ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ ΙΧΘΥΟΠΟΝΙΑΣ ΓΛΥΚΕΩΝ ΥΔΑΤΩΝ

Σχετικά έγγραφα
ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η έννοια του οικοσυστήματος 11

Διαμόρφωση προτύπων. 21 March Γιατί μελετάμε το πρότυπο τοπίου;

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

Λιβάδια - Θαµνότοποι

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ II

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΙΒΑΔΙΑ

Κωνσταντίνος Στεφανίδης

ΠΟΣΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ. (μέρος 2 ο )

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΡΟΦΗΣ

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

Διαχείριση της βόσκησης αγροτικών ζώων στις προστατευόμενες περιοχές

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Η έννοια του οικοσυστήματος αποτελεί θεμελιώδη έννοια για την Οικολογία

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Χειμερινό εξάμηνο Κ. Ποϊραζίδης

Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (Ιδίως των μεταλλείων και λατομείων)

Λιβαδικά Οικοσυστήματα και Κλιματική Αλλαγή

ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

3 ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο Καρπενήσι 4-6 Σεπτεµβρίου 2002 Λιβαδοπονία και ανάπτυξη ορεινών περιοχών

Δασολιβαδικά Συστήματα. Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

Προστασία Γενετικής Βιολογικής Ποικιλότητας

LIFE07 NAT/GR/ PINUS Αποκατάσταση των δασών Pinus nigra στον Πάρνωνα (GR ) μέσω μιας δομημένης προσέγγισης.

«Οικοσυστημικές Υπηρεσίες & Οικοτουρισμός»

μεταβολών χρήσεων - κάλυψης γης στη λεκάνη απορροής της Κάρλας

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΟΠΙΟΥ. Σχετικά με το μάθημα

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΙΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΠΑΑ )

«Η Επίδραση της Βόσκησης στη Βιοποικιλότητα του Ακάμα»

Πέτρος Κακούρος και Αντώνης Αποστολάκης

Η παράκτια ζώνη και η ανθεκτικότητα στην αύξηση στάθμης της θάλασσας.

25/11/2010. Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Παρόχθιες Ζώνες στην Ελλάδα Χειμερινό Παρόχθια ζώνη

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ

Αυτορρύθμιση στις αγροτικές περιοχές/ύπαιθρος

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα

Η σημασία της βοσκοφόρτωσης στη διαχείριση των βοσκοτόπων: Οδηγίες εφαρμογής

Η Επίδραση και οι Επιπτώσεις της Απουσίας Χωρικού Σχεδίου για την Αγροτική Γή

Τηλεπισκόπηση και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ΓΣΠ) στη διαχείριση περιβαλλοντικών κινδύνων πλημμύρες

Σχεδιασμός διαχείρισης άλλων δασικών πόρων

Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα.

Επιστημονική παρακολούθηση βιοτόπων

Μάθημα: ΥΔΡΟΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ

Χρήσεις γης / Κάλυψη γης και οι αλλαγές τους στο χρόνο

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 3 η Παρόχθιες Ζώνες στην Ελλάδα ΕΑΡΙΝΟ

Διαχειριστικά σχέδια βόσκησης: Η συμπεριφορά βόσκησης αγροτικών ζώων αναπόσπαστο συστατικό τους

Επιτυγχάνοντας την παροχή πολλαπλών οικοσυστημικών υπηρεσιών: η σπουδαιότητα των αγρο-οικοσυστημάτων

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C

ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΕΙΛΗΣ ΑΠΟ ΔΑΣΙΚΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΕ ΜΙΞΗ ΜΕ ΔΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6 ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

ΜΑΡΤΙΟΥ 2012 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΣΟΠΟΝΙΑΣ

Ερημοποιηση και Δεικτες

"ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΩΝ ΦΡΥΓΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ"

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα

Φυσικοί και Περιβαλλοντικοί Κίνδυνοι (Εργαστήριο) Ενότητα 13 Πυρκαγιές - τηλεπισκόπιση ρ. Θεοχάρης Μενέλαος

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Βιοποικιλότητα & Αγροτικά Οικοσυστήματα

Από την αειφορική γεωργία στα αειφορικά συστήματα τροφίμων. Σωτήριος Σ. Κανδρέλης Καθηγητής Τ.Ε.Ι Ηπείρου

Εθνική Στρατηγική για τα Δάση/ Σχέδιο Στρατηγικής Ανάπτυξης της Δασοπονίας

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣΗΣ ΣΤΟ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ


Λαναρά Θεοδώρα Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος MSc Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού

ΣΚΟΠΟΣ της ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ του ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Το τσακάλι, τόσο κοντινό μα τόσο ντροπαλό! (Ανακαλύπτοντας το τσακάλι)

ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Εαρινό εξάμηνο ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΜΑΡΙΑ ΔΑΣΚΟΛΙΑ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑ Φ.Π.Ψ.

Τα γεωργοδασοκομικά (αγροδασικά) συστήματα αποτελούν μια παραδοσιακή μορφή χρήσης της γης στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές.

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣΗΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΚΑ ΦΥΤΑ

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ

Εικόνα 7: Έγχρωµη κατακόρυφη αεροφωτογραφία παραθαλασσίου προαστίου της Αθήνας. (εδώ σε ασπρόµαυρη εκτύπωση). 8

ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Αναστασία Στρατηγέα. Ακριβή Λέκα Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός, Δρ. Ε.Μ.Π., Μέλος Ε.Δ.Ι.Π. Ε.Μ.Π.

Eκπαίδευση για τη βιώσιμη ανάπτυξη και αναλυτικό πρόγραμμα

Η κατάσταση των οικοσυστημάτων ως βάση εφαρμογής του MAES: η περίπτωση των δασών της Ελλάδας. Δρ. Ιωάννης Κόκκορης Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας στις προστατευόμενες περιοχές του δικτύου NATURA 2000

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΙΔΙΚΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ. Γιώργος Βαβίζος Βιολόγος Eco-Consultants S.A.

ΔΕΙΚΤΕΣ ΤΟΠΙΟΥ (μέρος 2 ο )

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

Συνοπτική περιγραφή των πιέσεων που ασκεί η γεωργία στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Διαχείριση περιοχών Δικτύου Natura Μαρίνα Ξενοφώντος Λειτουργός Περιβάλλοντος Τμήμα Περιβάλλοντος

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

Το Copernicus συμβάλλει στην παρακολούθηση του κινδύνου εδαφικής διάβρωσης στην Ευρώπη

ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ. Κωνσταντίνος Λιαρίκος. Κωνσταντίνος Λιαρίκος, Κατανοώντας το ζήτημα των αλλαγών χρήσεων γης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

Τηλεπισκόπηση - Φωτοερμηνεία

Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

1 Ενισχυμένος ρόλος για τη ΜΕΓΕ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΒΟΣΚΗΣΙΜΕΣ ΓΑΙΕΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

Η ποικιλότητα των τύπων οικοτόπων των ελληνικών

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙΔΑΣ ΙΧΘΥΟΠΟΝΙΑΣ ΓΛΥΚΕΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΠΕΤΡΟΥ Α. ΚΑΚΟΥΡΟΥ Πτυχιούχου Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΡΟΛΙΒΑΔΙΚΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΤΟΠΙΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Συμβουλευτική επιτροπή: Καθηγητής Βασίλειος Π. Παπαναστάσης (επιβλέπων) Καθηγητής Μιχάλης Καρτέρης Αναπληρωτής καθηγητής Ιωάννης Ισπικούδης Θεσσαλονίκη 2008

ΠΕΤΡΟΥ Α. ΚΑΚΟΥΡΟΥ ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΓΡΟΛΙΒΑΔΙΚΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ ΓΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΤΟΠΙΟ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ Υποβλήθηκε στη Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος, Τομέας Λιβαδοπονίας και Άγριας Πανίδας Ιχθυοπονίας Γλυκέων Υδάτων Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης: 13 Μαρτίου 2008 Εξεταστική Επιτροπή Βασίλειος Π. Παπαναστάσης, Καθηγητής Μιχάλης Καρτέρης, Καθηγητής Αναστάσιος Νάστης, Καθηγητής Κωνσταντίνος Τσιουβάρας, Καθηγητής Ιωάννης Ισπικούδης, Αναπληρωτής καθηγητής Γεώργιος Σταματέλλος, Επίκουρος καθηγητής Ιωάννης Γήτας, Λέκτορας 2

Πέτρος Α. Κακούρος Α.Π.Θ. Χωροχρονική μεταβολή των αγρολιβαδικών χρήσεων γης και οι επιπτώσεις τους στο τοπίο ISBN «Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από τη Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως» (Ν. 5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2) 3

Αντί προλόγου Έχοντας φθάσει στο τέλος μιας πολύχρονης πνευματικής εργασίας, αντικρίζω με ανακούφιση το εκτυπωμένο κείμενο, που κάποτε φάνταζε στο μυαλό μου ως μακρινό όνειρο. Υπήρξαν, άλλωστε, αρκετές ανατροπές και εμπόδια στη διαδρομή αυτή, πολλές στιγμές κούρασης, απογοήτευσης, άγχους και αμφιβολίας, που συχνά απείλησαν (ευτυχώς, όχι καθοριστικά) την ευόδωση της προσπάθειας. Παρά τις σημαντικές προσωπικές στερήσεις που απαίτησε η εκπόνηση της διατριβής όλα αυτά τα χρόνια, θέλω να πιστεύω πως η εμπειρία του πειραματισμού στη γνώση αναδεικνύει τη δύναμη της κρυφής ικανοποίησης, την οποία χαρίζει στον καθένα μιας αυθεντική δοκιμή στη δημιουργικότητα. Είναι η μοναδική χαρά να βλέπει κανείς ολοκληρωμένη, με αρχή, μέση και τέλος, μια εντελώς προσωπική του δημιουργία, ανεξάρτητα από τις αναπόφευκτες, μικρές και μεγάλες, αδυναμίες και παραλείψεις της. Με αφορμή αυτό το σημείωμα, θα ήθελα να εκφράσω τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες σε αυτούς που συνέβαλαν αποφασιστικά στην περάτωση της διδακτορικής μου διατριβής. Ευχαριστώ θερμά: Τον επιβλέποντα της τριμελούς συμβουλευτικής μου επιτροπής, καθηγητή της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ. κ. Βασίλη Παπαναστάση, για τη συνεχή και συστηματική παρακολούθηση και καθοδήγηση της εργασίας σε όλη τη διάρκειά της, για την ανεκτίμητη βοήθεια που μου προσέφερε, διαβάζοντας και διορθώνοντας με φροντίδα πολλές εκδοχές των κεφαλαίων της διατριβής και για την υπομονή του να μεταβάλλει έναν ακατέργαστο απόφοιτο της Σχολής σε επιστήμονα. Οι κριτικές του επισημάνσεις και τα σχόλιά του ήταν για μένα πολύτιμος οδηγός, που συνέβαλε πολλαπλά στον εμπλουτισμό και στην επιστημονική τεκμηρίωση του κειμένου. Το μέλος της τριμελούς συμβουλευτικής μου επιτροπής, αναπληρωτή καθηγητή Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ. κ. Ιωάννη Ισπικούδη, για την πολύτιμη επιστημονική, αλλά και προσωπική του βοήθεια στην πραγμάτωση της διατριβής. Τον ευχαριστώ θερμά για την αισιοδοξία του, αλλά και για την εμπιστοσύνη του απέναντί μου. Το μέλος της τριμελούς συμβουλευτικής μου επιτροπής, καθηγητή της Σχολής Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ. κ. Μιχάλη Καρτέρη, για 4

το ενδιαφέρον του, τις χρήσιμες υποδείξεις του στη φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών και τη διάθεση των μέσων του Εργαστηρίου Δασικής Διαχειριστικής και Τηλεπισκόπησης. Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω: Το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών για την οικονομική υποστήριξη που μου παρείχε με τη μεταπτυχιακή υποτροφία στην ειδίκευση «Λιβαδική Οικολογία» για το διάστημα Ιανουαρίου 1997 - Ιουνίου 2000 και την τρίμηνη υποτροφία ERASMUS στο Wye College της Μεγ. Βρετανίας και το προσωπικό των εργαστηρίων Λιβαδικής Οικολογίας και Δασικών Βοσκοτόπων, το οποίο με στήριξε επιστημονικά και προσωπικά σε δύσκολες στιγμές. Του γονείς μου Αλβέρτο και Σταυρούλα για την ενθάρρυνση να ξεκινήσω μεταπτυχιακές σπουδές, καθώς και τον Γιάννη και την Τούλα για το ενδιαφέρον και την αγάπη τους. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τη σύζυγό μου, Λίνα, που δεν έπαψε ποτέ να μου τονώνει το κουράγιο και να βοηθά με τη συγγραφική της πείρα τις προσπάθειές μου. Την ευχαριστώ για την αγάπη της και τις αντοχές της στις δύσκολες στιγμές αυτής της περιπέτειας. Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 2008 5

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περίληψη...8 Summary...9 1. Εισαγωγή... 10 2. Ανασκόπηση βιβλιογραφίας... 13 2.1. Τοπίο και οικολογία τοπίου... 13 2.1.1. Ετερογένεια, κάλυψη και χρήσεις γης... 14 2.1.2. Δομή, λειτουργίες και στοιχεία των τοπίων... 15 2.1.3. Περιγραφή της δομής του τοπίου... 17 2.2. Αγρολιβαδικές χρήσεις γης... 20 2.3. Χωρική μεταβλητότητα των τοπίων με αγρολιβαδικές χρήσεις γης... 20 2.3.1. Το εστιακό μοτίβο στα τοπία με αγρολιβαδικές χρήσεις γης... 21 2.3.2. Επίδραση της βόσκησης στο μοτίβο των θαμνώνων... 23 2.3.3. Εστιακό μοτίβο και διαχείριση των λιβαδιών με αείφυλλα πλατύφυλλα... 27 2.4. Μέθοδοι έρευνας των επιπτώσεων από τις μεταβολές των αγρολιβαδικών χρήσεων γης... 29 2.5. Αντικειμενικοί σκοποί της έρευνας... 32 3. Περιοχή μελέτης... 33 3.1. Θέση της περιοχής μελέτης... 33 3.2. Κλίμα και βιοκλιματικός χαρακτήρας... 34 3.2.1. Θερμοκρασία... 34 3.2.2. Υγρασία του αέρα και βροχοπτώσεις... 34 3.2.3. Κλιματική κατάταξη... 35 3.3. Γεωλογία και έδαφος... 35 3.4. Τοπογραφία... 40 3.5. Βλάστηση... 41 3.6. Χρήσεις γης... 49 3.6.1. Γεωργία... 50 3.6.2. Κτηνοτροφία... 51 4. Μέθοδοι... 54 4.1. Καταγραφή γνωρισμάτων του τοπίου... 54 4.1.1. Χαρτογράφηση των θαμνώνων αείφυλλων πλατύφυλλων... 54 4.1.2. Χαρτογράφηση του βαθμού κάλυψης με θαμνώδη βλάστηση... 56 4.1.3. Χαρτογράφηση των στανών... 56 4.1.4. Χαρτογράφηση αβιοτικών παραγόντων και λοιπών στοιχείων... 59 4.2. Διαχρονική ανάλυση... 60 4.3. Ανάλυση της δομής του τοπίου... 61 4.3.1. Σύνθεση του τοπίου... 61 4.3.2. Διάρθρωση των χωροψηφίδων στο τοπίο... 62 4.3.3. Σχήμα των χωροψηφίδων... 65 4.3.4. Οικοσφαίρια και δομή του τοπίου... 66 4.4. Στατιστική επεξεργασία... 70 5. Αποτελέσματα και συζήτηση... 71 5.1. Καθεστώς χρήσης των θαμνώνων αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών... 71 5.2. Δομή του τοπίου γύρω από τις στάνες... 77 5.2.1. Σύνθεση του τοπίου... 77 5.2.2. Διάρθρωση των χωροψηφίδων... 84 5.2.3. Σχήμα των χωροψηφίδων... 90 5.2.4. Ανάλυση κατά κύριες συνιστώσες... 93 5.2.5. Δομή του τοπίου και των περιμετρικών ζωνών των στανών... 98 6

5.3. Διαχρονική εξέλιξη των χρήσεων γης και των τύπων κάλυψης... 103 5.3.1. Μεταβολή των τύπων κάλυψης... 103 5.3.2. Μεταβολές των συνθηκών άσκησης της κτηνοτροφίας στην περιοχή έρευνας.... 104 5.4. Εκτίμηση ιδανικής κατανομής στανών στο τοπίο... 106 6. Γενική συζήτηση... 108 6.1. Επίδραση των στανών στη δομή του τοπίου... 108 6.2. Διαχρονική επίδραση της κτηνοτροφίας... 110 6.3. Κατανομή των στανών και σταθερότητα του τοπίου... 110 7. Συμπεράσματα... 113 Βιβλιογραφία... 115 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. Οι μαθηματικοί τύποι υπολογισμού των δεικτών που χρησιμοποιεί το λογισμικό Fragstats 3.3.... 129 7

Περίληψη Η διδακτορική διατριβή πραγματεύεται τις χωροχρονικές μεταβολές στα τοπία με αγρολιβαδικές χρήσεις γης, που οφείλονται στην επίδραση της κτηνοτροφίας με περιοχή μελέτης τη Συκιά Χαλκιδικής. Η παρούσα έρευνα εξέτασε τα ακόλουθα ερωτήματα: Πώς επιδρά η κτηνοτροφία και, πιο συγκεκριμένα, η κατανομή των στανών στη δομή των τοπίων βοσκόμενων θαμνώνων αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών, Ποια είναι η διαχρονική επίδραση της κτηνοτροφίας και, ειδικότερα, της βόσκησης στα τοπία αυτά και, Ποια είναι η άριστη κατανομή της βοσκοφόρτωσης στον χώρο, προκειμένου να εξασφαλισθεί ένα ετερογενές και σταθερό τοπίο; Η έρευνα της δομής του τοπίου γύρω από τις στάνες βασίστηκε στη χαρτογράφηση της θαμνοκάλυψης σε τέσσερις κλάσεις κάλυψης από αεροφωτογραφίες του 1993 και στον υπολογισμό 12 δεικτών δομής του τοπίου, σε 5 περιμετρικούς κύκλους πλάτους 300 μ. γύρω από κάθε στάνη. Η έρευνα των μεταβολών στο χρόνο έγινε μεταξύ των ετών 1993 και 2003. Για το 1993 χρησιμοποιήθηκαν οι προαναφερθείσες αεροφωτογραφίες, ενώ για το 2003 χρησιμοποιήθηκε δορυφορική εικόνα Aster του έτους αυτού. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προέκυψε ότι: α) οι στάνες επιδρούν στη δομή των τοπίων σε έναν κύκλο με πυρήνα τη στάνη. Η επίδραση εξασθενεί από τη στάνη-πυρήνα προς την περιφέρεια του κύκλου. β) η ένταση της επίδρασης κάθε στάνης στην κάλυψη με θαμνώδη βλάστηση εξαρτάται από τον αριθμό των ζώων που φιλοξενεί και ο βαθμός επίδρασης μειώνεται όσο μεγαλώνει η απόσταση από τη στάνη, γ) στα τοπία αυτά η μεγαλύτερη ετερογένεια και η πιο χαρακτηριστική δομή τοπίου μωσαϊκού εμφανίζεται στο μέσο της μέγιστης απόστασης που διανύουν τα ζώα σε ημερήσια βάση. Στις θέσεις αυτές η βοσκοφόρτωση είναι μέτρια, και δ) η διατήρηση ενός σχετικά σταθερού αριθμού βοσκόντων ζώων μπορεί να συμβάλλει στη σταθερότητα των τοπίων με αγρολιβαδικές χρήσεων γης, παρά τις μικρές διακυμάνσεις του καθεστώτος βόσκησης που ενδέχεται να υπάρξουν, λόγω της δυναμικής ισορροπίας στην οποία βρίσκονται τα τοπία αυτά. 8

Summary This thesis investigated the spatiotemporal changes of agropastoral landscapes, caused by animal husbandry, using the area of Sykia, Chalkidiki, Greece as study area. The research questions were: How animal husbandry and in particular, the spatial distribution of sheds affects landscape structure in areas covered by ranglends dominated by sclerophyllous evergreen species; What kind of temporal changes can animal husbandry, particularly grazing, can cause to these landscapes; Which is the optimum stocking rate distribution for an heterogeneous and stable landscape of this kind; The research on landscape structure was based on shrub cover mapping from aerophotographs of 1993 using four shrub cover classes. The landscape around the sheds was divided in 5 distance zones around each shed, with every zone having a width of 300 m. For the description of landscape structure 12 landscape indices were calculated for each of these zones. Temporal effects of animal husbandry on the landscape were investigated by mapping land cover from 1993 aerophotographs and from an Aster satellite image of 2003. Results saw that: a) sheds have a significant effect on landscape structure, forming a circular structure with the shed as the core. Influence of the shed presented a negative gradient from the shed to the periphery of the circle, b) the magnitude of shed s effect on shrub cover is related with the number of animals and is leveling down with increasing distance from the shed, c) in these landscapes, the maximum heterogeneity and the most characteristic mosaic features appear in the middle of the maximum distance that grazing animals walk every day. In these spots stocking rate is medium, and d) a relative stable number of grazing animals can maintain stability in agropastoral landscapes, despite low fluctuations in grazing regime, due to the dynamic equilibrium of these landscapes. 9

Χωροχρονική μεταβολή των αγρολιβαδικών χρήσεων γης 1. Εισαγωγή και οι επιπτώσεις τους στο τοπίο Ο μεσογειακός χώρος έχει μακρά ιστορία επίδρασης από τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Περιγράφοντας την εξέλιξη των τοπίων της Μεσογείου, ο Naveh (1985) αναφέρει ότι "διαμέσου της μακράς ιστορίας των αγροτικών και κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων, οι ημιφυσικοί και λιβαδικοί οικότοποι των ανοικτών δασών, των θαμνώνων, των ποολίβαδων και των αγροτικών οικοτόπων των αναβαθμίδων και των χειρωνακτικά καλλιεργούμενων βραχότοπων συγχωνεύθηκαν σε ένα δυναμικό πολιτιστικό τοπίο-μωσαϊκό". Έως τη βιομηχανική επανάσταση, ο άνθρωπος της Μεσογείου, όπως πολύ εύστοχα αναφέρουν οι Blondel and Aronson (1999), έφτιαχνε την "οικουμένη του", ένα αειφορικό σύστημα εξαρτήσεων από το άμεσο περιβάλλον του, που του εξασφάλιζε ό,τι χρειαζόταν για να ζει καλά, αν και όχι πλούσια. Το τυπικό μεσογειακό τοπίομωσαϊκό είναι έργο του γεωργού και του κτηνοτρόφου, που για αιώνες διαχειρίστηκαν τη φυσική βλάστηση και διαμόρφωσαν την επιφάνεια της γης, ώστε να εξασφαλίζουν όλα τα βασικά είδη διατροφής και τα απαραίτητα εργαλεία και πρώτες ύλες για τη ζωή τους (Claval 2007). Τα τελευταία 50 χρόνια στο βόρειο τμήμα της Μεσογείου παρατηρήθηκαν μεγάλες μεταβολές στα αγρολιβαδικά τοπία, σαν συνέπεια των μαζικών μετακινήσεων του πληθυσμού προς την πεδινή και παράκτια ζώνη και την εμφάνιση του διπόλου «εγκατάλειψη ορεινού χώρου-εντατικοποίηση χρήσης στα πεδινά/παράκτια τοπία». Μετά την υποχώρηση της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και άλλων δραστηριοτήτων, όπως για παράδειγμα της ξύλευσης για καύσιμη ύλη, η ιδιαίτερα ανταγωνιστική θαμνώδης βλάστηση "εισέβαλε" στους αγρούς και στα ποολίβαδα της ορεινής ζώνης. Έτσι, τα χαρακτηριστικά τοπία-μωσαϊκά της Μεσογείου μετατράπηκαν σε ομοιόμορφες ενότητες με πυκνή, σχεδόν αδιαπέρατη από τα ζώα βλάστηση (Grove and Rackham 2001), η οποία, ανάλογα με τις κλιματεδαφικές συνθήκες, μπορεί να εξελιχθεί και σε δάσος. Αντίθετα, στην πεδινή ζώνη, τα ανοικτά αγροτικά τοπία ομοιογενοποιήθηκαν εξαιτίας της εντατικοποίησης των γεωργικών καλλιεργειών, ενώ σημαντικές εκτάσεις άλλαξαν χρήση και καλύφθηκαν από οικισμούς ή τουριστικές εγκαταστάσεις Η πύκνωση των θαμνώνων και των δασών θεωρείται συχνά ως ανάκαμψη της 10

φύσης, ταυτόχρονα όμως οδηγεί στην απώλεια σημαντικών πολύτιμων τοπίων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλων λειτουργιών των παραδοσιακών αγρολιβαδικών μεσογειακών τοπίων. Σύμφωνα με τους Mooney (1988) και Ashton (1992), η ποικιλότητα της χλωρίδας των μεσογειακών οικοσυστημάτων και ιδιαιτέρως αυτών των ανοικτών θαμνώνων είναι συγκρίσιμη με αυτήν των τροπικών δασών βροχής. Η ποικιλότητα αυτή οφείλεται στη μωσαϊκότητα της βλάστησης, δηλαδή στην εμφάνιση διαφόρων πυκνοτήτων κάλυψης από ξυλώδη βλάστηση που εναλλάσσονται με ποολίβαδα, εκτάσεις γυμνές από βλάστηση και βραχώδεις εξάρσεις. Εκτός από τη χαμηλότερη βιοποικιλότητα, έχει αποδειχθεί πως τα τοπία των πυκνών συστάδων αείφυλλων πλατύφυλλων ευνοούν την εξάπλωση πυρκαγιών μεγάλης έντασης (Papanastasis 1986), οι οποίες οδηγούν στη διάβρωση του εδάφους και στην εμφάνιση έντονων πλημμυρικών φαινομένων. Ο έλεγχος της ξυλώδους βλάστησης, εκτός από τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και την προστασία από τις πυρκαγιές, παρουσιάζει και σημαντικά οφέλη για την οικονομία της μεσογειακής υπαίθρου. Με τη διατήρηση ανοικτών θαμνώνων εξασφαλίζεται βοσκήσιμη ύλη κατά την εποχή του έτους, όταν δεν υπάρχει διαθέσιμη ποώδης βλάστηση, αλλά και κατά τη διάρκεια του θέρους, όταν η ποώδης βλάστηση βρίσκεται σε λήθαργο ή είναι ανεπαρκής σε ποιότητα για τη διατροφή αγροτικών ζώων (Papanastasis and Mansat 1996). Η κτηνοτροφία παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τοπίων, διότι διασπά το συνεχές της ξυλώδους βλάστησης και, σε συνδυασμό με τη γεωργία, δημιουργεί χαρακτηριστικά αγρολιβαδικά τοπία. Οι επιδράσεις της κτηνοτροφικής δραστηριότητας στο τοπίο εξαρτώνται από τον τρόπο και την ένταση με την οποία ασκείται. Ο τρόπος αναφέρεται στο σύστημα εκτροφής (ποιμενικό ή ελεύθερο), στο σύστημα βόσκησης (ατομικό ή κοινόχρηστο), στη χωροθέτηση των έργων υποδομής (στανών, ποτιστρών κ.λπ.) και στο είδος ή τα είδη των ζώων που βόσκουν. Η ένταση αναφέρεται στη βοσκοφόρτωση και στο βαθμό επένδυσης κεφαλαίων για την παραγωγή ζωικών προϊόντων (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης 1992). Σε κοινόχρηστα εκτατικά συστήματα παραγωγής, τα οποία ποιμένονται, ο βοσκός είναι εκείνος που οδηγεί τα ζώα στο λιβάδι, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα της βοσκήσιμης ύλης, αλλά και την απόσταση από την ποτίστρα ή τη στάνη. Όταν το πόσιμο νερό για τα ζώα είναι διαθέσιμο και ισοκατανεμημένο, τότε ο κύριος παράγοντας που καθορίζει την κίνηση των ζώων είναι η στάνη. 11

Η ανισοκατανομή της έντασης βόσκησης προκαλεί διαφοροποίηση στη βλάστηση και στην εξέλιξη των τύπων κάλυψης, που συνδέονται κυρίως με την απόσταση από τις στάνες (Coppolillo 2001). Ανάλογη διαφοροποίηση εμφανίζει επίσης και η σύνθεση της βλάστησης, με τα ανεπιθύμητα φυτά να κυριαρχούν κοντά στη στάνη, όπου κατά κανόνα ασκείται υπερβόσκηση και τα επιθυμητά φυτά να εμφανίζονται συχνότερα με την αύξηση της απόστασης από τη στάνη, όπου η ένταση βόσκησης γίνεται μέτρια ή ελαφριά (Alados et al. 2003). Το ερώτημα που γεννάται είναι εάν στους θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών, όπου ασκείται εκτατική κτηνοτροφία, εμφανίζονται κάποια στερεότυπα ή μοτίβα διαμόρφωσης του τοπίου και, εάν ναι, ποιά είναι τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους. Η απάντηση στo ερώτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της αλληλεπίδρασης στον χώρο και στον χρόνο της κτηνοτροφίας με το περιβάλλον, η οποία συμβάλλει στην ορθολογική διαχείριση των θαμνώνων αείφυλλων πλατύφυλλων, με σκοπό τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, του υδρολογικού τους ρόλου και της παραγωγικότητας τους. Η διαχείριση των θαμνώνων αείφυλλων πλατύφυλλων ενδιαφέρει ιδιαίτερα τη χώρα μας, καθώς καταλαμβάνουν το 23.9%% της έκτασης της Ελλάδας (Τσαπρούνης 1992). Στα οικοσυστήματα αυτά απαντούν εκατοντάδες ειδών και 39 τύποι οικοτόπων (Ντάφης κ.ά. 2001). Επιπλέον, έχουν και μεγάλη οικονομική σημασία, γιατί προσφέρουν βοσκήσιμη ύλη σε περιόδους κρίσιμες για τη διατροφή των αγροτικών και αγρίων ζώων. 12

2. Ανασκόπηση βιβλιογραφίας 2.1. Τοπίο και οικολογία τοπίου Η διαμόρφωση της έννοιας του τοπίου (landscape) έχει ακολουθήσει μια μακρά ιστορική διαδρομή, η οποία ξεκινά από τις Κάτω Χώρες τον 18 ο αιώνα, όταν μία από τις διοικητικές υποδιαιρέσεις της χώρας ήταν τα "Landschap" (Zonneveld 1995). Από τους πολλούς και διαφορετικούς ορισμούς που έχουν διατυπωθεί διεθνώς, αναφέρονται εκείνοι που έχουν προταθεί από τρεις "κλασικούς" και διακεκριμένους οικολόγους τοπίου. Ο Forman (1995) τοποθετεί το τοπίο ένα επίπεδο πάνω από το οικοσύστημα και το ορίζει ως "το μωσαϊκό όπου οι διάφοροι τύποι οικοσυστημάτων ή χρήσεων γης επαναλαμβάνονται σε μια κλίμακα χώρου λίγων χιλιομέτρων". Ο Naveh (1988) υποστηρίζει ότι "τα τοπία ως ολότητες είναι φυσικά, οικολογικά και γεωγραφικά ιεραρχημένες ενότητες, που ενσωματώνουν όλα τα φυσικά και πολιτιστικά πρότυπα και διεργασίες σε διάφορες κλίμακες του χώρου, του χρόνου και της ανθρώπινης νόησης". Επίσης, ο Zonneveld (1995) ορίζει το τοπίο ως "μια ενότητα διαμορφωμένη από την κοινή δράση αβιοτικών και βιοτικών στοιχείων της φύσης και του πολιτισμού πάνω σε μια αναγνωρίσιμη περιοχή της γήινης επιφάνειας". Οι τρεις αυτοί ορισμοί εκπροσωπούν τρία διαφορετικά ρεύματα στην επιστήμη της οικολογίας τοπίου. Ειδικότερα, ο ορισμός του Forman εκφράζει την αμερικανική σχολή, όπου κυριαρχεί η μορφολογία του τοπίου. Ο ορισμός του Naveh την ολιστική προσέγγιση, η οποία περιλαμβάνει έντονα το στοιχείο της φιλοσοφικής θεώρησης της σχέσης ανθρώπου-φύσης (Luck and Wu 2002). Ο ορισμός, τέλος, του Zonneveld αναδεικνύει το πραγματιστικό ρεύμα των Ολλανδών οικολόγων τοπίου, οι οποίοι, χωρίς να παραβλέπουν την ανάγκη της φιλοσοφικής θεώρησης, υιοθετούν έναν ορισμό που διευκολύνει περισσότερο την ανάλυση και ταξινόμηση των τοπίων. Κατά την άποψή μας, ο ορισμός που προσεγγίζει ακριβέστερα την έννοια του τοπίου είναι εκείνος του Naveh, διότι αποδέχεται τον άνθρωπο ως στοιχείο των τοπίων και επισημαίνει την οικολογική και γεωγραφική ιεραρχία των τοπίων στον χώρο και στον χρόνο. Οι ορισμοί αυτοί του τοποίου διατυπώθηκαν ενόσω αναπτυσσόταν η οικολογία τοπίου, ένας κλάδος της επιστήμης που προσδίδει στις οικολογικές διεργασίες τη γεωγραφική τους διάσταση (Forman and Godron 1986, Naveh and Lieberman 1993 και Turner et al. 2001). Με τον τρόπο αυτό, η οικογένεια των οικολογικών επιστημών απέκτησε τη δυνατότητα να εξετάζει την επίδραση του χώρου στις οικολογικές διεργασίες, επίδραση η οποία εκδηλώνεται, όπως υπονοεί ο Naveh με 13

τον ορισμό του, με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικές κλίμακες του χώρου και του χρόνου, ενώ η ερμηνεία της δομής και της δυναμικής του χώρου συμπληρώνεται με την οικολογική του συνιστώσα. 2.1.1. Ετερογένεια, κάλυψη και χρήσεις γης Τα τοπία, ανάλογα με το μέγεθος της έκτασης που καταλαμβάνουν, παρουσιάζουν μικρότερη ή μεγαλύτερη ετερογένεια, διακρινόμενη με γυμνό μάτι. Ο Forman (1995) επισημαίνει ότι όσο πιο μακριά βρίσκεται ο παρατηρητής από την επιφάνεια της γης τόσο η ετερογένεια του τοπίου που βλέπει αυξάνεται. Ο ίδιος, επίσης, διακρίνει στα τοπίο δυο είδη ετερογένειας, που αντιστοιχούν σε δυο διαφορετικούς τύπους τοπίων: αυτά όπου η ετερογένεια εμφανίζεται με σταδιακή μεταβολή της όψης του τοπίου και αυτά όπου η ετερογένεια εμφανίζεται ως μωσαϊκό. Σύμφωνα με τους Forman (1995) και Turner et al. (2001), το είδος της ετερογένειας εξαρτάται από τρεις παράγοντες: α) την ετερογένεια της βλάστησης που επηρεάζεται από τη γεωλογία, το ανάγλυφο και το έδαφος, β) το καθεστώς των φυσικών διαταραχών (π.χ. πυρκαγιές, μετακινήσεις, πληθυσμιακές εκρήξεις παρασίτων) και γ) την ένταση και ποικιλότητα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Αν και ο γενικός χαρακτήρας του τοπίου περιγράφεται εύκολα με ποιοτικούς όρους, όπως "τοπίο-μωσαϊκό", "ανομοιογενές ή ομοιογενές", "ομοιόμορφο ή ποικίλο", η περιγραφή των ειδικότερων γνωρισμάτων του (όπως π.χ. ο κατακερματισμός ή η διασπορά) απαιτεί τυποποίηση της περιγραφής των επιμέρους στοιχείων του τοπίου. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση κάποιου συστήματος ταξινόμησης που μπορεί να είναι ένα καθιερωμένο σύστημα ή κάποιο που αναπτύσεται για τους σκοπούς της έρευνας (Zonneveld 1995). Αντικείμενο της ταξινόμησης και χαρτογράφησης είναι η φυσιογνωμία της κυρίαρχης κάλυψης (land cover), που περιλαμβάνει και την κατηγορία του γυμνού εδάφους (Zonneveld 1995). Αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με τη "χρήση γης" (land use) (Nagendra et al. 2004). Ο όρος "χρήση γης" περιγράφει μια κοινωνικοοικονομική λειτουργία ενός τμήματος της γήινης επιφάνειας, όπως για παράδειγμα την κατοικία, την αναψυχή, τη γεωργία κ.λπ. Ο ορισμός που περιγράφει τη λειτουργία μιας έκτασης είναι αυτός που χρησιμοποιείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε διάφορα κείμενα, π.χ. EUROSTAT (2001). Οι Turner et al. (2001) ορίζουν τη χρήση γης ως "τον τρόπο και τους σκοπούς για τους οποίους οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ένα τμήμα της γήινης επιφάνειας". Οι Naveh and Lieberman (1993) ορίζουν τη χρήση γης ως "την κατοχή ή την χρήση μιας 14

επιφάνειας γης ή μιας έκτασης καλυμμένης με νερό για την άσκηση οποιασδήποτε ανθρώπινης δραστηριότητας ή για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό". Η κάλυψη, σύμφωνα με την EUROSTAT (2001), αφορά "την περιγραφή ενός τμήματος της γήινης επιφάνειας με βάση τα αβιοτικά και τα βιοτικά του γνωρίσματα, ανεξάρτητα από τη χρήση του από τον άνθρωπο". Ωστόσο, άλλοι ερευνητές, όπως οι Turner et al. (2001), περιορίζουν τη χρήση του όρου αυτού μόνο σε επιφάνειες που φέρουν φυσική βλάστηση. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι μια χρήση γης μπορεί να συνδέεται με έναν ή περισσότερους τύπους κάλυψης, ενώ σε μια έκταση με ενιαίο τύπο κάλυψης μπορεί να ασκούνται πάνω από μια χρήσεις γης, ανεξάρτητα αν κάποια είναι κυρίαρχη. Υπάρχουν βεβαίως και περιπτώσεις όπου ένας τύπος κάλυψης συνδέεται αποκλειστικά με μία χρήση γης, όπως π.χ. ο τύπος κάλυψης των δρόμων, που συνδέεται αποκλειστικά με την κυκλοφορία οχημάτων. Μια άλλη έννοια που χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση της επιφάνειας της γης είναι ο "οικότοπος" (ecotope), έννοια που έλκει τις ρίζες της από την επιστήμη της φυτοκοινωνιολογίας. Σύμφωνα με τον Veen (1981), ο οικότοπος προσδιορίζεται "από εξωτερικά γνωρίσματα (φυσιογνωμία που διαμορφώνεται από τη βλάστηση και τη διαμόρφωση της επιφάνειας του εδάφους), από τις εσωτερικές λειτουργίες των αβιοτικών και βιοτικών του μερών και από τις ειδικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των εσωτερικών λειτουργιών και μεταξύ των εσωτερικών λειτουργιών και των ανταλλαγών ύλης και ενέργειας με το περιβάλλον του". Ο Vos (1993) ορίζει τον οικότοπο ως "τη μικρότερη μονάδα του τοπίου στην οποία απαντά μόνο ένα οικοσύστημα και κατά συνέπεια επικρατεί μόνο ένας τύπος βλάστησης". Εκτός από το σύστημα ταξινόμησης που θα επιλεγεί, κρίσιμο στοιχείο είναι και η λεπτομέρεια των διακρινόμενων κατηγοριών, που πρέπει να αντιστοιχεί στην κλίμακα των φαινομένων που μελετώνται (Turner et al. 2001 και Wiens et al. 2002). 2.1.2. Δομή, λειτουργίες και στοιχεία των τοπίων Η εικόνα του τοπίου που προσλαμβάνεται από τον παρατηρητή, η ποικιλία και η διάρθρωση των τύπων κάλυψης και όλα τα γνωρίσματά του αποτελούν αποτελέσματα πληθώρας λειτουργιών ή διεργασιών που λαμβάνουν χώρα σε αυτό. Το σύνολο αυτών των γνωρισμάτων καθορίζουν τη "δομή" (configuration) του τοπίου, η οποία δεν είναι τίποτα διαφορετικό από το αποτέλεσμα της συνεπίδρασης των αβιοτικών, βιοτικών και ανθρωπογενών παραγόντων που δρουν σε αυτό (Turner et al. 2001). Για τη σχέση των λειτουργιών με τη δομή του τοπίου οι 15

(Forman and Godron 1986) αναφέρουν ότι το "τοπίο που βλέπουμε σήμερα είναι το αποτέλεσμα των λειτουργιών του παρελθόντος, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί το υλικό επί του οποίου θα εξελιχθούν οι ίδιες ή άλλες λειτουργίες στο μέλλον". Προκειμένου να ερευνηθούν οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των επιμέρους στοιχείων του τοπίου, η οικολογία τοπίου δίνει ιδιαίτερη έμφαση τόσο στην έκταση και την αναλογία κάθε τύπου κάλυψης ή οικοτόπου, όσο και στη διάταξη με την οποία κάθε τύπος κάλυψης ή τύπος οικοτόπου εμφανίζεται στο τοπίο (Turner et al. 2001). Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στο αν ένας τύπος εμφανίζεται κατακερματισμένος, αν τα τμήματα που τον αποτελούν είναι διασπαρμένα σε όλο το τοπίο ή εμφανίζονται συγκεντρωμένα σε συγκεκριμένα τμήματά του, πόσοι και ποιοί άλλοι τύποι παρεμβάλλονται κ.λπ. (Forman 1995). Η περιγραφή της δομής των τοπίων αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της χωρολογίας του τοπίου, δηλαδή της περιγραφής των ανταλλαγών ύλης και ενέργειας μεταξύ των στοιχείων του (Zonneveld 1995). Για το λόγο αυτό, οι Ma et al. (2000) υποστηρίζουν ότι η συνοπτική περιγραφή ενός τοπίου μπορεί να γίνει είτε διαμέσου των γνωρισμάτων που αφορούν τις λειτουργίες του είτε διαμέσου των δεδομένων της δομής του. Σύμφωνα με τους Forman (1995) και Zonneveld (1995) τα δομικά στοιχεία κάθε τοπίου είναι οι χωροψηφίδες (patch), οι διάδρομοι (corridors) και το υπόβαθρο (matrix) μέσα στο οποίο είναι εντεθειμένες οι χωροψηφίδες και οι διάδρομοι. Η αντιμετώπιση ενός τοπίου ως μωσαϊκού επιμέρους "ψηφίδων" που έχουν διαφορετικά σχήματα και όλες μαζί είναι εντεθειμένες σε μια "συνδετική ύλη" ως υπόβαθρο αποτελεί μία από τις κεντρικές ιδέες της οικολογίας τοπίου και, ειδικότερα, της ανάλυσης της δομής τους (Forman ό. πριν). Ο ίδιος ορίζει ως τοπίο-μωσαϊκό "τη διάταξη χωροψηφίδων, γραμμικών στοιχείων (διαδρόμων) και υποβάθρου, το καθένα από τα οποία αποτελείται από μικρότερα αντικείμενα που διατάσσονται στο χώρο κατά όμοιο τρόπο". Επομένως, για να χαρακτηρισθεί ένα τοπίο ως μωσαϊκό πρέπει να είναι ετερογενές κατά τρόπο ώστε να υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ των διαφόρων τύπων κάλυψής που απαντούν σε αυτό, με ένα ή περισσότερα δομικά στοιχεία. Οι χωροψηφίδες (Forman 1995) διακρίνονται με σαφή όρια από τον περίγυρό τους και δεν έχουν εκπεφρασμένο γραμμικό χαρακτήρα. Οι διάδρομοι είναι χωροψηφίδες με έντονο επιμήκη χαρακτήρα, οι οποίοι συνδέονται είτε με λειτουργίες διευκόλυνσης ροών είτε στέκουν ως εμπόδια στη ροή ύλης και ενέργειας στο τοπίο. Το υπόβαθρο καλύπτει τους χώρους μεταξύ των χωροψηφίδων και των διαδρόμων, λειτουργεί ως συνδετικό στοιχείο μέσα στο 16

οποίο βρίσκονται εντεθειμένες χωροψηφίδες και διάδρομοι, και επιδρά στη ροή ύλης και ενέργειας στο τοπίο. Βεβαίως, δεν λείπουν και διαφορετικές προσεγγίσεις, όπως αυτές των Turner et al. (2001) και Liu and Taylor (2002), που αναφέρονται μόνο σε χωροψηφίδες, χωρίς να διακρίνουν τύπους στοιχείων, όπως ο διάδρομος, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε ήδη, συνδέεται και με συγκεκριμένες λειτουργίες του τοπίου. Κάθε τοπίο έχει δομή μοναδική, ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Forman (1995), κάποιες γενικές κατηγοριοποιήσεις είναι εφικτές. Ένα από τα σημαντικότερα γνωρίσματα των διαφόρων κατηγοριών δομής είναι η ύπαρξη μοτίβων (Ισπικούδης κ.ά. 2006). Ως μοτίβα προσδιορίζονται αθροίσματα δομικών στοιχείων του τοπίου, που επαναλαμβάνονται με κάποια κανονικότητα. Σύμφωνα με τον Forman (1995), ένα μωσαϊκό διακρίνεται αναγκαία από την ύπαρξη περισσότερων από ένα τύπο κάλυψης και από την ύπαρξη σαφών ορίων μεταξύ των διαφορετικών τύπων. 2.1.3. Περιγραφή της δομής του τοπίου Η περιγραφή της δομής ενός τοπίου γίνεται με τη χρήση δεικτών, που ποσοτικοποιούν διάφορα γνωρίσματα των επιμέρους στοιχείων του τοπίου και της διάρθρωσής τους μέσα σε αυτό. Η χρήση των δεικτών αυτών έχει γίνει ευρέως αποδεκτή στην ανάλυση της δομής των τοπίων, κυρίως λόγω της συσχέτισής τους με συγκεκριμένες λειτουργίες τους (Wiens et al. 1985, Turner and Ruscher 1988, Turner 1989, Forman 1995, Liu and Taylor 2002 και Wiens et al. 2002), καθώς και των αναλυτικών δυνατοτήτων που προσφέρουν για τη χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών και λογισμικών ανάλυσης των τοπίων, όπως το Fragstats McGarigal and Marks (2003 και Gustafson (1998). Ενδεικτική της σημασίας που αποδίδεται στη δομή είναι η άποψη του Zonneveld (1995), ο οποίος αναφέρει ότι "το σχήμα, η υφή και το μέγεθος ενός στοιχείου του τοπίου αποτελούν τον εμφανέστερο και φυσικότερο τρόπο διάκρισης τμημάτων της γήινης επιφάνειας με διαφορετικά οικολογικά γνωρίσματα, συμπεριφορά και ιστορικό δημιουργίας". Επίσης, ο Antrop (2000) υποστηρίζει ότι "κάθε στοιχείο του τοπίου αποκτά έννοια, σημασία ή αξία ανάλογα με το ποια άλλα στοιχεία το περιβάλλουν". Σύμφωνα με την παρουσίαση διαφόρων μορφών τοπίων-μωσαϊκών που επιχειρεί ο Forman (1995) και την ανάλυση των δεικτών από τον Gustafson (1998), η περιγραφή της δομής του τοπίου γίνεται με την περιγραφή της σύνθεσης, της διάρθρωσης των στοιχείων του τοπίου στον χώρο και του σχήματος των στοιχείων 17

αυτών. Η περιγραφή της σύνθεσης ενός τοπίου βασίζεται σε μετρήσεις μη χωρικών γνωρισμάτων του τοπίου (Gustafson 1998, Turner et al. 2001). Αυτό γίνεται με την περιγραφή του αριθμού και των κατηγοριών τύπων κάλυψης ή στοιχείων του τοπίου που απαντούν σε αυτό, σε συνδυασμό με συνήθη μέτρα διασποράς της έκτασης και του αριθμού των χωροψηφίδων των μεγεθών αυτών των τύπων (μέσοι όροι, συντελεστές διακύμανσης κ.λπ.). Η διάρθρωση του τοπίου αφορά στην εκτίμηση της σχετικής θέσης των χωροψηφίδων κάθε τύπου κάλυψης στο τοπίο, σε σχέση με τις χωροψηφίδες του ίδιου και των άλλων τύπων. Η εκτίμηση δεν μπορεί να γίνει με τους δείκτες σύνθεσης, μολονότι με τους δείκτες αυτούς μπορούν να εκτιμηθούν αρκετά γνωρισμάτά του, όπως ο βαθμός κατακερματισμού της συνολικής έκτασης ενός τύπου κάλυψης σε χωροψηφίδες. Αυτό συμβαίνει, διότι τα γνωρίσματα της σύνθεσης είναι ανεξάρτητα της θέσης κάθε χωροψηφίδας στο τοπίο. Τα στοιχεία αυτά όμως είναι απαραίτητα, καθώς, όπως έδειξαν οι Forman (1995) και McGarigal and Marks (2003), για την ίδια σύνθεση τοπίου ενδέχεται να υπάρχουν πολλά διαφορετικά μοτίβα, που πιθανώς έχουν προκύψει από διαφορετικές οικολογικές λειτουργίες. Η εκτίμηση της διάρθρωσης, όπως παρατηρεί ο Gustafson (1998), είναι αρκετά πιο δύσκολη από την περιγραφή της σύνθεσης, με τις προσπάθειες να στρέφονται σε δυο ομάδες δεικτών: σε αυτούς που βασίζονται στα γνωρίσματα κάθε χωροψηφίδας κάθε τύπου κάλυψης και σε αυτούς που εκτιμούν τη χωρική σχέση μεταξύ των χωροψηφίδων διαφορετικών τύπων. Το σχήμα των χωροψηφίδων αποτελεί σημαντικό στοιχείο της δομής του τοπίου, γιατί επιδρά στις ροές ύλης και ενέργειας εντός του τοπίου, αλλά και στις ανταλλαγές ύλης και ενέργειας μεταξύ της χωροψηφίδας και των γειτονικών χωροψηφίδων ή του υποβάθρου (Forman 1995). Ο ίδιος συγγραφέας υποδεικνύει ως τα κυριότερα γνωρίσματα του σχήματος μιας χωροψηφίδας το επίμηκες, την ύπαρξη λοβών ή εγκολπώσεων, και την τραχύτητα της περιμέτρου της. Σε ό,τι αφορά τους δείκτες των γνωρισμάτων αυτών, αναφέρει ότι για την περιγραφή του σχήματος μιας χωροψηφίδας είναι σκόπιμο να χρησιμοποιούνται περισσότεροι του ενός δείκτες, οι οποίοι σχετίζονται με τα μελετώμενα φαινόμενα. Η ποσοτικοποίηση των γνωρισμάτων αυτών είναι εφικτή μόνο με τη χρήση απλών ή σύνθετων αριθμητικών δεικτών (Antrop 2000, Forman 1995, Turner et al. 2001 και Gustafson 1998), που υπολογίζονται με τη βοήθεια ειδικού λογισμικού (Herzog 18

et al. 2001 και Croissant 2004). Υπάρχουν πάνω από 100 δείκτες ανάλυσης των γνωρισμάτων τόσο των επιμέρους στοιχείων του τοπίου όσο και του τοπίου ως συνόλου (Turner et al. 2001). Η επιλογή τους σε κάθε έρευνα εξαρτάται από τα ερωτήματα που έχουν τεθεί, ωστόσο ισχύουν και κάποιοι κοινοί κανόνες που είναι σκόπιμο να ακολουθούνται. Το πρόβλημα της επιλογής των κατάλληλων δεικτών στην ανάλυση της δομής του τοπίου έγινε κατανοητό με την έναρξη της χρήσης τους (Gustafson 1998). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι McGarigal and Marks (2003), που ανέπτυξαν τo πρώτο και πλέον διαδεδομένο λογισμικό υπολογισμού δεικτών τοπίου, το "Fragstats", αναφέρουν ότι αρκετοί από τους δείκτες αφορούν την ίδια πληροφορία, επομένως είναι απαραίτητο ο ερευνητής να επιλέγει μόνο έναν μεταξύ ομοειδών δεικτών. Αυτό επιβεβαιώθηκε και από σχετικές εργασίες, στις οποίες διάφοροι δείκτες τέθηκαν σε σύγκριση (Herzog et al. 2001, Riitters et al. 1995 και Schumaker 1996). Για το ίδιο θέμα οι Turner et al. (2001) συνιστούν να επιδιώκεται επιλογή δεικτών που αντιπροσωπεύουν τη μεταβλητότητα του τοπίου και να αποφεύγεται η χρήση πλεοναζόντων δεικτών, ιδιαίτερα εκείνων που συσχετίζονται ισχυρά μεταξύ τους. Ο Tischendorf (2001) επισημαίνει ότι πολλοί από τους δείκτες μπορεί να οδηγήσουν σε λανθασμένα συμπεράσματα, εφόσον δεν έχουν περιγραφεί επαρκώς τα όρια εντός των οποίων γίνεται η στατιστική ανάλυση των μεταξύ τους σχέσεων. Παρατηρεί, επίσης, πως οι δείκτες που περιγράφουν γνωρίσματα των τύπων κάλυψης, βασιζόμενοι σε μετρήσεις κάθε χωροψηφίδας χωριστά, παρουσιάζουν τις καλύτερες συσχετίσεις. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και οι Turner et al. (2001), έπειτα από ανασκόπηση άλλων εργασιών για την εκτίμηση των αλλαγών στο χρόνο. Οι δείκτες δομής υπολογίζονται σε τρία διαφορετικά επίπεδα (McGarigal and Marks 2003): τοπίου, κατηγορίας τύπου κάλυψης και χωροψηφίδας. Ορισμένοι δείκτες υπολογίζονται και στα τρία επίπεδα, ενώ άλλοι μόνο σε επίπεδο κλάσης ή χωροψηφίδας. 19

2.2. Αγρολιβαδικές χρήσεις γης Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), ως αγρολιβαδική χρήση γης (agropastoral land use) θεωρείται ο συνδυασμός γεωργικών καλλιεργειών και κτηνοτροφικής δραστηριότητας σε αγροτικές και λιβαδικές εκτάσεις για τη διατροφή των ζώων (Ciparisse 2003). Είναι γεγονός (Grove and Rackham 2001) ότι οι αγρολιβαδικές χρήσεις απαντούσαν παλαιότερα σε όλη την Ευρώπη, με μεγαλύτερη συχνότητα στη Μεσογειακή ζώνη. Έχουν μάλιστα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των μεσογειακών τοπίων, καθώς ασκούνται τουλάχιστον από τη νεολιθική εποχή (Naveh and Lieberman 1993), διαμορφώνοντας χαρακτηριστικά αγρολιβαδικά τοπία, όπως εκείνα που περιγράφουν οι Papanastasis et al. (2004) στα νότια Λευκά Όρη. Οι Enne et al. (2004) επισημαίνουν ότι τα τοπία αυτά παρουσιάζουν διαφορές στη δομή και στις λειτουργίες, λόγω της τεράστιας ποικιλότητας οικολογικών και κοινωνικών συνθηκών εντός των οποίων εξελίχθηκαν. Η επίδραση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, (Papanastasis and Chouvardas 2005) έχουν αποδειχθεί σημαντικότερες για την μακροχρόνια εξέλιξη των τοπίων αυτών σε σχέση με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως η τοπογραφία, το κλίμα κ.λπ. Σε ίδιο σημείο συγκλίνουν και οι Enne et al. (2004), οι οποίοι αποδίδουν τους κύκλους επέκτασης ή υποχώρησης των χρήσεων αυτών σε αντίστοιχες μεταβολές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Σε ό,τι αφορά τη σύνθεση των τοπίων με αγρολιβαδικές χρήσεις γης οι Papanastasis and Chouvardas (2005) αναφέρουν ότι σε αυτά απαντούν ποικίλα ημιφυσικά οικοσυστήματα, όπως ποολίβαδα, εκτάσεις με φρύγανα, θαμνώνες σε μίξη με αείφυλλα πλατύφυλλα, δάση και γεωργικές καλλιέργειες, ανάλογα με τη διαχείριση που υφίστανται. 2.3. Χωρική μεταβλητότητα των τοπίων με αγρολιβαδικές χρήσεις γης Το μοτίβο τοπίου που εξηγεί καλύτερα την κατά χώρο άσκηση των γεωργικών και λιβαδικών χρήσεων γης και την αντίστοιχη κατανομή στον χώρο των σχετικών μορφών κάλυψης στα τοπία είναι το εστιακό. Σε αυτό, ο παράγοντας που εξηγεί το μεγαλύτερο μέρος της μεταβλητότητας της δομής του τοπίου είναι η απόσταση από το σημείο ή την περιοχή από όπου εκκινεί ο άνθρωπος, όπως οι οικισμοί (Antrop 1988, Antrop 2000, Mairota and Papadimitriou 1995 και Turner et al. 2001). Το μοτίβο όπου οι μορφές κάλυψης που συνδέονται με εντατική ανθρώπινη 20

δραστηριότητα βρίσκονται πιο κοντά στους οικισμούς αναφέρεται για τη Μεσόγειο από τους Thirgood (1981), Blondel and Aronson (1999) και Ma et al. (2000). Οι Alados et al. (2004b) εντόπισαν υψηλή συσχέτιση μεταξύ της πιθανότητας υποβάθμισης της βλάστησης και της πυκνότητας οικιών σε μια περιοχή. Επίσης, οι Ispikoudis et al. (1999) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η σύνθεση των τύπων κάλυψης σε περιοχές όπου επικρατούν θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων ακολουθεί το πρότυπο αυτό. Οι Snacken and Antrop (1983), Antrop (1987, 1988, 1993, και 2000), Belsky (1995) και Gomez-Sal (1998), χρησιμοποιώντας το εστιακό πρότυπο οργάνωσης των χρήσεων γης γύρω από οικισμούς, συμπέραναν ότι οι μορφές κάλυψης που σχετίζονται με τη βόσκηση, βρίσκονται σταθερά σε μεγάλη απόσταση από τους χώρους συγκέντρωσης των ζώων και, κυρίως, από τις στάνες, οι οποίες βρίσκονται κοντά στους οικισμούς. Επιπρόσθετα, οι Fernandez et al. (1992) και Fuentes (1990) παρατήρησαν ότι το έδαφος, στο τμήμα του τοπίου που χρησιμοποιούνταν για τη βόσκηση, χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα. 2.3.1. Το εστιακό μοτίβο στα τοπία με αγρολιβαδικές χρήσεις γης Το μοτίβο που δημιουργείται από την επίδραση της βόσκησης γύρω από έργα ποτισμού των ζώων ονομάστηκε από τον Lange (1969) "πιοσφαίριο". Ο όρος αυτός συνδυάζει τις ελληνικές λέξεις "σφαίρα" και "πίω" προκειμένου να περιγράψει την κατανομή των επιπτώσεων στη βλάστηση γύρω από τα σημεία παροχής νερού. Το μοτίβο αυτό χρησιμοποιήθηκε αργότερα για την ανάπτυξη μιας μεθόδου παρακολούθησης της λιβαδικής κατάστασης των ποολίβαδων της Αυστραλίας (Ludwig et al. 2000). Για τις στάνες, αντιθέτως, οι Papanastasis and Ghossub (2007) προτείνουν τον όρο "οικοσφαίριο". Ο όρος αυτός καταδεικνύει το γεγονός ότι οι μόνιμες αυτές εγκαταστάσεις αποτελούν κέντρα συγκέντρωσης των ζώων ή «οίκοι», γύρω από τους οποίους δημιουργείται σφαιρική επίδραση της βόσκησης στη βλάστηση και το τοπίο γενικότερα. Το εστιακό μοτίβο εξηγεί καλύτερα την αλληλεπίδραση βόσκησης και βλάστησης. O Coughenour (1991) επισημαίνει τη σοβαρή επίδραση της απόστασης μιας θέσης από τα σημεία συγκέντρωσης των ζώων (όπως οι στάνες και οι ποτίστρες) στη δυναμική βόσκησης-βλάστησης. Το ίδιο μοτίβο χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία και από τον Coppolillo (2001) για την ερμηνεία της χρήσης του τοπίου από τους κτηνοτρόφους στη Ανατολική Αφρική (Τανζανία), καθώς και από τον Turner (1999) για τη ζώνη της Sahel στη Δυτική Αφρική. Επίσης, οι Adler and Hall (2005), μελετώντας βορειοδυτικές περιοχές των 21

Η.Π.Α., συμπέραναν ότι όσο αυξανόταν η απόσταση από ένα σημείο ποτίσματος αυξανόταν και η διαθέσιμη παραγωγή βοσκήσιμης ύλης. Ως εκ τούτου, τα ζώα είχαν την τάση να αξιοποιούν περισσότερο τη βοσκήσιμη ύλη που υπήρχε στο μέσο της απόστασης από το σημείο παροχής νερού μέχρι το σημείο που δεν υπήρχε επίδραση του έργου ποτισμού στη βοσκοφόρτωση. Οι Ludwig et al. (2000) βρήκαν ότι οι επιφάνειες με γυμνό έδαφος ήταν μεγαλύτερες κοντά στα σημεία παροχής νερού. Οι de Soyza et al. (αναφερόμενοι από τους Nash et al. (1999)) παρατήρησαν, ότι το εστιακό μοτίβο ισχύει και για την επίδραση της βόσκησης στο ποσοστό κάλυψης ξυλώδους βλάστησης. Το εστιακό μοτίβο έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχώς και στην ανάπτυξη ομοιωμάτων διασποράς των αγροτικών ζώων στη Μεσόγειο (Legg et al. 1998). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εργασία των Roder et al. (2007), οι οποίοι απέδειξαν ότι η πίεση που ασκούν τα βόσκοντα ζώα μειώνεται με την απόσταση από τις στάνες. Συγκεκριμένα, διέκριναν τέσσερις ζώνες, βασιζόμενοι τόσο στην απόσταση, όσο και στην τοπογραφία, την ελκυστικότητα της βοσκήσιμης ύλης και την προσβασιμότητα κάθε σημείου. Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τους Tatoni et al. (2004), ρόλο συγκέντρωσης των ζώων μπορεί να παίξει και το οδικό δίκτυο. Παρά τον κυρίαρχο ρόλο του εστιακού μοτίβου στην αλληλεπίδραση βόσκησης και βλάστησης, η σχέση αυτή επηρεάζεται και από το αβιοτικό περιβάλλον (Bailey et al. 1996). Οι Luis Coelho-Silva et al. (2004) υποστήριξαν ότι στην Κεντρική Πορτογαλία ελάχιστες επιφάνειες με ξυλώδη βλάστηση απαντούν σε κλίσεις μικρότερες του 10%, ενώ η έκθεση δεν βρέθηκε να έχει σημαντική επίδραση στην κατανομή των τύπων κάλυψης. Αντίθετα, οι Carmel and Kadmon (1999) βρήκαν στο Ισραήλ ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ της βορειοδυτικής έκθεσης και του ποσοστού κάλυψης της ξυλώδους βλάστησης. Οι ίδιοι συγγραφείς συμπέραναν ότι η κλίση του εδάφους επιδρά και στην ένταση της βόσκησης. Ένας άλλος παράγοντας που επιδρά στη διαμόρφωση του μωσαϊκού των χωροψηφίδων της βλάστησης είναι αν τα ζώα βόσκουν ελεύθερα ή καθοδηγούνται από βοσκό. Οι Legg et al. (1998) και Nastis (1998) αναφέρουν ότι στους θαμνώνες των αείφυλλων πλατύφυλλων τα ζώα βόσκουν με την καθοδήγηση του βοσκού, ο οποίος λαμβάνει αποφάσεις για το πού θα βοσκήσουν, όχι μόνο με βάση τη διαθεσιμότητα της τροφής, αλλά και με πρόσθετα κριτήρια, όπως η απόσταση από το οδικό δίκτυο. Έτσι, ο βοσκός ελέγχει ουσιαστικά τις τρεις από τις τέσσερις παραμέτρους της βόσκησης, όπως περιγράφονται από τους Παπαναστάση και Νοϊτσάκη (1992) (δηλ. ένταση, συχνότητα και εποχή βόσκησης), αφήνοντας στα 22

ζώα μόνο την επιλογή των ειδών και των τμημάτων των φυτών που θα βοσκήσουν. Πιο συγκεκριμένα, ο βοσκός ελέγχει πλήρως τους χρόνους βόσκησης, που διαρκούν από 1 λεπτό και πάνω, και τις θέσεις βόσκησης που καταλαμβάνουν έκταση μεγαλύτερη από αυτή που χρειάζεται ένα ζώο για να τραφεί (Bailey et al. 1996). Σύμφωνα με τον Nastis (1998), η έκταση που μπορεί να βοσκήσει ένα ζώο χωρίς να κινηθεί ονομάζεται "επιφάνεια βόσκησης". Επομένως, ο κτηνοτρόφος ελέγχει την κίνηση του κοπαδιού ή ενός ζώου από το επίπεδο αυτό έως το επίπεδο του τοπίου ή και μεγαλύτερης ακόμα περιοχής. Στο επίπεδο της επιφάνειας βόσκησης, σύμφωνα με τον Nastis (1998), η βόσκηση επηρεάζεται κυρίως από την ποιότητα της τροφής. Ωστόσο, οι Bailey et al. (1996) προσθέτουν την ποσότητα τροφής και την τοπογραφία. Όσο το μέγεθος του χώρου και του χρόνου αναφοράς μεγαλώνουν (περιοχή βόσκησης-ώρες, τοπίο-ημέρες έως εβδομάδες), οι αποφάσεις των κτηνοτρόφων επηρεάζονται περισσότερο από τη διαθεσιμότητα της τροφής, σε συνδυασμό με αβιοτικούς παράγοντες (Nastis 1998). Όλοι αυτοί οι παράγοντες επιδρούν στον τρόπο διασποράς των ζώων (ομοιογενής, κατά ομάδες, κατ' άτομο επιλεκτική), η οποία παίζει ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση ενός τοπίου-μωσαϊκού ή ομοιογενούς τοπίου (Adler et al. 2001). Τέλος, ο Coughenour (1991) υποστηρίζει ότι η επιλεκτική βόσκηση μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση μωσαϊκού χωροψηφίδων με διαφορετικά γνωρίσματα βλάστησης. 2.3.2. Επίδραση της βόσκησης στο μοτίβο των θαμνώνων Η διερεύνηση του μοτίβου σε τοπία όπου κυριαρχεί θαμνώδης βλάστηση, ιδιαίτερα αυτή των αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών, έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού αποτελεί τον κυρίαρχο τύπο βλάστησης των βοσκόμενων θαμνώνων. O Le Houerou (1981) αναφέρει ότι οι βοσκόμενοι θαμνώνες καταλαμβάνουν έκταση 25.000.000 εκτάρια σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, με το μεγαλύτερο μέρος τους σχεδόν να συγκροτείται από αείφυλλα πλατύφυλλα είδη. Στην Ελλάδα οι εκτάσεις που καλύπτουν οι θαμνώνες αυτοί είναι 3,1 εκατ. εκτάρια (Τσαπρούνης 1992) που ισοδυναμούν με το 23.9% περίπου της επιφάνειας της χώρας. Η βόσκηση ενός θάμνου μπορεί να περιορίσει ή και να σταματήσει την αύξηση των βλαστών τους (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης 1992). Το φαινόμενο προκαλείται άμεσα με την αποκοπή των βλαστών και έμμεσα με τη μείωση της αύξησής τους, η οποία οφείλεται στο ότι το φυτό «επενδύει» κατά προτεραιότητα στην αποκατάσταση της χαμένης φυλλικής επιφάνειας. Η αποκοπή των βλαστών 23

αναγκάζει το φυτό να παράγει νέους φυλλοφόρους βλαστούς, αυξάνοντας σε πολλές περιπτώσεις και την παραγωγή βοσκήσιμης ύλης (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης 1992). Έτσι, τα φυτά γίνονται ελκυστικά για επαναβόσκηση, ακόμη και εντός του ίδιου έτους, αφού οι νέοι βλαστοί παρουσιάζουν υψηλότερη γευστικότητα. Για το πουρνάρι (Q. coccifera), ένα από τα κυριότερα είδη των μεσογειακών θαμνώνων, ο Tsiouvaras (1988) αναφέρει ότι η βόσκηση των νέων βλαστών σε ποσοστό 80% μπορεί να προκαλέσει αύξηση της έκπτυξης νέων βλαστών κατά 50%. Ο ίδιος παρατηρεί ότι το πουρνάρι εμφανίζει τη μέγιστη παραγωγικότητα, όταν βόσκεται κάθε 15 ημέρες επί δύο χρόνια. Όταν όμως τα βόσκοντα ζώα αδυνατούν να εκμεταλλευθούν το φύλλωμα ή τους νεαρούς βλαστούς που βρίσκονται πέρα από κάποιο ύψος, ο θαμνώνας έχει μικρή λιβαδική αξία (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης 1992). Η κατανάλωση των νέων βλαστών από τα ζώα μειώνει τον ρυθμό αύξησης των αποξυλωμένων βλαστών, με αποτέλεσμα να μειώνεται και η ικανότητα των φυτών να καταλαμβάνουν νέο χώρο ή -εφόσον η βόσκηση είναι βαριά- να διατηρήσουν τον χώρο που κατέχουν, τόσο σε οριζόντια όσο και κάθετη κατεύθυνση (Platis and Papanastasis 2003). Αυτό έχει ως συνέπεια να είναι ευκολότερος ο έλεγχος της επέκτασής του. Επομένως, όταν τα ζώα δεν μπορούν να βοσκήσουν στο «εσωτερικό» συμπαγούς βλάστησης λόγω των φυσικών εμποδίων που παρεμβάλλονται (π.χ. από τα κλαδιά) και πάνω από ένα ορισμένο ύψος των φυτών, η επίδραση της βόσκησης μειώνεται ή εξαλείφεται. Αυτό σημαίνει ότι η βόσκηση ασκείται στο ποσοστό της έκτασης που οι θάμνοι είναι χαμηλοί και στην «περίμετρο» των συμπαγών χωροψηφίδων που σχηματίζουν οι θάμνοι έως το ύψος που φθάνουν τα ζώα (1,5 μέτρο περίπου). Μετά από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με την επίδραση του μοτίβου του τοπίου στην κίνηση των ζώων, ο Ims (1995) συμπεραίνει ότι το σχήμα των χωροψηφίδων επιδρά στη συμπεριφορά βόσκησης. Όσο το σχήμα μιας χωροψηφίδας διαφοροποιείται από τα κανονικά γεωμετρικά σχήματα τόσο μεγαλύτερο γίνεται το μήκος της περιμέτρου με τις γειτονικές χωροψηφίδες ή το υπόβαθρο, αυξάνοντας τις δυνατότητες ανταλλαγών ύλης και ενέργειας μεταξύ τους (Forman 1995). Αν η χωροψηφίδα αποτελείται από θάμνους μέτριου και μεγάλου ύψους και το υπόβαθρο είναι η επιφάνεια του τοπίου με χαμηλή βλάστηση που χρησιμοποιούν τα ζώα για να κινηθούν, τότε αυξάνεται το μήκος της περιμέτρου της θαμνώδους βλάστησης που μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ζώα για να βοσκήσουν. Από την ανασκόπηση που κάνουν οι Turner et al. (2001) για τη λειτουργία του σχήματος των χωροψηφίδων προκύπτει, ότι οι περίμετροι που 24

αποκλίνουν από τα κανονικά σχήματα βοηθούν τη διείσδυση των ζώων από έναν τύπο κάλυψης (π.χ. αραιό θαμνώνα) προς έναν άλλο (π.χ. πυκνό θαμνώνα). Οι παραπάνω λειτουργίες της περιμέτρου των χωροψηφίδων αποτελούν μια εκδοχή της λειτουργίας του οικοτόνου που εμφανίζεται στα όρια μεταξύ δυο στοιχείων του τοπίου με διαφορετική βλάστηση. Η λειτουργία αυτή συνιστά μία από τις σπουδαιότερες οικολογικές διεργασίες των τοπίων και χαρακτηρίζει τα τοπίαμωσαϊκά (Forman 1995). Όταν οι θάμνοι έχουν χαμηλό ύψος, (Spatz and Papachristou 1999) επισημαίνουν ότι τα ξυλώδη φυτά με αξιοποιούνται καλύτερα από τα ζώα. Οι Παπαχρήστου et al. (1997) αναφέρουν ότι οι αίγες -που τρέφονται κατεξοχήν με θαμνώδη βλάστηση- μπορούν να βοσκήσουν έως το ύψος του 1,5 μ. Επίσης, οι Spatz and Papachristou (1999) και Papachristou (1997) αναφέρουν ότι οι ανάγκες των ζώων σε τροφή καλύπτονται καλύτερα, όταν η αναλογία των θαμνωδών/ποωδών φυτών φθάνει το 7:3. Μια τέτοια αναλογία επιτυγχάνεται μέσω της διατήρησης ενός μωσαϊκού διαφόρων τύπων βλάστησης. Επίσης, οι Legg et al. (1998) συνδέουν τη μορφή της κόμης των φυτών με την προσπελασιμότητα της χωροψηφίδας από τα ζώα. Για τον προσδιορισμό του επιθυμητού μοτίβου τοπίου ανάλογα με τους σκοπούς διαχείρισης μιας περιοχής ή για την εκτίμηση της κατάστασης των λιβαδιών, η απλή αναφορά σε διαμόρφωση τύπου "μωσαϊκού" δεν επαρκεί. Τα τοπία-μωσαϊκά μπορεί να έχουν πολλές διαφορετικές δομές (Forman 1995), εκ των οποίων ορισμένες δεν ικανοποιούν τα βόσκοντα ζώα, όπως για παράδειγμα μια διαμόρφωση εναλλασσόμενων χωροψηφίδων ποώδους και θαμνώδους βλάστησης, που όμως δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και έχουν χαμηλή συνδεσιμότητα. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν δρομολογηθεί ορισμένες προσπάθειες, αλλά το ερώτημα της καταλληλότερης δομής παραμένει αναπάντητο. Η επίδραση της δομής του τοπίου των θαμνώνων στην κίνηση των ζώων απασχόλησε τους Legg et al. (1998), οι οποίοι προσπάθησαν να προσομοιώσουν την κίνηση των ζώων σε τοπία με θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων της Κρήτης για την εκτίμηση της επίδρασής τους στη βλάστηση. Έτσι, κατέληξαν ότι η συνδεσιμότητα χωροψηφίδων προσπελάσιμων στα ζώα επηρεάζει σοβαρά την κατανομή της βοσκοφόρτωσης. Επίσης, οι Roder et al. (2007) διερεύνησαν τον τρόπο διασποράς των ζώων στο τοπίο σε μια ομάδα έξι δημοτικών διαμερισμάτων της περιοχής Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι σημαντικότεροι παράγοντες που επιδρούν στη διασπορά των ζώων είναι η απόσταση από τις στάνες, η τοπογραφία, 25

η ελκυστικότητα της βοσκόμενης ύλης και η παρεμβολή χωροψηφίδων χαμηλής προσπελασιμότητας από τα βόσκοντα ζώα. Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο ερώτημα για το πόσο ετερογενές πρέπει να είναι το μωσαϊκό των χωροψηφίδων των διαφόρων τύπων κάλυψης σε βοσκόμενους θαμνώνες, ώστε να είναι δυνατή η συνέχιση της κτηνοτροφικής δραστηριότητας χωρίς να υποβαθμίζονται η βλάστηση και το έδαφος. Οι Naveh and Lieberman (1993) υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος στη Μεσόγειο, μετά από χιλιάδες έτη συμβίωσης με τη μεσογειακή βλάστηση, αποτελεί μέρος της οικολογίας των τοπίων όπου κυριαρχεί η βλάστηση αυτή. Τονίζουν δε, ότι αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στα τοπία με βλάστηση αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών. Τα τοπία αυτά χαρακτηρίζονται από υψηλή ετερογένεια τύπων κάλυψης η οποία βοηθά, ώστε οι συνήθεις ανθρωπογενείς διαταραχές (π.χ. βόσκηση, συλλογή καυσόξυλων κ.λπ.) να μην επιδρούν αρνητικά στη ζωτικότητα της βλάστησης και την παραγωγικότητα του εδάφους (Naveh 1985 και Noy-Meir 1998). Παράλληλα, οι διαταραχές αυτές δημιουργούν προϋποθέσεις αντοχής του τοπίου σε έκτακτες διαταραχές, όπως οι πυρκαγιές, η ξηρασία κ.λπ. (Turner et al. 2001). Η κατάσταση αυτή, που ουσιαστικά αποτελεί ένα σύνολο πολλαπλών καταστάσεων ισορροπίας (Παπαναστάσης και Νοϊτσάκης 1992), αποκαλείται "ομοιόσταση" (Zonneveld 1995). "Ομοιόσταση" σημαίνει ότι το τοπίο μπορεί δεν είναι ίδιο μεταξύ δυο διαδοχικών χρονικών στιγμών, αλλά διατηρείται σχετικά σταθερό εντός ενός εύρους διακύμανσης της δομής και των λειτουργιών του. Ένας άλλος τομέας που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των ερευνητών είναι η επίδραση της βόσκησης στην ποικιλότητα της χλωρίδας στους θαμνώνες των αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών. Η ποικιλότητα της χλωρίδας επηρεάζεται θετικά από την άσκηση ήπιας βόσκησης. Ωστόσο, έχει διαπιστωθεί ότι η ποικιλότητα αυτή επηρεάζεται και από το σχήμα των χωροψηφίδων των διαφορετικών τύπων κάλυψης (Moser et al. 2002), ενώ το μέγεθος των χωροψηφίδων μπορεί να είναι μη σημαντικό για την ποικιλότητα (Kemper et al. 1999). Οι Alados et al. (2003), Alados et al. (2004a) και Alados et al. (2004b), μελετώντας τη χλωρίδα και τη βλάστηση σε επάλληλους κύκλους γύρω από στάνες ή σημεία παροχής νερού, παρατήρησαν ότι όσο αυξάνει η βοσκοφόρτωση μειώνεται η παρουσία ορισμένων θάμνων και ευαίσθητων στη βόσκηση ποωδών φυτών. Αντίστοιχα στοιχεία για την επίδραση της δομής του τοπίου στη διασπορά των ποωδών ειδών σε ποολίβαδα παρουσιάζουν και οι Cousins et al. (2003). Επίσης, οι Carmel and Kadmon (1999) παρατήρησαν αύξηση της παρουσίας ξυλωδών φυτών σε θέσεις υποβοσκόμενων 26

θαμνολίβαδων. Αντίστοιχα, ο Ghossoub (2003) κατέγραψε στην περιοχή Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης ότι η πυκνότητα των θάμνων αυξήθηκει με την απόσταση από τις στάνες, ενώ κοντά στις στάνες επικρατούσαν ετήσια είδη, δείκτες υποβάθμισης του λιβαδικού οικοσυστήματος. 2.3.3. Εστιακό μοτίβο και διαχείριση των λιβαδιών με αείφυλλα πλατύφυλλα Το εστιακό μοτίβο αποτελεί μια ιδιαίτερα χρήσιμη προσέγγιση για τη διαχείριση των λιβαδιών με θαμνώδη βλάστηση, και ιδιαίτερα αυτών με βλάστηση αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών, όπως και για την εκτίμηση των επιπτώσεων της βόσκησης στα τοπία αυτά. Κεντρικό στοιχείο αυτής της προσέγγισης είναι οι στάνες και γενικότερα τα σημεία όπου τα ζώα επανέρχονται σταθερά είτε για την ικανοποίηση ζωτικών τους λειτουργιών είτε γιατί κρίνεται απαραίτητο από τους κτηνοτρόφους. Ο Παπαναστάσης (1992) θεωρεί τη χωροθέτηση των θέσεων αυτών ως μία από τις καίριες προϋποθέσεις για την ορθολογική διαχείριση των λιβαδιών και τη ρύθμιση της κατανομής της βόσκησης. Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγουν οι Bailey et al. (1996) και Adler and Hall (2005), οι οποίοι αναφέρουν ότι η προσθήκη υποδομών, όπως στάνες, σημεία παροχής νερού, αλαταριές, σημεία ξεκούρασης κ.ά., προσθέτουν νέες εστίες διασποράς της βόσκησης και ότι με κατάλληλη διασπορά είναι δυνατό να αμβλυνθούν σημαντικά οι επιπτώσεις από την άσκηση της βόσκησης, αφού το τοπίο αποκτά πολυεστιακό χαρακτήρα. Για το ίδιο θέμα οι Νάστης και Τσιουβάρας (1989) συνιστούν ως ελάχιστη απόσταση μεταξύ των ποτιστρών για αίγες τα 2-3 χλμ. Σε λιβάδια με ανώμαλη τοπογραφική διαμόρφωση και τα 6,5-8 χλμ. σε λιβάδια με ομαλή τοπογραφική διαμόρφωση. Ο Παπαναστάσης (1997) αναφέρει ότι οι πολλαπλοί σκοποί διαχείρισης των πρινώνων εξυπηρετούνται καλύτερα, όταν η αναλογία ξυλωδών και ποωδών φυτών είναι 1:1. Ο Πλατής (1997) παρατηρεί ότι η διαθέσιμη παραγωγή των θαμνολίβαδων πουρναριού είναι στενά συνδεδεμένη με την κάλυψη των θάμνων και μειώνεται όσο αυξάνεται η κάλυψή τους, με τη μεγαλύτερη μείωση να εντοπίζεται όταν η αύξηση της κάλυψης των θάμνων είναι πέραν του 40%. Ενδιαφέρον έχει, επίσης, η διαπίστωση του ιδίου ότι η μεγαλύτερη ποσότητα της συνολικής διαθέσιμης παραγωγής (ποώδους και θαμνώδους) παράγεται τα θαμνολίβαδα πουρναριού με κάλυψη θάμνων μέχρι 15% και ύψος 0,5 μ. Ο Παπαχρήστου (1997), έπειτα από σύγκριση τριών διαφορετικών θαμνολίβαδων πουρναριού, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πλέον επιθυμητή σύνθεση ενός 27

πρινώνα είναι εκείνη που έχει ποσοστό ποώδους βλάστησης περί το 30%, και συμμετέχουν στη σύνθεση της ξυλώδους βλάστησης και άλλα είδη (π.χ. φυλλοβόλοι πλατύφυλλοι θάμνοι). Η ύπαρξη και άλλων ειδών επιτρέπει την ικανοποίηση των αναγκών των ζώων την κρίσιμη περίοδο Αυγούστου-Οκτωβρίου, όταν τα ζώα εγκυμονούν, όταν η βλάστηση των ποωδών έχει εξαντληθεί, ενώ αυτή του πουρναριού έχει χαμηλή θρεπτική αξία. Στους συνηρεφείς θαμνώνες υπάρχει πρόβλημα και με την ποιότητα, η οποία δεν ικανοποιεί τις τροφικές ανάγκες των ζώων. Οι Papachristou and Platis (1998) υποστηρίζουν ότι η ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης των συνηρεφών θαμνώνων είναι σημαντικά χαμηλότερη αυτών που έχουν διανοιχθεί, γεγονός που επιβεβαιώνει και ο Coughenour (1991). Η υψηλότερη θρεπτική αξία των νέων βλαστών αποτελεί, άλλωστε, τη μία από τις δυο κύριες αιτίες (η άλλη είναι ο έλεγχος της αύξησης των θάμνων) των πυρκαγιών, που παραδοσιακά χρησιμοποιούν οι κτηνοτρόφοι ως μέτρο αύξησης της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης στους θαμνώνες αυτούς (Margaris 1990 και Kyriakakis et al. 1999). Τα συμπεράσματα αυτά υποδεικνύουν μια σύνθεση του τοπίου, όπου η κάλυψη από χωροψηφίδες θαμνώδους κυμαίνεται από 15-40%, με μέγιστο το 50%, ανάλογα με τους σκοπούς διαχείρισης. Υποδεικνύουν, επίσης, σχετικά μικρό μέγεθος χωροψηφίδων, ώστε να μπορούν τα ζώα να βοσκήσουν ή κατάλληλο σχήμα χωροψηφίδων, ώστε τα ζώα να έχουν πρόσβαση σε μεγαλύτερη έκτασή της. Επιπλέον, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το μοτίβο της κάλυψης από θαμνώδη βλάστηση πρέπει να επιτρέπει την απρόσκοπτη κίνηση των ζώων μέσω ενός υποβάθρου με χαμηλή θαμνοκάλυψη. Ωστόσο, για να αποκτήσει και να διατηρήσει ένα τοπίο αυτό το μοτίβο απαιτείται η κατάλληλη βοσκοφόρτωση. Οι Fernandez et al. (1992) διαπίστωσαν ότι, μετά την μείωση της αγροτικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας στις ορεινές περιοχές της Νοτιοδυτικής Ισπανίας, αυξήθηκε το μέσο μέγεθος της επιφάνειας των θαμνώνων. Οι Alados et al. (2004b) κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι η υποχώρηση της βόσκησης επηρέασε σημαντικά το μέσο μέγεθος της επιφάνειας της βλάστησης καθώς και τη συγκέντρωση των κατάλληλων για βόσκηση επιφανειών με. Επίσης, οι Adler et al. (2001) αναφέρουν ότι είναι δυνατόν να γίνουν προβλέψεις των μεταβολών της σύνθεσης ενός τοπίου, όταν διαφοροποιείται η κατανομή της βοσκοφόρτωσης. 28

2.4. Μέθοδοι έρευνας των επιπτώσεων από τις μεταβολές των αγρολιβαδικών χρήσεων γης Η έρευνα της μεταβολής των χρήσεων γης στον χρόνο και τον χώρο μπορεί να βασίζεται σε χωρικά ή μη χωρικά δεδομένα, ανάλογα με τις ανάγκες της έρευνας και τα διαθέσιμα δεδομένα (Briassoulis 1999). Στην περίπτωση των μη χωρικών δεδομένων χρησιμοποιούνται απογραφικά, κυρίως, στοιχεία που συγκεντρώνονται για την περιοχή, όπως π.χ. οι παραγόμενες ποσότητες γεωργικών προϊόντων (Mazzoleni et al. 2004) και ο αριθμός των βοσκόντων ζώων (Papanastasis et al. 1998). Τα στοιχεία αυτά συγκρίνονται με τις αλλαγές στις χρήσεις γης και οι διαφορές τους εντοπίζονται με απλές αριθμητικές μεθόδους (Ispikoudis et al. 1993). Η μέθοδος είναι απλή και γρήγορη, παρουσιάζει όμως δυο σοβαρά μειονεκτήματα: Δεν εξασφαλίζεται η σύνδεση συγκεκριμένων χρήσεων γης με συγκεκριμένους τύπους κάλυψης. Δεν μπορεί να αντιστοιχηθούν οι μεταβολές μεταξύ τύπων κάλυψης, ιδιαίτερα όταν η ίδια χρήση γης μπορεί να ασκείται σε διαφορετικούς τύπους κάλυψης, όπως στην περίπτωση τοπίων μωσαϊκών με αγρούς και θαμνώνες. Με τον τρόπο αυτό δεν είναι δυνατό να ανιχνευθεί ποιοί τύποι κάλυψης (και οι σχετικές χρήσεις γης) επεκτείνονται σε βάρος ποιών και, επομένως, δυσχεραίνεται η συσχέτιση των όποιων μεταβολών με ορισμένους παράγοντες, ιδιαίτερα με τους περιβαλλοντικούς. Τα δυο μειονεκτήματα της μεθόδου αντιμετωπίζονται με τη χρήση χωρικών δεδομένων, ιδιαίτερα όταν αυτά οργανώνονται σε Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών. Με αυτά μπορεί να καταγραφεί το ιστορικό κάθε τμήματος της γήινης επιφάνειας, οι αλλαγές στις χρήσεις γης, καθώς και άλλα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα. Η συγκέντρωση των χωρικών δεδομένων γίνεται με τη χρήση μεθόδων τηλεπισκόπησης, όπως είναι η φωτοερμηνεία αεροφωτογραφιών (Carmel and Kadmon 1999, Turner et al. 2001 και Papanastasis et al. (2004) ή δορυφορικών εικόνων (Bottner et al. 2002) και η ταξινόμηση δορυφορικών εικόνων (Chust et al. 1999), σε συνδυασμό με επαλήθευση διαμέσου εργασίας πεδίου. Στις έρευνες για τη μεταβολή των τοπίων στον χρόνο κυριαρχούν οι αναλύσεις για το ποσοστό κάλυψης του τοπίου κάθε τύπου κάλυψης και των συνδεόμενων με αυτήν χρήσεων γης (Dale et al. 2002 και Bottner et al. 2002). Ωστόσο, έχουν 29

χρησιμοποιηθεί και άλλοι δείκτες, όπως η μεταβολή του μήκους της περιμέτρου των τύπων κάλυψης (Mazzoleni et al. 2004), ο δείκτης διασποράς και γειτονίας των χωροψηφίδων κάθε τύπου κάλυψης και η κλασματική διάσταση των χωροψηφίδων (Turner 1990). Επίσης, για το σύνολο του τοπίου έχουν χρησιμοποιηθεί δείκτες διασποράς και η ποικιλότητα μορφών κάλυψης (Turner 1990). Σε ό,τι αφορά την έρευνα των επιδράσεων της βόσκησης στα τοπία ειδικότερα, έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορες μέθοδοι. Ο Coppolillo (2001) κατέγραψε τις κινήσεις των ζώων σε σχέση με τη θέση των στανών και των σημείων παροχής νερού και στη συνέχεια μετέφερε τις παρατηρήσεις αυτές σε ένα κοινό σύστημα αναφοράς, ώστε να μπορούν να είναι συγκρίσιμες. Η μέθοδος φαίνεται να είναι αποτελεσματική στην εκτίμηση της έντασης χρήσης του τοπίου, αλλά όχι στην εκτίμηση της επίδρασης των ζώων σε αυτό. Οι Ispikoudis et al. (1999) χρησιμοποίησαν δειγματοληψία ανά σταθερό διάστημα κατά μήκος γραμμών που ξεκινούν από το κεντρικό σημείο, όπως και οι Nash et al. (1999). Μια παρόμοια μέθοδος χρησιμοποιήθηκε, επίσης, από τους Luck and Wu (2002) για την έρευνα της επέκτασης του αστικού χώρου. Οι συγκεκριμένοι ερευνητές χρησιμοποίησαν παράλληλες δειγματοληπτικές γραμμές διατεταγμένες κατά συγκεκριμένο άξονα επί των οποίων υπολόγισαν κινούμενους μέσους όρους. Αντί των δειγματοληπτικών γραμμών οι Croissant (2004) και Torta (2004) χρησιμοποίησαν επάλληλες ζώνες σταθερού πλάτους, εντός των οποίων έγινε πλήρης χαρτογράφηση των μορφών κάλυψης επιφάνειας του τοπίου. Η μέθοδος των επάλληλων κύκλων έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της μεταβλητότητας του τοπίου από τους Rescia et al. (1995) και McGarigal et al. (2001). Προκειμένου να εξετάσουν την επίδραση διαφορετικών τύπων κάλυψης (π.χ. αγροτικών εκτάσεων) στη βοσκοφόρτωση θαμνώνων αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών, οι Roder et al. (2007) εξέτασαν τη συσχέτιση του βαθμού κάλυψης από ξυλώδη βλάστηση με το "κόστος" που έπρεπε να καταβάλει ένα ζώο για να φθάσει από τη στάνη σε κάποιο σημείο της περιοχής μελέτης. Για να το πετύχουν ανέπτυξαν μια μέθοδο προσομοίωσης της διασποράς των ζώων στο τοπίο, η οποία έλαβε υπόψη τους παράγοντες της απόστασης από τη στάνη, της τοπογραφίας, της ελκυστικότητας της βοσκήσιμης ύλης και της προσπελασιμότητας των χωροψηφίδων από τα βόσκοντα ζώα. Η προσπελασιμότητα συσχετίσθηκε με τον τύπο κάλυψης. Δάση, γεωργικές καλλιέργειες και οικισμοί θεωρήθηκαν μη 30

προσπελάσιμοι τύποι. Η βλάστηση διακρίθηκε σε επιμέρους μονάδες με βάση φυτοκοινωνιολογικά κριτήρια και στις χωροψηφίδες με ξυλώδη βλάστηση διακρίθηκαν τρεις κλάσεις κάλυψης. Η έρευνα βασίστηκε σε δορυφορικές εικόνες με ελάχιστο μέγεθος χωροψηφίδας 900 μ 2. Η ενσωμάτωση των τεσσάρων παραγόντων που αναφέρθηκαν στο ομοίωμα έγινε με τη βαθμολόγηση κάθε εικονοστοιχείου, στα οποία είχε διαιρεθεί η περιοχή έρευνας.έτσι, χωροψηφίδες που βρίσκονταν μακρύτερα, σε πιο υψηλές κλίσεις, με λιγότερο επιθυμητή βοσκήσιμη ύλη και για να προσεγγισθούν έπρεπε να παρακαμφθούν μη προσπελάσιμες χωροψηφίδες στην απαιτούσαν υψηλότερο κόστος κίνησης και, επομένως, δεν προσεγγίζονταν από τα ζώα. Η έρευνα έγινε σε έξι δημοτικά διαμερίσματα της περιοχής Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Η μέθοδος αποδείχθηκε επιτυχής για την έκταση της περιοχής και την ανάλυση που χρησιμοποιήθηκε αφού απέδειξε ότι η κάλυψη από ξυλώδη βλάστηση συσχετίσθηκε ισχυρά με τις προβλέψεις διασποράς των ζώων. Ωστόσο, στη λεπτομερέστερη κλίμακα του τοπίου γύρω από κάθε στάνη, όπου λαμβάνονται διαχειριστικές αποφάσεις ή αξιολογούνται οι επιδράσεις της βόσκησης, η ανωτέρω μέθοδος συναντά δυσκολίες, καθώς δεν εκτιμά θαμνοκάλυψη αλλά ξυλώδη βλάστηση και η εκτίμηση από δορυφορικές εικόνες αυτής της ανάλυσης δεν δίνει λεπτομερέστερες αναλύσεις. Για παράδειγμα δεν μπορεί να εντοπίσει π.χ. διαδρόμους κίνησης μικρού σχετικά πλάτους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα ζώα για να μεταβούν από ένα σημείο του τοπίου σε ένα άλλο, δια μέσου π.χ. αγροτικών καλλιεργειών ή δασικής βλάστησης. Επίσης, δεν έλαβε υπόψη της τον αριθμό των ζώων ανά στάνη. Σταθερό γνώρισμα των ανωτέρω μεθόδων ήταν η λήψη δεδομένων κατά σταθερή απόσταση σε σχέση με κάποιο σημείο αναφοράς, συνηθέστερα ένα σημείο. Οι Wiens et al. (2002) επισημαίνουν ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή της κλίμακας μελέτης των επιδράσεων της βόσκησης, καθώς παράγοντες που ρυθμίζουν την άσκηση των χρήσεων γης, επομένως και της βόσκησης, ακολουθούν μια ιεραρχική δομή που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο χωρικό επίπεδο. Οι McGarigal et al. (2000) αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη χρήση μεθόδων πολυμεταβλητής ανάλυσης, που βοηθούν στην περιγραφή των σχέσεων μεταξύ των μεταβλητών και επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με τη σημαντικότητα των διαφόρων παρατηρήσεων, ικανότητες που τις περιγράφουν με τους όρους "περιγραφική" και "επαγωγική" αντίστοιχα. Σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής της ανάλυσης σε κύριες συνιστώσες, αναφέρουν ότι, 31

εφόσον χρησιμοποιηθεί για περιγραφικούς λόγους, η μη κανονικότητα (απλή ή πολυμεταβλητή), η τυχαιότητα των δειγμάτων και η αναλογία δειγμάτων προς μεταβλητές χαμηλότερη από 2 προς 1 δεν πρέπει να αποτρέπει από τη χρήση της μεθόδου. Οι ίδιοι συγγραφείς συνιστούν, επίσης, τη χρήση του πίνακα συσχετίσεων, όταν οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται εκφράζονται σε διαφορετικές μονάδες. 2.5. Αντικειμενικοί σκοποί της έρευνας Οι επιδράσεις της κτηνοτροφικής δραστηριότητας στα τοπία των θαμνώνων εξαρτώνται από την κατανομή της βοσκοφόρτωσης, η οποία επηρεάζεται από την κατανομή των στανών και των υπολοίπων υποδομών σε αυτά. Αντίστοιχα, μεταβολές της βοσκοφόρτωσης στον χώρο και τον χρόνο προκαλούν μεταβολές των τύπων κάλυψης και τελικά μεταβολές των τοπίων. Στο πλαίσιο αυτό η παρούσα έρευνα σχεδιάστηκε να απαντήσει στα παρακάτω ερωτήματα, που αποτελούν και τους αντικειμενικούς σκοπούς της έρευνας: Πώς επιδρά η κτηνοτροφία και ειδικότερα η κατανομή των στανών σε βοσκόμενους θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών, στη δομή του τοπίου, Ποιά είναι η διαχρονική επίδραση της κτηνοτροφίας και ειδικότερα της βόσκησης στο τοπίο, και Ποια είναι η άριστη κατανομή της βοσκοφόρτωσης στον χώρο, προκειμένου να εξασφαλισθεί ένα ετερογενές και σταθερό τοπίο. 32

3. Περιοχή μελέτης 3.1. Θέση της περιοχής μελέτης Η περιοχή μελέτης ανήκει στο Δημοτικό Διαμέρισμα Συκιάς του Δήμου Τορώνης, που βρίσκεται στο νότιο άκρο της Χερσονήσου της Σιθωνίας του Νομού Χαλκιδικής και έχει έκταση 14.236 εκτάρια (Εικόνα 3.1). Το κέντρο της έχει συντεταγμένες 23 0 54 Α και 40 0 00 Β, με βορειότερο μέρος στο 23 0 54 Α και 40 0 00 Β και νοτιότερο στο 23 0 54 Α και 40 0 00 Β. Εικόνα 3.1 Περιοχή μελέτης. 33

3.2. Κλίμα και βιοκλιματικός χαρακτήρας 3.2.1. Θερμοκρασία Οι μέσες μηνιαίες και ακραίες τιμές της θερμοκρασίας του Μετεωρολογικού Σταθμού Ν. Μαρμαρά (Πίνακας 3.1), που είναι ο πλησιέστερος στην περιοχή μελέτης, για τα έτη 1968-1975 παρουσιάζουν μέγιστο τον Ιούλιο και ελάχιστο τον Ιανουάριο. Ωστόσο το μέσο μέγιστο καταγράφεται τον Αύγουστο ενώ το μέσο ελάχιστο τον Ιανουάριο. Η απόλυτα μέγιστη τιμή (38,0 ο C) σημειώθηκε τον Ιούλιο του 1973, ενώ η απόλυτα ελάχιστη τιμή (-4,8 ο C) τον Φεβρουάριο του 1975. Κατά τη χειμερινή περίοδο είναι πιθανή η εμφάνιση μερικού ή ολικού παγετού. Πίνακας 3.1. Θερμοκρασία αέρος, σχετική υγρασία και βροχόπτωση στον Μετεωρολογικό Σταθμό Ν. Μαρμαρά της ΕΜΥ κατά την περίοδο 1968 1975. Μήνας Απόλυτα μέγιστη Μέση μέγιστη Θερμοκρασία 0 C Μέση Μέση ελάχιστη Απόλυτα ελάχιστη Σχετική υγρασία (%) Βροχόπτωση Ύψος Βροχή ς (χλσ) Ημέρες βροχής Ιανουάριος 18,2 10,7 7,9 4,6-3,0 80 69,1 9 Φεβρουάριος 19,4 12,4 8,7 4,9-4,8 76 59,2 8 Μάρτιος 22,5 13,7 9,8 5,8-4,0 76 60,3 9 Απρίλιος 28,8 18,4 13,7 8,2 1,0 73 33,3 6 Μάιος 34,0 24,2 18,6 12,5 6,6 68 25,3 5 Ιούνιος 35,9 28,2 22,7 16,4 11,6 65 31,5 2 Ιούλιος 38,0 29,8 24,6 18,4 11,8 66 24,5 4 Αύγουστος 36,4 30,0 24,4 18,5 13,2 64 19,0 3 Σεπτέμβριος 33,0 26,7 21,4 16,0 8,4 69 35,1 4 Οκτώβριος 30,0 21,0 16,1 11,2 2,0 74 41,0 6 Νοέμβριος 23,3 16,8 12,3 7,9-2,0 78 18,0 5 Δεκέμβριος 19,2 12,7 8,8 4,9-2,7 79 54,5 10 Μ. όροι ή Σύνολα 28,2 20,4 15,8 10,8 3,2 72,3 470,8 0 71 3.2.2. Υγρασία του αέρα και βροχοπτώσεις Από τις μέσες μηνιαίες τιμές της σχετικής υγρασίας που παρουσιάζονται στον πίνακα 3.1 φαίνεται πως η παράμετρος αυτή είναι σχετικά αυξημένη, με τιμές που κυμαίνονται από 64% έως 80%, γεγονός που πρέπει να αποδοθεί στη γειτνίαση με τη θάλασσα. Από την την ετήσια πορεία του ύψους βροχής (Πίνακας 3.1) προκύπτει ότι οι βροχερότεροι μήνες είναι ο Ιανουάριος και ο Μάρτιος. Παρατηρείται, ωστόσο, μια ενδιάμεση περίοδος αυξημένης βροχής τον Ιούνιο, ενώ και το φθινόπωρο οι βροχοπτώσεις παρουσιάζονται σχετικά υψηλές. Γενικά, το μεγαλύτερο ποσοστό της ετήσιας βροχόπτωσης σημειώνεται στη διάρκεια της 34

χειμερινής περιόδου, χωρίς όμως να αποκλείονται και μεγάλα ποσά κατά τη θερινή περίοδο, τα οποία αφορούν μεμονωμένες θερμικές καταιγίδες που δεν διαρκούν περισσότερο από δύο ώρες. Οι χιονοπτώσεις είναι σπάνιες στην περιοχή αυτή. Από το ομβροθερμικό διάγραμμα (Σχήμα 3.1) προκύπτει ότι η ξηρή περίοδος έχει αρκετά μεγάλη διάρκεια, αφού ξεκινά από τα τέλη Απριλίου και ουσιαστικά τελειώνει τον Νοέμβριο. 50 45 40 Μετεωρολογικός Σταθμός Ν. Μαρμαρά 100 90 80 Μέση θερμοκρασία (οc) 35 30 25 20 15 10 5 70 60 50 40 30 20 10 Ύψος βροχής (mm) 0 Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν Δ 0 Μέση θερμοκρασία Ύψος Βροχής Σχήμα 3.1. Ομβροθερμικό διάγραμμα Μ.Σ. Νέου Μαρμαρά. 3.2.3. Κλιματική κατάταξη Σύμφωνα με την κλιματική κατάταξη κατά Köppen, στην περιοχή μελέτης επικρατεί ο τύπος κλίματος Csa, δηλαδή μεσογειακό μεσόθερμο (Cs) με ήπιο χειμώνα και θερμό θέρος με μακρά ξηρή περίοδο. Σύμφωνα με τη βιοκλιματική κατάταξη του Μαυρομμάτη (1980), η περιοχή έχει ασθενή προς έντονο χαρακτήρα μεσογειακού βιοκλίματος, με ελάχιστο 40 και μέγιστο 100 βιολογικά ξηρές ημέρες. 3.3. Γεωλογία και έδαφος Κατά τον Μουντράκη (1985), η περιοχή μελέτης βρίσκεται στην περιροδοπική 35

ζώνη (Εικόνα 3.2). Σύμφωνα με το γεωλογικό χάρτη της περιοχής (ΙΓΜΕ, Φύλλο Χάρτη Σιθωνία 1:50.000 του 1978), οι κύριοι γεωλογικοί σχηματισμοί που απαντούν συγκροτούνται από μεταμορφωμένα εκρηξιγενή πετρώματα και ειδικότερα από γρανοδιορίτες και πρασινοσχιστόλιθους. Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί ότι στο ΝΔ τμήμα απαντούν ασβεστολιθικοί σχηματισμοί. Στον πίνακα 3.2 παρουσιάζονται τα διάφορα πετρώματα που απαντούν στην περιοχή και η έκταση της περιοχής που αντιστοιχεί σε αυτά. Ο πίνακας αυτός προήλθε από την ψηφιοποίηση του παραπάνω γεωλογικού χάρτη της περιοχής ύστρα από εμβαδομέτρηση των εκτάσεων με το Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών ArcGis 9 της ESRI. Η γεωλογία της περιοχής φαίνεται στην εικόνα 3.3. Εικόνα 3.2. Η θέση της περιοχής μελέτης στις γεωτεκτονικές ζώνες της ευρύτερης περιοχής της Χαλκιδικής μετά από ψηφιοποίηση των ορίων των γεωτεκτονικών ζωνών από Μουντράκη (1985). 36

Πίνακας 3.2. Πετρώματα που απαντούν στην περιοχή μελέτης και οι εκτάσεις τις που οποίες καταλαμβάνουν. Πέτρωμα Κωδικός Έκταση Ποσοστό στην (ha) περιοχής μελέτης Αμφιβολίτες ab 393,07 2,79% Αλλουβιακές αποθέσεις al 1169,61 8,31% Παράκτιες αποθέσεις cd,dn 99,29 0,71% Βιοτιτικός και διμαρμαρυγιακός γρανοδιορίτης g1.n 9551,04 67,88% Διμαρμαρυγιακοί γνεύσιοι και μοσχοβιτικοί γνεύσιοι gn2 219,33 1,56% Ιζήματα παράκτιων λιμνών και λιμνοθαλασσών H.lg 27,61 0,20% Ασβεστιτικοί, σερικιτικοί, και χλωριτικοί σχιστόλιθοι Ji-m?ag 11,38 0,08% και φυλλίτες Ασβεστόλιθοι Js.k 296,30 2,11% Αργιλικοί σχιστόλιθοι Js-Ki.ph 22,72 0,16% Φακοί μαρμάρου mr 1,07 0,01% Οφιόλιθοι o 137,98 0,98% Αδιαίρετες πλειστοκαινικές αποθέσεις Pt 51,92 0,37% Γεμίσματα δολινών Pt.tr 6,91 0,05% Πρασινοσχιστόλιθοι sch,gn 1781,57 12,66% Πρασινοσχιστόλιθοι με άλως επαφής του γρανοδιορίτη τύπου Σιθωνίας sch,gn*ca 301,65 2,14% Σύνολο 14.236 100% 37

Εικόνα 3.3. Η γεωλογία της περιοχής μελέτης όπως φαίνεται μετά την ψηφιοποίηση μέρους του φύλλου γεωλογικού χάρτη του ΙΓΜΕ "Σιθωνία", κλίμακας 1:50.000 του 1978). 38

Τα εδάφη της ευρύτερης περιοχής μελέτης διαφοροποιούνται έντονα μεταξύ των πεδινών αλλουβιακής προέλευσης εδαφών και των εδαφών των υπόλοιπων περιοχών, όπου επικρατούν μεγάλες κλίσεις. Στις τελευταίες, τα εδάφη είναι αβαθή, με μικρού πάχους ή ανύπαρκτο οργανικό ορίζοντα, ενώ σε αρκετές θέσεις το έδαφος είναι βραχώδες ή γυμνό (Εικόνες 3.4 και 3.5). Εικόνα 3.4. Αποσκελετωμένο έδαφος. Εικόνα 3.5. Γυμνό έδαφος. Υπάρχουν επίσης αρκετές θέσεις, ιδιαίτερα στο ΝΑ τμήμα της περιοχής, όπου εμφανίζονται αυλακωτές διαβρώσεις λόγω οδοποιΐας ή άλλων δραστηριοτήτων (Εικόνα 3.6). Εικόνα 3.6. Φαινόμενα ανθρωπογενούς διάβρωσης. 39

3.4. Τοπογραφία Η περιοχή μελέτης έχει χαρακτήρα λοφώδες-ημιορεινό με σχετικά ήπιο ανάγλυφο, που χαρακτηρίζεται από εναλλαγές κοιλάδων, μικρών οροπεδίων και χαμηλών υψωμάτων από το επίπεδο της θάλασσας έως τα 689 m. Κατά θέσεις σχηματίζονται μικρού μήκους φαραγγωτές κοίτες και απότομες κλιτύες, ενώ και οι ακτές έχουν ποικίλο χαρακτήρα (εικόνες 3.7-3.9). Οι κοιλάδες έχουν μάλλον κωνική μορφή και καταλήγουν σε αμμώδεις ακτές, στις οποίες σχηματίζονται χαμηλές θίνες. Το μικροανάγλυφο παρουσιάζεται περισσότερο τραχύ, ενώ κατά θέσεις απαντούν βραχώδεις επιφάνειες μικρού ύψους (Εικόνα 3.10). Στο ΝΔ τμήμα υπάρχουν μεμονωμένες έντονες εξάρσεις που οφείλονται στο ασβεστολιθικό υπόβαθρο. Η γενική έκθεση της περιοχής μελέτης είναι νότια-νοτιοανατολική. Εικόνα 3.7. Οροπέδιο στη θέση Κερασιά. Εικόνα 3.8. Φαραγγωτή κοίτη δυτικά του οικισμού της Συκιάς. 40

Εικόνα 3.9. Χαρακτηριστικό τοπίο της περιοχής μελέτης. Εικόνα 3.10. Χαρακτηριστικό τμήμα του ανάγλυφου με βραχώδεις επιφάνειες στη θέση Ορνοφωλιά. 3.5. Βλάστηση Σύμφωνα με τον Παυλίδη (1976), η βλάστηση της περιοχής μελέτης ανήκει στην ευμεσογειακή ζώνη (Quercetalia ilicis), η οποία περιλαμβάνει έξι διαπλάσεις φυσικής βλάστησης, τις εξής: παράκτια βλάστηση, υδρόβια και παραποτάμια βλάστηση, αείφυλλη σκληρόφυλλη βλάστηση, βλάστηση των φρυγάνων, βλάστηση των κωνοφόρων δασών, βλάστηση των ποολίβαδων και τις εκτάσεις με καλλιέργειες. Η παράκτια βλάστηση περιλαμβάνει 4 τύπους: Την αμμόφιλη βλάστηση, η οποία ανήκει στην κλάση Ammophiletea και, ειδικότερα, στη φυτοκοινωνία Agropyretum mediterraneum, χαρακτηριστικά είδη της οποίας είναι τα γεώφυτα Agropyron junceum ssp. mediterraneum, Sporolobus pungens και Galilea mucronata και το ποώδες χαμαίφυτο Diotis maritima. Την αμμονιτρόφιλη βλάστηση που απαντά εσωτερικά της ζώνης της αμμόφιλης βλάστησης και ευνοείται από τα οργανικά υπολείμματα και τη διαταραχή του εδάφους που προκαλείται από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες. Η βλάστηση αυτή ανήκει στην κλάση Cakiletea maritimi. Την αλόφιλη βλάστηση της κλάσης Salicornietea που απαντά σε ορισμένα σημεία της παράκτιας ζώνης και ειδικότερα στην περιοχή τις Τριστινίκας και του Πόρτο Κουφό. Τη βλάστηση βραχωδών πρανών, η οποία διαφοροποιείται ανά θέση ανάλογα με τη βλάστηση που βρίσκεται σε μεγαλύτερα υψόμετρα ή στις 41

θέσεις που δεν επηρεάζονται από το νερό της θάλασσας. Η υδρόβια και η παραποτάμια βλάστηση περιλαμβάνει δυο τύπους: Την ελόβια και υδρόβια βλάστηση στάσιμων υδάτων. Αυτή απαντά σε έλη (π.χ. στην Τριστινίκα) καθώς και σε θέσεις με υψηλή φρεάτια στάθμη (π.χ. Καλαμίτσι). Χαρακτηριστικά υπερυδατικά είδη είναι τα Phragmites australis, Typha latifolia, Scirpus maritimus και Juncus maritimus. Την αζωνική βλάστηση. Αυτή απαντά κατά μήκος των χειμάρρων που διατρέχουν την περιοχή. Στα ρέματα με ορεινό χαρακτήρα, έντονη κλίση και πετρώδεις-χαλικώδεις κοίτες χαρακτηρίζεται από την παρουσία των Platanus orientalis, Vitex agnus castus και Nerium oleander. Κατά μήκος των κοιτών που διατρέχουν πεδινές εκτάσεις αλλουβιακής προέλευσης κυριαρχούν χαρακτηρίζεται από τα είδη Platanus orientalis, Populus alba, Populus nigra, Vitex agnus castus και Nerium oleander Η αείφυλλη σκληρόφυλλη βλάστηση κυριαρχεί στην περιοχή μελέτης. Διακρίνεται στις δυο ενώσεις Oleo-ceratonion και την Quercion ilicis. Η ένωση Oleo-ceratonion επικρατεί στις δυτικές και ανατολικές κλιτύες με κύρια υποένωση την Oleolentiscetum. Η υποένωση αυτή παρουσιάζεται σε τρεις παραλλαγές-διαπλάσεις, την Oleo-lentiscetum typicum, την Oleo-lentiscetum euphorbietosum και την Oleolentiscetum juniperetosum. Η διάπλαση Oleo-lentiscetum typicum χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της αγριελιάς (Olea europaea), του σχοίνου (Pistacia lentiscus) και του πουρναριού (Quercus coccifera). Κατά θέσεις στον ανώροφο απαντά η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis), κατ άτομο ή σε μικρές λόχμες (Εικόνα 3.11). Άλλα είδη που απαντούν στον όροφο των δέντρων είναι η ήμερη ελιά (Εικόνα 3.12), η αριά (Quercus ilex) και η κοκορεβιθιά (Pistacia terebinthus). Στον όροφο των θάμνων απαντούν με μεγάλη συχνότητα το πουρνάρι, ο σχοίνος, η μυρτιά (Myrtus communis) και το φιλλύκι (Phillyrea sp.). Aπαντούν, επίσης, είδη χαρακτηριστικά της φρυγανώδους βλάστησης, όπως η ερείκη (Erica sp.) o ασπάλαθος (Calicotome villosa), οι λαδανιές (Cistus sp.) κ.ά. Στις ξηρότερες, νότιες και νοτιοδυτικές θέσεις επικρατεί το πουρνάρι. Η διάπλαση Oleo-lentiscetum Euphorbietosum απαντά στο νοτιοδυτικό άκρο της περιοχής μελέτης και ειδικότερα στα ασβεστολιθικού υπόβαθρου 42

υψώματα. Η διάπλαση αυτή ξεχωρίζει από την παρουσία των Euphorbia dendroides και Juniperus phoenicea και τη μειωμένη συχνότητα εμφάνισης του πουρναριού. Σποραδική είναι, επίσης, και η εμφάνιση της χαλεπίου πεύκης. Εικόνα 3.11. Χαλέπιος πεύκη κατ άτομο και σε μικρές λόχμες 43

Εικόνα 3.12. Ελαιόδεντρο στο Oleo-lentiscetum typicum Η Oleo-lentiscetum Juniperetosum απαντά σε εδάφη πλούσια σε οργανική ουσία και διαφοροποιείται από την Oleo-lentiscetum Euphorbietosum με την απουσία της Euphorbia dendroides και την αυξημένη παρουσία της Juniperus phoenicea. Σε μεγάλο μέρος της έκτασης που κάλυπτε η διάπλαση αυτή το 1976 εγκαταστάθηκαν αναδασώσεις. Η ένωση Quercion ilicis, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία της αριάς, διαδέχεται καθ ύψος τις διαπλάσεις της Oleo-ceratonion, με εξαίρεση την κάθοδό της έως το επίπεδο της θάλασσας στον Όρμο της Αμπέλου και καταλαμβάνει τις υψηλότερες θέσεις της περιοχής κατά τον άξονα ΒΒΔ-ΝΝΑ. Η Quercion ilicis συμπεριφέρεται και ως αζωνική διάπλαση σε ρεματιές και πολύ υγρές θέσεις. Η ένωση αυτή χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση στον όροφο των δέντρων της αριάς, 44

της χαλεπίου πεύκης, της κοκορεβιθιάς και του φράξου, ενώ κατά θέσεις έντονη είναι και η παρουσία της ελιάς, που δηλώνει έντονη ανθρώπινη παρουσία κατά το παρελθόν. Στον όροφο των θάμνων απαντούν με μεγάλη συχνότητα η κουμαριά (Arbutus unedo), η ερείκη, το φιλύκι και το πουρνάρι. Στα όρια της ζώνης αυτής με την Oleo-lentiscetum απαντούν ψευδομακκί, μία παραλλαγή της βλάστησης της Quercetalia ilicis, με τη συμμετοχή και φυλλοβόλων ειδών όπως το παλιούρι (Paliurus spina-christi). Η βλάστηση αυτή είναι ανθρωπογενής και οφείλεται κυρίως στην πίεση της βόσκησης. Στις θέσεις που απαντά η διάπλαση αυτή εμφανίζονται αρκετά είδη ακανθωδών θάμνων (π.χ. ασπάλαθος) και αναρριχώμενα είδη όπως το αρκουδόβατο (Smilax aspera). Σε αραιές συστάδες λόχμες με υπόροφο την Quercion ilicis απαντά η μαύρη πεύκη (Pinus nigra ssp. pallasiana), σποραδικά από το υψόμετρο των 400 μ. και προς το εσωτερικό της χερσονήσου. Εκτός από τις παραπάνω διαπλάσεις, στην περιοχή μελέτης απαντούν και μικρές εκτάσεις όπου κυριαρχούν τα φρύγανα. Οι γεωργικές καλλιέργειες απαντούν κυρίως στις πεδινές εκτάσεις, με εξαίρεση μικρούς ελαιώνες που βρίσκονται διάσπαρτοι στο βόρειο, ανατολικό, νότιο, νοτιοδυτικό και βόρειο τμήμα της περιοχής μελέτης σε ορεινές θέσεις (Εικόνα 3.13). Ελαιώνες δεν απαντούν στο νοτιοανατολικό τμήμα (Κόκκαλο-Αρματωμένος) και στο βορειοδυτικό (Κορυφές Αμπέλου-Παλιομέτοχο). Σε ορεινές θέσεις απαντούν επίσης εγκατελειμένοι αγροί (Εικόνα 3.14), όπου στο όροφο των πόων κυριαρχούν θερόφυτα που απαντούν και στις γειτονικές εκτάσεις με μακκία βλάστηση. Η βλάστηση των γεωργικών καλλιεργειών στην πεδινή ζώνη συγκροτείται από τα καλλιεργούμενα φυτά και διαπλάσεις ζιζανίων που απαντούν συνήθως σε αυτές τις περιοχές (Παυλίδης 1976). Εντός των γεωργικών καλλιεργειών συχνά απαντούν και στοιχεία της φυσικής βλάστησης κυρίως στα ρέματα (αζωνική βλάστηση) και σε εγκατελειμένους αγρούς. 45

Εικόνα 3.13. Ελαιώνας με ποώδη βλάστηση στη θέση "Παλιομέτοχο". Εικόνα 3.14. Εγκατελειμένος αγρός με λεύκες και αμπέλι στη θέση "Κερασιά". 46

Σε ό,τι αφορά τη βλάστηση-κλίμαξ της περιοχής, ο Παυλίδης (1976) εκτιμά ότι οι οικολογικές συνθήκες της Σιθωνίας γενικά ευνοούν την ανάπτυξη δασών κωνοφόρων, που στην περιοχή μελέτης αυτά θα είναι μάλλον δάση της χαλεπίου πεύκης. Ωστόσο, ο Tomaselli (1981) αναφέρει πως τα δάση πεύκης αποτελούν ένα στάδιο παρακλίμαξ μετά από αντικατάσταση υψηλών δασών αειφύλλων πλατυφύλλων. Η αντικατάσταση αυτή εμφανίζεται συνήθως μετά από πολύχρονη υποβάθμιση των πρώτων. Σε πολλές περιπτώσεις, αν ο άνθρωπος δεν επιδράσει ξανά στη βλάστηση, τα αείφυλλα πλατύφυλλα θα επανασυγκροτήσουν υψηλό δάσος. Οι τύποι βλάστησης στην περιοχή μελέτης φαίνονται στον χάρτη της εικόνας 3.8, ο οποίος συντάχθηκε με βάση τη χαρτογράφηση των τύπων βλάστησης που έκανε ο Παυλίδης (1976). Η έκταση που καταλαμβάνει κάθε τύπος βλάστησης φαίνεται στον πίνακα 3.3. Η έκταση αυτή υπολογίστηκε μετά από ψηφιοποίηση του ανωτέρω χάρτη και των υπολογισμό της έκτασης κάθε πολυγώνου με τη βοήθεια γεωγραφικού συστήματος πληροφοριών. Πίνακας 3.3. Οι εκτάσεις των κύριων τύπων βλάστησης στην περιοχή μελέτης, όπως υπολογίστηκαν μετά από την ψηφιοποίηση του χάρτη των διαπλάσεων βλάστησης του Παυλίδης (1976). Παράκτια και ελοφυτική Αείφυλλη σκληρόφυλλη Δάση Αγροτικές καλλιέργειες Τύποι βλάστησης Έκταση (εκτ.) Αναλογία (%) Αμμόφιλη βλάστηση 56,24 0,40 Αλλόφυλη-Ελοφυτική βλάστηση 25,71 0,18 Βραχώδεις θέσεις με αραιή βλάστηση 10,91 0,08 Φρύγανα 36,29 0,25 Ψευδομακκί 279,29 1,96 Συστάδες Populus nigra ssp. ιtalica 62,36 0,44 Μακκί Oleo Lentiscetum 5810,77 40,82 Μακκί O. Lentiscetum Euphorbietosum 329,97 2,32 Μακκί O. Lentiscetum Juniperetosum 64,05 0,45 Μακκί Quercion ilicis 3782,99 26,57 Δάσος P. halepensis με μακκί 462,47 3,25 Συστάδες P. halepensis 43,43 0,31 Συστάδες P. nigra ssp. pallasiana 6,35 0,04 Δάσος P. nigra ssp. pallasiana με μακκί Q. Ilicis 1052,50 7,39 Αγροτικές καλλιέργειες 2212,96 15,54 Σύνολο 14.236,00 100,00 47

Εικόνα 3.8. Οι κύριοι τύποι βλάστησης στην περιοχή μελέτης μετά από την ψηφιοποίηση του χάρτη του Παυλίδη (1976). 48

3.6. Χρήσεις γης Οι χρήσεις γης στην περιοχή μελέτης παρουσιάζονται στον πίνακα 3.4. Πίνακας 3.4. Χρήσεις γης στην περιοχή μελέτης κατά το έτος 1991, σύμφωνα με τις κατηγορίες χρήσεων γης (ΕΣΥΕ 1991). Κατηγορίες χρήσεων γης Έκταση (εκτ.) Αναλογία (%) Καλλιεργούμενες εκτάσεις και αγραναπαύσεις 1913.7 13.42% Βοσκότοποι 3969.1 27.84% Δάση 8221.6 57.67% Εκτάσεις που καλύπτονται από νερά 30.4 0.21% Αστικές χρήσεις 81.0 0.57% Άλλες εκτάσεις 40.5 0.28% Σύνολο 14236 100.00% Από τα στοιχεία του πίνακα 3.4 προκύπτει ότι το 1991 η κυρίαρχη χρήση γης ήταν τα δάση, με κάλυψη 57,67%, ενώ οι βοσκότοποι καταλάμβαναν το 27,84%. Από τους υπολογισμούς των εκτάσεων των διαφόρων τύπων βλάστησης του Παυλίδη (1976) (Πίνακας 3.3), τα δάση καταλάμβαναν το 10% περίπου της έκτασης. Στην κατηγορία αυτή περιελήφθησαν οι τύποι βλάστησης "Συστάδες P. halepensis", "Συστάδες P. nigra ssp. Pallasiana" και "Δάση P. nigra ssp. pallasiana με μακκί Q. Ilicis" και "Δάσος P. halepensis με μακκί". Υπάρχει κατά συνέπεια μια μεγάλη διαφορά μεταξύ των δυο πηγών για την έκταση που καλυπτόταν με δάση μεταξύ των δυο πηγών, η οποία δεν έχει διευκρινισθεί. Επειδή, ωστόσο, θεωρείται σχετικά δύσκολο να αυξήθηκαν τα δάση της περιοχής κατά 47% εντός 15 ετών (από το 1976 έως το 1991) η διαφορά αυτή θα πρέπει μάλλον να αποδοθεί σε διαφορετικό ορισμό του δάσους που χρησιμοποιήθηκε από τις δυο πηγές. Θεωρούμε όμως ότι ο ορισμός του Παυλίδη είναι περισσότυερο αξιόπιστος από τον ορισμό που χρησιμοποιεί η ΕΣΥΕ. Η πλειονότητα των εκτάσεων της περιοχής μελέτης ανήκουν στο Δημόσιο. Ένα σημαντικό μέρος (περίπου το 16%) ανήκει στις Ιερές Μονές Μεγίστης Λαύρας, Διονυσίου και Δοχειαρίου του Αγίου Όρους. Θα πρέπει, βέβαια, να επισημανθεί ότι πριν το 1920 το σύνολο σχεδόν της περιοχής ανήκε σε Αγιορείτικες Μονές, όπως μαρτυρούν και τα τοπωνύμια που έχουν μείνει σήμερα σε πολλές θέσεις. 49

3.6.1. Γεωργία Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ (Πίνακας 3.5), η γεωργική δραστηριότητα για την περίοδο 1993-2003 αφορούσε κυρίως στην καλλιέργεια λαχανικών, αμπελιών και ελαιόδεντρων. Το μεγαλύτερο μέρος των αροτριαίων εκτάσεων χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή ζωοτροφών (κοφτολίβαδα, μηδική, δημητριακά κ.λπ.). Η παραγωγή ζωοτροφών κάλυπτε εκτάσεις μεγαλύτερες των 150 εκταρίων καθ όλη τη διάρκεια της περιόδου 1993-2003. Από τις κυρίως γεωργικές καλλιέργειες, η σημαντικότερη για την περίοδο αυτή φαίνεται πως ήταν αυτή της ελιάς, αφού από το 1998 και μετά κατελάμβανε εκτάσεις κοντά στο 20% των καλλιεργούμενων εκτάσεων στην περιοχή μελέτης. Επίσης, έως το 1998 μεγάλο μέρος των αγροτικών καλλιεργειών καταγράφηκαν ως αγρανάπαυση, αν και πιθανότατα χρησιμοποιούνταν για τη βόσκηση αγροτικών ζώων. Η μεγάλη μείωση αυτού του τύπου το 2003 (91%) οφείλεται στο ότι έπαψε να προσμετράται στις καλλιεργούμενες εκτάσεις, αφού αυτές μειώθηκαν επίσης κατά 62%. Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί ότι, ιδιαίτερα στον κάμπο της Συκιάς υπάρχουν πολλά δέντρα μουριάς, τα οποία κλαδονομούνται για ζωοτροφή για τα οικόσιτα ζώα. 50

Πίνακας 3.5. Καλλιεργούμενες εκτάσεις στην περιοχή μελέτης κατά κατηγορία προϊόντων για την περίοδο 1993-2003. 1993 1998 2003 Τύπος καλλιέργειας Έκταση (εκτ.) Αναλογία 1 (%) Έκταση (εκτ.) Αναλογία (%) Έκταση (εκτ.) Αναλογία (%) Σιτάρι μαλακό 3.7 0.20 5 0.28 0 0.00 Σιτάρι σκληρό 11.9 0.63 12 0.67 20.1 2.96 Κριθάρι 5.5 0.29 11 0.62 8 1.18 Καλαμπόκι 2 0.11 0 0.00 2 0.29 Μηδική (πολυετές τριφύλλι) 0.5 0.03 0.5 0.03 0.8 0.12 Κοφτολίβαδα 180 9.54 150 8.39 150 22.09 Καλαμπόκι χλωρό 2 0.11 0 0.00 0 0.00 Κριθάρι για γρασίδι 20 1.06 30 1.68 32 4.71 Άλλες αροτριαίες καλλιέργειες (καρπούζια κ.λπ.) 4.7 0.25 7.1 0.40 9.7 1.43 Σύνολο εκτάσεων με αροτριαίες καλλιέργειες 230.3 12.20 215.6 12.06 222.6 32.78 Γη λαχανόκηπων 7.6 0.40 9.4 0.53 12.4 1.83 Ελαιώνες 152 8.06 350 19.59 276 40.65 Άλλες δενδρώδεις καλλιέργειες 7.1 0.38 6.4 0.36 6.4 0.94 Σύνολο εκτάσεων με δενδρώδεις καλλιέργειες 159.1 8.43 356.4 19.94 282.4 41.59 Αμπέλια 61.6 3.26 63.2 3.54 63.8 9.40 Αγρανάπαυση 1-5 ετών 1428.4 75.70 1142.4 63.93 97.8 14.40 Γενικά σύνολα 1887 100.00 1787 100.00 679 100.00 Πηγή: ΕΣΥΕ, ετήσια γεωργική στατιστική για τα έτη 1993, 1998 και 2003. 1 Όλες οι αναλογίες δίνονται επί του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων της αντίστοιχης χρονολογίας. 3.6.2. Κτηνοτροφία Κατά τον 18ο αιώνα, οι ιερές Μονές του Αγίου Όρους είχαν ήδη οργανωμένες κτηνοτροφικές μονάδες, κυρίως χειμαδιά, στη Σιθωνία. Οι ιδιοκτησίες των ιερών Μονών Μεγίστης Λαύρας, Διονυσίου και Δoχειαρίου, έκτασης 2297,5 εκταρίων, είναι οι μόνες που διατηρήθηκαν από την εποχή αυτή. Τον ίδιο αιώνα καθιερώθηκε και η μετακίνηση κοπαδιών για διαχείμαση στην περιοχή αυτή (Λιλιμπάκη και Παπάγγελος 1995). Επίσης, oι Ψυχογιός και Παπαπέτρου (1987) αναφέρουν μετακινήσεις δέκα περίπου κοπαδιών με αίγες από τον Σμόλικα και 35 κοπαδιών από το Φαλακρό στη Σιθωνία το 1981. Η αναλογία μετακινήσεων για το έτος αυτό ήταν 4% περίπου των κοπαδιών από τον Σμόλικα και 88% των κοπαδιών από το Φαλακρό. 51

Πίνακας 3.6. Εξέλιξη του ζωικού κεφαλαίου στο Δ.Δ. Συκιάς την περίοδο 1993-2003. Ζωϊκό κεφάλαιο 1993 1998 2003 Διαφορά 1993-2003 Βοοειδή Εκμεταλλεύσεις 47 38 Ζώα 540 820 655 21.30% Πρόβατα Εκμεταλλεύσεις 5 3 Ζώα 1100 500 500-54.55% Αίγες Εκμεταλλεύσεις 78 39 Ζώα 24500 24500 25700 4.90% Πηγή: ΕΣΥΕ, ετήσια γεωργική στατιστική για τα έτη 1993, 1998 και 2003. Από τα στοιχεία του πίνακα 3.6 προκύπτει ότι η κύρια εκτροφή αγροτικών ζώων είναι η αιγοτροφία η οποία παρουσίασε αυξητικές τάσεις την περίοδο 1998-2003. Δευτερη σε σπουδαιότητα έρχεται η βοοτροφία η οποία όμως παρουσίασε τάσεις μείωσης ενώ η προβατοτροφία κατέλαβε την τρίτη θέση σε σπουδαιότητα. Κατά τη δεκαετία 1993-2003 καταγράφονται μεταβολές και στο μέγεθος των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Ειδικότερα, παρατηρείται αύξηση του μέσου μεγέθους των εκμεταλλεύσεων αιγών και βοοειδών από 314 στα 659 και από τα 11 στα 17 ζώα αντίστοιχα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι τόσο τα δάση όσο και οι βοσκότοποι της περιοχής μελέτης, οι οποίοι ανέρχονται σε 12.191 εκτάρια (Πίνακας 3.4), βόσκονται από τα αγροτικά ζώα της περιοχής μελέτης (Πίνακας 3.6), τότε η βοσκοφόρτωση για το σύνολο των βοσκόμενων εκτάσεων του Δ.Δ. Συκιάς μπορεί να υπολογισθεί ως εξής: Για το έτος 1993 τα βόσκοντα ζώα υπολογίζονται σε 28.300 μικρές ζωικές μονάδες και η βοσκόφορτωση σε 2,3 μικρές ζωικές μονάδες/εκτάριο/έτος. Για το 2003 τα βόσκοντα ζώα ανέρχονται σε 29.475 μονάδες και η βοσκοφόρτωση υπολογίζεται σε 2,4 μικρές ζωικές μονάδες/εκτάριο/έτος. Αμφότερες οι τιμές θεωρούνται αρκετά υψηλές, ενώ παρατηρείται και μια διαχρονική αύξηση της βοσκοφόρτωσης. Ένδειξη της έντονης κτηνοτροφικής δραστηριότητας στην περιοχή μελέτης σε όλες σχεδόν τις εκτάσεις με θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων είναι οι δεκάδες στάνες διαφόρων μεγεθών στις οποίες φιλοξενούνται τα ζώα, κυρίως οι αίγες (Εικόνες 3.17, 3.18). Επίσης, η μεγάλη σημασία της κτηνοτροφίας για την περιοχή φαίνεται και από το γεγονός ότι στον οικισμό της Συκιάς υπάρχει Αγροτικό Κτηνιατρείο και Δημοτικό Σφαγείο, καθώς και από το ότι μεγάλο μέρος των 52

γεωργικών εδαφών χρησιμοποιείται για την παραγωγή ζωοτροφών (Πίνακας 3.5). Εικόνα 3.17. Στάνη στο νότιο ημιορεινο τμήμα. Εικόνα 3.18. Στάνη στο βόρειο ορεινο τμήμα. 53

4. Μέθοδοι 4.1. Καταγραφή γνωρισμάτων του τοπίου Για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας χαρτογραφήθηκαν οι τύποι κάλυψης της περιοχής μελέτης η οποία ταυτίζεται με τα όρια του Δημοτικού Διαμερίσματος Συκιάς του Δήμου Τορώνης για τα έτη 1993 και 2003, ο βαθμός κάλυψης με θαμνώδη βλάστηση της περιοχής, οι αβιοτικοί παράγοντες και άλλα βοηθητικά στοιχεία. Όλες οι χαρτογραφήσεις και οι αναλύσεις των χωρικών δεδομένων έγιναν με βάση το Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς ΕΓΣΑ '87. 4.1.1. Χαρτογράφηση των θαμνώνων αείφυλλων πλατύφυλλων Ως περιοχή έρευνας ορίστηκε το τμήμα της περιοχής μελέτης που καλύπτεται από αείφυλλη σκληρόφυλλη βλάστηση, η οποία ταυτίζεται με την έκταση των θαμνώνων αείφυλλων πλατύφυλλων. Η έκταση της περιοχής αυτής ανέρχεται σε 12.191 εκτάρια και αποτελεί το 85,6% της συνολικής περιοχής μελέτης. Για τη χαρτογράφηση των θαμνώνων αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών χρησιμοποιήθηκαν αεροφωτογραφίες μεγάλης κλίμακας και δορυφορική εικόνα. Η χρήση αεροφωτογραφιών για τη χαρτογράφηση της κάλυψης με θαμνώδη βλάστηση έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία από τους Platis and Papanastasis (2003). Για το έτος 1993 η χαρτογράφηση έγινε με βάση 16 ψηφιοποιημένες προσανατολισμένες αεροφωτογραφίες ονομαστικής κλίμακας 1:30.000 του έτους 1993, που ελήφθησαν από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού. Μετά τη διόρθωση και τον προσανατολισμό τους, κάθε εικονοστοιχείο των αεροφωτογραφιών αντιστοιχούσαν σε έκταση 4x4 μ. περίπου. Για τη γεωμετρική διόρθωση των αεροφωτογραφιών χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό ArcView 3.1, με την επέκταση Imagewarp 2. Η φωτοερμηνεία έγινε επί της οθόνης του υπολογιστή. Οι αεροφωτογραφίες του 1993 επιλέχθηκαν γιατί ήταν οι πλησιέστερες στο 1991, οπότε διενεργήθηκε Απογραφή Γεωργίας και Κτηνοτροφίας από την ΕΣΥΕ, και γιατί η ονομαστική τους κλίμακα ήταν η κατάλληλη για την εκτίμηση του βαθμού κάλυψης του εδάφους με θαμνώδη κάλυψη. Εξάλλου, η χρονολογία των αεροφωτογραφιών δεν είναι τόσο σημαντική για τους σκοπούς της έρευνας όσο είναι η καταλληλότητά τους για τη χαρτογράφηση των θαμνώνων και της θαμνοκάλυψης. Η χαρτογράφηση της κάλυψης του 2003 έγινε με βάση δορυφορική εικόνα Aster του έτους 2003, μεγέθους εικονοστοιχείου 15x15 μ, διαμορφωμένη ως 54

ψευδοέγχρωμη, με πρώτο τον δίαυλο 1 και ακολούθως τους δίαυλους 3 και 2. Η εικόνα αποκτήθηκε από το διαδίκτυο και παραδόθηκε γεωμετρικά διορθωμένη. Στη συνέχεια έγινε γεωαναφορά της εικόνας στο ΕΓΣΑ 87 με τη βοήθεια του λογισμικού γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών (ΓΣΠ) ArcGis 9 της ESRI και η φωτοερμηνεία έγινε επί της οθόνης του υπολογιστή. Η δορυφορική εικόνα Aster επιλέχθηκε γιατί η δομή της διευκόλυνε τη δημιουργία ψευδοέγχρωμης εικόνας που είναι απαραίτητη για τη φωτοερμηνεία της, με σκοπό την αναγνώριση των τύπων κάλυψης. Η χρονολογία του 2003 επιλέχθηκε γιατί απείχε 10 έτη από το 1993, μια περίοδο συνήθη στην διαχρονική εκτίμηση των μεταβολών των τύπων κάλυψης επιφάνειας. Τα αποτελέσματα των αναλύσεων αποτυπώνονται ταυτόχρονα σε ΓΣΠ. Η φωτοερμηνεία ήταν το πρώτο από τα δυο στάδια, στα οποία έγινε η χαρτογράφηση των τύπων κάλυψης για το έτος 2003. Το δεύτερο στάδιο περιέλαβε την επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων της φωτοερμηνείας στο πεδίο. Αυτό έγινε εφικτό με την επίσκεψη χαρακτηριστικών σημείων της περιοχής μελέτης και τη γενική επόπτευση της περιοχής κατά την κίνηση από σημείο σε σημείο. Τόσο στα χαρακτηριστικά σημεία όσο και κατά την κίνηση συγκρινόταν ο παρατηρούμενος τύπος κάλυψης με αυτόν που είχε χαρτογραφηθεί κατά το πρώτο στάδιο. Η σύγκριση γινόταν την ίδια στιγμή με τη χρήση συσκευής εντοπισμού θέσης δια μέσου δορυφορικού σήματος (GPS), συνδεδεμένης σε φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή, στον οποίο ήταν εγκατεστημένο το γεωγραφικό σύστημα πληροφοριών ArcGis 9 της ESRI. Η επικοινωνία της συσκευής GPS (Garmin e-trex Legend) γινόταν δια μέσου της εφαρμογής DNRGarmin (Minnesota Department of Natural Resources). Το σύστημα εγκαταστάθηκε εντός οχήματος με το οποίο έγιναν οι επισκέψεις στην περιοχή μελέτης. Σε ορισμένες θέσεις, όπου η κίνηση του οχήματος δεν ήταν εφικτή, ελήφθησαν χαρακτηριστικά σημεία, τα οποία μεταφέρθηκαν στο ΓΣΠ διαμέσου της προαναφερθείσης εφαρμογής επικοινωνίας για τον έλεγχο της φωτοερμηνείας. Η διόρθωση των σφαλμάτων γινόταν επί τόπου στο ΓΣΠ. Η χρήση αεροφωτογραφιών μεγάλης κλίμακας έχει χρησιμοποιηθεί από τους Bonet et al. (2004) και Regato-Pajares et al. (2004). Ο συνδυασμός χρήσης αεροφωτογραφιών και δορυφορικών εικόνων διαφορετικών χρονολογιών έχει, επίσης, χρησιμοποιηθεί από τους Sevenant and Antrop (2007). 55

4.1.2. Χαρτογράφηση του βαθμού κάλυψης με θαμνώδη βλάστηση Ο βαθμός κάλυψης με θαμνώδη βλάστηση, που υπολογίστηκε με βάση τις ψηφιοποιημένες προσανατολισμένες αεροφωτογραφίες του 1993, ταξινομήθηκε σε 4 κλάσεις, που παρουσιάζονται στον πίνακα 4.1. Η εκλογή της ελάχιστης χαρτογραφούμενης χωροψηφίδας είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο όλων των θεματικών χαρτογραφήσεων και καθορίζεται από το επίπεδο λεπτομέρειας το οποίο απαιτεί η έρευνα (Turner et al. 2001). Στην παρούσα έρευνα η ελάχιστη χαρτογραφούμενη χωροψηφίδα ορίστηκε στα 100 μ 2. Η έκταση αυτή επιλέχθηκε, ώστε να περιορίζει την πιθανότητα χαρακτηρισμού μιας μικρής έκτασης που καταλαμβάνεται από π.χ. έναν θάμνο ως χωροψηφίδα. Πίνακας 4.1. Κλάσεις κάλυψης με θαμνώδη βλάστηση. Κωδικός Περιγραφή 1 Κάλυψη με θαμνώδη βλάστηση πάνω από 90% 2 Κάλυψη με θαμνώδη βλάστηση από 61 έως 90% 3 Κάλυψη με θαμνώδη βλάστηση από 31 έως 60% 4 Κάλυψη με θαμνώδη βλάστηση λιγότερο από 30% Κατά τις επισκέψεις για την επιβεβαίωση της χαρτογράφησης των τύπων κάλυψης έγινε και επιβεβαίωση των κλάσεων θαμνοκάλυψης. Τότε διαπιστώθηκε εντός των εκτάσεων με αείφυλλη σκληρόφυλλη βλάστηση και η τυχόν ύπαρξη δέντρων. Τα δέντρα αυτά (κυρίως χαλέπιος πεύκη και ελιές) επηρέασαν τη χαρτογράφηση της θαμνοκάλυψης, διότι τα δέντρα ήταν αραιά και δεν εμπόδιζαν την ανάπτυξη των θάμνων. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι θέσεις με δέντρα παρουσίαζαν την ίδια κάλυψη θαμνώδους βλάστησης με παρακείμενες εκτάσεις στις οποίες δεν υπήρχαν δέντρα. Για τον λόγο αυτό η περιοχή που αναλύθηκε σχεδόν ταυτίζεται με τις εκτάσεις που ο Παυλίδης (1976) έχει χαρτογραφήσει ως βλάστηση αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών. 4.1.3. Χαρτογράφηση των στανών Για την αξιολόγηση των κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων έγινε καταγραφή των στανών της περιοχής έρευνας ύστερα από επιτόπιες επισκέψεις (Εικόνα 4.1). Συγκεκριμένα σε κάθε στάνη καταγράφηκε ο τύπος βλάστησης κατά Παυλίδη (1976) και οι συντεταγμένες της με τη χρήση GPS. Οι συντεταγμένες των στανών δίνονται στον πίνακα 4.2. 56

Εικόνα 4.1. Τύποι βλάστησης της περιοχής έρευνας. 57

Πίνακας 4.2. Θέσεις στανών όπου πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις. Στάνη* Συντεταγμένες θέσης Α/α* Συντεταγμένες θέσης X Y στάνης X Y 1 491038 4427087 62 495469 4424255 2 489851 4428248 63 494985 4421996 3 490322 4427506 64 493172 4426890 5 496876 4426502 65 493670 4426951 7 497039 4425676 66 492576 4432321 8 497786 4426292 68 497134 4429855 9 498363 4427138 69 496919 4429774 10 499255 4434468 70 498080 4431049 11 499209 4434911 71 493369 4421876 12 499138 4434184 72 492266 4426655 14 498750 4429508 73 498934 4434145 16 493108 4427839 17 493998 4429359 18 495527 4428450 19 493420 4427201 21 493836 4431251 22 491426 4430804 24 491902 4433638 25 491933 4435032 28 493496 4433408 29 490920 4435761 30 494724 4428579 31 494121 4427862 32 491373 4436119 33 491253 4428986 34 494316 4433525 35 495541 4433000 36 495268 4433351 37 494801 4432624 38 499277 4434820 39 499057 4434854 40 497473 4433352 41 495610 4425467 42 495643 4432217 43 495839 4432420 44 494040 4429134 45 494477 4431048 46 494316 4431170 47 495386 4429596 48 495518 4429353 49 492006 4430431 55 493971 4429296 56 491391 4430836 57 491445 4430721 58 495585 4432963 59 495264 4433318 60 495288 4433336 61 494503 4421496 * Ο αριθμός αντιστοιχεί στον κωδικό της στάνης στο ΓΣΠ. 58

Για την αξιολόγηση του τρόπου χρήσης των θαμνώνων από την κτηνοτροφία συντάχθηκαν ειδικά ερωτηματολόγια, τα οποία συμπληρώθηκαν ύστερα από συνεντεύξεις που έγιναν επιτόπου σε κάθε στάνη με τους κτηνοτρόφους. Το σχετικό έντυπο του ερωτηματολογίου δίνεται στο Παράρτημα. Μέσα από τις συνεντεύξεις αυτές συγκεντρώθηκαν πληροφορίες για τον τρόπο άσκησης της βόσκησης και γενικότερες πληροφορίες για τις χρήσεις γης της περιοχής, με έμφαση στην κτηνοτροφία και στη γεωργία. Ειδικότερα, καταγράφηκαν το είδος και ο αριθμός των βοσκόντων ζώων, η περιοχή ή η απόσταση γύρω από τις στάνες όπου βόσκουν τα ζώα, το ποσοστό των ζώων που βόσκει στους θαμνώνες, οι ζωοτροφές που χορηγούνται, τα κριτήρια επιλογής των θέσεων των στανών κ.λπ. Επίσης, ζητήθηκε από τους κτηνοτρόφους να εκτιμήσουν την κατάσταση των λιβαδιών ιστορικά και να περιγράψουν το ιστορικό του κοπαδιού τους (πότε ιδρύθηκε, αν παλιότερα μετακινούνταν το καλοκαίρι κ.ά.) και την εκτίμησή τους για το μέλλον της κτηνοτροφίας στην περιοχή αυτή. Εκτός από τη συμπλήρωση του εντύπου, επιδιώχθηκε να γίνεται και ελεύθερη συζήτηση με τους κτηνοτρόφους για τη συγκέντρωση πρόσθετων πληροφοριών. Συνολικά συμπληρώθηκαν 59 ερωτηματολόγια από αντίστοιχες επισκέψεις των θέσεων κατά το 2007. 4.1.4. Χαρτογράφηση αβιοτικών παραγόντων και λοιπών στοιχείων Για τον προσανατολισμό των αεροφωτογραφιών ψηφιοποιήθηκαν οι ισοϋψείς και διάφορα άλλα γεωγραφικά γνωρίσματα που παρουσιάζονται στον πίνακα 4.3. Αυτό έγινε με την ψηφιοποίηση των πρωτότυπων έντυπων χαρτών σε εικόνες υψηλής ανάλυσης, και την γεωαναφορά τους στο ΕΓΣΑ 87. Η δημιουργία των επιμέρους θεματικών χαρτών έγινε με ψηφιοποίηση επί της οθόνης του υπολογιστή. Κάθε θεματικός χάρτης αντιστοιχούσε σε διαφορετικό γνώρισμα και ήταν οργανωμένος σε διαφορετικό γεωγραφικό αρχείο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, λόγω της διαφοράς της χρονολογίας έκδοσης των χαρτογραφικών δεδομένων με τις αεροφωτογραφίες, ορισμένοι θεματικοί χάρτες συμπληρώθηκαν διαμέσου ψηφιοποιήσεων που έγιναν από τις αεροφωτογραφίες του 1993. Η χρήση των πρωτότυπων αναλογικών χαρτών ήταν απαραίτητη, δεδομένου ότι η παρούσα έρευνα βασίζεται στη χρήση ΓΣΠ, που προϋποθέτει τη εξασφάλιση ενιαίου και υψηλού επιπέδου ποιότητας των χωρικών και μη δεδομένων που σχετίζονται με αυτή (Turner et al. 2001). 59

Οι εφαρμογές ΓΣΠ που χρησιμοποιήθηκαν για τις χαρτογραφήσεις αυτές ήταν τα ArcView 3.1, το ArcInfo 7.2 και το ArcGis (εκδόσεις 8 και 9) της ESRI. Χρησιμοποιήθηκε επίσης η επέκταση Imagewarp 2 του λογισμικού ArcView 3.1 για τη γεωαναφορά των ψηφιοποιημένων χαρτών. Πίνακας 4.3. Γνωρίσματα του τοπίου που εισήχθησαν στο ΓΣΠ και οι αντίστοιχοι θεματικοί χάρτες. Είδος πληροφορίας Τοπογραφία Υποδομές Γεωλογία Στάνες Τύπος κάλυψης Κάλυψη θαμνώδους βλάστησης Γνώρισμαθεματικός χάρτης Ακτογραμμή Υψόμετρο Υδρογραφικό δίκτυο Οδικό δίκτυο, επαρχιακό Οδικό δίκτυο, αγροτικό Τριγωνομετρικά σημεία Όρια οικισμών Γεωλογικό υπόβαθρο Θέσεις στανών Πολύγωνα Πολύγωνα κάλυψης από θαμνώδη βλάστηση Προέλευση δεδομένων χάρτη Χάρτες γενικής χρήσεως ΓΥΣ 1:50.000 "Συκέα" έκδοσης 1992 και "Καλαμίτσι" έκδοσης 1969. ΓΥΣ, όπως πριν. ΓΥΣ, όπως πριν. ΓΥΣ, όπως πριν και αεροφωτογραφίες έτους 1992 ΓΥΣ, όπως πριν και αεροφωτογραφίες έτους 1993, επιτόπου επισκέψεις. ΓΥΣ, όπως πριν ΓΥΣ, όπως πριν και αεροφωτογραφίες έτους 1993 Χάρτης γεωλογικού υποθέματος Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) κλιμ. 1:50.000 "Σιθωνία" έκδοσης 1978 Επί τόπου επισκέψεις και αεροφωτογραφίες έτους 1993. Αεροφωτογραφίες έτους 1993, επί τόπου επισκέψεις Αεροφωτογραφίες έτους 1993, δορυφορική εικόνα Aster 2003 και επί τόπου επισκέψεις 4.2. Διαχρονική ανάλυση Για τη διαχρονική ανάλυση, οι τύποι κάλυψης που αναγνωρίστηκαν από τη φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών του 1993 καταχωρήθηκαν σε γεωγραφικό αρχείο, το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τον εντοπισμό των μεταβολών από τη δορυφορική εικόνα Aster. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένα αρχείο που δείχνει για τις δυο χρονολογίες τη μορφή κάλυψης της περιοχής 60

μελέτης. Στη συνέχεια, τα στοιχεία των μεταβολών συγκρίθηκαν με τις μεταβολές του ζωικού κεφαλαίου για να ερμηνευθεί η εξέλιξη του τοπίου κατά τη δεκαετία 1993-2003. 4.3. Ανάλυση της δομής του τοπίου Για την ανάλυση της δομής του τοπίου χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό Fragstats (Έκδοση 3.3) (McGarigal and Marks 2003). Οι δείκτες που μετρήθηκαν αφορούσαν τις κλάσεις θαμνοκάλυψης και υπολογίστηκαν λαμβάνοντας υπόψη κάθε χωροψηφίδα χωριστά. Η χρήση του λογισμικού ανάλυσης της δομής του τοπίου βασίζεται στη χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Stow 1993 και Καρτέρης 1992) και στη χρήση ειδικού λογισμικού ανάλυσης της δομής του τοπίου (Herzog et al. 2001, Turner et al. 2001, Croissant 2004 και Turner et al. 2001). Οι δείκτες που επιλέχθηκαν για την εξυπηρέτηση των σκοπών της παρούσας έρευνας παρουσιάζονται σε τρεις ενότητες, που αντιστοιχούν στις τρεις κατηγορίες γνωρισμάτων της δομής του τοπίου: 4.3.1. Σύνθεση του τοπίου Η σύνθεση του τοπίου εκτιμήθηκε με τη βοήθεια των ακόλουθων δεικτών: Το Ποσοστό Κάλυψης κλάσης στο σύνολο του τοπίου. Ο δείκτης αυτός υπολογίζει την αναλογία της έκτασης κάθε κλάσης στο σύνολο της έκτασης του τοπίου. Τη Μέση Έκταση των Χωροψηφίδων Ο δείκτης αυτός υπολογίζει τον μέσο όρο της έκτασης των χωροψηφίδων κάθε κλάσης, σταθμισμένο κατά την έκτασή της. Τον Δείκτη Μέγιστης Χωροψηφίδας (Largest Patch Index). Ο δείκτης αυτός ισούται με το ποσοστό του τοπίου (στην παρούσα έρευνα της ζώνης) που καταλαμβάνεται από τη μέγιστη χωροψηφίδα της κλάσης. Την Πυκνότητα των Χωροψηφίδων (Patch Density) κάθε κλάσης. Ο δείκτης αυτός δίνει τον αριθμό των χωροψηφίδων κάθε κλάσης ανά 100 εκτ. Παρά τον περιγραφικό του χαρακτήρα επιτρέπει τη σύγκριση της παρουσίας της ίδιου τύπου κάλυψης μεταξύ τοπίων (ή ζωνών του ίδιου τοπίου όπως στην παρούσα έρευνα) διαφορετικού μεγέθους. 1 1 Όλοι οι μαθηματικοί τύποι των δεικτών παρουσιάζονται στο Παράρτημα Ι. 61

Την Πυκνότητα Περιμέτρου Χωροψηφίδων (Edge Density) κλάσης. Ο δείκτης αυτός δίνει το μήκος της περιμέτρου όλων των χωροψηφίδων κάθε κλάσης στη μονάδα επιφάνειας (μ/εκτάριο). Χρησιμοποιείται στην εκτίμηση του κατακερματισμού και έχει ιδιαίτερη σημασία για την παρούσα έρευνα, λόγω της σημασίας που βρέθηκε να έχει η περίμετρος των χωροψηφίδων με θαμνώδη βλάστηση. Για την εκτίμηση της ετερογένειας του τοπίου χρησιμοποιήθηκε και ο Δείκτης Ποικιλότητας του Shannon (Shannon's Diversity Index) όπου SHDI: η τιμή του δείκτη, P i = Το ποσοστό του τοπίου που καταλαμβάνει η κλάση θαμνοκάλυψης i. Ο Δείκτης Ποικιλότητας του Shannon υπολογίζεται για το σύνολο ενός τοπίου ή τμήματός του και όχι για κάθε κλάση χωριστά. Ο δείκτης αυτός υπολογίσθηκε για κάθε περιμετρική ζώνη με σκοπό την εκτίμηση της οικοποικιλότητας. Η οικοποικιλότητα, που εισήχθη ως έννοια από τον Naveh (1994a), περιγράφηκε από τον ίδιο ως η ποικιλότητα των στοιχείων του τοπίου που προκύπτει από τον συνδυασμό της ποικιλότητας των ειδών, της βλάστησης αλλά και των στοιχείων της ανθρώπινης παρουσίας που έχουν ενσωματωθεί στο τοπίο. 4.3.2. Διάρθρωση των χωροψηφίδων στο τοπίο Χρησιμοποιήθηκε ένας συνδυασμός δεικτών που περιλαμβάνει: Τον Δείκτη Διασποράς και Γειτνίασης (Interspersion and Juxtaposition Index) ΔΔΓ. Ο δείκτης αυτός εκτιμά τον τρόπο διασποράς των χωροψηφίδων μιας κλάσης σε σχέση με τη διασπορά των χωροψηφίδων των υπολοίπων κλάσεων. Τιμές του δείκτη ΔΔΓ: 0 < ΔΔΓ 100. Ο ΔΑλ της κλάσης παίρνει τιμή κοντά στο μηδέν, όταν γειτονεύει με μια μόνο από τις άλλες κλάσεις, και μπορεί να φθάσει στο 100, όταν γειτονεύει εξίσου με όλες τις κλάσεις. Τον Δείκτη Ομαδοποίησης (Aggregation Index) ΔΟ. Ο δείκτης αυτός 62

προτείνεται από τους (He et al. 2000). Ο δείκτης ομαδοποίησης εκτιμά το ποσοστό συγκέντρωσης της έκτασης μιας κλάσης σε ομάδες, με βάση τη συγκέντρωση των εικονοστοιχείων της σε ομάδες (χωροψηφίδες). Η εκτίμηση της ομαδοποίησης γίνεται δια μέσου του υπολογισμού του αριθμού των κοινών ορίων των εικονοστοιχείων. Τιμές του δείκτη ΔO: 0 ΔO 100 Ο ΔO παίρνει μηδενική τιμή, όταν η κλάση είναι πλήρως κατακερματισμένη σε μεμονωμένα εικονοστοιχεία, δηλαδή όταν δεν υπάρχει καθόλου ομαδοποίηση, χωρίς καμία κοινή πλευρά, και την τιμή 100, όταν όλα τα εικονοστοιχεία της κλάσης (δηλαδή όλη η επιφάνεια) είναι συγκεντρωμένη σε ένα συμπαγές σχήμα με τον μέγιστο αριθμό κοινών πλευρών των εικονοστοιχείων. Τον Δείκτη Διάτμησης (Splitting Index) ΔΔ. Ο δείκτης διάτμησης εκτιμά τον βαθμό διάτμησης μιας κλάσης στο τοπίο, επηρεαζόμενος όχι μόνο από τον αριθμό των χωροψηφίδων, αλλά και από το σχετικό τους μέγεθος (Jaeger 2000). Με τον τρόπο αυτό βοηθά στην εκτίμηση του κατακερματισμού της. Τιμές του δείκτη ΔΔ: 1 ΔΔ τετράγωνο του αριθμού των εικονοστοιχείων του τοπίου. Ο ΔΔ παίρνει τιμή 1, όταν μια μορφή κάλυψης καταλαμβάνει το σύνολο της έκτασης του τοπίου και αυξάνεται όσο το τοπίο διασπάται σε μικρότερες επιφάνειες και φτάνει στη μέγιστη τιμή του, όταν δηλαδή κάθε εικονοστοιχείο αποτελεί ξεχωριστή επιφάνεια. Την Ευκλείδεια Απόσταση Πλησιέστερης Χωροψηφίδας (Euclidean Nearest- Neighbor Distance) ΕΑΠΤ. Ο δείκτης αυτός μετρά την απόσταση μεταξύ των χωροψηφίδων της ίδιας κλάσης, υπολογιζόμενος μεταξύ των συντεταγμένων των ορίων κάθε χωροψηφίδας, αλλά στο κέντρο των εικονοστοιχείων που βρίσκονται στο άκρο κάθε χωροψηφίδας. Ο δείκτης αυτός σε συνδυασμό με τον δείκτη αλληλοδιασποράς βοηθά στην εκτίμηση του τρόπου κατανομής των χωροψηφίδων στον χώρο, ανεξάρτητα του μεγέθους τους (McGarigal and Marks 2003). Ο δείκτης χρησιμοποιείται με τη μορφή του μέσου όρου σταθμισμένου κατά το μέγεθος της επιφάνειας ΕΑΠΤ-ΣΕ. Ως μέτρο διασποράς χρησιμοποιείται ο συντελεστής διακύμανσης ΕΑΠΤ-ΣΔ. Τιμές του δείκτη ΕΑΠΤ: ΕΑΠΤ (μ)>0, χωρίς όριο. Ο ΕΑΠΤ πλησιάζει το 0 63

όσο η απόσταση μεταξύ των γειτονικών επιφανειών μιας κλάσης (ή μιας μορφής κάλυψης) μειώνεται και αυξάνεται όσο αυτή μεγαλώνει. Το ελάχιστο προσδιορίζεται στην πραγματικότητα από το μέγεθος των εικονοστοιχείων στα οποία αποτυπώνεται το τοπίο. Την Πυκνότητα Περιμέτρου Χωροψηφίδων Σταθμισμένη κατά την Αντίθεση (Contrast-Weighted Edge Index) ΠΠΤ-ΣΑ. Ο δείκτης αυτός υπολογίζει τη μέγιστη ισοδύναμη περίμετρο μεταξύ των χωροψηφίδων των κλάσεων, με βάση τις τιμές αντίθεσης που του έχουν δοθεί ανά μονάδα επιφάνειας (μ/εκτ.). Κατά τον τρόπο αυτό είναι δυνατή η σύγκριση μεταξύ τοπίων με διαφορετική έκταση, όπως στην περίπτωση αυτή. Ο δείκτης της σταθμισμένης κατά την αντίθεση πυκνότητας περιμέτρου χωροψηφίδων εκτιμά την πυκνότητα της περιμέτρου των χωροψηφίδων, ταυτόχρονα με το πόσο διευκολύνεται ή δυσχεραίνεται η κίνηση από μια χωροψηφίδα μιας κλάσης σε μια άλλη. Η τελευταία ιδιότητα επιτυγχάνεται με την απόδοση ενός συντελεστή βάρους σε κάθε όριο μεταξύ των κλάσεων. Όσο μικρότερος ο συντελεστής αυτός, τόσο ευκολότερα γίνεται η μετάβαση από την χωροψηφίδα της μιας κλάσης στην άλλη. Για τον υπολογισμό του απαιτείται ένας πίνακας τιμών της αντίθεσης μεταξύ των χωροψηφίδων, με τιμές από 0 έως 1. Για τον υπολογισμό του δημιουργήθηκε ένας πίνακας τιμών της αντίθεσης μεταξύ των επιφανειών με τιμές από 0-1. Οι τιμές αυτές παρουσιάζονται στον πίνακα 4.5 και εκτιμήθηκαν με βάση τη διαφορά της κάλυψης θαμνώδους βλάστησης μεταξύ όλων των πιθανών γειτνιάσεων. Πίνακας 4.5. Τιμές αντίθεσης μεταξύ των 4 κλάσεων θαμνοκάλυψης Κλάση Κλάση (>90%) (61-90%) (31-60%) (<30%) (>90%) 0 0.3 0.6 1 (61-90%) 0.3 0 0.3 0.6 (31-60%) 0.6 0.3 0 0.4 (<30%) 1 0.6 0.4 0 Τιμές του δείκτη ΠΠΤ-ΣΑ: ΠΠΤ-ΣΑ 0. Ο ΠΠΤ-ΣΑ παίρνει την τιμή 0, αν το τοπίο αποτελείται από μια μόνο χωροψηφίδα με τιμή αντίθεσης 0 ή αν όλες οι τιμές αντίθεσης μεταξύ των γειτονικών μορφών κάλυψης είναι 0. 64

Ο ΠΟΤ-ΣΑ αυξάνεται όσο αυξάνεται το μήκος των χωροψηφίδων της κλάσης και/ή όταν αυξάνονται οι τιμές αντίθεσης μεταξύ της μελετούμενης κλάσης και των γειτονικών της. Οι δείκτες της κατηγορίας αυτής συμβάλλουν στην εκτίμηση της μωσαϊκότητας του τοπίου σε κάθε περιμετρική ζώνη και του βαθμού ομοιόμορφης κατανομής τους στον χώρο. Αυτή η ομάδα δεικτών έχει μεγάλη σημασία στην παρούσα έρευνα, διότι αν η δομή του τοπίου επηρεάζεται σημαντικά από την απόσταση κάθε σημείου του από τις στάνες, θα πρέπει α) να αποτυπώνεται διαφοροποίηση της σύνθεσης (π.χ. με την αύξηση των χωροψηφίδων με υψηλή θαμνοκάλυψη σε μεγαλύτερες αποστάσεις από τις στάνες) και β) να διαφοροποιείται η διάρθρωση των χωροψηφίδων με διαφορετικό βαθμό θαμνοκάλυψης στο τοπίο. Η σημασία της σχετικής θέσης των επιφανειών των κλάσεων θαμνοκάλυψης ενισχύεται και από την ανάγκη εκτίμησης της δυνατότητας των ζώων να κινηθούν στο τοπίο των θαμνώνων. 4.3.3. Σχήμα των χωροψηφίδων Η περιγραφή του σχήματος των χωροψηφίδων των τεσσάρων κλάσεων θαμνοκάλυψης του τοπίου εκτιμήθηκε με τη βοήθεια των ακόλουθων δεικτών: Δείκτης Σχήματος (Shape Index) ΔΣ. Ο δείκτης αυτός συγκρίνει την πραγματική περίμετρο μιας επιφάνειας με την περίμετρο μιας επιφάνειας με την ίδια έκταση και τη μικρότερη δυνατή περίμετρο. Με τον τρόπο αυτό εκτιμά την πολυπλοκότητα της περιμέτρου μιας επιφάνειας, δηλαδή το κατά πόσο αυτή εμφανίζει εγκολπώσεις και λοβούς. Ο δείκτης αυτός χρησιμοποιείται συχνά σε ανάλογες μελέτες (Luck and Wu 2002 και Lindemann and Baker 2001). Ο δείκτης χρησιμοποιείται με τη μορφή του μέσου όρου σταθμισμένου κατά το μέγεθος της επιφάνειας. Τιμές του δείκτη ΔΣ: ΔΣ 1. Ο ΔΣ παίρνει την τιμή 1 όταν το σχήμα της επιφάνειας είναι τετράγωνο. Όσο το σχήμα γίνεται περισσότερο περίπλοκο με λοβούς και εγκολπώσεις ο ΔΣ αυξάνεται χωρίς όριο. Κλασματική Διάσταση Περιμέτρου-Επιφάνειας (Perimeter-Area Fractal Dimension) ΚΔΠΕ. Ο δείκτης αυτός υπολογίζει την κλασματική διάσταση της περιμέτρου των χωροψηφίδων κάθε κλάσης και εκτιμά την πολυπλοκότητά της. Η κλασματική διάσταση είναι ένας από τους πλέον 65

αμφιλεγόμενους δείκτες. Η χρήση της προτείνεται από τον Farina (1998) και από τους Turner et al. (2001) για την ανάλυση της δομής του τοπίου. Έχει, επίσης, χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτό από τους Rex and Malanson (1990), Chust et al. (1999), Jenerette and Wu (2001) και Croissant (2004) κ.λπ. Ωστόσο, οι McGarigal and Marks (2003) και Herzog et al. (2001) αναφέρουν πως η κλασματική διάσταση δεν εμφανίζει μεγάλη ευαισθησία, ακόμα και όταν παρουσιάζονται μεγάλες διαφορές μεταξύ των συγκρινόμενων τοπίων σε αντίθεση με τον Δείκτη Σχήματος. Μη αξιόπιστους θεωρούν τους δείκτες που βασίζονται στην κλασματική διάσταση οι Luck and Wu (2002), ενώ οι Moser et al. (2002) συνιστούν προσοχή στη χρήση τους, όταν στο τοπίο υπάρχουν ιδιαίτερα επιμήκεις επιφάνειες. Ωστόσο, η χρήση του δείκτη αυτού σε ένα τοπίο με πολλές επιφάνειες ταυτόχρονα με άλλους (McGarigal and Marks 2003) εκτιμάται ότι μειώνει σοβαρά τον κίνδυνο λανθασμένων συμπερασμάτων. Στην παρούσα έρευνα χρησιμοποιείται η ΚΔΠΕ αντί της κλασσικής κλασματικής διάστασης για να μετριασθεί η επίδραση των μικρών επιφανειών, ένα πρόβλημα που επισημαίνουν οι Turner et al. (2001) Τιμές του δείκτη ΚΔΠ: 1 ΚΔΠΕ 2. Η ΚΔΠΕ πλησιάζει το 1 για τα σχήματα των επιφανειών μιας κλάσης με πολύ απλές περιμέτρους, όπως τετράγωνα, και το 2 για επιφάνειες με ιδιαίτερα περίπλοκες περιμέτρους με λοβούς και εγκολπώσεις. Για την παρούσα έρευνα επιλέχθηκαν δείκτες οι οποίοι: Εκτιμήθηκαν ως αποτελεσματικοί για την εκτίμηση της επίδρασης του σχήματος στην ικανότητα των αιγών να ελέγχουν την αύξηση των θάμνων τόσο οριζόντια όσο και καθ' ύψος. Βασίζονταν σε μετρήσεις κάθε επιφάνειας (αφού υπήρχε η δυνατότητα για κάτι τέτοιο). Επισημαίνεται πως στην επιλογή των ανωτέρω δεικτών δόθηκε προσοχή στην αποφυγή επιλογής των δεικτών με υψηλή ευαισθησία στις μεταβολές της έκτασης των ζωνών. 4.3.4. Οικοσφαίρια και δομή του τοπίου Ο έλεγχος της επίδρασης της απόστασης ενός σημείου του τοπίου από τις στάνες στη δομή του τοπίου έγινε δια μέσου της επανάληψης της ανάλυσης σε πέντε επάλληλες περιμετρικές ζώνες πλάτους 300 μ, οι οποίες είχαν ως κέντρο κάθε έναν 66

από τις 59 στάνες του πίνακα 4.2 και έφθαναν έως τα 1500 μ. Οι επάλληλες αυτές ζώνες συνδυάστηκαν με τη βοήθεια του ΓΣΠ με τις χωροψηφίδες του χάρτη με τις κλάσεις κάλυψης με θαμνώδη βλάστηση. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκαν 59 οικοσφαίρια, δηλαδή κύκλοι επίδρασης της βόσκησης με κέντρο τις στάνες από όπου εκκινούν και καταλήγουν τα ζώα σε κάθε ημερήσιο κύκλο βόσκησης. Το πλάτος αυτό επιλέχθηκε με βάση την εργασία της Croissant (2004), από όπου φαίνεται ότι μετά τα 300 μ. μειώνεται σημαντικά η διακύμανση των τιμών διαφόρων γνωρισμάτων του τοπίου για την αγροτική γη. Η ακτίνα των 1500 μ. επιλέχθηκε με βάση πληροφορίες από τους κτηνοτρόφους, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι τα ζώα και ιδιάιτερα οι αίγες δεν υπερβαίνουν την απόσταση αυτή από τις στάνες κατά την καθημερινή τους έξοδο για βόσκηση. Την ίδια απόσταση έχουν χρησιμοποιήσει και οι Nash et al. (1999) για την έρευνα της δραστηριότητας βοσκόντων ζώων. Πριν γίνει ο συνδυασμός των περιμετρικών ζωνών με τις χωροψηφίδες των κλάσεων θαμνώδους βλάστησης, ενοποιήθηκαν οι ζώνες που κάλυπταν το ίδιος πλάτος απόστασης και γειτόνευαν. Αυτό έγινε διότι δεν ήταν δυνατόν να αποδοθεί η επίδραση της βόσκησης σε μια χωροψηφίδα στα ζώα συγκεκριμένης στάνης, αφού σύμφωνα με τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν από του κτηνοτρόφους σε ελάχιστες περιπτώσεις μια περιοχή βόσκονταν από τα ζώα μίας και μόνο στάνης. Στην εικόνα 4.2. φαίνονται οι συνενωμένες ζώνες γύρω από κάθε στάνη. Στη συνέχεια κάθε περιμετρική ζώνη συνδυάστηκε με τα πολύγωνα της κάλυψης της θαμνώδους βλάστησης. Συνολικά κάθε κύκλος κάλυψε τις αποστάσεις από τις στάνες που φαίνονται στον πίνακα 4.6. Πίνακας 4.6. Ζώνη αποστάσεων που καλύπτεται από κάθε έναν από τους πέντε επάλληλους κύκλους. Πλάτος περιμετρικής ζώνη (μ) Χαρακτηρισμός ζώνης 0-300 300 301-600 600 601-900 900 901-1200 1200 1201-1500 1500 Για τον υπολογισμό της επίδρασης των στανών στη δομή του τοπίου ήταν απαραίτητο να υπολογισθεί και η βοσκοφόρτωση στο τοπίο. Αυτό έγινε με τον υπολογισμό της πίεσης της βόσκησης ως ζώα/εκτάριο/έτος γύρω από τις στάνες για 67

τις οποίες κατορθώθηκε να βρεθεί ο αριθμός των ζώων που έβοσκαν το 1993. Για τον υπολογισμό θεωρήθηκε ότι τα ζώα επισκέπτονταν το τοπίο σε ακτίνα 1500 μ. γύρω από τη στάνη με την ίδια συχνότητα. Αυτό έγινε γιατί οι κτηνοτρόφοι δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν συγκεκριμένες περιοχές βόσκησης εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις. Στη συνέχεια υπολογίστηκε η βοσκοφόρτωση για όλο το έτος σε κάθε στάνη, με την παραδοχή ότι τα ζώα που μετακινούνται το καλοκαίρι εκτός της περιοχής βόσκουν το μισό έτος και επομένως μετρούνται κατά το μισό. Όταν η ακτίνα των 1500 μ. μιας στάνης συνέπιπτε με την ακτίνα μιας ή περισσότερων άλλων στανών, η πίεση της βόσκησης στο σημείο αυτό ήταν το άθροισμα της πίεσης από κάθε στάνη. Στη συνέχεια η πληροφορία της πίεσης βόσκησης ενσωματώθηκε στα πολύγωνα θαμνοκάλυψης που βρίσκονταν εντός της απόστασης των 1500 μ. από τις στάνες για τις οποίες βρέθηκε ο αριθμός των ζώων για το 1993. Συνολικά βρέθηκε ο αριθμός των ζώων για 44 από τις 59 στάνες από τις οποίες υπολογίστηκε η βοσκοφόρτωση για 8.763 εκτάρια ή το 89,7% της περιοχής έρευνας. 68

Εικόνα 4.2. Μορφή των επάλληλων κύκλων γύρω από τις στάνες μετά τη συνένωσή τους. 69

4.4. Στατιστική επεξεργασία Για την επεξεργασία των στοιχείων χρησιμοποιήθηκαν σταθμισμένοι κατά την επιφάνεια κάθε χωροψηφίδας δείκτες, όπως π.χ. η Μέση Έκταση Χωροψηφίδας σταθμισμένη κατά το μέγεθος των επιφανειών (Turner et al. 2001 και Gustafson 1998). Αυτό συνέβη γιατί η κατανομή των τιμών των παραμέτρων του τοπίου διέφερε σημαντικά από την κανονική κατανομή McGarigal et al. (2000). Για τη διερεύνηση της συμβολής κάθε γνωρίσματος στη διαμόρφωση του τοπίου εφαρμόστηκε ανάλυση κατά κύριες συνιστώσες (Principal Component Analysis), με μεταβλητές τις τιμές των δεικτών για κάθε ζώνη και κάθε κλάση. Η μέθοδος αυτή έχει χρησιμοποιηθεί σε ανάλογες περιπτώσεις π.χ. από τους Cumming and Vernier (2002). Η ανάλυση κατά κύριες σθνιστώσες έγινε δια μέσου του λογισμικού Statistica Ver. 7. Στην παρούσα έρευνα ως σημαντικές θεωρήθηκαν οι κύριες συνιστώσες με χαρακτηριστική τιμή (eigenvalue) > 1. Κάθε κύρια συνιστώσα εξετάστηκε για τις αρχικές μεταβλητές, με φορτίσεις μικρότερες από -0,40 και μεγαλύτερες από 0,40, με έμφαση σε αυτές με τιμές μικρότερες από -0,60 και μεγαλύτερες από 0,60 (McGarigal et al. 2000). 70

5. Αποτελέσματα και συζήτηση 5.1. Καθεστώς χρήσης των θαμνώνων αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών Στον πίνακα 5.1 φαίνονται ο τύπος βλάστησης, η κλάση θαμνοκάλυψης και ο αριθμός των ζώων που έβοσκαν σε κάθε στάνη το 1993. Πίνακας 5.1. Τα κύρια γνωρίσματα των στανών και των θέσεων τους. Στάνη Αριθμός ζώων ανά στάνη Τύπος βλάστηση Θαμνοκάλυψη Αίγες Πρόβατα κατά Παυλίδη (1976) θέσης Χειμώνα Καλοκαίρι Χειμώνα Καλοκαίρι 1 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 300 300 2 Μακκί Oleo Lentiscetum 31-60% 700 0 3 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 730 0 5 Μακκί Oleo Lentiscetum 31-60% 700 700 7 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 1200 0 8 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 210 210 9 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 600 0 11 Μακκί Oleo Lentiscetum 31-60% 400 400 12 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 700 700 14 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 2000 0 17 Μακκί Quercion ilicis <30% 350 350 18 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 800 800 19 Μακκί Oleo Lentiscetum 31-60% 350 350 21 Μακκί Quercion ilicis <30% 500 500 22 Μακκί Quercion ilicis <30% 500 0 24 Μακκί Quercion ilicis 31-60% 285 285 25 Μακκί Quercion ilicis 31-60% 500 500 28 Μακκί Quercion ilicis 31-60% 615 615 30 Μακκί Quercion ilicis <30% 400 400 32 Μακκί Quercion ilicis 31-60% 710 710 33 Μακκί Oleo Lentiscetum 31-60% 700 34 Μακκί Quercion ilicis 31-60% 330 330 35 Μακκί Oleo Lentiscetum 31-60% 250 250 36 Ψευδομακκί <30% 315 315 37 Μακκί Quercion ilicis <30% 300 300 38 Μακκί Oleo Lentiscetum 31-60% 800 0 39 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 800 0 40 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 300 300 42 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 400 400 16 16 43 Μακκί Oleo Lentiscetum 61-90% 310 310 215 215 45 Ελαιώνας <30% 230 230 46 Μακκί Quercion ilicis 31-60% 210 210 47 Μακκί Quercion ilicis <30% 500 500 48 Μακκί Quercion ilicis <30% 400 400 49 Μακκί Quercion ilicis <30% 500 500 55 Μακκί Quercion ilicis <30% 350 350 56 Μακκί Quercion ilicis <30% 500 0 71

Στάνη Αριθμός ζώων ανά στάνη Τύπος βλάστηση Θαμνοκάλυψη Αίγες Πρόβατα κατά Παυλίδη (1976) θέσης Χειμώνα Καλοκαίρι Χειμώνα Καλοκαίρι 57 Μακκί Quercion ilicis <30% 300 0 58 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 250 250 59 Ψευδομακκί <30% 100 0 60 Ψευδομακκί <30% 100 0 61 Μακκί Oleo Lentiscetum Euphorbietosum 31-60% 920 0 71 Μακκί Oleo Lentiscetum 31-60% 495 Euphorbietosum 0 72 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 381 380 73 Μακκί Oleo Lentiscetum <30% 350 350 Σύνολα 21.941 12.895 231 231 Από τα στοιχεία του πίνακα 5.1 προκύπτει ότι το μέσο μέγεθος των κοπαδιών κατά τη χειμερινή περίοδο ήταν 500 αίγες περίπου. Επίσης προκύπτει ότι 9.000 ζώα περίπου μετακινούνταν τη θερινή περίοδο σε άλλη περιοχή εκτός της περιοχής μελέτης. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι τα κοπάδια που μετακινούνταν ήταν μεγαλύτερα του μέσου όρου. Η κατανομή των κοπαδιών κατά κλάσεις μεγέθους φαίνεται στην εικόνα 5.1. Από αυτά τα στοιχεία φαίνεται ότι η πλειονότητα των αιγοτροφικών εκμεταλλεύσεων ήταν σχετικά μικρές, αν και υπήρχε ικανός αριθμός εκμεταλλεύσεων με μέγεθος άνω των 100 ζώων. 72

50 45 40 35 Ποσοστό (%) 30 25 20 15 10 5 0 200 400 600 800 1000 1200 1400 1600 1800 2000 Κλάσεις μεγέθους αιγοτροφικών εκμεταλλεύσεων Εικόνα 5.1. Κατάταξη των κοπαδιών αιγών κατά κλάση μεγέθους στην περιοχή έρευνας. Στην εικόνα 5.2 φαίνονται οι θέσεις των στανών σε σχέση με τη κλίση και την έκθεση. Όπως προκύπτει από τα διαγράμματα αυτά το 40,7% των στανών βρίσκονται σε θέσεις σχεδόν επίπεδες ώστε να έχουν ήλιο όλο το έτος και κατά το δυνατον περισσότερες ώρες την ημέρα. Οι θέσεις αυτές επιτρέπουν επίσης και τον καλό αερισμό των στανών. Οι υπόλοιπες κατανέμονται σε διάφορες κλίσεις και εκθέσειε με μεγάλο ποσοστό (13,56%) να εμφανίζονται σε θέσεις με μέση κλίση 14 0 και νοτιοανατολική έκθεση. 73

45 40 35 Ποσοστό (%) 30 25 20 15 10 5 0 Ε Β ΒΑ Α Έκθεση ΝΑ Ν ΝΔ Δ ΒΔ 23,5 14,0 4,5 Μέση κλίση (μοίρες) Εικόνα 5.2. Εκθέσεις και μέσες κλίσεις των θέσεων των στανών στην περιοχή της Συκιάς Χαλκιδικής. (Έκθεση θέσης Ε: επίπεδη, Β: βόρεια, ΒΑ: βορειοανατολική, Α: ανατολική, ΝΑ: νοτιοανατολική, Ν: νότια, ΝΔ: νοτιοδυτική, Δ: δυτική, ΒΔ: βορειοδυτική, Μέση κλίση σε μοίρες). Το κριτήριο της επαρκούς έκθεσης στον ήλιο φαίνεται ως το σημαντικότερο, καθώς 17% των στανών βρέθηκαν σε θέσεις με νοτιοανατολική έκθεση και 15,2% σε θέσεις με νότια έκθεση, οι οποίες είναι οι θερμότερες. Από τον υπολογισμό της πίεσης βόσκησης στο τοπίο είναι προφανές ότι η μέγιστη βοσκοφόρτωση ασκούνταν στη ζώνη των 0-300 μ., στις χωροψηφίδες με θαμνοκάλυψη <30% και η ελάχιστη στις χωροψηφίδες τις ζώνης από 1201-1500 μ. με θαμνοκάλυψη >90% (Εικόνα 5.3). Αν αγνοηθούν οι κλάσεις κάλυψης, τότε η σχέση μεταξύ της βοσκοφόρτωσης και της απόστασης από τις στάνες εκφράζεται με μια καμπύλη δευτέρου βαθμού, ισχυρά συσχετισμένη με την απόσταση από τις στάνες (Εικόνα 5.4), γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η απόσταση από τη στάνη είναι καθοριστική για την επίδραση της βόσκησης στο τοπίο. Παρόμοια διακύμανση της βοσκοφόρτωσης μεταξύ των ζωνών πλησίον και μακριά από τη στάνη παρατήρησαν στην περιοχή έρευνας και οι Alados et al. (2004a) το έτος 2000. Η 74

διακύμανση όμως ήταν μεγαλύτερη (8,23 αίγες/εκτάριο/έτος κοντά στη στάνη και 0,28 αίγες/εκτάριο/έτος σε απόσταση 500 μ. από στάνη). Η διαφορά αυτή πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι μετρήσεις των Alados et al. (2004a) περιορίστηκαν σε μία μόνο στάνη και έγιναν το 2000, έτος κατά το οποίο ο αριθμός των αιγών ήταν αυξημένος σε σχέση με το 1993, στο οποίο αναφέρεται η παρούσα έρευνα. 2 1,8 1,6 >90% 60-90% 30-60% <30% Ζώα/εκτάριο/έτος 1,4 1,2 1 0,8 0,6 0,4 `1 0,2 0 0-300 301-600 601-900 901-1200 1201-1500 Περιμετρική ζώνη (μ) Εικόνα 5.3. Μεταβολή της μέσης βοσκοφόρτωσης στην περιοχή έρευνας με την απόσταση από τις στάνες κατά κλάση θαμνοκάλυψης. Η μείωση της βοσκοφόρτωσης με την απόσταση από τις στάνες συμφωνεί με τα αποτελέσματα του Roder et al. (2007) για την περιοχή του Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. 75

2,5 Αριθμός ζώων/εκτάριο/έτος 2 1,5 1 0,5 0 y = -0,0879x 2 + 0,2398x + 1,8897 R 2 = 0,9938 0-300 301-600 601-900 901-1200 1201-1500 Περιμετρική ζώνη (μ) Εικόνα 5.4. Καμπύλη μέσης βοσκοφόρτωσης στην περιοχή έρευνας με την αύξηση της απόστασης από τις στάνες. Σε ό,τι αφορά τη διατροφή των αιγών, οι κτηνοτρόφοι με δυο εξαιρέσεις χορηγούσαν 1 κιλό καρπούς την ημέρα ανά ζώο. Η ποσότητα αυτή αυξανόταν για ζώα σε εγκυμοσύνη κ.λπ. Χρήση μουρόφυλλων και αποξηραμένης τροφής που συλλέγεται τοπικά δήλωσε ένας μόνο κτηνοτρόφος, ενώ μόνο ένας δήλωσε ότι δεν χορηγούσε συμπληρωματική τροφή στα ζώα του. Σε ερώτηση σχετικά με τη χρήση βοσκήσιμης ύλης από κλαδονομή, οι περισσότεροι απάντησαν ότι αυτό απαιτεί καθημερινή απασχόληση αρκετών ωρών, το κόστος της οποίας δεν μπορούν να επωμισθούν. Ανέφεραν επίσης ότι τα περισσότερα κοπάδια μπορούν να συντηρηθούν μόνο λόγω των επιδοτήσεων, καθώς η τιμή των προϊόντων δεν επαρκεί για την κάλυψη του κόστους παραγωγής, ιδιαίτερα του κόστους των ζωοτροφών. Η παροχή νερού εκτός στανών γινόταν σε αυτοσχέδιες ποτίστρες, οι οποίες στην πλειονότητα των περιπτώσεων μετακινούνται ανάλογα με την εποχή. Από την έρευνα πεδίου εντοπίστηκαν μόνο πέντε πηγές από τις οποίες μπορούσαν να ποτισθούν τα ζώα. Μία από αυτές ήταν ένα πηγάδι που μπορούσε να παρέχει πολύ μικρές ποσότητες, η δεύτερη βρισκόταν εντός ιδιόκτητης στάνης και η τρίτη εντοπίστηκε σε θέση πολύ κοντά σε στάνη. Όλες οι θέσεις, εκτός από αυτές που βρίσκονταν στη στάνη και κοντά στη στάνη, ήταν εντός χωροψηφίδων εγκατελλειμένων αγρών ή ελαιώνων. Η κύρια πηγή τροφοδοσίας σε νερό ήταν οι 76

εγκαταστάσεις ύδρευσης του Δήμου Τορώνης. Εντός της περιοχής έρευνας δεν εντοπίστηκε η ύπαρξη στανών με βοοειδή την περίοδο 1993-2003. Ωστόσο, στην περιοχή εντοπίστηκαν αρκετές φορές να βόσκουν βοοειδή που ξεκινούσαν από στάβλους που βρίσκονταν εντός των γεωργικών καλλιεργειών. Τα ζώα έβοσκαν ελεύθερα χωρίς επίβλεψη ποιμένα. 5.2. Δομή του τοπίου γύρω από τις στάνες 5.2.1. Σύνθεση του τοπίου Η έκταση που βρέθηκε σε απόσταση έως 1500 μ. από τις στάνες που καταγράφηκαν σε θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών ανέρχεται σε 9.765 εκτάρια. Στην εικόνα 5.5 φαίνεται η περιοχή αυτή ταξινομημένη στις τέσσερις κλάσεις κάλυψης με θαμνώδη βλάστηση. Από τον πίνακα 5.2 προκύπτει ότι το ποσοστό κάλυψης κάθε κλάσης μεταβαλλόταν με την απόσταση από τις στάνες. Η τάση ήταν είναι εντονότερη στις κλάσεις με πολύ υψηλή θαμνοκάλυψη (>90%) και πολύ χαμηλή θαμνοκάλυψη (<30%) σε σχέση με τις δυο άλλες κλάσεις. Πιο συγκεκριμένα η κλάση με υψηλή θαμνοκάλυψη (61-90%) παρέμεινε σχεδόν σταθερή έως τη ζώνη των 601-900 μ. για να μεταβληθεί κατά 20% μεταξύ των ζωνών των 601-900 μ. και των 901-1200 μ. και να καταλήξει 2 η σημαντικότερη στη ζώνη των 1201-1500 μ. Η κλάση με μέτρια θαμνοκάλυψη (31-60%) ακολούθησε σταθερή πτωτική πορεία η οποία μετά τη ζώνη των 301-600 μ. ακολούθησε ρυθμό μεταβολής 5% σε κάθε ζώνη. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με ανάλογη έρευνα του Ghossoub (2003) για περιοχή της επαρχίας Λαγκαδά και των Belgacem and Papanastasis (1995) για την περιοχή του Επανοχωρίου στην Κρήτη. 77

Περιμετρική ζώνη (μ) Πίνακας 5.2. Κατανομή της έκτασης κάθε κλάσης κάλυψης με θαμνώδη βλάστηση στις πέντε περιμετρικές ζώνες γύρω από τις στάνες και το αντίστοιχο ποσοστό κάλυψης κάθε κλάσης. Έκταση (εκτ.) Κλάση κάλυψης (%) >90 61-90 31-60 <30 Ποσοστό Ποσοστό Ποσοστό στη ζώνη Έκταση στη ζώνη Έκταση στη ζώνη Έκταση (εκτ.) (εκτ.) (εκτ.) (%) (%) (%) Ποσοστό στη ζώνη (%) Σύνολο (εκτ.) 0-300 234.12 18.27 261.13 20.38 340.39 26.57 445.47 34.77 1281.11 301-600 730.87 26.41 602.21 21.76 637.07 23.02 797.41 28.81 2767.56 601-900 896.6 32.21 602.73 21.65 571.83 20.54 712.18 25.59 2783.34 901-1200 655.99 34.50 498.15 26.20 295.13 15.52 452.2 23.78 1901.47 1201-1500 389.08 37.73 291.72 28.29 111.92 10.85 238.61 23.14 1031.33 Σύνολα 2906.6 2255.94 1956.3 2645.87 9764.81 Ωστόσο, σε καμία ζώνη δεν εμφανίστηκε πλήρης απουσία ή επικράτηση της θαμνώδους βλάστησης. 78

Εικόνα 5.5. Οι θέσεις των στανών και η περιοχή των πέντε περιμετρικών ζωνών γύρω από τις στάνες, ταξινομημένη στις 4 κλάσεις θαμνοκάλυψης. 79