ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΜΕ ΣΤΕΡΗΤΙΚΟ Α- Παπασωτηρίου Αιμιλία (ΑΕΜ: 1080) ΜΑΡΤΙΟΣ 2011
Περιεχόμενα 1. Εισαγωγή...3 1.1 Για τα επίθετα γενικά...3 1.2 Άρνηση, μέσα άρνησης...6 1.3 Θεωρητικό πλαίσιο...7 1.3.1 Ταξική σηματοδότηση...10 1.4 Στερητικό α-, ορισμοί...10 2. Στερητικά επίθετα με βάση ουσιαστικό...13 2.1 Υλικό...13 2.2 Kατηγορική σχέση...13 2.3 Kατάληξη επιθέτων...14 2.4 Τα ουσιαστικά βάσεις...16 2.5 Ανάλυση...17 2.6 Σχέσεις αντίθεσης...20 2.7 Σημασιακή επέκταση...23 2.8 Σχέση ουσιαστικού βάσης και προσδιοριζόμενου ουσιαστικού...25 3. Στερητικά επίθετα με βάση ρήμα...27 3.1 Επίθετα σε τος...28 3.1.2 Σημασία...29 3.1.3 Κανόνας κατασκευής...32 3.1.4 Απαλοιφή του στερητικού...35 3.1.5 Στερητικά επίθετα και επίταση...37 4. Στερητικά επίθετα με βάση επίθετο...38 4.1 Υλικό...38 4.2 Ανάλυση...40 4.3 Άρνηση είδη άρνησης...43 4.4 Σχέσεις αντίθεσης...44 5. Επίλογος.....49 Παράρτημα I - Επίθετα με βάση ουσιαστικό...50 Παράρτημα II -Επίθετα με βάση επίθετο...56 Βιβλιογραφικές αναφορές...59 2
.1. Εισαγωγή Στην παρούσα εργασία εξετάζονται τα στερητικά επίθετα που σχηματίζονται με προθηματοποίηση ονοματικών βάσεων, ουσιαστικών και επιθέτων, καθώς και τα στερητικά επίθετα που παράγονται με βάση ρήμα. Τα επίθετα αναλύονται μορφολογικά και σημασιολογικά και επιχειρείται η διερεύνηση της σημασιολογικής οδηγίας του κατεξοχήν αρνητικού προθήματος της Νέας Ελληνικής, του στερητικού α-, μέσω της μελέτης της συνεισφοράς του στη σημασία των διαφόρων κατηγοριών επιθέτων και της εξακρίβωσης του είδους της άρνησης που εκφράζει. 1.1.Για τα επίθετα γενικά Χρησιμοποιούμε τα επίθετα για να αποδώσουμε ιδιότητες σε διάφορες οντότητες και αποδίδουμε ιδιότητες στις οντότητες είτε για να τις περιγράψουμε απλώς ως προς κάποιο χαρακτηριστικό είτε για να τις ταξινομήσουμε είτε για να προσδιορίσουμε την ταυτότητά τους ( Warren, 1984 : 12). Ορισμένες ιδιότητες μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο με όρους παρουσίας - απουσίας, δηλαδή μία οντότητα μπορεί είτε να χαρακτηρίζεται από την παρουσία μιας ιδιότητας είτε όχι. Έτσι, για παράδειγμα, ένας υπολογιστής ή είναι φορητός ή δεν είναι. Τέτοιου είδους ιδιότητες αποτελούν συχνά κριτήριο για την κατηγοριοποίηση μιας τάξης οντοτήτων σε δύο τάξεις, που ορίζονται αντίστοιχα από την παρουσία και την απουσία της εν λόγω ιδιότητας. Αυτές οι ιδιότητες αποδίδονται γλωσσικά με μια κατηγορία επιθέτων που ονομάζονται απόλυτα (Cruse, 2004 : 302). Οι περισσότερες ιδιότητες ωστόσο γίνονται αντιληπτές ως παρούσες σε κάποιο βαθμό, μεγαλύτερο ή μικρότερο. Ο βαθμός στον οποίο εμφανίζονται να χαρακτηρίζουν μια οντότητα ποικίλλει. Γλωσσικά αυτό κωδικοποιείται με την χρήση παραθετικών του επιθέτου και με την δυνατότητα προσδιορισμού του από επιρρήματα του ποσού. Έτσι, ένα φόρεμα μπορεί να είναι μακρύ, μακρύτερο από ένα άλλο, πολύ μακρύ. Τέτοιου είδους επίθετα ονομάζονται σχετικά ή συγκατηγορηματικά (Cruse, ό.π.). Πέρα από τη δυνατότητα διαβάθμισης, τα σχετικά επίθετα διαφοροποιούνται από τα απόλυτα κατά το ότι μπορούν να ερμηνευτούν μόνο σε σχέση με το αντικείμενο αναφοράς του ουσιαστικού που προσδιορίζουν (Cruse, 3
ό.π.), λ.χ. ένας μικρός ελέφαντας δεν είναι ένα μικρό ζώο, ενώ ένα γκρι ποντίκι είναι ένα γκρι ζώο. Μπορούμε να φανταστούμε μια διαβαθμίσιμη ιδιότητα σαν μία κλίμακα. Όσο υψηλότερα στην κλίμακα τοποθετείται κάτι, τόσο μεγαλύτερος είναι και ο βαθμός στον οποίο κατέχει την ιδιότητα, και όσο χαμηλότερα βρίσκεται στην κλίμακα, τόσο μικρότερος και ο βαθμός της ιδιότητας. Ορισμένα επίθετα εκφράζουν ιδιότητα που μπορεί να μετρηθεί με συμβατικές μονάδες μέτρησης και τέτοιες ιδιότητες είναι το μήκος, το ύψος, η ταχύτητα, η θερμοκρασία κ.ά. Όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια οντότητα ως προς μια τέτοιου είδους ιδιότητα, έχουμε την δυνατότητα να μιλήσουμε γι αυτήν είτε με ακρίβεια, με αναφορά στον ακριβή βαθμό της, είτε σχετικά με μια ρητή ή υπόρρητη τιμή αναφοράς, με την χρήση του αντίστοιχου επιθέτου. Λ.χ. μπορούμε να πούμε ότι η θάλασσα σ ένα ορισμένο σημείο είναι ρηχή ή, εναλλακτικά, ότι η θάλασσα σε αυτό το σημείο έχει βάθος 5 μέτρα (Ξυδόπουλος, 2008: 137). Τα επίθετα της Νέας Ελληνικής κατηγοριοποιούνται βασικά σε περιγραφικά και ταξινομικά (Αναστασιάδη Συμεωνίδη, 1986). Τα ταξινομικά επίθετα δηλώνουν ότι αυτό που προσδιορίζουν ανήκει σε συγκεκριμένη κατηγορία ή είδος, λ.χ. γλωσσολογικό συνέδριο, φιλολογικό τμήμα. Τα περιγραφικά επίθετα αποδίδουν μια ιδιότητα σε ένα αντικείμενο αναφοράς, προκειμένου να το περιγράψουν ή να το αξιολογήσουν, λ.χ. ζεστό νερό, ωραία μάτια. Τα πρώτα δεν επιδέχονται κανονικά διαβάθμιση και συνεπώς δεν μπορούν να προσδιοριστούν με επιρρήματα του ποσού. Ακόμα, ενώ η θέση των περιγραφικών επιθέτων είναι σχετικά ελεύθερη σε σχέση με το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, τα ταξινομικά επίθετα δεν μπορούν να απομακρυνθούν από αυτό. Είναι πάντως δυνατό ένα ταξινομικό επίθετο, αποκτώντας αξιολογική χροιά, να καταστεί περιγραφικό, π.χ. το επιστημονικό συνέδριο αλλά η επιστημονικότερη ανάλυση, καθώς επίσης ένα τυπικά περιγραφικό επίθετο να χρησιμοποιείται ταξινομικά, π.χ. το καφέ παλτό αλλά η καφέ αρκούδα. Μια σχετικά διαφοροποιημένη, τριμερής κατηγοριοποίηση των επιθέτων προτείνεται από την C. Paradis (Adjectives and boundedness, 2001). Σύμφωνα με αυτήν, ενώ η ερμηνεία ενός επιθέτου στηρίζεται βασικά στο πεδίο που ορίζει το περιεχόμενό του 4
(content domain), δηλαδή στις εγγενείς γλωσσικές ιδιότητές του και στο γλωσσικό και πραγματολογικό περικείμενο που χρησιμοποιείται, σημαντικό ρόλο έχει και το σχηματικό πεδίο (schematic domain) του επιθέτου. Το σχηματικό πεδίο αφορά τη διαβαθμισιμότητα και πρέπει να βρίσκεται σε συμφωνία με το σχηματικό πεδίο του επιρρήματος που προσδιορίζει το επίθετο. Π.χ., η σημασιακή ανωμαλία των φράσεων εντελώς μακρύς και πολύ νεκρός οφείλεται στο ότι τα συνδυαζόμενα στοιχεία ερμηνεύονται σύμφωνα με διαφορετικούς τύπους διαβαθμισιμότητας. Η Paradis υποστηρίζει ότι η παρουσία ή απουσία ορίων μιας οντότητας είναι πολύ σημαντικό στοιχείο για την κατανόησή της και ότι αυτό το στοιχείο, που εκδηλώνεται στα ουσιαστικά με τη διάκριση μετρήσιμο / μη μετρήσιμο και στα ρήματα με τη διάκριση συνεχές / μη συνεχές, ισχύει και για τα επίθετα και σχετίζεται με τη διαβαθμισιμότητά τους. Με κριτήρια το είδος των διαβαθμιστικών επιρρημάτων με τα οποία συνδυάζονται και το είδος της αντίθεσης που μπορούν να δημιουργήσουν, τα επίθετα χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: κλιμακούμενα ή διαβαθμισμένα (scalar adjectives), ακραία (extreme adjectives) και οριακά (limit adjectives). Τα κλιμακούμενα ή διαβαθμισμένα (λ.χ. μακρύς, καλός) σχηματίζουν αντωνυμικά ζεύγη 1, είναι πλήρως διαβαθμίσιμα και δηλώνουν μια ιδιότητα που ποικίλλει σε βαθμό. Συνδυάζονται με επιρρήματα όπως πολύ, αρκετά. Ερμηνεύονται σαν να δηλώνουν ένα σύνολο τιμών (range) σε μια κλίμακα, η οποία δεν έχει τέλος και μ αυτήν την έννοια τα επίθετα αυτά γίνονται αντιληπτά ως μη οριοθετημένα. Τα ακραία επίθετα (λ.χ. απαίσιος, λαμπρός) αποδίδουν επίσης αντωνυμικά ζεύγη και γίνονται αντιληπτά σύμφωνα με μια κλίμακα, ωστόσο δηλώνουν το έσχατο σημείο στην κλίμακα και μ αυτήν την έννοια θεωρούνται οριοθετημένα. Μπορούν να προσδιοριστούν από επιρρήματα όπως απολύτως, τελείως. Τα παραθετικά τους δεν είναι αποδεκτά από όλους τους ομιλητές, πάντως όπου χρησιμοποιούνται, είναι για να δηλώσουν υπερβολικό βαθμό της ιδιότητας. Η τρίτη κατηγορία, αυτή των οριακών επιθέτων (λ.χ. νεκρός, όμοιος), διαφέρει από τις άλλες δύο κατά το ότι τα επίθετα που την αποτελούν δεν σχετίζονται με κλίμακα αλλά γίνονται αντιληπτά με όρους «είτε είτε». Δεν σχηματίζουν παραθετικά, είναι απόλυτα και χωρίζουν ένα πεδίο σε δύο διακριτά μέρη. Προσδιορίζονται από 1 Για τον ορισμό αντωνύμων και συμπληρωματικών αντιθέτων βλ. σελ. 20-21. 5
επιρρήματα όπως απόλυτα, τελείως. Σχηματίζουν συμπληρωματικά αντίθετα και σχετίζονται με ορισμένο όριο. Επισημαίνεται πάντως από τη συγγραφέα του άρθρου ότι τα επίθετα δεν μπορούν να ταξινομηθούν αυστηρά με βάση αυτές τις κατηγορίες, καθώς η σημασία τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα συμφραζόμενα, τα οποία μπορεί να υποβάλλουν διαφορετική από την ουδέτερη ή συνηθέστερη σημασία τους. 1.2 Άρνηση, μέσα άρνησης Χρησιμοποιούμε την άρνηση για να δηλώσουμε ότι κάτι δεν ισχύει. Αυτό που αρνούμαστε, η ύπαρξη μιας οντότητας, με την ευρύτερη έννοια του όρου, είναι κατά κάποιο τρόπο εγκατεστημένη στον συνομιλιακό κόσμο. Οι ομιλητές αρνούνται κάτι που μόλις έχουν ακούσει και κατ αυτούς δεν ισχύει, αλλά μπορούν να αρνηθούν και κάτι που, χωρίς να είναι εκπεφρασμένο, αποδίδουν ως πεποίθηση ή προσδοκία στους συνομιλητές τους (Βελούδης, 2005β : 15). Για να εκφράσει ο ομιλητής την άρνησή του, έχει στη διάθεσή του, σύμφωνα με τη γραμματική των Κλαίρη - Μπαμπινιώτη (2005 : &365), δύο τρόπους: τη γραμματική και τη λεξική άρνηση. Η γραμματική άρνηση εκδηλώνεται στο πεδίο της σύνταξης και εκφράζεται από λέξεις (από μη δεσμευμένες μορφές) που προσδιορίζουν άλλες λέξεις. Βασικοί φορείς της άρνησης είναι για το πεδίο κρίσεως το μόριο δεν και για το πεδίο επιθυμίας το μη(ν). Αρνητική σημασία εκφράζεται ακόμα με τα προτασιακά επιρρήματα όχι, μπα, με τους συνδέσμους ούτε, μήτε, με τις προθέσεις δίχως, χωρίς, άνευ, και (σε ελλειπτικές προτάσεις με εμφατικό τονισμό) τις αντωνυμίες κανείς/ καμία/ κανένα, τα επιρρήματα ποτέ, πουθενά. Η λεξική άρνηση εκφράζεται με λέξεις που από μόνες τους (χωρίς να προσδιορίζουν άλλες) έχουν αρνητική σημασία. Αυτές είναι οι παράγωγες με τα στερητικά μορφήματα α-, ξε-, απο-, αντι-, π.χ. άκακος, ξεβάφω, απομυθοποιώ, αντιπρόταση. Ακόμα λεξική άρνηση εκφράζεται με το μόριο μη όταν προσδιορίζει ένα ονοματικό στοιχείο, π.χ. μη καπνιστής. Ως μορφή ειδικής λεξικής άρνησης αναγνωρίζεται επίσης η αντωνυμική σχέση των λέξεων, πχ καλός κακός «αυτός που δεν είναι καλός». 6
Στην κατηγοριοποίηση των Κλαίρη - Μπαμπινιώτη μπορούμε να προσθέσουμε τη δυνατότητα άρνησης του περιεχομένου μιας πρότασης με την χρήση ρημάτων όπως αρνούμαι, διαφωνώ, απορρίπτω, αποκλείεται. 1.3 Θεωρητικό πλαίσιο Η λεξιλογική ικανότητα των ομιλητών, που μπορεί να οριστεί ως η υποσυνείδητη γνώση που έχουν οι ομιλητές για τους παραγωγικούς κανόνες της γλώσσας τους, τους επιτρέπει να κατανοούν, με την προϋπόθεση ότι γνωρίζουν την σημασία της βάσης και τον υποκείμενο κανόνα κατασκευής, τις κατασκευασμένες λέξεις που ακούνε, ακόμα και αν τις ακούνε για πρώτη φορά ή αν είναι αυθόρμητοι νεολογισμοί. Η ίδια ικανότητα τους επιτρέπει επίσης να παράγουν οι ίδιοι νεολογισμούς. Όπως και στο επίπεδο της πρότασης, έτσι και στο επίπεδο της κατασκευασμένης λεξικής μονάδας, οι κανόνες είναι ο «αλγόριθμος» με βάση τον οποίο κωδικοποιούμε και αποκωδικοποιούμε σημασίες. Για την ανάλυση των κατασκευασμένων με το πρόθημα α- επιθέτων χρησιμοποιείται στην παρούσα εργασία το μοντέλο μορφολογίας παραγωγής που εκπονήθηκε από την ερευνητική ομάδα SILEX του Πανεπιστημίου Lille ΙΙΙ της Γαλλίας υπό την καθοδήγηση της καθηγήτριας Danielle Corbin. Ακολουθεί μια σύντομη περιγραφή των αρχών του μοντέλου, η οποία βασίζεται στην εργασία της Αναστασιάδη Συμεωνίδη «Η νεοελληνική παραγωγή κατά το μοντέλο της D. Corbin» (1992). Από εκεί αντλούνται και τα σχετικά παραδείγματα. Το μοντέλο επιχειρεί να περιγράψει τη λεξιλογική ικανότητα των ομιλητών με την ανακάλυψη των αρχών και τη διατύπωση των κανόνων που διέπουν το κατασκευασμένο τμήμα του λεξιλογίου μιας γλώσσας. Βασική αρχή του μοντέλου της Corbin είναι η συζευκτικότητα, δηλαδή η αρχή ότι η σημασία μιας κατασκευασμένης λέξης κατασκευάζεται ταυτόχρονα με τη μορφολογική της δομή και με συνθετικό τρόπο σε σχέση με αυτήν. Συνεπώς κάθε λέξη που μπορεί να αναλυθεί μορφολογικά προβλέπεται ότι μπορεί να ερμηνευτεί σημασιολογικά σύμφωνα με τη μορφή αυτή. Υπάρχουν τέσσερα είδη δόμησης των λέξεων: η προθηματοποίηση, η επιθηματοποίηση, η σύνθεση και η μετατροπή (αλλαγή γραμματικής κατηγορίας). 7
Η κατασκευασμένη λέξη είναι η σύνδεση ως αποτέλεσμα της εφαρμογής ενός κανόνα κατασκευής λέξεων μιας μορφολογικής δομής, που δε συμπίπτει αναγκαστικά με την ορατή μορφή της λέξης, με μια σημασία, που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με τη μαρτυρημένη σημασία. Για να θεωρηθεί μια λέξη κατασκευασμένη πρέπει τα συστατικά της στοιχεία στη βαθιά μορφολογική δομή να ανήκουν το καθένα σε μια κατηγορία και να συνδέονται με μια σημασία με αναπαραγώγιμο τρόπο. Π.χ. νατουραλισμός δεν είναι κατασκευασμένη λέξη αλλά περίπλοκη αφού ταυτίζουμε μόνο το επίθημα -ισμός. Πρέπει επίσης η προβλεπτή σημασία να είναι συνθετική σε σχέση με τη μορφολογική δομή και πρέπει ακόμα οι τυχόν διαστρεβλώσεις να μπορούν να εξηγηθούν με ειδικούς ομαλούς σχηματισμούς. Συνεπώς το μοντέλο προβλέπει σαφώς ποιες λέξεις είναι κατασκευασμένες και επιπλέον προτείνει, σε αντίθεση με άλλα μοντέλα, τριμερή διάκριση των λέξεων: α) [+ κατασκευασμένες], π.χ. κεφαλ-ιά β) [- κατασκευασμένες], π.χ. παιδί γ) [- κατασκευασμένες, + δομημένες], π.χ. νατουραλισμός. Ο Κανόνας Κατακευής Λέξεων (ΚΚΛ) είναι η εφαρμογή πάνω σε μια βάση ενός από τα μέσα του μορφολογικού παραδείγματός του και περιλαμβάνει τέσσερα συστατικά: α) μια δομική πράξη που δημιουργεί μια κατηγορική σχέση ανάμεσα στη βάση και την κατασκευασμένη λέξη, λ.χ. ο συσχετιστικός κανόνας κατασκευάζει επίθετα από ουσιαστικά (Ο>Ε). β) μια σημασιολογική πράξη που κατασκευάζει τη βασική σημασία όλων των λέξεων που κατασκευάζει ο κανόνας. Λ.χ. τα προϊόντα του ΚΚΛ Ο>Ε δημιουργούν μια σχέση ανάμεσα στο αντικείμενο αναφοράς του ουσιαστικού της βάσης και το αντικείμενο αναφοράς του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού. γ) ένα μορφολογικό παράδειγμα που περιλαμβάνει όλα τα μέσα κατασκευής του (προσφύματα), τα οποία δεν είναι εναλλάξιμα μεταξύ τους, καθώς το καθένα εξειδικεύει με διαφορετικό τρόπο την προβλεπτή σημασία. Στο μορφολογικό παράδειγμα του συσχετιστικού κανόνα, π.χ., ανήκουν τα επιθήματα: ιν(ός), ερ(ός,) ένι(ος), ίστικ(ος) κ.ά. δ) ποικίλους περιορισμούς, π.χ. όσον αφορά τη συμβατότητα ανάμεσα σε βάση και πρόσφυμα. 8
Η σημασιολογική ερμηνεία μιας κατασκευασμένης λέξης περιλαμβάνει την προβλεπτή σημασία και τη συμβατική σημασία. Η πρώτη είναι συνάρτηση της σημασιολογικής πράξης του ΚΚΛ, της σημασιολογικής οδηγίας του προσφύματος που χρησιμοποιείται και της σημασίας της βάσης. Η συμβατική σημασία είναι η προσαρμογή της προβλεπτής σημασίας στην εξωγλωσσική πραγματικότητα. Βασικό χαρακτηριστικό του μοντέλου αυτού είναι επίσης η αρχή της διαστρωμάτωσης, που προκύπτει από την αρχή της συζευκτικότητας. Η δομή της κατασκευασμένης λέξης χτίζεται κατά στρώματα με δυαδικό τρόπο, η προβλεπτή σημασία είναι επίσης διαστρωματωμένη και ακόμα οι ποικίλες ανωμαλίες στη μορφή και τη σημασία ιεραρχούνται. Το λεξιλογικό συστατικό (λεξιλόγιο) διαστρωματώνεται σε τέσσερα υποσυστατικά: 1)το συστατικό της βάσης, στο οποίο περιλαμβάνονται τα λήμματα της βάσης (πρωτογενή λήμματα, αυτόνομα ή μη, μετακατηγοριοποιημένα λήμματα, περίπλοκες μη κατασκευασμένες λέξεις, προσφύματα) και πλεοναστικοί κανόνες που αποδίδουν δομή στις περίπλοκες μη κατασκευασμένες λέξεις. Επίσης στα λήμματα της βάσης είναι δυνατό να επενεργήσουν σημασιολογικοί κανόνες (που επιτρέπουν την επεξεργασία της πολυσημίας των λημμάτων της βάσης) και φωνολογικοί κανόνες. 2) το συστατικό παραγωγής, το οποίο περιλαμβάνει τους ΚΚΛ. 3) το συστατικό μεταπαραγωγής, που περιλαμβάνει πράξεις που διορθώνουν τους τύπους που παράγονται από τους ΚΚΛ και δεν μπορούν να εμφανιστούν έτσι στην επιφανειακή δομή. Αυτές οι πράξεις είναι η απλολογία, που εξηγεί την απουσία στην επιφανειακή δομή των ΚΛ τεμαχίων που προβλέπονται από μια βαθιά μορφολογική δομή σύμφωνη με τη σημασιολογική ερμηνεία τους, και η ταξική σηματοδότηση, που εξηγεί την παρουσία στην επιφανειακή δομή ΚΛ επιθηματοειδών τεμαχίων που δεν είναι απαραίτητα για τη σημασιολογική ερμηνεία τους. Για την ταξική σηματοδότηση θα γίνει εκτενέστερος λόγος στη συνέχεια. 4) το συμβατικό συστατικό, το οποίο περιλαμβάνει τον εφαρμοστή ιδιοσυστασιών, που περιορίζεται στις εξαιρέσεις, και τον επιλογέα, που επιλέγει από το δυνητικό λεξιλόγιο το πραγματωμένο. Το μοντέλο χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία που έγκειται στην σφαιρικότητά του, αφού επεξεργάζεται όλα τα φαινόμενα που συνδέονται με την κατασκευή λέξεων, 9
στην συζευκτικότητα, την υπεργενετικότητα, αφού δεν ερμηνεύει μόνο το μαρτυρημένο λεξιλόγιο, αλλά και το δυνητικό, αυτό που μπορεί να κατασκευαστεί με βάση τους κανόνες, και στον διαστρωματωμένο χαρακτήρα του. 1.3.1 Ταξική σηματοδότηση Σύμφωνα με τις Αναστασιάδη Μασούρα (Ληκτικό τεμάχιο και μνήμη Μια θεωρητική πρόταση, πηγή από το internet) η ταξική σηματοδότηση είναι ο μηχανισμός προσθήκης επιθηματοειδών τεμαχίων στο τέρμα λέξεων, προκειμένου αυτές να ενταχθούν στη γραμματική ή αναφορική κατηγορία που ανήκουν σύμφωνα με τη σημασία τους. Ο ταξικός σηματοδότης (ΤΣ) αντιγράφει τη μορφή κάποιου επιθήματος, χωρίς όμως να φέρει και τη σημασιολογική του οδηγία και εφαρμόζεται σε απλές δάνειες λέξεις και σε κατασκευασμένες λέξεις. Οι λέξεις κλότσ(ος) και κλοτσ(ιά), για παράδειγμα, έχουν την ίδια σημασία και συνεπώς το τεμάχιο -ιά δεν είναι επίθημα αλλά ΤΣ και εφαρμόζεται στην δάνεια λέξη κλότσ(ος) για να την συμμορφώσει με την πρωτοτυπική μορφή των λέξεων που σημαίνουν χτύπημα, π.χ. αγκωνιά, κεφαλιά. Όσον αφορά τις ΚΛ, ο ΤΣ εφαρμόζεται σε προθηματοποιημένα μεταρηματικά επίθετα (λ.χ. αφάγωτος, όπου το τος είναι ΤΣ ), προθηματοποιημένα μετονοματικά επίθετα (λ.χ. διαπλανητικός, όπου το ικός είναι ΤΣ) και προθηματοποιημένα μετεπιθετικά και μετονοματικά ρήματα (λ.χ. εξαγνίζω, εξανθρωπίζω, όπου το -ίζω είναι ΤΣ). Στη σημασία αυτών των κατασκευασμένων λέξεων μετέχουν μόνο το πρόθημα και η βάση και η λειτουργία του ταξικού σηματοδότη είναι να εντάσσει τις προθηματοποιημένες λέξεις στην κατηγορία του επιθέτου και του ρήματος αντίστοιχα, αντιγράφοντας τη μορφή του επιθήματος των πρωτοτυπικών παράγωγων μελών της κάθε κατηγορίας. 1.4 Στερητικό α-, ορισμοί 10
Στη Νεοελληνική Γραμματική της Δημοτικής (ΝΓΔ) το α- (ανα-, αν-) ορίζεται ως ένα από τα λαϊκά αχώριστα μόρια για το σχηματισμό συνθέτων 2, το οποίο δηλώνει άρνηση ή στέρηση εκείνου που δηλώνεται από το β συνθετικό. Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) του ιδρύματος Μ. Τριανταφυλλίδη το α-, αν- (και ά-, αν-, ανα-, ανά-, ανε-, ανέ, ανη-, ανή-) ορίζεται ως στερητικό πρόθημα που δηλώνει: α. (σε επίθετα) το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αβέβαιος, άκακος, αναρμόδιος. σε ρηματικά επίθετα σε τος: απλή άρνηση ή έλλειψη δυνατότητας: αδικαιολόγητος, που δε δικαιολογήθηκε, αλλά και δε μπορεί να δικαιολογηθεί. β. (σε ουσιαστικά) την έλλειψη, την απουσία της κατάστασης που εκφράζει ή υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: αλάθητο, αναβροχιά, ανελευθερία. γ. (σε ρήματα) αντίθεση προς αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αδυνατώ, ατυχώ. Το ΛΚΝ μας πληροφορεί, όσον αφορά την προέλευση του προθήματος, ότι πρόκειται για το αρχαίο στερ. πρόθημα ν- συνήθως πριν από φωνήεν και - συνήθως πριν από σύμφωνο και ότι στην αρχαία ελληνική αρχικά παρήγε μεταρηματικά επίθετα: αρχ. δάκρυτος αλλά επεκτάθηκε στην παραγωγή και άλλων επιθέτων: αρχ. σεβής, μοιρος και τελικά στην παραγωγή ουσ.: νεοελλ. α-λυγισ-ιά. Στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΛΝΕ) του Γ. Μπαμπινιώτη το α- ορίζεται ως στερητικό προθεματικό στοιχείο της Αρχαίας και της Ν. Ελληνικής, που δηλώνει γενικά άρνηση (στέρηση ή έλλειψη): γνωστός-άγνωστος άξιος-ανάξιος. Το - της αρχ. ετυμολογείται, σύμφωνα με το ΛΝΕ, από το ΙΕ *n- και μαρτυρείται και σε άλλες γλώσσες πβ. λατ.in-ops «φτωχός», σανσκρ. an-udrah «άνυδρος», γερμ. unklar «ασαφής»,αγγλ. un-able «ανίκανος» κ.ά. 2 Διαπιστώνεται ασυμφωνία ως προς τη γραμματική κατηγορία η οποία αποδίδεται στο α- από τις γραμματικές και τα λεξικά: στη ΝΓΔ περιγράφεται ως αχώριστο μόριο για το σχηματισμό συνθέτων και στο ΛΝΕ ως προθεματικό στοιχείο. Στο ΛΚΝ το α- χαρακτηρίζεται ως πρόθημα αλλά τα αλλόμορφά του, λ.χ. το ανη-, περιγράφονται ως α συθετικά. Παρόμοια ασυμφωνία παρατηρείται ως προς τον προσδιορισμό της γραμματικής κατηγορίας και άλλων στοιχείων που συγχρονικά συμπεριφέρονται ως προθήματα, βλ. Ράλλη (2005: 42 κ.ε.). Γενικότερα, στοιχεία που στην παλαιότερη βιβλιογραφία εξετάζονταν μέσα στα πλαίσια του φαινομένου της σύνθεσης, από τη νεότερη βιβλιογραφία αντιμετωπίζονται ως παραγωγικά προσφύματα. 11
Η Ράλλη (2005) κατατάσσει το α- στα κληρονομημένα από την αρχαία ελληνική προθήματα, χωρίς να κάνει αναφορά στη σημασία του. Το στερητικό πρόθημα πραγματώνεται συνήθως ως α- πριν από σύμφωνο και ανπριν από φωνήεν. Σύμφωνα με το ΛΝΕ, α- αντί για αν- εμφανίζεται σε στερητικά σύνθετα που αρχίζουν από φωνήεν είτε δικαιολογημένα, επειδή παλιότερα είχαν δίγαμμα ή δασύτητα, λ.χ. άυπνος, άεργος, είτε και ως προϊόντα αναλογίας. Επίσης πραγματώνεται σε ορισμένες λέξεις ως ανα- και σπανιότερα ως ανε- και ανη- Στο ΛΝΕ μάλιστα αφιερώνεται ξεχωριστο λήμμα για το ανα-, όπου περιγράφεται ως α συνθετικό λέξεων που εκφράζουν στέρηση, έλλειψη, το οποίο δηλώνει αντίθεση προς αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: ανα-δουλειά, αναβροχιά κ.ά. Αναφέρεται ακόμα πως πλάστηκε κατ αναλογίαν προς λέξεις οι οποίες είχαν αν- στερητ. και αρκτικό φωνήεν α-, π.χ. αν-άλατος, αν-άξιος, αν-άρμοστος κ.ά., όπου ολόκληρο το ανα- εξελήφθη ως στερητικό. Για το ανέ- αναφέρεται στο ΛΝΕ ότι σχηματίστηκε κατ αναλογίαν προς λέξεις που αρχίζουν από ε- και δέχονται στερητικό αν-, απ όπου αποσπάστηκε, επειδή θεωρήθηκε στερητικό σχηματιστικό πρόθεμα, λ.χ. αν-ελέητος και αναλογικά ανέβλαβος. Ομοίως και για το ανη-, κατά τα αν-ήλικος, ανήμπορος κ.λ.π. σχηματίστηκαν και άλλα χωρίς αρκτικό η-, λ.χ. ανή-ψητος. Οι λέξεις με ανε-, ανα-, ανη- είναι πιο λαϊκές από τις αντίστοιχες με το α-. Για παράδειγμα, οι λέξεις: αβαθής, άβαθος, ανάβαθος, ανέβαθος έχουν την ίδια περιγραφική σημασία, διαφέρουν ωστόσο από άποψη ύφους. 12
2. Στερητικά επίθετα με βάση ουσιαστικό 2.1 Υλικό Η εργασία βασίζεται σε υλικό που προήλθε από την αποδελτίωση του ΛΚΝ και του ΛΝΕ 3. Δεν συμπεριλήφθηκαν τα μετονοματικά στερητικά επίθετα στα οποία η προθηματοποίηση δεν ήταν η τελευταία πράξη παραγωγής, π.χ. αναιμικός < αναιμία. Κάποια παράγωγα επίθετα δεν είναι βέβαιο ότι αναγνωρίζονται ως κατασκευασμένες λέξεις από το μέσο ομιλητή της ελληνικής. Πρόκειται κυρίως για παράγωγα που έχουν ως βάση λέξη που δεν χρησιμοποιείται στα νέα ελληνικά, π.χ. άμωμος, και η σημασιολογική σύνδεση με άλλες λέξεις, παράγωγες από την ίδια βάση ή από ετυμολογικά συγγενικές της, δεν είναι εύκολη, λ.χ. άναυδος< αυδή (απαύδω, αοιδός). Ωστόσο, τέτοιου είδους λέξεις, αν και ίσως να αντιμετωπίζονταν καταλληλότερα ως κατάλοιπα της διαχρονίας, περιλήφθηκαν στο corpus με το σκεπτικό ότι έχουν παραχθεί από τον ίδιο κανόνα κατασκευής που παράγει και όσα στερητικά μετονοματικά επίθετα είναι από συγχρονική άποψη σημασιολογικά διαφανή και μορφολογικά εύκολα αναλύσιμα. Πάντως, διακρίνοντας τη γνώση της ετυμολογίας μιας λέξης (όπως καταγράφεται, π.χ., στα ετυμολογικά λεξικά) από τη συγχρονική αναλυσιμότητά της από τους φυσικούς ομιλητές, μπορούμε να πούμε ότι ορισμένα παράγωγα έχουν λεξικοποιηθεί. Σύμφωνα με την Ράλλη (2005:84), λεξικοποίηση είναι η διαδικασία βάσει της οποίας μία δομή καθίσταται συγχρονικά μη ορατή έτσι ώστε να θεωρείται λεξικό στοιχείο και όχι απόρροια γραμματικών κανόνων και αρχών. Η λεξικοποίηση μπορεί να αφορά κατασκευασμένες λέξεις ή φράσεις και οι λεξικοποιημένες δομές προέρχονται από παλιότερες φάσεις της γλώσσας ή είναι προϊόντα δανεισμού. Λεξικοποιημένες είναι οι παράγωγες λέξεις των οποίων η σημασία δεν προκύπτει συγχρονικά με συνθετικό τρόπο σε σχέση με την μορφολογική τους δομή, λ.χ. αληθής, άφθονος, άσχημος, αθώος, αμήχανος, αηδής. Οι λέξεις αυτές, όπως και οι λέξεις άγουρος και άπειρος (πέρας), των οποίων οι βάσεις έχουν υποστεί φωνολογικές μεταβολές που τις καθιστούν μη αναγνωρίσιμες, δεν περιλήφθηκαν στο corpus. 2.2 Kατηγορική σχέση 3 Το corpus των κατασκευασμένων λέξεων παρατίθεται στο παράρτημα I. 13
Το πρόθημα α- παράγει επίθετα από βάση ρήμα, επίθετο ή ουσιαστικό. Στο α-, όταν εμφανίζεται σε επίθετα, αποδίδεται από το ΛΝΓ η σημασία της αντίθεσης σε σχέση μ αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη. Ο ορισμός του λεξικού είναι ανακριβής, αφού φαίνεται να λαμβάνονται υπόψη κυρίως τα παράγωγα από επίθετα, λ.χ. αρμόδιος > αναρμόδιος. Τα επίθετα που παράγονται με το πρόθημα α- και βάση ουσιαστικό είναι προϊόντα του συσχετιστικού κανόνα, δηλαδή του κανόνα που παράγει επίθετα από ουσιαστικά. Ο κανόνας αυτός συνδυάζεται με διάφορες μορφολογικές διαδικασίες (Αναστασιάδη, 1992 : 511): προθηματοποίηση, λ.χ. ά-χρωμος επιθηματοποίηση, λ.χ. χρωματ-ικός σύνθεση, λ.χ. σκουρό-χρωμος. Τα προϊόντα του, μέσα στα πλαίσια μιας ονοματικής φράσης, δημιουργούν μια σχέση ανάμεσα στο αντικείμενο αναφοράς του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού και το αντικείμενο αναφοράς του ουσιαστικού-βάση. Ως αποτέλεσμα λοιπόν της κατηγορικής σχέσης Ουσιαστικό > Επίθετο που συνδέει πρωτότυπη και παράγωγη λέξη και ως αποτέλεσμα της αρνητικής σημασίας του α-, τα παράγωγα επίθετα προβλέπεται να έχουν τη σημασία «που δεν έχει σχέση με αυτό που δηλώνει η βάση». 2.3 Kατάληξη επιθέτων Τα περισσότερα μετονοματικά (ΜΟ) στερητικά επίθετα έχουν κλιτικό επίθημα -ος, - η, -ο. Από τα κληρονομημένα από την αρχαία ελληνική, κάποια εμφανίζουν κλιτικό επίθημα ης, -ης, -ες και ορισμένα απ αυτά σχηματίζουν και μεταπλασμένους τύπους σε ος, -η, -ο, λ.χ., αβαθής, άβαθος. Λίγα επίσης λήγουν σε ων, -ων, -ον, λ.χ. ατέρμων, -ων, -ον και εμφανίζουν παράλληλα τύπο για το αρσενικό σε - όνας, λ.χ. άφρων, άφρονας. Τα αρχαιοπρεπή άπατρις, άπαις, απάτωρ, άδακρυς εμφανίζουν τύπους μόνο για το αρσενικό και κλίνονται σύμφωνα με την τρίτη κλίση της ΑΕ, ακολουθώντας την κλίση του ουσιαστικού-βάσης τους. 14
Τέλος το επίθετο ακαμάτης σχηματίζει για το θηλυκό γένος τους τύπους ακαμάτρα και ακαμάτισσα και για το ουδέτερο ακαμάτικο. Κάποια από τα επίθετα του corpus εμφανίζουν στη δομή τους στοιχεία που δεν συμμετέχουν στην κατασκευή της σημασίας τους. Πρόκειται για ληκτικά τεμάχια που αντιγράφουν τη μορφή κάποιου επιθήματος χωρίς να έχουν τη σημασιολογική οδηγία του. Αυτά τα στοιχεία ονομάζονται ταξικοί σηματοδότες (ΤΣ), καθώς ο ρόλος τους είναι να εντάξουν «εικονικά» τις προθηματοποιημένες λέξεις στις οποίες εμφανίζονται στη γραμματική ή αναφορική τάξη που ανήκουν με βάση τη σημασία τους (Αναστασιάδη Μασούρα, ό.π.). Για τα επίθετα αμανίκωτος, ακλάδωτος, ακλάρωτος, αρετσίνωτος,αρίγωτος, αβύζωτος δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι παράγονται με προθηματοποίηση του αντίστοιχου επιθέτου (άλλωστε δεν υπάρχει πάντα τέτοια λέξη, λ.χ. δεν υπάρχουν λέξεις ρετσινωτός και βυζωτός), καθώς η ύπαρξη των ζευγών άκλαρος - ακλάρωτος, άκλαδος - ακλάδωτος, αμάνικoς - αμανίκωτος, άβυζος - αβύζωτος, των οποίων τα μέλη έχουν την ίδια σημασία, υποδεικνύει ότι το τεμάχιο -ωτός δεν συμμετέχει στη σημασία των παραγώγων. Η σημασία τους προκύπτει από το συνδυασμό του προθήματος με τη βάση και το -ωτός αντιγράφει τη μορφή του επιθήματος ωτός που συναντάμε στα παράγωγα από τις ίδιες βάσεις θετικά επίθετα. Ομοίως και για όσα εμφανίζουν ληκτικό τεμάχιο ικός. Η σημασία τους προκύπτει από το συνδυασμό του α- και της βάσης και το ικός είναι ΤΣ που αντιγράφει το τέρμα των πρωτοτυπικών παράγωγων επιθέτων. Αζωικός είναι αυτός που δεν έχει ζωή( αζωικός αιώνας,ως όρος της γεωλογίας για την εποχή που δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα ζωή). Αταξικός, ανοργασμικός, και ανεικονικός που δεν έχει τάξεις, οργασμό, εικόνες αντίστοιχα. Ανεδαφικός είναι αυτός που δεν έχει σχέση με το έδαφος, όχι αυτός που δεν είναι εδαφικός. Ορισμένα επίθετα αποτελούν μεταφραστικά δάνεια (ακριβείς αποδόσεις ξένων όρων) και η παρουσία ΤΣ στη δομή τους οφείλεται ακριβώς σε αυτό, π.χ. το αναποτελεσματικός αντιγράφει τη μορφολογική δομή του γαλ. ineffectif και του αγγλ. ineffective και το ασυμπτωματικός σχηματίστηκε σύμφωνα με το αγγλ asymptomatic. Με ανάλογο τρόπο εξηγούνται μορφολογικά και τα παράγωγα από το ουσιαστικό λόγος. Δίπλα στο, ήδη αρχαίο, άλογος σχηματίζεται το αλογικός, ως ακριβής απόδοση της γαλλικής λέξης alogique, και τα δύο επίθετα φέρουν την ίδια σημασία. Ομοίως από την φράση ορθός λόγος σχηματίστηκαν τα συνώνυμα ανορθόλογος και ανορθολογ-ικός. 15
Το αχαΐρευτος αντιγράφει το τέρμα των επιθέτων που παράγονται από ρήματα σε - εύω και το απροσχημάτιστος αντιγράφει το τέρμα επιθέτων που παράγονται από ρήματα σε ίζω. 2.4 Τα ουσιαστικά βάσεις Από μορφολογική άποψη η βάση στα περισσότερα επίθετα του corpus είναι: -πρωταρχικό λεξικό μόρφημα λ.χ. έργο (άνεργος) -ρηματικό ουσιαστικό, π.χ. προκοπή (ανεπρόκοπος) -γενικότερα παράγωγη λέξη, λ.χ. διέξοδος (αδιέξοδος). Μπορεί να είναι επίσης σύνθετη λέξη, π.χ. αλφάβητο (αναλφάβητος). Στο άνυδρος έχουμε ως βάση μη αυτόνομο λεξικό μόρφημα. Φράση ως βάση παραγωγής έχουν τα ανορθόλογος και ανορθολογικός και το αρχαιοπρεπές απροσδιόνυσος. Στα περισσότερα παράγωγα το ουσιαστικό συμμετέχει με το θέμα του, το αμετάβλητο κομμάτι του, π.χ. μυαλ-ό > ά- μυαλ- (ος), αιτί α > αν- αίτι (ος). Στα ανισοσύλλαβα ουδέτερα εμφανίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις το θέμα της ονομαστικής ενικού και σε άλλες το περιττοσύλλαβο θέμα, λ.χ. σπέρμα / ά- σπερμ- (ος), αλλά σύρμα / α-σύρματ-(ος). Τα ουδέτερα σε ι και ιο, αν και διατηρούν το ι σε όλο το κλιτικό τους παράδειγμα, δεν το διατηρούν στα παράγωγά τους, π.χ. θεμέλι-ο / α-θέμελ-(ος), μανίκι / α- μάνικ- (ος), και το ίδιο ισχύει για τα θηλυκά σε -ια και εια, λ.χ. ακολουθ-ία / αν-ακόλουθ- (ος), θρησκ-εία / ά-θρησκ-(ος). Το ουσιαστικό της βάσης μπορεί να είναι λόγια ή λαϊκή λέξη, λ.χ. άπτερος, άφτερος. Τα ουσιαστικά βάσεις των προθηματοποιημένων επιθέτων παραπέμπουν σε αντικείμενα αναφοράς συγκεκριμένα (π.χ. σφαίρα, άσφαιρα πυρά) ή αφηρημένα (π.χ. τιμή, άτιμη πράξη), αριθμητά (π.χ. χορδή, άχορδα μουσικά όργανα) ή μη αριθμητά (π.χ. ζουμί, άζουμα λεμόνια), μετρήσιμα (λ.χ. κέρδος, ακερδής επιχείρηση) ή μη μετρήσιμα (λ.χ. οσμή, άοσμο εντομοκτόνο). Με το ουσιαστικό βάση μπορεί να δηλώνεται: 1) ένα μέρος του σώματος [+ έμβιων] οντοτήτων, ανθρώπινου, ζώων, φυτών: ακέφαλος, ανεγκέφαλος, αόμματος, άωτος, άχειλος, άγναθος, άτριχος, άχνουδος, ακέρατος, άπτερος, άφτερος, άφυλλος, άκλαδος 16
2) χρόνος: άναρχος, άχρονος, άωρος, άκαιρος, ανέσπερος, άνηβος, ανήλικος 3) ουράνια σώματα: αφέγγαρος, ασέληνος, άναστρος, ανάστερος, ανήλιος, ανέφελος 4) μέρος ενός αντικειμένου: ακάταρτος, άχορδος, αλίμενος, άχυμος, άζουμος, αμάνικος, αμανίκωτος 5) εντοπισμός στη διάσταση του χώρου: ατέρμων, άπατος, απύθμενος, άπειρος, άτοπος, αδιέξοδος 6) χρήμα: άπορος, αδέκαρος, άψιλος, άφραγκος, απένταρος, άτοκος, ατελής, άμισθος, άπροικος, απρόσοδος, άκληρος, ανέξοδος, άναυλος, ακερδής 7) πολύ γενικές έννοιες: άτυπος, άμορφος, άσημος, άυλος, άχρωμος, άμοιρος, 8) [+ ανθρώπινο]: ανάδελφος, άπαις, άτεκνος, αδέσποτος, άκληρος 9) αφηρημένες κυρίως έννοιες που έχουν σχέση με την ανθρώπινη ύπαρξη και μπορεί να δηλώνουν: - αξίες: αναιδής, ασεβής, άστοργος, άνανδρος - ψυχικές καταστάσεις: άκεφος, ατάραχος, άθυμος - συναισθήματα: άφοβος, άτρομος - εκδηλώσεις της ανθρώπινης, πνευματικής και σωματικής, υπόστασης: άβουλος, άγνωμος, άνοσος, ασθενής, αδύναμος, άεργος, άνεργος, ανεπρόκοπος, άδουλος, άκοπος, ακάματος - έννοιες που χαρακτηρίζουν τις ανθρώπινες δραστηριότητες: άσκοπος άκυρος, άστοχος, αμέθοδος - ανθρώπινες ιδιότητες: άγλωσσος, άφωνος, άναυδος. 2.5 Ανάλυση Ένα μεγάλο μέρος του υλικού είναι επίθετα που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τον άνθρωπο, τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του. Τα επίθετα αυτά δηλώνουν γενικά ιδιότητες που δεν γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις, αλλά τις συλλαμβάνουμε με το νου και είναι περισσότερο κρίσεις και λιγότερο αντικειμενικές περιγραφές. Ορισμένα επίθετα απ αυτά έχουν έντονα αξιολογικό χαρακτήρα, συνηθέστερα αρνητικό, λ.χ. ανεπρόκοπος, άκαρδος, άνανδρος, αλλά και άσπιλος, άοκνος. Επίσης κάποια επίθετα δεν χρησιμοποιούνται τόσο για να αποδώσουν μια ιδιότητα όσο για να αναφερθούν σε κατηγορίες ανθρώπων και μπορούν να χρησιμοποιηθούν, μέσω της μετατροπής, ως ουσιαστικά, π.χ. αγράμματος, άπορος, άστεγος 17
Άλλα επίθετα χρησιμοποιούνται στα ειδικά λεξιλόγια επιστημονικών κλάδων και δηλώνουν είδη έμβιων όντων, λ.χ. ασπόνδυλος, ή άλλων κατηγοριών, π.χ. αμέταλλος, καθώς και αποκλίσεις από την φυσιολογική σωματική διάπλαση, π.χ. άγναθος. Ορισμένα επίθετα χρησιμοποιούνται μόνο σε στερεότυπες εκφράσεις, π.χ. ανέσπερο φως, δώρο άδωρο, άμωμος σύλληψη. Δεν συναντάμε επίθετα που να δηλώνουν ύλη, χρώμα, φυσικές ιδιότητες. Τρία μόνο επίθετα, τα αβαθής (και άβαθος και ανάβαθος), αβαρής (και άβαρος) και άπαχος δηλώνουν ιδιότητες πού μετρούνται με συμβατικές μονάδες μέτρησης. Οι ορισμοί που βρίσκουμε στα λήμματα των λεξικών έχουν συνήθως τη μορφή «που δεν έχει αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη». Μέσα στα πλαίσια ονοματικής φράσης, το στερητικό επίθετο μπορεί να δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: -δεν έχει αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: απύρετος ασθενής, άτιτλο ποίημα, άφιλτρο τσιγάρο -δεν έχει σε επαρκή ή στον αναμενόμενο βαθμό αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: άπαχο κρέας, άστηθη κοπέλα -δεν έχει κάποια από τα χαρακτηριστικά αυτού που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: άνανδρη συμπεριφορά, αμέταλλο στοιχείο (που δεν παρουσιάζει τις ιδιότητες των μετάλλων) -έχει μία ιδιότητα που οφείλεται στην απουσία αυτού που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: άτιμος, αναιδής, ανεγκέφαλος άνθρωπος Το μετονοματικό (ΜΟ) στερητικό επίθετο προσδιορίζει ένα ουσιαστικό το ΑΑ του οποίου αναμένεται να (κατ)έχει, να χαρακτηρίζεται ή γενικότερα να έχει με κάποιο τρόπο σχέση με το ΑΑ της βάσης. Tο στερητικό επίθετο «σβήνει» μία οντότητα που γίνεται κανονικά αντιληπτή ως ανήκουσα στο πεδίο της οντότητας που δηλώνει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό. Για παράδειγμα κάνουμε λόγο για άοπλο φρουρό, γιατί στη γνώση που έχουμε για την έννοια φρουρός συμπεριλαμβάνεται και το χαρακτηριστικό ότι κανονικά φέρει όπλο. Θεωρώντας γενικά τη σχέση ανάμεσα στο αντικείμενο αναφοράς (ΑΑ) του ουσιαστικού βάση και στο ΑΑ του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού ως μια σχέση μέρους όλου, διατυπώνουμε την υπόθεση ότι το α- εξαιρεί από το όλο, που 18
εκφράζεται από το προσδιοριζόμενο, ένα μέρος, ό,τι δηλαδή σημαίνεται από τη βάση του στερητικού επιθέτου. Το α- χωρίζει την κατηγορία των οντοτήτων που δηλώνεται από το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό σε δύο υποκατηγορίες: σ αυτήν που σημαίνεται από την ονοματική φράση και που δεν έχει σχέση με ό,τι ορίζεται από το ουσιαστικό βάση και σ αυτήν που συνιστούν τα μέλη της κατηγορίας που έχουν σχέση με ό,τι δηλώνει η βάση. Η αναγνώριση της «ταξινομικής» δράσης του α-, η ικανότητα να δημιουργεί νέες κατηγορίες που αναγνωρίζονται ως τέτοιες είτε από τους ορισμούς των εμπειρογνωμόνων (λ.χ. άσπερμος, ως όρος της βοτανικής, για να δηλώσει καρπούς χωρίς σπόρους) είτε από λαϊκούς ορισμούς ( λ.χ. αγράμματος, αυτός που δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση ή, με υπερβολή, αυτός που έχει πάει μόνο σε λίγες τάξεις του δημοτικού) εξαρτάται από την κεντρικότητα ενός χαρακτηριστικού για τον ορισμό μιας κατηγορίας. Από το αν, δηλαδή, το χαρακτηριστικό αυτό γίνεται αντιληπτό ως πρωτοτυπικό, λιγότερο πρωτοτυπικό ή περιφερειακό για τα μέλη μιας κατηγορίας, εξαρτάται η ικανότητα του α- να δημιουργεί, αρνούμενο ένα χαρακτηριστικό, μια ξεχωριστή κατηγορία οντοτήτων. Για παράδειγμα, η κατηγοριοποίηση μιας ομάδας ανδρών με κριτήριο το αν έχουν γένεια ή όχι (αγένειοι και γενειοφόροι), δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θα πρέπει να φανταστούμε πολύ ειδικές εξωγλωσσικές περιστάσεις ως πλαίσιο για να θεωρηθεί μια τέτοια διάκριση εύλογη. Αντιθέτως, η κατηγοριοποίηση μιας ομάδας ανδρών σε άγαμους και έγγαμους μοιάζει πολύ περισσότερο γειωμένη στην κοινωνική πραγματικότητα. Γενικά στο πρόθημα α-, όταν συμμετέχει στη δομή μετονοματικών επιθέτων, μπορούμε να αποδώσουμε, από σημασιακή άποψη, τρεις λειτουργίες: α) δηλώνει στέρηση. Αυτή είναι η πρωταρχική του λειτουργία και απορρέει από την εφαρμογή της αρνητικής σημασιολογικής του οδηγίας σε βάσεις που δηλώνουν οντότητες. Για παράδειγμα, άδενδρο τοπίο: που δεν έχει δέντρα. β) αποδίδει ιδιότητα, λειτουργία που επιτελεί, επειδή η γραμματική κατηγορία των λέξεων που παράγει είναι πρωτοτυπικά επιφορτισμένη με αυτό το σημασιακό έργο, λ.χ. αναιδής νεαρός: που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα της αναίδειας, που είναι αδιάντροπος και θρασύς. γ) δημιουργεί μια κατηγορία. Για την ακρίβεια δημιουργεί δύο κατηγορίες, υποκείμενες στην κατηγορία που δηλώνεται από το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό. Η 19
μία υποκείμενη κατηγορία χαρακτηρίζεται από την απουσία της οντότητας που δηλώνεται από τη βάση και η άλλη από την παρουσία της, π.χ. ανώνυμη / επώνυμη καταγγελία. Οι τρεις λειτουργίες του α- συνυπάρχουν στη σημασία των παραγώγων του, είναι πιθανόν όμως κάποια απ αυτές να είναι πιο εξέχουσα και να βαραίνει περισσότερο στην ερμηνεία ενός παραγώγου. Για παράδειγμα, στην πρόταση τα αδέσποτα σκυλιά υποφέρουν από την έλλειψη νερού το καλοκαίρι, το επίθετο δεν δηλώνει την στέρηση ιδιοκτήτη, «δεσπότη», ούτε την ιδιότητα «του να είναι κάτι αδέσποτο», αλλά αναφέρεται σε μια υποκατηγορία της κατηγορίας των σκύλων και γι αυτό άλλωστε χρησιμοποιείται συνηθέστερα ως ουσιαστικό. Στην πρόταση Το νησί μας είναι άνυδρο, το επίθετο δηλώνει την έλλειψη ή ανεπάρκεια του νερού, ενώ, τόσο η απόδοση στο νησί της ιδιότητας «του να είναι κάτι άνυδρο», όσο και η κατηγοριοποίηση των νησιών, ή γενικά των τόπων, σε άνυδρους και ένυδρους, απλώς λανθάνουν. Το επίθετο στην πρόταση Οι αγενείς άνθρωποι με απωθούν, εκφράζει την παρουσία της ιδιότητας της αγένειας και όχι τόσο την απουσία ευγένειας και την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων σε αυτούς που είναι αγενείς και αυτούς που δεν είναι. 2.6 Σχέσεις αντίθεσης Η αντίθεση είναι, σύμφωνα με τον Cruse (2004 : 163), ένα είδος ασυμβατότητας που χαρακτηρίζεται από εγγενή και προφανή δυαδικότητα. Είναι δηλαδή σχέση ασυμβατότητας ανάμεσα σε δύο και μόνο στοιχεία αν ισχύει το ένα, δεν ισχύει το άλλο-, και η δυαδικότητα αυτή πρέπει να είναι εγγενής και όχι τυχαία ή πραγματολογική και ακόμα να κωδικοποιείται στις σημασίες των δύο μελών του αντιθετικού ζεύγους και όχι να συμπεραίνεται. Επίσης, ο Cruse υποστηρίζει ότι η αντίθεση είναι μια σχέση όχι ανάμεσα στις λέξεις καθ εαυτές αλλά ανάμεσα στις συγκεκριμένες ερμηνείες τους (construals) σε συμφραζόμενα. Η αντίθετη έννοια από αυτήν που εκφράζει ένα στερητικό μετονοματικό επίθετο εκφράζεται συχνά με μία κατασκευασμένη από την ίδια βάση λέξη, λ.χ. άκαρπο δέντρο # καρπερό δέντρο. 20
Μπορεί όμως η έννοια αυτή να μην είναι λεξικοποιημένη και να αποδίδεται με φράση, π.χ. άθεος # αυτός που πιστεύει στον Θεό απένταρος # αυτός που έχει σχετική οικονομική άνεση ή εισοδήματα. Το γεγονός ότι ορισμένα μετονοματικά στερητικά επίθετα δεν έχουν αντίστοιχο, θετικό, μη στερητικό τύπο δεν πρέπει να εκληφθεί ως ένδειξη λεξικών κενών. Είναι πιθανότερο να οφείλεται σε γνωσιακούς λόγους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αντίθετη από την στέρηση κατάσταση είναι η ουδέτερη, ή καλύτερα, η φυσιολογική κατάσταση, η νόρμα. Η απόκλιση απ αυτήν χρειάζεται κατονομασία, η ίδια η νόρμα όμως όχι. Για παράδειγμα, όλοι οι άνθρωποι γεννιόμαστε προικισμένοι με εγκέφαλο και το χαρακτηριστικό του να φέρουμε εγκέφαλο είναι καθολικό και συνεπώς δεδομένο για το ανθρώπινο γένος σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ιδιότητα του να έχει κάποιος εγκέφαλο δεν χρειάζεται να εκφράζεται με ιδιαίτερη λέξη. Με ιδιαίτερη λέξη εκφράζεται ωστόσο η απουσία του, ως η λογικά μαρκαρισμένη περίπτωση, όσο σπάνια και αν είναι (ανεγκέφαλα βρέφη). Με δεδομένο λοιπόν αυτόν τον ανισομορφισμό στην λεξικοποίηση της παρουσίας και της απουσίας μιας οντότητας, τα στερητικά μετονοματικά επίθετα δεν αποτελούν πολύ καλά παραδείγματα για τον σχηματισμό αντιθετικών ζευγών. Πάντως το είδος της αντίθεσης που ένα επίθετο εκφράζει είναι συνάρτηση της σημασίας του, του ονόματος που προσδιορίζει αλλά και της ερμηνείας που επιβάλλουν τα συμφραζόμενα, γλωσσικά και εξωγλωσσικά, μέσα στα οποία χρησιμοποιείται η φράση. Ορισμένα στερητικά επίθετα βρίσκονται σε σχέση συμπληρωματικής αντίθεσης 4 με τα αντίθετά τους, δηλαδή χωρίζουν ένα ορισμένο πεδίο (domain) σε δύο αμοιβαία αποκλειόμενα υποπεδία 5. Η άρνηση του ενός από τα μέλη της αντίθεσης συνεπάγεται τη δήλωση του άλλου, λ.χ.: 4 Οι ορισμοί για τα συμπληρωματικά αντίθετα και τα αντώνυμα είναι από τον Cruse (2004 :163-166). 5 Τα δύο μέλη του ζεύγους αντιστοιχούν συνεπώς σε οριακά επίθετα, βλ. τη διάκριση που προτείνει η Paradis (σελ 5). 21
άμισθος# έμμισθος άγαμος# έγγαμος. Στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πεδίο ορίζεται από τα άτομα που είναι ετεροαπασχολούμενα, σε μια εγχρήματη οικονομία, ενώ για τη δεύτερη περίπτωση υποθέτουμε ότι το πεδίο συνίσταται από τα άτομα που είναι σε ηλικία και σε θέση να παντρευτούν. Τα συμπληρωματικά επίθετα δεν επιδέχονται διαβάθμιση υπό κανονικές συνθήκες, λ.χ. * λίγο άστεγος (πβ. ωστόσο το ειρωνικό ολίγον έγκυος). Άλλα επίθετα αναπτύσσουν αντωνυμική σχέση με τα αντίθετα τους 6, δηλαδή ενώ το ένα αποκλείει το άλλο, κάτι μπορεί να μην ανήκει ούτε στο πεδίο του ενός ούτε στο πεδίο του άλλου. Ακόμα οι ιδιότητες που εκφράζουν τα αντώνυμα επιδέχονται διαβάθμιση. Έτσι ένας άνθρωπος μπορεί, λ.χ., να είναι : πολύ ευγενής, λιγότερο ευγενής από κάποιον άλλον, σχετικά ευγενής λίγο ή πολύ ή εξαιρετικά αγενής. Πάντως, ένα επίθετο μπορεί, ανάλογα με την ερμηνεία που του δίνουμε μέσα στα συμφραζόμενα, να εκφράζει διαφορετική σχέση αντίθεσης απ αυτήν που του αποδίδουμε συνήθως εκτός συμφραζομένων. Για παράδειγμα, η διάκριση σε έμψυχα και άψυχα (όντα) συνιστά συμπληρωματική αντίθεση, κάτι ή είναι έμψυχο ή δεν είναι. Ωστόσο στην πρόταση Η παράσταση ήταν άψυχη, το επίθετο ερμηνεύεται σαν να δηλώνει μία διαβαθμίσιμη ιδιότητα, η παράσταση μπορεί να είναι πολύ άψυχη ή κάπως άψυχη 7. Όσα επίθετα έχουν ως βάση ουσιαστικό συγκεκριμένο και αριθμήσιμο, που το ΑΑ του γίνεται αντιληπτό σαν μια διακριτή οντότητα, επιδέχονται πιο εύκολα μια συμπληρωματική ανάγνωση, λ.χ. μια μπλούζα ή έχει μανίκια ή είναι αμάνικη. Όσα έχουν ως βάση μη αριθμήσιμο και αφηρημένο ουσιαστικό εκφράζουν συνήθως μια διαβαθμίσιμη ιδιότητα και συνεπώς ερμηνεύονται ως αντώνυμα, π.χ. άκεφος# κεφάτος. 6 Σύμφωνα με τη διάκριση που εισηγείται η Paradis (σελ 5), τα επίθετα αυτά μπορεί να είναι κλιμακούμενα (διαβαθμισμένα) ή ακραία 7 Στο πρώτο παράδειγμα η αντίθεση έγκειται στην παρουσία / απουσία ζωής, γι αυτό και το άψυχος αποτελεί μαζί με το έμψυχος ζεύγος συμπληρωματικής αντίθεσης. Στο δεύτερο παράδειγμα, το άψυχος δηλώνει απουσία της (αναμενόμενης) ζωντάνιας και η αντίθεση άψυχη / ζωντανή παράσταση είναι αντίθεση που επιδέχεται διαβάθμιση. 22
2.7 Σημασιακή επέκταση Οι λέξεις έχουν την τάση να αποκτούν καινούργιες σημασίες με την πάροδο του χρόνου, διατηρώντας, μεταβάλλοντας ή και χάνοντας την αρχική τους. Έτσι συμβαίνει συχνά να συνδέονται, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, με περισσότερες από μία σημασίες. Κατεξοχήν πηγή πολυσημίας θεωρείται η μεταφορά. Όπως αναφέρει ο Βελούδης (2005 : 174 κ.ε.), η παραδοσιακή άποψη θεωρεί τη μεταφορά ένα σχήμα λόγου κατά το οποίο μια γλωσσική έκφραση χρησιμοποιείται αντί μιας άλλης γλωσσικής έκφρασης. Την αντικατάσταση μιας έκφρασης από μια άλλη επιτρέπουν οι προϋπάρχουσες ομοιότητες μεταξύ των αντικειμένων αναφοράς τους. Υπό το πρίσμα της γνωσιακής γλωσσολογίας, η μεταφορά είναι γνωσιακός μηχανισμός που αφορά και συσχετίζει εννοιακά πεδία και όχι γλωσσικές εκφράσεις και επιτρέπει την κατανόηση μίας, συνήθως αφηρημένης, έννοιας μέσω μιας άλλης έννοιας, συνήθως πιο συγκεκριμένης. Οι μεταφορές έχουν εμπειρική βάση, καθώς «βασίζονται στις εμπειρίες και τις εικόνες που αποκομίζουμε από την καθημερινή τριβή μας με τα πράγματα, αλλά και τους ανθρώπους (Βελούδης, ο.π. : 182). Ορισμένες έννοιες μπορούμε να τις αντιληφθούμε μόνο μέσω μεταφορών. Tέτοια έννοια είναι ο χρόνος - σκεφτόμαστε και μιλάμε γι αυτόν σαν να είναι κινούμενη οντότητα, λ.χ. πέρασε πολύς καιρός από τότε, ή πόρος, λ.χ. μη σπαταλάς τον χρόνο σου, ή και πρόσωπο, π.χ. ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Ένα παράδειγμα στερητικού μετονοματικού επιθέτου που χρησιμοποιείται τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά είναι το ακέφαλος, λ.χ. Το πτώμα βρέθηκε ακέφαλο. Το στράτευμα έμεινε ακέφαλο μετά την παραίτηση του στρατηγού. Η πολυσημία του επιθέτου οφείλεται στην πολυσημία της βάσης και πιο συγκεκριμένα στο γεγονός ότι η βάση έχει αναπτύξει και τη μεταφορική σημασία «ηγέτης, αρχηγός». Ομοίως για το επίθετο άκαρπος, που λόγω της πολυσημίας της βάσης του, έχει αναπτύξει διακριτές αλλά σχετιζόμενες μεταξύ τους έννοιες, λ.χ. άκαρπο δέντρο / άκαρπο ζευγάρι / άκαρπες έρευνες. Άλλα επίθετα ερμηνεύονται μόνο μεταφορικά, λ.χ. άσπλαχνος, άκαρδος, απρόσωπος. 23
Μία παράγωγη από πολύσημη βάση λέξη δεν κληρονομεί απαραίτητα όλες τις σημασίες της βάσης - η πρωτότυπη λέξη μπορεί να συμμετέχει με μόνο μία από τις (λιγότερο ή περισσότερο) διακριτές της έννοιες στη σημασία του παράγωγου και σ αυτήν την περίπτωση η σημασία της κατασκευασμένης λέξης είναι κάτι που πρέπει να συναχθεί από τα συμφραζόμενα. Η λέξη ιδέα, λ.χ., είναι πολύσημη, όμως το παράγωγο ανίδεος χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που δεν έχει ούτε τις στοιχειώδεις γνώσεις για κάτι, όχι αυτόν που δεν έχει μια καινοφανή σκέψη (έχω μια φανταστική ιδέα) ή αυτόν που δεν έχει νοητική παράσταση για μια ύπαρξη (η ιδέα του ωραίου). Η διεύρυνση ή η αλλαγή της σημασίας ενός επιθέτου μπορεί επίσης να οφείλεται στην μετωνυμική ανάγνωση του ουσιαστικού βάση. Σύμφωνα με τον ορισμό του Lakoff ( Βελούδης, ο.π : 176), η μετωνυμία είναι μια γνωσιακή διαδικασία στην οποία μια εννοιακή οντότητα, το όχημα, παρέχει νοητική πρόσβαση σε μια άλλη εννοιακή οντότητα, το στόχο, μέσα στο ίδιο πεδίο. Στην στερεότυπη έκφραση Έμεινα άφωνος, το επίθετο δηλώνει το έντονο συναίσθημα κατάπληξης και λιγότερο την ενδεχόμενη στιγμιαία έλλειψη φωνητικής (με κραυγές ή με λόγο) αντίδρασης. Φαίνεται πως εδώ η αναφορά σ ένα συναίσθημα γίνεται έμμεσα, μέσω της αναφοράς στον τρόπο που αυτό εκδηλώνεται. Μια πιο καθαρή περίπτωση μετωνυμίας είναι το επίθετο αμούστακος. Το επίθετο δεν χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον μη μυστακοφόρο αλλά για να αναφερθεί σε (άρρεν) άτομο πολύ νεαρής ηλικίας που, ακριβώς λόγω της μικρής του ηλικίας, δεν έχει βγάλει ακόμα μουστάκι. Αντί για ευθεία αναφορά στην ηλικία ενός ατόμου, γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένη βιολογική εκδήλωση αυτής της ηλικίας. Παρόμοια με το αμούστακος σημασία, αν και λιγότερο εγκατεστημένη, έχει και το άχνουδος. Διάσταση ανάμεσα στην αρχική (που πιθανόν αλλά όχι απαραίτητα ταυτίζεται με την προβλεπτή σημασία) και στην τρέχουσα σημασία μιας κατασκευασμένης λέξης μπορεί να υπάρχει όταν η βάση έχει αναπτύξει μια καινούργια σημασία η οποία έχει αντικαταστήσει την παλιά, ωστόσο το παράγωγο δεν έχει ακολουθήσει παράλληλη πορεία αλλαγής. Λ.χ. άθυμος είναι όχι αυτός που δεν νιώθει θυμό, αλλά αυτός που δεν έχει καλή διάθεση ή, ως όρος της ψυχιατρικής, αυτός που δεν μπορεί να βιώσει συναισθήματα. Η σημασία του παραγώγου προκύπτει από αυτό που δήλωνε η πρωτότυπη λέξη στην ΑΕ, δηλαδή την καρδιά ή το πνεύμα ως πηγή συναισθημάτων. 24
Επίσης το ουσιαστικό βάση μπορεί να συμμετέχει στη σημασία του παραγώγου με μια πιο εξειδικευμένη σημασία από αυτήν που έχει ως αυτόνομη λεξική μονάδα. Λ.χ., άπονος είναι όχι αυτός που δεν νιώθει πόνο, αλλά αυτός που δεν βιώνει ένα συγκεκριμένο είδος πόνου, τον πόνο για τον πόνο των άλλων, την συμπόνια. 2.8 Σχέση ουσιαστικού βάσης και προσδιοριζόμενου ουσιαστικού Διατυπώθηκε παραπάνω η υπόθεση ότι, μέσα στα πλαίσια ονοματικής φράσης, η σχέση που συνδέει το αντικείμενο αναφοράς (ΑΑ) του προσδιοριζόμενου ουσιαστικού και το ΑΑ του ουσιαστικού βάση είναι γενικά σχέση μερωνυμίας, και πιο συγκεκριμένα ότι το ΑΑ της βάσης είναι το μέρος και το ΑΑ του (εννοούμενου ή εκπεφρασμένου) προσδιοριζόμενου είναι το όλο. Για τον έλεγχο αυτής της υπόθεσης χρειάζεται να εξεταστούν γλωσσικά δεδομένα. Αν και με συστηματική αναζήτηση σε αντιπροσωπευτικό σώμα κειμένων θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε ασφαλέστερα συμπεράσματα, εντούτοις μπορούμε να διατυπώσουμε ορισμένες σκέψεις για τους τύπους (patterns) σχέσης που συνδέουν μέσα στα πλαίσια ονοματικής φράσης τα δύο ΑΑ, μέσω της εξέτασης των πιο συνηθισμένων ή ενδεικτικών παραδειγμάτων χρήσης 8 των επιθέτων που συνιστούν το corpus μας. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις η σχέση ανάμεσα στο ΑΑ του ουσιαστικού βάσης και το ΑΑ του προσδιοριζόμενου είναι σχέση μερωνυμίας. Τα πρωτοτυπικά παραδείγματα είναι αυτά που εκφράζονται με ονοματικές φράσεις των οποίων το επίθετο έχει ως βάση ουσιαστικό που δηλώνει μέρος του ανθρώπινου σώματος (λ.χ. αόμματος), δέντρων (λ.χ. άκλαδος), ζώων (λχ. ακέρατος, άπτερος). Σ ένα πολύ αφηρημένο επίπεδο, όλα τα επίθετα του corpus θα μπορούσαν να αρνούνται μία υποκατηγορία της «υπερκατηγορίας» σχέσης μέρους-όλου (π.χ. σχέση κτήσης, συστατικά στοιχεία, συναισθήματα, ιδιότητες) αλλά η συνάθροιση κάτω από τον ίδιο όρο τόσο διαφορετικών περιπτώσεων θα επιδεχόταν και θα επιζητούσε λεπτότερες κατηγοριοποιήσεις. 8 Τέτοια είναι λ.χ. τα παραδείγματα που παραθέτουν τα λήμματα των λεξικών ή ό,τι θα σκεφτόμασταν ως παράδειγμα χρήσης προκειμένου να «δείξουμε» τη σημασία των εν λόγω επιθέτων σε ένα παιδί ή έναν μη φυσικό ομιλητή. 25
Ένα μέρος των επιθέτων του corpus πραγματώνει την άρνηση της σχέσης ενός συστατικού προς μια ολότητα, κυρίως σε επίπεδο ύλης: ανάλατο φαγητό, άζυμο ψωμί, αρετσίνωτο κρασί. Κάποια επίθετα προσδιορίζουν τον άνθρωπο ως μη βιώνοντα ένα συναίσθημα ή μια ψυχική κατάσταση, λ.χ. άφοβος, ατάραχος. Η σχέση των δύο ΑΑ μπορεί πάντως να είναι πιο περίπλοκη και ακόμα μπορεί να είναι λιγότερο αναγκαία (με την έννοια ότι δεν αντιστοιχεί σε συνέχειες που ορίζονται από την φύση). Για παράδειγμα τα αστέρια είναι στον ουρανό αλλά δεν είναι κτήμα του ουρανού ούτε μέρος του. Μπορούμε να πούμε ότι βρίσκονται στον ουρανό, ότι εκεί είναι ο χώρος τους και στην φράση άναστρος ουρανός αυτό που υπόκειται σε άρνηση είναι η σχέση αντικειμένου χώρου. Με ανάλογο τρόπο, στην φράση αφέγγαρη βραδιά το α- αρνείται την σχέση αντικειμένου χρόνου. Το πεδίο άρνησης του α- μπορεί ακόμα να είναι μια σχέση κτήσης, όπου το ουσιαστικό βάση δηλώνει το «κτήμα», λ.χ. άτεκνος, απένταρος, ατάλαντος, αγράμματος. Το ουσιαστικό βάση μπορεί να αποτελεί ένα χαρακτηριστικό του προσδιοριζόμενου λ.χ. άκυρο έγγραφο ή να αφορά τον τρόπο, το μέσο με το οποίο αυτό γίνεται, π.χ. ασύρματη επικοινωνία, ανεικονική τέχνη ή να αναφέρεται σε ιδιότητα του προσδιοριζόμενου, π.χ. άβολη καρέκλα. Ακόμα μπορεί η αναιρούμενη σχέση να είναι σχέση αποτελέσματος προκαλούντος, λ.χ. ακερδής επιχείρηση, άκοπη δουλειά ή η αντίστροφη, π.χ. άστοχη βολή. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι η ερμηνεία ενός επιθέτου καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη σημασιολογική δομή του ουσιαστικού που προσδιορίζει. Για παράδειγμα, το αθόρυβος στη φράση αθόρυβος δρόμος σημαίνει «που δεν έχει θόρυβο», συνεπώς αυτό που το α- αρνείται είναι η σχέση οντότητας- χώρου. Στην φράση αθόρυβη μηχανή το επίθετο ερμηνεύεται «που δεν προκαλεί θόρυβο» και το α- αρνείται την σχέση αποτελέσματος- προκαλούντος. 26