Διεθνές Συνέδριο Η απαγόρευση διακρίσεων στην πράξη Θεσσαλονίκη, 3-4 Μαρτίου 2017 Αίθουσα Συνεδρίων Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (οδός Τσιμισκή 29, 2 ος όροφος) ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ 1 η ΗΜΕΡΑ Παρασκευή, 3 Μαρτίου 2017 Συνεδρία Α : «Νέες εξελίξεις στη θεωρία της απαγόρευσης διακρίσεων» Εύλογες προσαρμογές για άτομα με αναπηρία: τμήμα του δικαιώματος στην ισότητα και τη μη διάκριση Lisa Waddington, Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Maastricht (Ολλανδία) Το δικαίωμα στην ίση μεταχείριση, όπως αντανακλάται στο διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απαιτεί όλα τα πρόσωπα να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης ενώπιον του νόμου, χωρίς διάκριση. Το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαγορεύει να λαμβάνουν χώρα διαφοροποιήσεις, αποκλεισμοί ή περιορισμοί βάσει συγκεκριμένων προστατευμένων λόγων. Ωστόσο, η απαγόρευση διακρίσεων δεν περιλαμβάνει μόνο την αποχή από ορισμένη αρνητική συμπεριφορά η υποχρέωση αφορά επίσης τη λήψη θετικών μέτρων σε ορισμένες περιστάσεις. Τέτοια είναι η περίπτωση της υποχρέωσης εύλογων προσαρμογών προς όφελος των ατόμων με αναπηρίες. Η άρνηση εύλογης προσαρμογής είναι μια μορφή διάκριση σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ανθρώπων με Αναπηρίες (CRPD). Αποτελεί, επίσης, υποχρέωση σύμφωνα με την Οδηγία περί ισότητας στην απασχόληση της Ε.Ε. (2000/78). Εύλογη προσαρμογή σημαίνει την «αναγκαία και κατάλληλη τροποποίηση και προσαρμογές οι οποίες δεν επιβάλλουν δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος, όπου χρειάζεται σε μια
ειδική περίπτωση, προκειμένου να διασφαλίσει στα ΑμεΑ την απόλαυση ή άσκηση σε ίση βάση με τους άλλους όλα τα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες» (άρ. 2 CRPD). Η παρουσίαση θα εξερευνήσει το καθήκον παροχής εύλογης προσαρμογής ως τμήματος της υποχρέωσης, βάσει των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να μη προβαίνει κανείς σε διακρίσεις. Θα στηριχτεί σε αληθινές υποθέσεις για να συζητήσει το σχετικό καθήκον. Η παρουσίαση θα προσπαθήσει να δείξει ότι: - Το καθήκον παροχής εύλογης προσαρμογής είναι τμήμα του καθήκοντος μη διάκρισης κατά το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όχι μια προαιρετική επιπλέον δυνατότητα ούτε ένα μέτρο θετικής δράσης - Το καθήκον καλύπτει τα εργασιακά δικαιώματα υπό το ενωσιακό δίκαιο, αλλά εκτείνεται και σε πολλούς άλλους τομείς, π.χ. την εκπαίδευση, τις υπηρεσίες, τη διοικητική δράση υπό την CRPD - Πολλές προσαρμογές έχουν μηδενικό ή ελάχιστο κόστος και δεν συνεπάγονται υπέρμετρη επιβάρυνση, ακόμη και σε περίοδο λιτότητας. Θετικές δράσεις ή θετική διάκριση; Προς μια νέα αντίληψη ισότητας Γιώργος Γεραπετρίτης, Αν. Καθηγητής, Νομική Σχολή, ΕΚΠΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ 2. ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΘΗΚΟΝ Ιστορική αποκατάσταση για παρελθούσα δυσμενή διάκριση Ποικιλότητα αντιπροσώπευσης ομάδας σε κάθε περιβάλλον διά μίας κρίσιμης μάζας 3. ΘΕΣΜΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ Αναγνώριση από το διεθνές δίκαιο Εθνικά κράτη Ευρωπαϊκή Ένωση 4. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Αναγνώριση Ευεργέτες Περιοχές- Εκτάσεις Στόχοι Σχέδια Διάσταση- Μέτρηση 5. ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ Κατηγοριοποίηση 2
Υποκείμενα Βλάβη ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Ο διαπολιτισμικός διάλογος ως εργαλείο κατά του ρατσισμού Δέσποινα Αναγνωστοπούλου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίας Η έννοια του διαπολιτισμικού διαλόγου έγινε ευρέως γνωστή το 2008 το οποίο ανακηρύχθηκε από την ΕΕ "ευρωπαϊκό έτος για τον διαπολιτισμικό διάλογο" ως απάντηση κατά του ρατσισμού και των διακρίσεων. Χάρη στις προσπάθειες του Συμβουλίου της Ευρώπης (ECRI), της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των κρατών μελών, εγκαθιδρύθηκαν δομές (ERICarts) και δίκτυα για την προώθηση του διαπολιτισμικού διαλόγου. Από το 2015 η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εντείνει το έργο της για την ανάπτυξη του διαπολιτισμικού διαλόγου και των διαπολιτισμικών δεξιοτήτων ιδίως στο πλαίσιο της προσφυγικής κρίσης και των τρομοκρατικών επιθέσεων. Στόχος είναι η κοινωνική ένταξη των προσφύγων και η πραγματική απόλαυση της ισότητας. Οι πολλαπλές διακρίσεις στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: νεότερες εξελίξεις Δημοσθένης Λέντζης, Λέκτορας, Νομική Σχολή, Α.Π.Θ. Στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απαξία όσων διακρίσεων βασίζονται στο φύλο, τη φυλή, την εθνική καταγωγή, τη θρησκείας, τις πεποιθήσεις, την ηλικία, την αναπηρία και τον σεξουαλικού προσανατολισμό είναι μεγάλη. Λογικά, η απαξία όσων διακρίσεων βασίζονται ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερους από τους ανωτέρω λόγους (πολλαπλές διακρίσεις) θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη. Ωστόσο, οι πολλαπλές διακρίσεις, παρά το έντονο ενδιαφέρον της θεωρίας, δεν έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα ούτε τον νομοθέτη της Ένωσης ούτε τον δικαστή της. Για την ακρίβεια, το δίκαιο της Ένωσης φαίνεται κα κυριαρχείται από την αντίληψη, κρατούσα ανέκαθεν στους νομικούς της πράξης, ότι η αναγνώριση των πολλαπλών διακρίσεων ως ειδικής κατηγορίας διακρίσεων θα περιέπλεκε ακόμη περισσότερο το ήδη αρκετά περίπλοκο νομικό καθεστώς για την καταπολέμηση των διακρίσεων στην εργασία και κατά την πρόσβαση σε υπηρεσίες. Τα τελευταία χρόνια, πάντως, η αντίληψη αυτή έχει αρχίσει, δειλά είναι η αλήθεια, να αμφισβητείται. Η παρούσα εισήγηση επιχειρεί να ανιχνεύσει τις ρωγμές σε ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία μέσα από τις οποίες η προβληματική των πολλαπλών διακρίσεων κάνει την εμφάνισή της και, στο μέτρο του δυνατού, να εκτιμήσει τη δυναμική τους. 3
Συνεδρία Β : «Απαγόρευση διακρίσεων στο Ιδιωτικό και Εργατικό Δίκαιο» Πρόσφατα ζητήματα στο δίκαιο απαγόρευσης διακρίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: εργατικό και ιδιωτικό δίκαιο Aileen McColgan, Καθηγήτρια, King s College, Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο) Η ομιλία θα ασχοληθεί με έναν αριθμό πρόσφατων ζητημάτων που έχουν αναδειχθεί στο εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, τόσο νομοθετικά όσο και νομολογιακά, όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης διακρίσεων στο ιδιωτικό και εργατικό δίκαιο. Μεταξύ των ζητημάτων αυτών βρίσκονται μερικά γενικής εφαρμογής, περιλαμβανομένων των δυσχερειών αναφορικά με την επιβολή της απαγόρευσης διακρίσεων, όπως ιδίως λόγω των εξόδων της δικαστικής διένεξης, και ερωτήματα που αφορούν την αιτιολόγηση και το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης διακρίσεων. Άλλα σχετίζονται με συγκεκριμένα προστατευόμενα χαρακτηριστικά και με το ερώτημα εάν υφίστανται ιεραρχίες στην προστασία που προσφέρεται (ή που θα έπρεπε να προσφέρεται). Οι διακρίσεις σε βάρος εργαζομένων με ψυχική νόσο κατά το δίκαιο της Ε.Ε. Δημήτριος Γούλας, Δ.Ν., δικηγόρος, Εντεταλμένος Διδασκαλίας (π.δ. 407/80) Τμήματος Νομικής Δ.Π.Θ. Οι άνθρωποι με προβλήματα ψυχικής υγείας βρίσκονται αντιμέτωποι με σοβαρά φαινόμενα στιγματισμού, προκατάληψης και περιθωριοποίησης σε πλείστες εκφάνσεις της κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής. Ιδίως στο χώρο εργασίας οι διακρίσεις λόγω ψυχικής υγείας εμφανίζονται εξαιρετικά συχνές και διαδεδομένες. Η κατάσταση αυτή επιβαρύνει σημαντικά όχι μόνο τα ίδια τα θύματα της διάκρισης σε ψυχολογικό και πρακτικό επίπεδο, αλλά επίσης πλήττει οικονομικά τους εργοδότες και τα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς προκύπτει ότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας τείνουν να αποτελέσουν διεθνώς την κύρια αιτία απουσίας από την εργασία λόγω ασθένειας. Η παρούσα εισήγηση ερευνά κατά πόσον το νομικό πλαίσιο της ΕΕ που στοχεύει στην εξάλειψη των διακρίσεων στο πλαίσιο της απασχόλησης και της εργασίας μπορεί να εφαρμοστεί και για τους ανθρώπους που πάσχουν (ή έπασχαν στο παρελθόν) από ψυχική νόσο. Ιδίως εξετάζεται αν η ψυχική νόσος εμπίπτει στην έννοια της αναπηρίας, όπως αυτή έχει αναπτυχθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών. Επιπροσθέτως, η παρούσα μελέτη εξετάζει τις πρακτικές δυσκολίες και τις νομικές συνέπειες της εφαρμογής του δικαίου της μη διάκρισης, με ιδιαίτερη έμφαση στην έννοια της σύγκρισης των θυμάτων της διάκρισης με συγκρίσιμους εργαζομένους και στα μέτρα εύλογων προσαρμογών που οφείλει να λάβει ο εργοδότης. Η (ηθική) παρενόχληση στην εργασία ως προσβολή της αξιοπρέπειας και ως διάκριση 4
Παναγιώτης Μπουμπουχερόπουλος, Δ.Ν., δικηγόρος Η συστημική θέση της παρενόχλησης στο νομικό περίγραμμα της καταπολέμησης των διακρίσεων αμφισβητείται. Κατά μία άποψη, η απαγόρευση της παρενόχλησης στην εργασία εντάσσεται ομαλά στο σύστημα της απαγόρευσης των διακρίσεων. Και τούτο διότι συνιστά εξ ορισμού άνιση μεταχείριση για τον αποδέκτη της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Ωστόσο, αν και η παρενόχληση οδηγεί σε ή εκδηλώνεται κατά κανόνα ως διακριτική ή δυσμενής μεταχείριση σε βάρος του θύματος, εντούτοις δεν αντλεί απ αυτό τη νομική της απαξία. Αυτό που καθιστά την παρενόχληση άδικη είναι η δι' αυτής προκαλούμενη προσβολής της αξιοπρέπειας του θύματος. Η «δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος» δεν αξιολογείται ως κοινωνικά πρόσφορη και νομικά ανεκτή όταν από τις περιστάσεις δεν προκύπτει η άνιση μεταχείριση του αποδέκτη. Η παρενόχληση συνιστά σε κάθε περίπτωση απαξία, ακόμα κι όταν αφορά με τον ίδιο τρόπο το σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης. Η αξιολογική αυτή διαφοροποίηση της παρενόχλησης έναντι της διάκρισης επιτρέπει τη διεύρυνση της έννομης προστασίας και πέραν ακόμα των ορίων που τίθενται από την νομοθεσία για την απαγόρευση των άμεσων ή έμμεσων διακρίσεων. Ρατσιστικός λόγος, ρητορική μίσους, προσβολή προσωπικότητας μέσω Διαδικτύου: Η αντιμετώπιση του ζητήματος από το ΕΔΔΑ και τα όρια εφαρμογής του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ Δημήτριος Κουκιάδης, Δ.Ν., δικηγόρος, Εντεταλμένος διδασκαλίας, Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Φρανκφούρτης Ποια τα όρια προστασίας του ρατσιστικού λόγου, της ρητορικής μίσους, και της προσβολής της προσωπικότητας εντός και εκτός διαδικτύου; Ποια η προστασία του λόγου που προωθεί το μίσος, προσβάλλει, στοχοποιεί και υποτιμά φυσικά πρόσωπα ή ευαίσθητες ομάδες; Ποια είναι τα όρια του ακραίου λόγου που πρέπει να ανέχεται το δημοκρατικό πολίτευμα; Πρόσφατη νομολογία του ΕΔΔΑ αφορά στα παραπάνω ερωτήματα, καθώς και στα ζητήματα των ορίων της ελεύθερης έκφρασης, του ποινικού κολασμού της ρητορικής του μίσους απέναντι στην αξιοπρέπεια και υπόληψη ευάλωτων ομάδων, και στην πλήξη της ισότητας πολιτών, η οποία ενδεχομένως να οδηγεί στην υπονόμευση του δημοκρατικού καθεστώτος. Είναι η ποινική δίωξη του μισαλλόδοξου λόγου συμβατή με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ; Υπάρχει διαφορά στην αντιμετώπιση του μισαλλόδοξου λόγου που αφορά σε πρόσωπα του παρελθόντος; Ποια τα συμπεράσματα από τις δύο αποφάσεις του ΕΔΔΑ, Times Newspaper vs. United Kingdom και Delfi As vs. Esthonia; 5
Συνεδρία Γ : «Δημόσιο Δίκαιο, Ποινικό Δίκαιο και Ανθρώπινα Δικαιώματα» Θρησκευτική ορατότητα και απαγόρευση διακρίσεων στην Ευρώπη: Αλλαγή παραδείγματος; Κυριακή Τοπίδη, Επίκ. Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο της Λουκέρνης Η παρούσα εισήγηση αντλεί παραδείγματα από το σύγχρονο ευρωπαϊκό νομικό τοπίο προστασίας της θρησκευτικής πίστης και των πεποιθήσεων, προκειμένου να ισχυρισθεί ότι υπάρχει επείγουσα ανάγκη να επανεξετασθούν οι κρατούσες αντιλήψεις περί μη-διάκρισης, οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία της θρησκευτικής διαφορετικότητας στην Ευρώπη. Τοποθετώντας τη συζήτηση στο πλαίσιο των όλο και περισσότερο ανομοιογενών ευρωπαϊκών κοινωνιών και του ευρύτερου προβληματισμού για τον ρόλο της θρησκείας στον ευρωπαϊκό δημόσιο χώρο, η παρουσίαση θα ερευνήσει τις ασύμμετρες επιδράσεις του νομικού πλαισίου της ΕΕ και της ΕΣΔΑ προς την κατεύθυνση της κατασκευής ενός συνεκτικού δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία. Για να το κάνει αυτό, θα επανεξετάσει και θα αποδομήσει μια σειρά κομβικών ζητημάτων, όπως ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, οι υποχρεώσεις του κράτους, η θετική και η αρνητική θρησκευτική ελευθερία ή η κοινωνική συνοχή και η ουδετερότητα του κράτους, σε μια προσπάθεια να αναδείξει το επίπεδο της πολυπλοκότητας στην κατασκευή του πεδίου προστασίας του δικαιώματος στην ήπειρό μας. Με τη βοήθεια αναφορών συγκριτικού συνταγματικού δικαίου, πέραν του ευρωπαϊκού νομικού χώρου, η εισήγηση θα καταλήξει ότι η προστασία της θρησκευτικής ταυτότητας απαιτεί προσαρμογές που θα την βοηθήσουν να αντικατοπτρίσει καλύτερα τις ανάγκες του δικαίου στο πεδίο αυτό. Η αρχή της μη διάκρισης, οι θετικές διακρίσεις και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων Ιφιγένεια Καμτσίδου, Αναπλ. Καθηγήτρια, Νομική Σχολή Α.Π.Θ. O προσδιορισμός του περιεχομένου της αρχής της μη διάκρισης αποκτά στις μέρες μας ιδιαίτερη σημασία και ανανεωμένο ενδιαφέρον. Η αρχή στηρίζει την αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς επιβάλλει να εξασφαλίζεται η απόλαυσή τους από καθένα μέλος του κοινωνικού συνόλου ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα προσωπικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά του. Παράλληλα, επειδή τα κατεστημένα στερεότυπα και οι κοινωνικοοοικονομικές ανισότητες παρακωλύουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων ορισμένων ομάδων ή προσώπων, αναγνωρίζεται η υποχρέωση της πολιτείας να λαμβάνει θετικά μέτρα, προκειμένου να καμφθεί ο τυπικός χαρακτήρας της αρχής της ισότητας. Ο ουδέτερος κανόνας μοιάζει να μην αποτελεί πια επαρκές εργαλείο, ώστε όλα τα πρόσωπα να αποτελούν φορείς ίσης ελευθερίας και ίσης αξιοπρέπειας χωρίς να αναγκάζονται να απεμπολούν ή να κρύβουν την διαφορετικότητά τους. Έτσι, τόσο ο νομοθέτης, όσο και ο δικαστής προχωρούν σε κατηγοριοποιήσεις, κατάλληλες να διασφαλίσουν ότι οι διαφορές των κοινωνικών 6
υποκειμένων δεν αποτελούν αιτία περιορισμού των δικαιωμάτων τους, αλλά μέτρο της πραγματικής απόλαυσής τους. Η παραπάνω προσπάθεια ενέχει ένα σημαντικό κίνδυνο: οι σχετικοί κανόνες ή η ερμηνεία τους να προσαρμόζονται στις κρατούσες αντιλήψεις, στις πρακτικές ή στις αξίες των επιμέρους ομάδων και να διαφοροποιούνται ανάλογα με αυτές. Τούτες οι περιπτωσιολογικές ρυθμίσεις ευνοούν τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων και τείνουν να ενισχύσουν την κρατική αυθαιρεσία. Επιπλέον και σταδιακά, η οικουμενικότητα των δικαιωμάτων υπονομεύεται και η εγγυητική λειτουργία τους εξασθενεί. Τίθεται εύλογα το ερώτημα αν η αρχή της μη διάκρισης και τα θετικά μέτρα μπορούν να αποτελέσουν θεμέλιο προνομίων ή/και παράγοντα αναμόρφωσης της ιδιότητας του πολίτη και των χαρακτηριστικών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας Η ιθαγένεια ως ύποπτος λόγος διάκρισης - Επεκτείνοντας την προστασία κατά των διακρίσεων στους πολίτες τρίτων χωρών. Στέργιος Κοφίνης, Δ.Ν., Πρωτοδίκης Δ.Δ. Εντεταλμένος Διδασκαλίας (π.δ. 407/80) Νομικής Σχολής Α.Π.Θ. Η ιθαγένεια θεωρείται γενικώς ως ένας αποδεκτός τρόπος κατηγοριοποίησης των προσώπων από τον νομοθέτη και τη διοίκηση. Οι σχετικές, λοιπόν, διαφοροποιήσεις στη μεταχείριση τόσο μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών, όσο και μεταξύ διαφόρων κατηγοριών αλλοδαπών μεταξύ τους, ιδίως με κριτήριο τη νομιμότητα της διαμονής, θεωρούνται συνήθως δικαιολογημένες και σπανίως ελκύουν την προσοχή όσον αφορά την απαγόρευση διακρίσεων. Μια προσεκτικότερη, όμως, ματιά δείχνει ότι η εικόνα αυτή είναι παραπλανητική. Υπάρχουν πεδία όπου η διάκριση λόγω ιθαγένειας ήδη δεν επιτρέπεται, και η διεθνής τάση είναι τα πεδία αυτά να βαίνουν διαρκώς αυξανόμενα. Πέρα από τις εξελίξεις στο ενωσιακό δίκαιο, που εξασφάλισαν για μια τεράστια κατηγορία αλλοδαπών, οι οποίοι είναι πολιτες άλλων κρατών μελών, μεταχείριση όμοια με αυτή των ημεδαπών, η ιθαγένεια μπορεί να θεωρηθεί ως ύποπτος λόγος διαφοροποίησης και για τους πολίτες τρίτων χωρών σε ότι αφορά ένα ευρύ φάσμα εννόμων σχέσεων, μολονότι αυτή καθ αυτή η ιθαγένεια σπανίως αναφέρεται σε διεθνή ή εθνικά κείμενα προστασίας κατά των διακρίσεων. Μέσω μιας επισκόπησης των συναφών διεθνών κανονιστικών κειμένων και της σχετικής νομολογίας, η εισήγηση εντοπίζει δύο στρατηγικές επέκτασης της προστασίας κατά των διακρίσεων και στους πολίτες τρίτων χωρών: Η πρώτη στηρίζεται στη γενική αρχή της ισότητας. Η δεύτερη θεωρεί ότι η ιθαγένεια συχνά χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο για διακρίσεις βάσει φυλής, εθνικής καταγωγής ή ακόμη και θρησκείας. Θρησκευτικη Ε κφραση στο Xω ρο Εργασιάς Ενω πιον του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ: Διακρι σεις εις βα ρος της Ελευθεριάς της Θρησκειάς ως Θεμελιω δους Δικαιω ματος; 7
Κυριακή Παυλίδου, LL.M., υποψ. διδάκτωρ, Freie Universität Berlin / Fabienne Bretscher, υποψ. διδάκτωρ, Πανεπιστήμιο Ζυρίχης Η ανα λυση επικεντρω νεται σε υποθε σεις θρησκευτικη ς ε κφρασης στο χω ρο εργασιάς, οι οποιές ασκη θηκαν ενω πιον του Ευρωπαι κου Δικαστηριόυ Ανθρωπι νων Δικαιωμα των (ΕΔΑΔ) και του Δικαστηριόυ της Ευρωπαι κη ς Ε νωσης (ΔΕΕ). Τι θεται το ερω τημα σχετικα με την εναρμο νιση του ευ ρους προστασιάς στην απαγο ρευση διακρι σεων απο με ρους της Ευρωπαι κη ς Ε νωσης (ΕΕ) και του Συμβουλι ου της Ευρω πης. Η παρε μβαση επικεντρω νεται στην Υπο θεση 188/15 Asma Bougnaoui, Association de De fense des droits de l'homme (ADDH) κατα Micropole Univers Α.Ε., ο που το ΔΕΕ θα εκδω σει απο φαση για πρω τη φορα για τις θρησκευτικε ς διακρι σεις στoν εργασιακο χω ρο, μετα την πα ροδο 16 ετω ν, αφο του η Οδηγιά 2000/78/ ΕΚ τε θηκε σε αρχικη ισχυ. Σε αυτο το πλαι σιο, η ανα λυση προβαι νει στη συ γκριση της πιο προ σφατης γνωμοδο τησης του Γενικου Εισαγγελεά Sharpston για την υπο θεση Bougnaoui με τις υποθε σεις Ebrahimian κατα Γαλλιάς και Eweida κατα Ηνωμε νου Βασιλειόυ, οι οποιές εκδικα στηκαν ενω πιον του Ευρωπαι κου Δικαστηριόυ Ανθρωπι νων Δικαιωμα των. Η ανα λυση επικεντρω νεται στο πω ς ο Γενικο ς Εισαγγελεάς Sharpston κατε ληξε στο συμπε ρασμα ο τι η απο λυση της εργαζομε νης αποτελει α μεση δυσμενη δια κριση εις βα ρος της βα σει του δικαιω ματο ς της στην ελευθεριά της θρησκειάς, ο πως κατοχυρω νεται βα σει του α ρθρου 9 της Ευρωπαι κη ς Συ μβασης των Δικαιωμα των του Ανθρω που (ΕΣΔΑ) και του α ρθρου 10 του Χα ρτη Θεμελιωδω ν Δικαιωμα των της Ευρωπαι κη ς Ε νωσης (ΧΘΔΕΕ), καθω ς επι σης ο τι η Οδηγιά 2000/78 δεν ει χε πεδιό εφαρμογη ς στη συγκεκριμε νη περι πτωση. Επισημαι νεται ο τι αυτη η εξε λιξη ε χει ιδιαι τερη σημασιά, καθο τι τοποθετει το βα ρος για την προστασιά της θρησκευτικη ς ε κφρασης στον εργασιακο χω ρο στη βα ση της κατοχυ ρωσης του δικαω ματος της θρησκευτικη ς ελευθεριάς ως θεμελιω δες ανθρω πινο δικαιώμα. Εξερευνω ντας τη συ νδεση της εν λο γω υποθε σης με τη σχετικη νομολογιά του ΕΔΑΔ, ο σον αφορα τις απαγορευ σεις στον τομεά της δημο σιας και ιδιωτικη ς απασχο λησης, η ε ρευνα επιχειρει να παρουσια σει τις νεο τερες εξελι ξεις στη θεωριά και την εφαρμογη της απαγο ρευσης των θρησκευτικω ν διακρι σεων στον χω ρο της εργασιάς. Με σω της αναγνω ρισης της συνα φειας μεταξυ της προστασιάς των ανθρωπι νων δικαιωμα των και των κανο νων της μη δια κρισης επιδιω κεται ο αναστοχασμο ς ως προς τη φυ ση της θρησκευτικη ς ελευθεριάς ως θεμελιω δους δικαιω ματος, που περιλαμβα νει μια ατομικη και μια συλλογικη δια σταση, και που χρη ζει προστασιάς το σο σε συμβολικο ο σο και σε πρακτικο επι πεδο για τους σκοπου ς της ισο τητας και της κοινωνικη ς συνοχη ς. 8
2 η ΗΜΕΡΑ Σάββατο, 4 Μαρτίου 2017 Συνεδρία Δ : «Η εφαρμογή της απαγόρευσης διακρίσεων στην πολιτική, ποινική και διοικητική δίκη» Αντιμετωπίζοντας τις διακρίσεις στο δικαστήριο εργαλεία, στρατηγικές και τα όριά τους Oliver Tolmein, Λέκτορας, Πανεπιστήμιο του Göttingen δικηγόρος Το ίδιο το γερμανικό δίκαιο δεν παρέχει στους δικηγόρους πολλά χρήσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση των διακρίσεων. Το μεγαλύτερο τμήμα του νομικού πλαισίου (όπως είναι η AGG Γενικός Νόμος για την Ίση Μεταχείριση) έχει την καταγωγή του στο ενωσιακό δίκαιο ή στο διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (όπως είναι η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι δικαστές, οι οποίοι είναι κυρίως εκπαιδευμένοι στο γερμανικό δίκαιο, δεν είναι συνηθισμένοι στο να το εφαρμόζουν. Αλλά δεν είναι απλώς ένα πρόβλημα εθνικού έναντι διεθνούς δικαίου αν οι διακρίσεις δεν αντιμετωπιστούν από τους δικαστές ως το νομικό πρόβλημα που πραγματικά είναι. Τα δικαστήρια και του δικαστές τους δεν είναι επαρκώς εκπαιδευμένοι για να αναγνωρίζουν τις διακρίσεις και τα ίδια τα δικαστικά όργανα δεν χαρακτηρίζονται από ποικιλομορφία. Ο Δρ. Oliver Tolmein, που ως δικηγόρος εξειδικεύεται κυρίως στα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, ασχολείται με υποθέσεις διακρίσεων στο πλαίσιο του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου, των υπηρεσιών και συμβάσεων και κατά την άσκηση διοικητικής δράσης. Θα παρουσιάσει ορισμένες δικές του υποθέσεις, που κρίθηκαν από ομοσπονδιακά δικαστήρια και το συνταγματικό δικαστήριο στη Γερμανία, αλλά επίσης θα αναφερθεί σε υποθέσεις που έφθασαν στο ΔΕΕ και το ΕΔΔΑ. Θα συζητήσει επίσης τις δυσκολίες που ανακύπτουν κατά τη συνεργασία με ΜΚΟ που ενδιαφέρονται να κινηθούν δικαστικά σε στρατηγικής σημασίας υποθέσεις. Πρόκληση και αντιμετώπιση διακρίσεων στο πλαίσιο του μηχανισμού της ποινικής δίκης: κατασταλτικά και δικαιοκρατικά όρια Ν. Χατζηνικολάου, Δ.Ν., Δικηγόρος Πανεπιστημιακός Υπότροφος, Νομική Σχολή ΑΠΘ Ο ελληνικός ποινικός μηχανισμός και η διοίκησή του διακρίνονται από χαρακτηριστικά που ευνοούν κάποτε την παραγωγή διακρίσεων κατά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Η χρόνια έλλειψη επαρκών στατιστικών στοιχείων καθιστά δύσκολη την επαρκή τεκμηρίωση, ώστε να διαπιστώσει 9
κανείς αξιόπιστα την επιρροή π.χ. της υπηκοότητας ή της καταγωγής του κατηγορουμένου σε κρίσιμους χώρους, όπως μεταξύ άλλων αυτοί των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, της επιμέτρησης ή ακόμη του ανασταλτικού αποτελέσματος των ενδίκων μέσων. Αν συνυπολογίσει κανείς ελλείμματα του συναφούς νομοθετικού πλαισίου αλλά και της εφαρμογής του στην πράξη, αναγνωρίζει το ενδεχόμενο ρωγμών για την ανάπτυξη δικαιοδοτικών κρίσεων που δεν σέβονται την αρχή της μη διάκρισης. Ο ίδιος άλλωστε ο πυρήνας της ποινικής καταστολής αναφέρεται στον κοινωνικό ανταγωνισμό και επομένως τείνει να αναπαράγει διακρίσεις. Από την άλλη πλευρά, οι διωκτικές αρχές και το ελληνικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης καλούνται τα τελευταία έτη να εφαρμόσουν ρυθμίσεις που επιχειρούν να προστατεύσουν την αρχή της μη διάκρισης με τα μέσα του ποινικού δικαίου. Ο εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός των σχετικών υποθέσεων, που δεν φαίνεται να αντανακλά τη φαινομενολογία της συναφούς κοινωνικής ύλης, σχετίζεται καταρχήν με επιμέρους χαρακτηριστικά του νομοθετικού πλαισίου, αλλά και ανάγεται σε περισσότερους παράγοντες: τον ευάλωτο χαρακτήρα των εμπλεκόμενων προσώπων, που δεν ευνοεί την πρόσβασή τους στη δικαιοσύνη. τον σύνθετο και ασαφή χαρακτήρα επιμέρους διοικητικών προβλέψεων που επιτρέπει την άδηλη διακριτική μεταχείριση. τις ανεπαρκείς δομές εποπτείας κατά την άσκηση επιχειρηματικών κ.λπ. αρμοδιοτήτων. Με αναφορά σε αυτούς τους δύο άξονες, της πρόκλησης αλλά και αντιμετώπισης των διακρίσεων στο πλαίσιο του μηχανισμού της ποινικής δίκης, η μελέτη επιχειρεί να αποτυπώσει τη συναφή ποινική πραγματικότητα στη χώρα μας, αλλά και να διαγράψει τα όρια συμβολής του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης στην αντιμετώπιση των διακρίσεων. Οικονομική ανάλυση του δικαίου κατά των διακρίσεων Δικονομικές εκφάνσεις Ευάγγελος Αγγελόπουλος, ΜΔΕ Δικηγόρος Αθηνών Αντικείμενο της εισήγησης είναι η εφαρμογή της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου στο πεδίο της πολιτικής κατά των διακρίσεων, με εστίαση στις δικονομικού χαρακτήρα διατάξεις (ενδεικτικώς βάρος απόδειξης, ένδικα βοηθήματα) των οικείων νομοθετημάτων. Σκοπός της παρουσίασης είναι η διαύγαση της αποτελεσματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων υπό το πρίσμα της οικονομικής ανάλυσης. Συνεδρία Ε : «Η κατάσταση των διακρίσεων στην Ελλάδα σήμερα» Απαγόρευση διακρίσεων και δημόσια λειτουργήματα: Το Συμβούλιο της Επικρατείας και η ερμηνεία των εθνικών και ενωσιακών κανόνων Μιχαήλ Πικραμένος, Σύμβουλος Επικρατείας Επίκουρος καθηγητής, Νομική Σχολή ΑΠΘ 10
Το Σύνταγμα, το ενωσιακό δίκαιο, οι διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί με νόμο και η εθνική νομοθεσία συνθέτουν το γενικό πλαίσιο στους τομείς της εργασίας και της απασχόλησης για α) ίση μεταχείριση των ατόμων, β) απαγόρευση των διακρίσεων λόγω θρησκείας, πεποιθήσεων, φύλου, ηλικίας, γενετήσιου προσανατολισμού, αναπηρίας, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, γ) λήψη θετικών μέτρων προς διασφάλιση της ουσιαστικής ισότητας. Ειδικότερα, η απαγόρευση διάκρισης λόγω φύλου και η λήψη θετικών μέτρων προς ενίσχυση της θέσης των γυναικών προβλέπεται από ειδικές συνταγματικές διατάξεις και ειδικές Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει ερμηνεύσει το ως άνω θεσμικό πλαίσιο σε υποθέσεις που αφορούν: α) την πρόσβαση σε δημόσια λειτουργήματα σε σχέση με ηλικιακούς περιορισμούς για τους υποψήφιους, β) την πρόσβαση σε εξετάσεις για την κατάληψη δημοσίων θέσεων από πρόσωπα με αναπηρία και την υποχρέωση διασφάλισης των κατάλληλων συνθηκών, γ) την αποχώρηση από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης ορίου ηλικίας, δ) τη συνδρομή συγκεκριμένων φυσικών προσόντων για την είσοδο των γυναικών σε ειδικές υπηρεσίες του δημοσίου, ε) τη χορήγηση γονικών αδειών σε εργαζόμενους στο Δημόσιο, άνδρες και γυναίκες, στ) τη λήψη θετικών μέτρων για την πρόσβαση των γυναικών σε αιρετά δημόσια αξιώματα. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει λάβει υπόψη τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη διαμορφωθείσα με βάση την ερμηνεία διατάξεων του ενωσιακού δικαίου. Η εισήγηση αποσκοπεί στην συνοπτική παρουσίαση τόσο του θεσμικού πλαισίου όσο και της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας καθώς και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο κρίσιμο ζήτημα της απαγόρευσης των διακρίσεων, που αποτελεί κορυφαίο πρόβλημα της σύγχρονης δημοκρατίας, στο ευαίσθητο πεδίο των δημοσίων λειτουργημάτων που συνδέεται με την οργάνωση και στελέχωση υπηρεσιών του κράτους. Καταπολέμηση των διακρίσεων σε χώρα υπερηφάνως ομοιογενή και δημοσιονομικώς ασφυκτιούσα Κωστής Παπαϊωάννου, τέως Γενικός Γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τέως Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εκπαιδευτικός-ιστορικός Ο λόγος περί διακρίσεων στην Ελλάδα συναντά δυο ισχυρούς περιορισμούς. Ο ένας είναι η παραδοσιακή θεσμική αντίληψη περί μιας κοινωνίας με δομικό γνώρισμα την απόλυτη ομοιογένεια που καλύπτει μεγάλο μέρος των κριτηρίων διάκρισης, κυρίως όσων σχετίζονται με στοιχεία καταγωγής, αντιλήψεων ή συμπεριφοράς. Ο άλλος είναι τα συντριπτικά πλήγματα που επέφεραν η ύφεση και η πολιτική λιτότητας των τελευταίων ετών στη δυνατότητα να χρηματοδοτηθούν πολιτικές άρσης των διακρίσεων. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο, έχουν γίνει σημαντικά βήματα, ενώ οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν δείχνουν ότι υπάρχουν ακόμα ισχυρές πολιτικές και κοινωνικές αντιστάσεις στην ίδια την έννοια της μη διάκρισης. Οι δυο πρόσφατοι νόμοι, για το Σύμφωνο Συμβίωσης και την Καταπολέμηση των Διακρίσεων αποτελούν ισχυρά παραδείγματα. Εξάλλου, σημασία έχει και ο τρόπος 11
που έχει επιδράσει το οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο, η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, η αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας, η φτωχοποίηση, στην έννοια και στο λόγο περί διακρίσεων. Οι συνθήκες αυτές δείχνουν ίσως και τα όρια αυτού του λόγου. Η ετερότητα ως προϋπόθεση και ως αποτέλεσμα του περί διακρίσεων λόγου Γιώργος Αγγελόπουλος, Επίκ. Καθηγητής, Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας, Α.Π.Θ. Η μετωνυμική σχέση αιτιότητας ανάμεσα στην ετερότητα και στις διακρίσεις συνιστά δομικό χαρακτηριστικό των νεωτερικών κοινωνιών. Η ανακοίνωση αυτή εστιάζει στη διαπραγμάτευση της ετερότητας στην Ελλάδα την τελευταία εικοσαετία. Εξετάζει την πορεία των παραδοσιακά «άλλων» με όρους εθνικής, εθνοτικής, ταξικής, πολιτισμικής και έμφυλης διαφοροποίησης. Αναζητά τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες κάποιες μορφές ετερότητας απώλεσαν την ανταλλακτική τους αξία στο επίπεδο της κοινωνίας και της πολιτικής και την ανάδυση νέων μορφών ετερότητας. Οι διαδικασίες αυτές συναρτώνται με ευρύτερες αλλαγές στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την επανατοποθέτηση της σχέσης εθνικισμού και νεοφιλελευθερισμού. Καταπολέμηση των διακρίσεων: ο ρόλος και οι προκλήσεις για τους εθνικούς φορείς προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης Καλλιόπη Λυκοβαρδή, Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη Ο Συνήγορος ήδη από το 2005, έτος έναρξης της εφαρμογής του νόμου 3304/2005, είναι ο αρμόδιος φορέας προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως εθνικής ή φυλετικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού στον δημόσιο τομέα. Παράλληλα, ο Συνήγορος του Πολίτη είναι ο αρμόδιος φορέας προώθησης και εποπτείας της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, σύμφωνα με τον ν.3896/2010. Στο πλαίσιο των ειδικών του αυτών αρμοδιοτήτων, ο Συνήγορος έχει εξετάσει πλήθος αναφορών που σχετίζονται με διακρίσεις αυτών των κατηγοριών υποθέσεων. Μολονότι ο συνολικός τους αριθμός εμφανίζει σταδιακά αυξητικές τάσεις, παραμένει, ωστόσο, χαμηλός στο σύνολό του, και προφανώς δεν είναι καν ενδεικτικός του πραγματικού αριθμού των υποθέσεων διακρίσεων στη χώρα μας. Με τον ν.4443/2016 επήλθε αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου που εισήγαγε ο ν.3304/2005, με κεντρική αλλαγή την ανάθεση της συνολικής αρμοδιότητας για θέματα εφαρμογής και προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα στο Συνήγορο του Πολίτη. Η πρόσφατη ανάθεση της νέας αρμοδιότητας, συνοδεύτηκε και από την εσωτερική οργανωτική επιλογή της Αρχής να ανατεθεί το συγκεκριμένο έργο σε αυτοτελή Κύκλο του Συνηγόρου του Πολίτη, ο οποίος θα εξετάζει στο εξής αναφορές που αφορούν τόσο ζητήματα ισότητας των φύλων, όσο και ζητήματα ίσης μεταχείρισης που αφορούν του λόγους 12
διάκρισης του συγκεκριμένου νόμου. Στην εισήγηση επιχειρείται η αποτίμηση της εφαρμογής των ν.3304/2005 και ν.3896/2010 από τον Συνήγορο του Πολίτη και ο σχολιασμός του νέου νομοθετικού πλαισίου καταπολέμησης των διακρίσεων (v.4443/2016), με ιδιαίτερη εστίαση στο ρόλο και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ως εθνικός φορέας εποπτείας και προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Έντονες διακρίσεις στο πεδίο της Επιχειρηματικότητας: Η περίπτωση της επιχειρηματικότητας των Μουσουλμάνων Μεταναστών και των Ρομά στην Ελλάδα της κρίσης Ιωάννα Τσίγκανου, Διευθύντρια Ερευνών ΕΚΚΕ Οι επιχειρηματίες που είναι μουσουλμάνοι μετανάστες και Ρομά, αντιμετωπίζουν ποικίλα εμπόδια που παρακωλύουν τη δραστηριότητά που αναπτύσσουν στο πλαίσιο τοπικών αγορών εργασίας. Πέραν των συνεχιζομένων και έντονων φραγμών που συναρτώνται με την εθνικότητα και το θρήσκευμά τους, οι επιχειρηματίες αυτοί υφίστανται σημαντικές διακρίσεις που οφείλονται στην έλλειψη εκπαιδευτικών εφοδίων, στην άγνοια της ελληνικής γλώσσας, στην απουσία ή τη δυσκολία εξεύρεσης κεφαλαίων προς επένδυση, στο φύλο και την ηλικία. Η χαρτογράφηση της επιχειρηματικότητας των Μουσουλμάνων μεταναστών στην Ελλάδα δείχνει ότι η επιχειρηματικότητα αυτή υφίσταται, αν και σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, αποκλειστικά και μόνον ως στρατηγική επιβίωσης. Ταυτόχρονα η γυναικεία επιχειρηματικότητα είναι ανύπαρκτη λόγω του ότι η παράδοση και τα ήθη θέτουν σημαντικά εμπόδια στην δραστηριοποίηση εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος. Η θρησκεία ομοίως προβάλλει ανυπέρβλητα εμπόδια. Πέραν τούτων αυτή η ίδια η παρουσία (εμφάνιση) δημιουργεί έδαφος για πολλαπλές διακρίσεις. Από την άλλη πλευρά η επιχειρηματικότητα των Ελλήνων Ρομά, αν και διαφοροποιημένη ως προς τα χαρακτηριστικά από την επιχειρηματικότητα των μουσουλμάνων μεταναστών, εμφανίζει τα χαρακτηριστικά των διακρίσεων σε βάρος των νομαδικά μετακινούμενων πληθυσμών απανταχού γης. Οι διακρίσεις αυτές σε βάρος των Ελλήνων Ρομά είναι βαθειά ριζωμένες. Ερευνητικά αποτελέσματα προτείνουν ότι η περίπτωση της επιχειρηματικότητας των παραπάνω κατηγοριών πληθυσμού στην Ελλάδα εν μέσω κρίσης φέρει τα χαρακτηριστικά της θεώρησης των «εθνοτικών νησίδων» όπου όλοι οι εμπλεκόμενοι (παραγωγοί, ιδιοκτήτες, εργαζόμενοι, πελάτες ) προέρχονται από την ίδια εθνοτική ομάδα. Επίσης επιβεβαιώνεται και η θεώρηση της ανακοπείσας κοινωνικής κινητικότητας των παραπάνω κατηγοριών πληθυσμού εφόσον οι διακρίσεις εμποδίζουν την ανοδική τους κινητικότητα. Τελικώς η επιβίωση παραμένει ο κινητήριος μοχλός ο οποίος ενεργοποιεί την εμπλοκή των μουσουλμάνων μεταναστών καθώς και των Ρομά με την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα της κρίσης. 13
Συνεδρία Στ (Στρογγυλή τράπεζα): «Πώς θα ενσωματώσουμε τις διατάξεις κατά των διακρίσεων στην καθημερινή πρακτική των εφαρμοστών του δικαίου;» Καταπολεμώντας τις διακρίσεις: ένας άπιαστος στόχος; Κωστής Τσιτσελίκης, Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη Η ομογενοποίηση του δικαίου δικαιωμάτων του ανθρώπου αλλά και των διεθνών πρακτικών στην Ευρώπη, από πλευράς διεθνών διακυβερνητικών οργανισμών και οργανώσεων έχει αναδείξει την καταπολέμηση των διακρίσεων ως έναν βασικό στόχο εδώ και περίπου 25 χρόνια. Από την καμπάνια του Συμβουλίου της Ευρώπης «όλοι διαφορετικοί όλοι ίσοι» που ξεκίνησε το 1994 μέχρι την πρόσφατη εφαρμογή των Οδηγιών για τις διακρίσεις στην ελληνική έννομη τάξη, η προσπάθεια αυτή μοιάζει να βρίσκεται πάντα ένα βήμα πριν από τον στόχο της. Οι διακρισιακές πολιτικές, νόμοι και πρακτικές τρέφονται από ένα ιδεολογικό υπόστρωμα που το δίκαιο δεν μπορεί να αγγίξει εύκολα. Μισαλλοδοξία, εθνικισμός και ρατσισμός συναποτελούν αυτό το υπόστρωμα που συχνά αυτονομείται από το υπόλοιπο πολιτικό περιβάλλον, αλλά μπορεί και να το καθορίσει στοχεύοντας κυρίως σε μειονότητες, μετανάστες, αλλά και κάθε είδους «διαφορετικούς» ανθρώπους. Σε αυτό λοιπόν το φαινόμενο, ο διεθνής παράγοντας, είτε έρχεται από διακυβερνητικά όργανα (βλ. ECRI, FRA) ή δικαστήρια (ΕΔΔΑ) είτε από μη κυβερνητικές οργανώσεις (Amnesty International, Human Rights Watch, FIDH) επιχειρεί να δημιουργήσει αναχώματα: άσκηση πίεσης προς τις κυβερνήσεις, ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, αλλά και έμπρακτης βοήθειας και αλληλεγγύης στα θύματα. Στο εθνικό επίπεδο, η διεθνής πίεση μπορεί να έχει ορατά αποτελέσματα, άλλες φορές το δίκαιο να υιοθετείται εντελώς προσχηματικά. Τις πτυχές μεταξύ επιτυχίας -αποτυχίας έχουμε βιώσει στην Ελλάδα μέσα από τη δράση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου: νέες συμμαχίες δημιουργούνται, παλαιές εμμονές και στερεότυπα συντηρούνται. Ενσωματώνοντας το δίκαιο της μη διάκρισης στην καθημερινή πρακτική των νομικών και των ακτιβιστών της κοινωνίας των πολιτών Vera Egenberger, Ιδρύτρια και επίτιμη Διευθύντρια της μ.κ.ο. Bureau for the Implementation of Equal Treatment e.v. (BUG), Βερολίνο Ο γερμανικός νόμος για την Ίση Μεταχείριση είχε μια δύσκολη αρχή το 2006. Το κυβερνών κόμμα, οι οργανώσεις των εργοδοτών και οργανώσεις που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα των παρόχων υπηρεσιών κατηγόρησαν το νόμο ως γραφειοκρατικό και άχρηστο. 10 χρόνια μετά, ο νόμος χρησιμοποιείται σε αξιοσημείωτο βαθμό και οι δικηγόροι είναι όλο και περισσότερο ενήμεροι για τις 14
δυνατότητες που παρέχει. Ωστόσο, ο δρόμος μέχρι το σημείο αυτό υπήρξε μακρύς. Απαραίτητη ήταν καταρχάς η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των Μ.Κ.Ο. που ασχολούνται με τις διάφορες μορφές διακρίσεων. Επίσης μία κομβική παράμετρος ήταν και παραμένει η εκπαίδευση των δικηγόρων και των δικαστών σχετικά με το νόμο, καθώς ακόμα και σήμερα δεν χρησιμοποιείται συχνά. Απαραίτητη υπήρξε η ενίσχυση της συνειδητοποίησης των θυμάτων διάκρισης, προκειμένου να ενημερωθούν οι άνθρωποι που έχουν υποστεί διάκριση για τα δικαιώματά τους και να καταστεί εφικτή η αξιοποίηση του νόμου. Η προώθηση πιλοτικών δικών στο πεδίο της απαγόρευσης διακρίσεων ενίσχυσε τη δημιουργία παραδειγμάτων εφαρμογής του νόμου και την ερμηνεία των διατάξεών του μέσω της νομολογίας. Επίσης έλαβε χώρα μια εκτενής ενημερωτική καμπάνια, προκειμένου να ενημερωθεί το κοινό σχετικά με τις διακρίσεις και την καταπολέμηση του αποκλεισμού. Πολυάριθμες μελέτες έχουν δημοσιευθεί προς ανάλυση των νομικών και κοινωνιολογικών παραμέτρων του νόμου και προσφέρουν επιστημονική ανάλυση των διακρίσεων. Κατά τα τελευταία χρόνια αξιοποιείται επίσης η δημιουργία δικτύων μεταξύ των Μ.Κ.Ο. που ασχολούνται με τις διακρίσεις και παρέχουν συμβουλευτική, και νομικών της πράξης, προκειμένου να διασφαλισθεί ο συντονισμός και η τεκμηρίωση των δικαστικών ενεργειών. Όλα αυτά τα μέτρα έχουν οδηγήσει σε σημαντική ενίσχυση της εφαρμογής του Νόμου για την Ίση Μεταχείριση στη Γερμανία. *** 15