Η ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΧΛΩΡΙ ΑΣ ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΑ ΛΙΒΑ ΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Σχετικά έγγραφα
Αξιολόγηση Λιβαδικών Φυτών για τη Παραγωγή Βιοενέργειας

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

Χλωριδικές μονάδες βλάστησης και συστήματα

Λιβαδικά Οικοσυστήματα και Κλιματική Αλλαγή

Λιβάδια - Θαµνότοποι

Ταξινόμηση των λιβαδιών Το βασικό κριτήριο ταξινόμησης είναι τα κυριαρχούντα είδη φυτών διότι: είναι σημαντικότερα από οικολογική και οικονομική

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 6 ου ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Εισαγωγή. Κ. Ιώβη 1, Μ.Σ. Βραχνάκης 2 και Β.Π. Παπαναστάσης Θεσσαλονίκη

3 ο Πανελλήνιο Λιβαδοπονικό Συνέδριο Καρπενήσι 4-6 Σεπτεµβρίου 2002 Λιβαδοπονία και ανάπτυξη ορεινών περιοχών

ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΒΟΤΑΝΙΚΗ

ΒΙΟΤΙΚΕΣ ΧΩΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΦΑΣΜΑΤΑ

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΙΚΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΡΟΦΗΣ

Νεοφυτικός αιώνας (περίοδος των Αγγειοσπέρμων)

Δασολιβαδικά Συστήματα. Θ. Παπαχρήστου & Π. Πλατής Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών

Γεωβοτανική. Καθηγητής Δημήτριος Χριστοδουλάκης Τμήμα Βιολογίας Τομέας Βιολογίας Φυτών Τηλ.

Κ ι λ µα µ τι τ κές έ Α λλ λ α λ γές Επι π πτ π ώ τ σει ε ς στη τ β ιοπο π ικιλό λ τη τ τα τ κ αι τ η τ ν ν ά γρια ζ ωή

Πρόλογος Οργανισμοί...15

"ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ ΤΩΝ ΦΡΥΓΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ"

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΥΤΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ

Κ. Ποϊραζίδης Εισήγηση 4 η Λειτουργίες και αξίες των υγροτόπω. Εαρινό

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ II

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Η έννοια του οικοσυστήματος αποτελεί θεμελιώδη έννοια για την Οικολογία

Αναδάσωση. Εισαγωγή. Το δάσος. Η φωτιά. Αναδάσωση: φυσική ή τεχνητή;

Διαχείριση περιοχών Δικτύου Natura Μαρίνα Ξενοφώντος Λειτουργός Περιβάλλοντος Τμήμα Περιβάλλοντος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η έννοια του οικοσυστήματος 11

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

Ανακύκλωση & διατήρηση Θρεπτικών

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 10 Ιουλίου (11.07) (OR. en)

ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. Μαρία Κιτριλάκη ΠΕ04.04

Εργαστήριο Δασικής Γενετικής και Βελτίωσης Δασοπονικών Ειδών. Προστασία Γενετικής Βιολογικής Ποικιλότητας

«Η Επίδραση της Βόσκησης στη Βιοποικιλότητα του Ακάμα»

Πρότυπα οικολογικής διαφοροποίησης των μυρμηγκιών (Υμενόπτερα: Formicidae) σε κερματισμένα ορεινά ενδιαιτήματα.

Υψηλή Φυσική Αξία (ΥΦΑ)

Η ελληνική βιοποικιλότητα Ενας κρυμμένος θησαυρός. Μανώλης Μιτάκης Φαρμακοποιός Αντιπρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Εθνοφαρμακολογίας

ΜΑΡΤΙΟΥ 2012 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΣΟΠΟΝΙΑΣ

Ταδάσηκαλύπτουντοένατρίτοτουεδάφους της γης. Σχηµατίστηκαν πριν από 350 εκατοµµύρια χρόνια ως διαρκής µορφή βλάστησης µε πλούσια παραγωγή βιοµάζας

ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΔΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

AND019 - Έλος Κρεμμύδες

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ

Προστασία Γενετικής Βιολογικής Ποικιλότητας

ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

Παρουσίαση των. Προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. που λειτουργούν στον. Βοτανικό Κήπο. «Ιουλίας & Αλεξάνδρου Ν. Διομήδους»

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΧΑΝΙΑ - ΙΟΥΛΙΟΣ 2014

Το δάσος είναι ένα πολύπλοκο οικοσύστη μα η λειτουργία του οποίου επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα του εδάφους, του νερού και του αέρα.

AND014 - Εκβολή όρμου Λεύκα

Περιβαλλοντικά Συστήματα

ΒΟΣΚΟΤΟΠΟΙ ΕΝΑΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΠΟΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠ

Η σχέση μας με τη γη ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΗΛΙΑ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Bio-Greece - NATURA 2000 ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΚΤYΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ

LIFE10 NAT/CY/ Βελτίωση της κατάστασης διατήρησης του οικότοπου προτεραιότητας 9560* στην Κύπρο

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 1: ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ

ασογεωργικά συστήµατα: Παράδοση και νέες προοπτικές ανάπτυξης και διαχείρισης της γεωργικής γης

Διαμόρφωση προτύπων. 21 March Γιατί μελετάμε το πρότυπο τοπίου;

ΘΕΜΑ : ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΛΗΜΜΥΡΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΛΑΨΙΣΤΑ ΤΟΥ Ν. ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΩΝ GIS.

Δομή της παρουσίασης.

Coronilla scorpioides Lathyrus cicera Lotus corniculatus Medicago minima Melilotus indicus Onobrychis aequindentata Securigera cretica Trifolium

Παγκόσµια εικόνα του περιβάλλοντος Θεοδότα Νάντσου WWF Ελλάς

Kεφάλαιο 11 (σελ ) Ζώνες βλάστησης

ΛΙΒΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Το αγροδασικό μέτρο στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ και οι προοπτικές εφαρμογής του στην Ελλάδα

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2018/0216(COD) Σχέδιο γνωμοδότησης Bronis Ropė (PE629.

Βελτίωση της κατάστασης διατήρησης των οικοτόπων προτεραιότητας *1520 και *5220 στο Εθνικό Δασικό Πάρκο Ριζοελιάς

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά

H ΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ Γεωργία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται µε την καλλιέργεια του εδάφους της γης µε σκοπό την παραγωγή φυτ


ΥΛΗ Προστασία και Διαχείριση Περιβάλλοντος Ευριπίδου 18, Αθήνα

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

Διαχείριση των φυσικών πόρων και των οικοσυστημάτων Ι

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΡΓΟΥ ΑΡΓΟΣΤΟΛΙ 2015

Βιοποικιλότητα & Αγροτικά Οικοσυστήματα

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

Περιβαλλοντικά Συστήματα

AND016 - Εκβολή Πλούσκα (Γίδες)

Εξελικτική πορεία της ελληνικής χλωρίδας παράδειγμα τα νησιά του Αιγαίου

Η έννοια του οικοσυστήματος Ροή ενέργειας

Διαχείριση της βόσκησης αγροτικών ζώων στις προστατευόμενες περιοχές

Τ Α ΣΤ Σ Ι Τ Κ Ι Ο Π ΕΡ Ε Ι Ρ Β Ι ΑΛΛ Λ Ο Λ Ν

Μακροχρόνιες επιδράσεις της βόσκησης στη βιοποικιλότητα των λιβαδιών

ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΚΑΡΛΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΝ ΡΑ (ΣΕΛ. 3) 2. ΠΟΣΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΟΥΝ ΡΑΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ 3. ΖΩΑ ΚΑΙ ΦΥΤΑ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ 4. ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ (ΣΕΛ.

Δίκτυο NATURA 2000 στην Κρήτη: Υπηρεσίες οικοσυστημάτων αγροτικών περιοχών

MIL006 - Εκβολή Αγκάθια

Η κατάσταση των οικοσυστημάτων ως βάση εφαρμογής του MAES: η περίπτωση των δασών της Ελλάδας. Δρ. Ιωάννης Κόκκορης Δασολόγος Περιβαλλοντολόγος

MIL012 - Εκβολή ρύακα Σπυρίτου

Τίτλος: 7 o Πανελλήνιο Συνέδριο Οικολογίας Οικολογία: συνδέοντας συστήματα, κλίμακες και ερευνητικά πεδία

ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ (MONITORING) ΤΗΣ ΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΑΣΟΠΟΝΙΑ

Διδακτέα ύλη μέχρι

1. Το φαινόµενο El Niño

Μάθημα: ΥΔΡΟΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΑΣΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΜΕΑΣ ΛΙΒΑ ΟΠΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΡΙΑΣ ΠΑΝΙ ΑΣ - ΙΧΘΥΟΠΟΝΙΑΣ ΓΛΥΚΕΩΝ Υ ΑΤΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΣΙΚΩΝ ΒΟΣΚΟΤΟΠΩΝ Η ΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΧΛΩΡΙ ΑΣ ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΑ ΛΙΒΑ ΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΟ ΩΡΙ ΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΣΟΛΟΓΟΣ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΛΟΓΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008

Πρόλογος-Ευχαριστίες Η παρούσα ερευνητική εργασία αποτελεί τη µεταπτυχιακή µου διατριβή, η οποία πραγµατοποιήθηκε στο εργαστήριο ασικών Βοσκοτόπων της Σχολής ασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του Α.Π.Θ. Ένα µέρος της διατριβής εκπονήθηκε στα πλαίσια του προγράµµατος του ΕΠΕΑΕΚ: ΠΟΙΚΙΛΟ-ΧΛΩ.ΜΥ µε επιστηµονικώς υπεύθυνη την Καθηγήτρια κ. Ζωή Κούκουρα. Τις θερµότατες µου ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω στην Καθηγήτρια κ. Ζωή Κούκουρα, η οποία δέχτηκε την επίβλεψη της διατριβής µου και µου έδωσε τη δυνατότητα να συµµετάσχω στο παραπάνω πρόγραµµα. Οι επιστηµονικές της γνώσεις όπως και ο πολύτιµος χρόνος που διέθεσε, συνέβαλαν καθοριστικά στην ολοκλήρωση της παρούσας έρευνας. Θερµές ευχαριστίες οφείλω στον Καθηγητή κ. Νοϊτσάκη Βασίλειο και στην Λέκτορα κ. Αβραάµ Ελένη για τη συµµετοχή τους στην τριµελή επιτροπή αλλά και για τις πολύτιµες διορθώσεις και παρατηρήσεις τους. Επίσης, ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Καθηγητή του Τµήµατος Βιολογίας Α.Π.Θ. κ. Αθανάσιο Κούκουρα, στον οποίο αποδίδεται η ιδέα της δηµιουργίας της βάσης δεδοµένων και η αρχική στήριξή της, για τις πολύτιµες συµβουλές και υποδείξεις του κατά τη διάρκεια της έρευνας. Ακόµη, τους συνεργάτες του και ιδιαίτερα τον ρ. Μιλτιάδη Κίτσο και τον υποψήφιο ιδάκτορα Θοδωρή Τζώµο. Επιπλέον, την αδερφή µου Μάγδα, για την καθοριστική της βοήθεια κατά την επεξεργασία των στοιχείων σχετικά µε τους καταλόγους που καταρτίστηκαν στην παρούσα έρευνα. Τέλος, την οικογένεια µου για την ηθική και οικονοµική υποστήριξη όπως και τους φίλους µου για την αµέριστη συµπαράσταση που επέδειξαν κατά την εκπόνηση της παρούσας διατριβής.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Α 1. Γενικά..1 2. Ανασκόπηση της βιβλιογραφίας. 3 3. Στόχοι της έρευνας.....6 ΜΕΘΟ ΟΙ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ 1. Λογισµικό για τη λειτουργία της Βάσης εδοµένων.7 2. Επιλογή των χλωριδικών στοιχείων των οικογενειών Poaceae και Fabaceae.. 12 2.1. Βιοτικές µορφές και βιοτικά φάσµατα.....12 2.2. Οικολογικές µορφές ανάπτυξης...13 2.3. Χωρολογικές ενότητες...13 2.4. Κατακόρυφη διανοµή των ειδών των οικογενειών Poaceae και Fabaceae στην Ελλάδα.14 ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ 1. Σύγκριση των ταξινοµηµάτων του υποβασιλείου Tracheobionta της Ελλάδας µε εκείνα της Ευρώπης.14 2. Οικολογικός χαρακτήρας των λιβαδιών..16 2.1. Γενικά........16 2.2. Χλωριδικά στοιχεία των ταξινοµηµάτων των οικογενειών Poaceae και Fabaceae...18 2.2.1. Βιοτικές µορφές και βιοτικά φασµατα..18 2.2.1.1. Φανερόφυτα (Ph)....18 2.2.1.2. Χαµαίφυτα (Ch)......18 2.2.1.3. Ηµικρυπτόφυτα (H).... 19 2.2.1.4. Γεώφυτα (G)....19 2.2.1.5. Θερόφυτα (Th) 19 2.2.1.6. Υδρόφυτα-Ελόφυτα (HH)......20 2.2.2. Οικολογικές µορφές ανάπτυξης...22 2.2.3. Χωρολογικές ενότητες....24

2.2.3.1. Ευρωπαϊκή χωρολογική ενότητα.......24 2.2.3.2. Κοσµοπολίτικα......25 2.2.3.3. Ενδηµικά.....25 2.2.4. Κατακόρυφη διανοµή των ειδών των οικογενειών Poaceae και Fabaceae στην Ελλάδα...27 Συµπεράσµατα.....30 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Κατάταξη του συνόλου των φυτικών ταξινοµικών µονάδων της Ελληνικής βιοποικιλότητας σύµφωνα µε την ταξινοµική τους σειρά.31 2. Αλφαβητικός κατάλογος των ενδηµικών φυτών της Ελλάδας, σύµφωνα µε την ταξινοµική τους σειρά και εµφάνιση του αριθµού των ενδηµικών taxa της κάθε οικογένειας....40 3. Βιοτικές µορφές και χωρολογικές ενότητες του συνόλου των ειδών της Ελληνικής φυτικής βιοποικιλότητας που ανήκουν στις οικογένειες Poaceae και Fabaceae...68 4. Κατάλογος µε τα taxa των οικογενειών Poaceae και Fabaceae που εµφανίζονται άνω των 1500m. 86 5. Κατάλογος µε τα taxa των οικογενειών Poaceae και Fabaceae που εµφανίζονται τόσο υψηλότερα όσο και χαµηλότερα των 1500m...88 6. Κατάλογος µε τα είδη των οικογενειών Poaceae και Fabaceae που εµφανίζονται σε δασικά περιβάλλοντα..92 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 95

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Γενικά Με τη γενική έννοια, ο όρος βιολογική ποικιλότητα ή βιοποικιλότητα αναφέρεται στην ποικιλότητα διαφόρων µορφών ζωής. Συγκεκριµένα, βιοποικιλότητα ονοµάζεται η ποικιλοµορφία των ζωντανών οργανισµών, των γενετικών διαφορών που υπάρχουν µεταξύ τους και των κοινοτήτων και οικοσυστηµάτων µέσα στα οποία διαβιούν. Η βιοποικιλότητα διακρίνεται σε τρία διαφορετικά επίπεδα: 1. Τη γενετική ποικιλότητα 2. Την ποικιλότητα των ειδών 3. Την ποικιλότητα των οικοσυστηµάτων Σύµφωνα µε τον Margalef (1999) ο διαχωρισµός της έννοιας της ποικιλότητας και της βιοποικιλότητας είναι ότι η ποικιλότητα βασίζεται στην ακριβή απογραφή των οργανισµών, που εκφράζεται µε την αριθµητική σχέση της αφθονίας των πληθυσµών των διαφόρων ειδών που συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν σε µία περιοχή, ενώ η βιοποικιλότητα έχει ως στόχο τη δηµιουργία ενός καταλόγου όλων των ταξινοµικών µονάδων που να καλύπτει το σύνολο του γενικού πλούτου µιας περιοχής. Συχνά, η βιοποικιλότητα χρησιµοποιείται ως συνώνυµο της ποικιλότητας των ειδών µιας και τα είδη αποτελούν τις πιο ευδιάκριτες µονάδες του βιοκόσµου. Η ποικιλότητα των ειδών αποτελείται από δύο συστατικά: 1. Τον πλούτο των ειδών (species richness), που εκφράζεται µε τον αριθµό των ειδών µιας περιοχής 2. Την οµοιοµορφία (evenness), που εκφράζεται µε τον αναλογικό αριθµό των ατόµων του πληθυσµού κάθε είδους και δείχνει τον τρόπο που κατανέµεται η αφθονία µεταξύ των ειδών µιας κοινότητας (Odum 1975, Magurran 1988, Langer & Flather 1994, Wisley & Potvin 2000). Οι Nijs & Roy (2000) αναφέρουν την ύπαρξη ενός ακόµα συστατικού της φυτικής ποικιλότητας, της οποίας το θεωρούν αναπόσπαστη συνιστώσα. Πρόκειται για το βαθµό διαφοροποίησης µεταξύ των ειδών, ο οποίος µεταβάλλεται αλλάζοντας το εύρος των σχετιζόµενων µε την παραγωγικότητα ιδιαιτεροτήτων που έχουν τα είδη. 1

Τα φυσικά οικοσυστήµατα της Ελλάδας διακρίνονται για τη µεγάλη βιοποικιλότητα και στα τρία επίπεδα, που είναι αποτέλεσµα µακροχρόνιων ανθρωπογενών και κλιµατικών επιδράσεων. Η βιολογική ποικιλότητα γενικότερα, έχει καθοριστική σηµασία για τη διατήρηση της ζωής στη γη δεδοµένου ότι εξασφαλίζει την καλή λειτουργία των οικοσυστηµάτων, µε αποτέλεσµα τα τελευταία να είναι περισσότερο ανθεκτικά στις κλιµατικές αλλαγές. Επιπλέον, έχει µεγάλη κοινωνική, οικονοµική, επιστηµονική, εκπαιδευτική και αισθητική αξία και ταυτόχρονα αποτελεί το υπόβαθρο για την εξασφάλιση της βιωσιµότητας της αλιείας, της γεωργίας και της περαιτέρω ανάπτυξης της επιστήµης της φαρµακολογίας. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει διαπιστωθεί ότι ο συνεχώς αυξανόµενος ρυθµός ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινότητας και οι δραστηριότητες της (κατάτµηση φυσικών οικοτόπων λόγω της αστικοποίησης και της µεγάλης αύξησης του καταναλωτισµού, εντατικοποίηση γεωργίας και κτηνοτροφίας, καταστροφή των δασών από λαθραίες υλοτοµίες, πυρκαγιές, υπερβόσκηση κλπ) έχει και αρνητικές επιπτώσεις, µια από τις οποίες είναι η δραµατική µείωση της βιοποικιλότητας και η ταυτόχρονη υποβάθµιση του περιβάλλοντος. Η διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι ένας βασικός και πρωταρχικός στόχος που έχει τεθεί παγκόσµια µε σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος. Το γεγονός ότι ο µοναδικός τρόπος τεκµηρίωσης των δυσµενών ανθρωπογενών επιδράσεων (ακόµη και νοµικά) είναι η εκτίµηση των µεταβολών της βιοποικιλότητας, δείχνει την ανάγκη της καταγραφής της βιοποικιλότητας. Ως αντανάκλαση της ανάγκης αυτής υπήρξαν πολύπλευρες δραστηριοποιήσεις της ανθρώπινης κοινότητας (π.χ. ιάσκεψη του Rio de Janeiro, 1992 και Ερευνητικά προγράµµατα της Ε.Ε.). Τα παραπάνω έχουν δηµιουργήσει έξαρση του ερευνητικού ενδιαφέροντος τα τελευταία χρόνια, µε αποτέλεσµα τη συσσώρευση ενός τεράστιου όγκου παλαιών και πρόσφατων σχετικών πληροφοριών που όµως περιέχονται σε ένα πολύ µεγάλο αριθµό επιστηµονικών δηµοσιεύσεων. Για το λόγο αυτό, η απόκτηση συγκεκριµένων πληροφοριών είναι πολύ δύσκολη, ακόµη και για ειδικούς επιστήµονες. Η λύση του προβλήµατος αυτού είναι η ανάπτυξη ηλεκτρονικών Βάσεων εδοµένων για κοινοκτηµοσύνη των πληροφοριών. 2

2. Ανασκόπηση της βιβλιογραφίας Η Ελληνική φύση, µε τη µεγάλη ποικιλία βιοτόπων και το µεγάλο αριθµό ειδών χλωρίδας και πανίδας, προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ερευνητών από την αρχαιότητα. Πρώτος ο Αριστοτέλης προσπάθησε να περιγράψει τα είδη της χλωρίδας και έγραψε το σύγγραµµα Περί φυτών που όµως δεν διασώθηκε. Ο µαθητής του Αριστοτέλη, Θεόφραστος, ασχολήθηκε µε τη χλωρίδα στα έργα του Περί φυτών ιστορίαι και Περί φυτών αιτίαι όπου και περιέγραψε 550 περίπου είδη. Ο ιοσκουρίδης κατέγραψε το 512 µ.χ., 600 περίπου είδη φυτών που παρουσίαζαν φαρµακευτικό κυρίως ενδιαφέρον, στο έργο του Codex vindobonensis (Σφήκας 1997). Κατά την περίοδο της Ευρωπαϊκής αναγέννησης και έπειτα, αξιόλογοι επιστήµονες καταφθάνουν στην Ελλάδα από τη Κεντρική και υτική Ευρώπη για να µελετήσουν τη χλωρίδα της και δηµοσιεύουν πολλές εργασίες. Οι παραπάνω δηµοσιεύσεις κορυφώνονται µε το δεκάτοµο έργο Flora Graeca (Sibthorp & Smith 1806-1840). Στις αρχές του 20 ου αιώνα, δηµοσιεύεται το τρίτοµο έργο Conspectus Florae Graecae όπου καταγράφονται οι µέχρι τότε πληροφορίες για τα είδη της Ελληνικής χλωρίδας (Halácsy 1900-1908). Έπειτα, εκδίδεται το επίσης τρίτοµο έργο Prodromus Florae Peninsuleae Balcanicae που περιλαµβάνει τα µέχρι τότε γνωστά φυτά της Ελλάδας (Hayek 1924-1933) και ακολουθεί το έργο Flora Aegaea (Rechinger 1943). Σταθµό στην έρευνα αποτελεί η σταδιακή έκδοση του εννιάτοµου έργου Βοτανικόν και Φυτολογικόν Λεξικόν του Καββάδα (1956-1964) που περιλαµβάνει όλα τα µέχρι τότε γνωστά είδη φυτών της Ελλάδας. Παράλληλα, πολλοί Έλληνες ερευνητές συνέβαλαν µε τις εργασίες τους στη µελέτη και στην καταγραφή της Ελληνικής χλωρίδας, τόσο µέχρι το 1960 όσο και στα νεώτερα χρόνια. Η χλωρίδα των οικοσυστηµάτων των υψηλών ορέων αποτέλεσε αντικείµενο ιδιαίτερης µελέτης του Strid (1986) και των Strid & Tan (1991) και περιλαµβάνεται στα συγγράµµατα Mountain Flora of Greece, Vol. 1 και Vol. 2. αντίστοιχα. Στα δύο παραπάνω συγγράµµατα περιγράφονται οι φυτικές ταξινοµικές µονάδες (taxa) των ανωδασικών οικοσυστηµάτων της Ελλάδας καθώς και τα taxa που απαντούν σε ανοιχτά οικοσυστήµατα άνω του 3

υψοµέτρου των 1500m. Καθώς η χλωριδική έρευνα προχώρησε, ο Strid (1991) υπολόγισε το σύνολο των γνωστών χερσαίων φυτικών ταξινοµηµάτων της Ελλάδας (Tracheobionta=φυτά µε αγγεία) σε περίπου 6200, ενώ το επόµενο έτος οι Strid & Tan (1992) επανεκτίµησαν τον αριθµό αυτό στα 6308 taxa. Παρά την ύπαρξη όµως των παραπάνω πληροφοριών στη Βάση εδοµένων, που ξεκίνησε το 1990 και ολοκληρώθηκε το 1994, Πρόγραµµα ηµιουργίας Τράπεζας Στοιχείων για το Ελληνικό Φυσικό Περιβάλλον (http://www.itia.ntua.gr/filotis), ο αριθµός των γνωστών χερσαίων φυτικών ταξινοµηµάτων υπολογίζεται µόνο στα 5596. Η πιο πρόσφατη και µεγαλύτερη προσπάθεια καταγραφής της Ελληνικής χλωρίδας έχει αρχίσει µε τη συγγραφή του δεκάτοµου έργου Flora Hellenica που θα περιλαµβάνει περιγραφές και φυτογεωγραφικές πληροφορίες για όλα τα γνωστά φυτά της Ελλάδας. Μέχρι σήµερα όµως έχει εκδοθεί µόνο ο πρώτος (Strid & Tan 1997) και ο δεύτερος τόµος (Strid & Tan 2002) της σειράς αυτής. Όσον αφορά τον υπολογισµό των ενδηµικών taxa της Ελλάδας, η εκτίµηση του έχει εξελιχτεί ως εξής: Οι Strid & Tan (1992) αναφέρουν 742 ενδηµικά taxa, ενώ η Βάση εδοµένων Πρόγραµµα ηµιουργίας Τράπεζας Στοιχείων για το Ελληνικό Φυσικό Περιβάλλον 1063. Ο Σφήκας (1997) κατέγραψε 1129 ενδηµικά taxa αλλά ο Ιατρού (1986) είχε καταγράψει 1225 και το 1996, αναφερόµενος σε αδηµοσίευτα δεδοµένα του ανεβάζει τον αριθµό αυτό σε 1275 (Dafis et. al 1996). Αξίζει να σηµειωθεί ότι η χλωριδική µελέτη που πραγµατοποιήθηκε στις περιοχές της χώρας µας που εντάχτηκαν στο πρόγραµµα Natura 2000, έδειξε ότι τα ενδηµικά taxa της Ελλάδας που εµφανίζονται στις περιοχές αυτές ανέρχονται σε 789 (Dafis et. al 1996). Με βάση τη λεπτοµερή ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας που έγινε στα πλαίσια της παρούσας έρευνας, αποκαλύφτηκαν αντιφατικές εκτιµήσεις του αριθµού των ταξινοµηµάτων της Ελληνικής χερσαίας χλωρίδας. Οι αντιφάσεις αυτές πιθανότατα οφείλονται κατά ένα µέρος στο ότι κάποια ταξινοµήµατα διαχωρίστηκαν (ως αποτέλεσµα έρευνας) σε περισσότερα του ενός, ενώ κάποια άλλα συγχωνεύτηκαν σε ένα (π.χ. συνωνυµία). Αυτό που 4

γίνεται φανερό όµως από την ανασκόπηση αυτή είναι ότι δεν υπάρχει ακόµα µία σαφής, έγκυρη και πρόσφατη εκτίµηση του συνολικού αριθµού των γνωστών ταξινοµηµάτων της χλωρίδας της Ελλάδας και ιδιαίτερα των ενδηµικών taxa της. Από το σύνολο της Ελληνικής φυτικής βιοποικιλότητας, περισσότερη έµφαση δόθηκε στα ποολίβαδα τα οποία έχουν περισσότερα από 20 είδη φυτών ανά m 2. Τα φυτά αυτά αποτελούν πολύτιµο γενετικό υλικό, το οποίο κατά καιρούς χρησιµοποιείται για τη βελτίωση ή τη δηµιουργία καλλιεργούµενων ποικιλιών. Πλούσια σε είδη είναι και τα φρυγανολίβαδα καθώς και τα θαµνολίβαδα (Παπαναστάσης 1994). Τα είδη των φυτών που ανήκουν στις οικογένειες Poaceae και Fabaceae, στην πλειονότητα τους εµφανίζονται σε ποολίβαδα και περιλαµβάνουν φυτά µε υψηλή λιβαδοπονική αξία. Η πλειονότητα των Ελληνικών ποολίβαδων κυριαρχείται από πολυετή είδη που είτε είναι C 4 αγρωστώδη, όπως Hyparrhenia hirta, Dichanthium ischaemum και Chrysopogon gryllus, είτε C 3, όπως Festuca ssp., Bromus ssp. και Brachypodium ssp. (Koukoura 2007). Στις ξηρές και ηµίξηρες περιοχές κυριαρχούν τα ετήσια είδη ενώ στις υγρές και ύφυγρες τα πολυετή. Τα πιο σηµαντικά αγρωστώση είδη είναι αυτά της κατηγορίας C 3 (ψυχρόβια) στην οποία ανήκουν διάφορα γένη όπως Bromus, Avena, Festuca, Lolium, Dactylis, Stipa κ.λ.π. Υπάρχουν όµως και και είδη που ανήκουν στην κατηγορία C 4 (θερµόβια) όπως Cynodon dactylon, Hyparrhenia hirta, Andropogon ssp. κ.λ.π. τα οποία είναι λιγότερα κυρίαρχα και η ποιότητα τους είναι µικρότερη σε σύγκριση µε τα είδη της πρώτης κατηγορίας. Τα πολυετή αγρωστώδη είναι ικανά να εγκατασταθούν σε περιβάλλοντα µε δυσµενείς κλιµατεδαφικές συνθήκες, χάρη στην ικανότητα τους ν αναπτύσσουν φυσιολογικούς και µορφολογικούς µηχανισµούς προσαρµογής στα περιβάλλοντα αυτά (Casler 2006). Σε περιοχές όπως αυτές των λατοµείων, έχουν την ικανότητα να ελαττώνουν τις υψηλές θερµοκρασίες που επικρατούν και να προστατεύουν το έδαφος από τη διάβρωση (Hunter & Whiteman 1974, Lawrence 1981). Επίσης, πολυετή είδη αγρωστωδών και κυρίως εκείνα που φέρουν ριζώµατα χρησιµοποιούνται για τη δηµιουργία 5

χλοοτάπητα. Στη σύνθεση της βλάστησης των ποολίβαδων συµµετέχει επίσης µε σηµαντικό ποσοστό η οικογένεια των ψυχανθών τόσο µε ετήσια όσο και µε πολυετή είδη που ανήκουν στα γένη Trifolium, Medicago, Lotus, Astragalus, Vicia, Onobrychis κ.λ.π. (Koukoura 2007). Τα ψυχανθή πλεονεκτούν έναντι άλλων ειδών όταν φύονται σε γυµνά εδάφη. Χρησιµοποιούνται ευρύτατα στην αποκατάσταση διαταραγµένων περιοχών µιας και εµφανίζουν υψηλό δυναµικό αύξησης σε υποστρώµατα που είναι φτωχά σε άζωτο ενώ συντελούν στην αύξηση της γονιµότητας του εδάφους και µπορούν ν αντισταθούν και να επιβιώσουν ακόµα και σε περιβάλλοντα µε µεγάλες διαταραχές (Caravaca et al. 2003, Rodríguez- Echeverría & Pérez-Fernández 2005). Επίσης, είδη της οικογένειας αυτής χρησιµοποιούνται για τη δηµιουργία λειµώνων µε σηµαντικότερο είδος το Medicago sativa. 3. Στόχοι της έρευνας Οι βασικοί στόχοι της έρευνας αυτής ήταν: 1. Η κατά το δυνατόν πλήρης καταγραφή των γνωστών ταξινοµηµάτων των Tracheobionta στην Ελλάδα, µε βιβλιογραφική τεκµηρίωση της παρουσίας του κάθε ταξινοµήµατος και µάλιστα της πρώτης αναφοράς του όπου αυτό ήταν δυνατό. 2. Η βιβλιογραφικά τεκµηριωµένη καταγραφή όλων των ενδηµικών ταξινοµηµάτων της Ελλάδας. 3. Η καταγραφή των σηµαντικότερων χλωριδικών και οικολογικών χαρακτηριστικών των ειδών και υποειδών των οικογενειών Poaceae και Fabaceae, που είναι οι σηµαντικότερες για τα λιβαδικά οικοσυστήµατα. 4. Τα παραπάνω δεδοµένα που θα συγκεντρωθούν ν αποτελέσουν µία ηλεκτρονική Βάση εδοµένων στο διαδίκτυο, που θα είναι χρήσιµο εκπαιδευτικό και ερευνητικό µέσο αλλά και µία εστία ανάδειξης της εθνικής µας φυσικής κληρονοµιάς. 6

ΜΕΘΟ ΟΙ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ 1. Λογισµικό για τη λειτουργία της Βάσης εδοµένων Η καταχώρηση των πληροφοριών πραγµατοποιήθηκε στο ειδικό πρόγραµµα Ελληνική Βιοποικιλότητα το οποίο δηµιουργήθηκε αποκλειστικά για τις ανάγκες του ερευνητικού προγράµµατος (Σχήµα 1). Σχήµα 1. Επιφάνεια εργασίας του προγράµµατος Ελληνική Βιοποικιλότητα. Κάθε φυτικό ταξινοµικό είδος (taxa), έπειτα από τη βιβλιογραφική αναζήτηση, τον έλεγχο της εγκυρότητας του επιστηµονικού του ονόµατος και την επιβεβαίωση ότι απαντάται στον Ελληνικό χώρο, καταγράφηκε στο παραπάνω πρόγραµµα. Έπειτα, καταγράφηκε ο νονός του (Σχήµα 2) και η αρχαιότερη διαθέσιµη βιβλιογραφική αναφορά που τεκµηριώνει την ύπαρξη του είδους στην Ελλάδα. Τέλος, προστέθηκε και η βιογεωγραφική περιοχή στην οποία έχει αναφερθεί το είδος µε βάση την παραπάνω αναφορά (π.χ. Greece whole, Greek mainland, Aegean Is., Ionian Is.) (Σχήµα 3). Σηµειώνεται ότι δεν καταγράφηκαν τα εµπορικά και τα καλλιεργούµενα είδη γιατί δεν είναι αυτοφυή αλλά εισαγόµενα. 7

Σχήµα 2. Καταγραφή είδους ως µέρος της Ελληνικής Βιοποικιλότητας όπως και του νονού του. Σχήµα 3. Καταγραφή βιβλιογραφικής αναφοράς και βιογεωγραφικής περιοχής 8

Η βάση δεδοµένων είναι διαθέσιµη στο διαδίκτυο στην παρακάτω διεύθυνση: http://greek-biodiversity.bio.auth.gr. (Σχήµα 4). Χρησιµοποιώντας την αριστερή στήλη, όπου εµφανίζεται η ταξινοµική κατάταξη του βασιλείου Plantae, είναι δυνατή η κάθε είδους αναζήτηση σε επίπεδο Βασιλείου, Υποβασιλείου, Κατηγορίας, Κλάσης, Υποκλάσης, Τάξης, Οικογένειας, Γένους και η εµφάνιση των Ελληνικών Ειδών (Σχήµα 5). Η αναζήτηση µπορεί να γίνει ακόµη πιο συγκεκριµένη εισάγοντας στην αναζήτηση το επιστηµονικό όνοµα οποιουδήποτε επιπέδου που µας ενδιαφέρει. Για παράδειγµα, η αναζήτηση για την εµφάνιση των ειδών της οικογένειας Poaceae απεικονίζεται στο Σχήµα 6. Επιλέγοντας ένα είδος από τη λίστα µε τα Ελληνικά ή αναζητώντας το σύµφωνα µε τα παραπάνω, εµφανίζεται η βιβλιογραφική αναφορά που τεκµηριώνει την ύπαρξη του στην Ελλάδα καθώς και η βιογεωγραφική περιοχή που έχει αναφερθεί βάση πάντοτε της παραπάνω αναφοράς (Σχήµα 7). Η εµφάνιση της πλήρους βιβλιογραφικής αναφοράς (Σχήµα 8) πραγµατοποιείται µε την επιλογή του συγγραφέα και της ηµεροµηνίας που αναφέρονται πάνω από τον τίτλο της αναφοράς στο Σχήµα 7. Σχήµα 4. Επιφάνεια εργασίας της Βάσης εδοµένων της Ελληνικής Βιοποικιλότητας στο διαδίκτυο. 9

Σχήµα 5. Εµφάνιση Ελληνικών ειδών σε επίπεδο Γένους. Σχήµα 6. Εµφάνιση Ελληνικών ειδών µέσω της επιλογής Αναζήτηση. 10

Σχήµα 7. Εµφάνιση βιβλιογραφικής αναφοράς και βιογεωγραφικής περιοχής Σχήµα 8. Εµφάνιση πλήρους βιβλιογραφικής αναφοράς 11

2. Επιλογή των χλωριδικών στοιχείων των οικογενειών Poaceae και Fabaceae 2.1. Βιοτικές µορφές και βιοτικά φάσµατα Η µελέτη της χλωρίδας µιας περιοχής απαιτεί τη γνώση των χλωριδικών στοιχείων που τη συνθέτουν. Η βιοτική µορφή των φυτών είναι ένα χρήσιµο χλωριδικό στοιχείο που εκφράζει την ικανότητα προσαρµογής των φυτών στα περιβάλλοντα που αναπτύσσονται και αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισµα της ιδιοσυγκρασίας τους (Αθανασιάδης 1986). Συνεπώς, η φυσιογνωµική διαµόρφωση του τύπου της βλάστησης µιας περιοχής είναι στενά συνδεδεµένη µε τη συµµετοχή και κυριαρχία στη σύνθεση της βλάστησης των βιοτικών της µορφών (λιβαδικές, δασικές εκτάσεις). Σύµφωνα µε τον Braun- Blanquet (1964) η εναρµόνιση και προσαρµογή των φυτών στις συνθήκες του περιβάλλοντος εκφράζεται µε τις βιοτικές µορφές. Η εκατοστιαία αναλογία των βιοµορφών, που συνθέτουν τη χλωρίδα µιας περιοχής, µας δίνει το βιοτικό φάσµα της. Το βιοτικό φάσµα εκφράζει µε ικανοποιητικό τρόπο τις κλιµατικές συνθήκες, τη φυσιογνωµία και τον οικολογικό χαρακτήρα της βλάστησης (Γκανιάτσας 1967, Αθανασιάδης 1986). Στη φυτοκοινωνιολογία, ευρύτερη εφαρµογή είχε το σύστηµα κατάταξης σε βιοτικές µορφές του ανού Βοτανικού Raunkiaer (1934). Η κατάταξη αυτή στηρίζεται στη θέση και προστασία των ανανεωτικών οργάνων (οφθαλµοί) του φυτού και επηρεάζει τον τρόπο µε τον οποίο αυτό ανταπεξέρχεται στη δυσµενέστερη περίοδο (χειµώνα ή καλοκαίρι) του βιολογικού του κύκλου (διαχείµαση ή διαθερισµός). Στην παρούσα έρευνα για τη µετατροπή των χλωριδικών στοιχείων σε αντίστοιχες βιοτικές µορφές και την κατάρτιση του βιοτικού φάσµατος χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος του Raunkiaer (1934) και βασίστηκε στις εργασίες των Garcke (1972), Pignatti (1982) και Oberdorfer (1990). Από τη σχετική επεξεργασία, το σύνολο των ειδών των οικογενειών Poaceae και Fabaceae που φύονται στην Ελλάδα κατανεµήθηκε σε έξι θεµελιώδεις βιοτικές µορφές: 1. Φανερόφυτα 2. Χαµαίφυτα 3. Ηµικρυπτόφυτα 4. Γεώφυτα 12

5. Θερόφυτα και 6. Υδρόφυτα-Ελόφυτα 2.2. Οικολογικές µορφές ανάπτυξης Η οικολογική µορφή κάθε φυτικού είδους συνδέεται µε τη συνολική ανάπτυξη του και αναφέρεται στη διάρκεια ζωής του. Έχει άµεση σχέση µε περιβάλλον και σχετίζεται µε τη βιοτική µορφή του είδους. Χρησιµοποιήθηκαν οι τρείς θεµελιώδεις οικολογικές µορφές: 1. των µονοετών φυτών, 2. των πολυετών ποωδών φυτών και 3. των ξυλωδών θάµνων και δένδρων. Τα µονοετή ποώδη είναι βραχύβια και κλείνουν τον κύκλο εξέλιξης τους στη διάρκεια µίας βλαστικής περιόδου, που αρχίζει µε τη φύτρωση των σπερµάτων και λήγει µε την ωρίµανση και την απόρριψη των καρπών και σπερµάτων. Τα πολυετή ποώδη χαρακτηρίζονται από τα µη αποξυλωµένα υπέργεια τµήµατα του βλαστού, που συνήθως καταστρέφονται µετά το σχηµατισµό των καρπών και των σπερµάτων, κυρίως εκεί που το κλίµα τα εξαναγκάζει να αναστείλουν τη δραστηριότητα τους. Η προστασία τους γίνεται µε την τοποθέτηση κάτω από την επιφάνεια της γης βλαστού, ριζωµάτων, βολβών και κονδύλων. Έτσι, διέρχονται τη δυσµενή γι αυτά περίοδο και µε ευνοϊκές συνθήκες αναπτύσσουν τα υπέργεια βλαστικά τους όργανα. 2.3. Χωρολογικές ενότητες Είναι γνωστό ότι κάθε είδος φυτού έχει µία καθορισµένη γεωγραφική εξάπλωση. Αυτό µας δίνει τη δυνατότητα να ταξινοµήσουµε τα είδη σε ενότητες µε βάση την οµοιότητα στη γεωγραφική τους εξάπλωση. Οι ενότητες αυτές καλούνται χωρολογικές και περιλαµβάνουν είδη που παρουσιάζουν κάποια ταύτιση στη γεωγραφική τους εξάπλωση, δηλαδή είδη που ανήκουν σ ένα τύπο γεωγραφικής εξάπλωσης. Τα κέντρα των χωρολογικών ενοτήτων σχετίζονται στενά µε τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν στην οριοθετηµένη περιοχή τους (Παυλίδης 1985). Οι γνώσεις αναφορικά µε την εξάπλωση των φυτών παρουσιάζουν αρκετά κενά. Αυτό ισχύει κυρίως για τα σπουδαία από φυτοκοινωνιολογική άποψη υποείδη (Αθανασιάδης 1986). Η σύνθεση πολλών ή λίγων χωρολογικών ενοτήτων ονοµάζεται χωρολογικό φάσµα. Oι χωρολογικές ενότητες διακρίθηκαν σε: Ευρωπαϊκά, Κοσµοπολίτικα και Ενδηµικά. 13

2.4. Κατακόρυφη διανοµή των ειδών των οικογενειών Poaceae και Fabaceae στην Ελλάδα Ο συνολικός αριθµός των taxa των οικογενειών Poaceae και Fabaceae που εµφανίζονται στην Ελλάδα επιµερίστηκε, σύµφωνα µε την κατακόρυφη διανοµή τους, σε τρεις κατηγορίες. Αυτές είναι: Α) είδη που εµφανίζονται αποκλειστικά πάνω από το υψόµετρο των 1500m, Β) είδη που εµφανίζονται αποκλειστικά κάτω από το υψόµετρο των 1500m και Γ) είδη που εµφανίζονται τόσο άνω των 1500m όσο και κάτω από υψόµετρο αυτό. Η πρώτη κατηγορία περιλαµβάνει είδη που εµφανίζονται αποκλειστικά σε ποολίβαδα και συγκεκριµένα σ αυτά της υψηλής ζώνης (υπαλπικά), ενώ η δεύτερη και η τρίτη περιλαµβάνουν είδη που εµφανίζονται και στους τέσσερις τύπους λιβαδιών (φρυγανολίβαδα, θαµνολίβαδα, δασολίβαδα και στα ποολίβαδα της χαµηλής και της µεσαίας ζώνης). ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ 1. Σύγκριση των ταξινοµηµάτων του υποβασιλείου Tracheobionta της Ελλάδας µε εκείνα της Ευρώπης Από την επεξεργασία και καταχώρηση των στοιχείων προέκυψε ότι ο συνολικός αριθµός των φυτικών ταξινοµικών µονάδων της Ελληνικής βιοποικιλότητας είναι 6308 taxa (είδη και υποείδη). Η κατάταξη των παραπάνω, σύµφωνα µε την ταξινοµική τους σειρά, δίνεται στο Παράρτηµα 1. Σύµφωνα µε τη Flora Europaea, ο αριθµός των φυτικών ειδών της Ευρώπης ανέρχεται σε 11557 taxa. Τα 6308 από τα τελευταία εµφανίζονται στην Ελλάδα. Από άποψη ποσοστού, το 54,6% των Ευρωπαϊκών ειδών φύεται και στην Ελληνική επικράτεια. Τα Ελληνικά ενδηµικά, δηλαδή τα είδη που εµφανίζονται αποκλειστικά στην Ελλάδα και πουθενά αλλού στον πλανήτη, ανέρχονται σε 1355, αποτελώντας το 21,5% της Ελληνικής φυτικής βιοποικιλότητας και το 11,7% της Ευρωπαϊκής. Τα υπόλοιπα 4953 είδη (42,9%) της Ελληνικής φυτικής βιοποικιλότητας εµφανίζονται και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Συµπερασµατικά, η Ελληνική χλωρίδα είναι η πιο πλούσια στην Ευρώπη σε αριθµό ειδών και υποειδών, αλλά και η πιο πλούσια σε αριθµό ενδηµικών taxa, συγκρινόµενη µε περιοχές αντίστοιχης έκτασης στην Ευρώπη ή στη 14

Μεσογειακή περιοχή. Παραδείγµατος χάριν, η Ισπανική ενδοχώρα έχει 501 ενδηµικά taxa και το Μαρόκο 536 (Dafis et. al 1996). Στο Παράρτηµα 2 δίνεται αλφαβητικά ο κατάλογος όλων των ενδηµικών φυτών της Ελλάδας, σύµφωνα µε την ταξινοµική τους σειρά. Επίσης, δίνεται και ο αριθµός των ενδηµικών ειδών της κάθε οικογένειας. Οι πιο πλούσιες σε είδη και υποείδη (taxa) οικογένειες είναι η Asteraceae µε 248 taxa, η Caryophyllaceae µε 159, η Lamiaceae µε 121, η Liliaceae µε 97, η Cruciferae µε 85, η Rubiaceae µε 68, η Campanulaceae µε 63, η Fabaceae µε 55, η Scrophulariaceae µε 53, η Orchidaceae µε 45, η Apiaceae µε 44, η Boraginaceae µε 42, η Plumbaginaceae µε 33, η Poaceae µε 29 και η Ranunculaceae µε 26. Η υψηλή ποικιλότητα της Ελληνικής χλωρίδας, ιδιαίτερα σε ενδηµικά ταξινοµήµατα, µπορεί ν αποδωθεί στις ακόλουθες αιτίες: 1. Στην πλούσια γεωλογική ιστορία της Ελλάδας (Κίσκυρας 1959, Greutzburg 1963,1966) που επέφερε την κατάτµηση της Ελληνικής επικράτειας και δηµιούργησε αποµωνοµένες περιοχές και ενδιαιτήµατα µε ιδιαίτερα οικολογικά χαρακτηριστικά. Τα παραπάνω συντέλεσαν στην επιβίωση σπάνιων φυτικών taxa και στη δηµιουργία ή στη διατήρηση νέων ενδηµικών taxa µέσω διαδικασιών όπως πολυπλοειδή, γενετική εξέλιξη και προσαρµογή στις ακτινοβολίες (Dafis et al. 1996). 2. Στον εµπλουτισµό της Ελληνικής χερσαίας χλωρίδας µε: α) παλαιότερα χλωριδικά στοιχεία που είχαν τους πλησιέστερους συγγενείς τους (συχνά προγόνους) στην περιοχή της υτικής Ασίας (Anatolia), διαµέσου δύο κύριων διαδροµών µετανάστευσης φυτών, της περιοχής του Κεντρικού Αιγαίου και αυτής του Νότιου Αιγαίου. Η µετανάστευση αυτή είχε κατεύθυνση από Ανατολή προς ύση και έλαβε χώρα σε παλαιότερες γεωλογικές περιόδους (Μειόκαινο), όταν η Ελληνική επικράτεια ήταν ακόµη ενωµένη µε την Ασιατική ήπειρο (Turrill 1929, Ιατρού 1986) και β) χλωριδικά στοιχεία της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης διαµέσου της Αλπικής διαδροµής µετανάστευσης φυτών. Η τελευταία είχε κατεύθυνση από Βορά προς Νότο και έλαβε χώρα αργότερα από την προηγούµενη (Τurrill 1929). 15

Σχήµα 9. Σύγκριση Ελληνικής και Ευρωπαϊκής χλωρίδας 2. Οικολογικός χαρακτήρας των λιβαδιών 2.1. Γενικά Τα λιβάδια, κατά την επιστήµη της λιβαδοπονίας, είναι τα φυσικά οικοσυστήµατα που καλύπτονται από ποώδη ή θαµνώδη βλάστηση και παράγουν βοσκήσιµη ύλη για τα αγροτικά και τα άγρια ζώα, ενώ παράλληλα έχουν και άλλες λειτουργίες. Αυτές είναι παραγωγικές, κοινωνικοπολιτιστικές και περιβαλλοντικές (Society for Range Management 1989, Biswell & Λιάκος 1982). Ο όρος βοσκότοποι που χρησιµοποιείται συχνά αντί του λιβάδια, δεν είναι επιστηµονικά σώστός, διότι δηλώνει την κυρίαρχη µόνο χρήση των οικοσυστηµάτων αυτών που είναι η βόσκηση και όχι την πολυπλοκότητα της χρήσης τους. Βοσκότοποι άλλωστε µπορεί να είναι εκτάσεις που δεν είναι απαραίτητα και λιβάδια, π.χ. θερισµένοι αγροί, ακάλυπτοι οικιστικοί χώροι κ.λ.π. Παρ όλα αυτά όµως ο όρος βοσκότοποι ή βοσκές καθιερώθηκε 16

διαχρονικά τόσο στη λιβαδοπονική πράξη, όσο και στην επίσηµη νοµολογία του κράτους (Μακέδος 1998). Τα λιβάδια είναι φυσικά οικοσυστήµατα µε πολλαπλές λειτουργίες και πολλαπλή προσφορά για τον άνθρωπο. Παράγουν βοσκήσιµη ύλη για τα αγροτικά ζώα, τα οποία µε τη σειρά τους παράγουν πολύτιµα για την εθνική µας οικονοµία ζωικά προϊόντα. Σηµαντικές περιβαλλοντικές λειτουργίες των λιβαδιών είναι: α) η ρύθµιση και η βελτίωση της ποιότητας του αέρα µε τον εµπλουτισµό του σε οξυγόνο, β) η ρύθµιση της υδρολογίας των λεκανών απορροής των χειµάρρων και ποταµών καθώς και η παραγωγή χρήσιµου για ύδρευση και άρδευση νερού, γ) η αντιδιαβρωτική προστασία που παρέχουν στα ορεινά επικλινή εδάφη, δ) η διατήρηση της πολιτιστικής κληρονοµιάς της ορεινής υπαίθρου καθώς και η συµβολή τους στην ανάπτυξη της υπαίθριας αναψυχής και του οικοτουρισµού γενικότερα (Παπαναστάσης 1994, Μακέδος 1998). Η σηµαντικότερη όµως προσφορά των λιβαδιών είναι η συµβολή τους στη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Η χλωρίδα των λιβαδιών της χώρας µας είναι πλούσια και ένα µεγάλο µέρος της αποτελείται από ενδηµικά είδη φυτών. Τα λιβαδικά οικοσυστήµατα αποτελούν το µεγαλύτερο σε έκταση φυσικό πόρο της γης καλύπτοντας, σύµφωνα µε τα στοιχεία του FAO (1982), το 70% της συνολικής έκτασης της. Στην Ελλάδα, τα λιβάδια καλύπτουν 51.377.520 στρ., αντιπροσωπεύοντας το 38,9% της συνολικής έκτασης της (131.957.400 στρ.) γεγονός που τα καθιστά ως το µεγαλύτερο σε έκταση χερσαίο φυσικό πόρο της. Οι Παπαναστάσης & Πήττας (1984) κατέταξαν τις διάφορες κατηγορίες λιβαδιών στις λιβαδοπονικά παραδεκτές. Τύπος λιβαδιού Έκταση (στρ.) % Ποολίβαδα 16.700.790 32,5 Φρυγανολίβαδα 2.255.330 4,4 Θαµνολίβαδα 7.750.000 15,1 ασολίβαδα 24.671.400 48 Σύνολο 51.377.520 100 Πίνακας 1. Κατάταξη της έκτασης των λιβαδιών της χώρας σε λιβαδικούς τύπους 17

Στην Ελλάδα απαντώνται τέσσερις τύποι λιβαδιών, τα ποολίβαδα που καλύπτονται κατά κύριο λόγο µε ποώδη φυτά, τα φρυγανολίβαδα στα οποία κυριαρχούν τα φρύγανα (ξηρανθεκτικοί θαµνίσκοι), τα θαµνολίβαδα στα οποία κυριαρχούν οι θάµνοι και τα δασολίβαδα. Τα τελευταία είναι οι µερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις και σ αυτές φύονται µεµονωµένα άτοµα ή συνδενδρίες ή λόχµες δασικής βλάστησης σ ένα χαλαρό ανώροφο συγκόµωσης µέχρι 40% (Παπαναστάσης & Νοϊτσάκης 1992). Από οικολογική άποψη, το µεγαλύτερο µέρος των ποολίβαδων και περίπου το σύνολο της έκτασης των λοιπών τύπων λιβαδιών θεωρούνται διαδοχικά φυσικά οικοσυστήµατα. Τα τελευταία προήλθαν από την καταστροφή δασών και διατηρούνται σε σχετικά σταθερή κατάσταση λόγω ανθρωπογενών ή φυσικών αιτιών (Coupland 1979). Σχεδόν µόνο τα ποολίβαδα της υπαλπικής ζώνης στην Ελλάδα καλύπτονται εξ αιτίας του κλίµατος από βλάστηση κλίµαξ και θεωρούνται κλιµακικά. 2.2. Χλωριδικά στοιχεία των οικογενειών Poaceae και Fabaceae 2.2.1. Βιοτικές µορφές και βιοτικά φάσµατα Στο Παράρτηµα 3 εµφανίζεται µε αλφαβητική σειρά ο κατάλογος µε τις βιοτικές µορφές του συνόλου των ειδών της Ελληνικής φυτικής βιοποικιλότητας που ανήκουν στις οικογένειες Poaceae και Fabaceae και αναλύονται παρακάτω. 2.2.1.1. Φανερόφυτα (Ph) Στην κατηγορία των Φανερόφυτων περιλαµβάνονται οι ξυλώδεις µορφές των δενδρωδών, ηµιδενδρωδών, θαµνωδών, ηµιθαµνωδών φυτών καθώς και κάποιες περιπτώσεις ερπόντων ή αναρριχόµενων θαµνοειδών (Παυλίδης 1985). Στη βιοτική µορφή των Φανεροφύτων περιλαµβάνονται 29 taxa της οικογένειας Fabaceae ενώ η οικογένεια Poaceae, δεν περιλαµβάνει taxa αυτής της µορφής. 2.2.1.2. Χαµαίφυτα (Ch) Στη βιοτική µορφή των Χαµαιφύτων υπάγονται τα ξυλώδους σύστασης, ποώδη µέχρι ηµιθαµνώδους ανάπτυξης φυτικά είδη, τα οποία στην πλειονότητα τους είναι φρυγανώδη στοιχεία, σχηµατίζοντας στρωµατοειδείς 18

χαµηλού ύψους ξυλώδεις διαπλάσεις (Παυλίδης 1985). Στη βιοτική µορφή των Χαµαιφύτων περιλαµβάνονται 69 taxa της οικογένειας Fabaceae ενώ η οικογένεια Poaceae, δεν περιλαµβάνει taxa αυτής της µορφής. 2.2.1.3. Ηµικρυπτόφυτα (H) Η βιοτική µορφή των Ηµικρυπτοφύτων είναι αντιπροσωπευτική και η πιο διαδεδοµένη του χώρου της εύκρατης ζώνης βλάστησης, εξαπλωµένη από τα όρια της υποτροπικής µέχρι και την πολική ζώνη. Συγκροτείται από ποώδη φυτικά είδη, διετούς και πολυετούς βιολογικού κύκλου, µε κύριο χαρακτηριστικό τα υπέργεια βλαστητικά τους όργανα, οφθαλµοί και φύλλα, να διαχειµάζουν προστατευόµενα κοντά στην επιφάνεια του εδάφους (Παυλίδης 1985). Στη βιοτική µορφή των Ηµικρυπτόφυτων περιλαµβάνονται 147 taxa της οικογένειας Fabaceae και 221 taxa της οικογένειας Poaceae. 2.2.1.4. Γεώφυτα (G) Η βιοτική µορφή των Γεωφύτων περιλαµβάνει αποκλειστικά πολυετή ποώδη φυτικά είδη, µε κύριο χαρακτηριστικό τους τη δηµιουργία υπογείου αποθησαυριστικού οργάνου, όπως βολβού, ριζώµατος, κονδύλου, µε το οποίο επιτυγχάνεται η διαχείµαση τους (Παυλίδης 1985). Στη βιοτική µορφή των Γεωφύτων περιλαµβάνονται 8 taxa της οικογένειας Fabaceae και 38 taxa της οικογένειας Poaceae. 2.2.1.5. Θερόφυτα (Th) Η βιοτική µορφή των Θεροφύτων, ή αλλιώς Ετησίων, περιλαµβάνει φυτικά είδη που ολοκληρώνουν το βιολογικό τους κύκλο σε χρονικό διάστηµα µικρότερο του ενός έτους. Είναι διαδεδοµένα στις ξηρές και θερµές περιοχές και αντιπροσωπεύουν τη βασική βιοτική µορφή της υποτροπικής ζώνης βλάστησης. Στη βιοτική αυτή µορφή ανήκουν οι κατηγορίες των νιτρόφιλων φυτών, των ζιζανίων των καλλιεργειών και γενικά των φυτών των περιοικιστικών χώρων, εξαιτίας της ανθρωπογενούς συνήθως διασποράς τους, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη σηµαντική παρουσία τους στα κράσπεδα των δηµόσιων και των δασικών οδών (Παυλίδης 1985). Στη βιοτική µορφή των Θεροφύτων περιλαµβάνονται 228 taxa της οικογένειας Fabaceae και 177 taxa της οικογένειας Poaceae. 19

2.2.1.6. Υδρόφυτα-Ελόφυτα (HH) Η βιοτική µορφή των Υδροφύτων-Ελοφύτων αποτελείται από φυτικά είδη στενά εξαρτηµένα από υδάτινα περιβάλλοντα και υγροβιότοπους. Στη βιοτική µορφή των Υδροφύτων περιλαµβάνονται τα διαβιούντα αποκλειστικά µέσα στα νερά υδρόβια φυτικά είδη. Στα Ελόφυτα περιλαµβάνονται φυτά που αναπτύσσονται στην περιφέρεια των λιµνών σε ρηχά νερά και στα κράσπεδα, καθώς και τα τέλµατα, βυθίσµατα, τάφρους και ρυάκια κοντά στις λίµνες ή τη δασική ζώνη σε υγροβιοτόπους µε κάθυγρα ή υγρά εδάφη (Παυλίδης 1985). Στη βιοτική µορφή των Υδροφύτων-Ελοφύτων περιλαµβάνονται 5 taxa της οικογένειας Poaceae ενώ η οικογένεια Fabaceae, δεν περιλαµβάνει taxa αυτής της µορφής. Από την ανάλυση των βιοτικών µορφών για το σύνολο των φυτών της οικογένειας Poaceae, προέκυψε ότι η επικρατέστερη βιοτική µορφή είναι αυτή των Ηµικρυπτοφύτων µε 221 taxa και ποσοστό 50% και ακολουθούν τα Θερόφυτα µε 177 taxa και ποσοστό 40%. Σε απόσταση και µε µικρότερη συµµετοχή, ακολουθούν τα Γεώφυτα µε 38 taxa και ποσοστό 9% και τέλος τα Υδρόφυτα-Ελόφυτα µε µόλις 5 taxa και ποσοστό 1%, ενώ απουσιάζουν τα Φανερόφυτα και τα Χαµαίφυτα. Η παραπάνω κατανοµή αποτελεί το βιοτικό φάσµα της Ελληνικής χλωρίδας, όσον αφορά την οικογένεια Poaceae, κατά τη µέθοδο του Raunkiaer, που απεικονίζεται και σχηµατικά (Σχήµα 10). Όσον αφορά την οικογένεια Fabaceae, κυριαρχεί η βιοτική µορφή των Θεροφύτων µε 228 taxa και ποσοστό 47%, µε τα Ηµικρυπτόφυτα να έπονται µε 147 taxa και ποσοστό 31%. Ακολουθούν τα Χαµαίφυτα µε 69 taxa και ποσοστό 14%, τα Φανερόφυτα µε 29 taxa και ποσοστό 6% και τέλος τα Γεώφυτα µε 8 taxa και ποσοστό 2%, ενώ απουσιάζουν τα Υδρόφυτα-Ελόφυτα (Σχήµα 11). Τέλος, όσον αφορά το σύνολο των φυτικών ειδών των δύο παραπάνω οικογενειών, κυριαρχεί η βιοτική µορφή των Θεροφύτων µε 405 taxa και ποσοστό 44%, ακολουθούν τα Ηµικρυπτόφυτα µε 368 taxa και ποσοστό 40%. Σε απόσταση και µε µικρότερη συµµετοχή ακολουθούν τα Χαµαίφυτα µε 69 taxa και ποσοστό 7%, τα Γεώφυτα µε 46 taxa και ποσοστό 5%, τα 20

Φανερόφυτα µε 29 taxa και ποσοστό 3% και τα Υδρόφυτα-Ελόφυτα µε 5 taxa και ποσοστό 1% (Σχήµα 12). G 9% HH 1% Th 40% H 50% H Th G HH Σχήµα 10. Βιοτικό φάσµα της οικογένειας Poaceae στην Ελλάδα. Ch 14% Ph 6% G 2% Th 47% Th H Ch Ph G H 31% Σχήµα 11. Βιοτικό φάσµα της οικογένειας Fabaceae στην Ελλάδα. Ch 7% G 5% Ph HH 3% 1% Th 44% Th H Ch G Ph H 40% HH Σχήµα 12. Βιοτικό φάσµα των οικογενειών Poaceae και Fabaceae στην Ελλάδα. 21

Η υπεροχή σε αριθµό ειδών των Ηµικρυπτόφυτων στην οικογένεια Poaceae δείχνει ότι τα είδη της οικογένειας αυτής απαντώνται κυρίως σε περιοχές όπου το κλίµα είναι παραµεσόγειο προς το εύκρατο. Αντίστοιχα, η υπεροχή των Θερόφυτων στην οικογένεια Fabaceae µας δείχνει ότι τα είδη της οικογένειας αυτής απαντώνται κυρίως σε παραµεσόγειες περιοχές µε µεσογειακό τύπο κλίµατος (Αθανασιάδης & Θεοδωρόπουλος 1990). 2.2.2. Οικολογικές µορφές ανάπτυξης Τα κάθε κατηγορίας ποώδη φυτικά taxa των οικογενειών Poaceae και Fabaceae στην Ελλάδα ανέρχονται σε 893 που αντιπροσωπεύουν το υψηλό ποσοστό του 97%. Η πλειονότητα των ποωδών στοιχείων υπάγεται στην κατηγορία των πολυετών µε 488 taxa και ποσοστό 53%. Τα µονοετή ποώδη φυτά ανέρχονται σε 405 taxa µε ποσοστό 44%. Την κατηγορία των πολυετών ξυλωδών στοιχείων αντιπροσωπεύουν 29 taxa µε ποσοστό 3% (Σχήµα 13). Από την ανάλυση των οικολογικών µορφών ανάπτυξης για το σύνολο των φυτών της οικογένειας Poaceae, προέκυψε ότι επικρατούν τα πολυετή ποώδη µε 264 taxa και ποσοστό 60% ενώ ακολουθούν τα µονοετή ποώδη µε 177 taxa και ποσοστό 40% (Σχήµα 14). Η ανάλυση των οικολογικών µορφών ανάπτυξης για το σύνολο των φυτών της οικογένειας Fabaceae, έδειξε ότι επικρατούν τα µονοετή ποώδη µε 228 taxa και ποσοστό 47,4%, ακολουθούν τα πολυετή ποώδη µε 224 taxa και ποσοστό 46,6% και τέλος τα ξυλώδη µε 29 taxa και ποσοστό 6% (Σχήµα 15). Τα δεδοµένα αυτά µας δείχνουν ότι τα πολυετή ποώδη φυτά είναι περισσότερα στην οικογένεια των Αγρωστωδών (Poaceae) και τα µονοετή ποώδη φυτά στην οικογένεια των Ψυχανθών (Fabaceae). Στα πολυετή ποώδη ανήκουν αναφορικά µε τις βιοτικές µορφές τα Ηµικρυπτόφυτα (H), τα διετή ποώδη που συνήθως συµπεριφέρονται ως διετή Ηµικρυπτόφυτα, τα Γεώφυτα (G) και τα Χαµαίφυτα (Ch) ενώ στα µονοετή ποώδη τα Θερόφυτα (Th). Η υπεροχή από οικολογική άποψη των πολυετών αγρωστωδών φυτών υποδηλώνει ότι η πλειονότητα των ειδών της οικογένειας αυτής (Poaceae) απαντάται σε περιοχές µε µεσευρωπαϊκού τύπου χαρακτήρα βλάστησης ενώ περίπου το µισό ποσοστό των ειδών της οικογένειας των Ψυχανθών (Fabaceae) απαντάται σε περιοχές µε µεσογειακού ή υποµεσογειακού τύπου βλάστησης. 22

Ξυλώδη 3% Μονοετή ποώδη 44% Πολυετή ποώδη 53% Πολυετή ποώδη Μονοετή ποώδη Ξυλώδη Σχήµα 13. Οικολογικές µορφές ανάπτυξης των οικογενειών Poaceae και Fabaceae στην Ελλάδα. Μονοετή ποώδη 40% Πολυετή ποώδη 60% Πολυετή ποώδη Μονοετή ποώδη Σχήµα 14. Οικολογικές µορφές ανάπτυξης της οικογένειας Poaceae στην Ελλάδα. Ξυλώδη 6,0% Μονοετή ποώδη 47,4% Πολυετή ποώδη 46,6% Πολυετή ποώδη Μονοετή ποώδη Ξυλώδη Σχήµα 15. Οικολογικές µορφές ανάπτυξης της οικογένειας Fabaceae στην Ελλάδα. 23

2.2.3. Χωρολογικές ενότητες Στο Παράρτηµα 3 δίνονται οι χωρολογικές ενότητες των taxa των οικογενειών Poaceae και Fabaceae. Ο προσδιορισµός των χωρολογικών ενοτήτων βασίστηκε στις εργασίες των Pignatti (1982) και Tutin et al. (1964-1980). Oι χωρολογικές ενότητες, όπως αυτές διακρίθηκαν, αναλύονται παρακάτω. 2.2.3.1. Ευρωπαϊκή χωρολογική ενότητα Ευρωπαϊκά θεωρούνται τα είδη που έχουν ένα ευρύ κέντρο εξάπλωσης στον Ευρωπαϊκό χώρο. Στην ενότητα αυτή συµπεριλήφθησαν και τα Μεσογειακά φυτικά είδη, που η γεωγραφική τους εξάπλωση περιορίζεται µέσα στα όρια των Μεσογειακών χωρών της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Εδώ ανήκουν τα σπουδαιότερα θαµνώδη σκληρόφυλλα-αείφυλλα είδη που συνθέτουν τη χαρακτηριστική µακκία µεσογειακή βλάστηση και ένας σηµαντικός αριθµός ξηροφυτικού συνήθως χαρακτήρα θεροφύτων καθώς και πολυετή βολβόφυτα. Επίσης, τα Υποµεσογειακά είδη που εντοπίζονται στο χώρο µεταξύ των ψυχροορίων της µακκίας µεσογειακής βλάστησης και βορειότερα, µέχρι τα νότια θερµοόρια του Μεσευρωπαϊκού φυλλοβόλου δάσους οξιάς. Επιπλέον, τα Βαλκανικά, που η εξάπλωση τους περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά µέσα στο Βαλκανικό χώρο και τη χερσαία περίµετρο του Βορείου Αιγαίου. Τα Βαλκανικά στοιχεία είναι στην πλειοψηφία τους στενότοπα φυτικά είδη και αποτελούν τους τοπικούς ενδηµίτες που σπάνια εξαπλώνονται εξωβαλκανικά. Ακόµη, περιλαµβάνονται τα είδη της Κεντρικής Ευρώπης, κάποια από τα οποία απαντούν αποκλειστικά µέσα και κάποια άλλα µέσα και έξω από το φυλλοβόλο δάσος, που είναι η επικρατούσα βλάστηση της περιοχής. Τέλος, περιλαµβάνονται και µερικά στενότοπα είδη του Ευρωπαϊκού χώρου, όπως τα Ατλαντικά της παράκτιας ζώνης της υτικής Ευρώπης, τα Υπατλαντικά, στο Κεντρό- υτικό Ευρωπαϊκό χώρο, τα Αλπικά της ανώτερης άδενδρης ζώνης των υψηλών ορέων, τα Βόρεια του ψυχρόβιου κωνοφόρου δάσους και του δάσους σηµύδας και τα Υποβόρεια, που εκτείνονται στο Βόρειο Ευρωπαϊκό τµήµα µεταξύ του δάσους της οξιάς και της σηµύδας. Tα είδη της οικογένειας Poaceae που φύονται στην Ελλάδα συµµετέχουν µε 237 taxa και ποσοστό 53% στην Ευρωπαϊκή ενότητα ενώ εκείνα της 24

οικογένειας Fabaceae µε 350 taxa και ποσοστό 73%. Συνολικά και οι δύο οικογένειες συµµετέχουν µε 587 taxa και ποσοστό 64% (Σχήµα 16, 17, 18). 2.2.3.2. Κοσµοπολίτικα Η ενότητα αυτή περιλαµβάνει εκτός των τυπικών Κοσµοπολίτικων και διάφορα είδη άλλων κέντρων, όπως Ασιατικά, Αµερικάνικα και Τροπικά. Επίσης, συµπεριλήφθησαν τα Ευρασιατικά στοιχεία, που εκτείνονται από το µεσευρωπαϊκό χώρο και ανατολικότερα µέχρι την Κεντρική ηπειρωτική Ευρασία. Τυπικά Ευρασιατικά θεωρούνται τα είδη που εξαπλώνονται κυρίως µέσα στο φυλλοβόλο δάσος και Ηπειρωτικά αυτά των ηµιερηµικών και στεπικών διαπλάσεων του Κεντροευρασιατικού χώρου, που παρουσιάζουν δυνατότητες διηπειρωτικής ακτινοβολίας. Στο χώρο αυτό και διάφορα στενότοπα χλωριδικά στοιχεία, όπως τα Πόντια, Υποπόντια, Σιβηρικά και Ταταρικά. Τέλος, στην παραπάνω ενότητα συµπεριλήφθησαν τα είδη της Μεσογειακής λεκάνης, η γεωγραφική εξάπλωση των οποίων περιορίζεται στις Μεσογειακές χώρες που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και αυτά που εξαπλώνονται σε Μεσογειακές χώρες τόσο της Ευρωπαϊκής και Αφρικανικής ηπείρου ταυτόχρονα όσο και της Ευρωπαϊκής και της Ασιατικής. Στην ενότητα αυτή συµµετέχουν τα είδη της οικογένειας Poaceae που φύονται στην Ελλάδα µε 175 taxa και ποσοστό 40%, της Fabaceae µε 77 taxa και ποσοστό 16% και τέλος, όσον αφορά το σύνολο των φυτικών ειδών αυτής της ενότητας, οι δύο οικογένειες συµµετέχουν µε 252 taxa και ποσοστό 27% (Σχήµα 16, 17, 18). 2.2.3.3. Ενδηµικά Η ενότητα αυτή περιλαµβάνει τα φυτικά είδη που εµφανίζονται αποκλειστικά στην Ελληνική επικράτεια. Από την οικογένεια Poaceae εµφανίζονται 29 ενδηµικά taxa µε ποσοστό 7% και από την Fabaceae 54 taxa µε ποσοστό 11%. Όσον αφορά το σύνολο των φυτικών ειδών των δύο παραπάνω οικογενειών, ως ενδηµικά χαρακτηρίζονται 83 taxa µε ποσοστό 9% (Σχήµα 16, 17, 18). 25

endem 7% cosm 40% eur 53% eur cosm endem Σχήµα 16. Χωρολογικό φάσµα της οικογένειας Poaceae στην Ελλάδα. cosm 16% endem 11% eur cosm endem eur 73% Σχήµα 17. Χωρολογικό φάσµα της οικογένειας Fabaceae στην Ελλάδα. endem 9% cosm 27% eur cosm endem eur 64% Σχήµα 18. Χωρολογικό φάσµα των οικογενειών Poaceae και Fabaceae στην Ελλάδα 26

Τα δεδοµένα αυτά µας δείχνουν ότι η οικογένεια των Αγρωστωδών (Poaceae) περιλαµβάνει µεγαλύτερο αριθµό Κοσµοπολίτικων taxa ενώ εκείνη των Ψυχανθών (Fabaceae) περιλαµβάνει µεγαλύτερο αριθµό Ευρωπαϊκών και ενδηµικών ειδών. Η συµβολή των ειδών και των δύο οικογενειών στην ενδηµική χλωρίδα της Ελλάδας είναι µικρή. 2.2.4. Κατακόρυφη διανοµή των ειδών των οικογενειών Poaceae και Fabaceae στην Ελλάδα Στο Παράρτηµα 4 δίνεται ο κατάλογος µε τα είδη των οικογενειών Poaceae και Fabaceae που εµφανίζονται αποκλειστικά πάνω από το υψόµετρο των 1500m ενώ στο Παράρτηµα 5 ο κατάλογος µε τα είδη των δύο παραπάνω οικογενειών που εµφανίζονται τόσο άνω των 1500m όσο και κάτω από υψόµετρο αυτό. Τα taxa που ανήκουν στις οικογένειες αυτές και δε συµπεριλαµβάνονται στους δύο παραπάνω καταλόγους εµφανίζονται αποκλειστικά κάτω από το υψόµετρο των 1500m. Ιδιαίτερη έµφαση δόθηκε στην καταγραφή ειδών των οικογενειών Poaceae και Fabaceae που απαντώνται σε δασικά περιβάλλοντα (σκιόφυτα και σκιόφιλα είδη) και εµφανίζονται κυρίως κάτω από το υψόµετρο των 1500m. Από τα Σχήµατα 19, 20 και 21 γίνεται φανερό ότι: Όσον αφορά την οικογένεια Poaceae, σε σύνολο 441 taxa, ο αριθµός των taxa που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία ανέρχεται σε 31 και ποσοστό 7%, στη δεύτερη σε 335 και ποσοστό 76% και στην τρίτη σε 75 και ποσοστό 17% (Σχήµα 19). Τα taxa της οικογένειας που εµφανίζονται σε δασικά περιβάλλοντα ανέρχονται σε 35 µε ποσοστό 8%. Παροµοίως για την οικογένεια Fabaceae, σε σύνολο 481 taxa, ο αριθµός των taxa που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία ανέρχεται σε 31 και ποσοστό 6%, στη δεύτερη σε 365 και ποσοστό 76% και στην τρίτη σε 85 και ποσοστό 18% (Σχήµα 20). Ο αριθµός των taxa της οικογένειας που εµφανίζονται σε δασικά περιβάλλοντα ανέρχεται σε 49 µε ποσοστό 10%. Όσον αφορά το σύνολο των taxa των παραπάνω οικογενειών, σε σύνολο 922 taxa, ο αριθµός των taxa που υπάγονται στην πρώτη κατηγορία ανέρχεται σε 62 και ποσοστό 7%, στη δεύτερη 700 και ποσοστό 76% και στην τρίτη σε 160 και ποσοστό 17% (Σχήµα 21). Συνολικά, 84 taxa και ποσοστό 27

9% Αγρωστωδών και Ψυχανθών εµφανίζονται σε δασικά περιβάλλοντα. Στο Παράρτηµα 6 δίνεται ο κατάλογος µε τα παραπάνω taxa. Ζώνη Γ 17% Ζώνη Α 7% Ζώνη Α Ζώνη Β Ζώνη Γ Ζώνη Β 76% Σχήµα 19. Κατακόρυφη διανοµή των taxa της οικογένειας Poaceae σε υψοµετρικές ζώνες: Α) υπαλπική, Β) χαµηλή και ορεινή Γ) ευρεία Ζώνη Γ 18% Ζώνη Α 6% Ζώνη Α Ζώνη Β Ζώνη Γ Ζώνη Β 76% Σχήµα 20. Κατακόρυφη διανοµή των taxa της οικογένειας Fabaceae σε υψοµετρικές ζώνες: Α) υπαλπική, Β) χαµηλή και ορεινή Γ) ευρεία 28

Ζώνη Γ 17% Ζώνη Α 7% Ζώνη Α Ζώνη Β Ζώνη Γ Ζώνη Β 76% Σχήµα 21. Κατακόρυφη διανοµή του συνόλου των taxa των οικογενειών Poaceae και Fabaceae σε υψοµετρικές ζώνες: Α) υπαλπική, Β) χαµηλή και ορεινή Γ) ευρεία Τα δεδοµένα αυτά µας δείχνουν ότι και οι δύο οικογένειες συµβάλλουν εξίσου µε µικρό ποσοστό στη βιοποικιλότητα των ποολίβαδων των υπαλπικών κλιµακικού τύπου λιβαδιών. Η µεγαλύτερη εξίσου συµβολή τους είναι στη βιοποικιλότητα των λιβαδιών της χαµηλής και ορεινής ζώνης, δηλαδή στα διαδοχικού τύπου λιβάδια στα οποία περιλαµβάνονται ποολίβαδα, θαµνολίβαδα και δασολίβαδα. Αξίζει να σηµειωθεί ότι και οι δύο οικογένειες περιλαµβάνουν είδη µε ευρεία καθ ύψος εξάπλωση, είδη ενδηµικά και είδη σκιανθεκτικά. Ο αριθµός των ειδών αυτών είναι µεγαλύτερος στην οικογένεια των ψυχανθών (Fabaceae) σε σύγκριση µε εκείνη των αγρωστωδών (Poaceae). Αυτό µας δείχνει ότι τα είδη φυτών της οικογένειας των ψυχανθών προσαρµόζονται καλύτερα σε διαφοροποιήσεις των κλιµατεδαφικών συνθηκών, στις οποίες αναπτύσσονται. 29

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 1. Η Βάση εδοµένων δηµιουργήθηκε σύµφωνα µε τις πιο πρόσφατες βιβλιογραφίες και επιστηµονικές εργασίες, γεγονός που την καθιστά επικαιροποιηµένη. Περιλαµβάνει πολλά νέα είδη καθώς και αλλαγές που έχουν πραγµατοποιηθεί στα επιστηµονικά ονόµατα πολλών άλλων ειδών, συµβάλλοντας έτσι στην ακριβή γνώση της Ελληνικής φυτικής βιοποικιλότητας σήµερα. 2. Τα αποτελέσµατα της παρούσας έρευνας έδειξαν ότι ο συνολικός αριθµός των φυτικών ταξινοµικών µονάδων της Ελληνικής Βιοποικιλότητας είναι 6308 taxa (είδη και υποείδη). Τα Ελληνικά ενδηµικά ανέρχονται σε 1355 taxa, αποτελώντας το 21,5% της Ελληνικής φυτικής βιοποικιλότητας. 3. Η επικρατέστερη βιοτική µορφή των taxa της οικογένειας Poaceae που εµφανίζονται στην Ελλάδα είναι αυτή των Ηµικρυπτόφυτων και έπεται αυτή των Θερόφυτων ενώ το αντίθετο παρατηρείται µε τα taxa της οικογένειας Fabaceae όπου επικρατούν τα Θερόφυτα και έπονται τα Ηµικρυπτόφυτα. Το παραπάνω γεγονός δείχνει ότι η πλειοψηφία των taxa που ανήκουν στην οικογένεια Poaceae είναι πολυετή ενώ της Fabaceae είναι µονοετή. 4. Η συµβολή των taxa και των δύο οικογενειών στη βλάστηση των υπαλπικών κλιµακικού τύπου λιβαδιών είναι µικρή ενώ στα διαδοχικού τύπου λιβάδια της χαµηλής και ορεινής ζώνης εξάπλωσης µεγάλη. 5. Τα είδη της οικογένειας Fabaceae προσαρµόζονται καλύτερα σε διαφοροποιήσεις των κλιµατεδαφικών συνθηκών γιατί έχουν µεγαλύτερο αριθµό ειδών µε ευρεία καθ ύψος εξάπλωση καθώς και ενδηµικών ειδών. 6. Η συµβολή των δύο οικογενειών στη βιοποικιλότητα των δασολίβαδων της χώρας µας είναι µικρή δεδοµένου του µικρού αριθµού σκιόφυτων και σκιόφιλων ειδών που περιλαµβάνουν. 7. Η καταγραφή των ενδιαιτηµάτων στα οποία απαντώνται τα είδη των δύο οικογενειών που µελετήθηκαν καθώς και άλλων οικογενειών κρίνεται αναγκαία. 30

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Κατάταξη του συνόλου των φυτικών ταξινοµικών µονάδων της Ελληνικής βιοποικιλότητας σύµφωνα µε την ταξινοµική τους σειρά. Plantae Taxa Tracheobionta Coniferophyta Pinopsida Pinales Cupressaceae 13 Pinaceae 14 Taxales Taxaceae 1 Equisetophyta Equisetopsida Equisetales Equisetaceae 7 Gnetophyta Gnetopsida Ephedrales Ephedraceae 5 Lycopodiophyta Lycopodiopsida Isoetales Isoetaceae 3 Selaginellales Selaginellaceae 2 Magnoliophyta Liliopsida Alismatidae 31

Alismatales Alismataceae 6 Butomaceae 1 Hydrocharitales Hydrocharitaceae 3 Najadales Cymodoceaceae 1 Juncaginaceae 3 Najadaceae 1 Posidoniaceae 1 Potamogetonaceae 14 Ruppiaceae 2 Zannichelliaceae 2 Zosteraceae 2 Arecidae Arales Araceae 27 Lemnaceae 3 Arecales Arecaceae 2 Commelinidae Cyperales Cyperaceae 104 Poaceae 441 Juncales Juncaceae 42 Typhales Sparganiaceae 6 Typhaceae 5 32

Liliidae Liliales Agavaceae 1 Amaryllidaceae 30 Dioscoreaceae 1 Iridaceae 59 Liliaceae 272 Orchidales Orchidaceae 150 Magnoliopsida Asteridae Asterales Asteraceae 878 Callitrichales Callitrichaceae 5 Hippuridaceae 1 Campanulales Campanulaceae 115 Dipsacales Adoxaceae 1 Caprifoliaceae 17 Dipsacaceae 60 Morinaceae 1 Valerianaceae 38 Gentianales Apocynaceae 6 Asclepiadaceae 14 Gentianaceae 26 Lamiales 33

Boraginaceae 157 Lamiaceae 342 Verbenaceae 3 Plantaginales Plantaginaceae 30 Rubiales Rubiaceae 159 Scrophulariales Acanthaceae 3 Gesneriaceae 4 Globulariaceae 4 Lentibulariaceae 4 Oleaceae 8 Orobanchaceae 28 Pedaliaceae 2 Scrophulariaceae 235 Solanales Convolvulaceae 48 Menyanthaceae 1 Solanaceae 22 Caryophyllidae Caryophyllales Aizoaceae 6 Amaranthaceae 17 Basellaceae 1 Cactaceae 2 Caryophyllaceae 476 Chenopodiaceae 57 Molluginaceae 2 34

Nyctaginaceae 1 Phytolaccaceae 2 Portulacaceae 4 Tetragoniaceae 1 Plumbaginales Plumbaginaceae 68 Polygonales Polygonaceae 76 Dilleniidae Capparales Capparaceae 6 Cruciferae 330 Resedaceae 7 Dilleniales Paeoniaceae 11 Ebenales Ebenaceae 1 Styracaceae 1 Ericales Empetraceae 1 Ericaceae 11 Pyrolaceae 6 Malvales Malvaceae 32 Tiliaceae 8 Nepenthales Droseraceae 2 Primulales Primulaceae 29 35

Salicales Salicaceae 19 Theales Clusiaceae 40 Elatinaceae 1 Violales Cistaceae 29 Cucurbitaceae 6 Frankeniaceae 3 Tamaricaceae 5 Violaceae 57 Hamamelidae Fagales Betulaceae 9 Fagaceae 21 Hamamelidales Platanaceae 2 Juglandales Juglandaceae 1 Urticales Cannabaceae 2 Moraceae 4 Ulmaceae 11 Urticaceae 8 Magnoliidae Aristolochiales Aristolochiaceae 15 Laurales Lauraceae 1 36

Nymphaeales Ceratophyllaceae 2 Nymphaeaceae 2 Papaverales Fumariaceae 40 Papaveraceae 18 Ranunculales Berberidaceae 5 Coriariaceae 1 Ranunculaceae 134 Rosidae Apiales Apiaceae 198 Araliaceae 1 Celastrales Aquifoliaceae 1 Celastraceae 2 Cornales Cornaceae 3 Euphorbiales Buxaceae 1 Euphorbiaceae 62 Fabales Fabaceae 481 Geraniales Balsaminaceae 1 Geraniaceae 44 Oxalidaceae 3 Haloragales 37

Haloragaceae 2 Theligonaceae 1 Linales Linaceae 30 Myrtales Lythraceae 8 Myrtaceae 2 Onagraceae 22 Punicaceae 1 Thymelaeaceae 15 Trapaceae 1 Polygalales Polygalaceae 15 Rafflesiales Rafflesiaceae 3 Rhamnales Elaeagnaceae 1 Rhamnaceae 16 Vitaceae 1 Rosales Crassulaceae 63 Grossulariaceae 4 Parnassiaceae 1 Rosaceae 159 Saxifragaceae 33 Santalales Loranthaceae 1 Santalaceae 14 Viscaceae 5 38