπέν» Βαρσοβία Ο Φρίντερικ Φραντσίσεκ Σόπεν (Fryderyk Franciszek Szopen) γεννήθηκε στην πόλη Ζελάσοβα Βόλα (50 χιλιόµετρα δυτικά της Βαρσοβίας) στις 22 Φεβρουαρίου 1810, όπως αναφέρεται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης ή την 1η Μαρτίου 1810, όπως υποστήριζε ο ίδιος και η οικογένειά του. Ο πατέρας του, Νικολά Σοπέν, ήταν γάλλος εµιγκρέ, που εργαζόταν ως παιδαγωγός στην αριστοκρατική οικογένεια των Σκάρµπεκ, από την οποία καταγόταν η φτωχή µητέρα του Τέκλα Γιουστίνα Κζιζανόφσκα. Σε ηλικία οκτώ µηνών, ο Φρειδερίκος µετακόµισε µε την οικογένειά του στη Βαρσοβία, όπου ο πατέρας του ανέλαβε τη θέση του καθηγητή Γαλλικών στο Γαλλικό Λύκειο της πόλης. Από µικρός έδειξε την κλίση του στη µουσική, όταν προσπαθούσε να αναπλάσει αυτά που έπαιζαν στο πιάνο η µητέρα του Γιουστίνα και η µεγάλη αδελφή του Λουντβίκα. Το 1817 άρχισε µαθήµατα πιάνου µε τον πολυτάλαντο µουσικό Βόιτσιεχ Τσίβνι και τον επόµενο χρόνο (24 Φεβρουαρίου 1818) έδωσε το πρώτο του κοντσέρτο για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ερµηνεύοντας το «Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε σολ ελάσσονα» του Άνταλµπερτ Γκίροβετς. Εν τω µεταξύ, είχε συνθέσει το πρώτο του έργο, µια «Πολωνέζα σε σολ ελάσσονα» και µέχρι τα δεκάξι του χρόνια το συνθετικό έργο είχε εµπλουτιστεί µε άλλες πολωνέζες, µαζούρκες, παραλλαγές, σκωτικούς χορούς (ecossaises) κι ένα ρόντο. Η φήµη του «Σόπινεκ», όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά ο Τύπος, γρήγορα εξαπλώθηκε και στη Βαρσοβία τον θεωρούσαν δεύτερο Μότσαρτ. Το 1826 οι γονείς του τον έγραψαν στο Ωδείο της Βαρσοβίας, το οποίο διηύθυνε ο συνθέτης Γιόζεφ Έλσνερ, από τον οποίον παλιότερα είχε λάβει µαθήµατα πιάνου. Καλύτερο δάσκαλο δεν θα µπορούσε να βρει ο νεαρός Σοπέν, καθότι ο Έλσνερ, όντας ο ίδιος συνθέτης µε ροµαντική αντίληψη, είχε συνειδητοποιήσει ότι η ευρηµατικότητα του µαθητή του δεν θα έπρεπε να περιοριστεί από τη στείρα 1
υποταγή στους ακαδηµαϊκούς κανόνες. Στο Βερολίνο γνώρισε τον σχεδόν συνοµήλικό του Φέλιξ Μέντελσον, ο οποίος ήταν ήδη διάσηµος. Στο ταξίδι της επιστροφής σταµάτησε στο Πόζναν, όπου φιλοξενήθηκε από τον πρίγκιπα Άντον Ράτζιβιλ, που ήταν συνθέτης και τσελίστας. Για να ανταποδώσει τη φιλοξενία του πρίγκηπα και της κόρης του Βάντα, που έπαιζε πιάνο, συνέθεσε την «Πολωνέζα για τσέλο και πιάνο σε ντο µείζονα, έργο 3». Στις 15 Ιουλίου 1829 ο Σοπέν πήρε το πτυχίο του µε άριστα, αποσπώντας τους θερµούς επαίνους του διευθυντή του Ωδείου, Γιόζεφ Έλσνερ, ο οποίος σηµείωσε στο ηµερολόγιό του: «Φρειδερίκος Σοπέν, σπουδαστής του τρίτου έτους. Ικανότητες εκπληκτικές, µουσική µεγαλοφυΐα. Ανοίγει νέα εποχή στη µουσική για πιάνο, τόσο µε τη σπουδαία τεχνική στην ερµηνεία, όσο και µε τις συνθέσεις του». Λίγο αργότερα, ο Σοπέν είδε τον Παγκανίνι σ' ένα ρεσιτάλ στη Βαρσοβία και θαµπώθηκε από την απίστευτη δεξιοτεχνία του. Προς τιµήν του συνέθεσε τις «Παραλλαγές σε λα µείζονα σε ανάµνηση του Παγκανίνι». Έπειτα από λίγες µέρες επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Βιέννη, µουσικό κέντρο της εποχής, για να δώσει δύο κοντσέρτα. Ήταν όνειρο ζωής να επισκεφθεί την πρωτεύουσα των Αψβούργων, που έγινε µε την οικονοµική στήριξη των γονέων του, αφού η αίτησή του για υποτροφία απορρίφθηκε. Ο Σοπέν ενθουσίασε το δύσκολο κοινό της Βιέννης µε το παίξιµό του, αλλά και µε τα έργα του «Παραλλαγές στο La ci darem του Μότσαρτ» και το «Ρόντο αλά Κρακόβιακ». Ήταν 11 Αυγούστου 1829 και επτά µέρες αργότερα ο Σοπέν έδωσε τη δεύτερη συναυλία του στη Βιέννη, µε εξίσου µεγάλη επιτυχία. Επέστρεψε ευτυχισµένος στη Βαρσοβία, αλλά αποφασισµένος να ξαναγυρίσει στη Βιέννη το συντοµότερο δυνατό. Τον Σεπτέµβριο του 1829 γνώρισε τον πρώτο αληθινό έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο της Κωνσταντίας Γκλαντόφσκα, µιας νεαρής µαθήτριας του Ωδείου της Βαρσοβίας. Η ανθρώπινη φωνή αποτέλεσε αυτή την περίοδο την κύρια πηγή έµπνευσης, που καρποφόρησε στην εξαίρετη µελωδία των «Νυχτερινών» (Nocturnes) και τα λυρικά τµήµατα των δύο κοντσέρτων για πιάνο. Στις 19 εκεµβρίου 1829 έκανε την πρώτου εµφάνισή του µπροστά στο κοινό της Βαρσοβίας, ερµηνεύοντας µε άλλους καλλιτέχνες διάφορα έργα από το λυρικό ρεπερτόριο. Στις 17 Μαρτίου 1830 παρουσίασε για πρώτη φορά δηµόσια στη Βαρσοβία δικά του έργα µε το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 σε φα ελάσσονα» (το αργό µέρος του οποίου οµολόγησε ότι το είχε γράψει σε ανάµνηση της Κωνσταντίας, που δεν είχε ανταποκριθεί στον ερωτά του) και τη «Φαντασία σε πολωνικές µελωδίες». Στις 11 Οκτωβρίου έπαιξε για πρώτη φορά ενώπιον κοινού το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1», που ακολουθεί χρονολογικά το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2», παρά την αρίθµησή του. Παρίσι Ο Σοπέν έφθασε στο Παρίσι στις 27 Σεπτεµβρίου 1831, ύστερα από ένα δεκαπενθήµερο κοπιαστικό ταξίδι από τη Στουτγκάρδη. Η ηρεµία και η τάξη δεν είχαν ακόµη αποκατασταθεί στην πρωτεύουσα της Γαλλίας από την επανάσταση του 1830, που σήµανε την αλλαγή φρουράς στο γαλλικό θρόνο. Ο νέος βασιλιάς Λουδοβίκος - Φίλιππος, παρά τις φιλελεύθερες ιδέες του, δεν είχε κατορθώσει να ελέγξει τη δράση µιας µεγάλης µερίδας του γαλλικού λαού, που πίστευε στην εγκαθίδρυση της Αβασίλευτης ηµοκρατίας. Καθηµερινό φαινόµενο ήταν οι διαµαρτυρίες και οι πορείες συµπάθειας για του κατατρεγµένους λαούς της Ευρώπης, ενώ πλήθος εµιγκρέδων έφθαναν καθηµερινά στη Γαλλία. Το Παρίσι ήταν η πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσµου, σε µια εποχή που οι καλλιτέχνες του 2
Ροµαντισµού άνοιγαν νέους δρόµους στην αισθητική έκφραση. Τοµή στα µουσικά πράγµατα ήταν η πρεµιέρα της περίφηµης «Φανταστικής Συµφωνίας» του Εκτόρ Μπερλιόζ στις 5 εκεµβρίου 1830, ενός αντισυµβατικού έργου, που ο δηµιουργός του αδιαφόρησε για τη φόρµα και τους κανόνες, προς χάρη της έκφρασης των συναισθηµάτων του. Ο νεοφερµένος Φρειδερίκος Σοπέν εγκαταστάθηκε σ' ένα µικρό διαµέρισµα και µε τις συστάσεις ενός βιεννέζου φίλου του γνωρίστηκε µε καθιερωµένες µουσικές προσωπικότητες της γαλλικής πρωτεύουσας. Γρήγορα, όµως, βρήκε το περιβάλλον που του ταίριαζε στον κύκλο των πολωνών εµιγκρέδων και των νεώτερων συνθετών, στους οποίους ανήκαν οι Λιστ, Μπερλιόζ, Αλκάν, Μέντελσον, Μπελίνι, ο τσελίστας Ογκίστ Φρανσόν, ο ποιητής Χάινριχ Χάινε, ο ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά και ο εξόριστος συµπατριώτης του πρίγκηπας Άνταµ Τσαρτορίσκι. Η γαλλική πρωτεύουσα µε το ένα εκατοµµύριο κατοίκους εντυπωσίασε από την πρώτη στιγµή τον Σοπέν. «...Το Παρίσι διαθέτει ότι κανείς µπορεί να επιθυµήσει... Στο Παρίσι µπορείς να διασκεδάσεις, να πλήξεις, να γελάσεις, να κλάψεις, µε λίγα λόγια να κάνεις ότι θελήσεις... Κανείς δεν σε προσέχει» γράφει σε επιστολή προς τον φίλο του Τίτο Βοϊσιεκόφκσι, µε ηµεροµηνία 13 εκεµβρίου 1831. Στις 26 Φεβρουαρίου του 1832 έδωσε την πρώτη συναυλία του στο σαλόνι του κατασκευαστή πιάνων Καµίγ Πλεγιέλ και ακολούθησε ένα κοντσέρτο στη µεγάλη αίθουσα του Ωδείου τον Μάιο, ενθουσιάζοντας κοινό και κριτικούς. Μόλις πριν από λίγο καιρό ο Ρόµπερτ Σούµαν είχε γράψει για τον Σοπέν: «Κύριοι, υποκλιθείτε σε µια ιδιοφυία!». Η γνωριµία του µε την οικογένεια των Ρότσιλντ του άνοιξε νέους ορίζοντες και τον εισήγαγε στους κύκλους της γαλλικής αριστοκρατίας, όπου απέκτησε τη φήµη λαµπρού πιανίστα, συνθέτη και δασκάλου. Τα καινούργια έργα του αυτή την εποχή περιλάµβαναν την «Μπαλάντα σε σολ ελάσσονα» και τη «Φαντασία - Αυτοσχεδίασµα» («Fantaisie-Impromptu»), τη «Μεγάλη Πολωνέζα µε το Αντάντε Σπιανάτο», καθώς και µικρότερες συνθέσεις, ανάµεσα στις οποίες πολλές µαζούρκες και πολωνέζες, εµπνευσµένες από έντονα εθνικιστικά αισθήµατα. Στις 16 Αυγούστου 1835 ο Σοπέν επισκέφθηκε τη λουτρόπολη του Κάρλσµπαντ, όπου συναντήθηκε µε τους γονείς του για πρώτη φορά µετά την εγκατάστασή του στο Παρίσι. Στις 14 Σεπτεµβρίου ο Νικολά και η Γιουστίνα Σοπέν έσφιξαν στην αγκαλιά τους για τελευταία φορά τον διάσηµο γιο τους. εν θα τον ξανάβλεπαν ποτέ. Στο δρόµο της επιστροφής στο Παρίσι τον Σεπτέµβριο σταµάτησε στη ρέσδη για να συναντήσει τους παλιούς φίλους του, την οικογένεια Βοτσίνσκι. Το ενδιαφέρον του τράβηξε η κόρη τους Μαρία, µία γοητευτική και καλλιεργηµένη κοπέλα 16 ετών, την οποία ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Τον επόµενο χρόνο τη ζήτησε σε γάµο, όταν παραθέριζε µε την οικογένειά της στο Μαρίενµπαντ. Η Μαρία δέχθηκε, αλλά αντέδρασε η µητέρα της, κοντέσα Βοτζίνσκα, η οποία ανησυχούσε για τις φήµες σχετικά µε την κατάσταση της υγείας του Σοπέν. Τα αισθήµατα του Σοπέν για τη Μαρία Βοτζίνσκα αποτυπώνονται στα έργα του «Βαλς σε λα ύφεση µείζονα: Το βαλς του αποχαιρετισµού, έργο 69 αρ. 1» και «Σπουδή σε φα ελάσσονα, έργο 25/2». Μετά το ναυάγιο του γάµου του µε τη Μαρία Βοτζίνσκα, αναθερµάνθηκε το ενδιαφέρον του για την κατά τρία χρόνια µεγαλύτερή του κοντέσα ελφίνη Ποτότσκα, προσφάτως διαζευγµένη, η οποία σχετιζόταν µε το φίλο του ποιητή κόµη Ζίγκµουντ Κρασίνσκι. Η ελφίνη έγινε για λίγο καιρό η µούσα του και γι' αυτή έγραψε το περίφηµο «Βαλς σε ρε ύφεση µείζονα», γνωστό και ως «Βαλς του 3
Λεπτού». Όµως, ο µεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν η κατά έξι χρόνια µεγαλύτερή του Γεωργία Σάνδη (ψευδώνυµο της βαρώνης Ορόρ Ντιντεβάν), που ήταν συγγραφέας και ζούσε µια προκλητικά ελευθεριάζουσα ζωή για τα µέτρα της εποχής (κάπνιζε δηµόσια, φορούσε αντρικά ρούχα και είχε πλήθος διάσηµων εραστών). Η αρχική τους γνωριµία έγινε στο σπίτι του στις 5 Νοεµβρίου 1835, σε γεύµα που παρέθεσε στον φίλο του συνθέτη Φραντς Λιστ και την ερωµένη του κοντέσα Μαρί ντ' Αγκού, η οποία έφερε µαζί της τη φίλη της Γεωργία Σάνδη. Ο ίδιος τη χαρακτήρισε «αντιπαθητική», αλλά σταδιακά υπέκυψε στα θέλγητρά της. Στην αρχή δίσταζε να ανοιχτεί µαζί της, φοβούµενος τα σχόλια, αλλά το φθινόπωρο του 1838 η σχέση τους επισηµοποιήθηκε, όταν κάµφθηκε οι όποιοι δισταγµοί του. Στις 26 Απριλίου 1841, ο Σοπέν επανήλθε στις συναυλίες µε ένα ρεσιτάλ στο σπίτι του Πλεγιέλ, ενώ προσκλήθηκε να παίξει στα ανάκτορα του Κεραµεικού για τον βασιλιά Λουδοβίκο - Φίλιππο. Παρά τα οικονοµικά οφέλη, η ψυχολογική πίεση που του ασκούσαν αυτά τα κοντσέρτα ήταν µεγάλη κι έτσι αποφάσισε να γυρίσει στα µαθήµατα για να εξασφαλίσει µια µόνιµη πηγή εσόδων. Έτσι, στα 18 χρόνια παραµονής στο Παρίσι, έδωσε µόνο 19 ρεσιτάλ. Αυτά τα έσοδα και οι αυξανόµενες παραγγελίες για νέα έργα µπορούσαν να του εξασφαλίσουν µια άνετη ζωή. Συχνά καλούσαν στενούς φίλους τους, όπως τη µετζοσοπράνο Πολίν Βιαρντό και τον ζωγράφο Ευγένιο Ντελακρουά. Στη Νοάν ο Σοπέν έγραψε πολλά από τα πιο ευρηµατικά έργα του, όπως τη «Φαντασία σε φα ελάσσονα» (1840-1841), «Βαρκαρόλα» (1845-1846), «Μπαλάντα σε λα ύφεση µείζονα» (1840-1841), την «Μπαλάντα σε φα ελάσσονα» (1842) και τη «Σονάτα σε σι ελάσσονα» (1844). Παρά την άµεµπτη στάση του απέναντι στα παιδιά της Σάνδη, η σχέση του µε τον γιο της Μορίς ήταν προβληµατική, ενώ αντίθετα πολύ καλή µε την κόρη της Σολάνζ, η οποία βρισκόταν σε διαρκή αντιπαράθεση µε τη µητέρα της. Στις 25 Μαΐου 1844, ο Σοπέν πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα του Νικολά, ο οποίος είχε σβήσει στις 3 Μαΐου σε ηλικία 73 ετών. Το φοβερό αυτό νέο συγκλόνισε τον συνθέτη. Κλείστηκε στο δωµάτιό του και δεν ήθελε να δει κανέναν, ακόµη και τη Σάνδη. Πάντως, την περίοδο εκείνη έγραψε δύο σπουδαία έργα, το «Νανούρισµα» και τη «Σονάτα σε σι ελάσσονα», τα οποία εκδόθηκαν το 1845. Με την πάροδο του χρόνου, η σχέση του Σοπέν µε τη Σάνδη άρχισε να θαµπώνει. Οι συγκρούσεις τους ήταν καθηµερινό φαινόµενο και ο Σοπέν έγινε µελαγχολικός και ιδιότροπος. Η οριστική ρήξη επήλθε το καλοκαίρι του 1847. Ο λόγος του χωρισµού, όπως προκύπτει από επιστολή της Σάνδη προς τον Σοπέν, η οποία ανακαλύφθηκε το 1950, είναι ότι ο συνθέτης υποστήριξε την κόρη της Γεωργίας Σάνδη, Σολάνζ, σε έντονη διαµάχη που είχε µε τη µητέρα της, επειδή είχε αρραβωνιαστεί κρυφά τον γλύπτη Ογκίστ Κλεσινζέ. Στην επιστολή της µε ηµεροµηνία 28 Ιουλίου 1847 αναφέρει: «...Αντίο φίλε µου. Μακάρι να γιατρευτείτε απ' όλα τα δεινά σας. Θα ευχαριστώ πάντα το Θεό γι' αυτή την ανεπάντεχη κατάληξη της εννιάχρονης αποκλειστικής φιλίας. Να µαθαίνω νέα σας πότε - πότε. Θα ήταν άσκοπο να γυρίσουµε στα παλιά...» Μόνος κι έρηµος ο Σοπέν και µε επιβαρυµένη την υγεία του αποδέχθηκε τον Φεβρουάριο του 1848 την πρόσκληση από την Τζένι Στέρλινγκ να επισκεφθεί την Αγγλία και τη Σκωτία. Τον Απρίλιο, κι ενώ το Παρίσι βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασµό, πέρασε στην αντίπερα όχθη της Μάγχης. Έως τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς πραγµατοποίησε ένα εξοντωτικό κύκλο µαθηµάτων, εµφανίσεων και 4
δεξιώσεων στο Λονδίνο. Εκεί συναντούσε τον Κάρολο Ντίκενς, τον Τόµας Καρλάιλ και την Τζένι Λιντ, που δεν έχανε καµία εµφάνισή της στην όπερα. Τα οικονοµικά του βελτιώθηκαν σηµαντικά, αλλά το πρόβληµα µε την υγεία του επιδεινώθηκε, εξαιτίας και της µολυσµένης ατµόσφαιρας του Λονδίνου. Έτσι, αποφάσισε να ξεκουραστεί, φιλοξενούµενος σε σπίτια αριστοκρατών φίλων της Στέρλινγκ στη Σκωτία. Θάνατος Ο Σοπέν, µε επιβαρυµένη υγεία και έχοντας παραµελήσει το συνθετικό έργο του, αποφάσισε να επιστρέψει στο Παρίσι, έπειτα από µία σύντοµη παραµονή στο Λονδίνο, όπου έπαιξε σ' ένα φιλανθρωπικό κοντσέρτο για τους Πολωνούς πρόσφυγες στις 16 Νοεµβρίου 1848. Έφτασε στο Παρίσι στις 24 Νοεµβρίου 1848 και ως την εποµένη άνοιξη η κατάσταση της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε. Τους τελευταίους µήνες της ζωής του µε την προτροπή των γιατρών του εγκαταστάθηκε σ' ένα ευρύχωρο διαµέρισµα στο κέντρο του Παρισιού, περιστοιχιζόµενος από πιστούς φίλους του και την αδελφή του Λουντβίκα, που είχε έρθει από την Πολωνία για να του συµπαρασταθεί. Αντιλαµβανόµενος το τέλος, ο Σοπέν ζήτησε να καταστραφούν τα χειρόγραφα των ανολοκλήρωτων έργων του και να ακουστεί το «Ρέκβιεµ» του Μότσαρτ στην κηδεία του, ενώ απαίτησε από την αδελφή του να µεταφερθεί η καρδιά του στη Βαρσοβία. Στις 12 Οκτωβρίου 1849 εξοµολογήθηκε και µετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων από τον φίλο του ιερέα Αλεξάντερ Γιελοβίτσκι και του πρόσφερε ένα µεγάλο ποσό, λέγοντάς του ότι χωρίς την παρουσία του «θα πέθαινε σαν γουρούνι». Στο σαλόνι του σπιτιού του συνωστίζονταν πρίγκιπες, κόµισες, µαρκησίες και απλοί πολίτες, που προσεύχονταν για τη σωτηρία του, όπως αναφέρουν οι βιογράφοι του. Η Σολάνζ ήλθε να σταθεί δίπλα στον αληθινό φίλο της στις τελευταίες στιγµές του, αλλά όχι και η µητέρα της Γεωργία Σάνδη. Στις 15 εκεµβρίου έφθασε και η ελφίνη Ποτότσκα, από την οποία ο Σοπέν ζήτησε να του τραγουδήσει. Στις 2 το πρωί της 17ης Οκτωβρίου 1849 άφησε την τελευταία του πνοή στην αγκαλιά της Σολάνζ και πέρασε στην αιωνιότητα, σε ηλικία 39 ετών. Η είδηση του θανάτου του διαδόθηκε την ίδια µέρα σε όλο το Παρίσι, σκορπίζοντας ρίγη συγκίνησης στο φιλόµουσο κοινό της γαλλικής πρωτεύουσας και βαθιά θλίψη στους φίλους του. Ο χαµός του µεγάλου Πολωνού πατριώτη συγκλόνισε τους συµπατριώτες του, που είχαν ξεσηκωθεί για την ανεξαρτησία τους, αφού έχαναν ένα τίµιο, ειλικρινή και ακούραστο µαχητή των πολωνικών δικαίων. Ο παρισινός τύπος έκανε εκτενείς αναφορές στη ζωή και το έργο του Σοπέν και οι διάφοροι αρθρογράφοι υπογράµµιζαν τη συµβολή του στη µουσική και στη δηµιουργία της νέας σχολής πιάνου. Η κηδεία του έγινε στις 30 Οκτωβρίου στο ναό της Μαρίας της Μαγδαληνής των Παρισίων, παρουσία 3.000 ανθρώπων, µε χτυπητή την απουσία της Γεωργίας Σάνδη. Στην κηδεία του ακούστηκε το «Ρέκβιεµ» του Μότσαρτ, σύµφωνα µε τη θέλησή του, και τα δικά του «Πρελούδια αρ. 4 και 6». Η ταφή του έγινε στο ονοµαστό κοιµητήριο της γαλλικής πρωτεύουσας Περ Λασέζ, όπου πάνω από τον τάφο του ακούστηκε το «Επικήδειο Εµβατήριο από τη Σονάτα αρ. 2». Ένα χρόνο αργότερα έγιναν τα αποκαλυπτήρια ενός µνηµείου µε τη µορφή µιας µούσας που θρηνεί κρατώντας µια σπασµένη λύρα, ενώ πολωνικό χώµα σκορπίστηκε πάνω στον τάφο 5
του. Ήταν δηµιουργία του Ογκίστ Κλεσινζέ, συζύγου της Σολάνζ. Η καρδιά του, σύµφωνα µε την επιθυµία του, µεταφέρθηκε στη Βαρσοβία, όπου φυλάσσεται στην εκκλησία του Τιµίου Σταυρού. Οι Πολωνοί τίµησαν και τιµούν πολλαπλώς τον µεγάλο συµπατριώτη τους. Το όνοµά του φέρουν: Το διεθνές αεροδρόµιο της Βαρσοβίας, ο κορυφαίος διαγωνισµός πιάνου που διεξάγεται κάθε πέντε χρόνια στη Βαρσοβία από το 1927 και η Μουσική Ακαδηµία της Βαρσοβίας, το µεγαλύτερο ωδείο της Πολωνίας. «Σοπέν» ονοµάζεται ο αστεροειδής 3784. Η πολωνική κυβέρνηση διέθεσε γύρω στα 25.000.000 ευρώ για την ανέγερση του Μουσείου Σοπέν στη Βαρσοβία, τα εγκαίνια του οποίου έγιναν την 1η Μαρτίου 2010. Έργο Ο Σοπέν συνέθεσε γύρω στα 230 έργα: 3 Σονάτες για πιάνο 5 Ρόντο 4 Σκέρτσα 4 Μπαλάντες 17 Πολωνέζες 58 Μαζούρκες 20 Βαλς 3 Εκοσέζ (Σκωτικοί Χοροί) 26 Πρελούδια 4 Παραλλαγές 4 Εµπροµπτί (Αυτοσχεδιάσµατα) 21 Νυχτερινά 27 Σπουδές 2 Κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα Τα πιο δηµοφιλή έργα του είναι: «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1» «Μεγάλο Αστραφτερό Βαλς σε µι ύφεση µείζονα, έργο 18» «Βαλς σε ρε ύφεση έργο 64 αριθµός 1», γνωστό και ως «Βαλς του Λεπτού» «Σονάτα για πιάνο αριθµός 2 σε σι ύφεση ελάσσονα, έργο 35», µε το Επικήδειο Εµβατήριο του τρίτου µέρους «Σπουδή αρ. 12, έργο 10», γνωστή και ως «Επαναστατική» «Σκέρτσο αρ. 2 σε σι ύφεση ελάσσονα, έργο 31» «Πολωνέζα σε λα ύφεση µείζονα, έργο 53», γνωστή και ως «Ηρωϊκή» «Πολωνέζα σε λα µείζονα, έργο 40 αριθµός 1», γνωστή και ως «Στρατιωτική» «Φαντασία - Αυτοσχεδίασµα σε ντο δίεση ελάσσονα, έργο 66» «Πρελούδιο αρ. 4 σε µι ελάσσονα» «Μαζούρκα σε σι ύφεση µείζονα, έργο 7 αρ. 1» «Παραλλαγές στο ντουέτο "Το χεράκι σου, αγάπη" από την όπερα του Μότσαρτ "Ντον Τζιοβάνι"» 6
Η σύγχρονη κριτική τοποθετεί τον Σοπέν ανάµεσα στους µεγάλους της µουσικής, αναγνωρίζοντας τόσο την ικανότητα να διεισδύει τόσο στις µυστικές γωνιές της ανθρώπινης ψυχής, όσο και την ικανότητά του να αντλεί νέες ηχητικότητες από το πιάνο. ιέθετε το σπάνιο χάρισµα να συνθέτει µελωδίες µε πολύ προσωπικό χαρακτήρα, που εξέφραζαν ψυχικά συναισθήµατα, χωρίς ωστόσο να καταφεύγει σε συναισθηµατισµό. Ροµαντική η µουσική του στην ουσία της, αλλά µε µια κλασσική καθαρότητα. Στα έργα του για πιάνο εναλλάσσονται το φλογερό πάθος µε τη µελαγχολική και τη στοχαστική διάθεση, η τρυφερή και ποιητική µελωδική αίσθηση µε τη λαµπερή δεξιοτεχνία. Στα «Νυχτερινά», που µοιάζουν µε τραγούδια δίχως λόγια, υπάρχει µια διάθεση µελαγχολίας και εκµυστήρευσης. Στις «Σπουδές» αναδεικνύονται οι εκφραστικές δυνατότητες του οργάνου. Οι «Μπαλάντες» βασίζονται σε ονειρικές και ποιητικές ιδέες. Στις «Πολωνέζες» και «Μαζούρκες», που βασίζονται σε λαϊκούς ρυθµούς της Πολωνίας, εκφράζεται ένα φλογερό πατριωτικό πάθος. O Σοπέν διαφωνούσε µε τη µουσική του Μπερλιόζ, που τη θεωρούσε πολύ εξωστρεφή. Ήταν φίλος µε τον Σούµαν και τον Μέντελσον, αλλά δεν τον ενδιέφερε η µουσική τους. Θαύµαζε τον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν, αλλά πιο πολύ τον Μπαχ. Στα νεανικά του έργα είχε επηρεαστεί από τον ιρλανδό συνθέτη Τζον Φιλντ (1782-1837), έναν από τους πρωτοπόρους της ροµαντικής µουσικής. Οι συνθέσεις του για πιάνο και κυρίως τα «Νυχτερινά» του εµφανίζουν αρκετές οµοιότητες µε ορισµένα κοµµάτια που έγραψε ο Σοπέν. Με τη σειρά του, ο Σοπέν επηρέασε µε την τεχνική και το συνθετικό του έργο µεταγενέστερους συνθέτες, όπως ο Σκριάµπιν και ο Ραχµάνινοφ. Στα ελληνικά κυκλοφορεί η µοναδική εµπεριστατωµένη βιογραφία του συνθέτη «Φρειδερίκος Σοπέν: Η Ζωή, Το Έργο, Η Εποχή του» από τον συγγραφέα Γεώργιο ρόσο (εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1999). Horowitz plays Chopin Polonaise Op. 53 in A flat major : http://www.youtube.com/watch?v=kzgi49bnghs 7