Περίληψη : Η μουσουλμανική παρουσία ήταν δεδομένη στην Κωνσταντινούπολη για μεγάλα διαστήματα της βυζαντινής φάσης της ιστορίας της πόλης, ήδη από τους πρώτους αιώνες από την εμφάνιση της ισλαμικής θρησκείας έως και την Άλωση του 1453, αν και η απουσία ή/και αποσπασματικότητα των σχετικών ιστορικών μαρτυριών δεν επιτρέπουν μια συνολική προσέγγιση του ζητήματος παρά μόνο στο επίπεδο των εκτιμήσεων. Χρονολόγηση 9ος-15ος αιώνας Γεωγραφικός εντοπισμός Κωνσταντινούπολη 1. Εισαγωγή Η απαρχή της παρουσίας μουσουλμάνων στην Κωνσταντινούπολη πρέπει πιθανώς να τοποθετηθεί στην περίοδο της αρχικής εξάπλωσης του Ισλάμ κατά τον 7ο αιώνα και να αφορά την παρουσία Aράβων εμπόρων προσήλυτων στη νέα θρησκεία, οι οποίοι και θα συνέχιζαν την παράδοση της προγενέστερης του Ισλάμ αραβικής εμπορικής παρουσίας. Η λειτουργία άλλωστε της Κωνσταντινούπολης ήδη από την Πρώιμη Βυζαντινή εποχή ως εμπορικής πρωτεύουσας ολόκληρου του μεσογειακού χώρου και των χωρών της ευρύτερης περιφέρειάς του καταρχάς συντελούσε στη συνεχή παρουσία εμπόρων από μία πανσπερμία λαών, περιλαμβανομένων και πολλών ανατολιτών. Επιπλέον, μία άλλη κατηγορία ξένων που θα βρίσκονταν συχνά στην Κωνσταντινούπολη ήταν και οι απεσταλμένοι των ηγεμόνων άλλων κρατών. 2. Η αραβική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη: το μουσουλμανικό τέμενος Η αντιμετώπιση της μουσουλμανικής παρουσίας με παροικιακούς όρους και η ανάπτυξη σχετικών θεσμών προέκυψε αργότερα, ίσως στα πλαίσια κάποιας από τις συνθήκες που προσωρινά ανέστελλαν τη διαρκή πολεμική αντιπαράθεση μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του αραβοϊσλαμικού χαλιφάτου. Η χαρακτηριστικότερη από τις θεσμικές προβλέψεις για την εξυπηρέτηση της μουσουλμανικής παρουσίας στη βυζαντινή πρωτεύουσα συνίσταται από την ίδρυση και λειτουργία τεμένους που θα εξυπηρετούσε τις λατρευτικές ανάγκες των ευρισκόμενων εκεί μουσουλμάνων. Οι παλαιότερες πληροφορίες για την ύπαρξη του ισλαμικού τεμένους εντοπίζονται στις αρχές του 10ου αιώνα και προέρχονται από επιστολές του πατριάρχη Νικολάου Μυστικού στον αββασίδη χαλίφη της Βαγδάτης, που προφανώς χρονολογούνται ακριβέστερα στην περίοδο κατά την οποία ο πατριάρχης ασκούσε την αντιβασιλεία μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου (913) έως την ενθρόνιση του Ρωμανού Α Λεκαπηνού (920). Η αφορμή για την αλληλογραφία αυτή και την επακόλουθη μνεία στο τέμενος της Κωνσταντινούπολης έγκειτο στο κλείσιμο χριστιανικών ναών εντός της αββασιδικής επικράτειας, ενέργεια που πληροφορούμαστε ότι οφειλόταν σε φήμες περί κλεισίματος του τεμένους της Κωνσταντινούπολης που κυκλοφόρησαν στην αββασιδική πρωτεύουσα, τις οποίες ο πατριάρχης διέψευσε και παράλληλα διατύπωσε τις διαμαρτυρίες του για το κλείσιμο των χριστιανικών ναών. 1 Ο χρόνος σύνταξης αυτών των επιστολών συνιστά το terminus ante quem για την ίδρυση του τεμένους της Κωνσταντινούπολης, η οποία δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακριβέστερα. Από την αναφορά όμως του γεγονότος ότι το τέμενος αυτό προοριζόταν για την εξυπηρέτηση μουσουλμάνων αιχμαλώτων, που είχαν μεταφερθεί στη βυζαντινή πρωτεύουσα, συνάγεται ότι η αφορμή για την ίδρυση του τεμένους δόθηκε στη συγκυρία της παρουσίας αυτών των αιχμαλώτων, η οποία φαίνεται πως συντελέστηκε σε χρόνο πρόσφατο της αλληλογραφίας του πατριάρχη με το χαλίφη, αφού το τέμενος εξυπηρετούσε τότε ακόμη αυτό το σκοπό. Φυσικά, πέραν της συγκεκριμένης ανάγκης που εξυπηρετήθηκε από την ίδρυση του τεμένους, και που σχετίζεται με την παρουσία στην Κωνσταντινούπολη των αιχμαλώτων, η οποία συνιστά πρόσκαιρο συγκυριακό φαινόμενο, το τέμενος επρόκειτο να συνδεθεί με τη γενικότερη και διαχρονικότερη μουσουλμανική παρουσία στην πόλη, η οποία κυρίως σχετίζεται με την άφιξη και διαμονή στην πόλη μουσουλμάνων εμπόρων. Μία συμβολικού χαρακτήρα διάσταση της λειτουργίας του τεμένους αναφέρεται στη βυζαντινή πολιτική απέναντι στο μουσουλμανικό κόσμο, αφού οι ίδιες οι βυζαντινές Αρχές Δημιουργήθηκε στις 27/2/2017 Σελίδα 1/5
καθόριζαν ποιος από τους ηγέτες των μουσουλμανικών δυνάμεων θα μνημονευόταν στην προσευχή της Παρασκευής και φυσικά επιλεγόταν ο ηγεμόνας αυτής της δύναμης, οι σχέσεις με την οποία είχαν την υψηλότερη προτεραιότητα για το Βυζάντιο. Από την άλλη, η μνημόνευση στο τέμενος της Κωνσταντινούπολης συνιστούσε πηγή κύρους και για τον αντίστοιχο μουσουλμάνο ηγέτη, αφού προσλαμβανόταν ως αναγνώριση του αντίστοιχου κράτους ως ηγέτιδας δύναμης του ισλαμικού κόσμου. Χαρακτηριστικά, ενώ έως και τις αρχές 11ου αιώνα μνημονευόταν ο αββασίδης χαλίφης της Βαγδάτης, από το 1027 μνημονευόταν πλέον το όνομα του Φατιμίδη χαλίφη του Καΐρου και από τα μέσα του 11ου αιώνα αυτό του Σελτζούκου σουλτάνου. 2 3. Τουρκική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη Η παρουσία μουσουλμάνων εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη πρέπει να ήταν συνεχής σε όλη τη διάρκεια της ακμής της πόλης, από τον 9ο αιώνα (αν όχι νωρίτερα) έως και τα τέλη του 12ου. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί αν η παρουσία μουσουλμάνων εμπόρων συνοδευόταν από μόνιμη εγκατάσταση κάποιων από αυτούς (όπως συνέβη με τους Βενετούς και Γενουάτες), αλλά και η παροδική παρουσία τους ήταν συνεχής και σταθερά ανανεούμενη. Επιπλέον, πέραν της αραβικής εμπορικής παρουσίας, από τον 11ο αιώνα το μουσουλμανικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης χαρακτηρίζεται και από την τουρκική παρουσία. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία δημώδους ποιητικού κειμένου του Ιωάννη Τζέτζη (μέσα 12ου αιώνα), που αναφέρεται στην πανσπερμία των γλωσσών οι οποίες ομιλούνταν στην αγορά της Κωνσταντινούπολης και που περιλαμβάνει μνεία και της αραβικής και της τουρκικής. 3 Η σοβαρή κρίση και παρακμή της πόλης που συντελέστηκε μετά την άλωση του 1204 και κατά τη διάρκεια της φραγκικής κυριαρχίας, η οποία διακρίνεται από την πληθυσμιακή απίσχνανση και τη σοβαρή υποβάθμιση της οικονομικής και εμπορικής σημασίας της πόλης, πρέπει να είχε επίπτωση και στη μουσουλμανική παρουσία και είναι οπωσδήποτε αμφίβολη η συνέχειά της κατά την περίοδο της Λατινικής Αυτοκρατορίας, ίσως και κατά την εποχή των πρώτων Παλαιολόγων. 4 Σταδιακά όμως η μουσουλμανική παρουσία πρέπει να επαναλήφθηκε, αν και το κυρίαρχο στοιχείο πλέον είναι το τουρκικό. Η τουρκική μάλιστα επέκταση από τα μέσα του 14ου αιώνα και εξής είχε αποτέλεσμα η οθωμανική επικράτεια να φτάνει πλέον μέχρι την άμεση περιφέρεια της πόλης και η γειτνίαση με τουρκικούς πληθυσμούς να καθιστά ευκολότερη και σχετικά καθημερινό φαινόμενο την πρόσβαση Τούρκων σε αυτή. Η τουρκική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 14ου αιώνα και στη διάρκεια του 15ου έως την Άλωση μπορεί να διακριθεί σε δύο κατηγορίες: σε Τούρκους που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην πόλη και συγκροτούσαν μία κατά κυριολεξία παροικία και σε αυτούς που μετέβαιναν παροδικά σε αυτή από την κοντινή οθωμανική επικράτεια, οι οποίοι φαίνεται πως διεκπεραίωναν τις εργασίες τους σε διάστημα λίγων ωρών της ημέρας. Η παρουσία της πρώτης κατηγορίας τεκμαίρεται από την απαίτηση του σουλτάνου Βαγιαζήτ για την εγκατάσταση Τούρκου δικαστή στην πόλη, ο οποίος και θα διεκπεραίωνε τις δικαστικές υποθέσεις των Τούρκων κατοίκων της (μία μορφή «ετεροδικίας»), ενώ η δεύτερη κατηγορία αποκαλύπτεται από την περιγραφή των αμυντικών μέτρων που πήραν οι Βυζαντινοί πριν από την πολιορκία του 1453, όταν προέβησαν στο κλείσιμο των τειχών και στη σύλληψη των Τούρκων που εγκλωβίστηκαν μέσα στην πόλη. 5 1. Jenkins, R.J.H. Westerink, L.G. (επιμ.), Nicholas I, Patriarch of Constantinople, Letters (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 6, Washington DC 1973), επιστ. 102. 2. Ζακυθηνός, Δ.Α., Βυζαντινή Ιστορία, 324-1071 (Αθήνα 1972), σελ. 386, 488. 3. Παρατίθεται στο Mango, C., Βυζάντιο. Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης (Αθήνα 1990), σελ. 105. 4. Matschke, K.-P., «Η οικονομία των πόλεων κατά την υστεροβυζαντινή εποχή (13ος-15ος αι.)», στο Λαΐου, Α. (επιμ.), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου 2 (Αθήνα 2006), σελ. 165. 5. Bekker, Ι. (επιμ.), Michaelis Ducae Nepotis Historia Byzantina (Bonn 1834), ΧΙΙΙ σελ. 49, XV σελ. 56 και XXXIV σελ. 244 245. Δημιουργήθηκε στις 27/2/2017 Σελίδα 2/5
Βιβλιογραφία : Ζακυθηνός Δ., Βυζαντινή Ιστορία 324-1071, Αθήνα 1972 Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J.A. (ed.), Nicetae Choniatae Historia, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 11, Berlin New York 1975 Vasiliev A.A., Byzance et les Arabes 1: La dynastie d Amorium (820-867), Bruxelles 1968, Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae 1, Grégoire, H. Canard, M. (trans.) Δούκας, Ιστορία, Bekker, I. (ed.), Ducae Michaelis nepotis Historia Byzantina, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1834 Vasiliev A.A., Byzance et les Arabes, 2 La dynastie Macédonienne (867-959). Extraits de sources arabes, Bruxelles 1950, Corpus Bruxellense Historiae Byzantinae 2/2, Grégoire, H. Canard, M. (trans.) Νικόλαος Α' Μυστικός Κωνσταντινουπόλεως, Epistulae, Jenkins, R.J.H. Westerink, L.G. (eds), Nicholas I, Patriarch of Constantinople, Letters, Corpus Fontium Historiae Byzantinae Series Washigtonensis 6, Washington, D.C. 1973 Mango C., Βυζάντιο Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1999, Τσουγκαράκης, Δ. (μτφρ.) El Cheikh N.M., Byzantium Viewed by the Arabs, London 2004, Harvard Middle Eastern monographs 36 Das Eparchenbuch Leons des Weisen, Koder, J. (ed.), Corpus Fontium Historiae Byzantinae 33, Wien 1991 Reinert S.W., "The Muslim presence in Constantinople, 9th-15h centuries: Some preliminary observations", Ahrweiler, H. Laiou, A. (eds), Studies on the internal diaspora of the Byzantine Empire, Washington D.C. 1998, Dumbarton Oaks Research Library and Collection, 125-150 Simeonova L., "Foreigners in Tenth-Century Byzantium: A Contribution to the History of Cultural Encounter", Smythe, D.C. (ed.), Strangers to Themselves: The Byzantine Outsider, Aldershot 2000, 229-244 Simeonova L., "In the depths of tenth-century Byzantine ceremonial. The treatment of Arab Prisoners of Wars at imperial banquets", Byzantine and Modern Greek Studies, 22, 1998, 74-103 Canard M., "Quelques à côté de l'histoire des relations entre Byzance et les Arabes", Byzance et les musulmans du Proche Orient, Variorum, London 1973, nr. xv Brand C.M., "The Turkish Element in Byzantium, Eleventh-Twelfth Centuries", Dumbarton Oaks Papers, 43, 1989, 1-25 Berger A., "Sightseeing in Constantinople. Arab travellers, c. 900-1300", Macrides, R. (ed.), Travel in the Byzantine World, London 2002, 179-191 Canard M., "Les expeditions des Arabes contre Constantinople dans l'histoire et dans la légende", Journal Asiatique, 208, 1926, 61-121 Δικτυογραφία : Byzantium Viewed by the Arabs Δημιουργήθηκε στις 27/2/2017 Σελίδα 3/5
http://books.google.com/books?id=qc03pknpfaoc&printsec=frontcover Islamic Spaces and Diplomacy in Constantinople http://art.unc.edu/ccm/groups/public/@art/@faculty/documents/content/ccm1_032298.pdf The Muslim Presence in Constantinople, 9th-15th Centuries: Some preliminary observations http://books.google.gr/books?id=ohfjd_qt3e8c&printsec=frontcover&dq=studies+on+the+internal+diaspora#ppa125,m1 Γλωσσάριo : Αββασίδες, οι Η σημαντικότερη, ίσως και μακροβιότερη αραβική δυναστεία. Ανέτρεψαν τους Ομεϊάδες της Συρίας και βασίλεψαν με έδρα τη Βαγδάτη από το 750 έως το 1258. χαλίφης, ο O ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των μουσουλμάνων, θεωρούμενος διάδοχος του Mωάμεθ (αραβ. khalifa = τοποτηρητής). Ήταν ο επικεφαλής του χαλιφάτου, του θρησκευτικού κράτους των Αράβων. Πηγές Jenkins, R.J.H. Westerink, L.G. (eds), Nicholas I, Patriarch of Constantinople, Letters (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 6, Washington DC 1973), επιστ. 102. Επαρχικόν Βιβλίον, Koder, J. (ed.), Das Eparchenbuch Leons des Weisen (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 33, Wien 1991), σελ. 94 96, 110 111. Κωνσταντίνος Ζ Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν, Moravcsik, G. Jenkins, R.J.H. (eds), Constantine Porphyrogenitus. De Administrando Imperio 1 (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 1.1, Washington DC 1967), σελ. 93. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J.A. (ed.), Nicetae Choniatae Historia (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 11, Berlin New York 1975), σελ. 493 494, 525, 553 554. Δούκας, Ιστορία, Bekker, Ι. (ed.), Ducae Michaelis Nepotis Historia Byzantina (Bonn 1834), σελ. 49, 56, 244 245. Παραθέματα Η ύπαρξη μουσουλμανικού τεμένους στην Κωνσταντινούπολη στο α μισό του 10ου αιώνα: α. Ἄκουε οὖν, τοῦ Σαρακηνῶν γένους ὁ μέγας καὶ ὑπερκείμενος ἄνθρωπος. Ῥωμαίων οἱ ἐξ ἀρχῆς βασιλεύσαντες οὕτω τὰ περὶ τῶν αιχμαλώτων διέταξαν, ὡς εἰδότες ὅτι μέχρι μὲν τῆς τοῦ πολέμου συστάσεως δεῖ πρὸς κάκωσιν τῶν πολεμίων ἀγωνίζεσθαι, ἐπειδὰν δὲ λάβωσιν ὑπὸ χεῖρα τοὺς πολεμοῦντας, ὡς ὑπεξουσίων κήδεσθαι καὶ πρόνοιαν ἐπιδείκνυσθαι τῆς αὐτῶν ἀταλαιπώρου ζωῆς, καὶ ὥστε μηδὲν αὐτοῖς ἕτερον ἐπιτρέχειν ἢ μόνην τὴν ἀποστέρησιν τῆς πατρίδος καὶ τῶν οἰκείων καὶ φίλων καὶ συνγγενῶν. Διὰ τοῦτο καὶ οἰκήσεις ἀπένειμαν ἀστενοχωρήτους καὶ ἀέρος καθαρωτάτου ἀπόλαυσιν, καὶ τῶν ἄλλων ὅσα πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην ζωὴν συντελεῖ οἷα τοῖς ὁμογενέσιν καὶ ὁμοπίστοις, καὶ τοῖς τῆς ὑμετέρας θρησκείας αφωρισμένον εὐκτήριον. Jenkins, R.J.H. Westerink, L.G. (ed.), Nicholas I, Patriarch of Constantinople, Letters (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 6, Washington DC 1973), επιστ. 102.57 67. β. Ἔκγονος δὲ τοῦ Μαυίου ὑπήρχεν ὁ Μάσαλμας, ὁ κατὰ Κωνσταντινουπόλεως ἐκστρατεύσας, οὗτινος καὶ δι αἰτήσεως ἐκτίσθη τὸ τῶν Σαρακηνῶν μαγίσδιον ἐν τῷ βασιλικῷ πραιτωρίῳ. Moravcsik, G. Jenkins, R.J.H. (eds), Constantine Porphyrogenitus. De Administrando Imperio 1 (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 1.1, Washington DC 1967), σελ. 93. Δημιουργήθηκε στις 27/2/2017 Σελίδα 4/5
Η παρουσία Σελτζούκων εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη κατά το 12ο αιώνα: τοίνυν ἐπιπράττει φυλακαῖς ἐνειρχθῆναι καὶ τὰ ὄντα πάντα ἀφαιρεθῆναι ὁπόσοι Ῥωμαίοι τε καὶ Τοῦρκοι παραγματευταὶ τοῦ Ἰκονίου ἀπάραντες τὸ Βυζάντιον ἐπεισῄεσαν. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J.A. (ed.), Nicetae Choniatae Historia (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 11, Berlin New York 1975), σελ. 494. Η Κωνσταντινούπολη στα μάτια των Αράβων, πρώιμος 10ος αιώνας: When reading Arabic Islamic medieval literature, it is impossible to avoid noticing the special mystique that Constantinople held for the Arab Muslims. The authors were practically unanimus in declaring that no other place in the world was comparable in size, in geographical location, and in importance. The third/ninth and fourth/tenth century geographical manuals determined later perceptions of the Byzantine capital, since works from this period became points of reference for subsequent Arabic Islamic writings on the city. In writing about Constantinople, Arab Muslims were not only reacting to the city s physical presence; they were also responding to its literary and historical associations. [...] Perhaps the most extensive and informative description of the city by an Arab was made by Harun b. Yahya and inserted in the early fourth/tenth century geographical work of Ibn Rusteh, Kitab al a laq al nafisa. The date of the arrival of Harun to Constantinople is uncertain, but he is believed to have been there sometimes during the late third/ninth to early fourth/tenth century. Although a captive, Harun was left to wander in Constantinople contemplating the buildings, monuments and churches, examining the exterior of the Imperial Palace and some of its halls, analyzing statues and talismans with great interest, and witnessing or even taking part in imperial ceremonies [...] As a result, Harun s descriptions constitute a primary text for assessing the symbolic importance that Constantinople attained in medieval Arab Muslim litterature. El Cheikc, N.M., Byzantium viewed by the Arabs (London 2004), σελ. 140 και 142 143. Δημιουργήθηκε στις 27/2/2017 Σελίδα 5/5