Περίληψη : Στη Ρωμαϊκή περίοδο η Έφεσος αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα παραγωγής έργων πλαστικής. Τα καλλιτεχνικά εργαστήρια της πόλης γνώρισαν τη μεγαλύτερη ακμή τους το 2ο αι. μ.χ. Στα έργα τους διαπιστώνεται ποικιλία τεχνοτροπικών και στιλιστικών χαρακτηριστικών. Το μεγαλύτερο μέρος του υλικού προέρχεται από τα δημόσια κτήρια της Εφέσου, ενώ σημαντικός είναι και ο αριθμός των ειδωλίων και αγαλματιδίων θεών και ηρώων από τις ιδιωτικές οικίες. Χρονολόγηση Ρωμαϊκή περίοδος Γεωγραφικός εντοπισμός Έφεσος 1. Ιστορία της έρευνας Στην Έφεσο έχει βρεθεί το μεγαλύτερο ποσοτικά υλικό ρωμαϊκής πλαστικής από τη Μικρά Ασία, το οποίο μπορεί να συγκριθεί μόνο με το αντίστοιχο της Αφροδισιάδας. Στην Ευρώπη, το Kunsthistorisches Museum της Βιέννης και το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου έχουν στην κατοχή τους ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα της Εφέσου. Στην Τουρκία τα ευρήματα φυλάσσονται στα μουσεία της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης και του Selcuk. Οι πρώτες ανασκαφικές προσπάθειες πραγματοποιήθηκαν από τους Βρετανούς την περίοδο 1863 1874, με επικεφαλής τον J.T. Wood. Ένα μεγάλο μέρος των ευρημάτων μεταφέρθηκε στο Λονδίνο. Οι αυστριακές ανασκαφές, υπό τη γενική διεύθυνση του Otto Benndorf, ξεκίνησαν το 1895 στη ρωμαϊκή αγορά και στο γυμνάσιο της περιοχής του λιμανιού. 1 Πολλά από τα ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα που ήλθαν στο φως την επόμενη δεκαετία (1896 1906) κατέληξαν στη Βιέννη. Η μεταφορά τους έγινε μέσω Τεργέστης ύστερα από την επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στον αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ Α και το σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β. Σε αυτά περιλαμβάνονταν κυρίως έργα πλαστικής από διάφορα σημεία του λιμανιού, από το θέατρο της πόλης 2 και από ένα κυκλικό κτήριο στο Panayir Dag. Μέχρι στιγμής οι μονογραφίες γύρω από την πλαστική της Εφέσου είναι λιγοστές. Οι συγκεκριμένες μελέτες ασχολούνται μόνο με ένα πολύ μικρό τμήμα του υλικού, τις αττικές σαρκοφάγους που βρέθηκαν στην πόλη και τα γυναικεία αγάλματα του 2ου αι. μ.χ. Από το 1990 ξεκίνησε μια πιο συστηματική προσπάθεια δημοσίευσης όλου του υλικού της ρωμαϊκής πλαστικής της Εφέσου, με πρώτη την έκδοση του καταλόγου των ιδεαλιστικώνέργων. 3 2. Υλικό Μεγάλο μέρος των γλυπτών της Εφέσου φαίνεται πως έχει λαξευτεί στην ίδια ποικιλία λευκού λεπτόκοκκου μαρμάρου. Έχει υποστηριχθεί ότι μεγάλο μέρος της πρώτης ύλης είναι πιθανό να προέρχεται από τα λατομεία των περιοχών Belevi και Κus ini, που βρίσκονται σε απόσταση 11 12 χλμ. Β ΒΑ της Εφέσου. 4 Ωστόσο, το μάρμαρο των συγκεκριμένων θέσεων είναι χονδρόκοκκο και κυρίως εξαιρετικά εύθρυπτο, χαρακτηριστικό που το Δημιουργήθηκε στις 5/3/2017 Σελίδα 1/13
καθιστά ακατάλληλο για τη χρήση του στα έργα πλαστικής. 3. Στιλιστικά χαρακτηριστικά Η παραγωγή έργων πλαστικής στην Έφεσο γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξή της στο 2ο αι. μ.χ. 5 Αντίθετα, τα έργα της Ελληνιστικής και της Πρώιμης Αυτοκρατορικής περιόδου είναι σχετικά λίγα. Σε αντίθεση με τη Σχολή της Αφροδισιάδας, οι γλύπτες της Εφέσου διακρίνονται για την ποικιλία των επιλογών ως προς τα στιλιστικά χαρακτηριστικά των έργων τους καθώς και για την έντονη τάση προς υιοθέτηση καινοτομιών. Το τελευταίο χαρακτηριστικό διαπιστώνεται κυρίως στα αντίγραφα των κλασικών έργων, που διατηρούν πιο ελεύθερη σχέση με το πρωτότυπο. Στην περίοδο του Τραϊανού (98 117 μ.χ.) αυτή η τάση περιορίζεται, για να επανέλθει ακόμα πιο έντονη στην περίοδο του διάδόχου του, Αδριανού (117 138 μ.χ.). 6 Στην Ύστερη περίοδο των Αντωνίνων (138 193 μ.χ.) παρατηρείται σε μεγάλο βαθμό, για πρώτη φορά στην πλαστική της Εφέσου, έλλειψη ενδιαφέροντος για την ακριβή απόδοση των ανατομικών και των υπόλοιπων επιμέρους λεπτομερειών. 7 Επιπλέον, σε πολλά από τα έργα αυτής της περιόδου εμφανίζεται και παγιώνεται σταδιακά η τάση προς την όχι και τόσο έντονη απόδοση της 3ης διάστασης. Στον 3ο αι. μ.χ. η ικανότητα των αντιγραφέων περιορίζεται ακόμα περισσότερο. Το φαινόμενο παρατηρείται ιδιαίτερα στα πορτρέτα, ιδιωτικά και αυτοκρατορικά, από την περίοδο του Σεπτίμιου Σεβήρου (193 211 μ.χ.) και ύστερα. 4. Επώνυμοι γλύπτες της Εφέσου Από πρόσφατες μελέτες προκύπτουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες γύρω από τη δράση των τοπικών εργαστηρίων πλαστικής. 8 Γνωρίζουμε τα ονόματα αρκετών καλλιτεχνών της Ρωμαϊκής περιόδου, έργα των οποίων βρέθηκαν διάσπαρτα σε διάφορα σημεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ένα από τα παλιότερα χρονολογείται στην περίοδο της Δημοκρατίας, γύρω στο 100 π.χ., βρέθηκε στη γειτονική Σάμο και φέρει την υπογραφή του γλύπτη Απολλωνίδη (εικ. 1) 9. Πρόκειται για μια ανδρική ιματιοφόρο μορφή, από την οποία διατηρείται μόνο το κάτω μέρος, από το ύψος των γοφών. Χαρακτηρίζεται από ογκώδη ανατομία, ενώ ο καλλιτέχνης κατάφερε, χάρη στην ιδιαίτερη ικανότητά του, να αποδώσει με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο την υφή του χονδρού υφάσματος. Τυπολογικά και στιλιστικά ο τρόπος απόδοσης του ιματίου αντιστοιχεί σε αυτόν του ίδιου ενδύματος από ένα ακέφαλο άγαλμα του Δία ή κάποιου άγνωστου πλέον ηγεμόνα της Ελληνιστικής περιόδου από το Πέργαμο, το οποίο χρονολογείται στο α μισό του 2ου αι. π.χ. 10 Σύγχρονο με το έργο του Απολλωνίδη είναι το άγαλμα με την υπογραφή του Αγασία, γιου του Δωσιθέου, που βρέθηκε στο Antium, 50 χλμ. νότια της Ρώμης. Το άγαλμα είναι γνωστό στη βιβλιογραφία ως ο «Ξιφομάχος Borghese», από τη συλλογή στην οποία φυλασσόταν παλιότερα (εικ. 2). 11 Άλλοι δύο γλύπτες, ο Ηρακλείδης και ο ΑΓΑ[ ]ΑΤΙΟΣ, το όνομα του οποίου σώζεται αποσπασματικά, φιλοτέχνησαν πιθανότατα στα τέλη του 1ου αι. μ.χ. ένα, ακέφαλο σήμερα, άγαλμα στον ιδεαλιστικό τύπο με ιμάτιο γύρω από τους γοφούς (εικ. 3). 12 Βρέθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Νεάπολης και ανήκει σε μια υποκατηγορία του τύπου, από την οποία είναι γνωστό μόνο ακόμα ένα παράδειγμα, ο αυτοκρατορικός Δημιουργήθηκε στις 5/3/2017 Σελίδα 2/13
ανδριάντας του Τιβέριου (14 37 μ.χ.) από τη Μεγάλη Λέπιδα (Leptis Magna) της ρωμαϊκής επαρχίας της Αφρικής. 13 Από την Έφεσο καταγόταν και ένας από τους καλλιτέχνες που φιλοτέχνησαν τα πολυάριθμα αγάλματα του Αδριανού (117 138 μ.χ.) στο Ολυμπιείο της Αθήνας, ο Αύλος Παντουλήιος. Τα συγκεκριμένα παραδείγματα είναι ενδεικτικά της φήμης που απέκτησαν οι Εφέσιοι καλλιτέχνες και της διάδοσης των έργων τους κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου. 5. Αγαλματικό σύνταγμα με θέμα την τύφλωση του Πολύφημου Ένα από τα σημαντικότερα και παλιότερα αγαλματικά συντάγματα της Εφέσου χρονολογείται στο β μισό του 1ου αι. π.χ., ίσως στην πρώιμη περίοδο του Αυγούστου (27 π.χ. 14 μ.χ.), και εικονίζει το γνωστό επεισόδιο ανάμεσα στον Οδυσσέα και τον Πολύφημο (εικ. 4). 14 Βρέθηκε σε δεύτερη χρήση στο νυμφαίο του Πολλίωνος, στο νότιο τμήμα της πόλης, η επέκταση του οποίου ολοκληρώθηκε το 93 μ.χ., δηλαδή στην Ύστερη περίοδο του Δομιτιανού (81 96 μ.χ.). Για την αρχική του θέση έχει προταθεί το αέτωμα κάποιου κτηρίου, ίσως ενός ναού της Πρώιμης Αυτοκρατορικής περιόδου στην αγορά της πόλης. Ωστόσο, σύμφωνα με νεότερες έρευνες, οι 2 από τις 9 μορφές του συντάγματος είναι παλιότερες, καθώς τα στιλιστικά τους χαρακτηριστικά οδηγούν στη χρονολόγησή τους στο 2ο αι. π.χ. Το κέντρο της σύνθεσης καταλαμβάνει η κολοσσιαία μορφή του Πολύφημου, μπροστά από την οποία κείτονται ήδη νεκροί δύο από τους συντρόφους του Οδυσσέα. Στα δεξιά του βρίσκεται ο ήρωας, που του προσφέρει κρασί με τη βοήθεια δύο συντρόφων του. Στα αριστερά του άλλοι τρεις ετοιμάζονται να τυφλώσουν τον Κύκλωπα. Μια εξίσου σημαντική ομάδα γλυπτών με το ίδιο ακριβώς θέμα βρέθηκε στη Sperlonga, νότια της Ρώμης, και χρονολογείται λίγο αργότερα, στον 1ο αι. μ.χ. (εικ. 5). 15 Οι εικονογραφικές και στιλιστικές ομοιότητες είναι εντυπωσιακές και αντλούνται από την παράδοση της Μικράς Ασίας, καθώς οι γλύπτες του δεύτερου συντάγματος κατάγονταν από τη Ρόδο, γεγονός που επιβεβαιώνεται επιγραφικά. Πρόκειται για δείγματα μιας μικτής παράδοσης με ελληνιστικά καλλιτεχνικά στοιχεία, που υιοθετούνται, για να ενταχθούν στην αισθητική της Ρωμαϊκής εποχής. 6. Αγαλματικά σύνολα από τις θέρμες της Εφέσου Ιδιαίτερα σημαντικά για τη μελέτη της σύνθεσης των εικονογραφικών προγραμμάτων που εφάρμοζαν οι Ρωμαίοι στη διακόσμηση των δημόσιων κτηρίων τους είναι τα σύνολα πλαστικής που βρέθηκαν σε τρεις από τις θέρμες της πόλης. Πρόκειται για τα ευρήματα από τις θέρμες του λιμανιού, τις θέρμες του Βηδίου και αυτές του ανατολικού τμήματος της πόλης. 16 Στις θέρμες του λιμανιού έχει βρεθεί ένα κλειστό χρονικά αγαλματικό σύνολο, που ξεκινά από την περίοδο του Δομιτιανού (81 96 μ.χ.), όταν περατώθηκαν οι εργασίες κατασκευής του κτηρίου, και τελειώνει στην περίοδο του Αδριανού (117 138 μ.χ.). Περιλαμβάνει 18 έργα πλαστικής, τα 7 από τα οποία μας είναι γνωστά μόνο από τις επιγραφές των βάσεών τους. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα αγάλματα ιδιωτών, θεών, όπως του Ερμή, της Αθηνάς και της Αφροδίτης, και κυρίως δύο παρόμοια συμπλέγματα μυθικών μορφών, όπου μια Σφίγγα Δημιουργήθηκε στις 5/3/2017 Σελίδα 3/13
κατασπαράσσει μια γυμνή ανδρική μορφή (εικ. 6). Τα τελευταία θεωρούνται αντίγραφα των ερεισίχειρων (δηλ. των τμημάτων για τη στήριξη των χεριών) του θρόνου του λατρευτικού αγάλματος του Δία στην Ολυμπία, έργου του Φειδία. Λίγο μεταγενέστερες είναι οι θέρμες του Βηδίου (147 149 μ.χ.). Η διακόσμηση του κτηρίου ολοκληρώνεται στην περίοδο των Σεβήρων (193 235 μ.χ.). Στο συγκεκριμένο σύνολο γλυπτικής κυριαρχούν τα ρωμαϊκά αντίγραφα γνωστών ελληνικών έργων του 5ου κυρίως, αλλά και του 4ου αι. π.χ. Σε αυτά κυρίαρχη θέση καταλαμβάνουν η Εστία Giustiniani (475 450 π.x.) (εικ. 7), μια γυναικεία κεφαλή στο λεγόμενο τύπο της Ασπασίας (475 450 π.χ.), ο Δισκοβόλος του Μύρωνα (450 π.χ.), ο Ερμής Προπύλαιος του Αλκαμένη (περ. 430 π.χ.) και ο Ασκληπιός του τύπου Campana (ύστερος 5ος αι. π.χ.). Δε λείπει, ωστόσο, και η πρωτοτυπία των καλλιτεχνών της Εφέσου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο άγαλμα του μυθικού ιδρυτή της πόλης Ανδρόκλου, που αποτελεί μετάπλαση 17 της Ρωμαϊκής περιόδου. Ακολουθούν χρονικά οι θέρμες της ανατολικής Εφέσου (150 175 μ.χ.), από τις οποίες σώζονται πολλά γυναικεία κυρίως αγάλματα της περιόδου των Αντωνίνων (138 193 μ.χ.) και των Σεβήρων (193 235 μ.χ.). Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι και σε αυτήν την περίπτωση τα αγάλματα είναι αντίγραφα παλαιότερων έργων, όχι όμως κλασικών του 5ου αι. π.χ., αλλά υστεροκλασικών και ελληνιστικών. Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι τόσο σε αυτό το κτήριο όσο και στο προηγούμενο η επιλογή των έργων έγινε από ανθρώπους σε τέτοιο βαθμό εξοικειωμένους με τις καλλιτεχνικές δημιουργίες του παρελθόντος, ώστε να είναι ικανοί να επιλέξουν αντίγραφα γλυπτών διαφορετικών χρονικών περιόδων, λόγω της προτίμησής τους στο στιλ και την αισθητική της καθεμιάς από αυτές. Αναφέρονται τα αγάλματα της Κνιδίας Αφροδίτης του Πραξιτέλη (340 π.χ.), της ίδιας θεάς σε μια παραλλαγή του τύπου της Capua (εικ. 8) (330 320 π.x.), η Ήρα Campana Altemps (3ος αι. π.χ.) και η λεγόμενη Τύχη Corsini (της Ύστερης Ελληνιστικής περιόδου). 7. Γλυπτός διάκοσμος του νυμφαίου του C. Laekanius Bassus Στην περίοδο της μεγάλης οικοδομικής δραστηριότητας της Εφέσου, δηλαδή στον 1ο και κυρίως στο 2ο αι. μ.χ. η ιδεαλιστική πλαστική γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Η συγκεκριμένη αλλαγή διαπιστώνεται ιδιαίτερα στη μνημειώδη αρχιτεκτονική πρόσοψη πολλών δημόσιων κτηρίων, που προτιμάται κυρίως στην περίοδο των Φλαβίων (69 96 μ.χ.), αλλά και αργότερα. Στις συγκεκριμένες προσόψεις κυριαρχούν οι κόγχες, διάφορων τύπων, στις οποίες τοποθετούνται αγάλματα εικονιστικά, ιδεαλιστικά και συμπλέγματα μορφών. Στα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα συγκαταλέγονται η τριώροφη πρόσοψη της σκηνής του θεάτρου, η βιβλιοθήκη του Κέλσου και πολλά από τα νυμφαία της πόλης. Πλούσια γλυπτή διακόσμηση έφερε και ένα από τα σημαντικότερα κτήρια της Εφέσου, τονυμφαίο του C. Laekanius Bassus, το οποίο χρονολογείται στην περίοδο των Φλαβίων (69 96 μ.χ.). 18 Σε αυτήν περιλαμβάνονται 5 Τρίτωνες (εικ. 9), 2 προσωποποιήσεις ποτάμιων θεοτήτων και ένας ιππόκαμπος, δηλαδή μορφές που σχετίζονται με το νερό, την παροχή του οποίου εξυπηρετούσε ένα τέτοιου τύπου οικοδόμημα. Τα περισσότερα από τα παραπάνω έργα αποδίδονται στο ίδιο εργαστήριο και πιθανότατα στον ίδιο καλλιτέχνη. Τις κόγχες της διώροφης πρόσοψης συμπλήρωνε μεγάλος αριθμός ιδεαλιστικών έργων, που αποτελούσαν αντίγραφα κλασικών αγαλμάτων του 5ου και του 4ου αι. π.χ. Ξεχωρίζουν 3 ακέφαλα αγάλματα Αφροδίτης, άλλες τρεις γυναικείες μορφές σε διάφορους τύπους, το κάτω τμήμα μιας τέταρτης, στο λεγόμενο τύπο της Δημιουργήθηκε στις 5/3/2017 Σελίδα 4/13
«Ήρας της Εφέσου», 19 και αρκετές γυναικείες ιδεαλιστικές κεφαλές. Η πληρότητα των ευρημάτων και οι συστηματικές ανασκαφές των Αυστριακών επιτρέπουν αρκετά πιστή αναπαράσταση του μνημείου και δίνουν τη δυνατότητα να φανταστεί κανείς την εικόνα που αντίκριζε ένας επισκέπτης στα τέλη του 1ου αι. μ.χ. 8. Το λεγόμενο Μνημείο των Πάρθων Τα ανάγλυφα της Εφέσου προσφέρουν σαφή εικόνα για τις καλλιτεχνικές δυνατότητες των διάφορων εργαστηρίων της. Από τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα είναι τα ανάγλυφα που τοποθετήθηκαν σε δεύτερη χρήση μπροστά από τη βιβλιοθήκη του Κέλσου. Η αρχική θέση του μνημείου που κοσμούσαν, γνωστού στην έρευνα ως μνημείου των Πάρθων, δεν είναι δυνατό, με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, να καθοριστεί με ακρίβεια. Ως προς τη μορφή του μνημείου πιθανότερη θεωρείται η αποκατάστασή του ως βωμού με ζωφόρο να τον διακοσμεί περιμετρικά. Στη μία από τις 4 πλευρές τοποθετείται κλίμακα που οδηγούσε στο εσωτερικό του, όπου πραγματοποιούνταν οι θυσίες. Η θεματολογία των υπόλοιπων τριών πλευρών περιλάμβανε μια σκηνή μάχης Ρωμαίων και Πάρθων (εικ. 10), μια σκηνή θυσίας, στην οποία εικονίζονται γυναικείες θεότητες και προσωποποιήσεις και μια σκηνή με τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας των Αντωνίνων. Με βάση στιλιστικά κριτήρια, τα γλυπτά αυτά τοποθετούνται στο β μισό του 2ου αι. μ.χ. και με βάση ιστορικά στοιχεία πιθανότατα στο 169 μ.χ. ή λίγο αργότερα. 20 Σε ορισμένες από τις ανάγλυφες πλάκες εικονίζονται μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας των Αντωνίνων στο πλαίσιο της εξιστόρησης επεισοδίων από τη ζωή των συναυτοκρατόρων Λούκιου Βήρου (161 169 μ.χ.) και Μάρκου Αυρήλιου (161 180 μ.χ.). Απεικονίζονται η υιοθεσία τους από τον Αντωνίνο Πίο, το 138 μ.χ., ύστερα από απαίτηση του Αδριανού, λίγο πριν από το θάνατό του (εικ. 11), σκηνές μάχης εναντίον Πάρθων, όπου συμμετέχουν ρωμαϊκές λεγεώνες υπό την ηγεσία του Λούκιου Βήρου, και η αποθέωση του τελευταίου. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής της εκστρατείας εναντίον των Πάρθων, η οποία ολοκληρώθηκε το 166 μ.χ. ύστερα από διμερείς συναντήσεις και κοινή συμφωνία. Στην πραγματικότητα ο Λούκιος Βήρος πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της εκστρατείας στην Έφεσο. Τα εικονογραφικά πρότυπα για τις σκηνές μάχης αντλούνται από την ελληνιστική παράδοση της Μικράς Ασίας. Πολλές από τις μορφές απηχούν στιλιστικά τις αντίστοιχες από το βωμό του Περγάμου (περ. 180 π.χ.) κυρίως ως προς την κίνηση και τη θεατρικότητά τους. Αντίθετα, η τυπολογία των μορφών των αυτοκρατόρων, που χαρακτηρίζονται από ακινησία και μετωπικότητα, προέρχεται από αντίστοιχες παραστάσεις της Πρώιμης Αυτοκρατορικής περιόδου στη Ρώμη, όπως αυτή του Αυγούστου και του υποψήφιου διαδόχου του, Γάιου Καίσαρα(20 π.χ. 4 μ.χ.),σε βωμό από την περιοχή του Vicus Sandaliarius. 9. Αγάλματα και αγαλμάτια θεών και ηρώων Πλούσια διακόσμηση φαίνεται πως είχαν και οι οικίες των κατοίκων της Εφέσου. 21 Υπήρχε ιδιαίτερη προτίμηση στα αγαλμάτια θεοτήτων, ηρώων και παιδιών, στα μικρά ανάγλυφα και στις ερμαϊκές στήλες. Επιπλέον, μεγάλος αριθμός ιδιωτικών πορτρέτων, κυρίως με τη μορφή προτομών, αλλά και ιδεαλιστικά αγάλματα περιλαμβάνονταν στη διακόσμηση των οικιών. Στην ιδεαλιστική πλαστική κυριαρχούν οι μορφές του Ασκληπιού, συνήθως στον τύπο Giustini (εικ. 12), 22 και του Έρωτα, των οποίων έχουν βρεθεί και πολυάριθμα αγαλμάτια. Δημιουργήθηκε στις 5/3/2017 Σελίδα 5/13
Οι πιο συχνοί τύποι του Απόλλωνα είναι αυτοί της Κυρήνης (εικ. 13) 23 και του Antium, 24 ενώ υπάρχει και ένα έργο στον τύπο Centocelle. 25 Ο Δίας και ο Ερμής δεν απαντούν τόσο συχνά όσο οι προηγούμενοι. Εικονίζονται όρθιοι, ενώ ο πρώτος παριστάνεται και ένθρονος. 26 Ένθρονος εικονίζεται και ο προσωποποιημένος Δήμος της πόλης σε ένα από τα καλύτερα εκτελεσμένα έργα, που βρέθηκε στο θέατρο και φυλάσσεται στην Κωνσταντινούπολη (εικ. 14). Δύο γνωστά αγαλμάτια του Ποσειδώνα ανήκουν στον τύπο του Λατερανού 27 και σε μια παραλλαγή του τύπου Cherchel. 28 Οι αιγυπτιακές θεότητες, όπως ο Σάραπις 29 ή ο Αρποκράτης, 30 εμφανίζονται αρκετά συχνά. Αντίθετα, οι απεικονίσεις του Διονύσου και των μελών του θιάσου του φαίνεται πως προτιμούνταν για τη διακόσμηση των δημόσιων κτηρίων. Πολλά τέτοια αγάλματα και αγαλμάτια έχουν βρεθεί στα νυμφαία, στα γυμνάσια και στο θέατρο της πόλης. Η συγκεκριμένη διαπίστωση επιβεβαιώνεται από το επιγραφικό υλικό, στο οποίο γίνονται πολύ συχνά αναφορές στη λατρεία του θεού. Από τα έργα του Πολύκλειτου υπάρχουν αντίγραφα του Ηρακλή, 31 του Διαδούμενου 32 και του λεγόμενου Δισκοφόρου. 33 Ένα υπερφυσικού μεγέθους χάλκινο άγαλμα νεαρού αθλητή βρέθηκε στην παλαίστρα του γυμνασίου στο λιμάνι της πόλης. Ο αθλητής εικονίζεται να καθαρίζει το σώμα του με μια στλεγγίδα που σήμερα έχει χαθεί (εικ. 15). 34 Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα έργα της Εφέσου και χρονολογείται στην περίοδο των Φλαβίων (69 96 μ.χ.). Το έργο αντιγράφει ή παραλλάσσει κάποιο χαμένο σήμερα πρότυπο του τέλους του 4ου ή των αρχών του 3ου αι. π.χ. 10. Επιτύμβια ανάγλυφα και σαρκοφάγοι Η τοπική παραγωγή περιλαμβάνει επίσης επιτύμβιες στήλες, οστεοθήκες και σαρκοφάγους με διακόσμηση από γιρλάντες, που χρονολογούνται στον 1ο και κυρίως στο 2ο αι. μ.χ. 35 Σαρκοφάγοι από την Έφεσο έχουν βρεθεί σε διάφορες θέσεις της Κιλικίας, ακόμα στην Αίγινα, στη Λαοδίκεια της Συρίας, στη Βηρυτό, στη Ρώμη, στη Νεάπολη, στην Πίζα και στην Aquileia. Λίγες είναι οι σαρκοφάγοι με μορφές, με αρχιτεκτονική διάταξη ή με tabula ansata. Στην Έφεσο, εκτός από αυτές των τοπικών εργαστηρίων, έχουν βρεθεί σαρκοφάγοι και από άλλα 3 κέντρα παραγωγής. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για μικρασιατικές σαρκοφάγους, που θεωρείται ότι προέρχονται από την περιοχή του Δοκιμείου και χρονολογούνται στο 2ο αι. μ.χ., και για αττικές σαρκοφάγους, που χρονολογούνται από τα τέλη του 2ου αι. μ.χ. έως και το α μισό του 3ου αι. μ.χ. 36 Η εισαγωγή σαρκοφάγων από τη Ρώμη είναι γνωστή μόνο από ένα θραύσμα του ύστερου 3ου αι. μ.χ. 11. Αυτοκρατορικά και ιδιωτικά πορτρέτα Τα πορτρέτα της Εφέσου δεν παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερα κοινά στιλιστικά χαρακτηριστικά. Αντίθετα, τόσο σε αυτά όσο και στις άλλες κατηγορίες έργων πλαστικής, η ποικιλομορφία στις στιλιστικές αποκλίσεις αποτελεί τον κανόνα. Κάτι τέτοιο είναι φυσικά αναμενόμενο σε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Δημιουργήθηκε στις 5/3/2017 Σελίδα 6/13
επαρχίας της Ασίας, για τη διακόσμηση των μνημείων της οποίας θα πρέπει να έδρασαν καλλιτέχνες προερχόμενοι και από άλλα σημαντικά κέντρα παραγωγής. Μια γενική ιδέα για την ποικιλία και την ποσότητα των ανδριάντων, κυρίως των αυτοκρατορικών, μπορεί κανείς να αποκομίσει από τη μελέτη των ενεπίγραφων βάσεων των χαμένων σήμερα έργων, που είναι πολλαπλάσια αυτών που διατηρούνται. 37 Από τη μελέτη αυτή προκύπτει ότι ο αρχαίος επισκέπτης της Εφέσου αντίκριζε εκατοντάδες αγάλματα, μαρμάρινα και χάλκινα, αυτοκρατόρων και άλλων μελών των διαφόρων δυναστειών, διάσπαρτα στα πολυάριθμα δημόσια κτήρια και στους ανοιχτούς χώρους της πόλης. Τα αγάλματα αυτά ήταν στημένα σε ναούς, όπως αυτοί που ήταν αφιερωμένοι στο Δομιτιανό και τον Αδριανό, 38 σε νυμφαία, όπως αυτό του Τραϊανού, σε κρήνες και σε πύλες, όπως αυτή του λιμανιού και του Αδριανού, στις οποίες απέληγαν οι κεντρικές λεωφόροι της πόλης. Ωστόσο, η μεγαλύτερη συγκέντρωση πορτρέτων, ιδιωτικών και αυτοκρατορικών, παρατηρείται κατά κύριο λόγο στο θέατρο, αλλά και στο ωδείο και την πλατεία της αγοράς, σε χώρους δηλαδή όπου γινόταν η μαζικότερη συγκέντρωση των πολιτών. 39 1. Γενικά για τις ανασκαφές των Αυστριακών που πρόσφατα (1995) συμπλήρωσαν έναν αιώνα ερευνών στην περιοχή, βλ. Karwiese, S., Groβ ist die Artemis von Ephesos. Die Geschichte einer der größten Städte der Antike (Wien 1995), σελ. 9-12 Scherrer, P. (επιμ.), Ephesos. Der neue Führer. 100 Jahre österreichische Ausgrabungen 1895-1995 (Wien 1995), σελ. 2-170 Wiplinger, G. Wlach, G. (επιμ.), Ephesos. 100 Jahre österreichische Forschungen (Wien Κöln Weimar 1995), σελ. 4-5, 40-44. 2. Schwingenstein, C., Die Figurenausstattung des griechischen Theatergebäudes (Münchener Archäologische Studien 8, München 1977), σελ. 24, 38, 46, 48, 101, 107, 119-122, 124-125 Can Ozren, Α., Die Skulpturenausstattung kaiserzeitlicher Theater in der Provinz Asia, am Beispiel der Theater in Aphrodisias, Ephesos und Hierapolis (Thetis 3, Mannheim 1996), σελ. 99-128, εικ. 1-9. 3. Aurenhammer, Μ., Die Skulpturen von Ephesos. Bildwerke aus Stein. Idealplastik 1 (Wien 1990), σελ. 15-22. Βλ. επίσης Aurenhammer, M., Sculptures of gods and heroes from Ephesos, στο Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994 (Valley Forge, Pennsylvania 1995), σελ. 251-280. 4. Atalay, E., Antiker Marmorsteinbruch bei Ephesos, JÖAI 51 (1976-1977), σελ. 58-59, εικ. 1-2. Βλ. επίσης Karagöz, S., Zur Lokalisierung einer Marmorwerkstatt in Ephesos, στο Scherrer, P. Taeuber, H. Thür, H. (επιμ.), Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe zum 65. Geburtstag (Wien 1999), σελ. 55-59, εικ. 1-10. 5. Knibbe, D. Alzinger, W., Ephesos vom Beginn der römischen Herrschaft in Kleinasien bis zum Ende der Principatszeit, ANRW 2.7.2 (Berlin 1980), σελ. 748-830. 6. Atalay, E., Weibliche Gewandstatuen des 2. Jhs n. Chr. aus ephesischen Werkstätten (Denkschr.Ak.Wien.Phil.-hist.Kl. 206, Wien 1989), σελ. 11-13, 113-115. 7. Inan, J. Alföldi-Rosenbaum, E., Römische und Frühbyzantinische Porträtplastik aus der Türkei. Neue Funde (Mainz am Rhein 1979), σελ. 9-24, όπου συζητείται και το πρόβλημα της χρονολόγησης των πορτρέτων. 8. Dondener, Μ., Bildhauersignaturen auf griechischer Rundplastik, JÖAI 65 (1996), σελ. 98-104, εικ. 11-17. 9. Dondener, Μ., Bildhauersignaturen auf griechischer Rundplastik, JÖAI 65 (1996), σελ. 100, σημ. 96, εικ. 11-12. 10. Schober, A., Die Kunst von Pergamon (Wien-Innsbruck-Wiesbaden-Bregenz 1951), σελ. 139-140 Jacob-Felsch, Μ., Die Entwicklung griechischer Statuenbasen und die Aufstellung der Statuen (Waldsassen 1969), σελ. 153-154 Tuchelt, K., Frühe Denkmäler Roms in Kleinasien. Beiträge zur archäologischen Überlieferungen aus der Zeit der Republik und des Augustus. Teil 1. Roma und Probmagistrate (ΜDΑΙ(Ι) Beiheft 23, Tübingen 1979), σελ.81, 84 Maderna, C., Iuppiter, Diomedes und Merkur als Vorbilder für römische Bildnisstatuen (Heidelberg 1988), σελ. 55, σημ. 367. Δημιουργήθηκε στις 5/3/2017 Σελίδα 7/13
Himmelmann N., Herrscher und Athlet. Die Bronzen vom Quirinal (Mailand 1989), σελ. 114, 124 Queyrel, F., Portraits princiers hellénistiques: chronique bibliographique, RA (1990), σελ. 142, αρ. 317 Kreikenbohm, D., Griechische und römische Kolossalporträts bis zum späten ersten Jahrhundert nach Christus (JdI Ergh. 27, Berlin New York 1992), σελ. 30, 132-133, αρ. κατ. Ι 34 Schmidt-Dounas, Β., Statuen hellenistischer Könige als Synnaoi Theoi, Εγνατία 4 (1993-1994), σελ. 105-107, εικ. 3-4 Fröhlich, Β., Die statuarischen Darstellungen der hellenistischen Herrscher (Hamburg 1998), σελ. 124-129, 271-273, εικ. 17 (όπου η προγενέστερη βιβλιογραφία) Radt, W., Pergamon. Geschichte und Bauten einer antiken Metropole (Darmstadt 1999), σελ. 187, εικ. 131. 11. Dondener, Μ., Bildhauersignaturen auf griechischer Rundplastik, JÖAI 65 (1996), σελ. 100, σημ. 97, εικ. 13-14. 12. Ιδεαλιστικός τύπος με ιμάτιο γύρω από τους γοφούς: Αγαλματικός τύπος που αποτελεί ρωμαϊκή επινόηση. Προτιμάται ιδιαίτερα στην αυτοκρατορική εικονογραφία. 13. Η κεφαλή με το κράνος δε συνανήκει με το άγαλμα. Βλ. σχετικά Dondener, Μ., Bildhauersignaturen auf griechischer Rundplastik, JÖAI 65 (1996), σελ. 102, σημ. 122-124, πίν. 15-17. Για τον ανδριάντα του Τιβέριου βλ. Aurigemma, S., Sculture del Foro Vecchio di Leptis Magna raffiguranti la dea Roma e principi della casa dei Giulio-Claudi, AfrIt 8 (1941), σελ. 77-79, εικ. 53-55 Polacco, L., Il volto di Tiberio (Roma 1955), σέλ. 149, πίν. 40 Niemeyer, H.D., Studien zur statuarischen Darstellung der römischen Kaiser (Berlin 1968), σελ. 103, αρ. 77, πίν. 25 Rose, C.B., Dynastic Commemoration and Imperial Portraiture in the Julio-Claudian period (Cambridge 1997), σελ. 184-185, αρ. 126, πίν. 233. Bergmann, M., Die Strahlen der Herrscher. Theomorphes Herrscherbild und politische Symbolik im Hellenismus und in der römischen Kaiserzeit (Mainz 1998) σελ. 117, σημ.734. 14. Fleischer, R., Spathellenistische Gruppe vom Pollionymphaeum in Ephesos mit dem Polyphemabenteuer des Odysseus, JÖAI 49 (1971), σελ. 137-164 Andreae, B., Vorschlag für eine Rekonstruktion der Polyphemgruppe von Ephesos, στο Festschrift für Frank Brommer (Mainz 1977), σελ. 1-11, πίν. 1-4 Knibbe, D. Alzinger, W., Ephesos vom Beginn der römischen Herrschaft in Kleinasien bis zum Ende der Principatszeit, ANRW 2.7.2 (Berlin 1980), σελ. 814, 820, 825, σημ. 65 Andreae, B., Die Polyphemgruppe von Ephesos, στο Lebendige Altertumswissenschaft. Festgabe zur Vollendung des 70. Lebensjahres von Hermann Vetters dargebracht von Freunden, Schülern und Kollegen (Wien 1985), σελ. 209-211, πίν. 24. Lenz, D., Ein Gallier unter den Gefährten des Odysseus. Zur Polyphemgruppe aus dem Pollio-Nymphaeum in Ephesos, MDAI(I) 48 (1998), σελ. 237-248, πίν. 22-25 Andreae, B., Ist die Hypothese vom Polyphem-Giebel in Ephesos bereits falsifiziert?, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 531-533, πίν.123.1. 15. Saeflund, G., The Polyphemus and Scylla groups at Sperlonga (Stockholm 1972) L Orange, H.P., Osservazioni sui ritrovamenti di Sperlonga, στο Torp, H. (επιμ.), L Orange., H.P., Likeness and icon. Selected studies in classical and early mediaeval art (Odense 1973), σελ. 107-128, εικ. 1-32 Andreae, B., Die römischen Repliken der mythologischen Skulpturengruppen von Sperlonga, AntPl 14 (1974), σελ. 63-110, εικ. 1-81, πίν. 48-72 Himmelmann, Ν., Sperlonga. Die homerischen Gruppen und ihre Bildquellen (Nordrhein-Westfälische Akademie der Wissenschaften. Vortrage G340, Düsseldorf 1996) Strocka, V.M., Zur Datierung der Sperlonga-Gruppen und des Laokoon, στο Hellenistische Gruppen. Gedenkschrift für Andreas Linfert (Mainz am Rhein 1999), σελ. 307-322, πίν. 81,1-2 (όπου η προγενέστερη βιβλιογραφία). 16. Manderscheid, H., Die Skulpturenausstattung der kaiserzeitlichen Thermenanlagen (Berlin 1981), σελ. 86-93, αρ. 155-206, πίν. 25.7-9, 30.1-3. 17. Μετάπλαση: η ελεύθερη δημιουργία ενός τύπου, που συνδυάζει στοιχεία από διάφορα πρότυπα. 18. Aurenhammer, Μ., Die Skulpturen von Ephesos. Bildwerke aus Stein. Idealplastik 1 (Wien 1990), σελ. 17-18, 103-105, αρ. 84-85, σελ. 108-112, αρ. 88-92, πίν. 60, 62β-γ, 65α-β. 19. Αurenhammer, M., Skulpturen aus dem Nymphaeum des Laecanius Bassus, JÖAI 50 (1972-1975), σελ. 430, εικ. 9 Aurenhammer, Μ., Die Skulpturen von Ephesos. Bildwerke aus Stein. Idealplastik 1 (Wien 1990), σελ. 17-18. 20. Vermeule, C.C., Roman Imperial Art in Greece and Asia Minor (Cambridge 1968), σελ. 95-123, εικ. 33-52 Oberleitner, W., Funde aus Ephesos und Samothrake (Wien 1978) σελ. 66-94, αρ. 59-85 Diez, E., Die Repräsentantinnen der Stadt Ephesos, στο Lebendige Altertumswissenschaft. Festgabe zur Vollendung des 70. Lebensjahres von Hermann Vetters dargebracht von Freunden, Schülern und Kollegen (Wien 1985), σελ. 216-219, πίν. 25 Oberleitner, W., Das Partherdenkmal von Ephesos, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 619-631, πίν. 154-158 Engemann, J., Das 'Apotheosebild' des Partherdenkmals aus Ephesos, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 633-637, πίν. 159 Oberleitner, W., Zum Partherdenkmal von Ephesos: Rekonstruktionsversuch des Stieropfers, στο Scherrer, P. Taeuber, H. Thür, H. (επιμ.), Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe zum 65. Geburtstag (Wien 1999), σελ. 113-124, εικ. 1-11 Liverani, P., Il cosiddetto monumento partico di Lucio Vero. Problemi di interpretazione e di cronologia, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 639-645, πίν. 160 Laubenberger, M., Zu den Porträts und Städtepersonifikationen des Parthermonuments, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 647-653, πίν. 161, 162.1-2 Ramage, N.H. Ramage, Α., Ρωμαϊκή Τέχνη από τον Ρωμύλο έως τον Κωνσταντίνο (Θεσσαλονίκη 2000), σελ. 244-245, εικ. 8.7-8. Δημιουργήθηκε στις 5/3/2017 Σελίδα 8/13
21. Για τις οικίες βλ. Aurenhammer, Μ., Die Skulpturen von Ephesos. Bildwerke aus Stein. Idealplastik 1 (Wien 1990), σελ. 18, σημ. 20 Aurenhammer, Μ., Zur Skulpturenausstattung des Hanghauses 1 von Ephesos, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 535-543, πίν. 123.2-3, 124-127. 22. LIMC 2 (1984), σελ. 894, αρ. 154-233, βλ. λ. Asklepios (B. Holtzmann). 23. Για τον τύπο βλ. LIMC 2 (1984), σελ. 383, αρ. 61 α, βλ. λ. Apollon/Apollo (E. Simon). 24. Για τον τύπο βλ. Bernhard-Walcher, A., στο Funde aus Ephesos und Samothrake (1978), σελ. 106, αρ. 136. 25. Για τον τύπο βλ. LIMC 2 (1984), σελ. 377-378, αρ. 52, βλ. λ. Apollon/Apollo (E. Simon). 26. Strocka, V.M., Zeus, Marnas und Klaseas. Ephesische Brunnenfiguren von 93 n.chr., στο Festschrift für J.Inan (Istanbul 1989), σελ. 77-92, πίν. 39-42 Trinkl, Ε., Ein Zeusrelief aus Ephesos. Die Unterbindung großstädtischer Unsitten, στο Scherrer, P. Taeuber, H. Thür, H. (επιμ.), Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe zum 65. Geburtstag (Wien 1999), σελ. 173-180, εικ. 1-6. 27. Gschwantler, K., Die Poseidonstatuette vom Typus Lateran aus Ephesos, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 545-548, πίν. 128-130.1-2. 28. Aurenhammer, M., Zur Skulpturenausstattung des Hanghauses 1 von Ephesos, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 540, σημ. 50, εικ. 126,3-4. 29. Bernhard-Walcher, A., στο Funde aus Ephesos und Samothrake (Wien 1978), σελ. 109, αρ. 145. 30. Aurenhammer, M., Zu einem Corpus ephesischer Skulpturen, στο Scherrer, P. (επιμ.), Akten des 3. Österreichischen Αrchäologentages Innsbruck. 3.-5. April 1987 (Wien 1989), σελ. 24, εικ. 5. 31. Bernhard-Walcher A., στο Funde aus Ephesos und Samothrake (Wien 1978), σελ. 105, αρ. 134, εικ. 84. 32. Aurenhammer, M., Zu einem Corpus ephesischer Skulpturen, στο Scherrer, P. (επιμ), Akten des 3. Österreichischen Archäologentages Innsbruck. 3.-5. April 1987 (Wien 1989), σελ. 24. 33. Fleischer, R., Deutung des 'Diskophoros' Polyklets, JÖAI 52 (1978-1980), σελ. 1-9, εικ. 1-4. 34. Pavese, C.O., L Atleta di Ephesos, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 579-596, πίν. 139-140 Pochmarski, E., Neues zum Schaber von Ephesos, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 585-592, πίν. 141-145 Weber, M., Zur Gattung des Strigilisreinigers, στο Friesinger, H. Krinzinger, F. (επιμ.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995 (Wien 1999), σελ. 593-596, πίν. 146-147,1 (όπου η προγενέστερη βιβλιογραφία). 35. Trinkl, E., Die Kleinfunde aus Sarkophag und Grabhaus an der Ostseite des Panayirdag (Grabung 1991), στο Knibbe, D. Thür, H. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993 (Österreichisches Archäologisches Institut, Berichte und Materialien 6, Wien 1995), σελ. 67-83, πίν. 16-18. 36. Rudolf, Ε., Attische Sarkophage aus Ephesos (Denkschr.Ak.Wien.Phil.-hist.Kl. 209, Wien 1989). 37. Inan, J. Rosenbaum, E., Roman and Early Byzantine Portrait Sculpture in Asia Minor (London 1966), σελ. 44-53 Vermeule, C.C., Roman Imperial Art in Greece and Asia Minor (Cambridge 1968), σελ. 463-465. 38. Saporiti, Ν., A frieze from the temple of Hadrian at Ephesus, στο Freeman Sandler, L. (επιμ.), Essays in memory of Karl Lehmann (Locust Valley, Νew York 1964), σελ. 269-278, εικ. 1-9 Fleischer, R., Der Fries des Hadrianstempels in Ephesos, στο Braun, E. (επιμ.), Festschrift für Fritz Eichler zum achtzigsten Geburtstag (Wien 1967), σελ. 23-71, εικ. 14-25 Brenk, Β., Die Datierung der Reliefs am Hadrianstempel in Ephesos und das Problem der tetrarchischen Skulptur des Ostens, MDAI(I) 18 (1968), σελ. 238-258, εικ. 1-3, πίν. 73-83. Δημιουργήθηκε στις 5/3/2017 Σελίδα 9/13
39. Βλ. σχετικά Dillon, S., The portraits of a civic benefactor of 2nd-c. Ephesos, JRA 9 (1996), σελ. 261-274, εικ. 1-13 Thur, H., Zur Bautechnik und Rekonstruktion der Damianusstoa. Anlage IV: T.Flavius Damianus, στο Knibbe, D. Langmann, G. (επιμ.), Via Sacra Ephesiaca I (Österreichisches Archäologisches Institut, Berichte und Materialien 3, 1993), σελ. 56-57, εικ. 25. Βιβλιογραφία : Can Özren A., "Die Skulpturenausstattung kaiserzeitlicher Theater in der Provinz Asia, am Beispiel der Theater in Aphrodisias, Ephesos und Hierapolis", Thetis, 3, 1996, 99-128 Schwingenstein C., Die Figurenausstattung des griechischen Theatergebäudes, München 1977 İnan J., Alföldi-Rosenbaum E., Roman and Early Byzantine Portrait Sculpture in Asia Minor, London 1966 Vermeule C.C., Roman Imperial Art in Greece and Asia Minor, Cambridge 1968 Aurenhammer Μ., Die Skulpturen von Ephesos. Bildwerke aus Stein. Idealplastik I, ÖAW, Wien 1990, Forschungen in Ephesos 10.1 Saporiti N., "A Frieze from the Temple of Hadrian at Ephesus", Essays in memory of K. Lehmann, New York 1964, 269-278 Fleischer R., "Der Fries des Hadrianstempels in Ephesos", Festschrift für Fritz Eichler, Wien 1967, ÖJh Beih.1, 23-71 Brenk B., "Die Datierung der Reliefs am Hadrianstempel in Ephesos und das Problem der tetrarchischen Skulptur des Ostens", IstMitt, 18, 1968, 238-258 Karwiese S., Grosse ist die Artemis von Ephesos. Die Geschichte einer der grossen Städte der Antike, Wien 1995 Alzinger W., Knibbe D., "Ephesos vom Beginn der römischen Herrschaft in Kleinasien bis zum Ende der Principatszeit", ANRW 2.7.1, Berlin 1980, ANRW, 748-830 Rose C.B., Dynastic Commemoration and Imperial Portraiture in the Julio-Claudian Period, Cambridge 1997 Scherrer P., Ephesos. Der Neue Führer, Wien 1995 Manderscheid H., Die Skulpturenaustattung der kaiserzeitlichen Thermenanlagen, Berlin 1981 İnan J., Alföldi-Rosenbaum E., Römische und Frühbyzantinische Porträtsplastik aus der Türkei. Neue Funde, Mainz am Rhein 1979 Wlach G., Wilpinger G., Ephesos. 100 Jahre österreichische Forschungen, Wien Köln Weimar 1995 Aurenhammer Μ., "Sculptures of gods and heroes from Ephesos", Koester, Η. (ed.), Ephesos. Metropolis of Asia. An interdisciplinary approach to its archaeology, religion, and culture. Papers presented at a symposium organized by Harvard Divinity School, March 1994, Trinity Press International, Valley Forge 1995, Harvard theological studies 41, 251-280 Δημιουργήθηκε στις 5/3/2017 Σελίδα 10/13
Aurenhammer Μ., "Zu einem Corpus ephesischer Skulpturen", Scherrer, P. (ed.), Akten des 3. Österreichischen Archäologentages Innsbruck. 3.-5. April 1987, Österreichisches Archäologisches Institut, Wien 1989 Strocka V.M., "Zeus, Marnas und Klaseas. Ephesische Brunnenfiguren von 93 n.chr.", N. Başgelen, M. Lugal (eds.), Festschrift für Jale İnan, Istanbul 1989, 77-92 Andreae B., "Die Polyphem-Gruppe von Ephesos", M. Kandler (ed.), Lebendige Altertumswissenschaft. Festgabe zur Vollendung des 70- Lebensjahres von Hermann Vetters, Wien 1985, 209-211 Andreae B., "Ist die Hypothese von Polyphem-Giebel in Ephesos bereits falsifiziert?", H. Friesinger, F. Krinziger (eds.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions Wien 1995, Akademie der Wissenschaften, Wien 1999 Andreae B., "Vorschlag für eine Rekonstruktion der Polyphemgruppe von Ephesos", U. Höckmann A. Krug (eds.), Festschrift für F. Brommer, Mainz 1977, 1-11 Fleischer R., "Späthellenistische Gruppe vom Pollionymphaeum in Ephesos mit dem Polyphemabenteuer des Odysseus", ÖJh, 49, 1968-1971, 137-164 Lenz D., "Ein Gallier unter den Gefährten des Odysseus. Zur Polyphemgruppe aus dem Pollio-Nymphaeum in Ephesos", IstMitt, 48, 1998, 237-248 Oberleitner W., Funde aus Ephesos und Samothrake, Wien 1978, Kunsthistorisches Museum Wien. Antiken-Sammlung Engemann J., "Das 'Apotheosebild' des Partherdenkmals aus Ephesos", H. Friesinger, F. Krinzinger (eds.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995, Wien 1999, 633-637 Laubenberger M., "Zu den Porträts und Städtepersonifikationen des Parthermonuments", H. Friesinger, F. Krinzinger (eds.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995, Wien 1999, 647-653 Liverani P., "Il cosiddetto monumento partico di Lucio Vero. Problemi di interpretazione di cronologia", H. Friesinger, F. Krinzinger (eds.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995, Wien 1999, 639-645 Oberleitner W., "Das Partherdenkmal von Ephesos", H. Friesinger, F. Krinzinger (eds.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposions, Wien 1995, Wien 1999, 619-631 Oberleitner W., "Zum Partherdenkmal von Ephesos: Rekonstruktion des Stieropfers", P. Scherrer, H. Taeuber, H. Thür (eds.), Steine und Wege. Festschrift für D. Knibbe, Wien 1999, SoschrÖAI 32, 113-124 Atalay E., Weibliche Gewandstatuen des 2. Jh.s n. Chr. aus ephesischen Werkstätten, Wien 1989, Denkschr.Ak.Wien.Phil.-hist.Kl. 206 Fröhlich Β., Die statuarischen Darstellungen der hellenistischen Herrscher, Hamburg 1998 Ramage N.H., Ramage Α., Ρωμαϊκή Τέχνη από τον Ρωμύλο έως τον Κωνσταντίνο, Θεσσαλονίκη 2000, Ιωακειμίδου, Χ. (μτφρ.), Στεφανίδου-Τιβερίου, Θ. (επιμ.) Rudolf Ε., Attische Sarkophage aus Ephesos, Wien 1989, Denkschr.Ak.Wien.Phil.-hist.Kl. 209 Δημιουργήθηκε στις 5/3/2017 Σελίδα 11/13
Tuchelt K., Frühe Denkmäler Roms in Kleinasien. Beiträge zur archäologischen Überlieferungen aus der Zeit der Republik und des Augustus. Teil I. Roma und Promagistrate, Tübingen 1979, MDAI (I) Beiheft 23 Atalay E., "Antiker Marmorsteinbruch bei Ephesos", JÖAI, 51, 1976-1977, 58-59 Aurenhammer Μ., "Zur Skulpturenausstattung des Hanghauses 1 von Ephesos", H. Friesinger F. Krinzinger (eds.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995, Wien 1999, 535-543 Diez E., "Die Repräsentantinnen der Stadt Ephesos", Lebendige Altertumswissenschaft. Festgabe zur Vollendung des 70. Lebensjahres von Hermann Vetters dargebracht von Freunden, Schülern und Kollegen, Wien 1985, 216-219 Dillon S., "The portraits of a civic benefactor of 2nd-c. Ephesos", JRA, 9, 1996, 261-274 Dondener Μ., "Bildhauersignaturen auf griechischer Rundplastik", JOAI, 65, 1996, 98-104 Gschwantler K., "Die Poseidonstatuette vom Typus Lateran aus Ephesos", H. Friesinger F. Krinzinger (eds.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995, Wien 1999, 545-548 Karagöz S., "Zur Lokalisierung einer Marmorwerkstatt in Ephesos", P. Scherrer, H. Taeuber, H. Thür (eds.), Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe zum 65. Geburtstag, Wien 1999, SoschrÖAI 32, 55-59 Pavese C.O., "L Atleta di Ephesos", H. Friesinger, F. Krinzinger (eds.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995.1-3, Wien 1999, 579-596 Pochmarski E., "Neues zum Schaber von Ephesos", H. Friesinger F. Krinzinger (eds.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995, Wien 1999, 585-592 Thür Η., "Zur Bautechnik und Rekonstruktion der Damianusstoa. Anlage IV: T. Flavius Damianus", D. Knibbe, G.Langmann (eds.), Via Sacra Ephesiaca I, Wien 1993, Österreichisches Archäologisches Institut, Berichte und Mate, 56-57 Trinkl Ε., "Die Kleinfunde aus Sarkophag und Grabhaus an der Ostseite des Panayirdag (Grabung 1991)", D. Knibbe, H. Thür (eds.), Via Sacra Ephesiaca II. Grabungen und Forschungen 1992 und 1993, Wien 1995, Österreichisches Archäologisches Institut, Berichte und Mate, 67-83 Trinkl Ε., "Ein Zeusrelief aus Ephesos. Die Unterbindung großstädtischer Unsitten", P., Scherrer, H. Taeuber, H. Thür (eds.), Steine und Wege. Festschrift für Dieter Knibbe zum 65. Geburtstag, Wien 1999, SoschrÖAI 32, 173-180 Weber M., "Zur Gattung des Strigilisreinigers", H. Friesinger, F. Krinzinger (eds.), 100 Jahre österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums, Wien 1995, Wien 1999, 593-596 Δικτυογραφία : Research on Sculpture in Ephesos http://www.oeai.at/index.php/sculptures.html Γλωσσάριo : tabula ansata (λατ.) Δημιουργήθηκε στις 5/3/2017 Σελίδα 12/13
Ορθογώνια επιφάνεια με προεξοχές στο πλάι, μέσα στα όρια της οποίας έχει γραφεί μια επιγραφή άλλοτε πάλι λειτουργεί και ως απλό διακοσμητικό σχέδιο. Χρησιμοποιείται σε σαρκοφάγους από τον 3ο-4ο αιώνα, εκλείπει όμως μετά τον 6ο αιώνα. αγαλματικό σύμπλεγμα, το Σύνθεση μορφών που εφάπτονται. αγαλματικό σύνταγμα, το Ανάθημα περισσότερων του ενός αγαλμάτων που δεν ακουμπά το ένα το άλλο. Τα αγάλματα τοποθετούνταν συνήθως σε παράταξη πάνω σε επιμήκη παραλληλόγραμμη ή ημικυκλική βάση. ανδριάς, ο Μεμονωμένο έργο γλυπικής που παρίστανε αρσενική ή θηλυκή μορφή θεών ή ανθρώπων, συνήθως ολόσωμη. Αργότερα ο όρος χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για αγάλματα θνητών. εικονιστικό άγαλμα, το Άγαλμα ή μορφή σε ανάγλυφο στο οποίο αναγνωρίζονται ατομικά χαρακτηριστικά. ερμαϊκή στήλη, η Πεσσός που επιστέφεται με προτομή του Ερμή. Κατ επέκταση κάθε ανάλογης μορφής παράσταση θεού ή ήρωα. ζωφόρος, η 1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου. ιδεαλιστικός τύπος Η απεικόνιση ενός ιδιώτη ή αυτοκράτορα με τη μορφή ενός θεού. ιμάτιο, το Ορθογώνιο κομμάτι μάλλινου, κατά κανόνα, υφάσματος που το φορούσαν πάνω από το χιτώνα. Μπορούσε να τυλιχτεί με διάφορους τρόπους γύρω από τους ώμους και το σώμα και στερεωνόταν με ζώνη ή πόρπες. κόγχη, η Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου. νυμφαίο, το Ιερά αφιερωμένα στη λατρεία των Νυμφών, που συνήθως σχετίζονταν με την ύπαρξη κάποιας πηγής. Αρχικά επρόκειτο για σπήλαια χωρίς αρχιτεκτονική διαμόρφωση. Κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο εξελίχθηκαν σε μνημειακές, λαμπρά διακοσμημένες δημόσιες κρήνες, δωρεές πλούσιων ιδιωτών. Στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο τα νυμφαία αποτελούσαν σύνηθες διακοσμητικό στοιχείο των αγορών (fora) και άλλων υπαίθριων χώρων. παλαίστρα, η Τμήμα του ελληνικού γυμνασίου ή ανεξάρτητο αρχιτεκτόνημα. Ήταν ο χώρος όπου ασκούνταν οι αθλητές στην πάλη. Αποτελούνταν από μία ορθογώνια αυλή η οποία περιβαλλόταν από αίθουσες ποικίλων χρήσεων για τους αθλητές, όπως αποδυτήρια, αίθουσες άθλησης, λουτρά και εξέδρες για τις ομιλίες. στλεγγίδα, η Καμπύλο εργαλείο από μέταλλο με μία λαβή, που χρησιμοποιούν οι αθλητές για να καθαρίζουν το σώμα τους από τον ιδρώτα και τη σκόνη μετά την άθληση. Δημιουργήθηκε στις 5/3/2017 Σελίδα 13/13